Πατρικαι Νουθεσίαι.
2 απαντήσεις
Σελίδα 8 από 8
Σελίδα 8 από 8 • 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄
Περί Αγάπης και Συγχωρητικότητος προς τους αδελφούς.
Τέκνα μου, αγωνίζεσθε τον καλόν αγώνα, η αγάπη μενέτω, η αγάπη να είναι το κέντρον όλων των κινήσεων εν τω μέσω της αδελφότητος, ο εγωϊσμός μακράν από τον λογισμόν και από το στόμα. «Ο θέλων γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. 10.44), λέγει ο Κύριος, και εάν δεν γίνωμεν ως τα μικρά παιδιά εις την ακακίαν και απλότητα, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών. Η αγάπη όταν διέπη μίαν αδελφότητα, τότε αοράτως ο Χριστός ευλογεί τα πάντα. Η χαρά, η ειρήνη, η θυσία υπέρ των αδελφών, πυρπολείται εις τα στήθη εκάστου αδελφού, αλλά και η προσευχή τότε γιγαντώνεται και όσον πλεονάζει, τόσον και η εν Χριστώ αγάπη και θυσία πλουτίζει τας ψυχάς και ο Χριστός δοξάζεται και λατρεύεται και γινόμεθα ταπεινά όργανα να δοξάζεται και το άγιον όνομα του Θεού. Η γνησία αγάπη δεν φθονεί τα καλά χαρίσματα του αδελφού, δεν χαίρει, όταν ακούη ταπεινωτικά λόγια, κατηγορίας δια τον αδελφόν, δεν εγκρατεύεται εις το να επαινή πάντοτε την προκοπήν του αδελφού. Η αγάπη ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί το ιδικόν της συμφέρον, αλλά του αδελφού. Δεν θυμώνει, δεν σκέπτεται το κακόν, πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Όποιος έχει γνησίαν αγάπην, ουδέποτε πίπτει αμαρτάνοντας εις τον αδελφόν του. Λοιπόν εύχεσθε, τέκνα, ίνα η αυτοαγάπη, ο Θεός μας, μας δώση το χάρισμα της εν Χριστώ αγάπης. Όταν αύτη η αγάπη θα βασιλεύση εις τας καρδίας μας, εις τους λόγους και εις τα έργα μας, τότε να ελπίζωμεν δι’ ένα αυριανόν μέλλον συγκροτήσεως εν Χριστώ αδελφότητος με πνεύμα Χριστού, με αίγλην πνευματικήν, με βάσεις αδιασείστους, με συμπαγή συγκρότησιν αδελφότητος ηνωμένης εις την γνώμην, με μίαν ψυχήν εις πολλά σώματα.
2α. Τέκνα μου ηγαπημένα. Εύχομαι ο Θεός της αγάπης να σας ενισχύη εις την εις αλλήλους αγάπην και να σας δίδη εκείνην την αγάπην, που δεν πονηρεύεται, που δεν δημιουργεί σκάνδαλα, αλλ’ η οποία μάλλον τα διασκεδάζει με την σοφίαν που γεννά. Εύχομαι ο Κύριος να δώση αγάπην αγνήν, αγάπην, η οποία κλείει το στόμα του έχοντος ταύτην και δεν τον αφήνει να γκρεμισθή εις το βάραθρον της κατακρίσεως, της καταλαλιάς, της συκοφαντίας, του ψέμματος, της υποκρισίας και των αμετρήτων άλλων κακών, που γεννά δια της γλώσσης η έλλειψις της γνησίας αυτής κατά Θεόν αγάπης. Ο έχων αγάπην, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ, και αύτη εστίν η μαρτυρία, ότι είμεθα του Θεού και αγαπώμεν Αυτόν, όταν έχωμεν γνησίαν και ανόθευτον αγάπην εις αλλήλους. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί» (Α΄Ιωάν. 3,15) και εν τη πνευματική σκοτία ευρίσκεται και ουκ οίδε που υπάγει. Εντολήν σοβαρωτάτην έχομεν λάβει από τον Κύριον ημών Ιησούν, όπως αγαπώμεν αλλήλους, και ο διάβολος εντολήν έδωκεν εις τους υπακούοντας αυτόν όπως μισούν αλλήλους. Άρα Οποίου εντολήν φυλάσσομεν, Εκείνου και μαθηταί και υπήκοοι είμεθα. Φοβηθώμεν, τέκνα μου, την κατά του αδελφού ψυχρότητα και έχθραν και τους μετ’ αυτής διαφόρους λογισμούς, που ολίγον κατ’ ολίγον οδηγούν την ψυχήν εις το δαιμονικόν μίσος, διότι ως εις κύριον θα υποταχθώμεν εις τον εχθρόν της σωτηρίας ημών διάβολον και τότε αναρίθμητα κακά θα επισωρεύσωμεν εις την ταλαίπωρον ψυχήν μας! Η αγάπη είναι η βάσις, το θεμέλιον και η σκέπη της ψυχής εκείνης, που κατέχει αυτήν, και η ψυχή αυτή έχει μέσα της ένοικον τον Θεόν της αγάπης και ευφραίνεται κάθε στιγμήν λαμπρώς. Μέσα εις ένα κοινόβιον υπάρχει άμεσος ανάγκη, δια την σύστασιν και διατήρησίν του, να υπάρχη η αμοιβαία αγάπη μεταξύ των μελών αυτού, διότι η αγάπη θα είναι ο χρυσούς κρίκος, που θα ενώνη καθ’ όλα τους αδελφούς εις εν συμπαγές σώμα, το οποίον θα ανθίσταται εις τα σκάνδαλα, που αείποτε θα δημιουργή ο κύριος της έχθρας και του μίσους, ο διάβολος. Η αγάπη θα είναι η ανίκητος εκείνη δύναμις, που θα συγκρατή τα μέλη εις εν σώμα, με κεφαλήν τον προεστώτα, και η δύναμις αυτή θα υπερμαχή κάθε φοράν όταν θα παρίσταται ανάγκη, εναντίον της άλλης, της τελείως αντιθέτου δυνάμεως του κακού, που θα αγωνίζεται να αποσπάση τα μέλη από την ένότητα. Εις περίπτωσιν ελαστικής και χαλαράς αγάπης, η εναντία δύναμις του διαβόλου αναλόγως με την ελαστικότητα, την οποίαν θα υποστή η θερμότης της δυναμικής αγάπης, θα έχη και τα υπέρ αυτής τρόπαια. Ποία τα τρόπαια της εναντίας δυνάμεως; Τα σκάνδαλα μέσα εις την αδελφότητα, ως αντιλογίαι, ως παρακοή, ως φιλονεικίαι, ως υπερηφάνεια ως καυχήσεις, ως φθόνος, ως μίσος και τέλος ως λιποταξία από το κοινόβιον! Ας σκεφθώμεν, τέκνα, άράγε εις τον ουρανόν οι άγγελοι αντιλογούν, παρακούουν, ποιούν το θέλημά των, εχθρεύονται, μισούν, λιποτακτούν από τον τόπον της παραστάσεώς των απέναντι του θρόνου του Θεού; Όχι βέβαια. Τούτο το έκανε ο πρώην ανατέλλων εωσφόρος και κατερρίφθη και γέγονε Σατανάς! Ούτω και ημείς, εφ’ όσον αγγελικόν σχήμα ενεδύθημεν, άρα ουχί και κατά τρόπον αγγελικόν, χρεωστικώς οφείλομεν να περιπατώμεν; Πως αγγελικός βίος λογισθήσεται εν υμίν, όταν θα βλέπω μεταξύ σας αντιλογίας, μεμψιμοιρίας, φιλονεικίας, θελήματα, έχθρας και το χείριστον πάντων παρακοάς; Ουχί το αντίθετον ούτω θα διαπράττετε και θα εργάζεσθε όσων θα νουθετήσθε εκ της ταπεινότητός μου; Και ουχί περισσότερον κρίμα λήψεσθε, κατά το αγιογραφικόν λόγιον, ποιούντες τα εναντία, ότι «ο γνους και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47), δηλαδή θα τιμωρηθή αυστηρώς μετά πολλών και δεινών πληγών και τιμωριών; Φοβηθώμεν, τέκνα, την παρακοήν εις τας νουθεσίας, διότι πάσα παράβασις και παρακοή λαμβάνει αναποφεύκτως τιμωρίαν και ας αγωνισθώμεν προς ταύτα. Πειθαρχήσατε λοιπόν εις ό,τι παραγγέλλεσθε, όπως τον αμάραντον στέφανον της αγάπης και υπακοής λάβετε τότε, όταν τα βραβεία και οι στέφανοι θα δίδωνται από τον αγωνοθέτην Ιησούν Χριστόν. Εύχομαι η υπέρμαχος των Χριστιανών Δέσποινα του κόσμου, να σας αξιώση δια των πρεσβειών Της και πάντων των αγίων, να λάβετε τον αμαράντινον τούτον στέφανον της αιωνίου δόξης!
3η. Παιδί μου, τους λογισμούς τους κακούς, που σου φέρνει ο διάβολος σπρώχνοντάς σε εις συγκατάθεσιν, πρόσεχε να τους διώκης, ιδίως της μισαδελφίας, καθόλου να μη τους προσέχης, διότι έχουν ως σκοπόν να σου αφαιρέσουν την μεγαλυτέραν αρετήν, την αγάπην, και όταν τούτο το κατορθώσουν, εκέρδισαν εξ ολοκλήρου την ψυχήν σου. Και τότε, όταν χάσωμεν την αγάπην, δηλαδή τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ, τι άλλο μας απομένει πλέον δια σωτηρίαν; Καθώς λέγει και ο απόστολος Ιωάννης, «ο μισών τον αδελφόν του, ανθρωποκτόνος εστί» ( Ιωάν. Γ,15 ) «και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» ( Α΄ Ιωάν. Β΄11 ).
Καθόλου, παιδί μου, μη δέχεσαι εις ακρόασιν τους μισαδέλφους αυτούς λογισμούς, αλλά δίωκέ τους αμέσως και λέγε την ευχήν ή λέγε εις τον σατανάν: «Όσον εσύ, διάβολε, μου φέρεις τους μισαδέλφους λογισμούς, τόσον εγώ θα αγαπώ τους αδελφούς μου, διότι έχω διαταγήν από τον Χριστόν μου, όχι μόνον να τους αγαπώ, αλλά και να θυσιασθώ δι’ αυτούς, καθώς και ο Χριστός εθυσιάσθη δι’ εμέ τον ελεεινόν», και αμέσως νοερώς να ασπάζεσαι τα πράγματα, δια τα οποία σου φέρει το μίσος, και να λέγης: «Για δες, σατανά φθονερέ, πόσον τους αγαπώ, θα πεθάνω δι’ αυτούς»! Κάμνοντας λοιπόν ούτω και βλέποντας ο Θεός την καλήν σου θέλησιν και τον τρόπον που μεταχειρίζεσαι, δια να νικήσης τον διάβολον, αμέσως έρχεται εις βοήθειάν σου και σε απαλλάσει.
4η. Εύχομαι εις τον Πανάγαθον Θεόν να καταπέμψη το Πανάγιον Πνεύμα, όπως εις τους Θεοπέμπους αυτού αγίους αποστόλους, δια να φωτισθήτε να βαδίζητε τον πολύμοχθον δρόμον της σωτηρίας. «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς ( εν αγάπη ) επί το αυτό» ( Ψαλμ. 132,1 ). Δεν υπάρχει ωραιότερον πράγμα όταν μία αδελφότης γέμη της κατά Θεόν αγάπης. Τα πάντα γελούν, όλα είναι μεστά ωραιότητος, ο δε Θεός άνωθεν ευφραίνεται και χαίρουν τα άγια πνεύματα των αγγέλων, όπου η αγάπη είναι άπειρη. «Αγαπάτε αλλήλους, καθώς καγώ ηγάπησα υμάς», «εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» ( Ιωαν. 13,35 ).
Ω αγάπη, όποιος σε κατέχει, όντως μακαρία εστίν η καρδία αυτού, διότι μέσα εις την αγάπην τι θέλεις και δεν ευρίσκεις! Ταπείνωσιν, χαράν, υπομονήν, αγαθότητα, συμπάθειαν, επιείκειαν, φωτισμόν κ.λ.π.
Άκοπός εστιν ο ωραίος δρόμος της αγάπης και εν τη αγάπη ουκ έστι μώμος ουδέ κηλίδα, αλλά η συνείδησις μαρτυρεί ότι η ψυχή έχει παρρησίαν προς τον Θεόν. Όταν όμως δεν υπάρχει αγάπη, τότε δεν έχει παρρησίαν η ψυχή εις την προσευχήν της, αλλά ως νικημένη, ως άνανδρος, δεν ημπορεί να σηκώση το κεφάλι της, διότι ελέγχεται ότι δεν αγαπά, καθώς ηγάπησε αυτήν ο Θεός, παραβαίνει την εντολήν του Θεού. Εάν δεν αγαπώμεν τον αδελφόν μας, όπου τον βλέπομεν, πως θα αγαπήσωμεν τον Θεόν, όπου δεν Τον βλέπομεν; Ο έχων αγάπην αληθινήν, έχει τον Θεόν, όποιος δεν έχει αγάπην, δεν έχει τον Θεόν εν εαυτώ. «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν», «εκ του πλησίον σου, εστίν η σωτηρία», λέγουν οι άγιοι πατέρες. Οι παλαιοί όσιοι πατέρες περιεπάτουν άκοπα τον δρόμον της σωτηρίας, διότι τα πάντα εθυσίαζον ίνα μη εκπέσουν από την αγάπην, η αγάπη ήτο ο σκοπός της ζωής των. Ο ιδικός μας δρόμος είναι εσπαρμένος όλος αγκάθια και αυτά εφύτρωσαν διότι έλειψεν η αγάπη, και δια τούτο όταν περιπατώμεν, συνεχώς αυτοαιμορραγούμεν. Τα θεμέλια του οίκου σαλεύονται, όταν το θεμέλιον της αγάπης δεν το στερεώνωμεν καλώς.
5η. Βιάζου, παιδί μου, δια την ψυχήν σου, βιάζου να αναπαύσης τους αδελφούς και ο Κύριος θα αναπαύση εσένα, θα σου δώση την χάριν Του. Κάμνε υπομονήν, κάμνε υπακοήν, γίνε «σκουπίδι» εις όλους και θα σε φωτίση ο Κύριος. Εκείνος είναι μεγάλος, όστις έχει περισσοτέραν ταπείνωσιν. Ο Θεός δίδει χάριν εις εκείνον, ο οποίος έχει φόβον Θεού και υπακούει εις όλους σαν παιδάκι μικρόν και διαρκώς ζητεί το άγιον θέλημα του Θεού. Ποτέ δεν ζητεί να γίνη το θέλημα το ιδικόν του, αλλά το θέλημα του Θεού και των άλλων. Πάντοτε λέγει: «Όπως θέλετε, όπως ηξεύρετε», την ιδικήν του γνώμην δεν δίδει, διότι έχει τον εαυτόν του μικρότερον πάντων, όταν του είπουν να κάνη κάτι είναι πρόθυμος λέγοντας: «Νάναι ευλογημένον». Λοιπόν, παιδί μου, αυτά να κάμνης και εσύ, όπου τρέμουν οι δαίμονες και φεύγουν μακράν και πλέον δεν πλησιάζουν, πολύ φοβούνται όταν βλέπουν ταπείνωσιν, υπακοήν και αγάπην εις όλους.
6η. Εσύ, παιδί μου, κάνε το καθήκόν σου, εάν δεν κάμνουν υπακοήν, άφηνέ τους εις τον Θεόν και ησύχαζε. Είναι φθόνος του διαβόλου, παιδί μου, μήπως ο διάβολος εις τα βουνά θα πάη; Πηγαίνει εκεί που αγωνίζονται δια να σωθούν, και επειδή και ημείς θέλομεν να σωθώμεν, μας ανακατεύει χωρίς να το εννοώμεν. Σήκωνε, παιδί μου, το βάρος των αδελφών. Ο δε Θεός είναι δίκαιος ανταποδότης εις τον καθένα. Θα έλθη καιρός και θα ίδης πόσα θα σου δώση δια τους κόπους που κατέβαλες δια τόσας ψυχάς. Κοπίασον εις αυτόν τον κόσμον, βοήθει και ποτέ δεν θα στερηθής της βοηθείας του Θεού. Τώρα σπείρεις, θα έλθη καιρός που θα θερίσης. Προσεύχου να σε τονώνη ο Θεός εις την υπομονήν, εις την διάκρισιν, εις την φώτισιν κ.λ.π. Εγώ δια σε προσεύχομαι συνέχεια, αλλά δεν έχω παρρησίαν εις τον Θεόν και ούτω δεν φέρει καρπόν η προσευχή μου. Σκέψου τι υπέφεραν οι πατέρες, δια να σώσουν άλλους, δεν είναι μικρόν το θέμα, εσύ βοηθείς τους άλλους, εις σε θα ξεθυμάνη ο διάβολος, δι’ αυτό και σε θλίβει. Λοιπόν βάλε την υπομονήν και την ανδρείαν εμπρός και ειπέ: «Θα αποθάνω επάνω εις τον αγώνα βοηθώντας τους αδελφούς μου δια να σωθούν και ο Θεός δεν με αφήνει να χαθώ, αφού δια την αγάπην Του το κάνω». Ναι, έτσι πράξε, και θα ίδης πόσην δύναμιν θα πάρης εις το αγώνισμα και πόσην χαράν. Διότι ενίοτε η ανυπομονησία, η απελπισία και η απαισιοδοξία υστερούν την χάριν του Θεού και ο άνθρωπος το αποδίδει εσφαλμένα εις τα βάρη που σηκώνει. Αλλά το θάρρος, η θυσία, η ανδρεία, η πίστις προς τον Θεόν φέρει την χάριν του Θεού. Εύχομαι να σου τονώση ο Θεός τα πνευματικά νεύρά σου δι’ αγώνα με νέας δυνάμεις.
7η. Μείνατε εν τω συνδέσμω της αγάπης της εις αλλήλους, διότι η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος, το θεμέλιον. Εις την αγάπην την εις τον Θεόν και τους αδελφούς «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22,40). Άνευ αγάπης είμεθα κύμβαλον αλαλάζον, ένα στρογγυλώτατον μηδέν και κατά τον Απόστολον Παύλον, εάν το σώμα μας παραδώσωμεν εις το πυρ δια τον Χριστόν και εάν τα υπάρχοντά μας σκορπίσωμεν και όλη μας την ζωήν κατατήξωμεν τη σκληρά ασκήσει δια τον Χριστόν, αγάπης λειπούσης, μηδέν κατωρθώσαμεν. Άρα επιμελητέον πάση δυνάμει, ίνα την αγάπην την εις αλλήλους κρατήσωμεν ισχυρώς, όπως τα ελάχιστα έργα μας επικυρωθούν παρά του ετάζοντος τα κρύφια των καρδιών μας.
8η. Μου γράφεις, παιδί μου, δια κάποιον που σε επίκρανε και τον κατηράσθης κ.λ.π. Όχι, παιδί μου, μη καταράσαι κανένα άνθρωπον, όσον κακόν και αν σου έκανε. Ο Χριστός μας, μας λέγει, να αγαπώμεν τους εχθρούς μας, πως ημείς να είπωμεν λόγον κακόν; Ζήτησε να σε συγχωρήση ο Θεός και εις το εξής να τον αγαπάς σαν αδελφόν σου, άσχετα εάν δεν συμφωνής μαζί του. Ο Χριστός επάνω εις τον Σταυρόν δεν συνεχώρεσε τους σταυρωτάς Του; Και πως ημείς δεν θα κάνωμεν το ίδιο; Ναι, παιδί μου, πρέπει τους πάντας να αγαπώμεν, άσχετα εάν αυτοί δεν μας αγαπούν, αυτό είναι ιδικός των λογαριασμός.
9η. Παιδί μου, πάντα να δικαιολογής τον αδελφόν σου και τον εαυτόν σου να κατακρίνης. Ποτέ να μη δικαιώσης τας πράξεις σου, μάθε το «συγχώρησόν με», δηλαδή το «ευλόγησον» και η ταπείνωσις θα επισκηνώση εντός σου. Κάνε υπομονήν και παράβλεπε τα σφάλματα του αδελφού σου, μνημονεύων την μακροθυμίαν του Θεού επί των ιδικών σου σφαλμάτων. Αγάπησον, καθώς σε αγαπά ο Ιησούς και καθώς θέλεις να σε αγαπούν και σε οι άλλοι. Κράτησον την σιωπήν, την συνεχή προσευχήν και την αυτοκατηγορίαν και τότε θα ίδης πόσον πένθος και δάκρυα και χαράν θα αισθανθής. Εάν όμως δεν τα κρατήσης, δηλαδή αμελήσης να τα εφαρμόσης, τότε η ψυχρότης και η ξηρασία θα αντικαταστήσουν τας ανωτέρω χάριτας. Αγάπησον τους αδελφούς, και η αγάπη σου θα φανή, όταν παρ’ όλας τας αδυναμίας των, εσύ εις ουδέν τας λογίζεσαι και τους αγαπάς. Η αγάπη θα σε φυλάξη από όλας τας αμαρτίας. Έξω από τον εαυτόν σου μη σκέπτεσαι τίποτε, αλλά τον εαυτόν σου συνεχώς μέμφου και αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος.
10η. Η ψυχή σας εύχομαι να υγιαίνη περισσότερον, διότι όταν η ψυχή είναι υγιής, έχει υπομονήν εις τας θλίψεις, έχει αυταπάρνησιν εις το σώμα και εις τον λογισμόν, δεν την φοβίζουν ούτε αι ασθένειαι, ούτε οι φίλαυτοι λογισμοί. Όταν υγιαίνη η ψυχή, έχει αγάπην μέσα της, δεν σκανδαλίζει, υπομένει τον βαρύν λόγον του αδελφού, δεν θεατρίζει τα σφάλματά του, πάντοτε έχει λόγον καλόν να είπη δια τον αδελφόν, υποχωρεί και γλυτώνει από λογισμούς και στενοχωρίαν. Όταν υγιαίνη η ψυχή, δεν θυμώνει, δεν γογγύζει, δεν αντιμιλεί, δεν ψιθυρίζει, δεν παρακούει, δεν ιδιορρυθμεί και τόσα άλλα που συνεπάγεται η καλή υγεία της ψυχής. Αυτήν την υγείαν ζητώ από εσάς, αυτήν νουθετώ, δι’ αυτήν εύχομαι.
Προς αγωνιζόμενον Χριστιανόν
Α΄ Επιστολή11η.
Υπόμεινον το άτομον αυτό, που σε λυπεί και σου προκαλεί σκάνδαλα, υπόμενέ το μετά χαράς, προσεύχου δι’ αυτόν κάθε ημέραν. Προσπάθησε πάντοτε να του κάνης καλόν, να τον επαινής, να του ομιλής με αγάπην, και ο Θεός θα κάνη το θαύμα Του και θα διορθωθή, και θα δοξασθή ο Χριστός μας και θα σκάση ο διάβολος, που δημιουργεί όλα τα σκάνδαλα. Βίαζε τον εαυτόν σου να κόψης ιδίως το ψεύδος και την κατάκρισιν. Ο κανόνας σου είναι να τραβάς ένα κομβοσχοίνι την ημέραν δια το άτομον αυτό που σε μισεί, ίνα τον φωτίση ο Θεός εις την μετάνοιαν και επί ένα μήνα να κάνης από 10 μετάνοιες. Εάν κάνη εναντίον σου κάτι το άτομον αυτό, εσύ παράβλεψε, κάνε υπομονήν, αδικήθητι και μην αδικήσης, ραπίσθητι και μη ραπίσης, κατακρίθητι και μη κατακρίνης, και όταν ταύτα ποιήσης, ο Υιός του Θεού θα ενοικήση εν τη ψυχή σου συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αγωνίζου τον καλόν αγώνα, παράβλεπε τας πράξεις του προσώπου αυτού, καθώς και ο Χριστός μας έχει παραβλέψει τα αμαρτήματά σου.
Β΄ Επιστολή
Χάρηκα που μαθαίνω ότι βιάζεσαι να τον νικήσης με τον τρόπον σου τον άνθρωπον αυτόν, που τόσον σε κατατρέχει, ναι, παιδί μου, η αγάπη τα πάντα νικά, την αγάπην δίωκε, την ταπείνωσιν, την καθαρότητα. Να τραβάς ένα κομβοσχοίνι δια τον άνθρωπον αυτόν, ο Χριστός θα τον φωτίση. Ο διάβολος τα κάνει όλα, όταν ο Χριστός μας τον διώξη, τότε θα γίνη «αρνάκι».
Περί Αγάπης και Συγχωρητικότητος προς τους αδελφούς.
Τέκνα μου, αγωνίζεσθε τον καλόν αγώνα, η αγάπη μενέτω, η αγάπη να είναι το κέντρον όλων των κινήσεων εν τω μέσω της αδελφότητος, ο εγωϊσμός μακράν από τον λογισμόν και από το στόμα. «Ο θέλων γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. 10.44), λέγει ο Κύριος, και εάν δεν γίνωμεν ως τα μικρά παιδιά εις την ακακίαν και απλότητα, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών. Η αγάπη όταν διέπη μίαν αδελφότητα, τότε αοράτως ο Χριστός ευλογεί τα πάντα. Η χαρά, η ειρήνη, η θυσία υπέρ των αδελφών, πυρπολείται εις τα στήθη εκάστου αδελφού, αλλά και η προσευχή τότε γιγαντώνεται και όσον πλεονάζει, τόσον και η εν Χριστώ αγάπη και θυσία πλουτίζει τας ψυχάς και ο Χριστός δοξάζεται και λατρεύεται και γινόμεθα ταπεινά όργανα να δοξάζεται και το άγιον όνομα του Θεού. Η γνησία αγάπη δεν φθονεί τα καλά χαρίσματα του αδελφού, δεν χαίρει, όταν ακούη ταπεινωτικά λόγια, κατηγορίας δια τον αδελφόν, δεν εγκρατεύεται εις το να επαινή πάντοτε την προκοπήν του αδελφού. Η αγάπη ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί το ιδικόν της συμφέρον, αλλά του αδελφού. Δεν θυμώνει, δεν σκέπτεται το κακόν, πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Όποιος έχει γνησίαν αγάπην, ουδέποτε πίπτει αμαρτάνοντας εις τον αδελφόν του. Λοιπόν εύχεσθε, τέκνα, ίνα η αυτοαγάπη, ο Θεός μας, μας δώση το χάρισμα της εν Χριστώ αγάπης. Όταν αύτη η αγάπη θα βασιλεύση εις τας καρδίας μας, εις τους λόγους και εις τα έργα μας, τότε να ελπίζωμεν δι’ ένα αυριανόν μέλλον συγκροτήσεως εν Χριστώ αδελφότητος με πνεύμα Χριστού, με αίγλην πνευματικήν, με βάσεις αδιασείστους, με συμπαγή συγκρότησιν αδελφότητος ηνωμένης εις την γνώμην, με μίαν ψυχήν εις πολλά σώματα.
2α. Τέκνα μου ηγαπημένα. Εύχομαι ο Θεός της αγάπης να σας ενισχύη εις την εις αλλήλους αγάπην και να σας δίδη εκείνην την αγάπην, που δεν πονηρεύεται, που δεν δημιουργεί σκάνδαλα, αλλ’ η οποία μάλλον τα διασκεδάζει με την σοφίαν που γεννά. Εύχομαι ο Κύριος να δώση αγάπην αγνήν, αγάπην, η οποία κλείει το στόμα του έχοντος ταύτην και δεν τον αφήνει να γκρεμισθή εις το βάραθρον της κατακρίσεως, της καταλαλιάς, της συκοφαντίας, του ψέμματος, της υποκρισίας και των αμετρήτων άλλων κακών, που γεννά δια της γλώσσης η έλλειψις της γνησίας αυτής κατά Θεόν αγάπης. Ο έχων αγάπην, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ, και αύτη εστίν η μαρτυρία, ότι είμεθα του Θεού και αγαπώμεν Αυτόν, όταν έχωμεν γνησίαν και ανόθευτον αγάπην εις αλλήλους. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί» (Α΄Ιωάν. 3,15) και εν τη πνευματική σκοτία ευρίσκεται και ουκ οίδε που υπάγει. Εντολήν σοβαρωτάτην έχομεν λάβει από τον Κύριον ημών Ιησούν, όπως αγαπώμεν αλλήλους, και ο διάβολος εντολήν έδωκεν εις τους υπακούοντας αυτόν όπως μισούν αλλήλους. Άρα Οποίου εντολήν φυλάσσομεν, Εκείνου και μαθηταί και υπήκοοι είμεθα. Φοβηθώμεν, τέκνα μου, την κατά του αδελφού ψυχρότητα και έχθραν και τους μετ’ αυτής διαφόρους λογισμούς, που ολίγον κατ’ ολίγον οδηγούν την ψυχήν εις το δαιμονικόν μίσος, διότι ως εις κύριον θα υποταχθώμεν εις τον εχθρόν της σωτηρίας ημών διάβολον και τότε αναρίθμητα κακά θα επισωρεύσωμεν εις την ταλαίπωρον ψυχήν μας! Η αγάπη είναι η βάσις, το θεμέλιον και η σκέπη της ψυχής εκείνης, που κατέχει αυτήν, και η ψυχή αυτή έχει μέσα της ένοικον τον Θεόν της αγάπης και ευφραίνεται κάθε στιγμήν λαμπρώς. Μέσα εις ένα κοινόβιον υπάρχει άμεσος ανάγκη, δια την σύστασιν και διατήρησίν του, να υπάρχη η αμοιβαία αγάπη μεταξύ των μελών αυτού, διότι η αγάπη θα είναι ο χρυσούς κρίκος, που θα ενώνη καθ’ όλα τους αδελφούς εις εν συμπαγές σώμα, το οποίον θα ανθίσταται εις τα σκάνδαλα, που αείποτε θα δημιουργή ο κύριος της έχθρας και του μίσους, ο διάβολος. Η αγάπη θα είναι η ανίκητος εκείνη δύναμις, που θα συγκρατή τα μέλη εις εν σώμα, με κεφαλήν τον προεστώτα, και η δύναμις αυτή θα υπερμαχή κάθε φοράν όταν θα παρίσταται ανάγκη, εναντίον της άλλης, της τελείως αντιθέτου δυνάμεως του κακού, που θα αγωνίζεται να αποσπάση τα μέλη από την ένότητα. Εις περίπτωσιν ελαστικής και χαλαράς αγάπης, η εναντία δύναμις του διαβόλου αναλόγως με την ελαστικότητα, την οποίαν θα υποστή η θερμότης της δυναμικής αγάπης, θα έχη και τα υπέρ αυτής τρόπαια. Ποία τα τρόπαια της εναντίας δυνάμεως; Τα σκάνδαλα μέσα εις την αδελφότητα, ως αντιλογίαι, ως παρακοή, ως φιλονεικίαι, ως υπερηφάνεια ως καυχήσεις, ως φθόνος, ως μίσος και τέλος ως λιποταξία από το κοινόβιον! Ας σκεφθώμεν, τέκνα, άράγε εις τον ουρανόν οι άγγελοι αντιλογούν, παρακούουν, ποιούν το θέλημά των, εχθρεύονται, μισούν, λιποτακτούν από τον τόπον της παραστάσεώς των απέναντι του θρόνου του Θεού; Όχι βέβαια. Τούτο το έκανε ο πρώην ανατέλλων εωσφόρος και κατερρίφθη και γέγονε Σατανάς! Ούτω και ημείς, εφ’ όσον αγγελικόν σχήμα ενεδύθημεν, άρα ουχί και κατά τρόπον αγγελικόν, χρεωστικώς οφείλομεν να περιπατώμεν; Πως αγγελικός βίος λογισθήσεται εν υμίν, όταν θα βλέπω μεταξύ σας αντιλογίας, μεμψιμοιρίας, φιλονεικίας, θελήματα, έχθρας και το χείριστον πάντων παρακοάς; Ουχί το αντίθετον ούτω θα διαπράττετε και θα εργάζεσθε όσων θα νουθετήσθε εκ της ταπεινότητός μου; Και ουχί περισσότερον κρίμα λήψεσθε, κατά το αγιογραφικόν λόγιον, ποιούντες τα εναντία, ότι «ο γνους και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47), δηλαδή θα τιμωρηθή αυστηρώς μετά πολλών και δεινών πληγών και τιμωριών; Φοβηθώμεν, τέκνα, την παρακοήν εις τας νουθεσίας, διότι πάσα παράβασις και παρακοή λαμβάνει αναποφεύκτως τιμωρίαν και ας αγωνισθώμεν προς ταύτα. Πειθαρχήσατε λοιπόν εις ό,τι παραγγέλλεσθε, όπως τον αμάραντον στέφανον της αγάπης και υπακοής λάβετε τότε, όταν τα βραβεία και οι στέφανοι θα δίδωνται από τον αγωνοθέτην Ιησούν Χριστόν. Εύχομαι η υπέρμαχος των Χριστιανών Δέσποινα του κόσμου, να σας αξιώση δια των πρεσβειών Της και πάντων των αγίων, να λάβετε τον αμαράντινον τούτον στέφανον της αιωνίου δόξης!
3η. Παιδί μου, τους λογισμούς τους κακούς, που σου φέρνει ο διάβολος σπρώχνοντάς σε εις συγκατάθεσιν, πρόσεχε να τους διώκης, ιδίως της μισαδελφίας, καθόλου να μη τους προσέχης, διότι έχουν ως σκοπόν να σου αφαιρέσουν την μεγαλυτέραν αρετήν, την αγάπην, και όταν τούτο το κατορθώσουν, εκέρδισαν εξ ολοκλήρου την ψυχήν σου. Και τότε, όταν χάσωμεν την αγάπην, δηλαδή τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ, τι άλλο μας απομένει πλέον δια σωτηρίαν; Καθώς λέγει και ο απόστολος Ιωάννης, «ο μισών τον αδελφόν του, ανθρωποκτόνος εστί» ( Ιωάν. Γ,15 ) «και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» ( Α΄ Ιωάν. Β΄11 ).
Καθόλου, παιδί μου, μη δέχεσαι εις ακρόασιν τους μισαδέλφους αυτούς λογισμούς, αλλά δίωκέ τους αμέσως και λέγε την ευχήν ή λέγε εις τον σατανάν: «Όσον εσύ, διάβολε, μου φέρεις τους μισαδέλφους λογισμούς, τόσον εγώ θα αγαπώ τους αδελφούς μου, διότι έχω διαταγήν από τον Χριστόν μου, όχι μόνον να τους αγαπώ, αλλά και να θυσιασθώ δι’ αυτούς, καθώς και ο Χριστός εθυσιάσθη δι’ εμέ τον ελεεινόν», και αμέσως νοερώς να ασπάζεσαι τα πράγματα, δια τα οποία σου φέρει το μίσος, και να λέγης: «Για δες, σατανά φθονερέ, πόσον τους αγαπώ, θα πεθάνω δι’ αυτούς»! Κάμνοντας λοιπόν ούτω και βλέποντας ο Θεός την καλήν σου θέλησιν και τον τρόπον που μεταχειρίζεσαι, δια να νικήσης τον διάβολον, αμέσως έρχεται εις βοήθειάν σου και σε απαλλάσει.
4η. Εύχομαι εις τον Πανάγαθον Θεόν να καταπέμψη το Πανάγιον Πνεύμα, όπως εις τους Θεοπέμπους αυτού αγίους αποστόλους, δια να φωτισθήτε να βαδίζητε τον πολύμοχθον δρόμον της σωτηρίας. «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς ( εν αγάπη ) επί το αυτό» ( Ψαλμ. 132,1 ). Δεν υπάρχει ωραιότερον πράγμα όταν μία αδελφότης γέμη της κατά Θεόν αγάπης. Τα πάντα γελούν, όλα είναι μεστά ωραιότητος, ο δε Θεός άνωθεν ευφραίνεται και χαίρουν τα άγια πνεύματα των αγγέλων, όπου η αγάπη είναι άπειρη. «Αγαπάτε αλλήλους, καθώς καγώ ηγάπησα υμάς», «εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» ( Ιωαν. 13,35 ).
Ω αγάπη, όποιος σε κατέχει, όντως μακαρία εστίν η καρδία αυτού, διότι μέσα εις την αγάπην τι θέλεις και δεν ευρίσκεις! Ταπείνωσιν, χαράν, υπομονήν, αγαθότητα, συμπάθειαν, επιείκειαν, φωτισμόν κ.λ.π.
Άκοπός εστιν ο ωραίος δρόμος της αγάπης και εν τη αγάπη ουκ έστι μώμος ουδέ κηλίδα, αλλά η συνείδησις μαρτυρεί ότι η ψυχή έχει παρρησίαν προς τον Θεόν. Όταν όμως δεν υπάρχει αγάπη, τότε δεν έχει παρρησίαν η ψυχή εις την προσευχήν της, αλλά ως νικημένη, ως άνανδρος, δεν ημπορεί να σηκώση το κεφάλι της, διότι ελέγχεται ότι δεν αγαπά, καθώς ηγάπησε αυτήν ο Θεός, παραβαίνει την εντολήν του Θεού. Εάν δεν αγαπώμεν τον αδελφόν μας, όπου τον βλέπομεν, πως θα αγαπήσωμεν τον Θεόν, όπου δεν Τον βλέπομεν; Ο έχων αγάπην αληθινήν, έχει τον Θεόν, όποιος δεν έχει αγάπην, δεν έχει τον Θεόν εν εαυτώ. «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν», «εκ του πλησίον σου, εστίν η σωτηρία», λέγουν οι άγιοι πατέρες. Οι παλαιοί όσιοι πατέρες περιεπάτουν άκοπα τον δρόμον της σωτηρίας, διότι τα πάντα εθυσίαζον ίνα μη εκπέσουν από την αγάπην, η αγάπη ήτο ο σκοπός της ζωής των. Ο ιδικός μας δρόμος είναι εσπαρμένος όλος αγκάθια και αυτά εφύτρωσαν διότι έλειψεν η αγάπη, και δια τούτο όταν περιπατώμεν, συνεχώς αυτοαιμορραγούμεν. Τα θεμέλια του οίκου σαλεύονται, όταν το θεμέλιον της αγάπης δεν το στερεώνωμεν καλώς.
5η. Βιάζου, παιδί μου, δια την ψυχήν σου, βιάζου να αναπαύσης τους αδελφούς και ο Κύριος θα αναπαύση εσένα, θα σου δώση την χάριν Του. Κάμνε υπομονήν, κάμνε υπακοήν, γίνε «σκουπίδι» εις όλους και θα σε φωτίση ο Κύριος. Εκείνος είναι μεγάλος, όστις έχει περισσοτέραν ταπείνωσιν. Ο Θεός δίδει χάριν εις εκείνον, ο οποίος έχει φόβον Θεού και υπακούει εις όλους σαν παιδάκι μικρόν και διαρκώς ζητεί το άγιον θέλημα του Θεού. Ποτέ δεν ζητεί να γίνη το θέλημα το ιδικόν του, αλλά το θέλημα του Θεού και των άλλων. Πάντοτε λέγει: «Όπως θέλετε, όπως ηξεύρετε», την ιδικήν του γνώμην δεν δίδει, διότι έχει τον εαυτόν του μικρότερον πάντων, όταν του είπουν να κάνη κάτι είναι πρόθυμος λέγοντας: «Νάναι ευλογημένον». Λοιπόν, παιδί μου, αυτά να κάμνης και εσύ, όπου τρέμουν οι δαίμονες και φεύγουν μακράν και πλέον δεν πλησιάζουν, πολύ φοβούνται όταν βλέπουν ταπείνωσιν, υπακοήν και αγάπην εις όλους.
6η. Εσύ, παιδί μου, κάνε το καθήκόν σου, εάν δεν κάμνουν υπακοήν, άφηνέ τους εις τον Θεόν και ησύχαζε. Είναι φθόνος του διαβόλου, παιδί μου, μήπως ο διάβολος εις τα βουνά θα πάη; Πηγαίνει εκεί που αγωνίζονται δια να σωθούν, και επειδή και ημείς θέλομεν να σωθώμεν, μας ανακατεύει χωρίς να το εννοώμεν. Σήκωνε, παιδί μου, το βάρος των αδελφών. Ο δε Θεός είναι δίκαιος ανταποδότης εις τον καθένα. Θα έλθη καιρός και θα ίδης πόσα θα σου δώση δια τους κόπους που κατέβαλες δια τόσας ψυχάς. Κοπίασον εις αυτόν τον κόσμον, βοήθει και ποτέ δεν θα στερηθής της βοηθείας του Θεού. Τώρα σπείρεις, θα έλθη καιρός που θα θερίσης. Προσεύχου να σε τονώνη ο Θεός εις την υπομονήν, εις την διάκρισιν, εις την φώτισιν κ.λ.π. Εγώ δια σε προσεύχομαι συνέχεια, αλλά δεν έχω παρρησίαν εις τον Θεόν και ούτω δεν φέρει καρπόν η προσευχή μου. Σκέψου τι υπέφεραν οι πατέρες, δια να σώσουν άλλους, δεν είναι μικρόν το θέμα, εσύ βοηθείς τους άλλους, εις σε θα ξεθυμάνη ο διάβολος, δι’ αυτό και σε θλίβει. Λοιπόν βάλε την υπομονήν και την ανδρείαν εμπρός και ειπέ: «Θα αποθάνω επάνω εις τον αγώνα βοηθώντας τους αδελφούς μου δια να σωθούν και ο Θεός δεν με αφήνει να χαθώ, αφού δια την αγάπην Του το κάνω». Ναι, έτσι πράξε, και θα ίδης πόσην δύναμιν θα πάρης εις το αγώνισμα και πόσην χαράν. Διότι ενίοτε η ανυπομονησία, η απελπισία και η απαισιοδοξία υστερούν την χάριν του Θεού και ο άνθρωπος το αποδίδει εσφαλμένα εις τα βάρη που σηκώνει. Αλλά το θάρρος, η θυσία, η ανδρεία, η πίστις προς τον Θεόν φέρει την χάριν του Θεού. Εύχομαι να σου τονώση ο Θεός τα πνευματικά νεύρά σου δι’ αγώνα με νέας δυνάμεις.
7η. Μείνατε εν τω συνδέσμω της αγάπης της εις αλλήλους, διότι η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος, το θεμέλιον. Εις την αγάπην την εις τον Θεόν και τους αδελφούς «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22,40). Άνευ αγάπης είμεθα κύμβαλον αλαλάζον, ένα στρογγυλώτατον μηδέν και κατά τον Απόστολον Παύλον, εάν το σώμα μας παραδώσωμεν εις το πυρ δια τον Χριστόν και εάν τα υπάρχοντά μας σκορπίσωμεν και όλη μας την ζωήν κατατήξωμεν τη σκληρά ασκήσει δια τον Χριστόν, αγάπης λειπούσης, μηδέν κατωρθώσαμεν. Άρα επιμελητέον πάση δυνάμει, ίνα την αγάπην την εις αλλήλους κρατήσωμεν ισχυρώς, όπως τα ελάχιστα έργα μας επικυρωθούν παρά του ετάζοντος τα κρύφια των καρδιών μας.
8η. Μου γράφεις, παιδί μου, δια κάποιον που σε επίκρανε και τον κατηράσθης κ.λ.π. Όχι, παιδί μου, μη καταράσαι κανένα άνθρωπον, όσον κακόν και αν σου έκανε. Ο Χριστός μας, μας λέγει, να αγαπώμεν τους εχθρούς μας, πως ημείς να είπωμεν λόγον κακόν; Ζήτησε να σε συγχωρήση ο Θεός και εις το εξής να τον αγαπάς σαν αδελφόν σου, άσχετα εάν δεν συμφωνής μαζί του. Ο Χριστός επάνω εις τον Σταυρόν δεν συνεχώρεσε τους σταυρωτάς Του; Και πως ημείς δεν θα κάνωμεν το ίδιο; Ναι, παιδί μου, πρέπει τους πάντας να αγαπώμεν, άσχετα εάν αυτοί δεν μας αγαπούν, αυτό είναι ιδικός των λογαριασμός.
9η. Παιδί μου, πάντα να δικαιολογής τον αδελφόν σου και τον εαυτόν σου να κατακρίνης. Ποτέ να μη δικαιώσης τας πράξεις σου, μάθε το «συγχώρησόν με», δηλαδή το «ευλόγησον» και η ταπείνωσις θα επισκηνώση εντός σου. Κάνε υπομονήν και παράβλεπε τα σφάλματα του αδελφού σου, μνημονεύων την μακροθυμίαν του Θεού επί των ιδικών σου σφαλμάτων. Αγάπησον, καθώς σε αγαπά ο Ιησούς και καθώς θέλεις να σε αγαπούν και σε οι άλλοι. Κράτησον την σιωπήν, την συνεχή προσευχήν και την αυτοκατηγορίαν και τότε θα ίδης πόσον πένθος και δάκρυα και χαράν θα αισθανθής. Εάν όμως δεν τα κρατήσης, δηλαδή αμελήσης να τα εφαρμόσης, τότε η ψυχρότης και η ξηρασία θα αντικαταστήσουν τας ανωτέρω χάριτας. Αγάπησον τους αδελφούς, και η αγάπη σου θα φανή, όταν παρ’ όλας τας αδυναμίας των, εσύ εις ουδέν τας λογίζεσαι και τους αγαπάς. Η αγάπη θα σε φυλάξη από όλας τας αμαρτίας. Έξω από τον εαυτόν σου μη σκέπτεσαι τίποτε, αλλά τον εαυτόν σου συνεχώς μέμφου και αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος.
10η. Η ψυχή σας εύχομαι να υγιαίνη περισσότερον, διότι όταν η ψυχή είναι υγιής, έχει υπομονήν εις τας θλίψεις, έχει αυταπάρνησιν εις το σώμα και εις τον λογισμόν, δεν την φοβίζουν ούτε αι ασθένειαι, ούτε οι φίλαυτοι λογισμοί. Όταν υγιαίνη η ψυχή, έχει αγάπην μέσα της, δεν σκανδαλίζει, υπομένει τον βαρύν λόγον του αδελφού, δεν θεατρίζει τα σφάλματά του, πάντοτε έχει λόγον καλόν να είπη δια τον αδελφόν, υποχωρεί και γλυτώνει από λογισμούς και στενοχωρίαν. Όταν υγιαίνη η ψυχή, δεν θυμώνει, δεν γογγύζει, δεν αντιμιλεί, δεν ψιθυρίζει, δεν παρακούει, δεν ιδιορρυθμεί και τόσα άλλα που συνεπάγεται η καλή υγεία της ψυχής. Αυτήν την υγείαν ζητώ από εσάς, αυτήν νουθετώ, δι’ αυτήν εύχομαι.
Προς αγωνιζόμενον Χριστιανόν
Α΄ Επιστολή11η.
Υπόμεινον το άτομον αυτό, που σε λυπεί και σου προκαλεί σκάνδαλα, υπόμενέ το μετά χαράς, προσεύχου δι’ αυτόν κάθε ημέραν. Προσπάθησε πάντοτε να του κάνης καλόν, να τον επαινής, να του ομιλής με αγάπην, και ο Θεός θα κάνη το θαύμα Του και θα διορθωθή, και θα δοξασθή ο Χριστός μας και θα σκάση ο διάβολος, που δημιουργεί όλα τα σκάνδαλα. Βίαζε τον εαυτόν σου να κόψης ιδίως το ψεύδος και την κατάκρισιν. Ο κανόνας σου είναι να τραβάς ένα κομβοσχοίνι την ημέραν δια το άτομον αυτό που σε μισεί, ίνα τον φωτίση ο Θεός εις την μετάνοιαν και επί ένα μήνα να κάνης από 10 μετάνοιες. Εάν κάνη εναντίον σου κάτι το άτομον αυτό, εσύ παράβλεψε, κάνε υπομονήν, αδικήθητι και μην αδικήσης, ραπίσθητι και μη ραπίσης, κατακρίθητι και μη κατακρίνης, και όταν ταύτα ποιήσης, ο Υιός του Θεού θα ενοικήση εν τη ψυχή σου συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αγωνίζου τον καλόν αγώνα, παράβλεπε τας πράξεις του προσώπου αυτού, καθώς και ο Χριστός μας έχει παραβλέψει τα αμαρτήματά σου.
Β΄ Επιστολή
Χάρηκα που μαθαίνω ότι βιάζεσαι να τον νικήσης με τον τρόπον σου τον άνθρωπον αυτόν, που τόσον σε κατατρέχει, ναι, παιδί μου, η αγάπη τα πάντα νικά, την αγάπην δίωκε, την ταπείνωσιν, την καθαρότητα. Να τραβάς ένα κομβοσχοίνι δια τον άνθρωπον αυτόν, ο Χριστός θα τον φωτίση. Ο διάβολος τα κάνει όλα, όταν ο Χριστός μας τον διώξη, τότε θα γίνη «αρνάκι».
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄
Περί Αγάπης και Συγχωρητικότητος προς τους αδελφούς.
12η. Να προτιμάς εις όλα τον αδελφόν σου, ο σεβασμός προς τους άλλους να σε διακρίνη. Δια το όνομα του Θεού, μη μαλώνης, μη κατακρίνης, αυτά δεν είναι πράξεις μοναχού, αλλά κοσμικού μακράν του Θεού ευρισκομένου. Εσύ είσαι αφιερωμένος εις τον Θεόν, ό,τι θέλει ο Θεός, εκείνο να πράττης, εκείνο να σε διέπη εις την μετά των άλλων διαγωγήν σου. Όταν βλέπης πως μαλώνεις κ.λ.π., τότε πρέπει να γνωρίζης, ότι κάμνεις το θέλημα του διαβόλου και ο Θεός πικραίνεται πάρα πολύ, οι δε άγγελοι, που σε βλέπουν, σκυθρωποί θα λέγουν: «Μα τι έχει ούτος και μάχεται; Δεν σκέπτεται την εντολήν του Θεού, την αγάπην;». Ενώ όταν σε βλέπουν να θυσιάζεσαι δια την αγάπην του Χριστού, χαίρονται και αυτοί και μεγαλύνουν τον Θεόν, που δίδει την χάριν Του να νικά ο άνθρωπος τον διάβολον.
13η. Σε παρακαλώ, παιδί μου, βιάζου εις την φιλαδελφίαν. Μοναχός χωρίς αγάπην, νεκρός ψυχικώς υπάρχει. Μη κρίνης άνθρωπον, σιώπα τα περιττά, τα άχρηστα, τα βλαβερά, τα μη ανήκοντα μοναχοίς. Διατί, παιδί μου, άφησες τον κόσμον; Ουχί δια να αγιάσης; Ουχί δια να έχης αγάπην γνησίαν κατά Θεόν; Όταν μεμψιμοιρής και κρίνης τους μεγαλυτέρους σου, άράγε εκπληροίς τον σκοπόν της αναχωρήσεώς σου εκ του κόσμου; Έως πότε θα γελά ο διάβολος και δεν θα βάζης αρχήν μετανοίας και διορθώσεως; Ο καιρός περνά και το τέλος εγγίζει. Τώρα να βιασθώμεν, τώρα όλα διορθώνονται, αργότερα θα κτυπώμεν το κεφάλι μας χωρίς όφελος.
14η. Ευρισκόμεθα εις τας παραμονάς των αγίων Θεοφανείων, ω πόση συγκατάβασις! Γυμνός εισέρχεται εις τα ρείθρα του Ιορδάνου! Ποίος; Εκείνος, ο Οποίος είναι ο Λόγος του Ανάρχου Γεννήτορος, ος το πάλαι είπε: «γενηθήτω». Και ιδού τα πάντα παρέστησαν ενώπιον αυτού! Γυμνός, ίνα εις ημάς γυμνωθέντας την υιοθεσίαν χαρίση. Ο Ιορδάνης ιδών τον αόρατον οραθέντα, τον άσαρκον σαρκωθέντα, ετρόμαξε και μετέστρεψε τον ρουν αυτού προς τα οπίσω! Ο δε βαπτιστής Ιωάννης έντρομος γέγονε, «Πως, λέγει, να βαπτίση ο δούλος τον Δεσπότην, πώς να φωτίση ο λύχνος το φως;» Ποίον φως; Εκείνο το μακάριον, το τρισήλιον φως, «το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον!». Ο δε άναρχος Πατήρ συμμαρτυρεί τον συνάναρχον Υιόν Του, ενώ ο Παράκλητος εν είδει περιστεράς κατελθών και μένων επί την άχραντον κεφαλήν του Ιησού, εβεβαίωσε την επαλήθευσιν του λόγου.
Σκιρτά και αγάλλεται κάθε χριστιανική ψυχή προ του μεγαλείου του μυστηρίου της Θεοφανείας! Ω ποίον Θεόν Πατέρα έχομεν! Αχ, παρεγνωρίσθη, ελησμονήθη, αυτή η καρδία του Θεού, που τόσον αγαπά τον άνθρωπον! Φωνάζει δια του προφήτου: «Μη επιλήσεται γυνή του παιδίου αυτής του μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής; Ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, αλλ’ εγώ ουκ επιλήσομαί σου» (Ησα. 49,14-15), «Ει (πρώην) γαρ εχθροί όντες (τω Θεώ), κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή Αυτού» (Ρωμ. 5,10). Ω, πόσην παράκλησιν δίδουν τα ανωτέρω λόγια του Αποστόλου Παύλου, εις την νεωστί μετανοήσασαν ψυχήν! Μεγάλην παρρησίαν προς τον Θεόν έχει εκείνη η ψυχή, όπου οικτίρει τον πλησίον αυτής και τον συμπαθεί έργω και λόγω! Όταν ο άγιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός, εποίει την σαλότητα εν μέσω της Κων/πόλεως, γυνή θεοφοβουμένη, της οποίας διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί της ψυχής, εν εκστάσει γεγονυία έβλεπε τον μακάριον Ανδρέαν υπέρ τον ήλιον λάμποντα και τους ανθρώπους να τον κτυπούν, να τον πτύουν, να τον βδελύττωνται και τους δαίμονας να χαίρουν, ότι θα τους κατακρίνουν εν τη ώρα του θανάτου αυτών, ότι τον άγιον του Θεού έδερον και παντοιοτρόπως επαίδευον! Ο δε άγιος Ανδρέας απευθυνόμενος προς τους δαίμονας έλεγε: «Όχι, εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν να μη λογίζεται αμαρτία εις όσους με κτυπούν και με παιδεύουν»!
Τότε βλέπει η Βαρβάρα, έτσι ωνομάζετο η γυνή, ότι ηνοίχθη ο ουρανός και κατελθούσα παμμεγέθης περιστερά έχουσα άνθος εις το στόμα αυτής και ελθούσα εκάθησε εις την κεφαλήν του μακαρίου Ανδρέου και είπε: «Δέξαι το κάρφος του άνθους τούτου, το οποίόν σοι αποστέλλει ο Πατήρ των φώτων, διότι είσαι οικτίρμων προς τον τύπτοντά σε, καθώς και Αυτός οικτίρμων εστί». Κύκλωθεν δε της περιστεράς αναρίθμητα, παντός είδους πουλάκια έψαλλον άσματα ουράνια, προς ευφροσύνην της πολυμόχθου δια Χριστόν μακαρίας ψυχής! Μετ’ ολίγον έληξεν η έκστασις, πλησιάσας δε ο μακάριος την Βαρβάραν έγνω τω πνεύματι την έκστασίν της και της είπε: «Φύλαξον, Βαρβάρα, το μυστήριον, έως ειμί εν ζωή, έως διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής κ.λ.π.
Ψυχή οικτίρμων ομοιώνεται τω Θεώ και μεγάλην παρρησίαν κέκτηται προς Αυτόν!
Είθε ο Θεός να μας δώση σπλάγχνα συμπαθητικά, οικτίρμονα, ίνα όταν εξέλθωμεν, εύρωμεν τα θεία σπλάγχνα ανοικτά, πλήρη ελέους, συμπαθείας και αγάπης! Αμην, γένοιτο!
15η. Όπως ο Θεός είναι οικτίρμων και συγχωρεί τους πάντας, ούτω και ημείς οφείλομεν, να ομοιάζωμεν τω Δεσπότη Θεώ και να συγχωρώμεν εκ καρδίας, εκείνους όπου μας έπταισαν. Διότι όπως το παιδί σώζει τους χαρακτήρας των γονέων του, ούτω και ημείς χρεωστούμεν να ομοιάζωμεν εις τους ψυχικούς χαρακτήρας με τον Άγιον Πατέρα μας Θεόν.
Ας υπομείνωμεν τους θλίβοντας ημάς, διότι και ο Χριστός μας, υπέμεινε τους ποικίλους ονειδισμούς των αμαρτωλών ένεκεν της προς ημάς αγάπης Του.
16η. Μεγάλη τιμή μας, όπου όντες ανάξιοι, εκλήθημεν από τον Θεόν να υπηρετήσωμεν το έργον της σωτηρίας των ψυχών, ως όργανά Του, ενθυμούμενοι ότι, εάν άλλοι δεν εθυσίαζον την ζωήν των-απόστολοι κ.λ.π.- χάριν ημών, ημείς δεν θα είμεθα τέκνα του Θεού, κληρονόμοι ουρανίων αγαθών. Άρα, ό,τι δυνάμεθα, ας διαθέσωμεν, το έργον θα το τελειώση Εκείνος, ο Οποίος έχει την δύναμιν της τελειοποιήσεως. Σκεφθήτε τον καιρόν των κατακομβών πως ηγωνίζοντο οι πρώτοι Χριστιανοί μας, με τι θυσίαν, με τι αγάπην εθυσίαζον ό,τι προσφιλές τους εχάρισεν η φύσις, όταν τους εκάλει το χριστιανικόν καθήκον, και εις το τέλος η θυσία έφερνε την αιώνιον δόξαν. Αχ, ημείς δεν είμεθα άξιοι και δυστυχώς τα πάντα χάνομεν ένεκεν ολιγοπιστίας (των ολιγοπίστων πρώτός ειμι εγώ ), αλλά ελπίζομεν εις το έλεος του Κυρίου να μας ενισχύη, δια να φέρωμεν και ημείς ταπεινά ένα μικρόν σταυρόν προς παρηγορίαν μας.
17η. Έχε αγάπην, παιδί μου, με τους αδελφούς σου, φεύγε την φιλονεικίαν, η οποία διώκει την χάριν της παρακλήσεως και την αντικαθιστά με πικρίαν και μίσος. Δόξασε τον Θεόν εν αγάπη, « εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστε εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν.13,35 ).
Τι ωραιότερον αγάπης αδελφικής; Αλλά ο κακός σπορεύς, που σπείρει τα ζιζάνια, αυτός με την πονηρίαν του ρίπτει ύπουλα τον σπόρον των ζιζανίων και τοιουτοτρόπως θερίζομεν και φθόνον και ζήλειαν και ψυχρότητα. Δια τούτο αγρύπνει, τέκνον, μη χάνης τον πολύτιμον καιρόν με αλλοπρόσαλλες σκέψεις, ίνα μη ερχόμενος ο Κύριος, μας εύρη κενούς και αποκλεισθώμεν της ωραιοτάτης βασιλείας. Ταπεινώσου, συνέχεια κατηγόρει τον εαυτόν σου, μη δικαιολογήσαι, ρίπτε το σφάλμα επάνω σου.
18η. Μείνατε εν τη αγάπη τη εις αλλήλους και αύτη εστίν αρραγές δείγμα ότι και τον Θεόν αγαπάτε. Μη πικραίνετε αλλήλους. Τελείως ανάρμοστος διαγωγή δι’ εκείνους, όπου ηλεήθησαν εκ Θεού και εγκατέλειψαν τον κόσμον και ενεδύθησαν τα πένθιμα. Μη λυπείτε το Άγιον Πνεύμα με λογισμούς απρεπείς, με σκέψεις φθόνου και ψυχρότητος. Ναι, τέκνα μου, αγαπάτε αλλήλους, κατά την θείαν εντολήν, ως από πυρός φεύγετε την αδελφικήν ψυχρότητα, όπως διατηρηθή η θερμότης του Αγίου Πνεύματος. Επιμεληθήτε την ζωοποιόν κατά Θεόν αγάπην, ίνα λαμπρύνητε την νοεράν εικόνα της ψυχής σας και χαρούν οι πλησιάζοντες ημάς άγγελοι. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. 6,20 ).
19η. Όποιος υπομένει μετά σιωπής και προσοχής τα λόγια του αδελφού, ώστε να μη γίνεται εις την ψυχήν του μίσος ή κατάκρισις ή μνησικακία, είναι μακάριος. Ομοιάζει με τον Χριστόν, που όταν έβγαζε τα δαιμόνια από τους ανθρώπους, οι Εβραίοι τον κατέκριναν ότι: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9,34 ), και πάλιν, «δαιμόνιον έχεις, ποίος ημπορεί να σε ακούη;» (Ιωαν. 8,52).
Βλέπεις, παιδί μου, ότι και εις τον Χριστόν έτσι έλεγαν. Δια τούτο μη στενοχωρείσαι, εάν θα κάνης υπομονήν, εάν ταπεινώνεσαι και λέγης, «πράγματι δαιμόνια πολλά έχω,--διότι κάθε πάθος και δαιμόνιον—και όπως λέγει ο αδελφός μου έτσι είμαι και χειρότερος» και εάν προσπαθής να τον αγαπάς, να τον υπακούης, τότε θα έλθη ημέρα, που θα ελευθερωθής από τα πάθη και θα βασιλεύση ο Χριστός εις την καρδίαν σου και θα σου δώση την ανεκτίμητον ειρήνην του Θεού.
20η. Μη χαλάτε την σωτήριον αγάπην δια τιποτένια πράγματα, μην υπονοιάζεσθε αλλήλους και δημιουργήτε καταστάσεις μέσα σας, που σας φθείρουν ψυχικώς. Φοβηθήτε το κρίμα του Θεού, ουαί από όποιον προέρχεται το σκάνδαλον. Μη δικαιολογήτε τον εαυτόν σας, εις εαυτόν να ρίπτετε το βάρος οποιασδήποτε υποθέσεως και τότε θα γνωρίσετε πολλήν την ωφέλειαν μέσα εις την ψυχήν σας. Εάν δε δικαιολογήτε τας ενεργείας σας και κατακρίνετε τον πλησίον σας αδελφόν, η λύπη και η στενοχωρία δεν θα σας λείπουν ποτέ, ως μισθός της παραβάσεως. Μοναχός χωρίς αυτομεμψίαν δεν αξίζει μια πεντάρα, άρα ουδέ προκοπήν θα έχη ποτέ. Ό,τι σας λέγει ο Γέροντας, να το θεωρήτε ως θέλημα Θεού και ότι ο Κύριος ομιλεί δια του στόματος αυτού. Όταν ούτω λογίζεσθε, τότε και μόνον θα κάνετε υπακοήν, όπως την θέλει ο Χριστός μας.
21η. Ο Κύριος θα καταδικάση εις το πυρ το αιώνιον τους σκανδαλοποιούς. Αγαπάτε ειλικρινά ο εις τον άλλον, όχι πλαστά και «εξώπετσα», αλλά με βάθος πνευματικόν. Ο Χριστός μας τόσον πολύ μας ηγάπησε, ώστε αυτό το άγιον παράδειγμά Του να μας γίνη μία αγία αιτία, να αγαπώμεν και ημείς ομοίως αλλήλους. Εάν δεν έχωμεν αγάπην δι’ έργων—όχι με λόγια μόνον—ματαίως κοπιάζομεν αγωνιζόμενοι, διότι δέρομεν αέρα και ξεφεύγομεν του σκοπού της σωτηρίας μας. Ας μη πλανώμεθα πως θα σωθώμεν παραμελούντες την βασικήν αρετήν της αγάπης, εάν δεν μας διακρίνη η ανόθευτος αγάπη του Χριστού, εις κενόν τρέχομεν, οπότε αίρεται πάσα ελπίς σωτηρίας.
22α. Εις την ερώτησίν σου, αδελφέ εν Κυρίω…, εάν πρέπη να διορθώσωμεν τον συνάνθρωπόν μας—που είναι αχάριστος, άδικος κ.λ.π. – ή δεν πρέπει χάριν του μισθού της υπομονής, σου απαντώ: Εάν νομίζης ότι εν τη νουθεσία και υποδείξει, ο αδελφός θα ωφεληθή, οφείλομεν να το πράξωμεν, προτιμώντες την ωφέλειαν του πλησίον από την ιδικήν μας, εκπληρούντες την μεγαλυτέραν αρετήν, την αγάπην. Εάν πιστεύης, ότι ουδεμία ωφέλεια πρόκειται να δοθή από την νουθεσίαν, τότε προτιμώντας το σεαυτού συμφέρον, υπόμεινον και αχαριστίαν και αδικίαν.
23η. Με υπομονήν και με ευχαρίστησιν να υπηρετής εις το διακόνημά σου, να λογίζεσαι, ότι υπηρετείς αγγέλους και όχι ανθρώπους. Διακόνησε τους αδελφούς με αγάπην, καθώς τους αγαπάς. Προσπάθησε να μη λυπήσης αδελφόν, δια να μη χάση η ψυχή σου την παρρησίαν προς τον Θεόν. Εσύ διακόνησε σαν ένας δούλος δια την αγάπην του Χριστού. Έχε τον εαυτόν σου τελευταίον από όλους τους αδελφούς. Ταπεινώσου και θα ίδης τι χάριν θα σου δώση ο Κύριος της δόξης.
24η. Η γνησία αγάπη προς τον αδελφόν έχει τα διακρίνοντα αυτήν χαρακτηριστικά, δηλαδή, όταν δεν κατακρίνωμεν τους αδελφούς, δεν τους μεμφώμεθα, όταν παραβλέπωμεν τα μικροσφάλματά των και ανεχώμεθα αυτά ως ίδια, δικαιώνοντες πάντοτε αυτούς και κατακρίνοντες εαυτούς διηνεκώς, όταν δεν τους ζηλεύωμεν, δεν τους φθονούμεν, δεν χαίρωμεν εις τα σφάλματά των, αλλά μάλλον χαίρωμεν και ευφραινώμεθα δια τα καλά και την προκοπήν των και ευχώμεθα δι’ αυτούς. Εκ των ανωτέρω και πολλών άλλων μαρτυριών, διακρίνεται η γνησία αγάπη μας προς τους αδελφούς, τότε όντως καλή και τερπνή υπάρχει η μετά των αδελφών συνοίκησις.
Βιάζεσθε λοιπόν, τέκνα μου, την τοιαύτην αγάπην να αποκτήσετε, διότι αύτη η λαμπρά και αξία ουρανίων επαίνων αγάπη, θα σας καταστήση τέκνα Θεού, διότι και ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ. Αλλά δια να αποκτήσωμεν αυτήν την υπερθαύμαστον αγάπην, πρέπει να επικαλούμεθα συνεχώς τον Θεόν της αγάπης να μας την δώση. Το όνομα του Θεού δια της ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» μνημονευόμενον περιέχει μέσα του ζωήν αιώνιον και η ζωή η αιώνιος είναι ο Θεός της αγάπης! Άρα ο προσευχόμενος αυτήν την ευχήν αποκτά την γνησίαν και κατά Θεόν αγάπην. Εμπρός λοιπόν, να το μέσον και ο τρόπος προς θρίαμβον της κατακτήσεως της αγάπης. Θαρσείτε και προχωρείτε εις τον αγώνα ανδρείως. Λέγετε συνεχώς την ευχήν, προφορικώς και νοερώς. Ωφελιμώτερον την ημέραν προφορικώς, δια τον διασκορπισμόν του νοός εις την εργασίαν.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄
Περί Πειρασμών.
1η. Επιτρέπει ο Θεός τους πειρασμούς δια να μας ξυπνούν εις την μνήμην Αυτού, και ενώ παρακαλούμεν Αυτόν, κάνει πως δεν μας ακούει, ίνα πληθύνωμεν τας δεήσεις και από τον φόβον των διαφόρων παθών φωνάζωμεν το άγιόν Του όνομα και από τους πόνους της παρακλήσεως αγιασθή η καρδία μας και μάθωμεν και διδαχθώμεν με την πείραν την ασθένειαν της φύσεώς μας της σαθράς, και ούτω με αίσθησιν να γνωρίσωμεν, ότι χωρίς την βοήθειαν του Θεού, τίποτε δεν ημπορούμεν να κάμνωμεν. Η πείρα η μεγάλη εξαγοράζεται με το αίμα της καρδίας και μένει ανεξάλειπτη, γίνεται θεμέλιον εις την μετέπειτα ζωήν του ανθρώπου. Η χάρις του Θεού φεύγει και έρχεται πάλιν, αλλά η πείρα ποτέ δεν φεύγει, διότι έχει καυτηριασθή μέσα εις την καρδίαν, και όσο και αν της σφυρίζη ο σατανάς, αυτή δεικνύει καυτηριασμένοις γράμμασιν, ότι χωρίς τον Θεόν αδύνατον ποιείν ουδέν. Εάν έλειπαν οι πειρασμοί, η υπερηφάνεια κ.λ.π. θα μας είχαν κάνει άλλους εωσφόρους, αλλά ο αγαθός Πατέρας μας, ο Θεός, μας αφήνει τας θλίψεις, ίνα φυλαττώμεθα υπό της ταπεινώσεως, η οποία θα μας ελαφρώση από το βάρος των αμαρτιών μας. Καθ’ ον χρόνον υπάρχομεν εις την νεανικήν μας ζωήν, πρέπει να πειραζώμεθα, διότι η νεότης εύκολα εκτροχιάζεται, με τον καιρόν θα καταπαύσουν και οι πόλεμοι και θα έλθη η ποθητή ειρήνη. Μόνον θάρρος, υπομονή, μην απελπίζεσαι, όσον και αν σε πολεμούν τα πάθη. Ο Θεός αγαπά εκείνον που πολεμείται και αντιπολεμεί. Ανδρίζου και εύχου και δι’ εμέ τον ράθυμον, τον ακάθαρτον, τον ανάξιον, το βδέλυγμα!
2α. Αν τον απόστολον Παύλον τον ωφέλησεν ο πειρασμός, καθώς το λέγει: «εδόθη μοι σκόλωψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη, ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β΄ Κορ. 12,7 ), πόσον μάλλον ημάς θα μας ωφελήσουν οι πειρασμοί, όταν τους υπομένωμεν; Ο Απόστολος Παύλος ήτο το σκεύος της εκλογής, το στόμα του Χριστού, ο νεκρός προς τον κόσμον, αυτός που εκατοίκει μέσα του όλη η Αγία Τριάδα, και παρ’ όλον που ο πειρασμός του ημπόδιζε το αποστολικόν του κήρυγμα και τόσον παρεκάλει τον Θεόν να σηκώση τον πειρασμόν, ο Θεός όμως φροντίζων δια την ψυχήν του, δια να την ωφελήση, δεν εισήκουε την προσευχήν του, καίτοι τρεις φοράς Τον ικέτευσε, αλλά επήρε την απάντησιν: «Αρκεί σοι η χάρις μου, η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ. 12,9 ). Σου φθάνει, του λέγει, η χάρις μου προς παρηγορίαν, τον πειρασμόν θα τον έχης, δια να ωφελήσαι εις την ταπείνωσιν. Δια τούτο, παιδιά μου, υπομένετε μετά χαράς οποιονδήποτε πειρασμόν, που θα σας στείλη ο Θεός, είτε στενοχώριες, είτε αγρίεμα των παθών, διότι προς ωφέλειάν μας, μας τα στέλλει ο Θεός, όπως μας λογισθή η υπομονή εις όλα αυτά ως άσκησις, που δεν ημπορούμεν να κάνωμεν. Λοιπόν ευχαριστείτε τον Θεόν, δοξάζετε Αυτόν στόματι και καρδία, διότι μετά τον πειρασμόν θα έλθη παράκλησις χάριτος, όταν τον πειρασμόν τον υπομείνωμεν με υπομονήν και ευχαριστίαν.
Ποίος εισήλθεν εις τον παράδεισον χωρίς πειρασμούς, δια να εισέλθωμεν και ημείς; Ουδείς, όλοι οι άγιοι διήλθον δια πυρός και ύδατος, δια ποικίλων πειρασμών και θλίψεων και εδόξασαν τον Θεόν εν τη υπομονή των και έλαβον τους στεφάνους της αιωνίου δόξης!
Μη χάνετε το θάρρος εις τον αγώνα, ο Χριστός μας αοράτως ίσταται προσέχων εκάστου τον αγώνα. Λοιπόν αγωνίζεσθε εις την υπομονήν, κράζετε το όνομα του Ιησού μας, όπως εμφυτευθή μέσα εις την καρδίαν σας, και γίνετε πλούσιοι εις την χάριν του Θεού. Αγωνισθήτε να αποκτήσετε διάνοιαν καθαράν, όπως αισθανθήτε την χάριν της Αγίας Αναστάσεως.
3η. Δύο χάριτας αποκτά κανείς, όταν αγωνίζεται κατά Θεόν. Μία είναι η παράκλησις του Αγίου Πνεύματος, που γεμίζει την ψυχήν χαράς, ειρήνης, αγαλλιάσεως κ.λ.π. η δε άλλη χάρις είναι η λεγομένη πείρα των πειρασμών. Αυτή η χάρις της πείρας είναι ανεξίτηλος από την ψυχήν, δηλαδή δεν φεύγει από τον άνθρωπον, διότι είναι ηνωμένη με την καρδίαν, που εδέχθη την πείραν των πειρασμών, ενώ η πρώτη, της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, πότε έρχεται και πότε φεύγει. Εν καιρώ πειρασμών η δευτέρα χάρις, η πείρα, είναι πιο ωφέλιμος, διότι φωτίζει την ψυχήν, πώς να διέλθη τους πειρασμούς, διότι η πείρα προήλθεν από τους πειρασμούς, οπότε γνωρίζει πως και πάλιν να απαλλάξη την ψυχήν από τον κίνδυνον. Άρα οι πειρασμοί, όταν τους υπομένωμεν, μας χαρίζουν την σοφίαν των πειρασμών και ούτω γινόμεθα φιλόσοφοι. Αν δεν ταπεινωθώμεν, δεν πρόκειται να σταματήση η μάθησις των πειρασμών. Ο εγωϊσμός δημιουργεί τους πειρασμούς και οι πειρασμοί τον αχρηστεύουν. Λοιπόν ταπεινώσου, παιδί μου, αν θέλης να ταπεινωθούν οι διάβολοι που σε θλίβουν. Ρίξε τον εαυτόν σου υπό κάτω όλων και ειπέ: «Εγώ είμαι ο τελευταίος του κόσμου και εγώ πταίω δι’ όλα».
4η. Αγωνίζεσθε, παιδιά μου, αγωνίζεσθε. Όσον και εάν σας πολεμή ο εχθρός, εσείς θάρρος και θα νικήσωμεν, έχομεν τον Χριστόν μας, τον αρχιστράτηγον Όστις είπε: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον», και ημείς θα τον νικήσωμεν, μόνον μη χάνετε την ελπίδα. Όποιος ελπίζει και παρακαλεί τον Θεόν, δεν θα παραβλέψη ο Θεός την δέησίν του, όταν υπάρχει ταπεινή προσευχή. Ταπεινωθήτε, μη φρονήτε υψηλά και θα επιτύχετε τα υψηλά. Όσον ο χρυσός δοκιμάζεται εις την φωτιά, τόσον πιο καθαρός γίνεται. Και ο χριστιανός, όσον περισσότερον πειράζεται, τόσον πιο πολύ καθαρίζεται η ψυχή του. Όσον πιο βαθειά οργώση το αλέτρι την γην και όσον πιο συχνά κλαδεύωμεν και περιποιούμεθα την άμπελον, τόσον περισσότερον καρπόν και γλυκύτερον θα λάβωμεν.
Όσον πιο βαθειά και συχνά οργώσουν αι θλίψεις και οι πειρασμοί την καρδίαν του Χριστιανού, τόσον πιο καθαρά και καρποφόρος θα γίνη. Δια τούτο θάρρος, ελπίδα, υπομονή, δια να λάβωμεν τον στέφανον της δόξης! Οι πειρασμοί και αι θλίψεις θα μας σώσουν, όποιος φεύγει τας θλίψεις, να μη περιμένη να έλθουν τα χαροποιά.
5η. Μη λυπήσθε δι’ ό,τι έγινε. Το θέλημά Του ας γίνεται πάντα, και ημείς να λέμε: «να είναι ευλογημένον». Εύχομαι να σας χαρακτηρίζη η βία του μοναχού. Όλοι οι άνθρωποι υποφέρουν. Ημείς είμεθα μακάριοι, διότι δια τον Χριστόν κάμνομεν υπομονήν εις τους πειρασμούς. Βάρος αιωνίου δόξης θα γίνουν οι πειρασμοί εις τον υπομένοντα μοναχόν. Χίλιες ευχαριστίες εις τον γλυκύτατον Ουράνιον Πατέρα, που μας προνοεί δια των θλιβερών, ώστε να μη ευρεθώμεν εις τον άλλον κόσμον χωρίς και ημείς να έχωμε να δείξωμε, πως υπομείναμε κάτι δια την αγάπην Του. Θάρρος, παιδιά μου, μη γονατίζετε εις τον ανήφορον. Θα ανεβούμε σιγά- σιγά, διότι είμεθα αδύναμοι. Όλα θα περάσουν και θα ξεχασθούν εμπρός εις την ανέσπερον ημέραν της κοινής αναστάσεως εν δόξη.
6η. Μου γράφεις τους πειρασμούς σου, παιδί μου, μα είναι ξεκαθαρισμένο, ότι όποιος θα θελήση να βαδίση τον δρόμον του Θεού, της καθάρσεως, του αγιασμού και της απαθείας, πρέπει κατά πρώτον να σκεφθή το απαραίτητον χρέος, που θα επωμισθή, δηλαδή την υποδοχήν των πειρασμών, ανεξαρτήτως προελεύσεως και ότι θα σφυρηλατηθή κραταιώς εις την αρετήν της ταπεινώσεως.
Είμεθα γεμάτοι εγωϊσμόν, καλό μου παιδί, και εφ’ όσον νοσούμεν την μεγάλην αρρώστιαν του παραλόγου εγωϊσμού, είναι φυσικόν και επόμενον να υποστώμεν οδυνηράν θεραπείαν επί σειράν ετών, δηλαδή πειρασμούς, έως ότου μάθωμεν την ταπείνωσιν εν πράξει. Την εφόρεσεν ο Κύριος της δόξης, είναι θεοστόλιστος αρετή. Αλλά, καλό μου παιδί, αποκτάται με το αίμα της καρδιάς. «Να είναι ευλογημένον, συγχώρησον, ουκ οίδα, ό,τι θέλετε». Είναι λέξεις ταπεινού μοναχού. Φανερή απόδειξις προκοπής. Ως προς το θέμα του αδελφού που σε θλίβει, πρέπει να κάμνης υπομονήν, να ανέχεσαι, να παραβλέπης, να φιλοσοφής και να μέμφεσαι τον εαυτόν σου, πως αλλού εσύ είσαι πιο άρρωστος ψυχικά και ότι ακόμη δεν εδοκιμάσθης και επομένως δεν πρέπει να ομιλής.
7η. Η λύπη που μου γράφεις, παιδί μου, είναι καθαρώς του διαβόλου, διότι εκείνος ο οποίος εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, πρέπει να πιστεύη, ότι απολύτως συνεχωρήθησαν και πάσα λύπη πρέπει χωρίς αναβολήν να φυγαδευθή. Πρέπει μάλλον να χαίρη, όπου ο Θεός τον ελυπήθη και τον εφώτισε να πλύνη το ένδυμα της ακαθαρσίας δια μέσου της καθαράς εξομολογήσεως έχοντας καλάς ελπίδας περί την σωτηρίαν της ψυχής του. Αυτή η άκαιρος λύπη πολλούς απώλεσε, δια τούτο μηδαμώς λυπού, χαίρε, και πάλιν ερώ χαίρε.
8η. Οσάκις πέση κανείς, παιδί μου, πρέπει να εγείρεται και θα σωθή. Όταν πέση κανείς και θεληματικά δεν θέλει να σηκωθή, τούτο των δαιμόνων εστί.
Η απόγνωσις είναι δαιμονικόν όπλον, όπου πολλούς κατέρραξεν, η ελπίς όμως πολλούς έσωσεν εκ λάκκου βορβόρου ακαθαρσίας.
9η. Μη δειλιάζετε, μη χάνετε το θάρρος σας, μην αφήνετε το τιμόνι του σκάφους, διότι χάνονται τότε και αι ελάχισται ελπίδες, αλλά με στιβαράς χείρας κρατάτε καλά την προκειμένην ελπίδα εις την αιώνιον ζωήν, διότι εις την τρικυμίαν δοκιμάζεται ο καπετάνιος, ο στρατιώτης εις τον πόλεμον και ο μοναχός εις τους πειρασμούς. Μη φοβήσθε, διότι έχομεν ακόμη να ανεβούμεν εις πολλάς ανηφόρους οδούς, δια τούτο χρείαν πολλήν έχομεν υπομονής και ανδρείας.
Υπομένετε, παιδιά μου, ό,τι πειρασμούς και αν έχετε, θα παρέλθουν. Σκεφθήτε πόσους και πόσους πειρασμούς υποφέραμεν, όλοι παρήλθον και μας άφησαν ουχί την τυχούσαν ωφέλειαν. Ούτω και όσοι θα μας έλθουν, θα περάσουν και θα μας αφήσουν ανάλογον ωφέλειαν.
10η. Μας πλανά ο σατανάς, πρώτον εμένα, και δεν κάμνομεν υπομονήν και χάνομεν το κέρδος εκάστου πειρασμού. Ένας αββάς παρεκάλεσε τον Θεόν, να τον απαλλάξη από τα πάθη. Του αφήρεσε λοιπόν ο Θεός τα πάθη, και του έδωκε την απάθειαν. Κατόπιν επήγε εις ένα έμπειρον αββάν και του λέγει: Γέροντα, αναπαύθηκα από τα πάθη και είμαι ήσυχος (ήτο νέος ακόμη ).
Άκουσον τέκνον, του λέγει ο μεγάλος Γέροντας, πήγαινε και παρακάλεσε τον Θεόν να σου επιστρέψη τα πάθη, διότι εις τους πολέμους ωφελείται ο άνθρωπος, ενώ εις την απάθειαν όχι, διότι είναι ανάπαυσις και όχι κόπος. Εις τους πειρασμούς τελειώνεται ο άνθρωπος και γίνεται πνευματικός, ενώ χωρίς πειρασμούς είναι άσοφος, άμορφος, άχρηστος, κούτσουρο!
Δια τούτο κάνε υπομονήν, ό,τι και αν σε πολεμή, εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, που ζώμεν ημείς, μη περιμένωμεν άλλο από πειρασμούς και αυτοί θα μας σώσουν!
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄
Περί Πειρασμών.
11η. Ούτω οικονόμησεν ο Θεός, δια να ψηνώμεθα εις τους πειρασμούς και να γινώμεθα άξιοι της βασιλείας των ουρανών. Κανείς δεν εισήλθεν εις τον Ουρανόν δίχως πειρασμούς, πλην θέλει υπομονήν καθ’ όλα. Μην αγανακτής, δεν σε ωφελεί, μήτε καλόν παράδειγμα γίνεται αυτό. Ναι, δεν λέγω, πως δεν θα στενοχωρηθώμεν εις τους πειρασμούς, καθώς και όποιος εγχειρίζεται, πονεί, πλην επειδή δεν γίνεται διαφορετικά, δια να ίδη την υγείαν του, υπομένει. Ούτω και ημείς στενοχωρούμεθα, ενίοτε χάνομεν δι’ ολίγον την υπομονήν μας, αλλά ας συνερχώμεθα το συντομώτερον εις την υπομονήν, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός.
12η. Η σκοτισμάρα που έχεις παιδί μου, γίνεται και εκ φύσεως και εκ του πειρασμού. Και τα δύο θεραπεύονται με την ερχομένην χάριν του Θεού. Δια τούτο παρακάλεσε τον Θεόν, να σου χαρίση νηφαλιότητα και μνήμην των καλών και λήθην των κακών, και όταν επιμείνης σιγά-σιγά θα σε βοηθήση η χάρις του Θεού.
13η. Προς ταπείνωσίν σου, σου συνέβη αυτός ο πειρασμός. Οι πειρασμοί, μας συμβαίνουν, δια να προσέχωμεν και να αποκτώμεν πείραν και να γίνωμεν σοφοί κατά Θεόν. Μας παιδεύει ο Θεός, δια να γίνωμεν άξιοι να κοινωνήσωμεν της αγιότητος Αυτού. Επειράσθη ο μέγας Παύλος και ο πειρασμός ημπόδιζε το κήρυγμά του, και όμως αν και ημπόδιζε το κήρυγμά του ο πειρασμός, καίτοι παρεκάλει τον Θεόν να του σηκώση τον πειρασμόν, ο Θεός δεν τον ήκουε, αλλά ως φάρμακον τον άφηνε τον πειρασμόν, δια να τον θεραπεύση και να τον ασφαλίση από κάθε προσβολήν υπερηφανείας, δια το πολύ των θείων αποκαλύψεων! Αν τον Παύλον, ούτως επείραζεν ο Θεός, προκειμένου να του ασφαλίση την ψυχήν, πόσον μάλλον εις ημάς χρειάζεται να μας θέτη εις πειρασμούς, όπως ταπεινωθώμεν και ασφαλισθώμεν κοντά εις τον Θεόν μας;
14η. Ευλογημένο μου παιδί, μύριες ευχές από την καρδιά μου σου στέλλω και εύχομαι, παρά την αναξιότητά μου, να σου τονώσουν το ηθικόν αι ευχαί αυταί δια να κάμνης υπομονήν. Πέρασα θλίψεις και περνώ μίαν πολύ μεγάλην. Μόνον εις τον Πατέρα των φώτων ελπίζω να μου τακτοποιήση το θέμα. Πόνεσα και πονώ πολύ, αλλά είναι εις άλλο πρόσωπον με άμεση σχέσι μαζί μου κ.λ.π. Θα μου έκανε καλό μια σας ευχούλα. Μόνον με την υπομονήν, χάριτι Θεού, θα τα βγάλουμε πέρα. Όποιος θελήση να περιπατήση τον δρόμον του Χριστού, πρέπει να περιμένη πειρασμούς μέχρι θανάτου! Μα μήπως ο Χριστός μας μέχρι του Σταυρού δεν υπέμεινε ονειδισμούς και κακότητα ανθρώπων και δαιμόνων; Υπόμεινον τους αδελφούς, παιδί μου, και ο μισθός σου πολύς θα είναι εν τω ουρανώ.
15η. Εύχομαι ο Κύριος της δόξης, ευλογημένο μου παιδί, να σου χαρίση ό,τι καλύτερο πνευματικό χάρισμα στην ψυχή σου, ώστε να σκιρτήση η καρδιά σου από ξεκούρασι και χαρά θεϊκή. Όσο για τους πειρασμούς, αυτό είναι αναπόφευκτο και πρέπει να το πάρωμε είδησι, πως δεν πρόκειται αυτοί να ησυχάσουν και έτσι να βρισκώμεθα πάντοτε έτοιμοι προς υπομονή. Πάντως ο μισθός του υπομένοντος τα ασθενήματα των αδυνάτων θάναι πολύς, διότι και πολλά θα έχη υποφέρει και είναι δικαιότατον να ανταμειφθή ανάλογα. Σου εύχομαι κραταίωσι σαν γρανιτένια πέτρα, όπου θα συντριβούν όλα τα κύματα των πειρασμών και συ θα μένης ακλόνητος στην πίστι του Θεού.
16η. Πήρα το γράμμα σου, βέβαια δεν ήτο ευχάριστο, διότι μου γράφεις πειρασμούς και πίκρες. Μα τι είναι η ζωή ενός στρατιώτη Χριστού, παρά μια συνεχής πάλη με ένα εχθρό, που δεν λέει ποτέ να ξεκουραστή; Και αυτός είναι ο διάβολος, το πνεύμα το πονηρό, το άϋλο και ακούραστο. Λοιπόν, καλό μου παιδί, υπομονή και όλα θα τα διορθώση ο καλός μας Θεός με την άπειρη και ειλικρινή Του αγάπη, αρκεί εμείς να πράττωμε ό,τι γίνεται από μέρους μας. Υπομονή σε κάθε πειρασμό και μακροθυμία, με σύνεσι και καλό χειρισμό για το ξεπέρασμα του πειρασμού. Εσύ σκόρπιζε αγάπη, συμπαράστασι, ανεξικακία και ο Θεός θα ρυθμίση τα πάντα κατά το ψυχικό μας συμφέρον. Μη χάνης το θάρρος και την ανδρεία σου. Σε δικαιολογώ σαν δόκιμο στρατιώτη, αλλά και σε γυμνάζω στο πώς να ξεπερνάς τις θύελλες και τις αντάρες, που ξεσηκώνει ο διάβολος.
17η. Υπόμεινον, παιδί μου, υπόμεινον. Προς ταπείνωσίν μας παραχωρούμεθα πειρασθήναι. Αυτά είναι τα φάρμακα, που υγιαίνουν την νοσούσαν ψυχήν σου. Χαίρε που επιμελείται ο Θεός τα τραύματά σου, ευλόγει Αυτόν που σε λογίζεται παιδί Του και σε παιδεύει, όπως σε διδάξη εκ του Νόμου Του σοφίαν. «Μακάριος ον παιδεύσεις και διδάξεις», και «Τις εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; Ει δε χωρίς εστε παιδείας, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί» (Εβρ. 12,8 ).
Άρα οι πειρασμοί, μας πιστοποιούν ότι είμεθα παιδιά του Θεού και τούτο αίτιον πολλής χαράς και τιμής. Λοιπόν θάρσει, παιδί μου, και «υπόμεινον τον Κύριον» και ποίει χρηστότητα.
18η. Παιδί μου, πρέπει να το εννοήσωμεν, ότι δια πολλών και ποικίλων πειρασμών θα διέλθωμεν τον παρόντα βίον. Και συχνάκις θα ποτίσωμεν το κάθε βήμα της ζωής μας με πικρά δάκρυα και αναστεναγμούς. Τοιουτοτρόπως ηθέλησε να χαράξη την ζωήν των ανθρώπων ο πάνσοφος Θεός. Μα και ο Ίδιος δεν διάφυγε τούτον τον νόμον, καθ’ ότι η όλη ζωή του Χριστού μας, υπήρξε ζωή θλίψεων και πειρασμών. Ποίος εκ των ανθρώπων θα απαιτήση να διαφύγη την εκπλήρωσιν τούτου του κοινού νόμου; Ουδείς! Άρα ας γενναιοψυχούμεν, μαχόμενοι ανδρείως εις κάθε καταθλιπτικήν αντιξοότητα της ζωής ταύτης, έως ότου μας καλέση το θείον πρόσταγμα, να εγκαταλείψωμεν τα παρόντα και να απέλθωμεν εις τα αεί διαμένοντα.
19η. Ζητεί κανείς ενίοτε το θέλημα του Θεού, ή ζητεί την απαλλαγήν από τινος πάθους, και πέμπει ο Θεός το αίτιον, που θα φέρη το ποθούμενον. Εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται δυσχερές το πράγμα και νομίζει ότι είναι πειρασμός εξ απροσεξίας. Και όμως, όταν φανερωθή το καλόν, το οποίον επήγασεν εκ του δυσχερούς, εκ του πειρασμού, καταφανώς φαίνεται ότι εκρύπτετο μέσα του το θέλημα του Θεού ή η λύτρωσις εκ του πάθους, δια το οποίον παρεκάλει τον Θεόν. Ούτω μανθάνομεν, ότι εις κάθε πειρασμόν, χρείαν έχομεν υπομονής και μακροθυμίας, δια να εξακριβώσωμεν το τι κρύβεται εντός αυτού, όταν παρέλθη. Πολλάκις συμβαίνει πειρασμός, που από την όψιν του δεν φαίνεται να κρύβη εντός του σωτήριον τι. Και όμως, μετά βλέπομεν να ευρίσκεται εντός αυτού ζωή αιώνιος!
20η. Καθώς την ημέρα διαδέχεται η νύκτα και το καλοκαίρι διαδέχεται ο χειμών, τον χειμώνα η άνοιξις κ.ο.κ., ούτω πως η μία ψυχική κατάστασις διαδέχεται την άλλην. Σήμερα είμαι π.χ. εις καλήν κατάστασιν από απόψεως καθαρότητος λογισμών και η ψυχή μου γλίχεται ωσάν το δελφίνι εις την ήσυχον θάλασσαν. Τα πάντα ειρηνεύουν και νομίζει κανείς, ότι έτσι θα διαιωνίζεται τούτο. Αλλά ο δρόμος τον οποίον εχάραξεν η σοφία του Θεού δεν αλλάσει την πορείαν του. Και ιδού εις το άκρον του ουρανού μικρά νέφη, απλαί νοσηραί έννοιαι, ανεβαίνουν εις τον ορίζοντα και καταλαμβάνουν χώρον εις τον ουρανόν, τον νουν, αρχίζει μετ’ ολίγον ο αήρ, ακολουθούν βρονταί, η θάλασσα φουρτουνιάζει και εις ολίγον δημιουργείται θύελλα λογισμών. Ούτω την καθαρότητα την διαδέχεται κατάστασις λογισμών πικρίας κ.λ.π. και την γαλήνην ακολουθούν αι ποικίλαι ταραχαί. Εάν την γαλήνην της θαλάσσης δεν την διεδέχοντο διάφοραι φουρτούναι, θα είχε γίνει μία πηγή διαφόρων ασθενειών ένεκεν των διαφόρων ακαθαρσιών, που συνεχώς δέχεται. Εις τας φουρτούνας οφείλει όλην την λαμπρότητα και υγείαν της. Εάν έλειπαν από τους φοβουμένους τον Θεόν αι διάφοροι δοκιμασίαι με όλην την ποικιλίαν των, θα είχαμεν φθάσει άλλος εις την εωσφορικήν υπερηφάνειαν, άλλος πλέον των Σοδόμων εις την ακολασίαν, άλλος εις το σκότος της απιστίας και ασεβείας κ.ο.κ. Άρα, λοιπόν, εις τας θλίψεις οφείλομεν αυτήν την μικράν θεοσέβειαν, ως και την ελπίδα της σωτηρίας μας. Καθώς ο ασθενής εις το σώμα απεχθάνεται τα πικρά φάρμακα και τας εμπόνους εγχειρήσεις, αλλά γνωρίζοντας ότι ο ιατρός δια τούτων κατεργάζεται την υγείαν του, υπομένει και όταν γίνη καλά, αποδίδει μεγάλας ευχαριστίας εις τον ιατρόν δια το καλόν που του έκανε και δεν μνημονεύει πλέον τους πόνους, διότι παρήλθον, τοιουτοτρόπως και πνευματικώς ας εννοήσωμεν. Όλαι αι ποικιλίαι των θλιβερών προξενούν απέχθειαν εις τον θλιβόμενον, αλλά κατόπιν ακολουθεί η υγεία των πνευματικών μελών της ψυχής. Και εάν υπό του μεγάλου Ιατρού, του Θεού, δεν εστέλλοντο εκείναι αι θλίψεις, το νοσηρόν εκείνο μέλος της ψυχής ολοέν και θα εχειροτέρευε, κατόπιν δηλητηρίασις και μετά ο ψυχικός θάνατος, ο οποίος είναι ο χωρισμός από τον Θεόν. Άρα οφείλομεν να ευχαριστώμεν τον Θεόν εν πάσι, ίνα μη εκπέσωμεν της ευσεβείας. Περί της υποθέσεως αυτής ωραία μας διδάσκει ο Απόστολος Ιάκωβος: «Αδελφοί μου, πάσαν χαράν ηγήσασθε, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν» (Ιακ. 1,3 ). Οι πειρασμοί είναι ο μάρτυς της εσωτερικής καταστάσεως εκάστου. Τότε φαίνεται του καπετάνιου η πείρα η ναυτική, όταν παρουσιασθούν πολλών μορφών τρικυμίαι. Τον δε χριστιανόν φανερώνουν ποίος είναι, τα κατά Θεόν θλιβερά. «Αφαίρεσε τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος». Όχι όμως εκουσίως να εμβάλωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμόν. Αλλά αγωνιζόμενοι κατά Θεόν και προσέχοντας εαυτούς, θα συναντήσωμεν πειρασμούς της Πατρικής θωπείας και της δαιμονικής ενεργείας εκ φθόνου και εξ απροσεξίας και εξ απειρίας και πονηρίας εξ ανθρώπων κ.λ.π. Αλλά εις ο σκοπός, υπομονή και επιμονή εις τον αγώνα, αναλογιζόμενοι, ότι χωρίς το θέλημα του Θεού, δεν γίνεται τίποτε. Άρα χρέος υπομονής και ευχαριστίας.
Περί Πειρασμών.
11η. Ούτω οικονόμησεν ο Θεός, δια να ψηνώμεθα εις τους πειρασμούς και να γινώμεθα άξιοι της βασιλείας των ουρανών. Κανείς δεν εισήλθεν εις τον Ουρανόν δίχως πειρασμούς, πλην θέλει υπομονήν καθ’ όλα. Μην αγανακτής, δεν σε ωφελεί, μήτε καλόν παράδειγμα γίνεται αυτό. Ναι, δεν λέγω, πως δεν θα στενοχωρηθώμεν εις τους πειρασμούς, καθώς και όποιος εγχειρίζεται, πονεί, πλην επειδή δεν γίνεται διαφορετικά, δια να ίδη την υγείαν του, υπομένει. Ούτω και ημείς στενοχωρούμεθα, ενίοτε χάνομεν δι’ ολίγον την υπομονήν μας, αλλά ας συνερχώμεθα το συντομώτερον εις την υπομονήν, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός.
12η. Η σκοτισμάρα που έχεις παιδί μου, γίνεται και εκ φύσεως και εκ του πειρασμού. Και τα δύο θεραπεύονται με την ερχομένην χάριν του Θεού. Δια τούτο παρακάλεσε τον Θεόν, να σου χαρίση νηφαλιότητα και μνήμην των καλών και λήθην των κακών, και όταν επιμείνης σιγά-σιγά θα σε βοηθήση η χάρις του Θεού.
13η. Προς ταπείνωσίν σου, σου συνέβη αυτός ο πειρασμός. Οι πειρασμοί, μας συμβαίνουν, δια να προσέχωμεν και να αποκτώμεν πείραν και να γίνωμεν σοφοί κατά Θεόν. Μας παιδεύει ο Θεός, δια να γίνωμεν άξιοι να κοινωνήσωμεν της αγιότητος Αυτού. Επειράσθη ο μέγας Παύλος και ο πειρασμός ημπόδιζε το κήρυγμά του, και όμως αν και ημπόδιζε το κήρυγμά του ο πειρασμός, καίτοι παρεκάλει τον Θεόν να του σηκώση τον πειρασμόν, ο Θεός δεν τον ήκουε, αλλά ως φάρμακον τον άφηνε τον πειρασμόν, δια να τον θεραπεύση και να τον ασφαλίση από κάθε προσβολήν υπερηφανείας, δια το πολύ των θείων αποκαλύψεων! Αν τον Παύλον, ούτως επείραζεν ο Θεός, προκειμένου να του ασφαλίση την ψυχήν, πόσον μάλλον εις ημάς χρειάζεται να μας θέτη εις πειρασμούς, όπως ταπεινωθώμεν και ασφαλισθώμεν κοντά εις τον Θεόν μας;
14η. Ευλογημένο μου παιδί, μύριες ευχές από την καρδιά μου σου στέλλω και εύχομαι, παρά την αναξιότητά μου, να σου τονώσουν το ηθικόν αι ευχαί αυταί δια να κάμνης υπομονήν. Πέρασα θλίψεις και περνώ μίαν πολύ μεγάλην. Μόνον εις τον Πατέρα των φώτων ελπίζω να μου τακτοποιήση το θέμα. Πόνεσα και πονώ πολύ, αλλά είναι εις άλλο πρόσωπον με άμεση σχέσι μαζί μου κ.λ.π. Θα μου έκανε καλό μια σας ευχούλα. Μόνον με την υπομονήν, χάριτι Θεού, θα τα βγάλουμε πέρα. Όποιος θελήση να περιπατήση τον δρόμον του Χριστού, πρέπει να περιμένη πειρασμούς μέχρι θανάτου! Μα μήπως ο Χριστός μας μέχρι του Σταυρού δεν υπέμεινε ονειδισμούς και κακότητα ανθρώπων και δαιμόνων; Υπόμεινον τους αδελφούς, παιδί μου, και ο μισθός σου πολύς θα είναι εν τω ουρανώ.
15η. Εύχομαι ο Κύριος της δόξης, ευλογημένο μου παιδί, να σου χαρίση ό,τι καλύτερο πνευματικό χάρισμα στην ψυχή σου, ώστε να σκιρτήση η καρδιά σου από ξεκούρασι και χαρά θεϊκή. Όσο για τους πειρασμούς, αυτό είναι αναπόφευκτο και πρέπει να το πάρωμε είδησι, πως δεν πρόκειται αυτοί να ησυχάσουν και έτσι να βρισκώμεθα πάντοτε έτοιμοι προς υπομονή. Πάντως ο μισθός του υπομένοντος τα ασθενήματα των αδυνάτων θάναι πολύς, διότι και πολλά θα έχη υποφέρει και είναι δικαιότατον να ανταμειφθή ανάλογα. Σου εύχομαι κραταίωσι σαν γρανιτένια πέτρα, όπου θα συντριβούν όλα τα κύματα των πειρασμών και συ θα μένης ακλόνητος στην πίστι του Θεού.
16η. Πήρα το γράμμα σου, βέβαια δεν ήτο ευχάριστο, διότι μου γράφεις πειρασμούς και πίκρες. Μα τι είναι η ζωή ενός στρατιώτη Χριστού, παρά μια συνεχής πάλη με ένα εχθρό, που δεν λέει ποτέ να ξεκουραστή; Και αυτός είναι ο διάβολος, το πνεύμα το πονηρό, το άϋλο και ακούραστο. Λοιπόν, καλό μου παιδί, υπομονή και όλα θα τα διορθώση ο καλός μας Θεός με την άπειρη και ειλικρινή Του αγάπη, αρκεί εμείς να πράττωμε ό,τι γίνεται από μέρους μας. Υπομονή σε κάθε πειρασμό και μακροθυμία, με σύνεσι και καλό χειρισμό για το ξεπέρασμα του πειρασμού. Εσύ σκόρπιζε αγάπη, συμπαράστασι, ανεξικακία και ο Θεός θα ρυθμίση τα πάντα κατά το ψυχικό μας συμφέρον. Μη χάνης το θάρρος και την ανδρεία σου. Σε δικαιολογώ σαν δόκιμο στρατιώτη, αλλά και σε γυμνάζω στο πώς να ξεπερνάς τις θύελλες και τις αντάρες, που ξεσηκώνει ο διάβολος.
17η. Υπόμεινον, παιδί μου, υπόμεινον. Προς ταπείνωσίν μας παραχωρούμεθα πειρασθήναι. Αυτά είναι τα φάρμακα, που υγιαίνουν την νοσούσαν ψυχήν σου. Χαίρε που επιμελείται ο Θεός τα τραύματά σου, ευλόγει Αυτόν που σε λογίζεται παιδί Του και σε παιδεύει, όπως σε διδάξη εκ του Νόμου Του σοφίαν. «Μακάριος ον παιδεύσεις και διδάξεις», και «Τις εστιν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; Ει δε χωρίς εστε παιδείας, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί» (Εβρ. 12,8 ).
Άρα οι πειρασμοί, μας πιστοποιούν ότι είμεθα παιδιά του Θεού και τούτο αίτιον πολλής χαράς και τιμής. Λοιπόν θάρσει, παιδί μου, και «υπόμεινον τον Κύριον» και ποίει χρηστότητα.
18η. Παιδί μου, πρέπει να το εννοήσωμεν, ότι δια πολλών και ποικίλων πειρασμών θα διέλθωμεν τον παρόντα βίον. Και συχνάκις θα ποτίσωμεν το κάθε βήμα της ζωής μας με πικρά δάκρυα και αναστεναγμούς. Τοιουτοτρόπως ηθέλησε να χαράξη την ζωήν των ανθρώπων ο πάνσοφος Θεός. Μα και ο Ίδιος δεν διάφυγε τούτον τον νόμον, καθ’ ότι η όλη ζωή του Χριστού μας, υπήρξε ζωή θλίψεων και πειρασμών. Ποίος εκ των ανθρώπων θα απαιτήση να διαφύγη την εκπλήρωσιν τούτου του κοινού νόμου; Ουδείς! Άρα ας γενναιοψυχούμεν, μαχόμενοι ανδρείως εις κάθε καταθλιπτικήν αντιξοότητα της ζωής ταύτης, έως ότου μας καλέση το θείον πρόσταγμα, να εγκαταλείψωμεν τα παρόντα και να απέλθωμεν εις τα αεί διαμένοντα.
19η. Ζητεί κανείς ενίοτε το θέλημα του Θεού, ή ζητεί την απαλλαγήν από τινος πάθους, και πέμπει ο Θεός το αίτιον, που θα φέρη το ποθούμενον. Εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται δυσχερές το πράγμα και νομίζει ότι είναι πειρασμός εξ απροσεξίας. Και όμως, όταν φανερωθή το καλόν, το οποίον επήγασεν εκ του δυσχερούς, εκ του πειρασμού, καταφανώς φαίνεται ότι εκρύπτετο μέσα του το θέλημα του Θεού ή η λύτρωσις εκ του πάθους, δια το οποίον παρεκάλει τον Θεόν. Ούτω μανθάνομεν, ότι εις κάθε πειρασμόν, χρείαν έχομεν υπομονής και μακροθυμίας, δια να εξακριβώσωμεν το τι κρύβεται εντός αυτού, όταν παρέλθη. Πολλάκις συμβαίνει πειρασμός, που από την όψιν του δεν φαίνεται να κρύβη εντός του σωτήριον τι. Και όμως, μετά βλέπομεν να ευρίσκεται εντός αυτού ζωή αιώνιος!
20η. Καθώς την ημέρα διαδέχεται η νύκτα και το καλοκαίρι διαδέχεται ο χειμών, τον χειμώνα η άνοιξις κ.ο.κ., ούτω πως η μία ψυχική κατάστασις διαδέχεται την άλλην. Σήμερα είμαι π.χ. εις καλήν κατάστασιν από απόψεως καθαρότητος λογισμών και η ψυχή μου γλίχεται ωσάν το δελφίνι εις την ήσυχον θάλασσαν. Τα πάντα ειρηνεύουν και νομίζει κανείς, ότι έτσι θα διαιωνίζεται τούτο. Αλλά ο δρόμος τον οποίον εχάραξεν η σοφία του Θεού δεν αλλάσει την πορείαν του. Και ιδού εις το άκρον του ουρανού μικρά νέφη, απλαί νοσηραί έννοιαι, ανεβαίνουν εις τον ορίζοντα και καταλαμβάνουν χώρον εις τον ουρανόν, τον νουν, αρχίζει μετ’ ολίγον ο αήρ, ακολουθούν βρονταί, η θάλασσα φουρτουνιάζει και εις ολίγον δημιουργείται θύελλα λογισμών. Ούτω την καθαρότητα την διαδέχεται κατάστασις λογισμών πικρίας κ.λ.π. και την γαλήνην ακολουθούν αι ποικίλαι ταραχαί. Εάν την γαλήνην της θαλάσσης δεν την διεδέχοντο διάφοραι φουρτούναι, θα είχε γίνει μία πηγή διαφόρων ασθενειών ένεκεν των διαφόρων ακαθαρσιών, που συνεχώς δέχεται. Εις τας φουρτούνας οφείλει όλην την λαμπρότητα και υγείαν της. Εάν έλειπαν από τους φοβουμένους τον Θεόν αι διάφοροι δοκιμασίαι με όλην την ποικιλίαν των, θα είχαμεν φθάσει άλλος εις την εωσφορικήν υπερηφάνειαν, άλλος πλέον των Σοδόμων εις την ακολασίαν, άλλος εις το σκότος της απιστίας και ασεβείας κ.ο.κ. Άρα, λοιπόν, εις τας θλίψεις οφείλομεν αυτήν την μικράν θεοσέβειαν, ως και την ελπίδα της σωτηρίας μας. Καθώς ο ασθενής εις το σώμα απεχθάνεται τα πικρά φάρμακα και τας εμπόνους εγχειρήσεις, αλλά γνωρίζοντας ότι ο ιατρός δια τούτων κατεργάζεται την υγείαν του, υπομένει και όταν γίνη καλά, αποδίδει μεγάλας ευχαριστίας εις τον ιατρόν δια το καλόν που του έκανε και δεν μνημονεύει πλέον τους πόνους, διότι παρήλθον, τοιουτοτρόπως και πνευματικώς ας εννοήσωμεν. Όλαι αι ποικιλίαι των θλιβερών προξενούν απέχθειαν εις τον θλιβόμενον, αλλά κατόπιν ακολουθεί η υγεία των πνευματικών μελών της ψυχής. Και εάν υπό του μεγάλου Ιατρού, του Θεού, δεν εστέλλοντο εκείναι αι θλίψεις, το νοσηρόν εκείνο μέλος της ψυχής ολοέν και θα εχειροτέρευε, κατόπιν δηλητηρίασις και μετά ο ψυχικός θάνατος, ο οποίος είναι ο χωρισμός από τον Θεόν. Άρα οφείλομεν να ευχαριστώμεν τον Θεόν εν πάσι, ίνα μη εκπέσωμεν της ευσεβείας. Περί της υποθέσεως αυτής ωραία μας διδάσκει ο Απόστολος Ιάκωβος: «Αδελφοί μου, πάσαν χαράν ηγήσασθε, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν» (Ιακ. 1,3 ). Οι πειρασμοί είναι ο μάρτυς της εσωτερικής καταστάσεως εκάστου. Τότε φαίνεται του καπετάνιου η πείρα η ναυτική, όταν παρουσιασθούν πολλών μορφών τρικυμίαι. Τον δε χριστιανόν φανερώνουν ποίος είναι, τα κατά Θεόν θλιβερά. «Αφαίρεσε τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος». Όχι όμως εκουσίως να εμβάλωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμόν. Αλλά αγωνιζόμενοι κατά Θεόν και προσέχοντας εαυτούς, θα συναντήσωμεν πειρασμούς της Πατρικής θωπείας και της δαιμονικής ενεργείας εκ φθόνου και εξ απροσεξίας και εξ απειρίας και πονηρίας εξ ανθρώπων κ.λ.π. Αλλά εις ο σκοπός, υπομονή και επιμονή εις τον αγώνα, αναλογιζόμενοι, ότι χωρίς το θέλημα του Θεού, δεν γίνεται τίποτε. Άρα χρέος υπομονής και ευχαριστίας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄
Περί Πίστεως, Ελπίδος και Υπομονής.
«Μη ταρασσέσθω η καρδία υμών, μηδέ δειλιάτω». Πιστεύετε εις τον Θεόν, παιδιά μου, ότι δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, συν τω πειρασμώ και η αντίληψις του Θεού θα ακολουθήση. Μας λέγει ο Χριστός μας, ότι εάν Εμέ εμίσησαν και εσάς θα σας μισήσουν, εάν εμέ εδίωξαν και εβλασφήμησαν και κατηράσθησαν και εσάς θα διώξουν και θα βλασφημήσουν και θα καταρασθούν, και ταύτα θα ποιήσουσιν εις σας, διότι δεν γνωρίζουν τον Θεόν και «ουκ οίδασι τι ποιούσιν». Εμείς, παιδιά μου, τον Θεόν οίδαμεν, και επειδή τον αγαπώμεν και διότι είμεθα του Θεού, δια τούτο μας μισεί ο κόσμος, επειδή δεν συμφωνεί μαζί Του!
Λοιπόν θάρρος, παιδιά μου, οπαδοί είμεθα Εκείνου, που Τον εσταύρωσαν, και ημείς θα σταυρωθώμεν εις τους πειρασμούς, και όπως Εκείνος ανεστήθη και ημείς θα αναστηθώμεν και θα συνδοξασθώμεν εις τους αιώνας των αιώνων. Ο διάβολος εσήκωσε τρικυμίαν, μα θα σπάση, διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να γίνη άνευ του θείου θελήματός Του. Ο Θεός μεθ’ ημών, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, Χριστός βασιλεύει εντός μας και δεν φοβούμεθα. Ίσως εισέλθωμεν εις πειρασμόν, αλλά εγγύς εστιν ο λυτρωσάμενος ημάς, διότι είπεν: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16,33 ), και ημείς άρα θα νικήσωμεν, έστω και αν δια την ώραν φουσκώνη η θάλασσα απειλητικά. Μη φοβάσθε κανένα, μόνον τον Θεόν φοβηθήτε, τον δυνάμενον να μας βάλη εις την γέενναν του πυρός, εάν δεν προσέξωμεν. «Μακάριοι, λοιπόν, οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,10 ), μη ξεχνάτε τι υπέμειναν οι παλαιοί χριστιανοί, δια να φυλάξουν την πίστιν προς τον Χριστόν μας, μέσα εις τας κατακόμβας εκρύπτοντο, διωκόμενοι και θλιβόμενοι. Και ημείς μακάριοι εσμέν, που διωκόμεθα ένεκεν της θελήσεώς μας να λατρεύσωμεν τον Θεόν και να φυλάξωμεν αγνότητα. Θα διέλθωμεν πολλά, εις το τέλος θα δοθή η νίκη εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν, διότι ο Σταυρός είναι η ένδοξος σημαία μας. Λοιπόν μη φοβήσθε, ο Θεός μεθ’ ημών.
2α. Εμπιστεύσου εις τον Θεόν, που τα έχει πλάσματά Του και ευρίσκονται υπό την μέριμνά Του, διότι φύλλον δένδρου δεν πίπτει από το δένδρον, χωρίς το θείον Του θέλημα, πόσον μάλλον υπόθεσις ανθρώπου, υιού Του κατά χάριν, χριστιανού, θα είναι εκτός της μερίμνης Του; Όχι, αλλά ο διάβολος που γνωρίζει την αδυναμίαν σου, σε πειράζει, δια να σε βασανίζη. Όταν είμεθα θεμελιωμένοι με την ελπίδα εις τον Θεόν, το θεμέλιον είναι επί της πέτρας και αν πνεύσουν άνεμοι και έλθουν νεροπονταί δεν θα μας καταβάλουν. Όταν όμως είμεθα θεμελιωμένοι με την ελπίδα επί των προσπαθειών μας, το θεμέλιον είναι επί της ψάμμου και εύκολα πίπτομεν. Μη λυπήσαι, όλα θα περάσουν, έτσι είναι χαραγμένος ο δρόμος των σωζομένων, με βάσανα και θλίψεις.
3η. Διατί σε κατατρώγει η λύπη και πορεύεσαι σκυθρωπός; Το πνεύμα της λύπης θέλει αυτοπαρηγορίαν, ίνα νικάς τας απελπιστικάς εννοίας του πονηρού, όταν επακροάζεσαι τα όσα το πονηρόν πνεύμα της λύπης υποβάλλει, ποτέ δεν θα ημπορέσης να ίδης την χαράν της ελπίδος. Τα όσα εγράφησαν εις τας θείας Γραφάς, προς ημετέραν νουθεσίαν εγράφησαν, ίνα δι’ αυτών αντιπολεμήσωμεν τον απατήσαντα ημάς, τον ολέθριον δράκοντα. Και ιδών ο πολυεύσπλαγχνος Πατήρ τον άσωτον υιόν ερχόμενον, έσπευσε ταχέως και ενηγκαλίσθη αυτόν καταφιλώντάς τον, μη βδελυξάμενος μήτε την ρυπαρότητά του, μήτε την όλην του ελεεινήν κατάστασιν, την έξω και την έσω. Ποίος δύναται να περιγράψη τα πατρικά αισθήματα, όταν ενηγκαλίσθη το ηγαπημένον Του παιδί, που το ενόμιζε νεκρόν και χαμένον, και κατόπιν το είδε ζωντανόν και επιστρέφον εν μετανοία; Το έργον το έδειξε, αμέσως τον ανεβίβασε εις την πρώτην υιικήν και κληρονόμον θέσιν.
Προς ποίον έλεγε ταύτα το προσκυνητόν στόμα του Κυρίου; Ουχί προς ημετέραν παρηγορίαν, ίνα όταν η θύελλα της απελπισίας μας χειμάζη, προσδένωμεν το σκάφος μας εις την σωτήριον άγκυραν της ελπίδος, της αγάπης και της ευσπλαγχνίας του Ουρανίου μας Πατρός; Εδημιούργησεν ο Κύριος επί της γης την Εκκλησίαν Του, ως Νύμφην Του, ίνα πρεσβεύη υπέρ των τέκνων Του. Μας άφησε το μέγα μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, ίνα καθαριζώμεθα και αγιαζώμεθα και ενούμεθα με τον Θεόν. Εάν το αίμα ταύρων και τράγων εκαθάριζε τους αμαρτήσαντας εις την Παλαιάν Διαθήκην, πόσον μάλλον το αίμα του Χριστού θα καθαρίση ημάς από πάσης αμαρτίας! «Ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, Ος δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεώ καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων;» (Εβρ. 9,13 ).
Ο διάβολος, ο οποίος από μίσος και φθόνον δεν αρέσκεται εις το να βλέπη τον άνθρωπον να χαίρεται πνευματικώς, τα πάντα κινεί, ίνα του προξενήση πικρίας και φαρμάκια, αυτή είναι η χαρά και το κέρδος του. Ημείς όμως με τα πνευματικά μέσα, να προσπαθώμεν να δημιουργώμεν αυτοπαρηγορίαν, αντιδρώντες εις τας ποικίλας μηχανάς του. Τις ήλπισε εις τον Θεόν και κατησχύνθη; Και ποίος απηλπίσθη και εσώθη; Τον άνθρωπον που βλέπει να ελπίζη, τούτον ο διάβολος τον φοβείται, διότι γνωρίζει εκ πείρας, ποίον πολυεύσπλαγχνον Θεόν έχομεν. Εάν το παιδί, που ελπίζει εις τον ίδιόν του πατέρα, ποτέ δεν θα αστοχήση, πόσον μάλλον, όστις ελπίζει εις τον Πατέρα των πατέρων, του Οποίου η αγάπη δεν συγκρίνεται προς την άλλην αγάπην και απέχει όσον ο ουρανός από την άβυσσον! Εάν μυριάκις πταίση κανείς θανασίμως και όσον δύναται βιάζεται εις την μετάνοιαν, εφ’ όσον ελπίζει, ποτέ δεν θα καταισχυνθή. Δια ποίους έπαθεν ο Χριστός μας; Ουχί δια τας πληγωθείσας υπό του δράκοντος ψυχάς μας; «Και όποιος έβλεπε επί τον χάλκινον όφιν εσώζετο» (Αριθμοί 21,9 ). Έλπισον και εσύ, ταπεινή ψυχή, εις τα γλυκύτατα σπλάγχνα του Ουρανίου μας Πατρός, που ποτέ κανένα δεν απέβαλε, μηδέ εβδελύξατο. Τους πάντας δέχεται, ποτέ δεν συμπληρώνεται ο άπειρος χώρος της ευσπλαγχνίας Του, και τον πρώτον ελεεί και τον τελευταίον ωσαύτως δεν εξαιρεί, αλλά όλους εξ ίσου αποδέχεται από πολλήν αγαθότητα. Όσον πιο αμαρτωλός είναι ο μετανοών, τόσον μεγαλυτέρα τιμή δίδεται εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού.
«… Δόξα τη ευσπλαγχνία Σου, δόξα τη οικονομία Σου, μόνε Φιλάνθρωπε».
4η. Διατί στενοχωρείσαι και λυπείσαι υπέρ το δέον, δια τα διάφορα συμβεβηκότα; Δεν είμεθα εκτός της Θείας Προνοίας, ώστε να μας οδηγή η τύχη των πραγμάτων, άρα ό,τι μας συμβαίνει, είναι εις γνώσιν του Θεού, οπότε δεν θα μας συμβή τίποτε υπέρ την δύναμίν μας!
Ας πνιγούν από την στενοχωρίαν εκείνοι που δεν πιστεύουν εις την Θείαν Πρόνοιαν, δικαιολογημένα βεβαίως, ενώ ημείς, οπού πιστεύομεν εις την πανταχού παρουσίαν του Θεού και ότι ουκ έστι δημιούργημα άνευ της προνοίας Του, δεν δικαιολογούμεθα, όταν υπέρ το δέον στενοχωρούμεθα, διότι δεικνύομεν δια της πράξεως έλλειψιν πίστεως και φωτισμού. «Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί τω Θεώ, ότι ως λέων πεποιθώς έσται επ’ αυτώ» (Παρ.28,1 ). Εάν ο Θεός εστιν ο επιτρέπων, γεννηθήτω, Κύριε, το θέλημά Σου. «Τις έγνω νουν Κυρίου; Ή τις σύμβουλος Αυτού εγένετο;» (Ρωμ. 11,34 ). Τας βουλάς Κυρίου τις δύναται εξιχνιάσαι! «Εάν μη γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18,3 ), δηλαδή δια πίστεως και ακακίας.
5η. Τρικυμία εσηκώθη τρομερή εις την θάλασσαν της Τιβεριάδας. Ο άνεμος απειλητικός, προσεπάθει να βυθίση το ελάχιστον πλοιάριον του Ιησού με τους μαθητάς του. Οι μαθηταί έντρομοι από τον φόβον, ουδείς αναπαύεται, ειμή ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. « Ανάστα, επιστάτα, φωνάζουν απεγνωσμένα, απολλύμεθα» (Λουκ. 8,24 ). Τότε εγείρεται O τα πάντα κατέχων εν τη χειρί Αυτού και επιτιμά την θάλασσαν και τους ανέμους και γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ας πιστεύσωμεν και ημείς εις την δύναμιν του Ιησού μας και ο πειρασμός θα παραδώση τα όπλα και θα γίνη γαλήνη μεγάλη. Δια ποίαν αγάπην υποφέρετε; Τίνος ένεκεν και την ζωήν σας εξεθέσατε δια τας αδελφάς; Ποίου εντολή- ένεκεν αγάπης- εφαρμοσταί γεγόνατε; Θα απαντήσετε: «Δια του Χριστού μας την αγάπην, εις Oν ηλπίσαμεν, ότι τα πάντα δια της δυνάμεώς Του θα λάβουν αίσιον τέλος». Καλώς, πάνυ καλώς. Διότι Αυτός είναι όστις αριθμεί πάσας τας τρίχας της κεφαλής ημών. Νομίζομεν ότι θα γίνη κάτι άνευ της θελήσεώς Του; Και αν είμεθα υπό θεϊκήν Πρόνοιαν προστατευόμενοι, τι να φοβηθώμεν; Ουχί μάλλον να φοβηθώμεν Εκείνον, που δύναται να μας βάλη εις την γέενναν του πυρός ένεκεν των αμαρτιών μας; Αντί θάρρος και καύχησιν εν Χριστώ δια την δόξαν Αυτού να έχετε, που σας ηξίωσε να αγωνισθήτε τοιουτοτρόπως, εσείς αντιθέτως επληρώθητε από λύπην και λογισμούς και γογγυσμόν; Καύχημα, επαναλαμβάνω, ήρμοζε, να είχατε, που ο Θεός ηξίωσε εσάς τους ευτελείς και αναξίους να γίνετε όργανα της Θείας Προνοίας Του, δια τον σωσμόν εκλεκτών ψυχών, δια τας οποίας ο Χριστός μας, απέθανε. Μη λυπείσθε, για το Θεό! Μη θελήσετε να χάσετε τον μισθόν σας, που θα είναι πολύς εν τω Ουρανώ. Το να κηρύξωμεν τον θείον λόγον είναι η μικροτέρα αρετή, αλλά το να θυσιασθώμεν δι’ Αυτόν είναι η ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ, δηλαδή το τιθέναι τας ψυχάς ημών ένεκεν της του πλησίον αγάπης. Βέβαια κοπιαστική και επικίνδυνος αύτη η αρετή, αλλά μήπως τα μεγάλα αξιώματα άνευ κόπων και μόχθων κατορθούνται; Ας μη λησμονώμεν το νόημα της θείας Σταυρώσεως, ότι και ημείς οφείλομεν να καταστώμεν μικροί σωτήρες, όταν το καλέση ο καιρός, θείω θελήματι. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι» (Ιωαν. 15,20 ), ει εμέ κατηγόρησαν και εσυκοφάντησαν και εις υμάς τα όμοια ποιήσουσι, και όταν πάντα ταύτα πάθετε δια το Όνομά μου, χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς. Ας θεωρώμεν τον Θεόν Πατέρα μας, ας αναπαυθώμεν εις την ζεστασιά της σίγουρης αγκαλιάς Του και Αυτός οίδε, πώς να τακτοποιήση τα πάντα κατά το συμφέρον ημών. Ως άνθρωποι (εγώ πρώτος ) δειλιώμεν κατ’ αρχάς, δια να φανή η ανθρωπίνη αδυναμία μας, αλλά κατόπιν έρχεται ο αγαθός Κυρηναίος, η θεία χάρις, και αίρει τον Σταυρόν μας και ανερχόμεθα τον Γολγοθάν περισσότερον ανέτως. Μήπως ο Χριστός μας δεν εδειλίασεν εις την Γεθσημανή; Προς τι οι θρόμβοι του αγίου ιδρώτος; Αυτά και άλλα εχαρακτήριζον την ανθρώπινην αδυναμίαν, αλλά ως Θεός κατόπιν, ήρεμος και πράος ως άκακον αρνίον, εθυσίασε την ζωήν Του χάριν του αχαρίστου ανθρώπου.
6η. Ας υπομείνωμεν τα πάντα, ίνα τον πάντων Θεόν κερδίσωμεν. Όταν τα δεινά υπομείνωμεν, αμέσως καθυπογράφονται τα μέλλοντα αγαθά. Όταν την χαράν του κόσμου στερηθώμεν, τότε, χωρίς αμφιβολίαν, την του Θεού χαράν αποταμιεύομεν εις την αθάνατον ψυχήν μας. Αγαθόν το οποίον θα στερηθώμεν εδώ, αδύνατον να μην απολαύσωμεν τούτο με αθάνατον ανταπόδοσιν! Ας δώσωμεν ολίγον εδώ εις την γην, ίνα συν τόκω παραλάβωμεν τούτο από την ασύλητον τράπεζαν των του Θεού δωρεών. Καταβάλωμεν σπέρματα αρετών, ίνα ευωδεστάτοις άνθεσι, εν τω στεφάνω της αιωνίου δόξης, καταστέψωμεν τας ημών κεφαλάς.
7η. Δεν πρέπει να ξενιζώμεθα, που μας πολεμούν τα πάθη και αι ασθένειαι, αλλά να παρακαλώμεν τον Θεόν, να μας δοθή υπομονή, αυτό το μέγα βάλσαμον τόσον των ψυχικών, όσον και των σωματικών πληγών. Η υπομονή είναι το μοναδικόν διαμάντι, που ομορφαίνει τον Χριστιανόν και ομαλόν ποιεί τον σκληρόν δρόμον της σωτηρίας μας. Η υπομονή είναι η ανδρεία της ψυχής, το στήριγμα, η βαθειά ρίζα, που βαστάζει το δένδρον, όταν το δέρουν οι άνεμοι και κυλούν οι ποταμοί. Όταν πέσης, έγειρε και όταν αμαρτήσης, μετανόησον, μόνον ποτέ μην εισχωρήση το φαρμάκι της απελπισίας εις την καρδίαν σου βλέποντας το μέγα πέλαγος της ευσπλαγχνίας του Θεού. Όσα και εάν αμαρτήση κανείς, χάνονται και εξαφανίζονται εις το πέλαγος της αγαθότητος του Θεού.
8η. Ευχαρίστησε μεγάλως τον Θεόν, που σε αγαπά, καθώς βλέπω, πάρα πολύ, διότι εάν δεν σε ηγάπα, δεν θα ήσουν καθώς είσαι, εσύ νομίζεις ότι είσαι χαμένος κ.λ.π., αλλά εγώ βλέπω ότι είσαι πολύ καλά ψυχικώς. Μόνον μην απελπίζεσαι, μη χάνης την ελπίδα, ο ελπίζων ου μη καταισχυνθή. Ακόμη και άβυσσος αμαρτιών εάν καλύπτη τον άνθρωπον, εάν μετανοή και ελπίζη, τον φοβείται ο διάβολος, διότι η πατρική καρδιά του Ουρανίου Πατρός, κάμπτεται εις το «ήμαρτον» του ασώτου υιού Του και τρέχει πρώτος, τον αγκαλιάζει και τον φιλεί και σφάζει τον μόσχον τον σιτευτόν πανηγυρίζων, διότι νεκρός ήτο ο υιός Του και επανέζησε. Η απελπισία του αμαρτωλού είναι τελείως αδικαιολόγητος, δύναται ποτέ μια «φούχτα» άμμος να καλύψη το πέλαγος;
9η. Μακάριος πάνυ ο άνθρωπος όταν έχη ζώσαν την ελπίδα εις τον Θεόν, δεικνύει πίστιν, εμπιστοσύνην, δόξαν και τιμήν εις Αυτόν, και τότε ο Θεός υποχρεούμενος, τον έχει εις την πρόνοιάν Του, και εφαρμόζεται το ρητόν του ιερού Ευαγγελίου: «καθώς επίστευσας, γενηθήτω σου».
Αλλά, δυστυχώς μας έρχονται πειρασμοί, που δημιουργούν βαθείαν σκοτοδίνην και ο φωτεινός ήλιος της γλυκείας ελπίδος καλύπτεται από το βαθύ σκότος. Χάνομεν τότε τον προσανατολισμόν μας και καταλήγομεν να σκεφθώμεν και να πράξωμεν κάτι το ανάρμοστον εις την κλήσιν μας ως Χριστιανοί. Αλλά η αγαθότης του Θεού, που οίδεν ότι η διάνοια του ανθρώπου εκ νεότητος ρέπει επί τα πονηρά και ότι ου δύνανται οι άνθρωποι να σταθούν εις το ύψος της Χριστιανικής τελειότητος, εχάρισε την ένδοξον και ατέλεστον μετάνοιαν.
10η. Έχετε υπομονήν, παιδιά μου, μη χάνετε το θάρρος σας εις τον αγώνα και μη παραλύουν τα γόνατά σας εις την βίαν των πειρασμών, διότι δεν θα μας αφήση ο Θεός μας ο καλός να πειρασθώμεν περισσότερον των δυνάμεών μας. Διατί δίδετε χώραν εις τον σατανάν να σας πολεμή με μεγαλυτέραν έντασιν; Έχετε πίστιν εις τον Θεόν, και ό,τι επιτρέψη θα είναι προς το συμφέρον μας, μήπως ημείς γνωρίζομεν καλύτερον από Εκείνον; Ρίψατε επί Κύριον την μέριμνάν σας και Αυτός μεριμνήσει υπέρ υμών. Μη βάζετε θέλημα, διότι η πίστις είναι γέννημα χάριτος και θείας επισκέψεως. Μήπως δεν έχομεν έκαστος θαύματα ατομικά της θείας Αυτού προνοίας; Μήπως τον ……. δεν επεσκέφθη η Θεία Χάρις; Εάν εσείς δεν εθυσιάζεσθε, θα ήτο τώρα ο …… εις τον στρατόν του Χριστού; Μήπως ο Κύριος δεν εθυσιάσθη δι’ ημάς; Ναι! Και εάν δεν έδιδε τον εαυτόν Του εις θάνατον Σταυρού, ημείς δεν θα είμεθα ό,τι είμεθα χάριτι θεία. Δια τούτο τα πολύ καλά, τα πολύ υψηλά πνευματικώς, αγοράζονται με αίμα. Ναι, αλλά και ο μισθός όμως τόσον πολύς, που δεν έχει μέτρον! Και δόξα ισάγγελος! Σας νοιώθω, δια τούτο και υποφέρω, αλλά εν καιρώ πειρασμού ο άνθρωπος τα ξεχνά όλα και φέρεται εκεί, που δεν θέλει εν καιρώ ειρήνης.
11η. Γενικώς οι λογισμοί σας, ανθρώπινοι. Βάλετε εμπρός την πίστιν εις τον πανίσχυρον Θεόν και τα πάντα θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι, «Θρίξ εκ της κεφαλής ημών ου μη απόλλυται» (Λουκ. 21,18 ), «ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8 ).
Ενθυμηθήτε τους πειρασμούς των αγίων και ησυχάσατε. Μη λυπήσθε, διότι ο δαίμων του πάθους πλάθει εικόνας παραπλανητικάς και ερεθιστικάς δια να προκαλέση προδιάθεσιν άσχημον και επικίνδυνον, ενώ σκεπτόμενοι το άδηλον του θανάτου ειρηνεύομεν. Προσεύχεσθε, παιδιά μου, και μη φοβήσθε. Η υπέρμαχος Θεοτόκος και πάλιν θα χαρίση εις ημάς τα νικητήρια. Σκεφθήτε την πολύτιμον ψυχήν της αδελφής, αναλογισθήτε την ανυπολόγιστον αξίαν της, διότι και υπέρ αυτής Χριστός απέθανεν.
12η. Κάμνε υπομονήν εις όλα, να ενθυμήσαι τον Χριστόν που Τον ύβριζαν, που Τον ερράπιζαν, που Τον εμαστίγωναν και τέλος Τον εσταύρωσαν επάνω εις τον Σταυρόν, ότι τα υπέμεινε δι’ ημάς, ότι πρέπει και ημείς να υπομείνωμεν δια την ιδικήν Του αγάπην τα όμοια, αλλά και δια να σωθώμεν, που έχομεν τόσας αμαρτίας. Να λογίζεσαι ότι κάθε κακός λόγος, που λέγουν δια σε, είναι και ένας χρυσός στέφανος, διότι πονάει κανείς όταν τον υβρίσουν ή του είπουν λόγον βαρύν, αλλά ο πόνος ούτος γίνεται ιαματικόν βάλσαμον εις τα πάθη, εις τας πληγάς της ψυχής. Καμμία αρετή δεν καθαρίζει τόσον το πάθος της υπερηφανείας και της πορνείας, όσον αι ύβρεις και αι καταφρονήσεις μεθ’ υπομονής και σιωπής.
Περί Πίστεως, Ελπίδος και Υπομονής.
«Μη ταρασσέσθω η καρδία υμών, μηδέ δειλιάτω». Πιστεύετε εις τον Θεόν, παιδιά μου, ότι δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, συν τω πειρασμώ και η αντίληψις του Θεού θα ακολουθήση. Μας λέγει ο Χριστός μας, ότι εάν Εμέ εμίσησαν και εσάς θα σας μισήσουν, εάν εμέ εδίωξαν και εβλασφήμησαν και κατηράσθησαν και εσάς θα διώξουν και θα βλασφημήσουν και θα καταρασθούν, και ταύτα θα ποιήσουσιν εις σας, διότι δεν γνωρίζουν τον Θεόν και «ουκ οίδασι τι ποιούσιν». Εμείς, παιδιά μου, τον Θεόν οίδαμεν, και επειδή τον αγαπώμεν και διότι είμεθα του Θεού, δια τούτο μας μισεί ο κόσμος, επειδή δεν συμφωνεί μαζί Του!
Λοιπόν θάρρος, παιδιά μου, οπαδοί είμεθα Εκείνου, που Τον εσταύρωσαν, και ημείς θα σταυρωθώμεν εις τους πειρασμούς, και όπως Εκείνος ανεστήθη και ημείς θα αναστηθώμεν και θα συνδοξασθώμεν εις τους αιώνας των αιώνων. Ο διάβολος εσήκωσε τρικυμίαν, μα θα σπάση, διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να γίνη άνευ του θείου θελήματός Του. Ο Θεός μεθ’ ημών, όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, Χριστός βασιλεύει εντός μας και δεν φοβούμεθα. Ίσως εισέλθωμεν εις πειρασμόν, αλλά εγγύς εστιν ο λυτρωσάμενος ημάς, διότι είπεν: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16,33 ), και ημείς άρα θα νικήσωμεν, έστω και αν δια την ώραν φουσκώνη η θάλασσα απειλητικά. Μη φοβάσθε κανένα, μόνον τον Θεόν φοβηθήτε, τον δυνάμενον να μας βάλη εις την γέενναν του πυρός, εάν δεν προσέξωμεν. «Μακάριοι, λοιπόν, οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,10 ), μη ξεχνάτε τι υπέμειναν οι παλαιοί χριστιανοί, δια να φυλάξουν την πίστιν προς τον Χριστόν μας, μέσα εις τας κατακόμβας εκρύπτοντο, διωκόμενοι και θλιβόμενοι. Και ημείς μακάριοι εσμέν, που διωκόμεθα ένεκεν της θελήσεώς μας να λατρεύσωμεν τον Θεόν και να φυλάξωμεν αγνότητα. Θα διέλθωμεν πολλά, εις το τέλος θα δοθή η νίκη εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν, διότι ο Σταυρός είναι η ένδοξος σημαία μας. Λοιπόν μη φοβήσθε, ο Θεός μεθ’ ημών.
2α. Εμπιστεύσου εις τον Θεόν, που τα έχει πλάσματά Του και ευρίσκονται υπό την μέριμνά Του, διότι φύλλον δένδρου δεν πίπτει από το δένδρον, χωρίς το θείον Του θέλημα, πόσον μάλλον υπόθεσις ανθρώπου, υιού Του κατά χάριν, χριστιανού, θα είναι εκτός της μερίμνης Του; Όχι, αλλά ο διάβολος που γνωρίζει την αδυναμίαν σου, σε πειράζει, δια να σε βασανίζη. Όταν είμεθα θεμελιωμένοι με την ελπίδα εις τον Θεόν, το θεμέλιον είναι επί της πέτρας και αν πνεύσουν άνεμοι και έλθουν νεροπονταί δεν θα μας καταβάλουν. Όταν όμως είμεθα θεμελιωμένοι με την ελπίδα επί των προσπαθειών μας, το θεμέλιον είναι επί της ψάμμου και εύκολα πίπτομεν. Μη λυπήσαι, όλα θα περάσουν, έτσι είναι χαραγμένος ο δρόμος των σωζομένων, με βάσανα και θλίψεις.
3η. Διατί σε κατατρώγει η λύπη και πορεύεσαι σκυθρωπός; Το πνεύμα της λύπης θέλει αυτοπαρηγορίαν, ίνα νικάς τας απελπιστικάς εννοίας του πονηρού, όταν επακροάζεσαι τα όσα το πονηρόν πνεύμα της λύπης υποβάλλει, ποτέ δεν θα ημπορέσης να ίδης την χαράν της ελπίδος. Τα όσα εγράφησαν εις τας θείας Γραφάς, προς ημετέραν νουθεσίαν εγράφησαν, ίνα δι’ αυτών αντιπολεμήσωμεν τον απατήσαντα ημάς, τον ολέθριον δράκοντα. Και ιδών ο πολυεύσπλαγχνος Πατήρ τον άσωτον υιόν ερχόμενον, έσπευσε ταχέως και ενηγκαλίσθη αυτόν καταφιλώντάς τον, μη βδελυξάμενος μήτε την ρυπαρότητά του, μήτε την όλην του ελεεινήν κατάστασιν, την έξω και την έσω. Ποίος δύναται να περιγράψη τα πατρικά αισθήματα, όταν ενηγκαλίσθη το ηγαπημένον Του παιδί, που το ενόμιζε νεκρόν και χαμένον, και κατόπιν το είδε ζωντανόν και επιστρέφον εν μετανοία; Το έργον το έδειξε, αμέσως τον ανεβίβασε εις την πρώτην υιικήν και κληρονόμον θέσιν.
Προς ποίον έλεγε ταύτα το προσκυνητόν στόμα του Κυρίου; Ουχί προς ημετέραν παρηγορίαν, ίνα όταν η θύελλα της απελπισίας μας χειμάζη, προσδένωμεν το σκάφος μας εις την σωτήριον άγκυραν της ελπίδος, της αγάπης και της ευσπλαγχνίας του Ουρανίου μας Πατρός; Εδημιούργησεν ο Κύριος επί της γης την Εκκλησίαν Του, ως Νύμφην Του, ίνα πρεσβεύη υπέρ των τέκνων Του. Μας άφησε το μέγα μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, ίνα καθαριζώμεθα και αγιαζώμεθα και ενούμεθα με τον Θεόν. Εάν το αίμα ταύρων και τράγων εκαθάριζε τους αμαρτήσαντας εις την Παλαιάν Διαθήκην, πόσον μάλλον το αίμα του Χριστού θα καθαρίση ημάς από πάσης αμαρτίας! «Ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, Ος δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεώ καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων;» (Εβρ. 9,13 ).
Ο διάβολος, ο οποίος από μίσος και φθόνον δεν αρέσκεται εις το να βλέπη τον άνθρωπον να χαίρεται πνευματικώς, τα πάντα κινεί, ίνα του προξενήση πικρίας και φαρμάκια, αυτή είναι η χαρά και το κέρδος του. Ημείς όμως με τα πνευματικά μέσα, να προσπαθώμεν να δημιουργώμεν αυτοπαρηγορίαν, αντιδρώντες εις τας ποικίλας μηχανάς του. Τις ήλπισε εις τον Θεόν και κατησχύνθη; Και ποίος απηλπίσθη και εσώθη; Τον άνθρωπον που βλέπει να ελπίζη, τούτον ο διάβολος τον φοβείται, διότι γνωρίζει εκ πείρας, ποίον πολυεύσπλαγχνον Θεόν έχομεν. Εάν το παιδί, που ελπίζει εις τον ίδιόν του πατέρα, ποτέ δεν θα αστοχήση, πόσον μάλλον, όστις ελπίζει εις τον Πατέρα των πατέρων, του Οποίου η αγάπη δεν συγκρίνεται προς την άλλην αγάπην και απέχει όσον ο ουρανός από την άβυσσον! Εάν μυριάκις πταίση κανείς θανασίμως και όσον δύναται βιάζεται εις την μετάνοιαν, εφ’ όσον ελπίζει, ποτέ δεν θα καταισχυνθή. Δια ποίους έπαθεν ο Χριστός μας; Ουχί δια τας πληγωθείσας υπό του δράκοντος ψυχάς μας; «Και όποιος έβλεπε επί τον χάλκινον όφιν εσώζετο» (Αριθμοί 21,9 ). Έλπισον και εσύ, ταπεινή ψυχή, εις τα γλυκύτατα σπλάγχνα του Ουρανίου μας Πατρός, που ποτέ κανένα δεν απέβαλε, μηδέ εβδελύξατο. Τους πάντας δέχεται, ποτέ δεν συμπληρώνεται ο άπειρος χώρος της ευσπλαγχνίας Του, και τον πρώτον ελεεί και τον τελευταίον ωσαύτως δεν εξαιρεί, αλλά όλους εξ ίσου αποδέχεται από πολλήν αγαθότητα. Όσον πιο αμαρτωλός είναι ο μετανοών, τόσον μεγαλυτέρα τιμή δίδεται εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού.
«… Δόξα τη ευσπλαγχνία Σου, δόξα τη οικονομία Σου, μόνε Φιλάνθρωπε».
4η. Διατί στενοχωρείσαι και λυπείσαι υπέρ το δέον, δια τα διάφορα συμβεβηκότα; Δεν είμεθα εκτός της Θείας Προνοίας, ώστε να μας οδηγή η τύχη των πραγμάτων, άρα ό,τι μας συμβαίνει, είναι εις γνώσιν του Θεού, οπότε δεν θα μας συμβή τίποτε υπέρ την δύναμίν μας!
Ας πνιγούν από την στενοχωρίαν εκείνοι που δεν πιστεύουν εις την Θείαν Πρόνοιαν, δικαιολογημένα βεβαίως, ενώ ημείς, οπού πιστεύομεν εις την πανταχού παρουσίαν του Θεού και ότι ουκ έστι δημιούργημα άνευ της προνοίας Του, δεν δικαιολογούμεθα, όταν υπέρ το δέον στενοχωρούμεθα, διότι δεικνύομεν δια της πράξεως έλλειψιν πίστεως και φωτισμού. «Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί τω Θεώ, ότι ως λέων πεποιθώς έσται επ’ αυτώ» (Παρ.28,1 ). Εάν ο Θεός εστιν ο επιτρέπων, γεννηθήτω, Κύριε, το θέλημά Σου. «Τις έγνω νουν Κυρίου; Ή τις σύμβουλος Αυτού εγένετο;» (Ρωμ. 11,34 ). Τας βουλάς Κυρίου τις δύναται εξιχνιάσαι! «Εάν μη γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18,3 ), δηλαδή δια πίστεως και ακακίας.
5η. Τρικυμία εσηκώθη τρομερή εις την θάλασσαν της Τιβεριάδας. Ο άνεμος απειλητικός, προσεπάθει να βυθίση το ελάχιστον πλοιάριον του Ιησού με τους μαθητάς του. Οι μαθηταί έντρομοι από τον φόβον, ουδείς αναπαύεται, ειμή ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. « Ανάστα, επιστάτα, φωνάζουν απεγνωσμένα, απολλύμεθα» (Λουκ. 8,24 ). Τότε εγείρεται O τα πάντα κατέχων εν τη χειρί Αυτού και επιτιμά την θάλασσαν και τους ανέμους και γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ας πιστεύσωμεν και ημείς εις την δύναμιν του Ιησού μας και ο πειρασμός θα παραδώση τα όπλα και θα γίνη γαλήνη μεγάλη. Δια ποίαν αγάπην υποφέρετε; Τίνος ένεκεν και την ζωήν σας εξεθέσατε δια τας αδελφάς; Ποίου εντολή- ένεκεν αγάπης- εφαρμοσταί γεγόνατε; Θα απαντήσετε: «Δια του Χριστού μας την αγάπην, εις Oν ηλπίσαμεν, ότι τα πάντα δια της δυνάμεώς Του θα λάβουν αίσιον τέλος». Καλώς, πάνυ καλώς. Διότι Αυτός είναι όστις αριθμεί πάσας τας τρίχας της κεφαλής ημών. Νομίζομεν ότι θα γίνη κάτι άνευ της θελήσεώς Του; Και αν είμεθα υπό θεϊκήν Πρόνοιαν προστατευόμενοι, τι να φοβηθώμεν; Ουχί μάλλον να φοβηθώμεν Εκείνον, που δύναται να μας βάλη εις την γέενναν του πυρός ένεκεν των αμαρτιών μας; Αντί θάρρος και καύχησιν εν Χριστώ δια την δόξαν Αυτού να έχετε, που σας ηξίωσε να αγωνισθήτε τοιουτοτρόπως, εσείς αντιθέτως επληρώθητε από λύπην και λογισμούς και γογγυσμόν; Καύχημα, επαναλαμβάνω, ήρμοζε, να είχατε, που ο Θεός ηξίωσε εσάς τους ευτελείς και αναξίους να γίνετε όργανα της Θείας Προνοίας Του, δια τον σωσμόν εκλεκτών ψυχών, δια τας οποίας ο Χριστός μας, απέθανε. Μη λυπείσθε, για το Θεό! Μη θελήσετε να χάσετε τον μισθόν σας, που θα είναι πολύς εν τω Ουρανώ. Το να κηρύξωμεν τον θείον λόγον είναι η μικροτέρα αρετή, αλλά το να θυσιασθώμεν δι’ Αυτόν είναι η ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ, δηλαδή το τιθέναι τας ψυχάς ημών ένεκεν της του πλησίον αγάπης. Βέβαια κοπιαστική και επικίνδυνος αύτη η αρετή, αλλά μήπως τα μεγάλα αξιώματα άνευ κόπων και μόχθων κατορθούνται; Ας μη λησμονώμεν το νόημα της θείας Σταυρώσεως, ότι και ημείς οφείλομεν να καταστώμεν μικροί σωτήρες, όταν το καλέση ο καιρός, θείω θελήματι. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι» (Ιωαν. 15,20 ), ει εμέ κατηγόρησαν και εσυκοφάντησαν και εις υμάς τα όμοια ποιήσουσι, και όταν πάντα ταύτα πάθετε δια το Όνομά μου, χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς. Ας θεωρώμεν τον Θεόν Πατέρα μας, ας αναπαυθώμεν εις την ζεστασιά της σίγουρης αγκαλιάς Του και Αυτός οίδε, πώς να τακτοποιήση τα πάντα κατά το συμφέρον ημών. Ως άνθρωποι (εγώ πρώτος ) δειλιώμεν κατ’ αρχάς, δια να φανή η ανθρωπίνη αδυναμία μας, αλλά κατόπιν έρχεται ο αγαθός Κυρηναίος, η θεία χάρις, και αίρει τον Σταυρόν μας και ανερχόμεθα τον Γολγοθάν περισσότερον ανέτως. Μήπως ο Χριστός μας δεν εδειλίασεν εις την Γεθσημανή; Προς τι οι θρόμβοι του αγίου ιδρώτος; Αυτά και άλλα εχαρακτήριζον την ανθρώπινην αδυναμίαν, αλλά ως Θεός κατόπιν, ήρεμος και πράος ως άκακον αρνίον, εθυσίασε την ζωήν Του χάριν του αχαρίστου ανθρώπου.
6η. Ας υπομείνωμεν τα πάντα, ίνα τον πάντων Θεόν κερδίσωμεν. Όταν τα δεινά υπομείνωμεν, αμέσως καθυπογράφονται τα μέλλοντα αγαθά. Όταν την χαράν του κόσμου στερηθώμεν, τότε, χωρίς αμφιβολίαν, την του Θεού χαράν αποταμιεύομεν εις την αθάνατον ψυχήν μας. Αγαθόν το οποίον θα στερηθώμεν εδώ, αδύνατον να μην απολαύσωμεν τούτο με αθάνατον ανταπόδοσιν! Ας δώσωμεν ολίγον εδώ εις την γην, ίνα συν τόκω παραλάβωμεν τούτο από την ασύλητον τράπεζαν των του Θεού δωρεών. Καταβάλωμεν σπέρματα αρετών, ίνα ευωδεστάτοις άνθεσι, εν τω στεφάνω της αιωνίου δόξης, καταστέψωμεν τας ημών κεφαλάς.
7η. Δεν πρέπει να ξενιζώμεθα, που μας πολεμούν τα πάθη και αι ασθένειαι, αλλά να παρακαλώμεν τον Θεόν, να μας δοθή υπομονή, αυτό το μέγα βάλσαμον τόσον των ψυχικών, όσον και των σωματικών πληγών. Η υπομονή είναι το μοναδικόν διαμάντι, που ομορφαίνει τον Χριστιανόν και ομαλόν ποιεί τον σκληρόν δρόμον της σωτηρίας μας. Η υπομονή είναι η ανδρεία της ψυχής, το στήριγμα, η βαθειά ρίζα, που βαστάζει το δένδρον, όταν το δέρουν οι άνεμοι και κυλούν οι ποταμοί. Όταν πέσης, έγειρε και όταν αμαρτήσης, μετανόησον, μόνον ποτέ μην εισχωρήση το φαρμάκι της απελπισίας εις την καρδίαν σου βλέποντας το μέγα πέλαγος της ευσπλαγχνίας του Θεού. Όσα και εάν αμαρτήση κανείς, χάνονται και εξαφανίζονται εις το πέλαγος της αγαθότητος του Θεού.
8η. Ευχαρίστησε μεγάλως τον Θεόν, που σε αγαπά, καθώς βλέπω, πάρα πολύ, διότι εάν δεν σε ηγάπα, δεν θα ήσουν καθώς είσαι, εσύ νομίζεις ότι είσαι χαμένος κ.λ.π., αλλά εγώ βλέπω ότι είσαι πολύ καλά ψυχικώς. Μόνον μην απελπίζεσαι, μη χάνης την ελπίδα, ο ελπίζων ου μη καταισχυνθή. Ακόμη και άβυσσος αμαρτιών εάν καλύπτη τον άνθρωπον, εάν μετανοή και ελπίζη, τον φοβείται ο διάβολος, διότι η πατρική καρδιά του Ουρανίου Πατρός, κάμπτεται εις το «ήμαρτον» του ασώτου υιού Του και τρέχει πρώτος, τον αγκαλιάζει και τον φιλεί και σφάζει τον μόσχον τον σιτευτόν πανηγυρίζων, διότι νεκρός ήτο ο υιός Του και επανέζησε. Η απελπισία του αμαρτωλού είναι τελείως αδικαιολόγητος, δύναται ποτέ μια «φούχτα» άμμος να καλύψη το πέλαγος;
9η. Μακάριος πάνυ ο άνθρωπος όταν έχη ζώσαν την ελπίδα εις τον Θεόν, δεικνύει πίστιν, εμπιστοσύνην, δόξαν και τιμήν εις Αυτόν, και τότε ο Θεός υποχρεούμενος, τον έχει εις την πρόνοιάν Του, και εφαρμόζεται το ρητόν του ιερού Ευαγγελίου: «καθώς επίστευσας, γενηθήτω σου».
Αλλά, δυστυχώς μας έρχονται πειρασμοί, που δημιουργούν βαθείαν σκοτοδίνην και ο φωτεινός ήλιος της γλυκείας ελπίδος καλύπτεται από το βαθύ σκότος. Χάνομεν τότε τον προσανατολισμόν μας και καταλήγομεν να σκεφθώμεν και να πράξωμεν κάτι το ανάρμοστον εις την κλήσιν μας ως Χριστιανοί. Αλλά η αγαθότης του Θεού, που οίδεν ότι η διάνοια του ανθρώπου εκ νεότητος ρέπει επί τα πονηρά και ότι ου δύνανται οι άνθρωποι να σταθούν εις το ύψος της Χριστιανικής τελειότητος, εχάρισε την ένδοξον και ατέλεστον μετάνοιαν.
10η. Έχετε υπομονήν, παιδιά μου, μη χάνετε το θάρρος σας εις τον αγώνα και μη παραλύουν τα γόνατά σας εις την βίαν των πειρασμών, διότι δεν θα μας αφήση ο Θεός μας ο καλός να πειρασθώμεν περισσότερον των δυνάμεών μας. Διατί δίδετε χώραν εις τον σατανάν να σας πολεμή με μεγαλυτέραν έντασιν; Έχετε πίστιν εις τον Θεόν, και ό,τι επιτρέψη θα είναι προς το συμφέρον μας, μήπως ημείς γνωρίζομεν καλύτερον από Εκείνον; Ρίψατε επί Κύριον την μέριμνάν σας και Αυτός μεριμνήσει υπέρ υμών. Μη βάζετε θέλημα, διότι η πίστις είναι γέννημα χάριτος και θείας επισκέψεως. Μήπως δεν έχομεν έκαστος θαύματα ατομικά της θείας Αυτού προνοίας; Μήπως τον ……. δεν επεσκέφθη η Θεία Χάρις; Εάν εσείς δεν εθυσιάζεσθε, θα ήτο τώρα ο …… εις τον στρατόν του Χριστού; Μήπως ο Κύριος δεν εθυσιάσθη δι’ ημάς; Ναι! Και εάν δεν έδιδε τον εαυτόν Του εις θάνατον Σταυρού, ημείς δεν θα είμεθα ό,τι είμεθα χάριτι θεία. Δια τούτο τα πολύ καλά, τα πολύ υψηλά πνευματικώς, αγοράζονται με αίμα. Ναι, αλλά και ο μισθός όμως τόσον πολύς, που δεν έχει μέτρον! Και δόξα ισάγγελος! Σας νοιώθω, δια τούτο και υποφέρω, αλλά εν καιρώ πειρασμού ο άνθρωπος τα ξεχνά όλα και φέρεται εκεί, που δεν θέλει εν καιρώ ειρήνης.
11η. Γενικώς οι λογισμοί σας, ανθρώπινοι. Βάλετε εμπρός την πίστιν εις τον πανίσχυρον Θεόν και τα πάντα θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι, «Θρίξ εκ της κεφαλής ημών ου μη απόλλυται» (Λουκ. 21,18 ), «ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8 ).
Ενθυμηθήτε τους πειρασμούς των αγίων και ησυχάσατε. Μη λυπήσθε, διότι ο δαίμων του πάθους πλάθει εικόνας παραπλανητικάς και ερεθιστικάς δια να προκαλέση προδιάθεσιν άσχημον και επικίνδυνον, ενώ σκεπτόμενοι το άδηλον του θανάτου ειρηνεύομεν. Προσεύχεσθε, παιδιά μου, και μη φοβήσθε. Η υπέρμαχος Θεοτόκος και πάλιν θα χαρίση εις ημάς τα νικητήρια. Σκεφθήτε την πολύτιμον ψυχήν της αδελφής, αναλογισθήτε την ανυπολόγιστον αξίαν της, διότι και υπέρ αυτής Χριστός απέθανεν.
12η. Κάμνε υπομονήν εις όλα, να ενθυμήσαι τον Χριστόν που Τον ύβριζαν, που Τον ερράπιζαν, που Τον εμαστίγωναν και τέλος Τον εσταύρωσαν επάνω εις τον Σταυρόν, ότι τα υπέμεινε δι’ ημάς, ότι πρέπει και ημείς να υπομείνωμεν δια την ιδικήν Του αγάπην τα όμοια, αλλά και δια να σωθώμεν, που έχομεν τόσας αμαρτίας. Να λογίζεσαι ότι κάθε κακός λόγος, που λέγουν δια σε, είναι και ένας χρυσός στέφανος, διότι πονάει κανείς όταν τον υβρίσουν ή του είπουν λόγον βαρύν, αλλά ο πόνος ούτος γίνεται ιαματικόν βάλσαμον εις τα πάθη, εις τας πληγάς της ψυχής. Καμμία αρετή δεν καθαρίζει τόσον το πάθος της υπερηφανείας και της πορνείας, όσον αι ύβρεις και αι καταφρονήσεις μεθ’ υπομονής και σιωπής.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄
Περί Πίστεως, Ελπίδος και Υπομονής.
13η. Έλαβα την θλιμμένην επιστολήν σου, την ανέγνωσα προσεκτικά και πολύ επόνεσεν η ψυχή μου και έκλαψα και έκανα ευχήν μετά δακρύων και πένθους, μετά την ανάγνωσιν του γράμματός σου, πλην κάμνε υπομονήν, παιδί μου, διότι ο Θεός έτσι σε έκανε, διότι σε αγαπά πολύ, ίσως όταν θα ήσουν καλά, να μην επρόσεχες τον εαυτόν σου, ενώ τώρα ο Θεός εν τη ασθενεία σου, σου χαρίζει τόσην ταπείνωσιν και αυτομεμψίαν και υπομονήν και πολύ ευαρεστείται. Εσύ πάντοτε να Τον ευχαριστής, διότι ως πατέρας μας, όπου είναι ο Θεός, γνωρίζει το συμφέρον εκάστης ψυχής, και αναλόγως ως Αυτός γνωρίζει, μας δίδει διάφορα μέσα σωτηρίας, ασχέτως εάν ημείς δεν το εννοώμεν λόγω στενότητος και ανθρωπίνης ατελείας. Υπόμεινον, τέκνον μου, και ο Θεός που σου έδωκε αυτήν την ασθένειαν, Αυτός γνωρίζει ότι εντός αυτής κρύπτεται πολλή ωφέλεια. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, δια τούτο υπόμεινον και εις μαρτύριον θα σου λογισθή. Σκέψου ότι όσοι εισήλθον εις τον παράδεισον, εις την Βασιλείαν του Θεού, διήλθον την ζωήν των μαρτυρικήν, άλλος με αρρώστειαν, άλλος με κόπους, άλλος με πόνους και διωγμούς. Ο κάθε ένας σηκώνει και ένα Σταυρόν σύμφωνα με τας δυνάμεις του, ίνα όλοι ομοιωθώμεν τω Χριστώ, ο Οποίος και Αυτός εν τη ζωή Του εις την γην εσήκωσε τον Σταυρόν χάριν ημών. Εάν λοιπόν συμπάσχωμεν με τον Χριστόν μας, τότε και μόνον θα συνδοξασθώμεν μαζί Του.
14η. Την ελπίδα της σωτηρίας ποτέ μη χάνης και να βοάς προς τον Θεόν και να κλαις. Ο Θεός ποτέ δεν παραβλέπει μίαν ψυχήν που θέλει να σωθή και μετανοεί, όσον και αν τραυματίζεται εις τον αγώνα. Γνωρίζει ο Θεός, πόσον ασθενής είναι η φύσις μας. Πόθεν θα εύρη την δύναμιν ο πηλός να βαστάζη την πίεσιν του νερού, εάν ο Θεός δεν τον ψήση με την χάριν του Αγίου Πνεύματος; Γνωρίζει ως αλάνθαστος οφθαλμός ότι μόλις μας αφήση, πίπτομεν και χανόμεθα. Δια τούτο δεν μας αφήνει να πειρασθώμεν, όσον ο διάβολος επιθυμεί. Εάν μας άφηνε, συσσώμους θα μας έρριπτε εις την κόλασιν, αλλά ο αγαθός Θεός τον εμποδίζει και τον αφήνει τόσον, όσον δύναται να βαστάξη η κάθε ψυχή. Όσον και αν τραυματισθώμεν εις τον αγώνα, ας μη αποθαρρυνθώμεν, αλλά ας επιμεληθώμεν τας πληγάς μας και ας συνεχίσωμεν τον αγώνα. Βλέποντας ο Θεός τον κόπον μας και την μικράν θέλησιν της σωτηρίας μας, θα μας δώση την νίκην. Μεγάλον κακόν το να χάση το θάρρος του επάνω εις τον αγώνα ο αγωνιστής, διότι αμέσως ο αντίπαλος ορμά με λύσσαν, ίνα τον νικήση. Δια τούτο, παιδί μου, να δίδης θάρρος εις την ψυχήν σου και να ελπίζης. Θα αποθάνω εις τον αγώνα υπέρ της δόξης του Θεού, να λέγης, παρά να λυπήσω τον Θεόν μου, εγκαταλείποντας τον αγώνα μου εναντίον του διαβόλου.
15η. Παιδί μου, αρκεί να έχωμεν υπομονήν και να μην αποκάμωμεν, ζητούντες το θείον έλεος μέχρι εσχάτης ημών αναπνοής. Διατί εμακαρίσθη η Χαναναία γυνη; «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοιαύτην πίστιν εύρον». Δια την πίστιν και την επιμονήν που είχε να φωνάζη όπισθεν του Ιησού: «Ελέησόν με, υιέ Δαυίδ, η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Ματθ. 15,22 ). Ο Ιησούς την απέβαλε, την παρέβλεψε, αυτή όμως δεν έλεγε να σιωπήση, αλλά εφώναζε, έως ότου την εβαρύνθη ο Χριστός μας, Όστις μάλλον την εδοκίμαζεν και της έδωκε το αίτημά της.
16η. Υπόμεινον τα πάντα, παιδί μου, ως δούλος πωλημένος δια τον Χριστόν, τον δούλον και τον μαλώνουν και τον παραπαίρνουν και τον αξουθενώνουν και πολλά άλλα του κάνουν και αυτός όλα τα υπομένει ως άνθρωπος χωρίς ελευθερίαν. Ούτω και εσύ, τέκνον μου, λόγιζε τον εαυτόν σου, δια να υπομένης τα πάντα ένεκεν, της προς τον Ιησούν ενδόξου δουλείας, όπως σου δώση ο Χριστός μας, την αιώνιον ελευθερίαν εις την άνω Ιερουσαλήμ.
17η. Βάστα, παιδί μου, τους αδελφούς, γινώσκω το βάρος των, δεν με λανθάνει τι υποφέρεις, μα για ποίον ταύτα υπομένεις; Δια τον Xριστόν και μόνον, λοιπόν δεν Του αξίζει; Ω, ποία εργασία αγαθή, ποία αρετή δύναται να μετρηθή με την αγάπην του Θεού και την ανοχήν που μας δείχνει; Μα μήπως ημείς κάμνομεν υπομονήν ή ο Χριστός αοράτως μας δυναμώνει; Ο Χριστός, μας βοηθεί, ει δε μη ποίος θα ημπορούσε να σηκώση τόσον βάρος ψυχών, που ούτε τον εαυτόν μας δεν ημπορούμεν να σηκώσωμεν; Το μόνον που πρέπει να κάμνωμεν είναι, να προσευχώμεθα να μας δίδη ο Θεός υπομονήν και ημείς θα προσπαθώμεν κατά το καθήκον μας, να βαστάζωμεν τας αδυναμίας εκείνων που ανελάβομεν. Ο καθένας μας έχει ανάλογον φορτίον, συμφώνως των δυνάμεών του, ο δε Θεός αντιλαμβάνεται τας ασθενείας μας, και μας βοηθεί. Μη γογγύζης, μη γονατίζης, παιδί μου, καιρός σταδιοδρομίας είναι, τρέχε, όπως καταλάβης το βραβείον της άνω κλήσεως. Μη δειλιάζης, ο Χριστός αοράτως πάρεστι, δια του Οποίου την αγάπην ανέλαβες τον αγώνα.
18η. Σου εύχομαι ο Κύριος να σου δίδη υπομονήν, φωτισμόν, διάκρισιν και υγείαν, δια να δύνασαι να κυβερνάς με σοφίαν και πραότητα το σκάφος της αδελφότητος. Τα σκάνδαλα δεν θα παύσουν ποτέ, μια και υπάρχει διάβολος, που συνεχώς μας βάλλει με την κακίαν του. Ας υπομένωμεν αγόγγυστα των αδελφών τας αδυναμίας και ας ταπεινώνωμεν έσωθεν τον εαυτόν μας, αλλά εις το διοικητικόν θέμα να κρατώμεν την γεροντικήν θέσιν. Έχε υπομονήν, παιδί μου, κατά τους κόπους του, έκαστος θα θερίση. Ας κοπιάσωμεν δια τον Θεόν, δεν πρέπει να στενοχωρούμεθα και να απελπιζώμεθα περιμένοντες τον μισθόν μας από τον Θεόν.
19η. Πρέπει μετά πίστεως και ελπίδος τα πάντα να πράττωμεν, διότι «παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστίν» (Ρωμ. 14,23 ). Όσον και εάν αγριεύη η θάλασσα των παθών και αν τα κύματα έχουν την δύναμιν να μας καταποντίσουν, ημείς την ελπίδα μας επί τω Κυρίω, και τότε τα κύματα θα συντρίβωνται ως «σαπουνόφουσκες» εις τον βράχον, της προς τον Ιησούν μας, ελπίδος και αγάπης. Μη χάνετε το ψυχικόν σας θάρρος, όταν σας περικυκλώσουν οι πειρασμοί, αλλά να θερμαίνεσθε δια των αγαθών σκέψεων, δηλαδή διαφόρων ρητών του Κυρίου, που διαφωτίζουν τον κάθε πειρασμόν. Ας βιαζώμεθα, ίνα βάζωμεν έλεος εις τας ψυχάς μας, ίνα, όταν έλθη ο Κύριος, μας εύρη αγρυπνούντας, πλήρεις ελέους καλών έργων, και τότε θα εισέλθωμεν εις τον θείον νυμφώνα της αιωνίου χαράς και αγαλλιάσεως. Ου μικρός ο αγών, ουδέ μιας ημέρας χρόνου εστίν, αλλά μέχρι τελευταίας μας αναπνοής. Δια τούτο ας οπλισθώμεν με το γλυκύτατον όνομα του Ιησού μας, ίνα μη έχη χώραν ο διάβολος εις την καρδίαν μας. Αλλά και το να έχωμεν την μνήμην του Ιησού μας, χρειάζεται ου μικράν επιμέλειαν, βίαν, πίστιν, ελπίδα, επιμονήν, υπομονήν και χρόνον.
20η. Έχε τας ελπίδας σου εις τον Χριστόν μας και μη φοβού δαιμόνων απειλάς, αλλά θεμελιώσου κοντά Του και ειπέ: «Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (2 Βασιλειών 22,30 ), δηλαδή εμπόδια δαιμονικών πειρασμών θα τα διέλθω με την δύναμιν του Θεού μου. Προσπάθησον να βάλης καλήν αρχήν, διότι τότε θα έχης κάλλιστον τέλος, οποίαν αρχήν θα βάλης, έτσι και θα βαδίσης. Το μικρόν ελάττωμα μη το καταφρονήσης και είπης: Δεν είναι τίποτε αυτό, όχι. Το μικρόν θα γίνη μεγάλον, αλλά και θα γεννήση και άλλα κακά, και εκείνος που δεν θα επιμεληθή το μικρόν, θα πέση και εις τα μεγάλα.
21η. Μη λυπήσαι δια τίποτε άλλο, παρά όταν δεν κάνης εις καμμίαν υπόθεσιν υπομονήν. Και τούτο διότι ανυπομονώντας ζημιώνεσαι μισθόν αιώνιον και παρρησίαν ου την τυχούσαν! Προσεύχου, όπως σου προσθέση ο Κύριος πλούτον υπομονής και μακροθυμίας, και δια του τοιούτου πλούτου και άλλους θα πλουτίσης. Μη χάνης, δέομαι, το πνευματικόν σου θάρρος, αλλά άντλησε τούτο εκ της κραταιάς πίστεως εις τον Θεόν, Όστις δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν πέραν των δυνάμεών μας.
22α. Τέκνον μου, κάνε υπομονήν εις τα παιδιά σου, τι να κάνωμεν, είναι ζωηρά βέβαια, αλλά δεν γίνεται και διαφορετικά, όπως και να έχη το πράγμα, ημείς πρέπει να κάμνωμεν υπομονήν. Μη τα βάζης τα πράγματα μέσα σου, δηλαδή μη τα πολυκοσκινίζης, μη ζητής λεπτομέρειες, διότι στενοχωρουμένη συνεχώς θα βλαβής εις την υγείαν σου και τότε θα είναι χειρότερα. Μόνον παράβλεπε και πρόσθεσε προσευχήν και η προσευχή κάνει θαύματα, και τότε θαυματουργικώς, χωρίς κόπον θα γίνουν ήρεμα και ήσυχα παιδάκια. Πολλά παιδιά υπήρξαν ζωηρότατα όταν ήσαν μικρά, μετά όμως έγιναν θαυμάσια κατά πάντα. Και τα ζωηρά συνήθως είναι και έξυπνα και μεθαύριον μπορεί να αποδώσουν πολλά. Παιδί μου, μη χάνης το θάρρος σου, και εγώ όσον ζω εις αυτόν τον μάταιον κόσμον, συν Θεώ, ελπίζω να σε βοηθώ, εις κάθε σου δυσκολίαν. Γνωρίζω ότι συνεχώς επιφορτίζομαι ευθύνας και επομένως συστέλλεται ο χρόνος της ελευθερίας μου, αλλ’ όμως εγώ θα προσπαθώ να σας βοηθώ, με όσας δυνάμεις θα μου εναπομένουν.
23η. Ο δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπον εις την ζωήν την ανώδυνον, έχει στρωθή με άκανθας και τριβόλους και οι θέλοντες να περιπατήσουν ταύτην, συχνά αιμορραγούν, αλγούν, συχνά και απελπίζονται. Αλλά η ελπίς εις Εκείνον που τους λέγει: «ου μη σε ανώ, ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5 ), παρομοίως και τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ποία θλίψις δύναται ημάς χωρίσαι της αγάπης του Χριστού; κ.λ.π.», κρατύνουν την καρδίαν προς υπομονήν μέχρι τέλους. Όταν κανείς θέλη να διαπεράση ένα πέλαγος και να φθάση απέναντι εις την όχθην, όπου τον περιμένει η λύτρωσις, σκέπτεται καλώς, αναμετρά τας δυνάμεις του, και όταν πληροφορηθή ότι ισχύει, τότε ρίπτει τον εαυτόν του εις την θάλασσαν και κολυμβά. Προχωρώντας αρχίζει να κουράζεται, τα κύματα φαίνονται πιο άγρια απ’ ότι εφαίνοντο κατ’ αρχάς. Αρχίζει να εισέρχεται εις την καρδίαν του δειλία. Η δειλία ατονεί έτι περισσότερον τας δυνάμεις, του σώματος και της ψυχής του. Αν αποτινάξη την δειλίαν και σκεφθή, ότι η λύσις μία είναι: Να δώση τον εαυτόν του δια να βγή πέρα, διότι η δειλία ως αποτέλεσμα θα έχη τον πνιγμόν του, κάνοντας ούτω κουράγιο, περνά εις την όχθην και σώζεται. Εάν πάλιν είναι δύο οι κολυμβώντες και ο εις δειλιάση και καταποντίζεται, του δίδει θάρρος ο άλλος, του τονώνει τον χαλαρόν λογισμόν, του υποδεικνύει τον κίνδυνον, εις τον οποίον η δειλία θα τον οδηγήση, τον βοηθεί και με τα χέρια και έτσι λοιπόν σώζεται. «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» (Παροιμ. 18,19 ).
24η. Ανάρμοστον εις τον μοναχόν να απελπίζεται, καθώς και εις τον στρατιώτην. Διότι, πως θα έχη την δύναμιν να σηκώση το όπλον, να κάμνη νυκτερινάς κοπιώδεις πεζοπορείας και επιθέσεις και να φέρει νίκας! Κατά παρόμοιον τρόπον και ο μοναχός, ο πνευματικός στρατιώτης του Χριστού εναντίον του νοητού εχθρού του, μόνον με την ζωογόνον ελπίδα και με την θυσίαν του εαυτού του, θα δυνηθή να φέρη εις πέρας τον πνευματικόν του σκοπόν.
25η. Μη στενοχωρήσθε καθόλου, όλα θα παρέλθουν και η φουρτούνα θα σπάση. Μην απελπίζεσθε, έχετε την ελπίδα εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν μας, ποτέ, ποτέ δεν θα εγκαταλείψη ψυχάς πονεμένας, που ζητούν σωτηρίαν. Ο διάβολος ελύσσαξε, διότι του εχάλασαν τα σχέδια, πόσα είχε σκοπόν να κάνη! Δόξα σοι ο Θεός πάντων ένεκεν, βαστάξατε, παιδιά μου, τον Σταυρόν, σταυρωθέντες με τον Χριστόν μας και εις ολίγον θα έλθη και η λαμπρά Ανάστασις. Όσον τώρα θλίβεσθε, τόσον πιο πολύ θα αισθανθήτε την χαράν της ελευθερίας. Ούτως εχαράχθη η ζωή των Χριστιανών, με θλίψεις και στενοχωρίας, οι θέλοντες κατά Θεόν να ζήσουν, θα βασανισθούν. Θαρσείτε και μη φοβήσθε, πίστιν στερεάν εις τον Χριστόν μας. Αυτός εστι παντοδύναμος, όσον και αν αγριεύη ο σατανάς, έμπροσθεν εις τον Χριστόν μας, εις την δύναμίν Του, όλαι αι μηχαναί του καταστρέφονται. Μόνον ευχή και ειρηνεύετε. Εμπιστοσύνη εις την θείαν πρόνοιαν, όλα τα βάσανα εις καλό θα βγουν, ο Γέροντάς μου εις τας μεγάλας δοκιμασίας ήλθεν εις θεωρίας!
Περί Πίστεως, Ελπίδος και Υπομονής.
13η. Έλαβα την θλιμμένην επιστολήν σου, την ανέγνωσα προσεκτικά και πολύ επόνεσεν η ψυχή μου και έκλαψα και έκανα ευχήν μετά δακρύων και πένθους, μετά την ανάγνωσιν του γράμματός σου, πλην κάμνε υπομονήν, παιδί μου, διότι ο Θεός έτσι σε έκανε, διότι σε αγαπά πολύ, ίσως όταν θα ήσουν καλά, να μην επρόσεχες τον εαυτόν σου, ενώ τώρα ο Θεός εν τη ασθενεία σου, σου χαρίζει τόσην ταπείνωσιν και αυτομεμψίαν και υπομονήν και πολύ ευαρεστείται. Εσύ πάντοτε να Τον ευχαριστής, διότι ως πατέρας μας, όπου είναι ο Θεός, γνωρίζει το συμφέρον εκάστης ψυχής, και αναλόγως ως Αυτός γνωρίζει, μας δίδει διάφορα μέσα σωτηρίας, ασχέτως εάν ημείς δεν το εννοώμεν λόγω στενότητος και ανθρωπίνης ατελείας. Υπόμεινον, τέκνον μου, και ο Θεός που σου έδωκε αυτήν την ασθένειαν, Αυτός γνωρίζει ότι εντός αυτής κρύπτεται πολλή ωφέλεια. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, δια τούτο υπόμεινον και εις μαρτύριον θα σου λογισθή. Σκέψου ότι όσοι εισήλθον εις τον παράδεισον, εις την Βασιλείαν του Θεού, διήλθον την ζωήν των μαρτυρικήν, άλλος με αρρώστειαν, άλλος με κόπους, άλλος με πόνους και διωγμούς. Ο κάθε ένας σηκώνει και ένα Σταυρόν σύμφωνα με τας δυνάμεις του, ίνα όλοι ομοιωθώμεν τω Χριστώ, ο Οποίος και Αυτός εν τη ζωή Του εις την γην εσήκωσε τον Σταυρόν χάριν ημών. Εάν λοιπόν συμπάσχωμεν με τον Χριστόν μας, τότε και μόνον θα συνδοξασθώμεν μαζί Του.
14η. Την ελπίδα της σωτηρίας ποτέ μη χάνης και να βοάς προς τον Θεόν και να κλαις. Ο Θεός ποτέ δεν παραβλέπει μίαν ψυχήν που θέλει να σωθή και μετανοεί, όσον και αν τραυματίζεται εις τον αγώνα. Γνωρίζει ο Θεός, πόσον ασθενής είναι η φύσις μας. Πόθεν θα εύρη την δύναμιν ο πηλός να βαστάζη την πίεσιν του νερού, εάν ο Θεός δεν τον ψήση με την χάριν του Αγίου Πνεύματος; Γνωρίζει ως αλάνθαστος οφθαλμός ότι μόλις μας αφήση, πίπτομεν και χανόμεθα. Δια τούτο δεν μας αφήνει να πειρασθώμεν, όσον ο διάβολος επιθυμεί. Εάν μας άφηνε, συσσώμους θα μας έρριπτε εις την κόλασιν, αλλά ο αγαθός Θεός τον εμποδίζει και τον αφήνει τόσον, όσον δύναται να βαστάξη η κάθε ψυχή. Όσον και αν τραυματισθώμεν εις τον αγώνα, ας μη αποθαρρυνθώμεν, αλλά ας επιμεληθώμεν τας πληγάς μας και ας συνεχίσωμεν τον αγώνα. Βλέποντας ο Θεός τον κόπον μας και την μικράν θέλησιν της σωτηρίας μας, θα μας δώση την νίκην. Μεγάλον κακόν το να χάση το θάρρος του επάνω εις τον αγώνα ο αγωνιστής, διότι αμέσως ο αντίπαλος ορμά με λύσσαν, ίνα τον νικήση. Δια τούτο, παιδί μου, να δίδης θάρρος εις την ψυχήν σου και να ελπίζης. Θα αποθάνω εις τον αγώνα υπέρ της δόξης του Θεού, να λέγης, παρά να λυπήσω τον Θεόν μου, εγκαταλείποντας τον αγώνα μου εναντίον του διαβόλου.
15η. Παιδί μου, αρκεί να έχωμεν υπομονήν και να μην αποκάμωμεν, ζητούντες το θείον έλεος μέχρι εσχάτης ημών αναπνοής. Διατί εμακαρίσθη η Χαναναία γυνη; «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοιαύτην πίστιν εύρον». Δια την πίστιν και την επιμονήν που είχε να φωνάζη όπισθεν του Ιησού: «Ελέησόν με, υιέ Δαυίδ, η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Ματθ. 15,22 ). Ο Ιησούς την απέβαλε, την παρέβλεψε, αυτή όμως δεν έλεγε να σιωπήση, αλλά εφώναζε, έως ότου την εβαρύνθη ο Χριστός μας, Όστις μάλλον την εδοκίμαζεν και της έδωκε το αίτημά της.
16η. Υπόμεινον τα πάντα, παιδί μου, ως δούλος πωλημένος δια τον Χριστόν, τον δούλον και τον μαλώνουν και τον παραπαίρνουν και τον αξουθενώνουν και πολλά άλλα του κάνουν και αυτός όλα τα υπομένει ως άνθρωπος χωρίς ελευθερίαν. Ούτω και εσύ, τέκνον μου, λόγιζε τον εαυτόν σου, δια να υπομένης τα πάντα ένεκεν, της προς τον Ιησούν ενδόξου δουλείας, όπως σου δώση ο Χριστός μας, την αιώνιον ελευθερίαν εις την άνω Ιερουσαλήμ.
17η. Βάστα, παιδί μου, τους αδελφούς, γινώσκω το βάρος των, δεν με λανθάνει τι υποφέρεις, μα για ποίον ταύτα υπομένεις; Δια τον Xριστόν και μόνον, λοιπόν δεν Του αξίζει; Ω, ποία εργασία αγαθή, ποία αρετή δύναται να μετρηθή με την αγάπην του Θεού και την ανοχήν που μας δείχνει; Μα μήπως ημείς κάμνομεν υπομονήν ή ο Χριστός αοράτως μας δυναμώνει; Ο Χριστός, μας βοηθεί, ει δε μη ποίος θα ημπορούσε να σηκώση τόσον βάρος ψυχών, που ούτε τον εαυτόν μας δεν ημπορούμεν να σηκώσωμεν; Το μόνον που πρέπει να κάμνωμεν είναι, να προσευχώμεθα να μας δίδη ο Θεός υπομονήν και ημείς θα προσπαθώμεν κατά το καθήκον μας, να βαστάζωμεν τας αδυναμίας εκείνων που ανελάβομεν. Ο καθένας μας έχει ανάλογον φορτίον, συμφώνως των δυνάμεών του, ο δε Θεός αντιλαμβάνεται τας ασθενείας μας, και μας βοηθεί. Μη γογγύζης, μη γονατίζης, παιδί μου, καιρός σταδιοδρομίας είναι, τρέχε, όπως καταλάβης το βραβείον της άνω κλήσεως. Μη δειλιάζης, ο Χριστός αοράτως πάρεστι, δια του Οποίου την αγάπην ανέλαβες τον αγώνα.
18η. Σου εύχομαι ο Κύριος να σου δίδη υπομονήν, φωτισμόν, διάκρισιν και υγείαν, δια να δύνασαι να κυβερνάς με σοφίαν και πραότητα το σκάφος της αδελφότητος. Τα σκάνδαλα δεν θα παύσουν ποτέ, μια και υπάρχει διάβολος, που συνεχώς μας βάλλει με την κακίαν του. Ας υπομένωμεν αγόγγυστα των αδελφών τας αδυναμίας και ας ταπεινώνωμεν έσωθεν τον εαυτόν μας, αλλά εις το διοικητικόν θέμα να κρατώμεν την γεροντικήν θέσιν. Έχε υπομονήν, παιδί μου, κατά τους κόπους του, έκαστος θα θερίση. Ας κοπιάσωμεν δια τον Θεόν, δεν πρέπει να στενοχωρούμεθα και να απελπιζώμεθα περιμένοντες τον μισθόν μας από τον Θεόν.
19η. Πρέπει μετά πίστεως και ελπίδος τα πάντα να πράττωμεν, διότι «παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστίν» (Ρωμ. 14,23 ). Όσον και εάν αγριεύη η θάλασσα των παθών και αν τα κύματα έχουν την δύναμιν να μας καταποντίσουν, ημείς την ελπίδα μας επί τω Κυρίω, και τότε τα κύματα θα συντρίβωνται ως «σαπουνόφουσκες» εις τον βράχον, της προς τον Ιησούν μας, ελπίδος και αγάπης. Μη χάνετε το ψυχικόν σας θάρρος, όταν σας περικυκλώσουν οι πειρασμοί, αλλά να θερμαίνεσθε δια των αγαθών σκέψεων, δηλαδή διαφόρων ρητών του Κυρίου, που διαφωτίζουν τον κάθε πειρασμόν. Ας βιαζώμεθα, ίνα βάζωμεν έλεος εις τας ψυχάς μας, ίνα, όταν έλθη ο Κύριος, μας εύρη αγρυπνούντας, πλήρεις ελέους καλών έργων, και τότε θα εισέλθωμεν εις τον θείον νυμφώνα της αιωνίου χαράς και αγαλλιάσεως. Ου μικρός ο αγών, ουδέ μιας ημέρας χρόνου εστίν, αλλά μέχρι τελευταίας μας αναπνοής. Δια τούτο ας οπλισθώμεν με το γλυκύτατον όνομα του Ιησού μας, ίνα μη έχη χώραν ο διάβολος εις την καρδίαν μας. Αλλά και το να έχωμεν την μνήμην του Ιησού μας, χρειάζεται ου μικράν επιμέλειαν, βίαν, πίστιν, ελπίδα, επιμονήν, υπομονήν και χρόνον.
20η. Έχε τας ελπίδας σου εις τον Χριστόν μας και μη φοβού δαιμόνων απειλάς, αλλά θεμελιώσου κοντά Του και ειπέ: «Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (2 Βασιλειών 22,30 ), δηλαδή εμπόδια δαιμονικών πειρασμών θα τα διέλθω με την δύναμιν του Θεού μου. Προσπάθησον να βάλης καλήν αρχήν, διότι τότε θα έχης κάλλιστον τέλος, οποίαν αρχήν θα βάλης, έτσι και θα βαδίσης. Το μικρόν ελάττωμα μη το καταφρονήσης και είπης: Δεν είναι τίποτε αυτό, όχι. Το μικρόν θα γίνη μεγάλον, αλλά και θα γεννήση και άλλα κακά, και εκείνος που δεν θα επιμεληθή το μικρόν, θα πέση και εις τα μεγάλα.
21η. Μη λυπήσαι δια τίποτε άλλο, παρά όταν δεν κάνης εις καμμίαν υπόθεσιν υπομονήν. Και τούτο διότι ανυπομονώντας ζημιώνεσαι μισθόν αιώνιον και παρρησίαν ου την τυχούσαν! Προσεύχου, όπως σου προσθέση ο Κύριος πλούτον υπομονής και μακροθυμίας, και δια του τοιούτου πλούτου και άλλους θα πλουτίσης. Μη χάνης, δέομαι, το πνευματικόν σου θάρρος, αλλά άντλησε τούτο εκ της κραταιάς πίστεως εις τον Θεόν, Όστις δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν πέραν των δυνάμεών μας.
22α. Τέκνον μου, κάνε υπομονήν εις τα παιδιά σου, τι να κάνωμεν, είναι ζωηρά βέβαια, αλλά δεν γίνεται και διαφορετικά, όπως και να έχη το πράγμα, ημείς πρέπει να κάμνωμεν υπομονήν. Μη τα βάζης τα πράγματα μέσα σου, δηλαδή μη τα πολυκοσκινίζης, μη ζητής λεπτομέρειες, διότι στενοχωρουμένη συνεχώς θα βλαβής εις την υγείαν σου και τότε θα είναι χειρότερα. Μόνον παράβλεπε και πρόσθεσε προσευχήν και η προσευχή κάνει θαύματα, και τότε θαυματουργικώς, χωρίς κόπον θα γίνουν ήρεμα και ήσυχα παιδάκια. Πολλά παιδιά υπήρξαν ζωηρότατα όταν ήσαν μικρά, μετά όμως έγιναν θαυμάσια κατά πάντα. Και τα ζωηρά συνήθως είναι και έξυπνα και μεθαύριον μπορεί να αποδώσουν πολλά. Παιδί μου, μη χάνης το θάρρος σου, και εγώ όσον ζω εις αυτόν τον μάταιον κόσμον, συν Θεώ, ελπίζω να σε βοηθώ, εις κάθε σου δυσκολίαν. Γνωρίζω ότι συνεχώς επιφορτίζομαι ευθύνας και επομένως συστέλλεται ο χρόνος της ελευθερίας μου, αλλ’ όμως εγώ θα προσπαθώ να σας βοηθώ, με όσας δυνάμεις θα μου εναπομένουν.
23η. Ο δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπον εις την ζωήν την ανώδυνον, έχει στρωθή με άκανθας και τριβόλους και οι θέλοντες να περιπατήσουν ταύτην, συχνά αιμορραγούν, αλγούν, συχνά και απελπίζονται. Αλλά η ελπίς εις Εκείνον που τους λέγει: «ου μη σε ανώ, ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5 ), παρομοίως και τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ποία θλίψις δύναται ημάς χωρίσαι της αγάπης του Χριστού; κ.λ.π.», κρατύνουν την καρδίαν προς υπομονήν μέχρι τέλους. Όταν κανείς θέλη να διαπεράση ένα πέλαγος και να φθάση απέναντι εις την όχθην, όπου τον περιμένει η λύτρωσις, σκέπτεται καλώς, αναμετρά τας δυνάμεις του, και όταν πληροφορηθή ότι ισχύει, τότε ρίπτει τον εαυτόν του εις την θάλασσαν και κολυμβά. Προχωρώντας αρχίζει να κουράζεται, τα κύματα φαίνονται πιο άγρια απ’ ότι εφαίνοντο κατ’ αρχάς. Αρχίζει να εισέρχεται εις την καρδίαν του δειλία. Η δειλία ατονεί έτι περισσότερον τας δυνάμεις, του σώματος και της ψυχής του. Αν αποτινάξη την δειλίαν και σκεφθή, ότι η λύσις μία είναι: Να δώση τον εαυτόν του δια να βγή πέρα, διότι η δειλία ως αποτέλεσμα θα έχη τον πνιγμόν του, κάνοντας ούτω κουράγιο, περνά εις την όχθην και σώζεται. Εάν πάλιν είναι δύο οι κολυμβώντες και ο εις δειλιάση και καταποντίζεται, του δίδει θάρρος ο άλλος, του τονώνει τον χαλαρόν λογισμόν, του υποδεικνύει τον κίνδυνον, εις τον οποίον η δειλία θα τον οδηγήση, τον βοηθεί και με τα χέρια και έτσι λοιπόν σώζεται. «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» (Παροιμ. 18,19 ).
24η. Ανάρμοστον εις τον μοναχόν να απελπίζεται, καθώς και εις τον στρατιώτην. Διότι, πως θα έχη την δύναμιν να σηκώση το όπλον, να κάμνη νυκτερινάς κοπιώδεις πεζοπορείας και επιθέσεις και να φέρει νίκας! Κατά παρόμοιον τρόπον και ο μοναχός, ο πνευματικός στρατιώτης του Χριστού εναντίον του νοητού εχθρού του, μόνον με την ζωογόνον ελπίδα και με την θυσίαν του εαυτού του, θα δυνηθή να φέρη εις πέρας τον πνευματικόν του σκοπόν.
25η. Μη στενοχωρήσθε καθόλου, όλα θα παρέλθουν και η φουρτούνα θα σπάση. Μην απελπίζεσθε, έχετε την ελπίδα εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν μας, ποτέ, ποτέ δεν θα εγκαταλείψη ψυχάς πονεμένας, που ζητούν σωτηρίαν. Ο διάβολος ελύσσαξε, διότι του εχάλασαν τα σχέδια, πόσα είχε σκοπόν να κάνη! Δόξα σοι ο Θεός πάντων ένεκεν, βαστάξατε, παιδιά μου, τον Σταυρόν, σταυρωθέντες με τον Χριστόν μας και εις ολίγον θα έλθη και η λαμπρά Ανάστασις. Όσον τώρα θλίβεσθε, τόσον πιο πολύ θα αισθανθήτε την χαράν της ελευθερίας. Ούτως εχαράχθη η ζωή των Χριστιανών, με θλίψεις και στενοχωρίας, οι θέλοντες κατά Θεόν να ζήσουν, θα βασανισθούν. Θαρσείτε και μη φοβήσθε, πίστιν στερεάν εις τον Χριστόν μας. Αυτός εστι παντοδύναμος, όσον και αν αγριεύη ο σατανάς, έμπροσθεν εις τον Χριστόν μας, εις την δύναμίν Του, όλαι αι μηχαναί του καταστρέφονται. Μόνον ευχή και ειρηνεύετε. Εμπιστοσύνη εις την θείαν πρόνοιαν, όλα τα βάσανα εις καλό θα βγουν, ο Γέροντάς μου εις τας μεγάλας δοκιμασίας ήλθεν εις θεωρίας!
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄
Περί Λογισμών, Φαντασίας και Μετεωρισμού.
Νηστεία ουχί μόνον φαγητών, αλλά κυρίως αυστηρά νηστεία εις τας αισθήσεις. Αι αισθήσεις, τρεφόμεναι από τα έξωθεν πράγματα, διοχετεύουν ανάλογον δηλητήριον εις τον νουν και την καρδίαν, δια του οποίου αποθνήσκει από Θεού η ταλαίπωρος ψυχή. Οι νηπτικοί πατέρες μας πόσα δεν έχουν να μας είπουν δια την αγίαν νηστείαν των αισθήσεων. Όλη η διδασκαλία στρέφεται κυρίως εις την κάθαρσιν του νοός από φαντασίας αμαρτωλάς και σκέψεις τοιαύτας και της καρδίας από αισθήματα μολυσματικά. Επίσης διδάσκουν ότι πρέπει να πατάσσωμεν το κάθε ηθικόν κακόν εν τη γενέσει του, ώστε να διατηρηθή η ψυχή καθαρά. Απόλυτος ανάγκη είναι, μόλις ακροθιγώς προσεγγίση ο οιοσδήποτε κακός λογισμός, να τον διώκωμεν λέγοντας πάραυτα την ευχήν του Κυρίου. Και όταν τοιουτοτρόπως αντιμετωπίζωμεν τους λογισμούς, τους προερχομένους εκ των αισθήσεων και του διαβόλου, πολύ σύντομα θα αισθανθώμεν την χαράν και την ωφέλειαν εκ της νηστείας των αισθήσεων. Η Εύα, εάν ενήστευε την αίσθησιν των οφθαλμών, δεν θα εδηλητηρίαζε τα έκγονα της κοιλίας αυτής, δηλαδή όλους τους ανθρώπους, που εγεννήθηκαν εξ αυτής. Με ένα λόγον, η εγκράτεια των αισθήσεων σώζει τον άνθρωπον εκ της κολάσεως.
2α. Εύχομαι, παιδί μου, να αντιδέρης τους εγωϊστικούς και υπερηφάνους λογισμούς, διότι από αυτά και τα παρεμφερή πάθη ξεκινούν όλα τα άλλα της κακίας πάθη και σπρώχνουν τον ταλαίπωρον άνθρωπον εις τον κρημνόν της απωλείας. Τους λογισμούς των παθών μη τους δίδης σημασίαν, καταφρόνησις τελεία, άπαξ και έχουν εις το πρόσωπόν των την ασχημίαν του κακού. Η καταφρόνησις εις τους υποβαλλομένους εκ του διαβόλου λογισμούς είναι σωτήριος, αρίστη τέχνη η ταπείνωσις, διότι η αποφυγή της συναντήσεώς των με τον αντιρρητικόν πόλεμον και η προσφυγή δια της προσευχής εις τον Χριστόν, είναι ταπείνωσις. Γίνεται αποβολή αυτών και δια του αντιρρητικού λόγου, αλλά δύσκολος αγών και πρέπει να είναι πολύ έμπειρος ο αγωνιστής του Χριστού, δια να τα βγάλη πέρα άνευ απολειών, διότι και ο σατανάς είναι έμπειρος της Γραφής και παραθέτει ντοκουμέντα προς υποσκελισμόν του μαχομένου. Δια τούτο ό,τι σου λέγει δια των λογισμών, είτε υπερηφάνεια είτε κενοδοξία είτε κατάκρισις είναι κ.λ.π., εσύ «μπαινάκιας-βγαινάκιας», από το ένα αυτί να μπαίνουν και από το άλλο να βγαίνουν. Άπαξ και είναι λογισμοί παθών, δεν χρειάζονται συζητήσεις μετ’ αυτών, έξω κλείσιμο, δεν δέχομαι, να λέγης, συναναστροφήν και ομιλίαν μεθ’ αιρετικών λογισμών και μένε εις την προσευχήν σταθερά.
3η. Μη δίδης σημασίαν εις ό,τι σου λέγει ο εχθρός, μόλις κάτι πρόκειται να σου σφυρίξη εις το αυτί, εσύ αμέσως: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, ή σώσόν με», γρήγορα και συνέχεια και εις ολίγον θα ίδης ότι αδυνάτισεν ο λογισμός ή μάλλον η πίεσις και δεν θα θυμάσαι τι ακριβώς πήγαινε να σου είπη. Αυτός ο τρόπος είναι απλούστερος από τον αντιρρητικόν, δηλαδή το να αντιλέγης εις τα υποβαλλόμενα, και πιο αποτελεσματικός, διότι μετά που φεύγει ο δαίμων, με όσα είχε να είπη, δεν μένει τίποτε ωσάν λείψανον ή σκια, ενώ με τον αντιρρητικόν, όταν νικάται και φεύγη, αφήνει λείψανα και σκιάς, από ό,τι υπέβαλε εις την ψυχήν, δηλαδή ενθυμήσεις αδυνάτους εις ό,τι επολεμήθη κανείς. Ο πρώτος τρόπος είναι ξεκούραστος, δηλαδή το καταφεύγειν εις την ευχήν αμέσως και γρήγορα γαληνεύει η ψυχή, ενώ ο δεύτερος, ο αντιρρητικός, είναι κοπιαστικός, και εάν η ψυχή δεν τα βγάλη πέρα με την αντίρρησιν, ενδέχεται να πληγωθή ανάλογα, από την εμπειρίαν του δαίμονος εις το πείθειν τον άνθρωπον.
4η. Φεύγε τας αμαρτωλάς σκέψεις, κόπτε την φαντασίαν, το είδωλον της προκλητικότητος, διότι ζητεί ο «πολύξερος» σατανάς να σε χωρίση από τον πλάστην σου Θεόν. Διότι, όταν ενοχοποιήση δια της αμαρτωλής συγκαταθέσεως τον άνθρωπον, τότε η χάρις του αγίου Πνεύματος φεύγει, όπως ακριβώς φεύγει η μέλισσα από τον καπνόν και αφήνει την ψυχήν χωρίς χάριν, εκτός χαράς, μεστήν αθυμίας, πεπληρωμένην λύπης. Όταν όμως αντιδράσωμεν εις την πονηράν φαντασίαν, μόλις πρωτοφανή εις την διάνοιαν, καταστρέφοντες ή απωθούντες αυτήν και αμέσως με προθυμίαν και ζήλον αρπάξωμε την μάχαιραν του πνεύματος, την αγίαν ευχούλα του Ιησού μας, αμέσως θα ίδωμεν τον κλέπτην πονηρόν λογισμόν να εγκαταλείπη την θέσιν του, παρέχων την νίκην εις τον ηγεμόνα λογισμόν, τον οποίον εκραταίωσε η χάρις και το έλεος του Θεού.
Ουκ ανέχεται ο πολυμήχανος να βλέπη τον άγιον άγγελον, τον φύλακα της ψυχής μας να στέκη κοντά μας, προσπαθεί να τον απομακρύνη, ώστε να μας εύρη ερήμους σωματοφύλακος, ώστε να επιπέση, ως τρομερά καταιγίς, δια να μας καταπίη ο βύθιος δράκων, και γνωρίζει ότι μόνον οι αντίθετοι λογισμοί της σωφροσύνης απομακρύνουν τον τοιούτον άγγελον. Και βλέπεις να εξεγείρη πλήθος λογισμών αισχρών και φαντασίας ματαίων ειδώλων, ώστε να μολύνη και διάνοιαν και καρδίαν και σώμα. Αλλά όταν ο αγωνιστής γνωρίζει την κακίαν του, αμέσως αρπάζει το όπλον του Χριστού και του διαλύει τας μηχανορραφίας του.
5η. Παιδί μου, πρόσεχε την φαντασίαν, από την φαντασίαν ξεκινούν όλα τα αμαρτήματα, είναι η ρίζα της αμαρτίας, δια τούτο πρόσεχε. Μόλις έλθη η φαντασία προσώπου ή πράξεως, κάτι που είδες ή άκουσες, αμέσως δίωκε αυτήν από τον νουν σου με οργήν και με την ευχήν, σύντομα την ευχήν και έντονα, και αμέσως νοερώς με πόνον να παρακαλής την Παναγίαν μας να σε βοηθήση και ελπίζω εις τον Θεόν να τύχης της νίκης. Υπερηφανεύθης και δια τούτο σου εσήκωσε πόλεμον ο διάβολος. Τώρα ταπεινώσου, εξευτέλιζε τον εαυτόν σου, μέσα σου ύβριζέ τον και ο Θεός βλέποντας την ταπείνωσίν σου θα σε βοηθήση. Όπως φεύγης την φωτιά δια να μη καής και το φίδι δια να μη σε τσιμπήση, ούτω φεύγε και περισσότερον την φαντασίαν του διαβόλου!
Πρόσεχε, λέγω, τας αισχράς φαντασίας, από εδώ έπεσαν μεγάλοι πνευματικοί άνδρες και εχάθησαν.
6η. Δίωκε, παιδί μου, τον αισχρόν λογισμόν, μόλις έλθη, κτύπα αλύπητα την αισχράν φαντασίαν προσώπων και κακών πράξεων, διότι όλα τα κακά προέρχονται από την φαντασίαν, η οποία ηξεύρει να υπενθυμίζη εις τον καθένα τι είδε, τι ήκουσε κ.λ.π. με τας πέντε αισθήσεις, και ούτω πάλιν «νωπά και φρέσκα, μας τα σερβίρει» προς μολυσμόν της ψυχής. Λοιπόν δίωκε τους αισχρούς λογισμούς με οργήν και με όπλον την ευχήν και χάριτι Χριστού θα νικάς κάθε πόλεμον του διαβόλου.
7η. Πρόσεχε το μυαλό να μη σου φεύγη εδώ και εκεί, αλλά κόλλησέ το σφικτά εις το όνομα του Χριστού, και ωσάν να είναι έμπροσθέν σου, να Τον ικετεύης επικαλούμενος το όνομά Του με πόνον ψυχής και τότε θα ίδης πόσην ωφέλειαν θα βγάλης. Τους κακούς λογισμούς έξω γρήγορα με τις «κλωτσιές» να τους διώκης, «έξω, αλήτες», να φωνάζης, «από τον ναόν του Θεού, από την ψυχήν μου»! Δίωκε τους κακούς λογισμούς αμέσως, μόλις έλθουν, μη τους αφήνης μέσα σου, διότι κινδυνεύεις να υποστής πληγήν και ύστερα χρειάζονται δάκρυα και στεναγμοί. Κάμνε υπομονήν, παιδί μου, φεύγε ως από φωτιά τους λογισμούς, διότι αυτοί ερημώνουν την ψυχήν, την ψυχραίνουν, την νεκρώνουν! Εάν όμως τους διώκωμεν με την οργήν, με την προσοχήν και την ευχήν, γίνονται πρόξενοι μεγάλης ωφελείας. Δια τούτο αγωνίζου, μη φοβού, επικαλού τον έτοιμον ιατρόν μας, δεν χρειάζονται πολλαί παρακλήσεις, δεν ζητεί χρήματα δεν συχαίνεται πληγάς, δέχεται τα δάκρυα, ως καλός Σαμαρείτης, περιθάλπει και επιμελείται τον τραυματισμένον από τους νοητούς ληστας. Ας σπεύσωμεν λοιπόν εις Αυτόν.
8η. Όσον δια τους ανηθίκους λογισμούς, αυτοί πηγάζουν από το φανταστικόν μέρος της ψυχής, δηλαδή έρχονται εις το μυαλό πρόσωπα, πράγματα, πράξεις, που τα εσύναξαν αι πέντε αισθήσεις του σώματος και τα μετεβίβασαν δια των αγωγών εις το ταμείον της φαντασίας, και εν καιρώ ο διάβολος παρουσιάζει εις την φαντασίαν πρόσωπα ή πράγματα ή άσματα κ.λ.π. που απεταμίευσαν αι αισθήσεις και κινεί εις λογισμούς το πάθος, όπως πορθήση την πόλιν του Θεού, δηλαδή την καρδίαν, και την μολύνη. Δια τούτο το τέχνασμα είναι το να διώκωμεν φαντασίας, πρόσωπα κ.λ.π. μόλις εικονισθούν εις τον νουν μας, και εάν αυτό το κατορθώσωμεν, χάριτι Θεού, το κακόν πατάσσεται εν τη γενέσει του και νικώμεν με ολίγον κόπον. Εάν δε επιμένουν οι λογισμοί, τότε το όνομα του Χριστού επικαλούμενοι, με οργήν προς τους λογισμούς να παρατασσώμεθα. Να προσπαθώμεν δε, όταν βλέπωμεν πρόσωπα που μας σκανδαλίζουν, να μη τα τοποθετώμεν μέσα μας, αλλά αμέσως να τα διώκωμεν, ίνα μη οδηγώνται αι εικόνες αυταί εις το φανταστικόν της ψυχής μας και εν καιρώ, μας τα προβάλη ο διάβολος προς πόλεμον.
9η. Δια τους λογισμούς, παιδί μου, που σου βάζει ο διάβολος, τους βλασφήμους, λέγω, μη φοβού, είναι φθόνος του κακού σπορέως, πλην ζητούν να πνίξουν την ψυχήν του χριστιανού με την ιδέαν ότι βλασφημεί ο ίδιος και τοιουτοτρόπως να του φαρμακώσουν την καρδίαν! Από το ένα αυτί να μπαίνουν και από το άλλο να βγαίνουν, τόσην αδιαφορίαν δείξε, και τούτο διότι δεν είναι ιδικοί σου ούτοι οι λογισμοί. Σου λέγω, παιδί μου, μη φοβήσαι, εγώ παίρνω την ευθύνην αυτών, όταν έρχωνται οι λογισμοί αυτοί να λέγης εις τον σατανά: Ό,τι θέλεις φέρε, από του νυν «καρφί δεν θα μου καίγεται» δι’ ό,τι λέγεις, εφ’ όσον όλα ταύτα είναι της κακίας σου εφευρήματα!
Παρ’ όλον που οι βλάσφημοι λογισμοί είναι καθαρώς του διαβόλου, έχουν όμως και μίαν δόσιν από πλευράς ιδικής μας, και ποία; Είναι η κρυφή οίησις του νοός μας, ότι είμεθα κάτι, και αύτη αποκαλύπτεται εκ των βλασφήμων λογισμών. Επίσης ξεκινούν και από ημέτερον θυμόν, οργήν, μίσος κ.λ.π. Δια τούτο, συν τη καταφρονήσει τούτων, θα επιμεληθώμεν να αυτοκατηγορούμεθα έσωθεν και να καταπολεμώμεν κάθε υπερήφανον λογισμόν. Επίσης να ειρηνεύωμεν με κάθε άνθρωπον, έστω και αν ο τοιούτος μας κάνη κακόν.
10η. Μην ομιλήτε πολλά, φεύγετε την αντιλογίαν, την φιλονεικίαν, την περιττολογίαν και όλα όσα προέρχονται από την απρόσεκτον γλώσσαν. Διώκετε, τους κακούς λογισμούς από τον νουν σας, μόλις εμφανισθούν, καθώς και τας αισχράς φαντασίας. Διότι αύται πολυκαιρίζοντας έσωθεν εις τον νουν και την καρδίαν δημιουργούν κατάστασιν, ενώ, όταν προσέξωμεν από την αρχήν της εμφανίσεως της αισχράς φαντασίας και κατόπιν αυτής του αισχρού λογισμού, διάγομεν εν ειρήνη και απολαμβάνομεν την της καθαρότητος ηθικήν ικανοποίησιν. Δια τούτο, τέκνα μου, ας προσέξωμεν τους εαυτούς μας εις κάθε είσοδον ποικίλων κακών λογισμών, διότι ο ίδιος τρόπος ισχύει δια κάθε κακόν λογισμόν. Οιοσδήποτε τοιούτος, όταν εύρη απρόσεκτον τον νουν, εισέρχεται και δημιουργεί, αναλόγως με το πάθος, την ανωτέρω εκτεθείσαν νοσηράν ηθικώς κατάστασιν. Λοιπόν, επειδή ο μοναχός πολεμείται κυρίως από λογισμούς, εκείνο που τον σώζει είναι η νήψις!
Η νήψις παράγεται από το ρήμα νήφω, δηλαδή προσέχω, αγρυπνώ, γρηγορώ, επισκοπώ. Όταν και ημείς προσέχωμεν, αγρυπνώμεν, γρηγορώμεν, και επισκοπώμεν, τότε ο οίκος της ψυχής μας θα διατηρήται καλώς και θα σώσωμεν τας ψυχάς μας, δια τας οποίας αγωνιζόμεθα καθ’ όλην την ζωήν μας.
11η. Όταν ο άνθρωπος είναι νεώτερος, αδύνατον να μη πολεμήται από αισχρούς λογισμούς και φαντασίας, πρέπει να τους διώκη αμέσως και να λέγη την ευχήν του Ιησού και αυτοί φεύγουν, αλλά πάλιν θα έλθουν, πάλιν ο άνθρωπος τους διώκει με την ευχήν και με την νήψιν, δηλαδή με την προσοχήν και την επαγρύπνησιν του νοός. Πρέπει να προσέχη κανείς, να μην αφήνη τον πειρασμόν να σχηματίζη φαντασίαν, διότι πρώτον η φαντασία γίνεται και μετά ο λογισμός και μετά η αισχρά ηδονή. Όταν λοιπόν με την νήψιν δεν αφήσωμεν να σχηματίση κακήν φαντασίαν και λέγωμεν συγχρόνως και την ευχήν, τότε απαλλασσόμεθα από την ενόχλησιν και συνάμα στεφανούμεθα και από τον Θεόν δια την καλήν μας προαίρεσιν, που θέλομεν να ευαρεστήσωμεν εις Αυτόν.
12η. Όσα θα σου λέγη ο λογισμός, πάντοτε να ηξεύρης, παιδί μου, ότι είναι όλα του διαβόλου με τον σκοπόν να σε απελπίσουν και αυτός να κάθεται να γελά, δια τούτο και εσύ κορόϊδευέ τον και μη δίδης καμμίαν σημασίαν εις τα σαχλά του λόγια, δεν θα πάθης ποτέ κακόν, όταν τον καταφρονής, πρόσεχε να μη του δίδης σημασίαν εις ό,τι σου λέγει και σώζεσαι. Δεν θα πάθης τίποτε απολύτως, εάν τηρήσης τα ανωτέρω, όποιος επίστεψε εις τους λογισμούς του έπαθε κακόν, δια τούτο η καταφρόνησις με την ευχήν κάνουν θαύματα. Μη λυπήσαι, παιδί μου, μην απελπίζεσαι, μη χάνης το θάρρος σου. Ο,τιδήποτε και αν σου σφυρίζη εις το μυαλό σου ο διάβολος είναι ψέμμα, απάτη. Μη τον πιστεύης καθόλου! Χαίρεται να βλέπη τους ανθρώπους να πικραίνωνται και να τον πιστεύουν, φοβερά λυπείται, όταν δεν τον πιστεύουν και διατελούν ειρηνικοί! Εγώ όταν ο Γέροντάς μου, μου είπε, ότι χρήζουν οι λογισμοί αυτοί καταφρονήσεως, αμέσως επίστευσα απόλυτα και το έκανα έργον, εξ ου και η θεραπεία έγινε. Το καλύτερον φάρμακον είναι η καταφρόνησις η τελεία των λογισμών αυτών και η θεραπεία γίνεται εις την εντέλειαν. Μια για πάντα γνώριζε ότι τούτο είναι το φάρμακον! Πρόσεχε μη το αμελήσης, κτύπα χωρίς σταματημόν το κακόν, δηλαδή όλη προσπάθειά σου να είναι το πώς να μη σκέπτεσαι αυτούς τους λογισμούς που σου βάζει ο διάβολος, να μη τους δίδης καμμίαν σημασίαν και να μη λυπήσαι καθόλου.
Περί Λογισμών, Φαντασίας και Μετεωρισμού.
Νηστεία ουχί μόνον φαγητών, αλλά κυρίως αυστηρά νηστεία εις τας αισθήσεις. Αι αισθήσεις, τρεφόμεναι από τα έξωθεν πράγματα, διοχετεύουν ανάλογον δηλητήριον εις τον νουν και την καρδίαν, δια του οποίου αποθνήσκει από Θεού η ταλαίπωρος ψυχή. Οι νηπτικοί πατέρες μας πόσα δεν έχουν να μας είπουν δια την αγίαν νηστείαν των αισθήσεων. Όλη η διδασκαλία στρέφεται κυρίως εις την κάθαρσιν του νοός από φαντασίας αμαρτωλάς και σκέψεις τοιαύτας και της καρδίας από αισθήματα μολυσματικά. Επίσης διδάσκουν ότι πρέπει να πατάσσωμεν το κάθε ηθικόν κακόν εν τη γενέσει του, ώστε να διατηρηθή η ψυχή καθαρά. Απόλυτος ανάγκη είναι, μόλις ακροθιγώς προσεγγίση ο οιοσδήποτε κακός λογισμός, να τον διώκωμεν λέγοντας πάραυτα την ευχήν του Κυρίου. Και όταν τοιουτοτρόπως αντιμετωπίζωμεν τους λογισμούς, τους προερχομένους εκ των αισθήσεων και του διαβόλου, πολύ σύντομα θα αισθανθώμεν την χαράν και την ωφέλειαν εκ της νηστείας των αισθήσεων. Η Εύα, εάν ενήστευε την αίσθησιν των οφθαλμών, δεν θα εδηλητηρίαζε τα έκγονα της κοιλίας αυτής, δηλαδή όλους τους ανθρώπους, που εγεννήθηκαν εξ αυτής. Με ένα λόγον, η εγκράτεια των αισθήσεων σώζει τον άνθρωπον εκ της κολάσεως.
2α. Εύχομαι, παιδί μου, να αντιδέρης τους εγωϊστικούς και υπερηφάνους λογισμούς, διότι από αυτά και τα παρεμφερή πάθη ξεκινούν όλα τα άλλα της κακίας πάθη και σπρώχνουν τον ταλαίπωρον άνθρωπον εις τον κρημνόν της απωλείας. Τους λογισμούς των παθών μη τους δίδης σημασίαν, καταφρόνησις τελεία, άπαξ και έχουν εις το πρόσωπόν των την ασχημίαν του κακού. Η καταφρόνησις εις τους υποβαλλομένους εκ του διαβόλου λογισμούς είναι σωτήριος, αρίστη τέχνη η ταπείνωσις, διότι η αποφυγή της συναντήσεώς των με τον αντιρρητικόν πόλεμον και η προσφυγή δια της προσευχής εις τον Χριστόν, είναι ταπείνωσις. Γίνεται αποβολή αυτών και δια του αντιρρητικού λόγου, αλλά δύσκολος αγών και πρέπει να είναι πολύ έμπειρος ο αγωνιστής του Χριστού, δια να τα βγάλη πέρα άνευ απολειών, διότι και ο σατανάς είναι έμπειρος της Γραφής και παραθέτει ντοκουμέντα προς υποσκελισμόν του μαχομένου. Δια τούτο ό,τι σου λέγει δια των λογισμών, είτε υπερηφάνεια είτε κενοδοξία είτε κατάκρισις είναι κ.λ.π., εσύ «μπαινάκιας-βγαινάκιας», από το ένα αυτί να μπαίνουν και από το άλλο να βγαίνουν. Άπαξ και είναι λογισμοί παθών, δεν χρειάζονται συζητήσεις μετ’ αυτών, έξω κλείσιμο, δεν δέχομαι, να λέγης, συναναστροφήν και ομιλίαν μεθ’ αιρετικών λογισμών και μένε εις την προσευχήν σταθερά.
3η. Μη δίδης σημασίαν εις ό,τι σου λέγει ο εχθρός, μόλις κάτι πρόκειται να σου σφυρίξη εις το αυτί, εσύ αμέσως: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, ή σώσόν με», γρήγορα και συνέχεια και εις ολίγον θα ίδης ότι αδυνάτισεν ο λογισμός ή μάλλον η πίεσις και δεν θα θυμάσαι τι ακριβώς πήγαινε να σου είπη. Αυτός ο τρόπος είναι απλούστερος από τον αντιρρητικόν, δηλαδή το να αντιλέγης εις τα υποβαλλόμενα, και πιο αποτελεσματικός, διότι μετά που φεύγει ο δαίμων, με όσα είχε να είπη, δεν μένει τίποτε ωσάν λείψανον ή σκια, ενώ με τον αντιρρητικόν, όταν νικάται και φεύγη, αφήνει λείψανα και σκιάς, από ό,τι υπέβαλε εις την ψυχήν, δηλαδή ενθυμήσεις αδυνάτους εις ό,τι επολεμήθη κανείς. Ο πρώτος τρόπος είναι ξεκούραστος, δηλαδή το καταφεύγειν εις την ευχήν αμέσως και γρήγορα γαληνεύει η ψυχή, ενώ ο δεύτερος, ο αντιρρητικός, είναι κοπιαστικός, και εάν η ψυχή δεν τα βγάλη πέρα με την αντίρρησιν, ενδέχεται να πληγωθή ανάλογα, από την εμπειρίαν του δαίμονος εις το πείθειν τον άνθρωπον.
4η. Φεύγε τας αμαρτωλάς σκέψεις, κόπτε την φαντασίαν, το είδωλον της προκλητικότητος, διότι ζητεί ο «πολύξερος» σατανάς να σε χωρίση από τον πλάστην σου Θεόν. Διότι, όταν ενοχοποιήση δια της αμαρτωλής συγκαταθέσεως τον άνθρωπον, τότε η χάρις του αγίου Πνεύματος φεύγει, όπως ακριβώς φεύγει η μέλισσα από τον καπνόν και αφήνει την ψυχήν χωρίς χάριν, εκτός χαράς, μεστήν αθυμίας, πεπληρωμένην λύπης. Όταν όμως αντιδράσωμεν εις την πονηράν φαντασίαν, μόλις πρωτοφανή εις την διάνοιαν, καταστρέφοντες ή απωθούντες αυτήν και αμέσως με προθυμίαν και ζήλον αρπάξωμε την μάχαιραν του πνεύματος, την αγίαν ευχούλα του Ιησού μας, αμέσως θα ίδωμεν τον κλέπτην πονηρόν λογισμόν να εγκαταλείπη την θέσιν του, παρέχων την νίκην εις τον ηγεμόνα λογισμόν, τον οποίον εκραταίωσε η χάρις και το έλεος του Θεού.
Ουκ ανέχεται ο πολυμήχανος να βλέπη τον άγιον άγγελον, τον φύλακα της ψυχής μας να στέκη κοντά μας, προσπαθεί να τον απομακρύνη, ώστε να μας εύρη ερήμους σωματοφύλακος, ώστε να επιπέση, ως τρομερά καταιγίς, δια να μας καταπίη ο βύθιος δράκων, και γνωρίζει ότι μόνον οι αντίθετοι λογισμοί της σωφροσύνης απομακρύνουν τον τοιούτον άγγελον. Και βλέπεις να εξεγείρη πλήθος λογισμών αισχρών και φαντασίας ματαίων ειδώλων, ώστε να μολύνη και διάνοιαν και καρδίαν και σώμα. Αλλά όταν ο αγωνιστής γνωρίζει την κακίαν του, αμέσως αρπάζει το όπλον του Χριστού και του διαλύει τας μηχανορραφίας του.
5η. Παιδί μου, πρόσεχε την φαντασίαν, από την φαντασίαν ξεκινούν όλα τα αμαρτήματα, είναι η ρίζα της αμαρτίας, δια τούτο πρόσεχε. Μόλις έλθη η φαντασία προσώπου ή πράξεως, κάτι που είδες ή άκουσες, αμέσως δίωκε αυτήν από τον νουν σου με οργήν και με την ευχήν, σύντομα την ευχήν και έντονα, και αμέσως νοερώς με πόνον να παρακαλής την Παναγίαν μας να σε βοηθήση και ελπίζω εις τον Θεόν να τύχης της νίκης. Υπερηφανεύθης και δια τούτο σου εσήκωσε πόλεμον ο διάβολος. Τώρα ταπεινώσου, εξευτέλιζε τον εαυτόν σου, μέσα σου ύβριζέ τον και ο Θεός βλέποντας την ταπείνωσίν σου θα σε βοηθήση. Όπως φεύγης την φωτιά δια να μη καής και το φίδι δια να μη σε τσιμπήση, ούτω φεύγε και περισσότερον την φαντασίαν του διαβόλου!
Πρόσεχε, λέγω, τας αισχράς φαντασίας, από εδώ έπεσαν μεγάλοι πνευματικοί άνδρες και εχάθησαν.
6η. Δίωκε, παιδί μου, τον αισχρόν λογισμόν, μόλις έλθη, κτύπα αλύπητα την αισχράν φαντασίαν προσώπων και κακών πράξεων, διότι όλα τα κακά προέρχονται από την φαντασίαν, η οποία ηξεύρει να υπενθυμίζη εις τον καθένα τι είδε, τι ήκουσε κ.λ.π. με τας πέντε αισθήσεις, και ούτω πάλιν «νωπά και φρέσκα, μας τα σερβίρει» προς μολυσμόν της ψυχής. Λοιπόν δίωκε τους αισχρούς λογισμούς με οργήν και με όπλον την ευχήν και χάριτι Χριστού θα νικάς κάθε πόλεμον του διαβόλου.
7η. Πρόσεχε το μυαλό να μη σου φεύγη εδώ και εκεί, αλλά κόλλησέ το σφικτά εις το όνομα του Χριστού, και ωσάν να είναι έμπροσθέν σου, να Τον ικετεύης επικαλούμενος το όνομά Του με πόνον ψυχής και τότε θα ίδης πόσην ωφέλειαν θα βγάλης. Τους κακούς λογισμούς έξω γρήγορα με τις «κλωτσιές» να τους διώκης, «έξω, αλήτες», να φωνάζης, «από τον ναόν του Θεού, από την ψυχήν μου»! Δίωκε τους κακούς λογισμούς αμέσως, μόλις έλθουν, μη τους αφήνης μέσα σου, διότι κινδυνεύεις να υποστής πληγήν και ύστερα χρειάζονται δάκρυα και στεναγμοί. Κάμνε υπομονήν, παιδί μου, φεύγε ως από φωτιά τους λογισμούς, διότι αυτοί ερημώνουν την ψυχήν, την ψυχραίνουν, την νεκρώνουν! Εάν όμως τους διώκωμεν με την οργήν, με την προσοχήν και την ευχήν, γίνονται πρόξενοι μεγάλης ωφελείας. Δια τούτο αγωνίζου, μη φοβού, επικαλού τον έτοιμον ιατρόν μας, δεν χρειάζονται πολλαί παρακλήσεις, δεν ζητεί χρήματα δεν συχαίνεται πληγάς, δέχεται τα δάκρυα, ως καλός Σαμαρείτης, περιθάλπει και επιμελείται τον τραυματισμένον από τους νοητούς ληστας. Ας σπεύσωμεν λοιπόν εις Αυτόν.
8η. Όσον δια τους ανηθίκους λογισμούς, αυτοί πηγάζουν από το φανταστικόν μέρος της ψυχής, δηλαδή έρχονται εις το μυαλό πρόσωπα, πράγματα, πράξεις, που τα εσύναξαν αι πέντε αισθήσεις του σώματος και τα μετεβίβασαν δια των αγωγών εις το ταμείον της φαντασίας, και εν καιρώ ο διάβολος παρουσιάζει εις την φαντασίαν πρόσωπα ή πράγματα ή άσματα κ.λ.π. που απεταμίευσαν αι αισθήσεις και κινεί εις λογισμούς το πάθος, όπως πορθήση την πόλιν του Θεού, δηλαδή την καρδίαν, και την μολύνη. Δια τούτο το τέχνασμα είναι το να διώκωμεν φαντασίας, πρόσωπα κ.λ.π. μόλις εικονισθούν εις τον νουν μας, και εάν αυτό το κατορθώσωμεν, χάριτι Θεού, το κακόν πατάσσεται εν τη γενέσει του και νικώμεν με ολίγον κόπον. Εάν δε επιμένουν οι λογισμοί, τότε το όνομα του Χριστού επικαλούμενοι, με οργήν προς τους λογισμούς να παρατασσώμεθα. Να προσπαθώμεν δε, όταν βλέπωμεν πρόσωπα που μας σκανδαλίζουν, να μη τα τοποθετώμεν μέσα μας, αλλά αμέσως να τα διώκωμεν, ίνα μη οδηγώνται αι εικόνες αυταί εις το φανταστικόν της ψυχής μας και εν καιρώ, μας τα προβάλη ο διάβολος προς πόλεμον.
9η. Δια τους λογισμούς, παιδί μου, που σου βάζει ο διάβολος, τους βλασφήμους, λέγω, μη φοβού, είναι φθόνος του κακού σπορέως, πλην ζητούν να πνίξουν την ψυχήν του χριστιανού με την ιδέαν ότι βλασφημεί ο ίδιος και τοιουτοτρόπως να του φαρμακώσουν την καρδίαν! Από το ένα αυτί να μπαίνουν και από το άλλο να βγαίνουν, τόσην αδιαφορίαν δείξε, και τούτο διότι δεν είναι ιδικοί σου ούτοι οι λογισμοί. Σου λέγω, παιδί μου, μη φοβήσαι, εγώ παίρνω την ευθύνην αυτών, όταν έρχωνται οι λογισμοί αυτοί να λέγης εις τον σατανά: Ό,τι θέλεις φέρε, από του νυν «καρφί δεν θα μου καίγεται» δι’ ό,τι λέγεις, εφ’ όσον όλα ταύτα είναι της κακίας σου εφευρήματα!
Παρ’ όλον που οι βλάσφημοι λογισμοί είναι καθαρώς του διαβόλου, έχουν όμως και μίαν δόσιν από πλευράς ιδικής μας, και ποία; Είναι η κρυφή οίησις του νοός μας, ότι είμεθα κάτι, και αύτη αποκαλύπτεται εκ των βλασφήμων λογισμών. Επίσης ξεκινούν και από ημέτερον θυμόν, οργήν, μίσος κ.λ.π. Δια τούτο, συν τη καταφρονήσει τούτων, θα επιμεληθώμεν να αυτοκατηγορούμεθα έσωθεν και να καταπολεμώμεν κάθε υπερήφανον λογισμόν. Επίσης να ειρηνεύωμεν με κάθε άνθρωπον, έστω και αν ο τοιούτος μας κάνη κακόν.
10η. Μην ομιλήτε πολλά, φεύγετε την αντιλογίαν, την φιλονεικίαν, την περιττολογίαν και όλα όσα προέρχονται από την απρόσεκτον γλώσσαν. Διώκετε, τους κακούς λογισμούς από τον νουν σας, μόλις εμφανισθούν, καθώς και τας αισχράς φαντασίας. Διότι αύται πολυκαιρίζοντας έσωθεν εις τον νουν και την καρδίαν δημιουργούν κατάστασιν, ενώ, όταν προσέξωμεν από την αρχήν της εμφανίσεως της αισχράς φαντασίας και κατόπιν αυτής του αισχρού λογισμού, διάγομεν εν ειρήνη και απολαμβάνομεν την της καθαρότητος ηθικήν ικανοποίησιν. Δια τούτο, τέκνα μου, ας προσέξωμεν τους εαυτούς μας εις κάθε είσοδον ποικίλων κακών λογισμών, διότι ο ίδιος τρόπος ισχύει δια κάθε κακόν λογισμόν. Οιοσδήποτε τοιούτος, όταν εύρη απρόσεκτον τον νουν, εισέρχεται και δημιουργεί, αναλόγως με το πάθος, την ανωτέρω εκτεθείσαν νοσηράν ηθικώς κατάστασιν. Λοιπόν, επειδή ο μοναχός πολεμείται κυρίως από λογισμούς, εκείνο που τον σώζει είναι η νήψις!
Η νήψις παράγεται από το ρήμα νήφω, δηλαδή προσέχω, αγρυπνώ, γρηγορώ, επισκοπώ. Όταν και ημείς προσέχωμεν, αγρυπνώμεν, γρηγορώμεν, και επισκοπώμεν, τότε ο οίκος της ψυχής μας θα διατηρήται καλώς και θα σώσωμεν τας ψυχάς μας, δια τας οποίας αγωνιζόμεθα καθ’ όλην την ζωήν μας.
11η. Όταν ο άνθρωπος είναι νεώτερος, αδύνατον να μη πολεμήται από αισχρούς λογισμούς και φαντασίας, πρέπει να τους διώκη αμέσως και να λέγη την ευχήν του Ιησού και αυτοί φεύγουν, αλλά πάλιν θα έλθουν, πάλιν ο άνθρωπος τους διώκει με την ευχήν και με την νήψιν, δηλαδή με την προσοχήν και την επαγρύπνησιν του νοός. Πρέπει να προσέχη κανείς, να μην αφήνη τον πειρασμόν να σχηματίζη φαντασίαν, διότι πρώτον η φαντασία γίνεται και μετά ο λογισμός και μετά η αισχρά ηδονή. Όταν λοιπόν με την νήψιν δεν αφήσωμεν να σχηματίση κακήν φαντασίαν και λέγωμεν συγχρόνως και την ευχήν, τότε απαλλασσόμεθα από την ενόχλησιν και συνάμα στεφανούμεθα και από τον Θεόν δια την καλήν μας προαίρεσιν, που θέλομεν να ευαρεστήσωμεν εις Αυτόν.
12η. Όσα θα σου λέγη ο λογισμός, πάντοτε να ηξεύρης, παιδί μου, ότι είναι όλα του διαβόλου με τον σκοπόν να σε απελπίσουν και αυτός να κάθεται να γελά, δια τούτο και εσύ κορόϊδευέ τον και μη δίδης καμμίαν σημασίαν εις τα σαχλά του λόγια, δεν θα πάθης ποτέ κακόν, όταν τον καταφρονής, πρόσεχε να μη του δίδης σημασίαν εις ό,τι σου λέγει και σώζεσαι. Δεν θα πάθης τίποτε απολύτως, εάν τηρήσης τα ανωτέρω, όποιος επίστεψε εις τους λογισμούς του έπαθε κακόν, δια τούτο η καταφρόνησις με την ευχήν κάνουν θαύματα. Μη λυπήσαι, παιδί μου, μην απελπίζεσαι, μη χάνης το θάρρος σου. Ο,τιδήποτε και αν σου σφυρίζη εις το μυαλό σου ο διάβολος είναι ψέμμα, απάτη. Μη τον πιστεύης καθόλου! Χαίρεται να βλέπη τους ανθρώπους να πικραίνωνται και να τον πιστεύουν, φοβερά λυπείται, όταν δεν τον πιστεύουν και διατελούν ειρηνικοί! Εγώ όταν ο Γέροντάς μου, μου είπε, ότι χρήζουν οι λογισμοί αυτοί καταφρονήσεως, αμέσως επίστευσα απόλυτα και το έκανα έργον, εξ ου και η θεραπεία έγινε. Το καλύτερον φάρμακον είναι η καταφρόνησις η τελεία των λογισμών αυτών και η θεραπεία γίνεται εις την εντέλειαν. Μια για πάντα γνώριζε ότι τούτο είναι το φάρμακον! Πρόσεχε μη το αμελήσης, κτύπα χωρίς σταματημόν το κακόν, δηλαδή όλη προσπάθειά σου να είναι το πώς να μη σκέπτεσαι αυτούς τους λογισμούς που σου βάζει ο διάβολος, να μη τους δίδης καμμίαν σημασίαν και να μη λυπήσαι καθόλου.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄
13η. Η νεότης ουκ επιλανθάνεται τους φυσικούς όρους της, δια τούτο άγρια κύματα αισχρών λογισμών εκτοξεύει κατά των ακροπόλεων του ναού του Θεού, όπως τας καταστήση καταγώγια αλόγων λογισμών και ακαθαρσιών. Φεύγετε την αισχράν φαντασίαν. Με την καταστροφήν αυτής και με την μάχαιραν του πνεύματος, την ευχήν, θανατώσατε τους βαβυλωνίους λογισμούς, όπως μακαρισθήτε εν ημέρα, καθ’ ην τα κρυπτά των ανθρώπων θα φανερωθούν.
14. Μη ξενίζεσαι, παιδί μου, δια τους λογισμούς της πορνείας, μόνον μάθε τον τρόπον του διώκειν αυτούς και αυτή η μάθησις κατά το ήμισυ θα τους ελαττώση και με νίκας θα στεφθή η κεφαλή σου.
Μόλις φανή εις την φαντασίαν το πρόσωπον, που δημιουργεί τους αισχρούς λογισμούς, αμέσως, χωρίς την ελαχίστιν αναβολήν, να το διώξης, όπως κλείνεις τα μάτια σου, όταν δεν θέλης κάτι να ίδης και οργιζόμενος εναντίον του διαβόλου λέγε την ευχήν γρήγορα, με πόνον και με δάκρυα και αμέσως θα ίδης να υποχωρή ο κακός λογισμός. Εάν δε επιτείνεται η φαντασία, τότε το εικονιζόμενο πρόσωπον κάνε το κομμάτια και ασχήμισέ το και η «σιχαμάρα» θα διώξη την ηδονήν, που εδημιούργησε το φαινόμενον πρόσωπον. Πρόσεξε πάρα πολύ μη ξεθαρρέψης και προσέξης κανένα κακό λογισμόν, διότι τότε αυτή η μικρά απροσεξία, θα σου δημιουργήση μέγιστον πόλεμον. Πρόσεχε μη σε ελκύση η γλυκύτης της αισχράς φαντασίας και συνομιλήση η ψυχή σου με το νομιζόμενον πρόσωπον, διότι δύσκολα κατόπιν θα ξεμπερδέψης και μετά την πείραν θα ίδης πόσον χρειάζεται η φυλακή εις τους λογισμούς.
15η. Αφού υπάρχει πόλεμος, παιδί μου, με τον διάβολον, ασφαλώς θα έχωμεν λογισμούς, εφ’ όσον ζη μέσα μας ο παλαιός άνθρωπος, θα έχωμεν αρρωστημένας εκδηλώσεις! Όταν όμως είναι άρρωστος κανείς, του χρειάζεται υπομονή και όχι απελπισία, εσύ διατί απελπίζεσαι, παιδί μου; Βίαζε τον εαυτόν σου, ενθυμού τον θάνατον και το φοβερόν κριτήριον και την κόλασιν, ταπεινώσου, διότι από την υπερηφάνειαν σου συμβαίνουν τα κακά, μη φοβήσαι καθόλου, θάρρος, η χάρις του Θεού θα σε βοηθήση, αν ταπεινωθής.
16η. Όταν κάμνωμεν αγώνα προς τους δαιμονιώδεις λογισμούς, θα μας λογισθή ο αγώνας ως μαρτύριον, και τούτο διότι κανείς υποφέρει πολύ εν καιρώ κακών λογισμών και ο Θεός βλέπει τον κόπον και τον πόνον της ψυχής και το λογίζεται εις μαρτύριον. Οι λογισμοί της απιστίας έχουν ως αιτίαν την οίησιν και τον εγωϊσμόν. Λοιπόν δίωκε, παιδί μου, τους εγωϊστικούς λογισμούς και να φρονής πολύ ταπεινά δια τον εαυτόν σου, μη κατακρίνης, βλέπε μόνον τα ιδικά σου σφάλματα, πρόσεχε τα λόγια σου και να μη πικραίνης άνθρωπον. Της απιστίας τους λογισμούς να τους καταφρονής τελείως ως διαβολικούς, που έχουν ως σκοπόν να σου κλέψουν το αγωνιστικόν και κατόπιν να σε παραδώσουν εις τον σαρκικόν δαίμονα και μετά εις τον ψυχικόν θάνατον. Μόλις θα αρχίσης τον αγώνα, θα σου έρθουν λογισμοί υπερηφανείας, ότι αγωνίζεσαι κ.λ.π. και της απιστίας οι λογισμοί θα πάνε εις την πάντα, δια να ίδης το πώς μας κοροϊδεύουν οι δαίμονες. Μη δίδης καμμίαν σημασίαν εις τους λογισμούς, τελεία καταφρόνησις χρειάζεται, πιάσε την ευχήν και την μνήμην του θανάτου και θα ίδης πως θα αλλάξη «φιγουρίνι» ο διάβολος.
17η. Συνεχώς εις τον νουν μας να έχωμεν πνευματικάς σκέψεις ωφελίμους, ούτως ώστε ο πονηρός διάβολος να μην ευρίσκη ελευθερίαν να μας φέρη χίλιες- δύο άσχημες αμαρτωλές σκέψεις, που μολύνουν την ψυχήν μας και μας καθιστά δι αυτών ενόχους και ακαθάρτους ενώπιον του Θεού.
Ας προσέχωμεν λοιπόν, παιδί μου, κάθε σκέψιν μας, αλλά και κάθε λόγον και έργον μας, ώστε να μη λυπώμεν τον γλυκύτατον Ιησούν μας, Όστις δι’ ημάς τους υπευθύνους υπέμεινε σκληρόν και επώδυνον θάνατον. Παιδί μου, πρόσεχε τους λογισμούς σου, να είσαι αγωνιστικός, πάντα έτοιμος εις την αντιμετώπισιν των λογισμών. Μην υποχωρής, διότι την κάθε υποχώρησιν την πληρώνομεν πολύ ακριβά και άσχημα.
18η. Μάχου, παιδί μου, κραταιώς με τους ποικίλους πονηρούς λογισμούς, μη τους δίδης τόπον εις την καρδίαν σου, διότι ακάθαρτοι όντες, τι άλλο θα αφήσουν εις την καρδίαν μας; Οργίζου εναντίον τούτων και ευχόμενος θα τύχης αναπαύσεως. Δίωκε, καλό μου παιδί, τας αισχράς φαντασίας, μην αφήνης να εικονίζωνται ζωηρώς, διότι από εδώ άρχεται η πτώσις της ηθικής εν τη ψυχή. Αύτη είναι η ρίζα όλων των κακών. Κτύπα αλύπητα την αισχράν φαντασίαν με την οργήν, με τον θείον φόβον, με την δίστομον μάχαιραν της ευχής : «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έντονα φώναζε, κράζε και ο Ιησούς αοράτως πάρεστι να σε βοηθήση, «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις Αυτόν»
(Ψαλμ. 144,18 ).
19η. Έλαβα το γράμμα σου, όπου μου γράφεις δια λογισμούς βλασφημίας εν γένει. Οι τοιούτοι λογισμοί γεννώνται από την υπερηφάνειαν. Το ότι λέγεις ότι οι πειρασμοί έχουν εξοστρακίσει την υπερηφάνειαν από την ψυχήν σου, εις τούτο πλανάσαι. Ο καρπός εμφαίνει το ποιόν του δένδρου και το αποτέλεσμα την αρχήν. Γράφει Γέρων ότι κατά το μέτρον των πειρασμών και η υπερηφάνεια οικεί εν ημίν. Εάν είχομεν γνησίαν ταπεινοφροσύνην, η ειρήνη του Θεού θα εκυμάτιζεν ενδόξως εις την έδραν της καρδίας μας και τα πάντα θα είχον ησυχίαν και ειρήνην. Αλλά δια να ταράττεται η ειρήνη της πόλεως, φαίνεται ότι ανταρσίαι, κατασκοπίαι, έχουν εμφανισθή, δια τούτο και ανωμαλίαι πολιτών, λογισμών.
Η θεραπεία τούτων είναι: η μη ανάγνωσις βιβλίων αιρετικών. Καταφρόνησις τελεία εις τους βλασφήμους λογισμούς, ωσάν ξένους και αλλοτρίους, ωσάν κύνας υλακτούντας, ως του διαβόλου γεννήματα. Προσευχή ταπεινωμένη. Συνδιαλλαγή, αν τυχόν ως άνθρωπος εσκανδαλίσθης με κανένα. Εγρήγορσις, αν ενέσκηψεν αμέλεια. Ταύτα θεραπεύουν την νόσον ταύτην, ιδίως η τελεία καταφρόνησις, ως του διαβόλου «ξεράσματα». Όταν είχεν ο αββάς Παμβώ πνεύμα βλασφημίας, ηύχετο λέγοντας: «Κύριε, πως θα σωθώ από τους λογισμούς τούτους;» Ο δε άγγελος απεκρίθη: «Παμβώ, Παμβώ, άφες μεριμνών των αλλοτρίων, δηλαδή των λογισμών βλασφημίας και φρόντιζε περί των αμαρτιών σου». Όσον δια την ορθόδοξον αλήθειαν ουδεμία αμφισβήτησις χωρεί. Το Πνεύμα το Άγιον προήδρευε των Συνόδων. Ό,τι ελάλησαν οι άγιοι του Θεού, δια Πνεύματος Θεού ελάλησαν και ως έκβασις ο καθαγιασμός των αγίων λειψάνων των.
20η. Μην απογοητεύεσαι, παιδί μου, καθόλου. Είναι φάρμακον ευεργετικόν κάθε πειρασμός, που ξεπηδά και μας αναστατώνει. Δίωκε κάθε πρόσωπον ή υπόθεσιν που σε ενοχλεί και σε φέρει εις πειρασμόν. Από το φανταστικόν του νοός απάλλαξε κάθε εικόνα προσώπου και λέγε την ευχήν ως μηχανή με το στόμα και θα ίδης αμέσως την ωφέλειαν αυτού του τρόπου. Προσπάθησε να μη σου κερδίση η επιθυμία και η εικόνα του προσώπου την καρδίαν και τον νουν. Μας φέρει συνήθως εις την αρχήν τα προσφιλή πρόσωπα, δια να σπάση τον τόνον της ψυχής και τον αγώνα της και έτσι να δημιουργήση μίαν ήτταν με άδηλα αποτελέσματα. Δια τούτο χρειάζεται να μη το πάρωμεν αψήφιστα το πράγμα, αλλά να αντισταθώμεν γενναίως από την αρχήν, διώκοντας τας εικόνας των προσώπων από την φαντασίαν, λέγοντας την ευχήν και εγκρατευόμενοι ολίγον εις το φαγητόν, και με εξομολόγησιν καθαράν και συνεχή και με σύμμαχον την χάριν του Θεού πιστεύομεν ότι ο εχθρός θα υποχωρήση.
21η. Επήρα, παιδί μου, το γράμμα σου. Είδα το παιχνίδι που έκανε ο διάβολος μαζί σου. Εις αυτάς τας περιπτώσεις να μη στενοχωρήσαι, αλλά πολύ απλά να του φερθής του δεξιοτεχνίτη, δηλαδή, όταν σου φέρη λογισμούς απιστίας, βλασφημίας κ.λ.π., τίποτε άλλο μη κάνης μαζί του, αλλά πιάσε το κομποσχοίνι και άρχισε έντονα την ευχήν, ως μηχανή και θα ίδης μετά από ολίγην ώραν να σου έχη φύγει η στενοχωρία και οι λογισμοί. Εις αυτάς τας περιπτώσεις μην αντιλέγης μαζί του! Μόνον την ευχήν, χωρίς κανένα άλλον λογισμόν και φαντασίαν, και όλα θα ίδης να διαλύωνται ως αράχνη. Καμμία ανησυχία να μη σου χαλά την ηρεμίαν.
22α . Επίσης αναγκαίον δια την πρόοδον της πνευματικής μας ζωής είναι το να διώκωμεν τους ποικίλους κακούς λογισμούς και τας ομοίας κακάς φαντασίας, που μας ερεθίζουν εις το να μολύνουν την ψυχήν μας. Δεν πρέπει να μένωμεν χλιαροί εις την δίωξιν των κακών σκέψεων και φαντασιών, διότι κάθε αμαρτία ξεκινά από την φαντασίαν και την σκέψιν, οπότε, εάν εκριζώσωμεν με την επιμελημένην δίωξιν τας κακάς σκέψεις και φαντασίας, πρέπει να γνωρίζωμεν ότι κάνομεν έναν συστηματικόν αγώνα καθάρσεως εκ των παθών και κατόπιν γίνεται ο άνθρωπος ελεύθερος από ψυχικάς και διανοητικάς ενοχλήσεις. Αντιθέτως δε, όταν αμελήσωμεν να κάνωμεν αυτόν τον αγώνα της καθάρσεως του νοός εκ των κακών λογισμών και φαντασιών, επόμενον είναι να μας κυριεύσουν τα άτιμα πάθη και να μας εξουσιάζουν πλέον οι δαίμονες και αι αμαρτίαι.
23η. Πρόσεχε σφόδρα την φαντασίαν. Μη παραδέχεσαι καμμίαν εικόνα. Θα σου γίνη είδωλον να το λατρεύσης. Αναιδές όρνεον ο περιπλανώμενος νους κάμνει τις πλέον αλλόκοτες ζωγραφιές, εισερχόμενος εις τα απόρρητα των συνειδήσεων, εικονίζει τα άδηλα και τα κρύφια του πλησίον. Με την ευχήν χάλασε την εικόνα, ευθύς μόλις αρχίζει να σχηματίζεται. Όσον βραδύνεις, τόσον αργότερα θα κοπιάσης και θα πονέσης.
24η. Ο κάθε ένας να προσέχη τον εαυτόν του, το διακόνημά του, κυρίως την καρδίαν του, εάν έχη μνήμην Θεού, μνήμην θανάτου, κολάσεως, παραδείσου και κάθε άλλην ωφέλιμον θεϊκήν μνήμην. Το ότι δεν έχομεν παρηγορίαν ψυχικήν, αυτό οφείλεται εις το ότι έχομεν μετεωρισμόν και όχι ενδοστρέφειαν με μνήμην Θεού. Μέσα εις τον εαυτόν σας γυρίσατε, δώσατε εργασίαν πνευματικήν εις τον νουν σας και μη τον αφήνετε να γυρίζη εδώ και εκεί. Πιέσατε ολίγον τον εαυτόν σας, σιωπάτε, μη λέγετε περιττά λόγια. Προσεύχεσθε συνέχεια, να κατηγορήτε τον εαυτόν σας μέσα σας, μη τον δικαιώνετε. Τέλος χωρίς βίαν και πίεσιν του εαυτού μας δεν γίνεται τίποτε το πνευματικόν.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Α΄ Περί Νήψεως.
Ο καιρός ολίγος και αυτός άδηλόν εστι πότε θα λήξη, δια τούτο αγωνισθώμεν και προσέξωμεν τον εαυτόν μας και τον κάθε κακόν λογισμόν εκδιώξωμεν μετ’ οργής και ισχυράς ευχής, ει δε και δάκρυα χύσωμεν, μεγάλως ωφεληθώμεν, διότι τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχήν και υπέρ χιόνα ταύτην ολολαμπρύνουν. Ανδρείως παραταξώμεθα, διότι η πάλη ημών είναι εναντίον των δυνάμεων του σκότους, αι οποίαι ουδέποτε συμμαχούν, ουδέποτε κατευνάζουν τας επιθέσεις, δι’ ο και ημείς εγερθώμεν και μη νυστάζωμεν, διότι κίνδυνος ζωής αιωνίου πρόκειται ημίν. Εάν χάσωμεν την νίκην, εχάσαμεν την ψυχήν μας, απωλέσαμεν την αιώνιον ανάπαυσιν και χαράν εν τω Θεώ και κατεδικάσθημεν εις τον δεύτερον θάνατον, ο οποίος είναι χωρισμός αιώνιος από του Θεού, όπερ μη γένοιτο. Νήφοντες αγρυπνώμεν επί των λογισμών, η αρχή των πτώσεων εκ των λογισμών γίνεται. Λοιπόν, την αρχήν ταύτην του λογισμού πολεμήσωμεν κραταιώς και μη συγχωρήσωμεν εις αυτούς να ισχυροποιηθούν εν τη αμελεία εντός μας, αλλά άμα τη αφίξει αυτών, διώξωμεν την φαντασίαν και οργισθώμεν αρπάσαντες την μάχαιραν του πνεύματος, ο εστί ρήμα Θεού, δηλαδή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Κράζοντες λοιπόν τον γλυκήν Ιησούν, αμέσως έρχεται εις ημετέραν βοήθειαν και οι δαίμονες φεύγουν αμέσως. Όχι όμως αμελώς την ευχήν, αλλά ζέοντες τω πνεύματι, εκ βαθέων κράζοντες «επιστάτα, σώσόν με απόλλυμαι» (Λουκ. 8,24 ). Ο κόπος μικρός, διότι εις την αρχήν γίνεται ο αγών, εάν όμως αφήσωμεν τους λογισμούς και ισχυροποιηθούν, τότε δύσκολος ο αγών και πολλάκις νικώμεθα και λαμβάνομεν και πληγάς, αλλά όταν όμως εγερθώμεν και κράξωμεν, πάλιν έρχεται ο καλός κυβερνήτης Ιησούς και μας οδηγεί το πλοίον εις τον λιμένα τον εύδιον και ειρηνικόν. Εν τω λογισμώ αχρειούμεθα (μολυνόμεθα ), ή βελτιούμεθα (δηλαδή προκόπτομεν, καλυτερεύομεν ). Δια τούτο θέσωμεν φρουρόν γενναίον εις την καρδίαν τον νουν μας, δηλαδή την προσοχήν, με όπλα την ανδρείαν, την ευχήν, την σιωπήν και την αυτομεμψίαν. Εάν ούτως αγωνισθώμεν, θα έχωμεν ως αποτέλεσμα την γλυκείαν ειρήνην, την χαράν, την καθαρότητα, την φιλοσοφίαν την πνευματικήν, την ευχήν, η οποία ως άλλο ευωδέστατον θυμίαμα, θα θυμιάζη τον ναόν του Θεού, όστις είναι ο έσω άνθρωπος, «ουκ οίδατε, λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α΄ Κορ. 3,16 ). Ταύτα γράφω δια να εγείρω τας ψυχάς σας εις την νήψιν την πνευματικήν, ίνα εύρητε την έσω ειρήνην του Θεού, προς χαράν σας. Αμήν. Γένοιτο.
2α. Ας αγωνισθώμεν εις την κατά δύναμιν νηστείαν του σώματος, εις δε την νηστείαν των αισθήσεων, του νοός και της καρδίας, με όλας τας δυνάμεις ας αντιπαλαίσωμεν τον εχθρόν της ψυχής μας. Φύλαττε, παιδί μου, τα αισθητήριά σου και δη τους οφθαλμούς σου. Τα μάτια είναι τα πλοκάμια του οκταποδιού, που συλλαμβάνουν ό,τι κουνηθή έμπροσθεν, αυτά συλλαμβάνουν ευκολώτερα το θήραμα της αμαρτίας, δια των οφθαλμών έπεσαν πύργοι πνευματικοί και εχάθησαν. Ο Δαυίδ απροσεκτήσας εις τους οφθαλμούς ειργάσατο φόνον και μοιχείαν, καίτοι ήτο μέγας προφήτης Θεού με χάριν και προορατικόν. Επειδή, παιδί μου, ευρίσκεσαι ανάμεσα εις τα αίτια της ποικίλης αμαρτίας, έχε προσοχήν εις τας αισθήσεις, κυρίως πρόσεχε τον νουν σου, τον κυβερνήτην, «το αναιδέστατον πτηνόν», κατά τον αββάν Ισαάκ. Ο νους εισέρχεται εις τα απόρρητα των πράξεων του πλησίον, ζωγράφος απαίσιος, όταν εικονίζη τα αισχρά. Δια τούτο φρόντιζε πάση θυσία, να φυλάξης καθαρόν το διανοητικόν, διώκουσα αμέσως κάθε λογισμόν και φαντασίαν αμαρτίας, με επικουρίαν ισχυρήν την ευχήν και την οργήν «οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Εφες. 4,26 ).
3η. Να επαγρυπνήτε αδειαλείπτως επί της τηρήσεως του νοός υμών, διότι εκ της επιμελείας ή μη τούτου, εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος της αθανάτου ψυχής. Τα πάντα ξεκινούν εκ του φανταστικού μέρους του νοός. Δεν υπάρχει αμαρτία ή αρετή, όπου δεν έχει ως αρχήν και αφετηρίαν το φανταστικόν του νοός. Άρα λοιπόν η αρίστη επιμέλεια αυτής της νοεράς αφετηρίας επιτυγχάνει τον άγιον σκοπόν της σωτηρίας. Πνευματική νήψις, εις την κυρίως έννοιαν αυτής, είναι αυτό τούτο: το να τηρήσωμεν τον νουν ημών καθαρόν από εμπαθείς φαντασίας και να καταπολεμώμεν κάθε επίθεσιν του εχθρού με το άγιον όνομα του Ιησού και με τον αντιρρητικόν λόγον. Χωρίς νήψιν η κάθαρσις της ψυχής και του σώματος δεν αποκτώνται, οπότε μήτε ο Θεός οπτάνεται εν αισθήσει νοός και καρδίας. Εάν ο Κύριος δεν επισκέπτεται την ψυχήν του ανθρώπου, ούτος πλέον διατελεί εν τω σκότει της αμαρτίας. Ημείς όμως ως μοναχοί και αφιερωμένοι δι’ αυτόν τον σωτήριον σκοπόν, το να φθάσωμεν εις την κατά Χριστόν εσωτερικήν κάθαρσιν εκ των παθών, οφείλομεν να εκπαιδευώμεθα λίαν καλώς εις το σπουδαιότατον μάθημα της νήψεως, δι’ ης θα πλησιάσωμεν τον Θεόν εν αισθήσει καρδίας. Τούτο το σωτηριωδέστατον μάθημα, την νήψιν λέγω, το αγιάζον τον άνθρωπον, το καταπολεμεί σφόδρα ο διάβολος και τα πάντα μετέρχεται, όπως το παρεμποδίση, δημιουργών επιθέσεις παντοίων λογισμών και σκάνδαλα. Αλλ’ όμως και ημείς, πρέπει πάση θυσία το παν να κινώμεν, όπως αντικρούωμεν τούτον, ίνα επιτύχωμεν το βραβείον της εσωτερικής καθάρσεως και στεφανωθώμεν παρά του αγωνοθέτου Χριστού και Θεού ημών. Μη δειλιάζετε προ των σατανικών επιθέσεων του κοινού μας εχθρού, αλλ’ αγωνισθήτε με θάρρος και ελπίδα εις τον Κύριόν μας, ο Οποίος δεν σας αφήνει να πειρασθήτε περισσότερον των δυνάμεών σας. Θαρσείτε λοιπόν, τέκνα μου, και βαδίζετε με του Χριστού μας την γλυκείαν ελπίδα και της Παναγίας μας την κραταιάν σκέπην και πιστεύω ακράδαντα, ότι θα τύχωμεν της αιωνίου ζωής μετά πάντων των αγωνισαμένων καλώς και στεφανωθέντων εν τη θριαμβευούση Εκκλησία τη εν τω ουρανώ. Αμήν. Γένοιτο.
4η. Ένας άγιος άνθρωπος έβγαζε δαιμόνια, τον εφοβούντο τα δαιμόνια. Ένας υποτακτικός του, του έκανε την ερώτησιν: «Γέροντα, γιατί σε φοβούνται οι δαίμονες;»--«Παιδί μου, να σου ειπώ», λέγει ο Γέροντας: «Επειδή είχα τον πόλεμον της σαρκός διανοητικώς με λογισμούς, αλλά ουδέποτε επέτρεψα εις τον εαυτόν μου να υποχωρήση εις τους λογισμούς, πάντα είχα τοποθετήσει έτσι τον πόλεμον, ώστε το μέτωπον το είχα εις την προσβολήν, και ουδέποτε επέτρεψα εις τον διάβολον να προχωρήση πέραν της προσβολής. Και επειδή είχα ένα συνεχή πόλεμον, ο Θεός έδωκε αυτήν την ευλογίαν, την χάριν, παρ’ όλην την αναξιότητά μου, οι δαίμονες να φοβούνται και να βγαίνουν». Σκεφθήτε, απέκοπτε τον πειρασμόν έξω από την πόρτα, μόλις εκτύπα την πόρτα, δεν του άνοιγε καθόλου. Διατί δεν του άνοιγε; Τι είχε από μέσα και τον εμπόδιζε; Είχε τις άγιες μνήμες, εκείνες είχαν καταλάβει τον νουν του. Αυτός εκτύπα απ’ έξω να εισέλθη, αλλά δεν υπήρχε τόπος, δεν του εδίδετο χώρος να βάλη και αυτός τα ιδικά του μέσα, τον είχε σταματήσει με την μνήμην του Θεού. Η συνεχής αυτή νίκη που εγίνετο, έδωσε την χάριν εις αυτόν τον άγιον να τον φοβούνται οι δαίμονες και να αποχωρούν από τους ανθρώπους. Μεγάλη καύχησις εις εκείνον τον άνθρωπον, που κατώρθωσε χάριτι Θεού, να κρατά τον διάβολον εις την προσβολήν. Ουδείς θνητός, ουδείς πνευματικός και αγωνιστής άνθρωπος υπάρχει που να μην υπόκειται εις τας προσβολάς του εχθρού, δηλαδή κάθε άνθρωπος εκδέχεται πειρασμόν. Εάν έχη πόρτες και παράθυρα ανοικτά, όπως συμβαίνει συνήθως εις τους κοσμικούς, που δεν έχουν γνώσιν Θεού, τότε προχωρεί ο εχθρός και τον νικά.
Οι πνευματικοί άνθρωποι εγωνίζονται να μην ανοίξουν εις τον εχθρόν μήτε πόρτα, μήτε παράθυρον, μήτε οπήν. Η κατά πράξιν αμαρτία, αυτή που γίνεται όχι με την καρδίαν, αλλά με το στόμα, με την πράξιν, πολλές φορές είναι δύσκολον να γίνη, πρέπει να συντρέξουν πολλά πράγματα δια να συντελεσθή. Η κατά διάνοιαν όμως αμαρτία είναι πάρα πολύ εύκολος, δηλαδή ο άνθρωπος δύναται εις οιανδήποτε ώραν και τόπον και χρόνον να διαπράξη την κατά διάνοιαν αμαρτίαν, χωρίς κανείς να το γνωρίζη. Η εξωτερική πράξις πολλές φορές εμποδίζεται να γίνη, αφ’ ενός διότι πρέπει να συντρέξουν πολλοί παράγοντες, αφ’ ετέρου δε και από εντροπήν. Αντιθέτως η εσωτερική αμαρτία, η κατά διάνοιαν αμαρτία ημπορεί να πείση τον άνθρωπον να εγκληματή εσωτερικά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Αύτη η εσωτερική αμαρτία δεν φαίνεται, δεν την βλέπουν οι άνθρωποι, αλλά την βλέπει ο Θεός. Και αν δεν φοβούμεθα τους ανθρώπους και δεν εντρεπώμεθα, διότι δεν γίνεται φανερή εις αυτούς, πρέπει να φοβούμεθα τον Θεόν, διότι γίνεται ενώπιον Αυτού αυτό το διανοητικόν, το ηθικόν έγκλημα. Πολλοί άνθρωποι ξεγελιούνται, είναι ο εγωϊσμός εις το μέσον, αυτός κάνει την μεγαλύτερη δουλειά. Πρώτον γίνεται εσωτερικά η προδοσία και κατόπιν εξωτερικεύεται δια των μελών του σώματος. Άρα χρειάζεται μία ισχυρά, συνεχής προσοχή, όπως είπαμε, μία ισχυρά νήψις. Να υπάρχει φρουρός και σκοπός μέσα μας, που να παρακολουθή τους εισερχομένους και εξερχομένους λογισμούς, να τους εξετάζη την ταυτότητα, ίνα μη εισέλθουν κατάσκοποι και δημιουργήσουν μέσα εις το κράτος της ψυχής εμφύλιον πόλεμον. Χρειάζεται το όμμα της ψυχής να είναι πολύ καθαρόν και δυνατόν, να βλέπη μακρόθεν τον εχθρόν και να λαμβάνη τα κατάλληλα μέτρα. Πόσοι και πόσοι λογισμοί δεν μας επιτίθενται συνεχώς; Ποικίλοι, κάθε πάθος και οι ιδικοί του λογισμοί. Και αν η ψυχή βλέπη καθαρά, εμποδίζει τους λογισμούς από μακράν. Από την «μυρωδιά» ακόμη ότι πρόκειται τοιούτον πάθος να ξεσηκωθή, αμέσως προετοιμάζεται και τοποθετεί σκοπούς και ανοίγει προχώματα και είναι έτοιμη να αντιμετωπίση την επίθεσιν αυτού του πάθους. Οι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται. Το πάθος είναι ωσάν το φίδι που έχει μέσα του το φαρμάκι. Υπάρχουν μεγάλα φίδια, τα οποία φυσούν, το φύσημά τους είναι δηλητηριώδες, με το φύσημα που κάνουν, δηλητηριάζουν ό,τι υπάρχει ζωντανόν εις τον χώρον αυτόν και κατόπιν το καταβροχθίζουν. Έτσι και το φίδι της αμαρτίας. Από μακράν σκορπίζει το δηλητήριον, την ηδονήν και παραλύει ο νους, παραλύουν αι δυνάμεις, αιχμαλωτίζεται από το πάθος ο άνθρωπος και αθέλητα φέρεται προς το κακόν. Οι άνθρωποι, όταν ευρίσκωνται εις αυτήν την κατάστασιν της αιχμαλωσίας, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Μα δεν ημπορώ να αντισταθώ, μα δεν ημπορώ να κάνω τίποτε εκείνην την ώραν». Η απάντηση είναι: Πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, δια να μη φθάση ο νους και η καρδία να αιχμαλωτισθούν, να αφοπλισθούν. Από την πείραν του πράγματος, μόλις ο νοητός όφις σκορπίση το δηλητήριον, από μακράν ακόμη, προτού φθάση αυτό μέχρις ημών και δηλητηριάση τον νουν και την ψυχήν, να λάβωμεν τα μέτρα μας, ώστε να διαφύγωμεν τον κίνδυνον. Διότι όταν δηλητηριασθώμεν, τότε πλέον δεν ημπορούμεν να ενεργήσωμεν καθόλου. Όταν ο άνθρωπος νικηθή εις τους λογισμούς της αμαρτίας υποχωρώντας εις φαντασίας, από εκεί, από την φαντασίαν είναι το κακόν όλον! Και όταν έχη υποστή πολλά ναυάγια πνευματικά διανοητικά και έχη πληγωθή επανειλημμένως από τας φιληδόνους φαντασίας, τότε, μόλις ο σατανάς επανέλθη πάλιν με τας ομοίους φαντασίας, μόλις τας εμφανίση εις τον νουν, αμέσως ο άνθρωπος αιχμαλωτίζεται. Δια τούτο χρειάζεται να μην υποχωρή ο μοναχός, δια να μη σταθεροποιούνται και ισχυροποιούνται τα πάθη και αι φαντασίαι.
5η. Έχε της ψυχής σου τα όμματα ανύστακτα, φυλακήν εις τας αισθήσεις, τόσον του σώματος- κυρίως δε των ομμάτων-όσων και της ψυχής-και δη του μετεωρισμού του νοός- και τούτο διότι, δια των αισθήσεων τούτων υπεισέρχονται όλα τα δηλητηριώδη μικρόβια των πνευματικών ασθενειών και ούτω συν τω χρόνω αποκτά πολλάς ασθενείας ο απροσεκτών χριστιανός και χάνει την ανεκτίμητον υγείαν της αθανάτου ψυχής του.
6η. Αγωνίζου, παιδί μου, τον καλόν αγώνα της αιωνίου ζωής, βάλε καλήν αρχήν, ίνα κερδίσης κάλλιστον τέλος. Τον νουν σου όλον προσηλωμένον εις την μνήμην του Ιησού Χριστού και Αυτός θα σου γίνη τα πάντα, και χαρά και ειρήνη και πένθος και πληθύς δακρύων ζωηρρύτων, που θα κάμνουν την ψυχήν σου λευκοτέραν της χιόνος και ελαφροτέραν της νεφέλης. Όταν, παιδί μου, σιωπάς και λέγης την ευχήν με προσοχήν, δηλαδή, να προσέχη ο νους εις την λεγομένην ευχήν, χωρίς να ξεφεύγη σε κάτι άλλο εκτός της ευχής, τότε θα αρχίση ο νους σου να πλησιάζη την γλυκύτητα του Ιησού. Θα σε βοηθήση πάρα πολύ προς τούτο το να ταπεινώνης τον εαυτόν σου πάντοτε, συνεχώς να τον βλασφημής και ποτέ μη τον δικαιώνης, δηλαδή, εις οιανδήποτε υπόθεσιν
και πειρασμόν, πάντα το δίκαιον να το δίδης εις τον αδελφόν σου και να λέγης ότι εσύ έχεις λάθος πάντοτε, αυτό λέγεται ταπείνωσις.
7η. Πρόσεχε, παιδί μου, τας φαντασίας και τας αμαρτωλάς σκέψεις. Το παν στέκει εις τον λογισμόν, φρουρόν να αφήσης εις τον νουν σου, δια να προσέχη να μην αφήνη εικόνας ανηθίκους να εισέρχωνται εις τον χώρον του φανταστικού, διότι πάραυτα γεννάται άμεσος κίνδυνος η ψυχή να αμαρτήση και να λυπήση Εκείνον, που δια όλους μας εσταυρώθη επάνω εις το τότε άτιμον ξύλον του νυν τιμίου Σταυρού. Μοιχεία γίνεται ψυχικώς πολύ εύκολα, όταν αφήσωμεν μέσα μας τους αισχρούς λογισμούς με τας ομοίας των φαντασίας να μας κυριεύσουν. Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη μοιχεία ψυχική. Πρόσεχε, παιδί μου, τα μάτια, αν θέλης να νικήσης το της πορνείας δαιμόνιον.
Επίσης επικίνδυνον ουχί εις μικρότερον βαθμόν είναι το να κοιτάζης άπρεπες εικόνες, εφημερίδες, περιοδικά κ.λ.π.
8η. Η μεγαλυτέρα εκκλησία, που ευφραίνει τον Θεόν να κατοική, είναι εκείνη, που με τα ίδια Του χέρια ελεπτούργησε, η ύπαρξίς μας ολόκληρη, η ψυχή μας, όταν είναι καθαρή. Η καρδιακή καθαρότης συνίσταται, εις το να είναι ο νους απηλλαγμένος κακών σκέψεων, εξ ων πηγάζουν τα κακά και εμπαθή αισθήματα, που επιφέρουν τους εμπαθείς εις το σώμα ερεθισμούς, οπότε αμφότερα, ψυχή και σώμα, μολύνονται και κατά εν ποσοστόν χάνεται η καθαρότης αμφοτέρων και το αμόλυντον. Η πρωταρχική κακή και εμπαθής σκέψις, πρωτίστως δε ταύτης η εμπαθής φαντασία είναι η αφετηρία όλων των ειδών της αμαρτίας. Κανέν αμάρτημα δεν γίνεται εις την πράξιν, εάν δεν προηγηθή η κακή σκέψις δια της φαντασίας. Άρα λοιπόν, δια να επιτευχθή το μέγιστον των καλών, η καθαρότης εις την κυριολεξίαν της, χρειάζεται να καθαρίσωμεν τον νουν μας, από αμαρτωλάς φαντασίας και σκέψεις. Μόνον έτσι αποκτάται η καθαρότης με σταθερά θεμέλια. Εάν θέλωμεν να κόψωμεν τας κακάς πράξεις, χωρίς την επιμέλειαν των εσωτερικών λογισμών, μάτην κοπιώμεν. Όταν επιμεληθώμεν την καθαρότητα της ψυχής, θα κατοικήση εις αυτήν ο Θεός της δόξης, θα γίνη ναός Του άγιος πολυτελής, ευωδιάζων με το θυμίαμα της αδιαλείπτου ευχής προς Αυτόν.
9η. Τι και εάν σωματικώς κοπιάζωμεν και μοχθούμεν ημέρας και νυκτός και έσωθεν δεν επιμελούμεθα να ανασπάσωμεν τα ριζίδια, εξ ων παν κακόν βλαστάνει; Έχομεν απόλυτον ανάγκην νήψεως και αδιαλείπτου προσευχής, ίνα το κακόν, που εμφωλεύει μέσα μας, το αποβάλωμεν και το αντικαταστήσωμεν με το πνευματικόν καλόν. Προσέχετε να μη σας κλέπτη την προφορικήν ευχήν η ημέρα με την εργασίαν, φωνάζετε το υπερένδοξον και γλυκύ όνομα του Ιησού μας και Αυτός δεν αργεί να έλθη αμέσως εις βοήθειαν και παρηγορίαν. Και τι δεν ημπορεί να διορθώση και να ανακαινίση η ευλογημένη ευχή! Πιέζετε τον εαυτόν σας εις την ευχήν, διατί να περιέρχεται ο νους εδώ και εκεί και να μη στρέφεται εις τον Ιησούν μας, που δι’ Αυτόν αφήσαμε τα πάντα και δι’ Αυτόν υπομένομεν τα πάντα!
10η. Παιδί μου, φύλαττε τον νουν σου από τας κακάς σκέψεις, δίωκε αυτάς αμέσως μόλις έλθουν με την ευχήν του Ιησού Χριστού, διότι, όπως αι μέλισσαι φεύγουν, όταν τας καπνίσουν, ούτω και το Πνεύμα το Άγιον φεύγει, όταν οσφρανθεί δυσωδίαν καπνού αισχρών λογισμών. Και όπως αι μέλισσαι πηγαίνουν εις άνθη, όπου έχουν χυμόν μέλιτος, ούτως και το Άγιον Πνεύμα πηγαίνει εις νουν και καρδίαν, όπου εργάζεται τον γλυκήν χυμόν των αρετών και των καλών σκέψεων.
Ο νους να προσέχη χωρίς φαντασίαν εις τα λόγια της ευχής, που θα προφέρη είτε ο νους είτε το σώμα. Ο στόχος όλων των μεθόδων, δηλαδή το επίκεντρον, είναι να προσευχώμεθα χωρίς φαντασίαν, με την προσοχήν εις τα λόγια που λέγει είτε ο νους είτε το στόμα.
11η. Εκ πείρας γνωρίζω ότι τόσον το σωματικόν όσον και το πνευματικόν μέρος του αγωνιζομένου τα ανακαινίζει η ευσέβεια δια της ησυχίας, της προσευχής, της μελέτης, των καθαρτικών δακρύων, της αληθούς μετανοίας και της θεωρίας των θείων πραγμάτων. Βοηθεί βέβαια και η άσκησις, όταν υπάρχη ισχύς σώματος, όταν αύτη λείπη, η ευχαριστία και η αυτομεμψία αναπληροί την άσκησιν. Η περιεκτική ευσέβεια και νήψις είναι το παν, είναι τα αληθή τεκμήρια ζώσης ψυχής εν Χριστώ. Όταν αυτά λείπουν και μόνον ο ασκητισμός μονομερής γίνεται, ή ολίγον ωφελείται ο άνθρωπος ή χάνεται κατά κράτος επαιρόμενος και από τους επαίνους των ανθρώπων και των λογισμών. Μη έχων δε νήψιν, αυτό το περιεκτικόν φως της ψυχής, το ανεκτίμητον εις την αξίαν, χάνει τους κόπους του, καθώς είδαμε και εις τα βιβλία, ότι πολλοί ασκηταί εν ερήμω εχάθησαν κυριολεκτικώς.
Η άσκησις εικονίζεται ως φύλλα δένδρου, η δε νήψις ως καρπός, εκ των καρπών γνώσεσθε αυτούς, περί καρπού διετάχθημεν. Ο Θεός ας μας φωτίζη πώς να βαδίζωμεν, διότι έλειψαν και οι αληθινοί οδηγοί και ο καθείς βαδίζει ίδιον δρόμον. Ο Θεός ας γίνη εις όλους μας, ακριβής ποδηγέτης.
12η. Τέκνα μου, ό,τι θλιβερόν σας ενθυμίζει ο εχθρός της ψυχής μας διάβολος, προσπαθήστε να το διώκετε αμέσως, χωρίς αναβολήν, διότι η κάθε καθυστέρησις επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα. Ο διάβολος νικάται κατά κράτος με την προσευχήν και με την νήψιν. Η ουσία της νήψεως συνίσταται εις το να αγρυπνώμεν ανύστακτα νοερώς εναντίον των εμπαθών λογισμών και φαντασιών των αισχρών δαιμόνων. Εδώ η ζωή και ο θάνατος, η αχρείωσις και η βελτίωσις. Με άλλα λόγια ψυχή προσευχομένη νοερώς και βδελυσσομένη και καταφρονούσα τους ποικίλους πονηρούς λογισμούς καθαίρεται συν τω χρόνω και εξαγιάζεται.
13η. Ας φύγωμεν την προσβολήν του λογισμού και ας αντισταθώμεν εις την αρχήν της εμφανίσεως της αμαρτίας ως λογισμού ψιλού και χάριτι Χριστού θα φύγωμεν πείραν πολύ πικράν και δυσκαταγώνιστον. Εις την αρχήν η αμαρτία ως αλώπηξ πονηρά, ύπουλα και ανεπαίσθητα, με τρόπον έρχεται και προσβάλλει και πείθει ότι μύρμηγξ εστί και ουκέτι χρεία προσοχής και ως επί μύρμηγκος ο αγών, και αμελεί και χαυνώνεται η ψυχή, και κατόπιν ο ελάχιστος μύρμηγξ, εν ελαχίστω χρόνω γίνεται λέων αδάμαστος και κόπος πολύς επί της ψυχής.
14η. Εις τον πόλεμον τον σαρκικόν, μόνον τα νώτα σώζουν τον άνθρωπον, δηλαδή να φεύγωμεν τας φαντασίας και τους λογισμούς, μόλις εμφανισθούν. Καθόλου μη κάθεσαι να περιεργασθής ή να συνομιλήσης με τας φαντασίας! Μεγάλη και τρομερή παγίδα η φαντασία, ό,τι κανείς αποφεύγει δια των οφθαλμών και της αφής, τούτο ευκολώτατα το πλησιάζει η φαντασία. Αγωνίζου να καταστήσης τον νουν σου αφάνταστον καθ’ ολοκληρίαν, από κάθε τι το κοσμικόν εκτός του μοναστηρίου σου. Μόνον μία μνήμη να τα αντικαταστήση όλα, η μνήμη του λατρευτού μας Ιησού.
Αν κάτι εις το κελλί σου σε φέρη εις μνήμην τινά, εξ ανάγκης πρέπει να το αποβάλης, ούτως ώστε να αποσοβήσης με κάθε μέσον την λαβήν προς πόλεμον. Προσπάθησε το παρελθόν σου να το σβήσης και όταν αυτό ξεσηκώνεται να σε πνίξη, τότε κάλει τον Ιησούν και Αυτός είναι έτοιμος να σε βοηθήση.
Α΄ Περί Νήψεως.
Ο καιρός ολίγος και αυτός άδηλόν εστι πότε θα λήξη, δια τούτο αγωνισθώμεν και προσέξωμεν τον εαυτόν μας και τον κάθε κακόν λογισμόν εκδιώξωμεν μετ’ οργής και ισχυράς ευχής, ει δε και δάκρυα χύσωμεν, μεγάλως ωφεληθώμεν, διότι τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχήν και υπέρ χιόνα ταύτην ολολαμπρύνουν. Ανδρείως παραταξώμεθα, διότι η πάλη ημών είναι εναντίον των δυνάμεων του σκότους, αι οποίαι ουδέποτε συμμαχούν, ουδέποτε κατευνάζουν τας επιθέσεις, δι’ ο και ημείς εγερθώμεν και μη νυστάζωμεν, διότι κίνδυνος ζωής αιωνίου πρόκειται ημίν. Εάν χάσωμεν την νίκην, εχάσαμεν την ψυχήν μας, απωλέσαμεν την αιώνιον ανάπαυσιν και χαράν εν τω Θεώ και κατεδικάσθημεν εις τον δεύτερον θάνατον, ο οποίος είναι χωρισμός αιώνιος από του Θεού, όπερ μη γένοιτο. Νήφοντες αγρυπνώμεν επί των λογισμών, η αρχή των πτώσεων εκ των λογισμών γίνεται. Λοιπόν, την αρχήν ταύτην του λογισμού πολεμήσωμεν κραταιώς και μη συγχωρήσωμεν εις αυτούς να ισχυροποιηθούν εν τη αμελεία εντός μας, αλλά άμα τη αφίξει αυτών, διώξωμεν την φαντασίαν και οργισθώμεν αρπάσαντες την μάχαιραν του πνεύματος, ο εστί ρήμα Θεού, δηλαδή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Κράζοντες λοιπόν τον γλυκήν Ιησούν, αμέσως έρχεται εις ημετέραν βοήθειαν και οι δαίμονες φεύγουν αμέσως. Όχι όμως αμελώς την ευχήν, αλλά ζέοντες τω πνεύματι, εκ βαθέων κράζοντες «επιστάτα, σώσόν με απόλλυμαι» (Λουκ. 8,24 ). Ο κόπος μικρός, διότι εις την αρχήν γίνεται ο αγών, εάν όμως αφήσωμεν τους λογισμούς και ισχυροποιηθούν, τότε δύσκολος ο αγών και πολλάκις νικώμεθα και λαμβάνομεν και πληγάς, αλλά όταν όμως εγερθώμεν και κράξωμεν, πάλιν έρχεται ο καλός κυβερνήτης Ιησούς και μας οδηγεί το πλοίον εις τον λιμένα τον εύδιον και ειρηνικόν. Εν τω λογισμώ αχρειούμεθα (μολυνόμεθα ), ή βελτιούμεθα (δηλαδή προκόπτομεν, καλυτερεύομεν ). Δια τούτο θέσωμεν φρουρόν γενναίον εις την καρδίαν τον νουν μας, δηλαδή την προσοχήν, με όπλα την ανδρείαν, την ευχήν, την σιωπήν και την αυτομεμψίαν. Εάν ούτως αγωνισθώμεν, θα έχωμεν ως αποτέλεσμα την γλυκείαν ειρήνην, την χαράν, την καθαρότητα, την φιλοσοφίαν την πνευματικήν, την ευχήν, η οποία ως άλλο ευωδέστατον θυμίαμα, θα θυμιάζη τον ναόν του Θεού, όστις είναι ο έσω άνθρωπος, «ουκ οίδατε, λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α΄ Κορ. 3,16 ). Ταύτα γράφω δια να εγείρω τας ψυχάς σας εις την νήψιν την πνευματικήν, ίνα εύρητε την έσω ειρήνην του Θεού, προς χαράν σας. Αμήν. Γένοιτο.
2α. Ας αγωνισθώμεν εις την κατά δύναμιν νηστείαν του σώματος, εις δε την νηστείαν των αισθήσεων, του νοός και της καρδίας, με όλας τας δυνάμεις ας αντιπαλαίσωμεν τον εχθρόν της ψυχής μας. Φύλαττε, παιδί μου, τα αισθητήριά σου και δη τους οφθαλμούς σου. Τα μάτια είναι τα πλοκάμια του οκταποδιού, που συλλαμβάνουν ό,τι κουνηθή έμπροσθεν, αυτά συλλαμβάνουν ευκολώτερα το θήραμα της αμαρτίας, δια των οφθαλμών έπεσαν πύργοι πνευματικοί και εχάθησαν. Ο Δαυίδ απροσεκτήσας εις τους οφθαλμούς ειργάσατο φόνον και μοιχείαν, καίτοι ήτο μέγας προφήτης Θεού με χάριν και προορατικόν. Επειδή, παιδί μου, ευρίσκεσαι ανάμεσα εις τα αίτια της ποικίλης αμαρτίας, έχε προσοχήν εις τας αισθήσεις, κυρίως πρόσεχε τον νουν σου, τον κυβερνήτην, «το αναιδέστατον πτηνόν», κατά τον αββάν Ισαάκ. Ο νους εισέρχεται εις τα απόρρητα των πράξεων του πλησίον, ζωγράφος απαίσιος, όταν εικονίζη τα αισχρά. Δια τούτο φρόντιζε πάση θυσία, να φυλάξης καθαρόν το διανοητικόν, διώκουσα αμέσως κάθε λογισμόν και φαντασίαν αμαρτίας, με επικουρίαν ισχυρήν την ευχήν και την οργήν «οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Εφες. 4,26 ).
3η. Να επαγρυπνήτε αδειαλείπτως επί της τηρήσεως του νοός υμών, διότι εκ της επιμελείας ή μη τούτου, εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος της αθανάτου ψυχής. Τα πάντα ξεκινούν εκ του φανταστικού μέρους του νοός. Δεν υπάρχει αμαρτία ή αρετή, όπου δεν έχει ως αρχήν και αφετηρίαν το φανταστικόν του νοός. Άρα λοιπόν η αρίστη επιμέλεια αυτής της νοεράς αφετηρίας επιτυγχάνει τον άγιον σκοπόν της σωτηρίας. Πνευματική νήψις, εις την κυρίως έννοιαν αυτής, είναι αυτό τούτο: το να τηρήσωμεν τον νουν ημών καθαρόν από εμπαθείς φαντασίας και να καταπολεμώμεν κάθε επίθεσιν του εχθρού με το άγιον όνομα του Ιησού και με τον αντιρρητικόν λόγον. Χωρίς νήψιν η κάθαρσις της ψυχής και του σώματος δεν αποκτώνται, οπότε μήτε ο Θεός οπτάνεται εν αισθήσει νοός και καρδίας. Εάν ο Κύριος δεν επισκέπτεται την ψυχήν του ανθρώπου, ούτος πλέον διατελεί εν τω σκότει της αμαρτίας. Ημείς όμως ως μοναχοί και αφιερωμένοι δι’ αυτόν τον σωτήριον σκοπόν, το να φθάσωμεν εις την κατά Χριστόν εσωτερικήν κάθαρσιν εκ των παθών, οφείλομεν να εκπαιδευώμεθα λίαν καλώς εις το σπουδαιότατον μάθημα της νήψεως, δι’ ης θα πλησιάσωμεν τον Θεόν εν αισθήσει καρδίας. Τούτο το σωτηριωδέστατον μάθημα, την νήψιν λέγω, το αγιάζον τον άνθρωπον, το καταπολεμεί σφόδρα ο διάβολος και τα πάντα μετέρχεται, όπως το παρεμποδίση, δημιουργών επιθέσεις παντοίων λογισμών και σκάνδαλα. Αλλ’ όμως και ημείς, πρέπει πάση θυσία το παν να κινώμεν, όπως αντικρούωμεν τούτον, ίνα επιτύχωμεν το βραβείον της εσωτερικής καθάρσεως και στεφανωθώμεν παρά του αγωνοθέτου Χριστού και Θεού ημών. Μη δειλιάζετε προ των σατανικών επιθέσεων του κοινού μας εχθρού, αλλ’ αγωνισθήτε με θάρρος και ελπίδα εις τον Κύριόν μας, ο Οποίος δεν σας αφήνει να πειρασθήτε περισσότερον των δυνάμεών σας. Θαρσείτε λοιπόν, τέκνα μου, και βαδίζετε με του Χριστού μας την γλυκείαν ελπίδα και της Παναγίας μας την κραταιάν σκέπην και πιστεύω ακράδαντα, ότι θα τύχωμεν της αιωνίου ζωής μετά πάντων των αγωνισαμένων καλώς και στεφανωθέντων εν τη θριαμβευούση Εκκλησία τη εν τω ουρανώ. Αμήν. Γένοιτο.
4η. Ένας άγιος άνθρωπος έβγαζε δαιμόνια, τον εφοβούντο τα δαιμόνια. Ένας υποτακτικός του, του έκανε την ερώτησιν: «Γέροντα, γιατί σε φοβούνται οι δαίμονες;»--«Παιδί μου, να σου ειπώ», λέγει ο Γέροντας: «Επειδή είχα τον πόλεμον της σαρκός διανοητικώς με λογισμούς, αλλά ουδέποτε επέτρεψα εις τον εαυτόν μου να υποχωρήση εις τους λογισμούς, πάντα είχα τοποθετήσει έτσι τον πόλεμον, ώστε το μέτωπον το είχα εις την προσβολήν, και ουδέποτε επέτρεψα εις τον διάβολον να προχωρήση πέραν της προσβολής. Και επειδή είχα ένα συνεχή πόλεμον, ο Θεός έδωκε αυτήν την ευλογίαν, την χάριν, παρ’ όλην την αναξιότητά μου, οι δαίμονες να φοβούνται και να βγαίνουν». Σκεφθήτε, απέκοπτε τον πειρασμόν έξω από την πόρτα, μόλις εκτύπα την πόρτα, δεν του άνοιγε καθόλου. Διατί δεν του άνοιγε; Τι είχε από μέσα και τον εμπόδιζε; Είχε τις άγιες μνήμες, εκείνες είχαν καταλάβει τον νουν του. Αυτός εκτύπα απ’ έξω να εισέλθη, αλλά δεν υπήρχε τόπος, δεν του εδίδετο χώρος να βάλη και αυτός τα ιδικά του μέσα, τον είχε σταματήσει με την μνήμην του Θεού. Η συνεχής αυτή νίκη που εγίνετο, έδωσε την χάριν εις αυτόν τον άγιον να τον φοβούνται οι δαίμονες και να αποχωρούν από τους ανθρώπους. Μεγάλη καύχησις εις εκείνον τον άνθρωπον, που κατώρθωσε χάριτι Θεού, να κρατά τον διάβολον εις την προσβολήν. Ουδείς θνητός, ουδείς πνευματικός και αγωνιστής άνθρωπος υπάρχει που να μην υπόκειται εις τας προσβολάς του εχθρού, δηλαδή κάθε άνθρωπος εκδέχεται πειρασμόν. Εάν έχη πόρτες και παράθυρα ανοικτά, όπως συμβαίνει συνήθως εις τους κοσμικούς, που δεν έχουν γνώσιν Θεού, τότε προχωρεί ο εχθρός και τον νικά.
Οι πνευματικοί άνθρωποι εγωνίζονται να μην ανοίξουν εις τον εχθρόν μήτε πόρτα, μήτε παράθυρον, μήτε οπήν. Η κατά πράξιν αμαρτία, αυτή που γίνεται όχι με την καρδίαν, αλλά με το στόμα, με την πράξιν, πολλές φορές είναι δύσκολον να γίνη, πρέπει να συντρέξουν πολλά πράγματα δια να συντελεσθή. Η κατά διάνοιαν όμως αμαρτία είναι πάρα πολύ εύκολος, δηλαδή ο άνθρωπος δύναται εις οιανδήποτε ώραν και τόπον και χρόνον να διαπράξη την κατά διάνοιαν αμαρτίαν, χωρίς κανείς να το γνωρίζη. Η εξωτερική πράξις πολλές φορές εμποδίζεται να γίνη, αφ’ ενός διότι πρέπει να συντρέξουν πολλοί παράγοντες, αφ’ ετέρου δε και από εντροπήν. Αντιθέτως η εσωτερική αμαρτία, η κατά διάνοιαν αμαρτία ημπορεί να πείση τον άνθρωπον να εγκληματή εσωτερικά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Αύτη η εσωτερική αμαρτία δεν φαίνεται, δεν την βλέπουν οι άνθρωποι, αλλά την βλέπει ο Θεός. Και αν δεν φοβούμεθα τους ανθρώπους και δεν εντρεπώμεθα, διότι δεν γίνεται φανερή εις αυτούς, πρέπει να φοβούμεθα τον Θεόν, διότι γίνεται ενώπιον Αυτού αυτό το διανοητικόν, το ηθικόν έγκλημα. Πολλοί άνθρωποι ξεγελιούνται, είναι ο εγωϊσμός εις το μέσον, αυτός κάνει την μεγαλύτερη δουλειά. Πρώτον γίνεται εσωτερικά η προδοσία και κατόπιν εξωτερικεύεται δια των μελών του σώματος. Άρα χρειάζεται μία ισχυρά, συνεχής προσοχή, όπως είπαμε, μία ισχυρά νήψις. Να υπάρχει φρουρός και σκοπός μέσα μας, που να παρακολουθή τους εισερχομένους και εξερχομένους λογισμούς, να τους εξετάζη την ταυτότητα, ίνα μη εισέλθουν κατάσκοποι και δημιουργήσουν μέσα εις το κράτος της ψυχής εμφύλιον πόλεμον. Χρειάζεται το όμμα της ψυχής να είναι πολύ καθαρόν και δυνατόν, να βλέπη μακρόθεν τον εχθρόν και να λαμβάνη τα κατάλληλα μέτρα. Πόσοι και πόσοι λογισμοί δεν μας επιτίθενται συνεχώς; Ποικίλοι, κάθε πάθος και οι ιδικοί του λογισμοί. Και αν η ψυχή βλέπη καθαρά, εμποδίζει τους λογισμούς από μακράν. Από την «μυρωδιά» ακόμη ότι πρόκειται τοιούτον πάθος να ξεσηκωθή, αμέσως προετοιμάζεται και τοποθετεί σκοπούς και ανοίγει προχώματα και είναι έτοιμη να αντιμετωπίση την επίθεσιν αυτού του πάθους. Οι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται. Το πάθος είναι ωσάν το φίδι που έχει μέσα του το φαρμάκι. Υπάρχουν μεγάλα φίδια, τα οποία φυσούν, το φύσημά τους είναι δηλητηριώδες, με το φύσημα που κάνουν, δηλητηριάζουν ό,τι υπάρχει ζωντανόν εις τον χώρον αυτόν και κατόπιν το καταβροχθίζουν. Έτσι και το φίδι της αμαρτίας. Από μακράν σκορπίζει το δηλητήριον, την ηδονήν και παραλύει ο νους, παραλύουν αι δυνάμεις, αιχμαλωτίζεται από το πάθος ο άνθρωπος και αθέλητα φέρεται προς το κακόν. Οι άνθρωποι, όταν ευρίσκωνται εις αυτήν την κατάστασιν της αιχμαλωσίας, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Μα δεν ημπορώ να αντισταθώ, μα δεν ημπορώ να κάνω τίποτε εκείνην την ώραν». Η απάντηση είναι: Πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, δια να μη φθάση ο νους και η καρδία να αιχμαλωτισθούν, να αφοπλισθούν. Από την πείραν του πράγματος, μόλις ο νοητός όφις σκορπίση το δηλητήριον, από μακράν ακόμη, προτού φθάση αυτό μέχρις ημών και δηλητηριάση τον νουν και την ψυχήν, να λάβωμεν τα μέτρα μας, ώστε να διαφύγωμεν τον κίνδυνον. Διότι όταν δηλητηριασθώμεν, τότε πλέον δεν ημπορούμεν να ενεργήσωμεν καθόλου. Όταν ο άνθρωπος νικηθή εις τους λογισμούς της αμαρτίας υποχωρώντας εις φαντασίας, από εκεί, από την φαντασίαν είναι το κακόν όλον! Και όταν έχη υποστή πολλά ναυάγια πνευματικά διανοητικά και έχη πληγωθή επανειλημμένως από τας φιληδόνους φαντασίας, τότε, μόλις ο σατανάς επανέλθη πάλιν με τας ομοίους φαντασίας, μόλις τας εμφανίση εις τον νουν, αμέσως ο άνθρωπος αιχμαλωτίζεται. Δια τούτο χρειάζεται να μην υποχωρή ο μοναχός, δια να μη σταθεροποιούνται και ισχυροποιούνται τα πάθη και αι φαντασίαι.
5η. Έχε της ψυχής σου τα όμματα ανύστακτα, φυλακήν εις τας αισθήσεις, τόσον του σώματος- κυρίως δε των ομμάτων-όσων και της ψυχής-και δη του μετεωρισμού του νοός- και τούτο διότι, δια των αισθήσεων τούτων υπεισέρχονται όλα τα δηλητηριώδη μικρόβια των πνευματικών ασθενειών και ούτω συν τω χρόνω αποκτά πολλάς ασθενείας ο απροσεκτών χριστιανός και χάνει την ανεκτίμητον υγείαν της αθανάτου ψυχής του.
6η. Αγωνίζου, παιδί μου, τον καλόν αγώνα της αιωνίου ζωής, βάλε καλήν αρχήν, ίνα κερδίσης κάλλιστον τέλος. Τον νουν σου όλον προσηλωμένον εις την μνήμην του Ιησού Χριστού και Αυτός θα σου γίνη τα πάντα, και χαρά και ειρήνη και πένθος και πληθύς δακρύων ζωηρρύτων, που θα κάμνουν την ψυχήν σου λευκοτέραν της χιόνος και ελαφροτέραν της νεφέλης. Όταν, παιδί μου, σιωπάς και λέγης την ευχήν με προσοχήν, δηλαδή, να προσέχη ο νους εις την λεγομένην ευχήν, χωρίς να ξεφεύγη σε κάτι άλλο εκτός της ευχής, τότε θα αρχίση ο νους σου να πλησιάζη την γλυκύτητα του Ιησού. Θα σε βοηθήση πάρα πολύ προς τούτο το να ταπεινώνης τον εαυτόν σου πάντοτε, συνεχώς να τον βλασφημής και ποτέ μη τον δικαιώνης, δηλαδή, εις οιανδήποτε υπόθεσιν
και πειρασμόν, πάντα το δίκαιον να το δίδης εις τον αδελφόν σου και να λέγης ότι εσύ έχεις λάθος πάντοτε, αυτό λέγεται ταπείνωσις.
7η. Πρόσεχε, παιδί μου, τας φαντασίας και τας αμαρτωλάς σκέψεις. Το παν στέκει εις τον λογισμόν, φρουρόν να αφήσης εις τον νουν σου, δια να προσέχη να μην αφήνη εικόνας ανηθίκους να εισέρχωνται εις τον χώρον του φανταστικού, διότι πάραυτα γεννάται άμεσος κίνδυνος η ψυχή να αμαρτήση και να λυπήση Εκείνον, που δια όλους μας εσταυρώθη επάνω εις το τότε άτιμον ξύλον του νυν τιμίου Σταυρού. Μοιχεία γίνεται ψυχικώς πολύ εύκολα, όταν αφήσωμεν μέσα μας τους αισχρούς λογισμούς με τας ομοίας των φαντασίας να μας κυριεύσουν. Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη μοιχεία ψυχική. Πρόσεχε, παιδί μου, τα μάτια, αν θέλης να νικήσης το της πορνείας δαιμόνιον.
Επίσης επικίνδυνον ουχί εις μικρότερον βαθμόν είναι το να κοιτάζης άπρεπες εικόνες, εφημερίδες, περιοδικά κ.λ.π.
8η. Η μεγαλυτέρα εκκλησία, που ευφραίνει τον Θεόν να κατοική, είναι εκείνη, που με τα ίδια Του χέρια ελεπτούργησε, η ύπαρξίς μας ολόκληρη, η ψυχή μας, όταν είναι καθαρή. Η καρδιακή καθαρότης συνίσταται, εις το να είναι ο νους απηλλαγμένος κακών σκέψεων, εξ ων πηγάζουν τα κακά και εμπαθή αισθήματα, που επιφέρουν τους εμπαθείς εις το σώμα ερεθισμούς, οπότε αμφότερα, ψυχή και σώμα, μολύνονται και κατά εν ποσοστόν χάνεται η καθαρότης αμφοτέρων και το αμόλυντον. Η πρωταρχική κακή και εμπαθής σκέψις, πρωτίστως δε ταύτης η εμπαθής φαντασία είναι η αφετηρία όλων των ειδών της αμαρτίας. Κανέν αμάρτημα δεν γίνεται εις την πράξιν, εάν δεν προηγηθή η κακή σκέψις δια της φαντασίας. Άρα λοιπόν, δια να επιτευχθή το μέγιστον των καλών, η καθαρότης εις την κυριολεξίαν της, χρειάζεται να καθαρίσωμεν τον νουν μας, από αμαρτωλάς φαντασίας και σκέψεις. Μόνον έτσι αποκτάται η καθαρότης με σταθερά θεμέλια. Εάν θέλωμεν να κόψωμεν τας κακάς πράξεις, χωρίς την επιμέλειαν των εσωτερικών λογισμών, μάτην κοπιώμεν. Όταν επιμεληθώμεν την καθαρότητα της ψυχής, θα κατοικήση εις αυτήν ο Θεός της δόξης, θα γίνη ναός Του άγιος πολυτελής, ευωδιάζων με το θυμίαμα της αδιαλείπτου ευχής προς Αυτόν.
9η. Τι και εάν σωματικώς κοπιάζωμεν και μοχθούμεν ημέρας και νυκτός και έσωθεν δεν επιμελούμεθα να ανασπάσωμεν τα ριζίδια, εξ ων παν κακόν βλαστάνει; Έχομεν απόλυτον ανάγκην νήψεως και αδιαλείπτου προσευχής, ίνα το κακόν, που εμφωλεύει μέσα μας, το αποβάλωμεν και το αντικαταστήσωμεν με το πνευματικόν καλόν. Προσέχετε να μη σας κλέπτη την προφορικήν ευχήν η ημέρα με την εργασίαν, φωνάζετε το υπερένδοξον και γλυκύ όνομα του Ιησού μας και Αυτός δεν αργεί να έλθη αμέσως εις βοήθειαν και παρηγορίαν. Και τι δεν ημπορεί να διορθώση και να ανακαινίση η ευλογημένη ευχή! Πιέζετε τον εαυτόν σας εις την ευχήν, διατί να περιέρχεται ο νους εδώ και εκεί και να μη στρέφεται εις τον Ιησούν μας, που δι’ Αυτόν αφήσαμε τα πάντα και δι’ Αυτόν υπομένομεν τα πάντα!
10η. Παιδί μου, φύλαττε τον νουν σου από τας κακάς σκέψεις, δίωκε αυτάς αμέσως μόλις έλθουν με την ευχήν του Ιησού Χριστού, διότι, όπως αι μέλισσαι φεύγουν, όταν τας καπνίσουν, ούτω και το Πνεύμα το Άγιον φεύγει, όταν οσφρανθεί δυσωδίαν καπνού αισχρών λογισμών. Και όπως αι μέλισσαι πηγαίνουν εις άνθη, όπου έχουν χυμόν μέλιτος, ούτως και το Άγιον Πνεύμα πηγαίνει εις νουν και καρδίαν, όπου εργάζεται τον γλυκήν χυμόν των αρετών και των καλών σκέψεων.
Ο νους να προσέχη χωρίς φαντασίαν εις τα λόγια της ευχής, που θα προφέρη είτε ο νους είτε το σώμα. Ο στόχος όλων των μεθόδων, δηλαδή το επίκεντρον, είναι να προσευχώμεθα χωρίς φαντασίαν, με την προσοχήν εις τα λόγια που λέγει είτε ο νους είτε το στόμα.
11η. Εκ πείρας γνωρίζω ότι τόσον το σωματικόν όσον και το πνευματικόν μέρος του αγωνιζομένου τα ανακαινίζει η ευσέβεια δια της ησυχίας, της προσευχής, της μελέτης, των καθαρτικών δακρύων, της αληθούς μετανοίας και της θεωρίας των θείων πραγμάτων. Βοηθεί βέβαια και η άσκησις, όταν υπάρχη ισχύς σώματος, όταν αύτη λείπη, η ευχαριστία και η αυτομεμψία αναπληροί την άσκησιν. Η περιεκτική ευσέβεια και νήψις είναι το παν, είναι τα αληθή τεκμήρια ζώσης ψυχής εν Χριστώ. Όταν αυτά λείπουν και μόνον ο ασκητισμός μονομερής γίνεται, ή ολίγον ωφελείται ο άνθρωπος ή χάνεται κατά κράτος επαιρόμενος και από τους επαίνους των ανθρώπων και των λογισμών. Μη έχων δε νήψιν, αυτό το περιεκτικόν φως της ψυχής, το ανεκτίμητον εις την αξίαν, χάνει τους κόπους του, καθώς είδαμε και εις τα βιβλία, ότι πολλοί ασκηταί εν ερήμω εχάθησαν κυριολεκτικώς.
Η άσκησις εικονίζεται ως φύλλα δένδρου, η δε νήψις ως καρπός, εκ των καρπών γνώσεσθε αυτούς, περί καρπού διετάχθημεν. Ο Θεός ας μας φωτίζη πώς να βαδίζωμεν, διότι έλειψαν και οι αληθινοί οδηγοί και ο καθείς βαδίζει ίδιον δρόμον. Ο Θεός ας γίνη εις όλους μας, ακριβής ποδηγέτης.
12η. Τέκνα μου, ό,τι θλιβερόν σας ενθυμίζει ο εχθρός της ψυχής μας διάβολος, προσπαθήστε να το διώκετε αμέσως, χωρίς αναβολήν, διότι η κάθε καθυστέρησις επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα. Ο διάβολος νικάται κατά κράτος με την προσευχήν και με την νήψιν. Η ουσία της νήψεως συνίσταται εις το να αγρυπνώμεν ανύστακτα νοερώς εναντίον των εμπαθών λογισμών και φαντασιών των αισχρών δαιμόνων. Εδώ η ζωή και ο θάνατος, η αχρείωσις και η βελτίωσις. Με άλλα λόγια ψυχή προσευχομένη νοερώς και βδελυσσομένη και καταφρονούσα τους ποικίλους πονηρούς λογισμούς καθαίρεται συν τω χρόνω και εξαγιάζεται.
13η. Ας φύγωμεν την προσβολήν του λογισμού και ας αντισταθώμεν εις την αρχήν της εμφανίσεως της αμαρτίας ως λογισμού ψιλού και χάριτι Χριστού θα φύγωμεν πείραν πολύ πικράν και δυσκαταγώνιστον. Εις την αρχήν η αμαρτία ως αλώπηξ πονηρά, ύπουλα και ανεπαίσθητα, με τρόπον έρχεται και προσβάλλει και πείθει ότι μύρμηγξ εστί και ουκέτι χρεία προσοχής και ως επί μύρμηγκος ο αγών, και αμελεί και χαυνώνεται η ψυχή, και κατόπιν ο ελάχιστος μύρμηγξ, εν ελαχίστω χρόνω γίνεται λέων αδάμαστος και κόπος πολύς επί της ψυχής.
14η. Εις τον πόλεμον τον σαρκικόν, μόνον τα νώτα σώζουν τον άνθρωπον, δηλαδή να φεύγωμεν τας φαντασίας και τους λογισμούς, μόλις εμφανισθούν. Καθόλου μη κάθεσαι να περιεργασθής ή να συνομιλήσης με τας φαντασίας! Μεγάλη και τρομερή παγίδα η φαντασία, ό,τι κανείς αποφεύγει δια των οφθαλμών και της αφής, τούτο ευκολώτατα το πλησιάζει η φαντασία. Αγωνίζου να καταστήσης τον νουν σου αφάνταστον καθ’ ολοκληρίαν, από κάθε τι το κοσμικόν εκτός του μοναστηρίου σου. Μόνον μία μνήμη να τα αντικαταστήση όλα, η μνήμη του λατρευτού μας Ιησού.
Αν κάτι εις το κελλί σου σε φέρη εις μνήμην τινά, εξ ανάγκης πρέπει να το αποβάλης, ούτως ώστε να αποσοβήσης με κάθε μέσον την λαβήν προς πόλεμον. Προσπάθησε το παρελθόν σου να το σβήσης και όταν αυτό ξεσηκώνεται να σε πνίξη, τότε κάλει τον Ιησούν και Αυτός είναι έτοιμος να σε βοηθήση.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Β΄ Περί Νοεράς και Καρδιακής Προσευχής
Προσεύχεσθε παρακαλώ, κατά την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσς. 5,17 ). Οι νηπτικοί πατέρες λέγουν: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη καλώς και ει καλώς προσεύξη, θεολόγος ει». Πράγματι, οι νηπτικοί πατέρες της ερήμου διδάσκουν ότι, δια της ποικίλης ασκήσεως, πράξεως και θεωρίας και της ηθικής και πνευματικής φιλοσοφίας της νήψεως και της προσευχής, ο νους του ανθρώπου καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται και εν συνεχεία αποκτά το της θεολογίας χάρισμα. Θεολογίαν ουχί γνωσιολογικήν, ως έχουν οι θεολόγοι των πανεπιστημίων, αλλά θεολογίαν προερχομένην και αναβλύζουσαν εκ της θεϊκής πηγής, ένθα οι ποταμοί της όντως θείας θεολογίας αενάως απορρέουν. Οι άγιοι νηπτικοί πατέρες λέγουν ότι ο νους αποστάς της του Θεού θεωρίας ή κτηνώδης γίνεται ή θηριώδης. Αντιθέτως δε ο νους δια της προσευχής και μάλιστα της νοεράς, γίνεται θεοειδής ελλαμπόμενος με θείας μαρμαρυγάς. Από την προσευχήν εξαρτάται η σωτηρία του ανθρώπου, διότι αύτη τον ενώνει και τον πλησιάζει με τον Θεόν. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος είναι πλησίον του Θεού, είναι επόμενον να μη λοξοδρομή από τον ηθικόν δρόμον, διότι προσέχει το κάθε του βήμα. Παρ’ όλην όμως την προσοχήν αυτήν, ο διάβολος δεν παύει να μας παραμονεύη πάντοτε, δια να μας εύρη εις στιγμήν και ώραν αδυναμίας μας και ούτω να μας παρασύρη εις τον δρόμον του, που πάντοτε είναι λίαν κατηφορικός. Δια τούτο, αγαπητά μου τέκνα, επιβάλλεται, ως απαραίτητος προϋπόθεσις, να είμεθα πάντοτε ωπλισμένοι με την συνεχή προσευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι την προσευχήν την επιτίθενται οι δαίμονες και την προσβάλλουν, όπως την καταστήσουν κενήν δια κακού μετεωρισμού. Σκέψεις πάσης φύσεως περικυκλώνουν τον νουν του ταλαιπώρου ανθρώπου εν καιρώ της προσευχής, όπως συλήσουν τον καρπόν της προσευχής και αφήσουν μόνον τα οστά αυτής, δηλαδή, τον κόπον και την προσπάθειαν εις τον προσευχόμενον. Δια τούτο ο θέλων να προσευχηθή καλώς, χρεωστεί προηγουμένως, πριν ακόμη αρχίση να προφέρη την προσευχήν, να αποδιώκη κάθε είδος μερίμνης και οιονδήποτε λογισμόν. Ο δε νους ως επίσκοπος να τίθεται εν πολλή προσοχή παρακολουθών τα προφερόμενα λόγια, τα δια του στόματος λεγόμενα, ώστε η προσευχή να γίνη πηγή καρποφόρος θείας βοηθείας και χάριτος. Κατά τους πατέρας ο σατανάς θα τίθεται πάντοτε ως σκόλωψ και πέτρα σκανδάλου εις την αγίαν προσευχήν και τούτο διότι σφόδρα ενοχλείται και καίεται εξ αυτής. Λοιπόν, τέκνα μου, βιασθήτε εις την προσευχήν, και ενθυμηθήτε και εμέ τον ταλαίπωρον Γέροντά σας, όπως με ελεήση ο Κύριος.
2α. Άμεσος πνευματική ανάγκη δια να φυλάξωμεν την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην, είναι η επιμέλεια της προσευχής. Αγωνισθήτε εις την ευχήν, εάν θέλετε ο Χριστός μας να ενοικήση εν υμίν, και Αυτός θα συναγωνισθή μεθ’ υμών, ο εμπειρότατος στρατηγός, και Αυτός θα υπερμαχήση, και εις υμάς την νίκην θα χαρίση. Ως λέοντες βρυχόμενοι, ούτω γινόμεθα, όταν της ευχής δραξώμεθα κραταιώς, όχι αμελώς, όχι χλιαρώς, αλλά δυνάμει ψυχής! Τονωθήτε δια του λογισμού, ότι η ευχή είναι το παν. Άνευ ευχής γενικός μαρασμός, πτώσις εις πτώσιν. Αν εν καιρώ πειρασμού κρατήσωμεν την ευχήν πάση δυνάμει, αναποφεύκτως θα υπερισχύσωμεν του διαβόλου και την νίκην εις το πανάγιον όνομα του Χριστού θα αποδώσωμεν.
3η. Εσύ, παιδί μου, με όπλον ανά χείρας την ευχήν, μάχου υπέρ θείων επάλξεων, διότι όστις αγωνισθή θα στεφανωθή, αλλά όχι με κλάδον ελαίας, αλλά με αμαράντινον στέφανον αιωνίου δόξης εις την άνω Ιερουσαλήμ! Αξίζει ο αγώνας αυτός, διότι μένει η δόξα αμάραντος και αιωνία, ενώ των αθλητών περί τα πρόσκαιρα αγωνιζομένων είναι προσωρινή και ματαία! Δια τούτο πρέπει με θυσίαν, με στέρησιν, να αγωνισθώμεν, όπως δοξασθή και από ημάς τους ευτελείς το άγιον όνομα του Θεού.
4η. Παιδιά μου, παρακαλώ δια την αγάπην του Θεού, μη σταματάτε την ευχήν του Χριστού μας, ουδέ επ’ ελάχιστον. Τα χείλη σας συνεχώς να μουρμουρίζουν τον Ιησούν, τον καταλύτην του διαβόλου και πάσης μηχανορραφίας αυτού. Φωνάζετε αδιακόπως εις βοήθειάν σας τον Χριστόν μας και Αυτός πάραυτα σπεύδει ολοκαρδίως να μας βοηθήση. Όπως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, όταν τοιούτος γένηται, καθίσταται άκλεπτος και απλησίαστος, έτσι λοιπόν και η ψυχή του έχοντος την ευχήν με θέρμην Χριστού. Οι δαίμονες δεν την πλησιάζουν, και πως; Διότι εάν την εγγίσουν, θα καούν από το θεϊκόν πυρ όπερ εμπερικλείει μέσα του το θείον όνομα. Όποιος προσεύχεται φωτίζεται και όστις δεν εύχεται, σκοτίζεται. Η προσευχή είναι πάροχος θείου φωτός. Δια τούτο και κάθε καλώς προσευχόμενος άνθρωπος γίνεται φωτοειδής όλος, και το Πνεύμα του Θεού ενοικεί εν αυτώ. Εάν μας πλησιάζη αθυμία, ραθυμία, ακηδία κ.λ.π., ας προσευχώμεθα εμφόβως, εμπόνως και με πολλήν εγρήγορσιν νοός και το θαύμα της παρηγορίας και της χαράς, θα μας γίνη αμέσως χάριτι Θεού. Άνθρωπος που προσεύχεται δεν είναι δυνατόν να κρατήση κακίαν εις άνθρωπον, μήτε να μη τον συγχωρήση εις οιονδήποτε σφάλμα του. Τα πάντα αποτεφρώνονται, όταν προσεγγίσουν εις το πυρ της του Ιησού ευχής. Λοιπόν, παιδιά μου, αγωνισθήτε εις την σωτήριον και αγίαν προσευχήν του Χριστού μας, όπως γίνετε φωτοειδείς και αγιασθήτε. Ευχηθήτε και δι’ εμέ τον ράθυμον και αμαρτωλόν, όπως ίλεως γένηται ο Θεός επί το πλήθος των αμαρτιών μου, όσον και επί των αμετρήτων ευθυνών μου.
5η. Παιδί μου, μνημόνευε Ιησούν διαπαντός, ίνα εις όλας τας αδυναμίας εύρης το κατάλληλον φάρμακον. Πόνον έχεις; Δια της επικλήσεως του Ιησού θα εύρης ανακούφισιν και φώτισιν. Θλίψιν έχεις; Ιησούν επικαλού και ιδού η παρηγορία θα ανατείλη εις την σφαίραν της καρδίας σου. Απογοήτευσις σε καταλαμβάνει; Μην αμελής να ακουμβήσης τας ελπίδας σου εις τον Ιησούν και θάρρους και σθένους πλησθήσεται η ψυχή σου. Λογισμοί σαρκικοί σε απασχολούν και σε έλκουν προς αισθησιακάς ηδονάς; Λάβε το καταναλίσκον πυρ εν ονόματι Ιησού και βάλε φωτιά εις τα ζιζάνια. Υπόθεσις βιωτική σε θλίβει; Ειπέ: Φώτισέ με, Ιησού μου, πώς να διεξαγάγω την επικειμένην μοι υπόθεσιν και φέρε την συμφώνως τω αγίω Σου θελήματι. Και ιδού θα ειρηνεύσης και με ελπίδα θα βαδίσης. Εις πάντα και δια πάντων, το όνομα του Ιησού θέσε βάσιν, ανάρτησιν, διακόσμησιν και σκέπην και μη φοβού εχθρούς. Τότε να φοβάσαι, όταν τα πάντα διέρχεσαι άνευ Ιησού. Άνευ φαρμάκου μη περιμένης ιατρείαν και το αποτέλεσμα σήψις. Προσπάθησον εις την ευχήν, παιδί μου, και τότε θα γνωρίσης μεγίστην ωφέλειαν και ανάπαυσιν και ξεκούρασιν ψυχικήν.
6η. Κράζετε το όνομα του Θεού, ο Θεός είναι έτοιμος εις βοήθειαν παντί τω αιτούντι. Μη ξεχνάτε την ευχήν, αγιάζεται εξ ολοκλήρου το είναι του ανθρώπου δια της ευχής, είναι το μόνον πράγμα, που δεν δύνανται να πράξουν όσοι δεν θα αγωνισθούν μέχρι αίματος. Τι ωραιότερον προσευχής! Όστις προσεύχεται, φωτίζεται και γνωρίζει τι το θέλημα του Θεού. Και πως το γνωρίζει αυτό; Βέβαια όταν καλώς προσεύχεται. Και πότε καλώς προσεύχεται; Όταν την προσευχήν την στέλλη εις τον Θεόν με όλα της τα συστατικά. Και ποία είναι αυτά που την νοστιμεύουν; Η ταπείνωσις, τα δάκρυα, η αυτομεμψία, η απλότης και δη η υπακοή με την αγάπην. Η προσευχή ρίχνει φως και αυτό το φως δεικνύει τον σωστόν δρόμον, που θέλει ο Θεός. Η ευχή ας είναι αδιάπτωτος και τοιουτοτρόπως ευχόμενοι θα διατηρηθήτε άτρωτοι από πάσης πλευράς. Όταν ευρίσκεσθε εις κατάστασιν εμπαθών λογισμών, αναλάβετε σύντονον ευχήν με προθυμίαν και αμέσως θα γνωρίσητε ωφέλειαν ανακουφίσεως. Κρατάτε σταθερά την προσευχήν του Ιησού μας.
7η. Λέγε την ευχήν με πόνον και πένθος ψυχής, και τότε θα νοιώθης διαφορετικά τον εαυτόν σου. Πρόσεχε μόνον σεαυτώ! Τότε θα ιδής τον εαυτόν σου και βλέποντας τούτον θα πονέσης και ο πόνος θα σου φέρη το έλεος του Θεού. Μη προσέχης κτύπους καρδίας εν καιρώ ευχής, μόνον κράτα αμετεώριστον τον νουν σου εις την ευχήν, αυτό είναι το κέντρον και ο σκοπός της ευχής.
Προσεύχου συνεχώς με την ευχήν, αύτη όλα θα τα διορθώση, διότι όποιος προσεύχεται, φωτίζεται και όποιος αμελεί την προσευχήν, ωσάν και εμέ, σκοτίζεται. Η προσευχή είναι ουράνιον φως και όποιος έχει την ευχήν μέσα του ή εις το στόμα του, έχει το φως το εκ της προσευχής πηγάζον μέσα εις την καρδίαν του, και αυτό φωτίζει τον άνθρωπον τι να σκέπτεται και πώς να προσέχη τον εαυτόν του από τας παγίδας του διαβόλου.
8η. Βιάζεσθε εις την ευχήν του Ιησού μας, αύτη θα γίνη τα πάντα, και τροφή και πόμα και ένδυμα και φως και παρηγορία και ζωή πνευματική, τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα ταύτην. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν ικανοποιείται. Τον Χριστόν θέλετε να αγαπήσετε; Την ευχήν νοσταλγήσατε και την ταπείνωσιν εγκολπώσασθε και τότε θα γνωρίσητε ότι η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Μην αφήνετε τας κακάς σκέψεις να σας κυριεύουν, να τας διώκετε αμέσως με την ευχήν. Ω, αυτή η ευχή τι θαύματα επιτελεί! Φωνάζετε την ευχήν και ο άγγελος ο φύλαξ θα σας στέλλη ευωδίαν πνευματικήν! Πολύ χαίρονται οι άγγελοι, όταν ο μοναχός εύχεται με την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού. Ο Ιησούς να είναι το εντρύφημα της ψυχής σας.
9η. Κράζετε την ευχήν ασταμάτητα, «ευλογημένη αρχή»! Ας μη σας εγκαταλείπη, μάλλον μην εγκαταλείπετε την ευχήν, την ζωήν της ψυχής, την πνοήν της καρδίας, το έαρ το μυροβόλον, που δημιουργεί την πνευματικήν άνοιξιν εις την βιαζομένην ψυχήν. Προσευχή, παιδιά μου, και ταπείνωσις είναι τα πανίσχυρα όπλα, που πρέπει να κρατώμεν ανά χείρας συνεχώς, με ανύστακτον
προσοχήν, διότι ταύτα θα μας δώσουν συν Θεώ την νίκην κατά των δαιμόνων.
10η. Υπομονή, παιδιά μου, μη χάνετε το θάρρος σας, λέγετε έντονα την ευχήν, μην σκορπίζετε τον νουν σας εις τα γήϊνα, έστω και αν έχετε μερίμνας, ως παρερχόμενα να τα τοποθετήτε μέσα σας, μόνον την προσευχήν και την μνήμην του θανάτου να έχετε προ οφθαλμών σας διηνεκώς, «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15,8 ).
Εάν εύχεσθε έντονα και αδιάλειπτα, δεν θα πέσετε, εάν την προσευχήν αμελήσετε, να ηξεύρετε, θα έχετε γενικήν πτώσιν.
11η. Εύχομαι, παιδί μου, πνευματικώς να πηγαίνης καλά. Οι δυσκολίες θα υπάρχουν, καθώς και οι πειρασμοί και τόσα άλλα, αυτά όλα όμως θα τα αντιμετωπίσωμεν με την προσευχήν και τον φόβον του Θεού. Ο διάβολος σαν λιοντάρι τρέχει εδώ και εκεί με λύσσαν, να εύρη κάποιον να τον κατασπαράξη. Δια τούτο και ημείς πρέπει να έχωμεν προσοχήν πολλήν και συνεχώς προσευχήν εις τον Χριστόν και την Παναγίαν, έως ότου τον καταργήση η δύναμις του Θεού και σταματήση την κακίαν του. Εσύ, παιδί μου, μη χάνης το θάρρος σου, αντιπολέμα τον εχθρόν με όλην την δύναμιν της ψυχής σου και η χάρις του Θεού δεν σε αφήνει να πάθης κανέν κακόν.
12η. Να επιμένετε εις την ευχήν, μη νομίσητε ότι τόσον εύκολα κατορθώνονται τα μεγάλα αγαθά. Θα κοπιάσετε, θα ιδρώσετε και θα ίδη ο Θεός τον κόπον και την ταπείνωσίν σας και τότε θα σας χαρίση εν ευκολία την ευχήν. Όσον εσείς θα λέγετε την ευχήν τόσον εμένα-κυρίως δε τον Θεόν-θα χαροποιήτε και την ψυχήν σας θα ελαφρώνετε. Πρέπει ο ένας να βοηθή τον άλλον υπό την εξής έννοιαν: όταν λέγετε την ευχήν εκφώνως, όταν τύχη κανείς να μη την λέγη και γυρίζη ο νους του αλλού, ακούοντας τους άλλους, ξυπνά από τον μετεωρισμόν και τον ελέγχει η συνείδησις, διατί να μη λέγη και αυτός την ευχήν, αλλά κάθεται και μετεωρίζεται, και αμέσως τότε και αυτός αρχίζει την ευχήν, οπότε εφαρμόζεται το λόγιον: «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά» (Παροιμίαι, 18,19 ) και «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2 ).
Β΄ Περί Νοεράς και Καρδιακής Προσευχής
Προσεύχεσθε παρακαλώ, κατά την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσς. 5,17 ). Οι νηπτικοί πατέρες λέγουν: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη καλώς και ει καλώς προσεύξη, θεολόγος ει». Πράγματι, οι νηπτικοί πατέρες της ερήμου διδάσκουν ότι, δια της ποικίλης ασκήσεως, πράξεως και θεωρίας και της ηθικής και πνευματικής φιλοσοφίας της νήψεως και της προσευχής, ο νους του ανθρώπου καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται και εν συνεχεία αποκτά το της θεολογίας χάρισμα. Θεολογίαν ουχί γνωσιολογικήν, ως έχουν οι θεολόγοι των πανεπιστημίων, αλλά θεολογίαν προερχομένην και αναβλύζουσαν εκ της θεϊκής πηγής, ένθα οι ποταμοί της όντως θείας θεολογίας αενάως απορρέουν. Οι άγιοι νηπτικοί πατέρες λέγουν ότι ο νους αποστάς της του Θεού θεωρίας ή κτηνώδης γίνεται ή θηριώδης. Αντιθέτως δε ο νους δια της προσευχής και μάλιστα της νοεράς, γίνεται θεοειδής ελλαμπόμενος με θείας μαρμαρυγάς. Από την προσευχήν εξαρτάται η σωτηρία του ανθρώπου, διότι αύτη τον ενώνει και τον πλησιάζει με τον Θεόν. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος είναι πλησίον του Θεού, είναι επόμενον να μη λοξοδρομή από τον ηθικόν δρόμον, διότι προσέχει το κάθε του βήμα. Παρ’ όλην όμως την προσοχήν αυτήν, ο διάβολος δεν παύει να μας παραμονεύη πάντοτε, δια να μας εύρη εις στιγμήν και ώραν αδυναμίας μας και ούτω να μας παρασύρη εις τον δρόμον του, που πάντοτε είναι λίαν κατηφορικός. Δια τούτο, αγαπητά μου τέκνα, επιβάλλεται, ως απαραίτητος προϋπόθεσις, να είμεθα πάντοτε ωπλισμένοι με την συνεχή προσευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας. Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι την προσευχήν την επιτίθενται οι δαίμονες και την προσβάλλουν, όπως την καταστήσουν κενήν δια κακού μετεωρισμού. Σκέψεις πάσης φύσεως περικυκλώνουν τον νουν του ταλαιπώρου ανθρώπου εν καιρώ της προσευχής, όπως συλήσουν τον καρπόν της προσευχής και αφήσουν μόνον τα οστά αυτής, δηλαδή, τον κόπον και την προσπάθειαν εις τον προσευχόμενον. Δια τούτο ο θέλων να προσευχηθή καλώς, χρεωστεί προηγουμένως, πριν ακόμη αρχίση να προφέρη την προσευχήν, να αποδιώκη κάθε είδος μερίμνης και οιονδήποτε λογισμόν. Ο δε νους ως επίσκοπος να τίθεται εν πολλή προσοχή παρακολουθών τα προφερόμενα λόγια, τα δια του στόματος λεγόμενα, ώστε η προσευχή να γίνη πηγή καρποφόρος θείας βοηθείας και χάριτος. Κατά τους πατέρας ο σατανάς θα τίθεται πάντοτε ως σκόλωψ και πέτρα σκανδάλου εις την αγίαν προσευχήν και τούτο διότι σφόδρα ενοχλείται και καίεται εξ αυτής. Λοιπόν, τέκνα μου, βιασθήτε εις την προσευχήν, και ενθυμηθήτε και εμέ τον ταλαίπωρον Γέροντά σας, όπως με ελεήση ο Κύριος.
2α. Άμεσος πνευματική ανάγκη δια να φυλάξωμεν την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην, είναι η επιμέλεια της προσευχής. Αγωνισθήτε εις την ευχήν, εάν θέλετε ο Χριστός μας να ενοικήση εν υμίν, και Αυτός θα συναγωνισθή μεθ’ υμών, ο εμπειρότατος στρατηγός, και Αυτός θα υπερμαχήση, και εις υμάς την νίκην θα χαρίση. Ως λέοντες βρυχόμενοι, ούτω γινόμεθα, όταν της ευχής δραξώμεθα κραταιώς, όχι αμελώς, όχι χλιαρώς, αλλά δυνάμει ψυχής! Τονωθήτε δια του λογισμού, ότι η ευχή είναι το παν. Άνευ ευχής γενικός μαρασμός, πτώσις εις πτώσιν. Αν εν καιρώ πειρασμού κρατήσωμεν την ευχήν πάση δυνάμει, αναποφεύκτως θα υπερισχύσωμεν του διαβόλου και την νίκην εις το πανάγιον όνομα του Χριστού θα αποδώσωμεν.
3η. Εσύ, παιδί μου, με όπλον ανά χείρας την ευχήν, μάχου υπέρ θείων επάλξεων, διότι όστις αγωνισθή θα στεφανωθή, αλλά όχι με κλάδον ελαίας, αλλά με αμαράντινον στέφανον αιωνίου δόξης εις την άνω Ιερουσαλήμ! Αξίζει ο αγώνας αυτός, διότι μένει η δόξα αμάραντος και αιωνία, ενώ των αθλητών περί τα πρόσκαιρα αγωνιζομένων είναι προσωρινή και ματαία! Δια τούτο πρέπει με θυσίαν, με στέρησιν, να αγωνισθώμεν, όπως δοξασθή και από ημάς τους ευτελείς το άγιον όνομα του Θεού.
4η. Παιδιά μου, παρακαλώ δια την αγάπην του Θεού, μη σταματάτε την ευχήν του Χριστού μας, ουδέ επ’ ελάχιστον. Τα χείλη σας συνεχώς να μουρμουρίζουν τον Ιησούν, τον καταλύτην του διαβόλου και πάσης μηχανορραφίας αυτού. Φωνάζετε αδιακόπως εις βοήθειάν σας τον Χριστόν μας και Αυτός πάραυτα σπεύδει ολοκαρδίως να μας βοηθήση. Όπως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, όταν τοιούτος γένηται, καθίσταται άκλεπτος και απλησίαστος, έτσι λοιπόν και η ψυχή του έχοντος την ευχήν με θέρμην Χριστού. Οι δαίμονες δεν την πλησιάζουν, και πως; Διότι εάν την εγγίσουν, θα καούν από το θεϊκόν πυρ όπερ εμπερικλείει μέσα του το θείον όνομα. Όποιος προσεύχεται φωτίζεται και όστις δεν εύχεται, σκοτίζεται. Η προσευχή είναι πάροχος θείου φωτός. Δια τούτο και κάθε καλώς προσευχόμενος άνθρωπος γίνεται φωτοειδής όλος, και το Πνεύμα του Θεού ενοικεί εν αυτώ. Εάν μας πλησιάζη αθυμία, ραθυμία, ακηδία κ.λ.π., ας προσευχώμεθα εμφόβως, εμπόνως και με πολλήν εγρήγορσιν νοός και το θαύμα της παρηγορίας και της χαράς, θα μας γίνη αμέσως χάριτι Θεού. Άνθρωπος που προσεύχεται δεν είναι δυνατόν να κρατήση κακίαν εις άνθρωπον, μήτε να μη τον συγχωρήση εις οιονδήποτε σφάλμα του. Τα πάντα αποτεφρώνονται, όταν προσεγγίσουν εις το πυρ της του Ιησού ευχής. Λοιπόν, παιδιά μου, αγωνισθήτε εις την σωτήριον και αγίαν προσευχήν του Χριστού μας, όπως γίνετε φωτοειδείς και αγιασθήτε. Ευχηθήτε και δι’ εμέ τον ράθυμον και αμαρτωλόν, όπως ίλεως γένηται ο Θεός επί το πλήθος των αμαρτιών μου, όσον και επί των αμετρήτων ευθυνών μου.
5η. Παιδί μου, μνημόνευε Ιησούν διαπαντός, ίνα εις όλας τας αδυναμίας εύρης το κατάλληλον φάρμακον. Πόνον έχεις; Δια της επικλήσεως του Ιησού θα εύρης ανακούφισιν και φώτισιν. Θλίψιν έχεις; Ιησούν επικαλού και ιδού η παρηγορία θα ανατείλη εις την σφαίραν της καρδίας σου. Απογοήτευσις σε καταλαμβάνει; Μην αμελής να ακουμβήσης τας ελπίδας σου εις τον Ιησούν και θάρρους και σθένους πλησθήσεται η ψυχή σου. Λογισμοί σαρκικοί σε απασχολούν και σε έλκουν προς αισθησιακάς ηδονάς; Λάβε το καταναλίσκον πυρ εν ονόματι Ιησού και βάλε φωτιά εις τα ζιζάνια. Υπόθεσις βιωτική σε θλίβει; Ειπέ: Φώτισέ με, Ιησού μου, πώς να διεξαγάγω την επικειμένην μοι υπόθεσιν και φέρε την συμφώνως τω αγίω Σου θελήματι. Και ιδού θα ειρηνεύσης και με ελπίδα θα βαδίσης. Εις πάντα και δια πάντων, το όνομα του Ιησού θέσε βάσιν, ανάρτησιν, διακόσμησιν και σκέπην και μη φοβού εχθρούς. Τότε να φοβάσαι, όταν τα πάντα διέρχεσαι άνευ Ιησού. Άνευ φαρμάκου μη περιμένης ιατρείαν και το αποτέλεσμα σήψις. Προσπάθησον εις την ευχήν, παιδί μου, και τότε θα γνωρίσης μεγίστην ωφέλειαν και ανάπαυσιν και ξεκούρασιν ψυχικήν.
6η. Κράζετε το όνομα του Θεού, ο Θεός είναι έτοιμος εις βοήθειαν παντί τω αιτούντι. Μη ξεχνάτε την ευχήν, αγιάζεται εξ ολοκλήρου το είναι του ανθρώπου δια της ευχής, είναι το μόνον πράγμα, που δεν δύνανται να πράξουν όσοι δεν θα αγωνισθούν μέχρι αίματος. Τι ωραιότερον προσευχής! Όστις προσεύχεται, φωτίζεται και γνωρίζει τι το θέλημα του Θεού. Και πως το γνωρίζει αυτό; Βέβαια όταν καλώς προσεύχεται. Και πότε καλώς προσεύχεται; Όταν την προσευχήν την στέλλη εις τον Θεόν με όλα της τα συστατικά. Και ποία είναι αυτά που την νοστιμεύουν; Η ταπείνωσις, τα δάκρυα, η αυτομεμψία, η απλότης και δη η υπακοή με την αγάπην. Η προσευχή ρίχνει φως και αυτό το φως δεικνύει τον σωστόν δρόμον, που θέλει ο Θεός. Η ευχή ας είναι αδιάπτωτος και τοιουτοτρόπως ευχόμενοι θα διατηρηθήτε άτρωτοι από πάσης πλευράς. Όταν ευρίσκεσθε εις κατάστασιν εμπαθών λογισμών, αναλάβετε σύντονον ευχήν με προθυμίαν και αμέσως θα γνωρίσητε ωφέλειαν ανακουφίσεως. Κρατάτε σταθερά την προσευχήν του Ιησού μας.
7η. Λέγε την ευχήν με πόνον και πένθος ψυχής, και τότε θα νοιώθης διαφορετικά τον εαυτόν σου. Πρόσεχε μόνον σεαυτώ! Τότε θα ιδής τον εαυτόν σου και βλέποντας τούτον θα πονέσης και ο πόνος θα σου φέρη το έλεος του Θεού. Μη προσέχης κτύπους καρδίας εν καιρώ ευχής, μόνον κράτα αμετεώριστον τον νουν σου εις την ευχήν, αυτό είναι το κέντρον και ο σκοπός της ευχής.
Προσεύχου συνεχώς με την ευχήν, αύτη όλα θα τα διορθώση, διότι όποιος προσεύχεται, φωτίζεται και όποιος αμελεί την προσευχήν, ωσάν και εμέ, σκοτίζεται. Η προσευχή είναι ουράνιον φως και όποιος έχει την ευχήν μέσα του ή εις το στόμα του, έχει το φως το εκ της προσευχής πηγάζον μέσα εις την καρδίαν του, και αυτό φωτίζει τον άνθρωπον τι να σκέπτεται και πώς να προσέχη τον εαυτόν του από τας παγίδας του διαβόλου.
8η. Βιάζεσθε εις την ευχήν του Ιησού μας, αύτη θα γίνη τα πάντα, και τροφή και πόμα και ένδυμα και φως και παρηγορία και ζωή πνευματική, τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα ταύτην. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν ικανοποιείται. Τον Χριστόν θέλετε να αγαπήσετε; Την ευχήν νοσταλγήσατε και την ταπείνωσιν εγκολπώσασθε και τότε θα γνωρίσητε ότι η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Μην αφήνετε τας κακάς σκέψεις να σας κυριεύουν, να τας διώκετε αμέσως με την ευχήν. Ω, αυτή η ευχή τι θαύματα επιτελεί! Φωνάζετε την ευχήν και ο άγγελος ο φύλαξ θα σας στέλλη ευωδίαν πνευματικήν! Πολύ χαίρονται οι άγγελοι, όταν ο μοναχός εύχεται με την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού. Ο Ιησούς να είναι το εντρύφημα της ψυχής σας.
9η. Κράζετε την ευχήν ασταμάτητα, «ευλογημένη αρχή»! Ας μη σας εγκαταλείπη, μάλλον μην εγκαταλείπετε την ευχήν, την ζωήν της ψυχής, την πνοήν της καρδίας, το έαρ το μυροβόλον, που δημιουργεί την πνευματικήν άνοιξιν εις την βιαζομένην ψυχήν. Προσευχή, παιδιά μου, και ταπείνωσις είναι τα πανίσχυρα όπλα, που πρέπει να κρατώμεν ανά χείρας συνεχώς, με ανύστακτον
προσοχήν, διότι ταύτα θα μας δώσουν συν Θεώ την νίκην κατά των δαιμόνων.
10η. Υπομονή, παιδιά μου, μη χάνετε το θάρρος σας, λέγετε έντονα την ευχήν, μην σκορπίζετε τον νουν σας εις τα γήϊνα, έστω και αν έχετε μερίμνας, ως παρερχόμενα να τα τοποθετήτε μέσα σας, μόνον την προσευχήν και την μνήμην του θανάτου να έχετε προ οφθαλμών σας διηνεκώς, «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15,8 ).
Εάν εύχεσθε έντονα και αδιάλειπτα, δεν θα πέσετε, εάν την προσευχήν αμελήσετε, να ηξεύρετε, θα έχετε γενικήν πτώσιν.
11η. Εύχομαι, παιδί μου, πνευματικώς να πηγαίνης καλά. Οι δυσκολίες θα υπάρχουν, καθώς και οι πειρασμοί και τόσα άλλα, αυτά όλα όμως θα τα αντιμετωπίσωμεν με την προσευχήν και τον φόβον του Θεού. Ο διάβολος σαν λιοντάρι τρέχει εδώ και εκεί με λύσσαν, να εύρη κάποιον να τον κατασπαράξη. Δια τούτο και ημείς πρέπει να έχωμεν προσοχήν πολλήν και συνεχώς προσευχήν εις τον Χριστόν και την Παναγίαν, έως ότου τον καταργήση η δύναμις του Θεού και σταματήση την κακίαν του. Εσύ, παιδί μου, μη χάνης το θάρρος σου, αντιπολέμα τον εχθρόν με όλην την δύναμιν της ψυχής σου και η χάρις του Θεού δεν σε αφήνει να πάθης κανέν κακόν.
12η. Να επιμένετε εις την ευχήν, μη νομίσητε ότι τόσον εύκολα κατορθώνονται τα μεγάλα αγαθά. Θα κοπιάσετε, θα ιδρώσετε και θα ίδη ο Θεός τον κόπον και την ταπείνωσίν σας και τότε θα σας χαρίση εν ευκολία την ευχήν. Όσον εσείς θα λέγετε την ευχήν τόσον εμένα-κυρίως δε τον Θεόν-θα χαροποιήτε και την ψυχήν σας θα ελαφρώνετε. Πρέπει ο ένας να βοηθή τον άλλον υπό την εξής έννοιαν: όταν λέγετε την ευχήν εκφώνως, όταν τύχη κανείς να μη την λέγη και γυρίζη ο νους του αλλού, ακούοντας τους άλλους, ξυπνά από τον μετεωρισμόν και τον ελέγχει η συνείδησις, διατί να μη λέγη και αυτός την ευχήν, αλλά κάθεται και μετεωρίζεται, και αμέσως τότε και αυτός αρχίζει την ευχήν, οπότε εφαρμόζεται το λόγιον: «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά» (Παροιμίαι, 18,19 ) και «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2 ).
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Β΄ Περί Νοεράς και Καρδιακής Προσευχής
13η. Της Μοναχικής ζωής κύριος σκοπός είναι να ενώνει πολύ δυνατά τους μοναχούς με τον Θεόν, που είναι το άκρως εφετόν. Όταν δε κανείς είναι ηνωμένος με τον Θεόν και όταν εις την καρδίαν του κατοική ο Θεός, τότε τίποτε δεν του λείπει. Δεν υπάρχει κανένα κενόν εις την ψυχήν του, μέσα του, αλλά και κανενός υλικού πράγματος, που του είναι απαραίτητον δια να ζήση εις την ζωήν αυτήν, δεν υστερείται. Και αυτό είναι μία ακόμη απόδειξις, που δείχνει, πόσον αγαπά ο Θεός τους υπακούοντας εις Αυτόν. Ο τρόπος δε που μας ενώνει τόσον στενά με τον Θεόν είναι η προσευχή. Και λέγοντας προσευχήν δεν εννοούμεν μόνον το να προσευχηθώμεν έμπροσθεν των εικόνων, αλλά μαζί με αυτό, που πρέπει να γίνεται, ο μοναχός χρησιμοποιεί πέντε λέξεις προσευχής, τας οποίας λέγει και όταν εργάζεται και όταν τρώγη και όταν κάθεται και όταν κάνη οποιανδήποτε ασχολίαν, χωρίς να σταματά! Τας λέγομεν δε, είτε με το στόμα, είτε με τον νουν, είτε με την καρδίαν: «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ». Το ότι δε τας λέγομεν συνεχώς, αυτό δεν μας κουράζει, εις την αρχήν πρέπει να επιμένη κανείς ολίγον, μετά όμως συνηθίζει και λέγει με μεγάλην ευκολίαν την ευχήν και δεν θέλει να την σταματήση. Λέγοντάς την δε κανείς νοιώθει τόσην ψυχικήν αγαλλίασιν, που και εις τας πλέον δυσκόλους στιγμάς, εάν υπάρξουν, δεν ταράσσεται, ούτε στενοχωρείται, αλλά με υπονονήν καταφεύγει εις τον Χριστόν, τον Οποίον παρακαλεί να τον ελεήση και ο Χριστός τον παρηγορεί και του δίνει χαράν. Τι ωραιότερον να παρακαλή κανείς κάθε λεπτόν τον Χριστόν και να λέγη το άγιον όνομά Του με τα χωματένια του χείλη; Υπάρχει μεγαλυτέρα τιμή; Εις τας λέξεις αυτάς υπάρχει ολόκληρη η θρησκεία μας. Λέγοντας «Κύριε», πιστεύομεν ότι ημείς είμεθα δούλοι του Θεού και Εκείνος κύριός μας, και αυτό τιμά τον Χριστόν, που Τον κάνομεν κύριόν μας, αλλά τιμά και ημάς, όπου είμεθα υπηρέται ενός τοιούτου κυρίου, ο οποίος είναι Θεός. Λέγοντας «Ιησού», που είναι το ανθρώπινον όνομα του Θεού, μας έρχεται εις τον νουν όλη η επί της γης ζωή του Χριστού, από την γέννησιν μέχρι την ανάληψίν Του. Λέγοντας «Χριστέ» που σημαίνει κεχρισμένος από τον Θεόν, βασιλεύς του ουρανού και της γης, δηλαδή σημαίνει Θεός με άλλους λόγους, ομολογούμεν και πιστεύομεν, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός μας, όστις εδημιούργησε τα πάντα και είναι εις τον ουρανόν και θα έλθη πάλι να κρίνη τον κόσμον. Λέγοντας «ελέησόν με», παρακαλούμεν τον Θεόν να στείλη εις ημάς την βοήθειάν Του και το έλεός Του, διότι παραδεχόμεθα ότι χωρίς την θείαν βοήθειαν είναι αδύνατον να κάμνωμεν τίποτε. Αύτη εν ολίγοις είναι η εξήγησις των αγίων αυτών λέξεων. Όποιος τας λέγει, δοκιμάζει πολλά πράγματα. Εύχομαι ολόψυχα ο γλυκύς μας Ιησούς να χαρίζη αυτήν την προσευχήν μέσα εις την ψυχήν, δια να γεύεται την πνευματικήν αμβροσίαν της προς γενικόν ανεφοδιασμόν της.
14η. Να προσεύχεσαι όσον το δυνατόν συχνότερα, προσπάθησε να κατανύγεσαι, να κλαις και θα ίδης τι ανακούφισιν θα εύρης από τους λογισμούς και την στενοχωρίαν. Η προσευχή είναι ομιλία του ανθρώπου μετά του Θεού και ο προσευχόμενος εν πνεύματι συντετριμμένω και τεταπεινωμένω, πληρούται θείων χαρισμάτων και ευλογιών, δηλαδή χαράς, ειρήνης, ανακουφίσεως, φωτισμού, παρηγορίας και καθίσταται και αυτός μακάριος. Η προσευχή είναι η δίστομος μάχαιρα, η σφάττουσα απελπισίαν, κίνδυνον, στενοχωρίαν, κ.λ.π. Η προσευχή είναι το αλεξιτήριον φάρμακον όλων των ψυχικών ασθενειών και των σωματικών. Επίσης να παρακαλής την Μητέρα του Φωτός, την άχραντον Θεοτόκον να σε βοηθή, διότι είναι το μεγαλύτερον μέσον παρηγορίας μετά Θεόν. Όταν κανείς επικαλήται το άγιόν Της όνομα ευθύς αισθάνεται την αντίληψίν Της, είναι μητέρα. Όταν ήτο εις την γην έπασχε και Αυτή τα όμοια ως άνθρωπος ομοιοπαθής και δια τούτο συμπαθεί πολύ τας πονεμένας ψυχάς και τας βοηθεί ερχομένη και σπεύδουσα αρωγός.
15η. Ας βραχνιάση ο λάρυγξ ημών, κράζοντας όλην την ημέραν το γλυκύτατον όνομα του Ιησού και γενήσεται γλυκύτερον εις τον νοητόν λάρυγγα, την καρδίαν, «υπέρ μέλι και κηρίον». Εν ουδενί άλλω ονόματι δυνηθώμεν καταβαλείν τα εν ημίν πάθη, ει μη εν τω ονόματι Ιησού. Εν ουδενί άλλω ονόματι δυνηθώμεν το σκότος απελάσαι από της καρδίας μας και μαρμαρυγάς φωτεινών γνώσεων επιλάμψαι εις τον νουν, ει μη εν τω ονόματι Ιησού. Δια του ονόματος τούτου θα οπλησθώμεν και ως στρατηγόν μας εις πάντα πόλεμον και μάχην θα Τον καλώμεν εις βοήθειαν, Αυτός με την πρώτην κλήσιν πάρεστι και τότε θάρσους πληρωθήσεται η ψυχή ημών και αφόβως θα χωρήσωμεν προς τον αόρατον πόλεμον υπερμαχούντος Ιησού. Ας αγωνισθώμεν εν τοις λογισμοίς, ελπίζοντες πάντοτε εις τον Θεόν. Πάντοτε ας στεκώμεθα ωπλισμένοι δια της ευχής και δια της νηφαλιότητος. Πάντοτε ας προσέχωμεν τους κλέπτας, τους αριστερούς λογισμούς, χωρίς να αφήνωμεν ανεξελέγκτους και τους δεξιούς, μήπως με το πρόσχημα του αθώου παραδεχθώμεν και το κακόν.
16η. Την νοεράν προσευχήν εργασθήτε με πολλήν επιμέλειαν, υπομονήν, επιμονήν και ταπείνωσιν. Πρέπει να γνωρίζετε ότι δεν είναι τυχαίον κατόρθωμα αυτός ο τρόπος της προσευχής, θέλει αγώνα αρκετόν, καθώς και χρόνον. Μη ξεχνούμε ότι ο διάβολος την μισεί αφάνταστα την νοεράν προσευχήν και επομένως θα έχωμεν τας σφοδράς αντιδράσεις του κατά ποικίλον τρόπον. Βία λοιπόν, θάρρος, υπομονή, επιμονή, ταπείνωσις και αγαπητική διάθεσις προς τον Ιησούν μας. Μην απογοητεύεσθε με τας πρώτας δυσκολίας του αγώνος, τα καλά με κόπον και πόνον κατορθώνονται. Όταν όμως θα ίδητε καρπόν—μα τι καρπόν!—τότε μόνοι σας θα είπητε: «άξιζε ο κόπος δια μίαν τοιαύτην πνευματικήν καρποφορίαν».
17η. Προσεύχου, προσεύχου και μόνον προσευχή τώρα συνέχεια. Τα θαύματα της θερμής προσευχής δεν λέγονται, ούτε εξηγούνται. Θαυμάζει κανείς πως κοπάζει η θάλασσα και πως σταματούν οι άνεμοι το αγρίεμά τους! Οι πειρασμοί σαν φοβερή τρικυμία με θεόρατα κύματα και σαν άνεμος αδυσώπητος πολλές φορές ξεσηκώνονται και μας απειλούν με τελείαν απώλειαν. Αλλά με την φωνήν και με την προσευχήν: «Επιστάτα, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Λουκ. 8,24 ), βλέπεις όλα θαυματουργικά να γαληνεύουν και να σωζώμεθα. Αμήν.
18η. Έλαβα, παιδί μου, και τα δύο σου γράμματα. Ζητείς να αποκτήσης την θείαν αγάπην και το αδιάλειπτον της ευχής. Χαρίσματα υπερπολυτελή. Χαρίσματα που προϋποθέτουν θλίψεις, πειρασμούς, χρόνον κ.λ.π. Άρα οι πειρασμοί σου, παιδί μου είναι μέσα εις τα σωστά πλαίσια και όχι εις τας απορίας μας, διατί αυτοί οι πειρασμοί; Λοιπόν αγωνίσου με αντικειμενικόν σκοπόν την θείαν αγάπην δια της συνεχούς ευχής του Ιησού. Εις κάθε πτώσιν όχι απελπισία, αλλά ανασύνταξις με αντεπίθεσιν!
19η. Εις τον κόσμον τούτον τον μάταιον ζώμεν και δεν πρέπει ούτος να μας ελκύη την καρδίαν μας και να την απορροφά ώστε να την νεκρώνη από την ζωτικότητα την πνευματικήν και να την χωρίζη από τον Πλάστην της και Θεόν. Δια τούτο οφείλομεν να προσευχώμεθα συνεχώς, παιδί μου, ώστε να επικοινωνώμεν αδιαλείπτως μετά του Χριστού μας και να αντλώμεν εξ Αυτού πνευματικήν δύναμιν, ώστε να αντιμετωπίζωμεν νικηφόρως κάθε δαιμονικήν επέμβασιν. Προσεύχου με την ευχήν του Ιησού μας και Ούτος ο θαυματουργός Κύριος, πρώτον θα μας συγχωρήση το πλήθος των αμαρτιών μας και δεύτερον δια της χάριτός Του θα μας βοηθήση να νικήσωμεν την σάρκα, τον κόσμον και τον διάβολον, τους τρεις μεγάλους εχθρούς μας. Επίσης η προσευχή είναι ο παροχεύς της κατά Θεόν χαράς και ειρήνης. Σκέψου πόσην ανάγκην έχομεν από χαράν ψυχικήν και δη θεϊκήν. Δια τούτο ας φροντίσωμεν πάση θυσία, να εκμεταλλευώμεθα κάθε διαθέσιμον χρόνον και να τον αξιοποιούμεν δια προσευχήν.
20η. Συνεχώς, νύκτα και ημέραν εύχομαι δια σε εις τον Θεόν και την Παναγίαν μας, την στοργικήν μητέρα όλων των Χριστιανών και ιδιαιτέρως των μοναχών, «Τείχος ακατάβλητον δια τους παρθένους». Δια τούτο θάρσει εις την Υπέρμαχον των πολεμουμένων και αγωνίζου ανδρείως κατά των δαιμονικών λογισμών και φαντασιών, λέγοντας νοερώς την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας. Μνημόνευε τούτο το αγιώτατον όνομα, το οποίον τρέμουσι πάσαι αι δυνάμεις του σκότους. Φώναζε το άγιον όνομα της Παναγίας μας μέσα εις την καρδίαν σου, δια να λάβης δύναμιν πνευματικήν, προς αντιμετώπισιν κάθε δαιμονικής επεμβάσεως.
21η. Προσεύχου, παιδί μου, διότι εκ της προσευχής εξαρτώνται τα πάντα και γενικώτερα η σωτηρία των ψυχών μας. Όταν προσευχώμεθα με πόνον και ταπείνωσιν, ο Θεός ακούει την προσευχήν μας και κατά το συμφέρον μας ανταποκρίνεται. Συμβαίνει πολλάκις το θέλημα του Θεού μετά την προσευχήν μας, να εκφράζεται εν τη πράξει τελείως διαφορετικά από ό,τι προσευχήθημεν γενέσθαι, και τούτο συχνάκις μας πικραίνει, διότι δεν γίνεται το ιδικόν μας θέλημα, χωρίς να εννοούμεν το βάθος των θείων κριμάτων και ότι παρ’ όλην την διαφοράν της εκφράσεως του θείου θελήματος από το ιδικόν μας θέλημα, ο Θεός ως παντογνώστης, κατεργάζεται το συμφέρον μας ποικιλοτρόπως. Δια τούτο, παιδί μου, ας επισυνάξωμεν όλας τας δυνάμεις της ψυχής μας, προς εγκαρτέρησιν και εφαρμογήν της μεγάλης αρετής, που λέγεται Υπομονή.
22α. Δόξα εις το άγιον όνομά Του, διότι Αυτόν εγνωρίσαμεν και λατρεύομεν κατά δύναμιν και αποφεύγομεν την σύγχυσιν και την ματαιότητα του αιώνος τούτου. «Δόξα τω Θεώ, τω αγαπήσαντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι Αυτού» (Αποκ. 1,5 ). Γνώριζε, παιδί μου ότι, όταν η καρδία σχολάζη εκ των πραγμάτων του κόσμου και ασχολήται με την μελέτην των θείων γραφών, φεύγουν οι μάταιοι λογισμοί, ο νους περιορίζεται εις την ενθύμησιν των θείων νοημάτων, δεν ενδιαφέρεται δια την παρούσαν ζωήν, αλλά από την μεγάλην ηδονήν της συνεχούς μελέτης υψούται εις τον Θεόν. Δια της συνεχούς δε επικλήσεως του ονόματος του Θεού, το οποίον γίνεται με την αδιάλειπτον ευχήν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο άνθρωπος λαμβάνει αίσθησιν της άλλης ζωής, του μέλλοντος αιώνος και της εις τους δικαίους αποκειμένης ελπίδος. Προγεύεται το μεγαλείον εκείνης της ζωής και λέγει μετ’ εκπλήξεως: Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως του ανεξιχνιάστου Θεού! Διότι ητοίμασεν άλλον κόσμον τόσον θαυμαστόν, δια να εισαγάγη εις αυτόν όλους τους λογισμούς και φυλάξη αυτούς εις την ατελεύτητον ζωήν.
23η. Τέκνα μου, την πνευματικήν ευωδίαν επιμεληθήτε, την προσευχήν λέγω, αυτήν την αγίαν συνομιλίαν μετά του Ιησού, που παρέχει πλουσίως τας ευλογίας Αυτού. Ναι, παιδία του Πνεύματος, ταύτην αγαπήσατε ολοκαρδίως, όπως γίνετε όλοι ευωδία χάριτος, ώστε να μοσχοβολάτε εις τους πλησίον σας και να είπουν: «Όντως ο μοναχισμός ποιεί τους μοναχούς να ευωδιάζουν αγγελικώς δια πνευματικής χάριτος». Λοιπόν μακράν αφ’ υμών τα βρωμερά πάθη έστωσαν, ως αιτία δυσωδίας και κακής εντυπώσεως.
24η. Ας βιαζώμεθα, τέκνα, εις την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας, να δώση το έλεός Του να ενωθώμεν με την χάριν Του, δια να κάμνωμεν τας θείας Του εντολάς και να αποκτήσωμεν την αγάπην Του, και όταν εκείνην αποκτήσωμεν, ποιεί ημάς θεούς κατά χάριν και μέθεξιν, τότε και ο δρόμος του Χριστού μας δεν θα μας είναι τραχύς και ανηφορικός, αλλά γλυκύς και ευφρόσυνος και τότε με πολλήν ευκολίαν θα εργαζώμεθα τας εντολάς Του.
Β΄ Περί Νοεράς και Καρδιακής Προσευχής
13η. Της Μοναχικής ζωής κύριος σκοπός είναι να ενώνει πολύ δυνατά τους μοναχούς με τον Θεόν, που είναι το άκρως εφετόν. Όταν δε κανείς είναι ηνωμένος με τον Θεόν και όταν εις την καρδίαν του κατοική ο Θεός, τότε τίποτε δεν του λείπει. Δεν υπάρχει κανένα κενόν εις την ψυχήν του, μέσα του, αλλά και κανενός υλικού πράγματος, που του είναι απαραίτητον δια να ζήση εις την ζωήν αυτήν, δεν υστερείται. Και αυτό είναι μία ακόμη απόδειξις, που δείχνει, πόσον αγαπά ο Θεός τους υπακούοντας εις Αυτόν. Ο τρόπος δε που μας ενώνει τόσον στενά με τον Θεόν είναι η προσευχή. Και λέγοντας προσευχήν δεν εννοούμεν μόνον το να προσευχηθώμεν έμπροσθεν των εικόνων, αλλά μαζί με αυτό, που πρέπει να γίνεται, ο μοναχός χρησιμοποιεί πέντε λέξεις προσευχής, τας οποίας λέγει και όταν εργάζεται και όταν τρώγη και όταν κάθεται και όταν κάνη οποιανδήποτε ασχολίαν, χωρίς να σταματά! Τας λέγομεν δε, είτε με το στόμα, είτε με τον νουν, είτε με την καρδίαν: «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ». Το ότι δε τας λέγομεν συνεχώς, αυτό δεν μας κουράζει, εις την αρχήν πρέπει να επιμένη κανείς ολίγον, μετά όμως συνηθίζει και λέγει με μεγάλην ευκολίαν την ευχήν και δεν θέλει να την σταματήση. Λέγοντάς την δε κανείς νοιώθει τόσην ψυχικήν αγαλλίασιν, που και εις τας πλέον δυσκόλους στιγμάς, εάν υπάρξουν, δεν ταράσσεται, ούτε στενοχωρείται, αλλά με υπονονήν καταφεύγει εις τον Χριστόν, τον Οποίον παρακαλεί να τον ελεήση και ο Χριστός τον παρηγορεί και του δίνει χαράν. Τι ωραιότερον να παρακαλή κανείς κάθε λεπτόν τον Χριστόν και να λέγη το άγιον όνομά Του με τα χωματένια του χείλη; Υπάρχει μεγαλυτέρα τιμή; Εις τας λέξεις αυτάς υπάρχει ολόκληρη η θρησκεία μας. Λέγοντας «Κύριε», πιστεύομεν ότι ημείς είμεθα δούλοι του Θεού και Εκείνος κύριός μας, και αυτό τιμά τον Χριστόν, που Τον κάνομεν κύριόν μας, αλλά τιμά και ημάς, όπου είμεθα υπηρέται ενός τοιούτου κυρίου, ο οποίος είναι Θεός. Λέγοντας «Ιησού», που είναι το ανθρώπινον όνομα του Θεού, μας έρχεται εις τον νουν όλη η επί της γης ζωή του Χριστού, από την γέννησιν μέχρι την ανάληψίν Του. Λέγοντας «Χριστέ» που σημαίνει κεχρισμένος από τον Θεόν, βασιλεύς του ουρανού και της γης, δηλαδή σημαίνει Θεός με άλλους λόγους, ομολογούμεν και πιστεύομεν, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός μας, όστις εδημιούργησε τα πάντα και είναι εις τον ουρανόν και θα έλθη πάλι να κρίνη τον κόσμον. Λέγοντας «ελέησόν με», παρακαλούμεν τον Θεόν να στείλη εις ημάς την βοήθειάν Του και το έλεός Του, διότι παραδεχόμεθα ότι χωρίς την θείαν βοήθειαν είναι αδύνατον να κάμνωμεν τίποτε. Αύτη εν ολίγοις είναι η εξήγησις των αγίων αυτών λέξεων. Όποιος τας λέγει, δοκιμάζει πολλά πράγματα. Εύχομαι ολόψυχα ο γλυκύς μας Ιησούς να χαρίζη αυτήν την προσευχήν μέσα εις την ψυχήν, δια να γεύεται την πνευματικήν αμβροσίαν της προς γενικόν ανεφοδιασμόν της.
14η. Να προσεύχεσαι όσον το δυνατόν συχνότερα, προσπάθησε να κατανύγεσαι, να κλαις και θα ίδης τι ανακούφισιν θα εύρης από τους λογισμούς και την στενοχωρίαν. Η προσευχή είναι ομιλία του ανθρώπου μετά του Θεού και ο προσευχόμενος εν πνεύματι συντετριμμένω και τεταπεινωμένω, πληρούται θείων χαρισμάτων και ευλογιών, δηλαδή χαράς, ειρήνης, ανακουφίσεως, φωτισμού, παρηγορίας και καθίσταται και αυτός μακάριος. Η προσευχή είναι η δίστομος μάχαιρα, η σφάττουσα απελπισίαν, κίνδυνον, στενοχωρίαν, κ.λ.π. Η προσευχή είναι το αλεξιτήριον φάρμακον όλων των ψυχικών ασθενειών και των σωματικών. Επίσης να παρακαλής την Μητέρα του Φωτός, την άχραντον Θεοτόκον να σε βοηθή, διότι είναι το μεγαλύτερον μέσον παρηγορίας μετά Θεόν. Όταν κανείς επικαλήται το άγιόν Της όνομα ευθύς αισθάνεται την αντίληψίν Της, είναι μητέρα. Όταν ήτο εις την γην έπασχε και Αυτή τα όμοια ως άνθρωπος ομοιοπαθής και δια τούτο συμπαθεί πολύ τας πονεμένας ψυχάς και τας βοηθεί ερχομένη και σπεύδουσα αρωγός.
15η. Ας βραχνιάση ο λάρυγξ ημών, κράζοντας όλην την ημέραν το γλυκύτατον όνομα του Ιησού και γενήσεται γλυκύτερον εις τον νοητόν λάρυγγα, την καρδίαν, «υπέρ μέλι και κηρίον». Εν ουδενί άλλω ονόματι δυνηθώμεν καταβαλείν τα εν ημίν πάθη, ει μη εν τω ονόματι Ιησού. Εν ουδενί άλλω ονόματι δυνηθώμεν το σκότος απελάσαι από της καρδίας μας και μαρμαρυγάς φωτεινών γνώσεων επιλάμψαι εις τον νουν, ει μη εν τω ονόματι Ιησού. Δια του ονόματος τούτου θα οπλησθώμεν και ως στρατηγόν μας εις πάντα πόλεμον και μάχην θα Τον καλώμεν εις βοήθειαν, Αυτός με την πρώτην κλήσιν πάρεστι και τότε θάρσους πληρωθήσεται η ψυχή ημών και αφόβως θα χωρήσωμεν προς τον αόρατον πόλεμον υπερμαχούντος Ιησού. Ας αγωνισθώμεν εν τοις λογισμοίς, ελπίζοντες πάντοτε εις τον Θεόν. Πάντοτε ας στεκώμεθα ωπλισμένοι δια της ευχής και δια της νηφαλιότητος. Πάντοτε ας προσέχωμεν τους κλέπτας, τους αριστερούς λογισμούς, χωρίς να αφήνωμεν ανεξελέγκτους και τους δεξιούς, μήπως με το πρόσχημα του αθώου παραδεχθώμεν και το κακόν.
16η. Την νοεράν προσευχήν εργασθήτε με πολλήν επιμέλειαν, υπομονήν, επιμονήν και ταπείνωσιν. Πρέπει να γνωρίζετε ότι δεν είναι τυχαίον κατόρθωμα αυτός ο τρόπος της προσευχής, θέλει αγώνα αρκετόν, καθώς και χρόνον. Μη ξεχνούμε ότι ο διάβολος την μισεί αφάνταστα την νοεράν προσευχήν και επομένως θα έχωμεν τας σφοδράς αντιδράσεις του κατά ποικίλον τρόπον. Βία λοιπόν, θάρρος, υπομονή, επιμονή, ταπείνωσις και αγαπητική διάθεσις προς τον Ιησούν μας. Μην απογοητεύεσθε με τας πρώτας δυσκολίας του αγώνος, τα καλά με κόπον και πόνον κατορθώνονται. Όταν όμως θα ίδητε καρπόν—μα τι καρπόν!—τότε μόνοι σας θα είπητε: «άξιζε ο κόπος δια μίαν τοιαύτην πνευματικήν καρποφορίαν».
17η. Προσεύχου, προσεύχου και μόνον προσευχή τώρα συνέχεια. Τα θαύματα της θερμής προσευχής δεν λέγονται, ούτε εξηγούνται. Θαυμάζει κανείς πως κοπάζει η θάλασσα και πως σταματούν οι άνεμοι το αγρίεμά τους! Οι πειρασμοί σαν φοβερή τρικυμία με θεόρατα κύματα και σαν άνεμος αδυσώπητος πολλές φορές ξεσηκώνονται και μας απειλούν με τελείαν απώλειαν. Αλλά με την φωνήν και με την προσευχήν: «Επιστάτα, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Λουκ. 8,24 ), βλέπεις όλα θαυματουργικά να γαληνεύουν και να σωζώμεθα. Αμήν.
18η. Έλαβα, παιδί μου, και τα δύο σου γράμματα. Ζητείς να αποκτήσης την θείαν αγάπην και το αδιάλειπτον της ευχής. Χαρίσματα υπερπολυτελή. Χαρίσματα που προϋποθέτουν θλίψεις, πειρασμούς, χρόνον κ.λ.π. Άρα οι πειρασμοί σου, παιδί μου είναι μέσα εις τα σωστά πλαίσια και όχι εις τας απορίας μας, διατί αυτοί οι πειρασμοί; Λοιπόν αγωνίσου με αντικειμενικόν σκοπόν την θείαν αγάπην δια της συνεχούς ευχής του Ιησού. Εις κάθε πτώσιν όχι απελπισία, αλλά ανασύνταξις με αντεπίθεσιν!
19η. Εις τον κόσμον τούτον τον μάταιον ζώμεν και δεν πρέπει ούτος να μας ελκύη την καρδίαν μας και να την απορροφά ώστε να την νεκρώνη από την ζωτικότητα την πνευματικήν και να την χωρίζη από τον Πλάστην της και Θεόν. Δια τούτο οφείλομεν να προσευχώμεθα συνεχώς, παιδί μου, ώστε να επικοινωνώμεν αδιαλείπτως μετά του Χριστού μας και να αντλώμεν εξ Αυτού πνευματικήν δύναμιν, ώστε να αντιμετωπίζωμεν νικηφόρως κάθε δαιμονικήν επέμβασιν. Προσεύχου με την ευχήν του Ιησού μας και Ούτος ο θαυματουργός Κύριος, πρώτον θα μας συγχωρήση το πλήθος των αμαρτιών μας και δεύτερον δια της χάριτός Του θα μας βοηθήση να νικήσωμεν την σάρκα, τον κόσμον και τον διάβολον, τους τρεις μεγάλους εχθρούς μας. Επίσης η προσευχή είναι ο παροχεύς της κατά Θεόν χαράς και ειρήνης. Σκέψου πόσην ανάγκην έχομεν από χαράν ψυχικήν και δη θεϊκήν. Δια τούτο ας φροντίσωμεν πάση θυσία, να εκμεταλλευώμεθα κάθε διαθέσιμον χρόνον και να τον αξιοποιούμεν δια προσευχήν.
20η. Συνεχώς, νύκτα και ημέραν εύχομαι δια σε εις τον Θεόν και την Παναγίαν μας, την στοργικήν μητέρα όλων των Χριστιανών και ιδιαιτέρως των μοναχών, «Τείχος ακατάβλητον δια τους παρθένους». Δια τούτο θάρσει εις την Υπέρμαχον των πολεμουμένων και αγωνίζου ανδρείως κατά των δαιμονικών λογισμών και φαντασιών, λέγοντας νοερώς την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας. Μνημόνευε τούτο το αγιώτατον όνομα, το οποίον τρέμουσι πάσαι αι δυνάμεις του σκότους. Φώναζε το άγιον όνομα της Παναγίας μας μέσα εις την καρδίαν σου, δια να λάβης δύναμιν πνευματικήν, προς αντιμετώπισιν κάθε δαιμονικής επεμβάσεως.
21η. Προσεύχου, παιδί μου, διότι εκ της προσευχής εξαρτώνται τα πάντα και γενικώτερα η σωτηρία των ψυχών μας. Όταν προσευχώμεθα με πόνον και ταπείνωσιν, ο Θεός ακούει την προσευχήν μας και κατά το συμφέρον μας ανταποκρίνεται. Συμβαίνει πολλάκις το θέλημα του Θεού μετά την προσευχήν μας, να εκφράζεται εν τη πράξει τελείως διαφορετικά από ό,τι προσευχήθημεν γενέσθαι, και τούτο συχνάκις μας πικραίνει, διότι δεν γίνεται το ιδικόν μας θέλημα, χωρίς να εννοούμεν το βάθος των θείων κριμάτων και ότι παρ’ όλην την διαφοράν της εκφράσεως του θείου θελήματος από το ιδικόν μας θέλημα, ο Θεός ως παντογνώστης, κατεργάζεται το συμφέρον μας ποικιλοτρόπως. Δια τούτο, παιδί μου, ας επισυνάξωμεν όλας τας δυνάμεις της ψυχής μας, προς εγκαρτέρησιν και εφαρμογήν της μεγάλης αρετής, που λέγεται Υπομονή.
22α. Δόξα εις το άγιον όνομά Του, διότι Αυτόν εγνωρίσαμεν και λατρεύομεν κατά δύναμιν και αποφεύγομεν την σύγχυσιν και την ματαιότητα του αιώνος τούτου. «Δόξα τω Θεώ, τω αγαπήσαντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι Αυτού» (Αποκ. 1,5 ). Γνώριζε, παιδί μου ότι, όταν η καρδία σχολάζη εκ των πραγμάτων του κόσμου και ασχολήται με την μελέτην των θείων γραφών, φεύγουν οι μάταιοι λογισμοί, ο νους περιορίζεται εις την ενθύμησιν των θείων νοημάτων, δεν ενδιαφέρεται δια την παρούσαν ζωήν, αλλά από την μεγάλην ηδονήν της συνεχούς μελέτης υψούται εις τον Θεόν. Δια της συνεχούς δε επικλήσεως του ονόματος του Θεού, το οποίον γίνεται με την αδιάλειπτον ευχήν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο άνθρωπος λαμβάνει αίσθησιν της άλλης ζωής, του μέλλοντος αιώνος και της εις τους δικαίους αποκειμένης ελπίδος. Προγεύεται το μεγαλείον εκείνης της ζωής και λέγει μετ’ εκπλήξεως: Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως του ανεξιχνιάστου Θεού! Διότι ητοίμασεν άλλον κόσμον τόσον θαυμαστόν, δια να εισαγάγη εις αυτόν όλους τους λογισμούς και φυλάξη αυτούς εις την ατελεύτητον ζωήν.
23η. Τέκνα μου, την πνευματικήν ευωδίαν επιμεληθήτε, την προσευχήν λέγω, αυτήν την αγίαν συνομιλίαν μετά του Ιησού, που παρέχει πλουσίως τας ευλογίας Αυτού. Ναι, παιδία του Πνεύματος, ταύτην αγαπήσατε ολοκαρδίως, όπως γίνετε όλοι ευωδία χάριτος, ώστε να μοσχοβολάτε εις τους πλησίον σας και να είπουν: «Όντως ο μοναχισμός ποιεί τους μοναχούς να ευωδιάζουν αγγελικώς δια πνευματικής χάριτος». Λοιπόν μακράν αφ’ υμών τα βρωμερά πάθη έστωσαν, ως αιτία δυσωδίας και κακής εντυπώσεως.
24η. Ας βιαζώμεθα, τέκνα, εις την ευχήν του γλυκυτάτου Ιησού μας, να δώση το έλεός Του να ενωθώμεν με την χάριν Του, δια να κάμνωμεν τας θείας Του εντολάς και να αποκτήσωμεν την αγάπην Του, και όταν εκείνην αποκτήσωμεν, ποιεί ημάς θεούς κατά χάριν και μέθεξιν, τότε και ο δρόμος του Χριστού μας δεν θα μας είναι τραχύς και ανηφορικός, αλλά γλυκύς και ευφρόσυνος και τότε με πολλήν ευκολίαν θα εργαζώμεθα τας εντολάς Του.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Λόγος πρώτος
Περί Νήψεως
Και Νοεράς Καρδιακής Προσευχής.
Οι νηπτικοί πατέρες εκοπίασαν πολύ δια να εύρουν την χάριν του Θεού μέσω της προσευχής. Δια τούτο ημείς τα τέκνα των χρεωστούμεν διηνεκείς ευχαριστίας, διότι μας έδειξαν ένα δρόμον, ο οποίος οδηγεί την ψυχήν εις την ένωσιν μετά του Θεού. Θαυμάζει κανείς και λέγει: «Μα πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι και δη οι μοναχοί και οι ιερωμένοι να ημπορούν να ζήσουν πνευματικώς, ικανοποιούντες τας ψυχικάς ανάγκας των, χωρίς την προσευχήν, την οποίαν οι πατέρες μας οι νηπτικοί, μας εχάρισαν εκ της εμπειρίας των;». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μέγας φωστήρ της ησυχίας, της νήψεως και δη της προσευχής της αδιαλείπτου, έγραψε τα μεγαλύτερα και πλέον συστηματικά μαθήματα και επήρε την επωνυμίαν «η κορυφή και ο πρύτανις των νηπτικών». Όταν ασκήτευε έξω της Μεγίστης Λαύρας μαζί με την συνοδείαν του, γενόμενος εν οπτασία, είδε ότι είχεν έμπροσθέν του ένα δοχείον, ωσάν είδος κανάτας, η οποία είχε μέσα υλικόν υγρόν και εκ της πληθώρας που είχεν αύτη, εξεχείλιζε και εχάνετο. Εφαίνετο ωσάν γάλα αυτό το ωραίον λευκόν πόμα, που είχε μέσα αυτό το δοχείον. Ένας ιεροπρεπής άνθρωπος του λέγει: «Διατί, Γρηγόριε, αφήνεις και χύνεται και χάνεται τόσον υλικόν πνευματικόν και δεν το δίδεις εις τους χρείαν έχοντας;» Κατάλαβε βέβαια ο άγιος, ότι ήτο η χάρις του Θεού. Ήτο αυτό το πνευματικόν υλικόν και ποτόν που είχε μέσα του ως χάριν Θεού, ως σοφίαν, ως πείραν, ως νήψιν, ως δύναμιν λόγου. Πως τα αφήνεις αυτά, λέγει, και τα περιορίζεις εδώ, εις τον τόπον αυτόν και δεν τα μεταδίδεις εις τους αδυνάτους, εις τους νηστικούς, εις τους πεινασμένους, εις τους διψασμένους ανθρώπους; Πράγματι μετά από χρόνια, με την βοήθειαν βέβαια και την οδηγίαν του Θεού, ευρέθη μεταξύ πολλών ανθρώπων και εσκόρπισε και επότισε τους έχοντας χρείαν πνευματικής ωφελείας. Ακόμη, και όταν ευρίσκετο εις τον κόσμον προσηύχετο κατά μόνας, ησύχαζε κατά μόνας εις το κελλί του και μόνον κατά το Σάββατον και την Κυριακήν παρευρίσκετο εις τας λειτουργίας. Όλας τας άλλας ημέρας, τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, εκλείνετο μέσα εις το κελλί του και δεν έβγαινε καθόλου. Ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Μόνον το Σάββατον έλυε την ησυχίαν και επήγαινεν εις την θείαν λειτουργίαν. Εκοινώνει, κατέβαινεν εις την τράπεζαν, ωμίλει εις τους πατέρας και αδελφούς και από την Κυριακήν το απόγευμα ησύχαζεν πάλιν μέχρι το Σάββατον.
Αυτοί οι μεγάλοι Πατέρες μας εδίδαξαν ότι, όταν η ψυχή του ανθρώπου βάλλεται από λογισμούς ακαθάρτους, υπερηφάνους, εγωϊστικούς, βλασφήμους, αμαρτωλούς κ.λ.π., συν τω αντιρρητικώ λόγω, πρέπει να αγωνίζεται η ψυχή προς εκδίωξιν των λογισμών με τον θυμόν και με την οργήν συν τη ευχή. Δεν φθάνει μόνον ο θυμός και η οργή εναντίον των κακών φαντασιών και λογισμών, χρειάζεται απαραιτήτως να προσεύχεται ο άνθρωπος που πολεμείται, δια της αδιαλείπτου προσευχής, με την επίκλησιν του θείου ονόματος «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Κατά τους Πατέρας το όνομα του Χριστού έχει μέσα του ανορθωτικήν δύναμιν. Δηλαδή η προσευχή αυτή του Χριστού έχει δύναμιν, την πεπτωκυίαν ψυχήν, την ψυχήν που έχει πέσει χαμηλά, που έχει αδυνατήσει, που έχει αμελήσει, που έχει αμαρτήσει, να την ανορθώση. Εις τον πνευματικόν άνθρωπον υπάρχουν εις την ζωήν του ημέραι και στιγμαί, που αισθάνεται ένα άδειασμα μέσα του, μίαν αδυναμίαν ψυχικήν. Κάτι λείπει, κάτι μέσα του έχει φύγει και δεν ηξεύρει ακριβώς, πώς να επανέλθη εις τον εαυτόν του, πώς να επαναφέρη την πρώτην δύναμιν και χάριν, που είχεν η ψυχή. Το γέμισμά της, το οποίον έχασε, δεν γνωρίζει πώς να το επαναφέρη. Οι άγιοι Πατέρες, μας διδάσκουν εις αυτήν την περίπτωσιν: Επανάλαβε την ευχήν, ξαναάρχισε την προσευχήν, δια του στόματος, είτε δια του νοός, είτε δια της καρδίας και αυτό το γέμισμα το χαμένο επανέρχεται. Το επανευρίσκει ο άνθρωπος, αρκεί μονάχα να βιασθή εις την προσευχήν. Αξίαν έχει, όταν ο άνθρωπος δεν σταματά την ευχήν. Μα όταν εργάζεται, θα ερωτήση τις, ο νους ευρίσκεται εδώ κι εκεί. Μπορεί όμως τότε κάλλιστα με το στόμα, συντηρητικά, σιγανά να λέγη την προσευχήν και να επαναφέρη την ψυχήν του πάλιν εις την αίσθησιν της χάριτος.
Μας έχουν αφήσει οι πατέρες μας μίαν μεγάλην κληρονομίαν, της οποίας η αξία δεν έχει όρια, δεν έχει μέτρον, δεν έχει σταθμά, δεν έχει υπολογισμόν. Αύτη η κληρονομία είναι η νηπτική εργασία. Η Νηπτική εργασία νοείται ως προσοχή εις τους λογισμούς, εις τας φαντασίας και εις τας κινήσεις των αισθήσεων, ως δύναμις ψυχική, η οποία αντιδρά προς το κακόν, ως διορατικότης, το να βλέπη ο νους δηλαδή από μακράν τους πειρασμούς και να φεύγη λαμβάνων τα κατάλληλα μέτρα της ασφαλείας, ως προσευχή αδιάλειπτος και ως επισκόπησις της καρδίας εκ μέρους του νοός εις τους εισερχομένους και εξερχομένους εκ της καρδίας λογισμούς. Πριν οι άγιοι Πατέρες, οι νηπτικοί διδάσκαλοι να μας συστηματοποιήσουν την νοεράν προσευχήν, οι μοναχοί κυρίως ηδολέσχουν εις την πρακτικήν αρετήν. Πρακτική αρετή λέγεται η δια του σώματος άσκησις, όπως είναι η νηστεία, η εγκράτεια, αι μετάνοιαι, η αγρυπνία, αι προσευχαί των τυπικών, η υπακοή, η ταπείνωσις κ.λ.π.
Αυτή λέγεται πρακτική αρετή, η οποία είναι «προς ολίγον ωφέλιμος», η δε νηπτική «προς πάντα ωφέλιμος».
Από τον 14ον αιώνα και εντεύθεν, ήρχισεν η προσευχή να παίρνη συστηματοποίησιν και διοργάνωσιν εκ μέρους των Πατέρων. Άφησαν συγγράμματα δια την προσευχήν. Εκοινοποίησαν την νηπτικήν εργασίαν ως αναγκαίαν προς τελειοποίησιν του ανθρώπου. Όταν δεν είχε συστηματοποιηθή, δεν είχε κοινοποιηθή και δεν είχε κυκλοφορήσει ελεύθερα η διδασκαλία της νηπτικής εργασίας, οι πατέρες και οι πνευματικοί άνθρωποι εκοπίαζαν πολύ εις την πρακτικήν αρετήν. Έκαναν πολλάς νηστείας, πολλάς αγρυπνίας, ταλαιπωρίας κ.λ.π. ΄Όταν όμως ήλθεν η νηπτική εργασία εις το φως, ως σύστημα και οργάνωσις, τότε το πολύ της ασκήσεως εσμικρύνθη, όχι ως μη αναγκαίον, αλλά διότι οι Πατέρες έδωσαν τον εαυτόν των εις την πνευματικήν εργασίαν περισσότερον παρά εις την πρακτικήν αρετήν. Διότι δια της νηπτικής εργασίας ηλευθερώνοντο από τους λογισμούς και εσμίκρυναν τα πάθη. Η νηπτική εργασία τους εχάριζε την καθαρότητα της καρδίας, δια τούτο δεν είχον τόσον απόλυτον ανάγκην της σωματικής ασκήσεως προς επίτευξιν της καθαρότητος της ψυχής.
Δι’ αυτόν τον λόγον δεν πρέπει και ημείς οι μοναχοί να αφήνωμεν την προσευχήν αυτήν, διότι είναι εις την ωφέλειαν 1000% επικυρωμένη. Διότι όταν η νηπτική εργασία καθαρίζη τον νουν και την καρδίαν και δίδη σώφρονα επιμέλειαν, τόσον εις τας εξωτερικάς αισθήσεις του σώματος, όσον και εις τας εσωτερικάς της ψυχής, τότε δεν έχει ανάγκην μεγάλης ασκήσεως ο μοναχός προς επίτευξιν του ιδίου σκοπού. Η πρακτική άσκησις είναι βοηθητικόν μέσον ως προς την νήψιν. Δια τούτο και οι Πατέρες, εν μέρει και κατά δύναμιν, ησκούντο εις την άσκησιν αυτήν την πρακτικήν προς βοήθειαν βέβαια της νηπτικής εργασίας. Κυρίως όμως επεδίωκον την νηπτικήν εργασίαν, διότι εδίδασκεν η προσευχή και η νήψις τα τελειότερα πνευματικά και θεωρητικά μαθήματα. Η νηπτική εργασία ωδήγει τον νηπτικόν άνθρωπον εις την θεωρίαν και από την θεωρίαν εις την σοφίαν και από την σοφίαν εις την αγάπην και εκ της αγάπης προήρχετο ο θείος έρως.
Η καθαρότης ήτο αποτέλεσμα φυσικόν αυτής της νηπτικής εργασίας. Η καθαρότης κατ’ άμφω του ανθρώπου ήρχετο μόνη της. Ενώ δια της ασκήσεως εσκοτώνοντο και εταλαιπωρούντο οι πατέρες, η νηπτική εργασία, τους αφήρεσε το πλείστον του κόπου και του μόχθου. Η νηπτική εργασία, τους νηπτικούς πατέρες, τους ωδήγει εις αμεριμνίαν, διότι είδον ότι η πολλή μέριμνα των πολλών πραγμάτων και υποθέσεων είναι ένα εμπόδιον σοβαρόν δια την νηπτικήν επιδίωξιν, επειδή γεννά λογισμούς. Οι λογισμοί αποτραβούν την προσοχήν, του νοός από την προσευχήν και την θεωρίαν. Δια τούτο κατά τους πατέρες, η μέριμνα που γίνεται δια πράγματα έξω της χρείας και περισσότερον της ανάγκης, λέγεται πνευματική φυματίωσις. Οι κοινοβιάται ζουν υπό την υπακοήν. Η υπακοή, κατά φυσικήν συνέπειαν, έχει φέρει την αμεριμνίαν εις τον υπακούοντα. Διότι εφ’ όσον εκτελώ υπακοήν και εφ’ όσον άλλος μεριμνά, εγώ δύναμαι να είμαι εν ειρήνη και ησυχία εκτελών μόνον το διακόνημά μου. Όταν εκτελώ ένα διακόνημα και σκέπτομαι ότι πέραν τούτου δεν μου χρειάζεται άλλη μέριμνα, ημπορώ κάλλιστα να συνδυάσω την εργασίαν του διακονήματος με την προσευχήν.
Εάν βλέπω ότι ο νους μου δεν δύναται να παρακολουθή το εργόχειρον με προσευχήν, λόγω της αποστάσεώς του εις διάφορα πράγματα άσχετα από την υπευθυνότητα που έχει εις το διακόνημά του, τότε αναγκαστικά θα αρχίσω προφορικήν επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, λέγοντας ψιθυριστά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…». Όταν το στόμα προσεύχεται και τα χέρια εργάζονται, τότε το έργον έχει διπλήν χάριν, έχει την χάριν της υπακοής και της προσευχής. Η υπακοή, το έργον του διακονήματος, το κάνει έμμισθον, η δε προσευχή το εξαγιάζει, διότι είτε τα εργόχειρα είτε αι εργασίαι, αι οποίαι έχουν συνοδόν την προσευχήν, έχουν ιδιαιτέραν χάριν.
Εις το μοναστήρι των Ταβενησιωτών είχε τόσην ησυχίαν, που το έλεγαν νεκρούπολιν, πόλιν νεκρών. Θέλουν να ειπούν με αυτό ότι τόσην σιγήν είχον οι πατέρες, ωσάν να μη ήσαν ζωντανοί άνθρωποι, που έχουν ανάγκην ομιλίας και φασαρίας. Και έχοντες αυτήν την ησυχίαν βέβαια είχον τον χρόνον να λέγουν την προσευχήν ή να αδολεσχούν εις την θεωρίαν του Θεού. Εκείνος ο οποίος αγαπά την ησυχίαν, φανερόν είναι ότι έχει καταλάβει την ωφέλειαν, της ησυχίας και της προσευχής. Ημείς δεν έχομεν γνωρίσει την ωφέλειαν από το να αυτοσυγκεντρωνώμεθα. Δεν έχομεν γνωρίσει την αξίαν της σιωπής. Δεν έχομεν πληροφορηθή πόσην ωφέλειαν παρέχει, το να ησυχάζη κανείς εις το κελλί του. Ο μοναχός, εάν του λείπη η προσευχή, είναι άδειος, εκτός, εάν δεν έχη γευθή της προσευχής την ωφέλειαν και δεν αισθάνεται το άδειασμά του. Ο φτωχός, εφ’ όσον δεν έχει, δεν στενοχωρείται. Ο μοναχός όμως ο οποίος έχει διδαχθή την προσευχήν και ο οποίος έχει αμελήσει τον εαυτόν του και έχει χάσει την προσευχήν, εκείνος γνωρίζει το χάσιμο και στενοχωρείται. Δια τούτο οι μοναχοί πρέπει να προσεύχωνται, ίνα και το καθήκον των εκτελούν ως μοναχοί, αλλά συνάμα να είναι εις το έργον μοναχοί, όχι τω ονόματι και τω σχήματι τω εξωτερικώ μοναχοί, αλλά και έσωθεν.
Κατά τους νηπτικούς Πατέρας, μοναχός δεν λέγεται, εάν δεν έχη μέσα του κρυφήν εργασίαν. Δια τούτο και ημείς πρέπει να αδολεσχήσωμεν και να βιασθώμεν εις την προσευχήν, δια να έχωμεν μέσα μας γεμάτην την ψυχήν ωφελείας, μόνον τότε θα εννοήσωμεν τους εαυτούς μας ως μοναχούς. Όπως μπορεί κανείς να θαυμάση, πως ζη ένα σώμα χωρίς ψυχήν, έτσι απορεί και λέγει: Μα πως ζουν οι άνθρωποι χωρίς αυτήν την τροφήν την πνευματικήν! Οι νηπτικοί πατέρες μας λέγουν ότι οι προσευχόμενοι ούτως αποκτούν μεγάλα χαρίσματα. Η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια, η αγρυπνία, χαρίζουν την χάριν,την ποικίλην χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει πολλάς μορφάς και πολλάς αισθήσεις. Το Άγιον Πνεύμα δια της προχωρημένης προσευχής και της νηπτικής εργασίας χαρίζει την χάριν των δακρύων, την χάριν της χαράς, την χάριν του προοράν, την χάριν της διδασκαλίας, την χάριν του αποστολικού χαρίσματος, την δύναμιν της μακροθυμίας, της υπομονής, της θείας παρακλήσεως, της μεγάλης ελπίδος, την χάριν του θείου έρωτος, της θεωρίας, της αρπαγής.
Ημείς βέβαια διδασκόμεθα συνέχεια, και όσον συνέχεια διδασκόμεθα, τόσον το χρέος μας μεγαλώνει απέναντι του Θεού και των πατέρων. Ο καθένας μας με την πρόοδον και την ωφέλειαν που έχει λάβει από την προσευχήν, έχει και ανάλογον διόρθωσιν εις τα ψυχικά και τα σωματικά του πάθη. Η διόρθωσις των παθών και αδυναμιών χαρακτηρίζει το πόσον ο άνθρωπος είναι προχωρημένος εις την προσευχήν. Συνεπώς πρέπει να βιαζώμεθα. Συνεχώς να προτρέπωμε τον εαυτόν μας να μη ξεχνά την προσευχήν, να μη την παραμελή. Εις περίπτωσιν που θα αντιληφθή ότι η προσευχή «έκανε νερά», ότι αδυνάτησε και ότι αρχίζει να τρέμη και να παραπατά, πρέπει το συντομώτερον να αναλάβη αγώνα διορθώσεως. Να αναλάβη επιμέλειαν, να επαναφέρη την δύναμιν εις την προσευχήν. Πως θα γίνη αυτό; Αμέσως να συμμαζέψη τον εαυτόν της η ψυχή, να αυτοσυγκεντρωθή, « να σφίξη το λουρί», που λέμε, και να αρχίση έντονα την προσευχήν. Να διώξη λογισμούς, να αποβάλη μέριμναν, να απαλλάξη τον νουν από τον περισπασμόν και να είπη: θα αδολεσχήσω εις την προσευχήν τώρα. Και αφού αδολεσχήση κατ’ αυτόν τον τρόπον επί εν διάστημα, αμέσως θα αισθανθή την δύναμιν, την προερχομένην από την επιμέλειαν της προσευχής.
Η προσευχή είναι ο καταπέλτης κατά των δαιμόνων, κατά των παθών, κατά της αμαρτίας και γενικά βέβαια, κατά παντός που εναντιώνεται εις τον δρόμον της σωτηρίας. Την προσευχήν, αν την ονομάσης λιμάνι, δεν πέφτεις έξω, διότι εις το λιμάνι ευρίσκει το πλοιάριον, το οποίον εταλαντεύετο εις την τρικυμίαν, την γαλήνην του, ευρίσκει τον σωσμόν του, ευρίσκει την ασφάλειάν του. Την προσευχήν, αν την ονομάσης σκαπάνην, αν την ονομάσης τσεκούρι, αν την ονομάσης πυξίδα, αν την ονομάσης φως και χίλιες άλλες δύο προσωνυμίες αν την προσαγορεύσης, δεν θα σφάλης. Δια τούτο ημείς οι μοναχοί δεν πρέπει να την αμελούμεν καθόλου. Υπάρχουν άνθρωποι εις τον κόσμον λαϊκοί, κυρίως γυναίκες, αι οποίαι αδολεσχούν και εργάζονται πολύ την προσευχήν, παρ’ ότι έχουν μέριμναν, έχουν παιδιά, έχουν εργασίαν, έχουν τόσες και τόσες υποχρεώσεις. Και όμως εξοικονομούν χρόνον να προσεύχωνται και να μελετούν το όνομα του Θεού. Ημείς τι έχομεν να είπωμεν, όταν ο Θεός, μας έχη δώσει τοσαύτην ελευθερίαν; Τι έχομεν να είπωμεν, όταν αμελούμεν την προσευχήν και την κάμνωμεν τόσον αδύνατον, που η αδυναμία της να επιτρέπη την ασθένειαν της αμαρτίας και των παθών, να μας καταπλακώνη και να μας αρρωσταίνη; Μας πολεμούν οι λογισμοί; Μεγάλον όπλον η προσευχή. Η έλξις της αμαρτίας τραβά τον νουν εις το κακόν. Όταν ο νους όμως πάρη εις τα χέρια του τον πέλεκυν της προσευχής και τον σηκώση και αρχίση να κτυπά, ξερριζώνει και τα σκληρότερα των λογισμών. Αρκεί μόνον ο άνθρωπος να πιάση καλά τον πέλεκυν και να τον χειρισθή επιδεξίως, τότε πράγματι, επιφέρει θαυμάσια επιτηδεύματα. Δια τούτο ο διάβολος, μας εμποδίζει να λέγωμεν την προσευχήν, δια να ημπορή να μας αιχμαλωτίζη ευκολώτερα. Μας φέρει αμέλειαν, μας φέρει μέριμναν, μας φέρει χίλια δύο εμπόδια, με μοναδικόν σκοπόν την παρεμπόδισιν της προσευχής. Όπως απεδείχθη από πολλά βέβαια γεγονότα πείρας, οι δαίμονες φρίττουν προ του ονόματος του Χριστού. οι ίδιοι το ωμολόγησαν δια στόματος ανθρώπων, ότι καίονται, όταν προσεύχεται ο άνθρωπος.
Ήτο ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλειαν πολλήν, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμον. Επήγεν εις την πατρίδα του Κεφαλληνίαν, όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιον Γεράσιμον. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιον, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμον και του λέγει: -- Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσον με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου, και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήτο να ομιλήση έτσι το δαιμόνιον. Συνήλθε. Τον εφώτισεν ο Θεός και λέγει εις τον εαυτόν του: --Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερον όπλον και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολον. Και όχι μόνον να τον κτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτον όπου θέλει. Ήμαρτον Θεέ μου! Και την ιδίαν εκείνην στιγμήν αναχωρεί μετανοημένος δια το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλιν καλήν αρχήν. Και τόσον επρόκοψεν εις την ευχήν και την άλλην μοναχικήν πολιτείαν, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουες από το στόμα του άλλο, παρά το : Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχήν. Τόσον την είχε συνηθίσει. Τόσον τον είχεν αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξίαν της ευχής και του κομβοσχοινίου, του την απεκάλυψε—χωρίς βέβαια να θέλη—ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τας ανεξιχνιάστους βουλάς του Υψίστου!
Άκουσε και άλλην διήγησιν παρομοίαν: Όταν ήμεθα εις την Νέαν Σκήτην, ζώντος του Γέροντός μου Ιωσήφ, μας ήλθεν ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από ευσπλαχνίαν, τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγον μόνοι των. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπον. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκλησιν μέσα των, την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους. Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε, ήλλαζεν η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε πράγματα, περί ων «αισχρόν εστι και λέγειν» κατά τον Απόστολον (Εφεσ. 4,12 ). Ήτο την τέχνην βαρελοποιός. Αφήνομεν το όνομά του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδείαν μας αρκετόν καιρόν και τας ώρας της εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρον να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτην ημέραν μου λέγει:
--Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω, είναι βαρειά δουλειά. Και έχω κι αυτόν εδώ μέσα μου, που συνεχώς με καταρρακώνει.
– Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένον! Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ, τα ξύλα εκεί, τα δείγματα μπροστά σου, σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ εις την Συνοδείαν όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχήν».
Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογίαν και τον μετεωρισμόν μου εις την προσευχήν. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθη εις τον νουν εκείνην την στιγμήν. Άράγε, εσυλλογίσθην, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Επιάσαμε λοιπόν, το εργόχειρον και την ευχήν. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και ήναψεν ο δαίμων μέσα του. Ήλλαξε την λαλιάν του και ήρχισε να φωνάζη, να αισχρολογή, να απειλή, να υβρίζη:
--Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις; Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε…
--Είδες τι μου κάνει; Μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια.
--Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω, υπομονή! Μην του δίδης σημασίαν. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στενοχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή. Εσχολάσαμε από το εργόχειρον και επηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει:
--Πάτερ, να κάνω καμμίαν ευχήν και γι’ αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήση και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το είπη ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιον, τον σηκώνει επάνω και τον «βροντάει» κάτω, εταράχθη ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσαν του και τον αρχίζει:
--Σκάσε κασίδηηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Όχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξαν μου. Δεν φταίμε εμείς. αυτός φταίει. Αυτός να μετανοήση! Όχι εμείς! μακρυά από έλεος!
Τον επαίδευσε πολύ, τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα υπό του δαίμονος. Εκατάλαβα δε δια πείρας, εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήτο αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμον μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και του ωμιλούσε πάντοτε με πολλήν αγάπην. Και ήτο πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι’ αυτούς διότι εγνώριζε τι μαρτύριον υπέμενον από τους δαίμονας. Και μας έλεγεν:
--Εάν ημείς, που τους έχομεν από έξω, παιδευώμεθα τόσον από τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριον υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς, που τους έχουν ημερόνυκτα μέσα των! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασίν των εδώ. Όμως, αλλοίμονον εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν, δια να τους παιδεύση εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπον εις την παρούσαν ζωήν! Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου, που λέγει: «Εάν βλέπης άνθρωπον να αμαρτάνη φανερά και να μη μετανοή, και να μη του συμβαίνη κανέν λυπηρόν εις την παρούσαν ζωήν έως την ώραν του θανάτου του, να γνωρίζης ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώραν της Κρίσεως». Και λέγοντος του Γέροντος ταύτα, ημείς εβλέπομεν ολοέν και συμπαθέστερα τον πειραζόμενον αδελφόν.
Εις τας Ακολουθίας αυτός δεν επήγαινε μέσα εις την εκκλησίαν με τους πατέρας, αλλά εγύριζεν έξω εις τα βράχια με το κομβοσχοίνι και εφώναζε συνεχώς την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείραν πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Από εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγεν ακατάπαυστα την ευχήν, αίφνης ήλλαζεν η φωνή του και ήρχιζεν ο δαίμων:
--Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα-νύχτα και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις, δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσεν η ώρα του πειρασμού, εκείνος πάλιν την ευχήν με το κομβοσχοίνι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό, που ο διάβολος ενόμιζεν ότι δεν ημπορεί να καταλάβη. Και ήτο πόνος ψυχής αλλά και μία ελπίδα, να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρόν μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Δεν τον ξαναείδαμε όμως. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε. Είδατε την δύναμιν της ευχής και το αμετανόητον των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν, όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεόν. Ω της εωσφορικής υπερηφανείας! Άράγε κατά τι διαφέρει ένας εγωϊστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον και να ζητήση το έλεος και την ευσπλαγχίαν Του!
Κατανοείτε τώρα το βαθύτερον νόημα της ευχής; Πως φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο καθείς πλησίον ή μακράν του Χριστού; Ημείς αφήνομεν τους λογισμούς και μας κυριεύουν. Αφήνομεν τους λογισμούς και μας αιχμαλωτίζουν, ενώ έχομεν το πάμφωτον όπλον της προσευχής, το όπλον αυτό, που λέγεται φωτιά και πυρ. Είναι ένα μαστίγιον η προσευχή αυτή, που μαστίζει κάθε δαιμόνιον λογισμόν. Αλλά ημείς είμεθα ανάξιοι—ο πρώτος είμαι εγώ—να αδολεσχούμεν. Όχι ότι δεν ημπορούμεν ή δεν είμεθα καλεσμένοι δια την προσευχήν, αλλά είμεθα ράθυμοι και αμελείς και μας πλανά ο διάβολος και ημείς του κάμνομεν υπακοήν και δεν αδολεσχούμεν όπως πρέπει εις την προσευχήν. Αν αδολεσχούσαμε, δεν θα αφήναμε τόσα και τόσα πάθη και αδυναμίας να μας κατακτήσουν. Βλέπομεν ότι και λαϊκοί αδολεσχώντας εις την προσευχήν, ηγίαζαν. Ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα εις τα βασίλεια ήτο, μέσα εις το υπουργικόν συμβούλιον του Ανδρονίκου, του Βυζαντινού Αυτοκράτορος. Παρ’ ότι είχε τόσες υποθέσεις και μέριμνες και σκοτούρες, δεν έμεινεν αμέτοχος της προσευχής και της ωφελείας και της προόδου εξ αυτής, φανερώνων ότι ο άνθρωπος, όπου και αν ευρεθή, όπου και αν σταθή, οποίαν ζωήν και αν κάνη, όταν αδολεσχήση εις την προσευχήν αυτήν την θαυματουργόν, επιτυγχάνει την χάριν του Θεού. Βλέπομεν και τον άγιον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην, να περιπατή εις τας ερήμους του Αγ. Όρους, εις τόπους ησύχους, δια να ημπορέση περισσότερον να αυξήση την προσευχήν. Και όταν τον ηρώτησαν οι πατέρες: «Διατί, πάτερ, πηγαίνεις εις ερημικούς τόπους και διατί φεύγεις τους ανθρώπους και διατί δεν τους πλησιάζεις;» απήντησε: «Πελαγίζω εις τους ερημικούς τόπους, με σκοπόν την αύξησιν της προσευχής».
Η πείρα εδίδαξεν ότι χωρίς την αρμόζουσαν ησυχίαν η προσευχή δεν επιτυγχάνεται εις τα μεγαλύτερα και εις τα περισσότερα βέβαια χαρίσματα, που προέρχονται εξ αυτής. Και εις τον κόσμον και εις την ησυχίαν, εις τα βουνά, πολλά κατορθώνονται από την προσευχήν. Ημείς που ευρισκόμεθα μέσα εις ένα κοινόβιον, πρέπει να κρατήσωμεν την προσευχήν και την άσκησιν της πρακτικής αρετής, κάμνοντες υπακοήν, κόπτοντες το θέλημα, αγαπώντες αλλήλους, ανεχόμενοι ο εις τον άλλον, εξομολογούμενοι καθαρά τους λογισμούς, υπακούοντες πνευματικώς εις τους προεστώτας, λέγοντες συνεχώς την ευχήν επάνω εις το διακόνημα. Και όταν ταύτα πάντα εκτελέσωμεν, η χάρις του Θεού θα έλθη ανάλογα με την προαίρεσιν και την πίστιν, ανάλογα με την πίστιν και την υπακοήν που έχομεν εις τους προεστώτας, ανάλογα με την πρακτικήν αρετήν που έχομε. Ημπορούμεν και ημείς εδώ, υπό μίαν στέγην, υπό μίαν ποιμαντορικήν καθοδηγίαν, να φθάσωμεν εις ικανοποιητικά μέτρα χάριτος, διότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Τους εργαζομένους τας εντολάς Του με καθαράν καρδίαν, με καθαράν συνείδησιν, τους επιβραβεύει και τους παρηγορεί και τους δίδει την ελπίδα της σωτηρίας. Δεν απομένει τίποτε άλλο παρά να βιασθώμεν, να βιαζώμεθα συνεχώς. Όπως μας έχει διδάξει το σημερινόν μας μάθημα, κυρίως εις την προσευχήν να αδολεσχώμεν. Συνέχεια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξυπνώντας το πρωί να λέγωμεν την ευχήν, κατόπιν να εργαζώμεθα με το όνομα του Χριστού. Ούτω με την ευχήν περικόπτομεν και την αργολογίαν και την περιττολογίαν και την κατάκρισιν και τον θυμόν και την μεμψιμοιρίαν και ο καθένας ησυχάζει εις τον εαυτόν του. Αλλοίμονόν μας, όταν διδασκώμεθα και δεν πράττωμεν, όταν δεν βιαζώμεθα. Όταν μας παρέχωνται τα μέσα να βιασθώμεν και δεν το κάμνωμεν, τότε πλέον τι απομένει εις ημάς παρά να κατηγορώμεν τους εαυτούς μας συνέχεια ως αναξίους, ως ελεεινούς, ως ραθύμους; Τουλάχιστον δια της αυτομεμψίας και της ταπεινώσεως, να εύρωμεν πάλιν την βίαν προς την προσευχήν. Διότι η ταπείνωσις και η αυτομεμψία φέρει την χάριν του Θεού. Η χάρις πάλιν φέρει την προθυμίαν και την διευκόλυνσιν προς την προσευχήν. Όπως είπαμε και εις την αρχήν του λόγου, οφείλομεν ευχαριστίας συνεχείς εις τους νηπτικούς μας πατέρας. Να τους ευλαβώμεθα και να τους αγαπώμεν και να τους δοξάζωμεν, να ζητώμεν τας ευχάς των και τας πρεσβείας των προς τον Θεόν και να τους παρακαλούμεν, να στείλουν και εις ημάς ένα μικρόν δώρον, μίαν μικράν ευλογίαν προσευχής.
Λόγος πρώτος
Περί Νήψεως
Και Νοεράς Καρδιακής Προσευχής.
Οι νηπτικοί πατέρες εκοπίασαν πολύ δια να εύρουν την χάριν του Θεού μέσω της προσευχής. Δια τούτο ημείς τα τέκνα των χρεωστούμεν διηνεκείς ευχαριστίας, διότι μας έδειξαν ένα δρόμον, ο οποίος οδηγεί την ψυχήν εις την ένωσιν μετά του Θεού. Θαυμάζει κανείς και λέγει: «Μα πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι και δη οι μοναχοί και οι ιερωμένοι να ημπορούν να ζήσουν πνευματικώς, ικανοποιούντες τας ψυχικάς ανάγκας των, χωρίς την προσευχήν, την οποίαν οι πατέρες μας οι νηπτικοί, μας εχάρισαν εκ της εμπειρίας των;». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μέγας φωστήρ της ησυχίας, της νήψεως και δη της προσευχής της αδιαλείπτου, έγραψε τα μεγαλύτερα και πλέον συστηματικά μαθήματα και επήρε την επωνυμίαν «η κορυφή και ο πρύτανις των νηπτικών». Όταν ασκήτευε έξω της Μεγίστης Λαύρας μαζί με την συνοδείαν του, γενόμενος εν οπτασία, είδε ότι είχεν έμπροσθέν του ένα δοχείον, ωσάν είδος κανάτας, η οποία είχε μέσα υλικόν υγρόν και εκ της πληθώρας που είχεν αύτη, εξεχείλιζε και εχάνετο. Εφαίνετο ωσάν γάλα αυτό το ωραίον λευκόν πόμα, που είχε μέσα αυτό το δοχείον. Ένας ιεροπρεπής άνθρωπος του λέγει: «Διατί, Γρηγόριε, αφήνεις και χύνεται και χάνεται τόσον υλικόν πνευματικόν και δεν το δίδεις εις τους χρείαν έχοντας;» Κατάλαβε βέβαια ο άγιος, ότι ήτο η χάρις του Θεού. Ήτο αυτό το πνευματικόν υλικόν και ποτόν που είχε μέσα του ως χάριν Θεού, ως σοφίαν, ως πείραν, ως νήψιν, ως δύναμιν λόγου. Πως τα αφήνεις αυτά, λέγει, και τα περιορίζεις εδώ, εις τον τόπον αυτόν και δεν τα μεταδίδεις εις τους αδυνάτους, εις τους νηστικούς, εις τους πεινασμένους, εις τους διψασμένους ανθρώπους; Πράγματι μετά από χρόνια, με την βοήθειαν βέβαια και την οδηγίαν του Θεού, ευρέθη μεταξύ πολλών ανθρώπων και εσκόρπισε και επότισε τους έχοντας χρείαν πνευματικής ωφελείας. Ακόμη, και όταν ευρίσκετο εις τον κόσμον προσηύχετο κατά μόνας, ησύχαζε κατά μόνας εις το κελλί του και μόνον κατά το Σάββατον και την Κυριακήν παρευρίσκετο εις τας λειτουργίας. Όλας τας άλλας ημέρας, τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, εκλείνετο μέσα εις το κελλί του και δεν έβγαινε καθόλου. Ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Μόνον το Σάββατον έλυε την ησυχίαν και επήγαινεν εις την θείαν λειτουργίαν. Εκοινώνει, κατέβαινεν εις την τράπεζαν, ωμίλει εις τους πατέρας και αδελφούς και από την Κυριακήν το απόγευμα ησύχαζεν πάλιν μέχρι το Σάββατον.
Αυτοί οι μεγάλοι Πατέρες μας εδίδαξαν ότι, όταν η ψυχή του ανθρώπου βάλλεται από λογισμούς ακαθάρτους, υπερηφάνους, εγωϊστικούς, βλασφήμους, αμαρτωλούς κ.λ.π., συν τω αντιρρητικώ λόγω, πρέπει να αγωνίζεται η ψυχή προς εκδίωξιν των λογισμών με τον θυμόν και με την οργήν συν τη ευχή. Δεν φθάνει μόνον ο θυμός και η οργή εναντίον των κακών φαντασιών και λογισμών, χρειάζεται απαραιτήτως να προσεύχεται ο άνθρωπος που πολεμείται, δια της αδιαλείπτου προσευχής, με την επίκλησιν του θείου ονόματος «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Κατά τους Πατέρας το όνομα του Χριστού έχει μέσα του ανορθωτικήν δύναμιν. Δηλαδή η προσευχή αυτή του Χριστού έχει δύναμιν, την πεπτωκυίαν ψυχήν, την ψυχήν που έχει πέσει χαμηλά, που έχει αδυνατήσει, που έχει αμελήσει, που έχει αμαρτήσει, να την ανορθώση. Εις τον πνευματικόν άνθρωπον υπάρχουν εις την ζωήν του ημέραι και στιγμαί, που αισθάνεται ένα άδειασμα μέσα του, μίαν αδυναμίαν ψυχικήν. Κάτι λείπει, κάτι μέσα του έχει φύγει και δεν ηξεύρει ακριβώς, πώς να επανέλθη εις τον εαυτόν του, πώς να επαναφέρη την πρώτην δύναμιν και χάριν, που είχεν η ψυχή. Το γέμισμά της, το οποίον έχασε, δεν γνωρίζει πώς να το επαναφέρη. Οι άγιοι Πατέρες, μας διδάσκουν εις αυτήν την περίπτωσιν: Επανάλαβε την ευχήν, ξαναάρχισε την προσευχήν, δια του στόματος, είτε δια του νοός, είτε δια της καρδίας και αυτό το γέμισμα το χαμένο επανέρχεται. Το επανευρίσκει ο άνθρωπος, αρκεί μονάχα να βιασθή εις την προσευχήν. Αξίαν έχει, όταν ο άνθρωπος δεν σταματά την ευχήν. Μα όταν εργάζεται, θα ερωτήση τις, ο νους ευρίσκεται εδώ κι εκεί. Μπορεί όμως τότε κάλλιστα με το στόμα, συντηρητικά, σιγανά να λέγη την προσευχήν και να επαναφέρη την ψυχήν του πάλιν εις την αίσθησιν της χάριτος.
Μας έχουν αφήσει οι πατέρες μας μίαν μεγάλην κληρονομίαν, της οποίας η αξία δεν έχει όρια, δεν έχει μέτρον, δεν έχει σταθμά, δεν έχει υπολογισμόν. Αύτη η κληρονομία είναι η νηπτική εργασία. Η Νηπτική εργασία νοείται ως προσοχή εις τους λογισμούς, εις τας φαντασίας και εις τας κινήσεις των αισθήσεων, ως δύναμις ψυχική, η οποία αντιδρά προς το κακόν, ως διορατικότης, το να βλέπη ο νους δηλαδή από μακράν τους πειρασμούς και να φεύγη λαμβάνων τα κατάλληλα μέτρα της ασφαλείας, ως προσευχή αδιάλειπτος και ως επισκόπησις της καρδίας εκ μέρους του νοός εις τους εισερχομένους και εξερχομένους εκ της καρδίας λογισμούς. Πριν οι άγιοι Πατέρες, οι νηπτικοί διδάσκαλοι να μας συστηματοποιήσουν την νοεράν προσευχήν, οι μοναχοί κυρίως ηδολέσχουν εις την πρακτικήν αρετήν. Πρακτική αρετή λέγεται η δια του σώματος άσκησις, όπως είναι η νηστεία, η εγκράτεια, αι μετάνοιαι, η αγρυπνία, αι προσευχαί των τυπικών, η υπακοή, η ταπείνωσις κ.λ.π.
Αυτή λέγεται πρακτική αρετή, η οποία είναι «προς ολίγον ωφέλιμος», η δε νηπτική «προς πάντα ωφέλιμος».
Από τον 14ον αιώνα και εντεύθεν, ήρχισεν η προσευχή να παίρνη συστηματοποίησιν και διοργάνωσιν εκ μέρους των Πατέρων. Άφησαν συγγράμματα δια την προσευχήν. Εκοινοποίησαν την νηπτικήν εργασίαν ως αναγκαίαν προς τελειοποίησιν του ανθρώπου. Όταν δεν είχε συστηματοποιηθή, δεν είχε κοινοποιηθή και δεν είχε κυκλοφορήσει ελεύθερα η διδασκαλία της νηπτικής εργασίας, οι πατέρες και οι πνευματικοί άνθρωποι εκοπίαζαν πολύ εις την πρακτικήν αρετήν. Έκαναν πολλάς νηστείας, πολλάς αγρυπνίας, ταλαιπωρίας κ.λ.π. ΄Όταν όμως ήλθεν η νηπτική εργασία εις το φως, ως σύστημα και οργάνωσις, τότε το πολύ της ασκήσεως εσμικρύνθη, όχι ως μη αναγκαίον, αλλά διότι οι Πατέρες έδωσαν τον εαυτόν των εις την πνευματικήν εργασίαν περισσότερον παρά εις την πρακτικήν αρετήν. Διότι δια της νηπτικής εργασίας ηλευθερώνοντο από τους λογισμούς και εσμίκρυναν τα πάθη. Η νηπτική εργασία τους εχάριζε την καθαρότητα της καρδίας, δια τούτο δεν είχον τόσον απόλυτον ανάγκην της σωματικής ασκήσεως προς επίτευξιν της καθαρότητος της ψυχής.
Δι’ αυτόν τον λόγον δεν πρέπει και ημείς οι μοναχοί να αφήνωμεν την προσευχήν αυτήν, διότι είναι εις την ωφέλειαν 1000% επικυρωμένη. Διότι όταν η νηπτική εργασία καθαρίζη τον νουν και την καρδίαν και δίδη σώφρονα επιμέλειαν, τόσον εις τας εξωτερικάς αισθήσεις του σώματος, όσον και εις τας εσωτερικάς της ψυχής, τότε δεν έχει ανάγκην μεγάλης ασκήσεως ο μοναχός προς επίτευξιν του ιδίου σκοπού. Η πρακτική άσκησις είναι βοηθητικόν μέσον ως προς την νήψιν. Δια τούτο και οι Πατέρες, εν μέρει και κατά δύναμιν, ησκούντο εις την άσκησιν αυτήν την πρακτικήν προς βοήθειαν βέβαια της νηπτικής εργασίας. Κυρίως όμως επεδίωκον την νηπτικήν εργασίαν, διότι εδίδασκεν η προσευχή και η νήψις τα τελειότερα πνευματικά και θεωρητικά μαθήματα. Η νηπτική εργασία ωδήγει τον νηπτικόν άνθρωπον εις την θεωρίαν και από την θεωρίαν εις την σοφίαν και από την σοφίαν εις την αγάπην και εκ της αγάπης προήρχετο ο θείος έρως.
Η καθαρότης ήτο αποτέλεσμα φυσικόν αυτής της νηπτικής εργασίας. Η καθαρότης κατ’ άμφω του ανθρώπου ήρχετο μόνη της. Ενώ δια της ασκήσεως εσκοτώνοντο και εταλαιπωρούντο οι πατέρες, η νηπτική εργασία, τους αφήρεσε το πλείστον του κόπου και του μόχθου. Η νηπτική εργασία, τους νηπτικούς πατέρες, τους ωδήγει εις αμεριμνίαν, διότι είδον ότι η πολλή μέριμνα των πολλών πραγμάτων και υποθέσεων είναι ένα εμπόδιον σοβαρόν δια την νηπτικήν επιδίωξιν, επειδή γεννά λογισμούς. Οι λογισμοί αποτραβούν την προσοχήν, του νοός από την προσευχήν και την θεωρίαν. Δια τούτο κατά τους πατέρες, η μέριμνα που γίνεται δια πράγματα έξω της χρείας και περισσότερον της ανάγκης, λέγεται πνευματική φυματίωσις. Οι κοινοβιάται ζουν υπό την υπακοήν. Η υπακοή, κατά φυσικήν συνέπειαν, έχει φέρει την αμεριμνίαν εις τον υπακούοντα. Διότι εφ’ όσον εκτελώ υπακοήν και εφ’ όσον άλλος μεριμνά, εγώ δύναμαι να είμαι εν ειρήνη και ησυχία εκτελών μόνον το διακόνημά μου. Όταν εκτελώ ένα διακόνημα και σκέπτομαι ότι πέραν τούτου δεν μου χρειάζεται άλλη μέριμνα, ημπορώ κάλλιστα να συνδυάσω την εργασίαν του διακονήματος με την προσευχήν.
Εάν βλέπω ότι ο νους μου δεν δύναται να παρακολουθή το εργόχειρον με προσευχήν, λόγω της αποστάσεώς του εις διάφορα πράγματα άσχετα από την υπευθυνότητα που έχει εις το διακόνημά του, τότε αναγκαστικά θα αρχίσω προφορικήν επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, λέγοντας ψιθυριστά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…». Όταν το στόμα προσεύχεται και τα χέρια εργάζονται, τότε το έργον έχει διπλήν χάριν, έχει την χάριν της υπακοής και της προσευχής. Η υπακοή, το έργον του διακονήματος, το κάνει έμμισθον, η δε προσευχή το εξαγιάζει, διότι είτε τα εργόχειρα είτε αι εργασίαι, αι οποίαι έχουν συνοδόν την προσευχήν, έχουν ιδιαιτέραν χάριν.
Εις το μοναστήρι των Ταβενησιωτών είχε τόσην ησυχίαν, που το έλεγαν νεκρούπολιν, πόλιν νεκρών. Θέλουν να ειπούν με αυτό ότι τόσην σιγήν είχον οι πατέρες, ωσάν να μη ήσαν ζωντανοί άνθρωποι, που έχουν ανάγκην ομιλίας και φασαρίας. Και έχοντες αυτήν την ησυχίαν βέβαια είχον τον χρόνον να λέγουν την προσευχήν ή να αδολεσχούν εις την θεωρίαν του Θεού. Εκείνος ο οποίος αγαπά την ησυχίαν, φανερόν είναι ότι έχει καταλάβει την ωφέλειαν, της ησυχίας και της προσευχής. Ημείς δεν έχομεν γνωρίσει την ωφέλειαν από το να αυτοσυγκεντρωνώμεθα. Δεν έχομεν γνωρίσει την αξίαν της σιωπής. Δεν έχομεν πληροφορηθή πόσην ωφέλειαν παρέχει, το να ησυχάζη κανείς εις το κελλί του. Ο μοναχός, εάν του λείπη η προσευχή, είναι άδειος, εκτός, εάν δεν έχη γευθή της προσευχής την ωφέλειαν και δεν αισθάνεται το άδειασμά του. Ο φτωχός, εφ’ όσον δεν έχει, δεν στενοχωρείται. Ο μοναχός όμως ο οποίος έχει διδαχθή την προσευχήν και ο οποίος έχει αμελήσει τον εαυτόν του και έχει χάσει την προσευχήν, εκείνος γνωρίζει το χάσιμο και στενοχωρείται. Δια τούτο οι μοναχοί πρέπει να προσεύχωνται, ίνα και το καθήκον των εκτελούν ως μοναχοί, αλλά συνάμα να είναι εις το έργον μοναχοί, όχι τω ονόματι και τω σχήματι τω εξωτερικώ μοναχοί, αλλά και έσωθεν.
Κατά τους νηπτικούς Πατέρας, μοναχός δεν λέγεται, εάν δεν έχη μέσα του κρυφήν εργασίαν. Δια τούτο και ημείς πρέπει να αδολεσχήσωμεν και να βιασθώμεν εις την προσευχήν, δια να έχωμεν μέσα μας γεμάτην την ψυχήν ωφελείας, μόνον τότε θα εννοήσωμεν τους εαυτούς μας ως μοναχούς. Όπως μπορεί κανείς να θαυμάση, πως ζη ένα σώμα χωρίς ψυχήν, έτσι απορεί και λέγει: Μα πως ζουν οι άνθρωποι χωρίς αυτήν την τροφήν την πνευματικήν! Οι νηπτικοί πατέρες μας λέγουν ότι οι προσευχόμενοι ούτως αποκτούν μεγάλα χαρίσματα. Η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια, η αγρυπνία, χαρίζουν την χάριν,την ποικίλην χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει πολλάς μορφάς και πολλάς αισθήσεις. Το Άγιον Πνεύμα δια της προχωρημένης προσευχής και της νηπτικής εργασίας χαρίζει την χάριν των δακρύων, την χάριν της χαράς, την χάριν του προοράν, την χάριν της διδασκαλίας, την χάριν του αποστολικού χαρίσματος, την δύναμιν της μακροθυμίας, της υπομονής, της θείας παρακλήσεως, της μεγάλης ελπίδος, την χάριν του θείου έρωτος, της θεωρίας, της αρπαγής.
Ημείς βέβαια διδασκόμεθα συνέχεια, και όσον συνέχεια διδασκόμεθα, τόσον το χρέος μας μεγαλώνει απέναντι του Θεού και των πατέρων. Ο καθένας μας με την πρόοδον και την ωφέλειαν που έχει λάβει από την προσευχήν, έχει και ανάλογον διόρθωσιν εις τα ψυχικά και τα σωματικά του πάθη. Η διόρθωσις των παθών και αδυναμιών χαρακτηρίζει το πόσον ο άνθρωπος είναι προχωρημένος εις την προσευχήν. Συνεπώς πρέπει να βιαζώμεθα. Συνεχώς να προτρέπωμε τον εαυτόν μας να μη ξεχνά την προσευχήν, να μη την παραμελή. Εις περίπτωσιν που θα αντιληφθή ότι η προσευχή «έκανε νερά», ότι αδυνάτησε και ότι αρχίζει να τρέμη και να παραπατά, πρέπει το συντομώτερον να αναλάβη αγώνα διορθώσεως. Να αναλάβη επιμέλειαν, να επαναφέρη την δύναμιν εις την προσευχήν. Πως θα γίνη αυτό; Αμέσως να συμμαζέψη τον εαυτόν της η ψυχή, να αυτοσυγκεντρωθή, « να σφίξη το λουρί», που λέμε, και να αρχίση έντονα την προσευχήν. Να διώξη λογισμούς, να αποβάλη μέριμναν, να απαλλάξη τον νουν από τον περισπασμόν και να είπη: θα αδολεσχήσω εις την προσευχήν τώρα. Και αφού αδολεσχήση κατ’ αυτόν τον τρόπον επί εν διάστημα, αμέσως θα αισθανθή την δύναμιν, την προερχομένην από την επιμέλειαν της προσευχής.
Η προσευχή είναι ο καταπέλτης κατά των δαιμόνων, κατά των παθών, κατά της αμαρτίας και γενικά βέβαια, κατά παντός που εναντιώνεται εις τον δρόμον της σωτηρίας. Την προσευχήν, αν την ονομάσης λιμάνι, δεν πέφτεις έξω, διότι εις το λιμάνι ευρίσκει το πλοιάριον, το οποίον εταλαντεύετο εις την τρικυμίαν, την γαλήνην του, ευρίσκει τον σωσμόν του, ευρίσκει την ασφάλειάν του. Την προσευχήν, αν την ονομάσης σκαπάνην, αν την ονομάσης τσεκούρι, αν την ονομάσης πυξίδα, αν την ονομάσης φως και χίλιες άλλες δύο προσωνυμίες αν την προσαγορεύσης, δεν θα σφάλης. Δια τούτο ημείς οι μοναχοί δεν πρέπει να την αμελούμεν καθόλου. Υπάρχουν άνθρωποι εις τον κόσμον λαϊκοί, κυρίως γυναίκες, αι οποίαι αδολεσχούν και εργάζονται πολύ την προσευχήν, παρ’ ότι έχουν μέριμναν, έχουν παιδιά, έχουν εργασίαν, έχουν τόσες και τόσες υποχρεώσεις. Και όμως εξοικονομούν χρόνον να προσεύχωνται και να μελετούν το όνομα του Θεού. Ημείς τι έχομεν να είπωμεν, όταν ο Θεός, μας έχη δώσει τοσαύτην ελευθερίαν; Τι έχομεν να είπωμεν, όταν αμελούμεν την προσευχήν και την κάμνωμεν τόσον αδύνατον, που η αδυναμία της να επιτρέπη την ασθένειαν της αμαρτίας και των παθών, να μας καταπλακώνη και να μας αρρωσταίνη; Μας πολεμούν οι λογισμοί; Μεγάλον όπλον η προσευχή. Η έλξις της αμαρτίας τραβά τον νουν εις το κακόν. Όταν ο νους όμως πάρη εις τα χέρια του τον πέλεκυν της προσευχής και τον σηκώση και αρχίση να κτυπά, ξερριζώνει και τα σκληρότερα των λογισμών. Αρκεί μόνον ο άνθρωπος να πιάση καλά τον πέλεκυν και να τον χειρισθή επιδεξίως, τότε πράγματι, επιφέρει θαυμάσια επιτηδεύματα. Δια τούτο ο διάβολος, μας εμποδίζει να λέγωμεν την προσευχήν, δια να ημπορή να μας αιχμαλωτίζη ευκολώτερα. Μας φέρει αμέλειαν, μας φέρει μέριμναν, μας φέρει χίλια δύο εμπόδια, με μοναδικόν σκοπόν την παρεμπόδισιν της προσευχής. Όπως απεδείχθη από πολλά βέβαια γεγονότα πείρας, οι δαίμονες φρίττουν προ του ονόματος του Χριστού. οι ίδιοι το ωμολόγησαν δια στόματος ανθρώπων, ότι καίονται, όταν προσεύχεται ο άνθρωπος.
Ήτο ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλειαν πολλήν, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμον. Επήγεν εις την πατρίδα του Κεφαλληνίαν, όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιον Γεράσιμον. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιον, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμον και του λέγει: -- Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσον με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου, και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήτο να ομιλήση έτσι το δαιμόνιον. Συνήλθε. Τον εφώτισεν ο Θεός και λέγει εις τον εαυτόν του: --Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερον όπλον και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολον. Και όχι μόνον να τον κτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτον όπου θέλει. Ήμαρτον Θεέ μου! Και την ιδίαν εκείνην στιγμήν αναχωρεί μετανοημένος δια το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλιν καλήν αρχήν. Και τόσον επρόκοψεν εις την ευχήν και την άλλην μοναχικήν πολιτείαν, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουες από το στόμα του άλλο, παρά το : Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχήν. Τόσον την είχε συνηθίσει. Τόσον τον είχεν αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξίαν της ευχής και του κομβοσχοινίου, του την απεκάλυψε—χωρίς βέβαια να θέλη—ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τας ανεξιχνιάστους βουλάς του Υψίστου!
Άκουσε και άλλην διήγησιν παρομοίαν: Όταν ήμεθα εις την Νέαν Σκήτην, ζώντος του Γέροντός μου Ιωσήφ, μας ήλθεν ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από ευσπλαχνίαν, τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγον μόνοι των. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπον. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκλησιν μέσα των, την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους. Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε, ήλλαζεν η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε πράγματα, περί ων «αισχρόν εστι και λέγειν» κατά τον Απόστολον (Εφεσ. 4,12 ). Ήτο την τέχνην βαρελοποιός. Αφήνομεν το όνομά του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδείαν μας αρκετόν καιρόν και τας ώρας της εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρον να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτην ημέραν μου λέγει:
--Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω, είναι βαρειά δουλειά. Και έχω κι αυτόν εδώ μέσα μου, που συνεχώς με καταρρακώνει.
– Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένον! Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ, τα ξύλα εκεί, τα δείγματα μπροστά σου, σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ εις την Συνοδείαν όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχήν».
Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογίαν και τον μετεωρισμόν μου εις την προσευχήν. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθη εις τον νουν εκείνην την στιγμήν. Άράγε, εσυλλογίσθην, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Επιάσαμε λοιπόν, το εργόχειρον και την ευχήν. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και ήναψεν ο δαίμων μέσα του. Ήλλαξε την λαλιάν του και ήρχισε να φωνάζη, να αισχρολογή, να απειλή, να υβρίζη:
--Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις; Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε…
--Είδες τι μου κάνει; Μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια.
--Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω, υπομονή! Μην του δίδης σημασίαν. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στενοχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή. Εσχολάσαμε από το εργόχειρον και επηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει:
--Πάτερ, να κάνω καμμίαν ευχήν και γι’ αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήση και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το είπη ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιον, τον σηκώνει επάνω και τον «βροντάει» κάτω, εταράχθη ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσαν του και τον αρχίζει:
--Σκάσε κασίδηηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Όχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξαν μου. Δεν φταίμε εμείς. αυτός φταίει. Αυτός να μετανοήση! Όχι εμείς! μακρυά από έλεος!
Τον επαίδευσε πολύ, τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα υπό του δαίμονος. Εκατάλαβα δε δια πείρας, εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήτο αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμον μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και του ωμιλούσε πάντοτε με πολλήν αγάπην. Και ήτο πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι’ αυτούς διότι εγνώριζε τι μαρτύριον υπέμενον από τους δαίμονας. Και μας έλεγεν:
--Εάν ημείς, που τους έχομεν από έξω, παιδευώμεθα τόσον από τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριον υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς, που τους έχουν ημερόνυκτα μέσα των! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασίν των εδώ. Όμως, αλλοίμονον εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν, δια να τους παιδεύση εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπον εις την παρούσαν ζωήν! Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου, που λέγει: «Εάν βλέπης άνθρωπον να αμαρτάνη φανερά και να μη μετανοή, και να μη του συμβαίνη κανέν λυπηρόν εις την παρούσαν ζωήν έως την ώραν του θανάτου του, να γνωρίζης ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώραν της Κρίσεως». Και λέγοντος του Γέροντος ταύτα, ημείς εβλέπομεν ολοέν και συμπαθέστερα τον πειραζόμενον αδελφόν.
Εις τας Ακολουθίας αυτός δεν επήγαινε μέσα εις την εκκλησίαν με τους πατέρας, αλλά εγύριζεν έξω εις τα βράχια με το κομβοσχοίνι και εφώναζε συνεχώς την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείραν πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Από εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγεν ακατάπαυστα την ευχήν, αίφνης ήλλαζεν η φωνή του και ήρχιζεν ο δαίμων:
--Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα-νύχτα και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις, δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσεν η ώρα του πειρασμού, εκείνος πάλιν την ευχήν με το κομβοσχοίνι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό, που ο διάβολος ενόμιζεν ότι δεν ημπορεί να καταλάβη. Και ήτο πόνος ψυχής αλλά και μία ελπίδα, να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρόν μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Δεν τον ξαναείδαμε όμως. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε. Είδατε την δύναμιν της ευχής και το αμετανόητον των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν, όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεόν. Ω της εωσφορικής υπερηφανείας! Άράγε κατά τι διαφέρει ένας εγωϊστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον και να ζητήση το έλεος και την ευσπλαγχίαν Του!
Κατανοείτε τώρα το βαθύτερον νόημα της ευχής; Πως φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο καθείς πλησίον ή μακράν του Χριστού; Ημείς αφήνομεν τους λογισμούς και μας κυριεύουν. Αφήνομεν τους λογισμούς και μας αιχμαλωτίζουν, ενώ έχομεν το πάμφωτον όπλον της προσευχής, το όπλον αυτό, που λέγεται φωτιά και πυρ. Είναι ένα μαστίγιον η προσευχή αυτή, που μαστίζει κάθε δαιμόνιον λογισμόν. Αλλά ημείς είμεθα ανάξιοι—ο πρώτος είμαι εγώ—να αδολεσχούμεν. Όχι ότι δεν ημπορούμεν ή δεν είμεθα καλεσμένοι δια την προσευχήν, αλλά είμεθα ράθυμοι και αμελείς και μας πλανά ο διάβολος και ημείς του κάμνομεν υπακοήν και δεν αδολεσχούμεν όπως πρέπει εις την προσευχήν. Αν αδολεσχούσαμε, δεν θα αφήναμε τόσα και τόσα πάθη και αδυναμίας να μας κατακτήσουν. Βλέπομεν ότι και λαϊκοί αδολεσχώντας εις την προσευχήν, ηγίαζαν. Ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα εις τα βασίλεια ήτο, μέσα εις το υπουργικόν συμβούλιον του Ανδρονίκου, του Βυζαντινού Αυτοκράτορος. Παρ’ ότι είχε τόσες υποθέσεις και μέριμνες και σκοτούρες, δεν έμεινεν αμέτοχος της προσευχής και της ωφελείας και της προόδου εξ αυτής, φανερώνων ότι ο άνθρωπος, όπου και αν ευρεθή, όπου και αν σταθή, οποίαν ζωήν και αν κάνη, όταν αδολεσχήση εις την προσευχήν αυτήν την θαυματουργόν, επιτυγχάνει την χάριν του Θεού. Βλέπομεν και τον άγιον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην, να περιπατή εις τας ερήμους του Αγ. Όρους, εις τόπους ησύχους, δια να ημπορέση περισσότερον να αυξήση την προσευχήν. Και όταν τον ηρώτησαν οι πατέρες: «Διατί, πάτερ, πηγαίνεις εις ερημικούς τόπους και διατί φεύγεις τους ανθρώπους και διατί δεν τους πλησιάζεις;» απήντησε: «Πελαγίζω εις τους ερημικούς τόπους, με σκοπόν την αύξησιν της προσευχής».
Η πείρα εδίδαξεν ότι χωρίς την αρμόζουσαν ησυχίαν η προσευχή δεν επιτυγχάνεται εις τα μεγαλύτερα και εις τα περισσότερα βέβαια χαρίσματα, που προέρχονται εξ αυτής. Και εις τον κόσμον και εις την ησυχίαν, εις τα βουνά, πολλά κατορθώνονται από την προσευχήν. Ημείς που ευρισκόμεθα μέσα εις ένα κοινόβιον, πρέπει να κρατήσωμεν την προσευχήν και την άσκησιν της πρακτικής αρετής, κάμνοντες υπακοήν, κόπτοντες το θέλημα, αγαπώντες αλλήλους, ανεχόμενοι ο εις τον άλλον, εξομολογούμενοι καθαρά τους λογισμούς, υπακούοντες πνευματικώς εις τους προεστώτας, λέγοντες συνεχώς την ευχήν επάνω εις το διακόνημα. Και όταν ταύτα πάντα εκτελέσωμεν, η χάρις του Θεού θα έλθη ανάλογα με την προαίρεσιν και την πίστιν, ανάλογα με την πίστιν και την υπακοήν που έχομεν εις τους προεστώτας, ανάλογα με την πρακτικήν αρετήν που έχομε. Ημπορούμεν και ημείς εδώ, υπό μίαν στέγην, υπό μίαν ποιμαντορικήν καθοδηγίαν, να φθάσωμεν εις ικανοποιητικά μέτρα χάριτος, διότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Τους εργαζομένους τας εντολάς Του με καθαράν καρδίαν, με καθαράν συνείδησιν, τους επιβραβεύει και τους παρηγορεί και τους δίδει την ελπίδα της σωτηρίας. Δεν απομένει τίποτε άλλο παρά να βιασθώμεν, να βιαζώμεθα συνεχώς. Όπως μας έχει διδάξει το σημερινόν μας μάθημα, κυρίως εις την προσευχήν να αδολεσχώμεν. Συνέχεια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξυπνώντας το πρωί να λέγωμεν την ευχήν, κατόπιν να εργαζώμεθα με το όνομα του Χριστού. Ούτω με την ευχήν περικόπτομεν και την αργολογίαν και την περιττολογίαν και την κατάκρισιν και τον θυμόν και την μεμψιμοιρίαν και ο καθένας ησυχάζει εις τον εαυτόν του. Αλλοίμονόν μας, όταν διδασκώμεθα και δεν πράττωμεν, όταν δεν βιαζώμεθα. Όταν μας παρέχωνται τα μέσα να βιασθώμεν και δεν το κάμνωμεν, τότε πλέον τι απομένει εις ημάς παρά να κατηγορώμεν τους εαυτούς μας συνέχεια ως αναξίους, ως ελεεινούς, ως ραθύμους; Τουλάχιστον δια της αυτομεμψίας και της ταπεινώσεως, να εύρωμεν πάλιν την βίαν προς την προσευχήν. Διότι η ταπείνωσις και η αυτομεμψία φέρει την χάριν του Θεού. Η χάρις πάλιν φέρει την προθυμίαν και την διευκόλυνσιν προς την προσευχήν. Όπως είπαμε και εις την αρχήν του λόγου, οφείλομεν ευχαριστίας συνεχείς εις τους νηπτικούς μας πατέρας. Να τους ευλαβώμεθα και να τους αγαπώμεν και να τους δοξάζωμεν, να ζητώμεν τας ευχάς των και τας πρεσβείας των προς τον Θεόν και να τους παρακαλούμεν, να στείλουν και εις ημάς ένα μικρόν δώρον, μίαν μικράν ευλογίαν προσευχής.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Λόγος δεύτερος
Περί Προσευχής.
Δια τον μοναχόν η ευχή πρέπει να είναι ωσάν μία αχώριστος συντροφιά. Την ώραν που ωρίσαμε να προσευχώμεθα, κάπως πιο συμμαζεμένα και προσεκτικά, πρέπει κατά κάποιον τρόπον να βιάζωμεν τον εαυτόν μας εις το να προσπαθώμεν να προσηλώνωμε τον νουν μας εις το μέρος της καρδιάς, χωρίς βέβαια να την φανταζώμεθα. Να αναπνέωμεν αργά και να δώσωμεν την προσευχήν εις τον ενδιάθετον λόγον «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τον νουν μας να τον τοποθετήσωμεν ωσάν φρουρόν, ωσάν επιστάτην, να παρακολουθή τον ενδιάθετον λόγον, που λέγει την ευχήν, επίσης να προσέχη την φαντασίαν, να μη δεχθή καμμίαν εικόνα. Μαζί με αυτά θα κινήσωμεν την ψυχήν μας με αγαπητικήν διάθεσιν, ώστε η προσευχή να τονωθή, να ολοκληρωθή, να της δοθή αυτή η καλή αίσθησις, ώστε να φέρη καλόν αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να είναι η ελευθερία της ευχής, να είναι μία πνευματική θέρμη, να είναι χαρά, δάκρυα κ.ο.κ.
Προτού βέβαια να ξεκινήσωμεν εις το να είπωμεν την ευχήν, είναι ωφέλιμον και βοηθητικόν επί δύο-τρία λεπτά, να ρίξωμεν μια ματιά γύρω από τις αμαρτίες μας, γύρω από τα πάθη μας, να σκεφθούμε την αμαρτωλότητά μας, την εμπαθή κατάστασίν μας, την ταπεινήν κατάστασιν της ψυχής μας και ότι δεν ημπορούμεν να κάνωμεν τίποτε χωρίς τον Θεόν. Επίσης μπορεί να μνημονεύση ο άνθρωπος την κρίσιν του Θεού ή μίαν κολασμένην κατάστασιν του άλλου κόσμου.
Με την αίσθησιν που θα δημιουργηθή έτσι μέσα εις την ψυχήν, θα κινηθή να ρυθμίση το θέμα της ευχής με την αναπνοήν. Έτσι δημιουργείται μία προεργασία της ψυχής, ώστε μετά από λίγα λεπτά, που θα αρχίσωμεν την ευχήν, η ευχή να έχη κάποια πνευματικήν ώθησιν και χροιάν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενεργώντας, ο νους είναι πιο συναγμένος, πιο προσεκτικός. Αυτή η θεωρία, αυτή η μελέτη, τον περικλείει, τον εντοπίζει μέσα. Κατόπιν του δίδεται και η προσευχή και αρχίζει έτσι να προσεύχεται καλά. Όταν συνηθίση ο άνθρωπος να προσεύχεται κατ’ αυτόν τον τρόπον, μετά από ένα χρονικόν διάστημα, άλλοτε άλλο, και αυτό έγκειται εις την προθυμίαν του ανθρώπου, προοδεύει εις την προσευχήν, βεβαίως με την χάριν του Θεού. Διότι πιστεύω ότι όλον το θέμα της προσευχής είναι καθαρώς της χάριτος του Θεού. Ο άνθρωπος γίνεται συνεργός δια των τρόπων της προσευχής. Η χάρις δε είναι εκείνη, που κατορθώνει το όνομα του Θεού να το μνημονεύη. Απόδειξις τούτου είναι, ότι οιανδήποτε άλλην σκέψιν ο άνθρωπος σκέπτεται, αλλά εις την μνημόνευσιν του ονόματος του Θεού πρέπει να κάμνη πολύ μεγάλην προσπάθειαν.
Κάτι παρόμοιον συμβαίνει, ως παράδειγμα, με τα γήϊνα φυτά. Τα άγρια, τα αγκάθια, φυτρώνουν χωρίς καμμίαν προσπάθειαν του ανθρώπου, μόνα των. Ενώ τα ήμερα, τα περιποιείται ο άνθρωπος με τόσον πολύν κόπον και εάν ο Θεός δεν βοηθήση, εάν δεν στείλη τον ήλιον με τας θαυματουργικάς του ακτίνας, δεν ημπορεί τίποτε να φυτρώση και να αυξηθή και να ανθίση. Έτσι και πνευματικώς. Προσπαθεί ο άνθρωπος με τους διαφόρους τρόπους της προσευχής να επιτύχη την ένωσίν του με τον Θεόν. Εάν όμως ο Θεός δεν στείλη την ευλογίαν Του, εάν δεν συνεργήση, όλοι αυτοί οι τρόποι και η μεγάλη προσπάθεια που κάνει εις την προσευχήν, μένει άκαρπος πνευματικώς. Δια τούτο χρειάζεται, προτού να αρχίσωμεν την προσευχήν, η θεωρία, δηλαδή θεωρία πνευματική, γύρω από την ταπείνωσιν, γύρω από την αυτομεμψίαν, μνήμη θανάτου κ.λ.π. έτσι ώστε ο άνθρωπος να αποσπάση την βοήθειαν του Θεού εις τον καιρόν της προσευχής. Και όταν ακόμη προσεύχεται ο άνθρωπος, εάν δεχθή λογισμούς κενοδόξους, η προσευχή ανακόπτεται, δηλαδή η χάρις του Θεού πάραυτα εμποδίζεται, δεν ενεργεί. Τότε ο άνθρωπος αγανακτεί με τους λογισμούς αυτούς και σκέπτεται: μόλις ήρχισεν η ευχή να ενεργή και ένοιωθα την χάριν του Θεού, παρενέβησαν οι λογισμοί εις την μέσην και υπεχώρησεν η χάρις.
Πολλάκις πάλιν πλησιάζουν διάφοροι λογισμοί κακοί και αμέσως διακόπτεται η ευχή και ο άνθρωπος διερωτάται: μα εγώ δεν τους εδέχθην τους κακούς αυτούς λογισμούς, τώρα διατί να στερηθώ της προσευχής και της χάριτος. Και τούτο είναι βέβαια οπωσδήποτε μέσα εις την πρόνοιαν του Θεού, δια να πληροφορήση τον άνθρωπον. Είναι ωσάν να του λέγη: μη νομίσης ότι μόνον όταν δεχθής λογισμούς υπερηφανείας, υστερείσαι της χάριτος της προσευχής, αλλά και όταν θέλω εγώ και χωρίς λογισμούς υπερηφανείας, σου υστερώ την εντύπωσιν και την πληροφορίαν, ότι εσύ με την προετοιμασίαν σου και με την προσπάθειάν σου ημπορείς να κατορθώσης να εύρης την ενεργόν προσευχήν. Αυτό το πράγμα το έχω νοιώσει από την πείραν τόσο πολύ, που κανείς δεν ημπορεί να μου βγάλη αυτόν τον λογισμόν, αυτήν την πληροφορίαν, ότι δηλαδή είναι έργον της χάριτος η προσευχή. Εννοούμεν βέβαια την ενεργόν προσευχήν, προσευχήν με αίσθησιν χάριτος. Διότι προσευχή λέγεται και οποιαδήποτε άλλη προσευχή χωρίς αίσθησιν χάριτος. Συμφέρει λοιπόν εις τον άνθρωπον να στερήται την προσευχήν πότε-πότε, δια να μάθη καλά αυτό το μάθημα της ταπεινώσεως. μετά από χρόνια, μετά από πολλές φορές, που θα έχη χάσει την προσευχήν από λογισμούς, του γίνεται μία εσωτερική φυσιολογικώς πληροφορία, ότι μόνον με την βοήθειαν του Θεού κατορθώνεται η προσευχή.
Λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Όχι όταν εσύ προετοιμάζεσαι με όλα τα μέσα και τους τρόπους της προσευχής, δια να επιτύχης την χάριν του Θεού, αλλά όταν ο Θεός θελήση θα σου την δώση. Όταν δεν έχης προετοιμασίαν συμβαίνει να σου δώση, και όταν έχης προετοιμασίαν, συμβαίνει να μην έχης προσευχήν, να μη ευρίσκης προσευχήν». Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη αλήθεια. Πολλές φορές και εγώ ο ταπεινός, όταν ελάμβανα όλα τα μέτρα μου, ίνα εύρω προσευχήν το βράδυ, κατά το πλείστον δεν εύρισκα προσευχήν. Εσηκωνόμουν εις την ώραν μου, εις την ησυχίαν μου, εις την τάξιν μου, εις όλα με προσοχήν, να μην ακούεται τίποτε. Ώρα επάλευα και εν τούτοις δεν εύρισκα προσευχήν. Κατόπιν, μετά από την πολλήν αυτήν προσεκτικήν προσευχήν, έκανα κάτι άλλο, κάποιαν άλλην εργασίαν και εύρισκα τόσον πολλήν χάριν Θεού. Σκεπτόμουν: Τόσος κόπος, τόση προσπάθεια, τόση προσοχή χωρίς αποτέλεσμα και ξαφνικά τόση χάρις; Μου έδινε να καταλάβω ο Θεός, όχι ότι πρέπει να αφήσω την προσπάθειάν μου, αλλά να μη πιστεύω εις την προσπάθειάν μου, ότι με αυτήν θα εύρω προσευχήν. Είναι εις την εξουσίαν, εις την δικαιοδοσίαν του Θεού και χωρίς προσπάθειαν να δώση την αίσθησιν της προσευχής. Πάντως, από πλευράς προσευχομένου, πρέπει να λαμβάνωνται όλα τα μέτρα, τα οποία χρειάζονται δια να εύρη κανείς την προσευχήν, χωρίς να πιστεύη ότι αυτά θα φέρουν οπωσδήποτε την προσευχήν. Αλλά να πιστεύη ότι, εάν ο Θεός θελήση, θα δώση προσευχήν, διαφορετικά δεν θα κάνη τίποτε.
Ο γεωργός σπείρει, γεωργεί καλά το χωράφι, κοιτάζει να πηγαίνη βαθειά το αλέτρι, ανασκαλεύει το χώμα,το κάτω το φέρνει επάνω και κατόπιν σπείρει. Μετά περιμένει την βροχήν, περιμένει καλούς καιρούς. Εάν οι καλοί καιροί συντρέξουν με βροχήν και ατμόσφαιραν, που χρειάζεται, θα φυτρώσουν, θα μεγαλώσουν και θα αποδώσουν τον καρπόν των. Διαφορετικά δεν θα γίνη τίποτε. Και αν φυτρώση, θα είναι τόσον ολίγον, ώστε να μη πάρη ο γεωργός ούτε τον σπόρον του. Και ο γεωργός πάλιν εις τον Θεόν ελπίζει και λέγει: Εάν ο Θεός θελήση, θα πάρω καρπόν. Και εις καιρούς που είναι ανομβρία, ο καημένος ο γεωργός και προσεύχεται και κάνει και αγιασμούς, διότι πιστεύει ότι, εάν ο Θεός θελήση και στείλη βροχήν, ήλιον κ.λ.π., ο κόπος του θα φέρη καρπόν. Διαφορετικά παρ’ όλα τα μέτρα, δεν θα πάρη καρπόν. Έτσι συμβαίνει και από πνευματικής πλευράς. Ο άνθρωπος όσα μέτρα κι αν λάβη, μόνον, εάν ο Θεός θελήση, θα καρπίση. Δια τούτο χρειάζεται, εις όλας τας πνευματικάς επιδιώξεις, να προηγήται η ταπείνωσις. Φθάνει ο άνθρωπος εις το σημείον να λάβη την πληροφορίαν ότι χωρίς τον Θεόν δεν γίνεται απολύτως τίποτε. Το πιστεύει αυτό και λέγει: το υπογράφω με το ίδιο μου το αίμα, ότι είμαι ένα μηδενικόν και δεν ημπορώ να κάμνω κάτι αγαθόν. Και εκεί που ακόμα δεν ετελείωσε την υπογραφήν εις το ότι είναι ένα μηδενικόν, πάραυτα βλέπει λογισμούς κενοδοξίας! Και σκέπτεται: Τώρα, μα τώρα το υπέγραψα με το αίμα μου, ότι είμαι ένα μηδενικόν και πως λογισμός κενοδοξίας με προσέβαλε;
Φανερόν είναι λοιπόν ότι και την ταπείνωσιν ακόμη πρέπει ο Θεός να την χαρίση εις τον άνθρωπον. Παρ’ όλην την εργασίαν που κάνομεν προς επίγνωσιν της μηδαμινότητός μας, πάλιν ο Θεός πρέπει να δώση την αίσθησιν αυτού του μηδενικού. Τότε λοιπόν τι πρέπει να κάνη ο άνθρωπος, αφού έτσι έχει το πράγμα; Θα πρέπη να μη κάμνη κανένα αγαθόν, καμμίαν προσπάθειαν, αλλά να περιμένη από τον Θεόν να του δώση ταπείνωσιν και χάριν; Όχι. Ο άνθρωπος πρέπει να κάμνη ό,τι απαιτείται από αυτόν, δι’ οποιανδήποτε αρετήν και να περιμένη με πολλήν ταπείνωσιν και συναίσθησιν ότι, εάν ο Θεός θελήση αυτή η αρετή να λάβη σάρκα και οστά και τότε θα ημπορέση να καρποφορήση. Διαφορετικά μόνον ο κόπος θα μείνη.
Επανερχόμενος εις το θέμα της προσευχής, επαναλαμβάνω ότι πρέπει να λάβωμεν τα μέτρα μας. Εις την ώραν μας να κλεισθούμε μέσα. Να προσπαθήσωμε να σκεφθούμε κάτι σχετικά με την προσευχήν, π.χ. τις αμαρτίες μας, το ότι περνά ο χρόνος και δεν κάμνομεν τίποτε, τον θάνατον που μας περιμένει, το δικαστήριον κ.λ.π.
Μετά από μίαν τοιαύτην πρόχειρον και σύντομον μελέτην, αμέσως έρχεται η διάθεσις δια προσευχήν. Βάζομε τον νουν μας εις την καρδίαν και αναπνέομεν αραιά, λέγοντας την ευχούλα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και αν αισθανώμεθα ενίοτε κόπον, ύπνον, πρέπει να επιμένωμεν. Δεν βγάζομεν βέβαια τίποτε, ανεπαίσθητα όμως δημιουργείται κάτι καλό μέσα μας. Την επομένην φοράν που θα καθήσωμεν δια προσευχήν, θα αισθανθώμεν κάπως καλύτερα και την επομένην ακόμη καλύτερα. Ούτω σιγά-σιγά, θα αρχίσωμε να βρίσκωμε κάτι εις την προσευχήν και συν τω χρόνω όλο και περισσότερον. Εις την προσπάθειαν βέβαια αυτήν θα μας επιτεθή και ο διάβολος οπωσδήποτε. Θα μας πάη τον νουν εδώ, και εκεί, θα μας φέρη διάφορες φαντασίες. Η προσπάθειά μας θα είναι να αποκλείωμεν όλα αυτά και να προσέχωμεν την προσευχήν. Δεν είναι μικρόν το έργον. Φαίνεται μεν απλό: να σκύψης το κεφάλι, να συγκεντρώσης το μυαλό σου και να παρακολουθής την προσευχήν. Εις την ουσίαν όμως είναι δύσκολον. Διότι ο πονηρός δεν την θέλει αυτήν την προσευχήν. Άσπονδος εχθρός του σατανά είναι η νοερά προσευχή! Και επομένως δεν είναι τόσον εύκολον, ο διάβολος να την ανεχθή να τον καίη, να τον ζεματάη και να της επιτρέψη να εγκαθιδρύση τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου και να διώξη αυτόν από τα πέριξ της καρδίας. Η προσευχή, όπως είπαμε, έχει ως σκοπόν να φέρη τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν, του ανθρώπου, πράγμα απαράδεκτον από την αντιπολίτευσιν, από τον σατανά. Η προσευχή αύτη η απλή, η μονολόγιστος, είναι τόσον δυνατή, όπου δεν δύναται να χωρέση το μυαλό του ανθρώπου. Δια τούτο ο σατανάς την καταπολεμεί, την μάχεται σκληρά και μας φέρει τον μετεωρισμόν, την ανησυχίαν, την στενοχωρίαν, το πνίξιμο, με μοναδικόν σκοπόν ο άνθρωπος να μη προσευχηθή.
«Τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. 12,12 ). Η προσευχή θέλει υπομονήν, επιμονήν, μακροθυμίαν. Να μη λέγωμεν: δεν ημπορούμε να κάμνωμεν τίποτε, διότι τότε δεν θα κατορθώσωμε να κάμνωμεν αυτήν την προσευχήν, που εις την έκτασίν της είναι τόσον πολύ μεγάλη, ώστε περιλαμβάνει μέσα της ουράνια πράγματα!
Ας κάμνωμεν εξήγησιν της εκτάσεως αυτής. Όταν η προσευχή ενεργήση, ο νους γίνεται τόσον καθαρός, τόσον φωτεινός, τόσον δυναμικός, τόσα φτερά παίρνει, που ανεβαίνει τόσον πολύ υψηλά και συναντά τον Θεόν με όλες τις χάριτες! Τότε ο νους γίνεται τόσον δεκτικός των πνευματικών θεωριών, ώστε λέγει: «Ποία θεωρία να διαλέξω!».
Αντιθέτως, όταν ο νους δεν είναι φωτισμένος από την προσευχήν, είναι πάρα πολύ δυσκίνητος, δεν ημπορεί να κινηθή καρποφόρα προς μίαν θεωρίαν. Όταν ο άνθρωπος προσπαθήση και δεν εύρη προσευχήν, έρχεται ο πονηρός κατόπιν και του λέγει: Να, προσπάθησες τόσον και δεν ευρήκες τίποτε, παράτησέ την λοιπόν την προσευχήν αυτήν. Η πείρα όμως, με την ιδικήν της γλώσσα, μας λέγει τα εξής: χρειάζεται υπομονήν και επιμονήν, διότι εύκολα η καρδιά δεν ανοίγει εις την προσευχήν. Χρειάζονται αρκετά χτυπήματα, πολλή προσπάθεια προσευχής. Τι συμβαίνει εις τον σπόρον; Αποκτά κεντρί, σιγά-σιγά ανεβαίνει προς τα πάνω, σπάζει την επιφάνεια της γης, τα χώματα και βγαίνει εις το φως αυτού του κόσμου. Κατόπιν φυτρώνει, μεγαλώνει, ανθίζει, καρπίζει.
Έτσι συμβαίνει και εις την προσευχήν. Σιγά-σιγά θα σπάση την σκληρότητα της καρδίας, θα βγη εις την επιφάνειαν αυτής, και σαν βγη εις το φως του πνευματικού κόσμου, τότε θα αρχίση να φυτρώνη, να μεγαλώνη, να ανθίζη και να καρπίζη.
Όταν μετά από χρόνια εργασίας αυτής της πνευματικής προσευχής ο καλός Θεός αξιώση τον άνθρωπον, τότε, ενώ προηγουμένως αυτός ο ίδιος αισθανόταν αδύνατον τον εαυτόν του εις την ταπείνωσιν και εύκολα έχανε την προσευχήν, βλέπει να εδραιώνεται η ταπείνωσις εις κατάστασιν πνευματικώς φυσιολογικήν, οπότε και η προσευχή εδραιώνεται και κρατείται. Το μικρό παιδί, όταν αρχίση να περιπατή, δεν έχει δύναμιν. Τα γόνατά του δεν είναι δυνατά, εύκολα πίπτει και κτυπά. Όταν βέβαια μεγαλώση εις την ηλικίαν, τότε δυναμώνουν τα σφυρά, περιπατεί και εύκολα δεν πίπτει. Έτσι συμβαίνει και με την προσευχήν. Πρέπει λοιπόν να γίνουν αυτοί οι κατά Θεόν κόποι, διότι προδιαθέτουν τον Θεόν να στείλη την χάριν Του. Εκείνο που βλάπτει εις τον πνευματικόν αγώνα είναι η απόγνωσις και η απελπισία. Απελπισία δεν χρειάζεται. Η απελπισία, εις οιονδήποτε τομέα πνευματικόν, είναι διαβολική. Ποτέ η απελπισία δεν είναι από Θεού, πάντοτε είναι διαβολική. Και όταν μας πλησιάζη να λέμε, είναι του διαβόλου. Ο διάβολος εις κάθε προσευχήν, αλλά εις αυτήν ιδίως είναι πολύ επιθετικός. Όλες τις προσευχές, ο άνθρωπος τις λέγει άνετα με τον ενδιάθετον λόγον. Όμως, όταν αρχίση αυτήν την προσευχήν, εκεί μαζεύονται όλα τα δαιμόνια. Με την αντίθεσιν αυτήν του σατανά και με την πολεμικήν που της κάνει, φανερώνεται το πόσον καλή, το πόσον πνευματική και καρποφόρος είναι αύτη. Δεν έχομεν καταλάβει, τι θα κερδίσωμεν, πόσον θα ωφεληθώμεν από αυτήν την προσευχήν, δι’ αυτό δεν έχομεν την όρεξιν, δεν έχομε και την υπομονήν δια την προσευχήν. Ας αγωνισθώμεν λοιπόν, ας κοπιάσωμεν εις την προσευχήν, έως ότου ο Θεός στείλη την χάριν Του, και τότε, όταν έλθη εκείνη, θα μας πληροφορήση δι’ όλα.
Λόγος δεύτερος
Περί Προσευχής.
Δια τον μοναχόν η ευχή πρέπει να είναι ωσάν μία αχώριστος συντροφιά. Την ώραν που ωρίσαμε να προσευχώμεθα, κάπως πιο συμμαζεμένα και προσεκτικά, πρέπει κατά κάποιον τρόπον να βιάζωμεν τον εαυτόν μας εις το να προσπαθώμεν να προσηλώνωμε τον νουν μας εις το μέρος της καρδιάς, χωρίς βέβαια να την φανταζώμεθα. Να αναπνέωμεν αργά και να δώσωμεν την προσευχήν εις τον ενδιάθετον λόγον «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τον νουν μας να τον τοποθετήσωμεν ωσάν φρουρόν, ωσάν επιστάτην, να παρακολουθή τον ενδιάθετον λόγον, που λέγει την ευχήν, επίσης να προσέχη την φαντασίαν, να μη δεχθή καμμίαν εικόνα. Μαζί με αυτά θα κινήσωμεν την ψυχήν μας με αγαπητικήν διάθεσιν, ώστε η προσευχή να τονωθή, να ολοκληρωθή, να της δοθή αυτή η καλή αίσθησις, ώστε να φέρη καλόν αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να είναι η ελευθερία της ευχής, να είναι μία πνευματική θέρμη, να είναι χαρά, δάκρυα κ.ο.κ.
Προτού βέβαια να ξεκινήσωμεν εις το να είπωμεν την ευχήν, είναι ωφέλιμον και βοηθητικόν επί δύο-τρία λεπτά, να ρίξωμεν μια ματιά γύρω από τις αμαρτίες μας, γύρω από τα πάθη μας, να σκεφθούμε την αμαρτωλότητά μας, την εμπαθή κατάστασίν μας, την ταπεινήν κατάστασιν της ψυχής μας και ότι δεν ημπορούμεν να κάνωμεν τίποτε χωρίς τον Θεόν. Επίσης μπορεί να μνημονεύση ο άνθρωπος την κρίσιν του Θεού ή μίαν κολασμένην κατάστασιν του άλλου κόσμου.
Με την αίσθησιν που θα δημιουργηθή έτσι μέσα εις την ψυχήν, θα κινηθή να ρυθμίση το θέμα της ευχής με την αναπνοήν. Έτσι δημιουργείται μία προεργασία της ψυχής, ώστε μετά από λίγα λεπτά, που θα αρχίσωμεν την ευχήν, η ευχή να έχη κάποια πνευματικήν ώθησιν και χροιάν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενεργώντας, ο νους είναι πιο συναγμένος, πιο προσεκτικός. Αυτή η θεωρία, αυτή η μελέτη, τον περικλείει, τον εντοπίζει μέσα. Κατόπιν του δίδεται και η προσευχή και αρχίζει έτσι να προσεύχεται καλά. Όταν συνηθίση ο άνθρωπος να προσεύχεται κατ’ αυτόν τον τρόπον, μετά από ένα χρονικόν διάστημα, άλλοτε άλλο, και αυτό έγκειται εις την προθυμίαν του ανθρώπου, προοδεύει εις την προσευχήν, βεβαίως με την χάριν του Θεού. Διότι πιστεύω ότι όλον το θέμα της προσευχής είναι καθαρώς της χάριτος του Θεού. Ο άνθρωπος γίνεται συνεργός δια των τρόπων της προσευχής. Η χάρις δε είναι εκείνη, που κατορθώνει το όνομα του Θεού να το μνημονεύη. Απόδειξις τούτου είναι, ότι οιανδήποτε άλλην σκέψιν ο άνθρωπος σκέπτεται, αλλά εις την μνημόνευσιν του ονόματος του Θεού πρέπει να κάμνη πολύ μεγάλην προσπάθειαν.
Κάτι παρόμοιον συμβαίνει, ως παράδειγμα, με τα γήϊνα φυτά. Τα άγρια, τα αγκάθια, φυτρώνουν χωρίς καμμίαν προσπάθειαν του ανθρώπου, μόνα των. Ενώ τα ήμερα, τα περιποιείται ο άνθρωπος με τόσον πολύν κόπον και εάν ο Θεός δεν βοηθήση, εάν δεν στείλη τον ήλιον με τας θαυματουργικάς του ακτίνας, δεν ημπορεί τίποτε να φυτρώση και να αυξηθή και να ανθίση. Έτσι και πνευματικώς. Προσπαθεί ο άνθρωπος με τους διαφόρους τρόπους της προσευχής να επιτύχη την ένωσίν του με τον Θεόν. Εάν όμως ο Θεός δεν στείλη την ευλογίαν Του, εάν δεν συνεργήση, όλοι αυτοί οι τρόποι και η μεγάλη προσπάθεια που κάνει εις την προσευχήν, μένει άκαρπος πνευματικώς. Δια τούτο χρειάζεται, προτού να αρχίσωμεν την προσευχήν, η θεωρία, δηλαδή θεωρία πνευματική, γύρω από την ταπείνωσιν, γύρω από την αυτομεμψίαν, μνήμη θανάτου κ.λ.π. έτσι ώστε ο άνθρωπος να αποσπάση την βοήθειαν του Θεού εις τον καιρόν της προσευχής. Και όταν ακόμη προσεύχεται ο άνθρωπος, εάν δεχθή λογισμούς κενοδόξους, η προσευχή ανακόπτεται, δηλαδή η χάρις του Θεού πάραυτα εμποδίζεται, δεν ενεργεί. Τότε ο άνθρωπος αγανακτεί με τους λογισμούς αυτούς και σκέπτεται: μόλις ήρχισεν η ευχή να ενεργή και ένοιωθα την χάριν του Θεού, παρενέβησαν οι λογισμοί εις την μέσην και υπεχώρησεν η χάρις.
Πολλάκις πάλιν πλησιάζουν διάφοροι λογισμοί κακοί και αμέσως διακόπτεται η ευχή και ο άνθρωπος διερωτάται: μα εγώ δεν τους εδέχθην τους κακούς αυτούς λογισμούς, τώρα διατί να στερηθώ της προσευχής και της χάριτος. Και τούτο είναι βέβαια οπωσδήποτε μέσα εις την πρόνοιαν του Θεού, δια να πληροφορήση τον άνθρωπον. Είναι ωσάν να του λέγη: μη νομίσης ότι μόνον όταν δεχθής λογισμούς υπερηφανείας, υστερείσαι της χάριτος της προσευχής, αλλά και όταν θέλω εγώ και χωρίς λογισμούς υπερηφανείας, σου υστερώ την εντύπωσιν και την πληροφορίαν, ότι εσύ με την προετοιμασίαν σου και με την προσπάθειάν σου ημπορείς να κατορθώσης να εύρης την ενεργόν προσευχήν. Αυτό το πράγμα το έχω νοιώσει από την πείραν τόσο πολύ, που κανείς δεν ημπορεί να μου βγάλη αυτόν τον λογισμόν, αυτήν την πληροφορίαν, ότι δηλαδή είναι έργον της χάριτος η προσευχή. Εννοούμεν βέβαια την ενεργόν προσευχήν, προσευχήν με αίσθησιν χάριτος. Διότι προσευχή λέγεται και οποιαδήποτε άλλη προσευχή χωρίς αίσθησιν χάριτος. Συμφέρει λοιπόν εις τον άνθρωπον να στερήται την προσευχήν πότε-πότε, δια να μάθη καλά αυτό το μάθημα της ταπεινώσεως. μετά από χρόνια, μετά από πολλές φορές, που θα έχη χάσει την προσευχήν από λογισμούς, του γίνεται μία εσωτερική φυσιολογικώς πληροφορία, ότι μόνον με την βοήθειαν του Θεού κατορθώνεται η προσευχή.
Λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Όχι όταν εσύ προετοιμάζεσαι με όλα τα μέσα και τους τρόπους της προσευχής, δια να επιτύχης την χάριν του Θεού, αλλά όταν ο Θεός θελήση θα σου την δώση. Όταν δεν έχης προετοιμασίαν συμβαίνει να σου δώση, και όταν έχης προετοιμασίαν, συμβαίνει να μην έχης προσευχήν, να μη ευρίσκης προσευχήν». Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη αλήθεια. Πολλές φορές και εγώ ο ταπεινός, όταν ελάμβανα όλα τα μέτρα μου, ίνα εύρω προσευχήν το βράδυ, κατά το πλείστον δεν εύρισκα προσευχήν. Εσηκωνόμουν εις την ώραν μου, εις την ησυχίαν μου, εις την τάξιν μου, εις όλα με προσοχήν, να μην ακούεται τίποτε. Ώρα επάλευα και εν τούτοις δεν εύρισκα προσευχήν. Κατόπιν, μετά από την πολλήν αυτήν προσεκτικήν προσευχήν, έκανα κάτι άλλο, κάποιαν άλλην εργασίαν και εύρισκα τόσον πολλήν χάριν Θεού. Σκεπτόμουν: Τόσος κόπος, τόση προσπάθεια, τόση προσοχή χωρίς αποτέλεσμα και ξαφνικά τόση χάρις; Μου έδινε να καταλάβω ο Θεός, όχι ότι πρέπει να αφήσω την προσπάθειάν μου, αλλά να μη πιστεύω εις την προσπάθειάν μου, ότι με αυτήν θα εύρω προσευχήν. Είναι εις την εξουσίαν, εις την δικαιοδοσίαν του Θεού και χωρίς προσπάθειαν να δώση την αίσθησιν της προσευχής. Πάντως, από πλευράς προσευχομένου, πρέπει να λαμβάνωνται όλα τα μέτρα, τα οποία χρειάζονται δια να εύρη κανείς την προσευχήν, χωρίς να πιστεύη ότι αυτά θα φέρουν οπωσδήποτε την προσευχήν. Αλλά να πιστεύη ότι, εάν ο Θεός θελήση, θα δώση προσευχήν, διαφορετικά δεν θα κάνη τίποτε.
Ο γεωργός σπείρει, γεωργεί καλά το χωράφι, κοιτάζει να πηγαίνη βαθειά το αλέτρι, ανασκαλεύει το χώμα,το κάτω το φέρνει επάνω και κατόπιν σπείρει. Μετά περιμένει την βροχήν, περιμένει καλούς καιρούς. Εάν οι καλοί καιροί συντρέξουν με βροχήν και ατμόσφαιραν, που χρειάζεται, θα φυτρώσουν, θα μεγαλώσουν και θα αποδώσουν τον καρπόν των. Διαφορετικά δεν θα γίνη τίποτε. Και αν φυτρώση, θα είναι τόσον ολίγον, ώστε να μη πάρη ο γεωργός ούτε τον σπόρον του. Και ο γεωργός πάλιν εις τον Θεόν ελπίζει και λέγει: Εάν ο Θεός θελήση, θα πάρω καρπόν. Και εις καιρούς που είναι ανομβρία, ο καημένος ο γεωργός και προσεύχεται και κάνει και αγιασμούς, διότι πιστεύει ότι, εάν ο Θεός θελήση και στείλη βροχήν, ήλιον κ.λ.π., ο κόπος του θα φέρη καρπόν. Διαφορετικά παρ’ όλα τα μέτρα, δεν θα πάρη καρπόν. Έτσι συμβαίνει και από πνευματικής πλευράς. Ο άνθρωπος όσα μέτρα κι αν λάβη, μόνον, εάν ο Θεός θελήση, θα καρπίση. Δια τούτο χρειάζεται, εις όλας τας πνευματικάς επιδιώξεις, να προηγήται η ταπείνωσις. Φθάνει ο άνθρωπος εις το σημείον να λάβη την πληροφορίαν ότι χωρίς τον Θεόν δεν γίνεται απολύτως τίποτε. Το πιστεύει αυτό και λέγει: το υπογράφω με το ίδιο μου το αίμα, ότι είμαι ένα μηδενικόν και δεν ημπορώ να κάμνω κάτι αγαθόν. Και εκεί που ακόμα δεν ετελείωσε την υπογραφήν εις το ότι είναι ένα μηδενικόν, πάραυτα βλέπει λογισμούς κενοδοξίας! Και σκέπτεται: Τώρα, μα τώρα το υπέγραψα με το αίμα μου, ότι είμαι ένα μηδενικόν και πως λογισμός κενοδοξίας με προσέβαλε;
Φανερόν είναι λοιπόν ότι και την ταπείνωσιν ακόμη πρέπει ο Θεός να την χαρίση εις τον άνθρωπον. Παρ’ όλην την εργασίαν που κάνομεν προς επίγνωσιν της μηδαμινότητός μας, πάλιν ο Θεός πρέπει να δώση την αίσθησιν αυτού του μηδενικού. Τότε λοιπόν τι πρέπει να κάνη ο άνθρωπος, αφού έτσι έχει το πράγμα; Θα πρέπη να μη κάμνη κανένα αγαθόν, καμμίαν προσπάθειαν, αλλά να περιμένη από τον Θεόν να του δώση ταπείνωσιν και χάριν; Όχι. Ο άνθρωπος πρέπει να κάμνη ό,τι απαιτείται από αυτόν, δι’ οποιανδήποτε αρετήν και να περιμένη με πολλήν ταπείνωσιν και συναίσθησιν ότι, εάν ο Θεός θελήση αυτή η αρετή να λάβη σάρκα και οστά και τότε θα ημπορέση να καρποφορήση. Διαφορετικά μόνον ο κόπος θα μείνη.
Επανερχόμενος εις το θέμα της προσευχής, επαναλαμβάνω ότι πρέπει να λάβωμεν τα μέτρα μας. Εις την ώραν μας να κλεισθούμε μέσα. Να προσπαθήσωμε να σκεφθούμε κάτι σχετικά με την προσευχήν, π.χ. τις αμαρτίες μας, το ότι περνά ο χρόνος και δεν κάμνομεν τίποτε, τον θάνατον που μας περιμένει, το δικαστήριον κ.λ.π.
Μετά από μίαν τοιαύτην πρόχειρον και σύντομον μελέτην, αμέσως έρχεται η διάθεσις δια προσευχήν. Βάζομε τον νουν μας εις την καρδίαν και αναπνέομεν αραιά, λέγοντας την ευχούλα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και αν αισθανώμεθα ενίοτε κόπον, ύπνον, πρέπει να επιμένωμεν. Δεν βγάζομεν βέβαια τίποτε, ανεπαίσθητα όμως δημιουργείται κάτι καλό μέσα μας. Την επομένην φοράν που θα καθήσωμεν δια προσευχήν, θα αισθανθώμεν κάπως καλύτερα και την επομένην ακόμη καλύτερα. Ούτω σιγά-σιγά, θα αρχίσωμε να βρίσκωμε κάτι εις την προσευχήν και συν τω χρόνω όλο και περισσότερον. Εις την προσπάθειαν βέβαια αυτήν θα μας επιτεθή και ο διάβολος οπωσδήποτε. Θα μας πάη τον νουν εδώ, και εκεί, θα μας φέρη διάφορες φαντασίες. Η προσπάθειά μας θα είναι να αποκλείωμεν όλα αυτά και να προσέχωμεν την προσευχήν. Δεν είναι μικρόν το έργον. Φαίνεται μεν απλό: να σκύψης το κεφάλι, να συγκεντρώσης το μυαλό σου και να παρακολουθής την προσευχήν. Εις την ουσίαν όμως είναι δύσκολον. Διότι ο πονηρός δεν την θέλει αυτήν την προσευχήν. Άσπονδος εχθρός του σατανά είναι η νοερά προσευχή! Και επομένως δεν είναι τόσον εύκολον, ο διάβολος να την ανεχθή να τον καίη, να τον ζεματάη και να της επιτρέψη να εγκαθιδρύση τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου και να διώξη αυτόν από τα πέριξ της καρδίας. Η προσευχή, όπως είπαμε, έχει ως σκοπόν να φέρη τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν, του ανθρώπου, πράγμα απαράδεκτον από την αντιπολίτευσιν, από τον σατανά. Η προσευχή αύτη η απλή, η μονολόγιστος, είναι τόσον δυνατή, όπου δεν δύναται να χωρέση το μυαλό του ανθρώπου. Δια τούτο ο σατανάς την καταπολεμεί, την μάχεται σκληρά και μας φέρει τον μετεωρισμόν, την ανησυχίαν, την στενοχωρίαν, το πνίξιμο, με μοναδικόν σκοπόν ο άνθρωπος να μη προσευχηθή.
«Τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. 12,12 ). Η προσευχή θέλει υπομονήν, επιμονήν, μακροθυμίαν. Να μη λέγωμεν: δεν ημπορούμε να κάμνωμεν τίποτε, διότι τότε δεν θα κατορθώσωμε να κάμνωμεν αυτήν την προσευχήν, που εις την έκτασίν της είναι τόσον πολύ μεγάλη, ώστε περιλαμβάνει μέσα της ουράνια πράγματα!
Ας κάμνωμεν εξήγησιν της εκτάσεως αυτής. Όταν η προσευχή ενεργήση, ο νους γίνεται τόσον καθαρός, τόσον φωτεινός, τόσον δυναμικός, τόσα φτερά παίρνει, που ανεβαίνει τόσον πολύ υψηλά και συναντά τον Θεόν με όλες τις χάριτες! Τότε ο νους γίνεται τόσον δεκτικός των πνευματικών θεωριών, ώστε λέγει: «Ποία θεωρία να διαλέξω!».
Αντιθέτως, όταν ο νους δεν είναι φωτισμένος από την προσευχήν, είναι πάρα πολύ δυσκίνητος, δεν ημπορεί να κινηθή καρποφόρα προς μίαν θεωρίαν. Όταν ο άνθρωπος προσπαθήση και δεν εύρη προσευχήν, έρχεται ο πονηρός κατόπιν και του λέγει: Να, προσπάθησες τόσον και δεν ευρήκες τίποτε, παράτησέ την λοιπόν την προσευχήν αυτήν. Η πείρα όμως, με την ιδικήν της γλώσσα, μας λέγει τα εξής: χρειάζεται υπομονήν και επιμονήν, διότι εύκολα η καρδιά δεν ανοίγει εις την προσευχήν. Χρειάζονται αρκετά χτυπήματα, πολλή προσπάθεια προσευχής. Τι συμβαίνει εις τον σπόρον; Αποκτά κεντρί, σιγά-σιγά ανεβαίνει προς τα πάνω, σπάζει την επιφάνεια της γης, τα χώματα και βγαίνει εις το φως αυτού του κόσμου. Κατόπιν φυτρώνει, μεγαλώνει, ανθίζει, καρπίζει.
Έτσι συμβαίνει και εις την προσευχήν. Σιγά-σιγά θα σπάση την σκληρότητα της καρδίας, θα βγη εις την επιφάνειαν αυτής, και σαν βγη εις το φως του πνευματικού κόσμου, τότε θα αρχίση να φυτρώνη, να μεγαλώνη, να ανθίζη και να καρπίζη.
Όταν μετά από χρόνια εργασίας αυτής της πνευματικής προσευχής ο καλός Θεός αξιώση τον άνθρωπον, τότε, ενώ προηγουμένως αυτός ο ίδιος αισθανόταν αδύνατον τον εαυτόν του εις την ταπείνωσιν και εύκολα έχανε την προσευχήν, βλέπει να εδραιώνεται η ταπείνωσις εις κατάστασιν πνευματικώς φυσιολογικήν, οπότε και η προσευχή εδραιώνεται και κρατείται. Το μικρό παιδί, όταν αρχίση να περιπατή, δεν έχει δύναμιν. Τα γόνατά του δεν είναι δυνατά, εύκολα πίπτει και κτυπά. Όταν βέβαια μεγαλώση εις την ηλικίαν, τότε δυναμώνουν τα σφυρά, περιπατεί και εύκολα δεν πίπτει. Έτσι συμβαίνει και με την προσευχήν. Πρέπει λοιπόν να γίνουν αυτοί οι κατά Θεόν κόποι, διότι προδιαθέτουν τον Θεόν να στείλη την χάριν Του. Εκείνο που βλάπτει εις τον πνευματικόν αγώνα είναι η απόγνωσις και η απελπισία. Απελπισία δεν χρειάζεται. Η απελπισία, εις οιονδήποτε τομέα πνευματικόν, είναι διαβολική. Ποτέ η απελπισία δεν είναι από Θεού, πάντοτε είναι διαβολική. Και όταν μας πλησιάζη να λέμε, είναι του διαβόλου. Ο διάβολος εις κάθε προσευχήν, αλλά εις αυτήν ιδίως είναι πολύ επιθετικός. Όλες τις προσευχές, ο άνθρωπος τις λέγει άνετα με τον ενδιάθετον λόγον. Όμως, όταν αρχίση αυτήν την προσευχήν, εκεί μαζεύονται όλα τα δαιμόνια. Με την αντίθεσιν αυτήν του σατανά και με την πολεμικήν που της κάνει, φανερώνεται το πόσον καλή, το πόσον πνευματική και καρποφόρος είναι αύτη. Δεν έχομεν καταλάβει, τι θα κερδίσωμεν, πόσον θα ωφεληθώμεν από αυτήν την προσευχήν, δι’ αυτό δεν έχομεν την όρεξιν, δεν έχομε και την υπομονήν δια την προσευχήν. Ας αγωνισθώμεν λοιπόν, ας κοπιάσωμεν εις την προσευχήν, έως ότου ο Θεός στείλη την χάριν Του, και τότε, όταν έλθη εκείνη, θα μας πληροφορήση δι’ όλα.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Λόγος τρίτος
Περί της Πρακτικής Μεθόδου
Της Νοεράς Προσευχής.
Όταν ήμεθα στην έρημο η αγρυπνία μας, άρχιζε με την δύσι του ηλίου και παρατεινόταν μέχρι των ορθινών ωρών. Ο μακαριστός Γέροντάς μου Ιωσήφ, διδάσκοντάς μας τα καθήκοντα της μοναχικής πολιτείας επέμενε πολύ στην πρακτική μέθοδο της νοεράς προσευχής. Καθώς η δική του ζωή ήταν μια συνεχής βία στο θέμα της προσευχής, έτσι επέμενε και εμείς να βιάζουμε όσο μπορούμε τον εαυτόν μας, για να στερεώσουμε βαθειά στο νου και στην καρδιά μας το όνομα του Κυρίου που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της όλης πνευματικής οικοδομής. Μετά τον ύπνο, μας έλεγε ο Γέροντας, ο νους του ανθρώπου είναι ξεκούραστος, καθαρός. Είναι ό,τι πρέπει για να του δώσουμε σαν πρώτη πνευματική ύλη το όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Τούτο όμως γνωρίζοντας ο Διάβολος σπεύδει και αυτός από της εξυπνήσεως να σπείρη αστραπιαία τα ζιζάνια των πονηρών λογισμών του, ούτως ώστε με αυτά να αρχίση να αλέθη ο μύλος της μνήμης και να ακούγεται το γύρισμά του σαν ήχος δικής του προσευχής. Οι μυλωνάδες στη γλώσσα τους, εκείνο το μέρος όπου βάζουν το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι ή ό,τι άλλο είναι για άλεσμα, το λέγουν «πόθο». Επάνω ανοιχτός και φαρδύς ο πόθος καταλήγει κάτω τόσο στενός που αφήνει λίγα μόνο σπυριά να πέφτουν ρυθμικά στις μυλόπετρες. Λοιπόν, ό,τι μπη στον πόθο θα περάση απ’ τις μυλόπετρες, θα αλεσθή. Αλλά ό,τι μπη στην καρδιά, που έχει όλους τους ανθρώπινους πόθους, δεν είναι αναγκαίο να ανεβή και να περάση απ’ τις μυλόπετρες του νου. «Εκ της καρδίας, είπεν ο Κύριος, εξέρχονται οι πονηροί λογισμοί» (Ματθ. 15,19 ) και ανεβαίνουν και περνούν ένας-ένας και αλέθονται. Όσο πιο ακάθαρτη και γήινη η καρδία, τόσο πιο αισχροί και χαμερπείς οι λογισμοί.
Λοιπόν για να μην ανεβή όλη η θολούρα των λογισμών στο νου, αλλά και για να καθαρισθή η καρδιά, καθώς το επιθυμεί ο Πλαστουργός της, κατεβάζουμε δια της νοεράς προσευχής το νου μας στον καρδιακό ουρανό και μετατρέπουμε το χώρο της εμπαθείας και της εμμέσου λατρείας του Σατανά σε ναό του Θεού άγιο, σε κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Με τα λόγια, αυτό το σχήμα που διαγράψαμε είναι απλό, αλλά στην εφαρμογή του απαιτεί όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου και αμέριστη τη συνέργεια της θείας χάριτος. Και επειδή ο Θεός πάντοτε προσφέρεται και μάλιστα παρακαλώντας, «Δος μοι, υιέ, την καρδίαν» (Παροιμ. 23,26 ), απαραίτητο είναι να προσφέρουμε και εμείς τον εαυτό μας ολόκληρο και πειθήνιο στους ασκητικούς κανόνες των Νηπτικών Πατέρων μας. Λοιπόν προσοχή στους πρώτους λογισμούς μετά τον ύπνο. Όνειρα, φαντασίες, καλά-άσχημα, ό,τι μας κληροδότησε ο ύπνος τα σβήνουμε αμέσως. Και ευθύς αμέσως παίρνουμε το όνομα του Χριστού σαν αναπνοή της ψυχής μας. Εν τω μεταξύ, αφού ρίξουμε λίγο νερό στο πρόσωπο για να ξυπνήσουμε και αφού πάρουμε ένα καφέ ή κάτι άλλο για τόνωσι- εφ’ όσον η αγρυπνία μας αρχίζει πολύ πριν από τα μεσάνυκτα- λέγομε το Τρισάγιο, απαγγέλουμε το Σύμβολο της Πίστεως και το Άξιόν εστιν της Υπεραγίας Θεοτόκου και καθόμαστε στον τόπο της προσευχής μας με το όπλο κατά του Διαβόλου στο χέρι-το κομποσχοίνι. Κάθισες στο σκαμνάκι σου; Έλεγε ο Γέροντας. Μια στιγμή! Μην αρχίσης να προσεύχεσαι κατά τον ενδιάτακτο τρόπο, πριν συγκεντρώσης τη διάνοιά σου και πριν αδολεσχήσης λίγο με το θάνατο και τα επακόλουθα. Συλλογίσου ότι αυτή είναι η τελευταία νύκτα της ζωής σου. Για όλες τις άλλες μέρες και νύκτες είσαι σίγουρος ότι πέρασαν και διαδοχικά σε παρέπεμψαν σ’ αυτό το χρονικό όριο του βίου σου. Για τούτη όμως τη νύκτα, που έχεις μπροστά δεν είσαι σίγουρος αν σε παραδώση στην ημέρα που θα έρθη ή στο θάνατο που έρχεται. Πόσοι θα αποθάνουν αυτή τη νύκτα! Πως το ξέρεις ότι δεν θα είσαι ανάμεσα σ’ αυτούς;
Συλλογίσου λοιπόν πως, φεύγοντας σε λίγο, θα έρθουν να διεκδικήσουν τη ψυχή σου οι Άγγελοι ή οι Δαίμονες κατά τα πεπραγμένα σου. Πικροί κατήγοροι οι Δαίμονες την ώρα του θανάτου παρουσιάζουν στη μνήμη όλα τα έργα της ζωής και ωθούν στην απόγνωση. Οι Άγγελοι αντιπροβάλλουν τα κατά Θεόν ειργασμένα. Και από εκείνο το πρόχειρο πρωτοδικείο προσδιορίζεται η πορεία της ψυχής. Έπειτα τα εναέρια τελώνια, έπειτα το φοβερό βήμα του Κριτού και έπειτα η απόφασι. Και αν το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας θα είναι κόλασι, τότε τι θα κάμης, ψυχή ταλαίπωρη; Τι θα έδινες την ώρα εκείνη για να λυτρωθής; «Ελθέ εις εαυτήν» καθώς ο άσωτος εκείνος υιός και μετανόησε και ζήτησε το έλεος του πολυελέου Θεού. Ό,τι θα ήθελες τότε να κάμης, κάμε το τώρα. Ήμαρτες; Μετανόησον. Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος. Εάν με αυτές τις σκέψεις, χωρίς εικόνες και φαντασίες, αδολεσχήση έστω και για λίγη ώρα ο άνθρωπος, κατανύσσεται, μαλακώνει η καρδιά του σαν το κερί και η διάνοιά του παύει να μετεωρίζεται. Η μνήμη του θανάτου έχει αυτό το προνόμιο, να νικά όλα τα απατηλά της ζωής και να γεννά στην καρδιά το κατά Θεόν πένθος. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της κατανύξεως μπορείς ν’ αρχίσης τη μονολόγιστη, αδιάλειπτη, νοερά προσευχή σου.
Καθώς είναι συναγμένη η διάνοιά σου, καθώς είναι συντετριμμένο και τεταπεινωμένο το πνεύμα σου, κλίνε ελαφρά την κεφαλή σου και στρέψε την προσοχή σου προς το μέρος της καρδιάς. Είναι και αυτή συντετριμμένη και τεταπεινωμένη και περιμένει το νου να κατεβή για να προσφέρουν ικεσία στον πολυεύσπλαγχνο με την ελπίδα ότι δεν θα την εξουδενώση. Από την εισπνοή των μυκτήρων αρχίζει η διαδικασία της αναπνοής του σώματος. Εκεί σύναψε δια της προσευχής και την αναπνοή της ψυχής σου. Εισπνέοντας λέγε μια φορά την προσευχή παρακολουθώντάς την μέχρι την καρδιά και εκπνέοντας επαναλάμβανέ την άλλη μια φορά. Εκεί που σταματά η εισπνοή στο χώρο της καρδιάς, εκεί στερέωσε και το νου σου και αμετεώριστα παρακολούθει δια της εισπνοής και εκπνοής συνεισπνεομένην και συνεκπνεομένην την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!».
Επιστράτευσε όση αγαπητική διάθεσι έχεις και αφάνταστα και ανεικόνιστα μνημόνευε με τον ενδιάθετο λόγο το όνομα του Κυρίου Ιησού. Απομάκρυνε κάθε σκέψι. Ακόμα και την πιο όμορφη και την πιο αγνή και την πιο σωτήρια. Είναι του πονηρού, εκ δεξιών, για να σταματήση την προσευχή. Καταφρόνησε όλους τους πονηρούς λογισμούς, όσο αισχροί και βέβηλοι και βλάσφημοι κι’ αν είναι. Δεν είναι δικοί σου, μη σε νοιάζει, δεν ευθύνεσαι, βλέπει ο Θεός πόθεν προέρχονται.
Μόνον εσύ μη δελεασθής, μη φοβηθής, μη συναρπασθής, μη συνδυάσης μαζί τους. Και αν για λίγο μετεωρισθής, ευθύς μόλις αντιληφθής τη φυγή από τον τόπο και τον τρόπο της προσευχής σου επίστρεψε. Και, αν πάλι συναρπασθής, πάλιν επίστρεψε. Και, αν, όσες φορές μετεωρισθής, τόσες και επιστρέψης, ο Θεός θα δη τον κόπο σου και την προθυμία σου και δια της χάριτός Του ολίγον κατ’ ολίγον θα στερεώση τη διάνοιά σου. Επειδή, συνήθεια έχει ο νους να τρέχη, αλλά και να παραμένη εκεί όπου πονάμε, συγκράτησε λίγο την αναπνοή σου. Μην εκπνέης αμέσως. Τούτο θα προξενήση ένα μικρό αβλαβές άλγος στην καρδιά, εκεί όπου θέλουμε να στερεώσωμε το νου μας. Αυτός ο μικρός πόνος θα συντείνη τα μέγιστα σαν μαγνήτης για να τραβά και να κρατά εκεί τη διάνοια, σαν θεραπαινίδα τρόπον τινά, για να τον θεραπεύση. Και όντως το γλυκύ όνομα του Κυρίου, το υπέρ παν όνομα επικαλούμενο με πόνο και συντριβή, κάμει ολίγον κατ’ ολίγον, χρόνω συν τω χρόνω, την αλλοίωσι της δεξιάς του Υψίστου, στο χώρο όπου προλαβόντως είχε σκηνώσει η αμαρτία. Η ανακύκλησι της προσευχής στο χώρο της καρδιάς διευρύνει τόσο τα όριά της, ώστε να γίνεται άλλος ουρανός καρδιακός, ικανός να χωρέση τον Αχώρητο. Πόλεμος, αγώνας κραταιός θα γίνη για το θρόνο της καρδιάς. Ο Διάβολος στην αρχή θα ενεργή δια των παθών και των αναθυμιάσεών των, δηλαδή των ποικίλων αντιστρατευομένων στην προσευχή λογισμών. Και όσον με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και τις άλλες ασκητικές προσπάθειες θα χάνη έδαφος, τόσον και θα ωρύεται, και τόσον θα επιχειρή, κατά παραχώρησι Θεού, όλο και δυναμικώτερα να εκδηλώνη την κακία του και την πανουργία του δια ποικίλων επηρειών και πειρασμών και θλίψεων. Πλην τα όρια της δικαιοδοσίας του θα τα διαγράφη πάντοτε η στοργική πρόνοια του Ουρανίου Πατρός ανάλογα με την δυνατότητα της αντικρούσεως των προσβολών. Πάντοτε πριν από τον πειρασμό χορηγεί κρυπτή χάρι στον αγωνιζόμενο ο αγωνοθέτης Χριστός, ούτως ώστε με αυτήν να συντρίβεται η μανία του εχθρού και να επιστρέφη νικημένος και κατησχυμένος. Πρέπει να δώσουμε στον Κύριο τόση χαρά υπομένοντας τις θλίψεις, όση θλίψη του προξενήσαμε δελεαζόμενοι από την αμαρτία. Τότε χαιρόταν ο Διάβολος και λυπόταν ο Θεός, τώρα σειρά να χαρή ο Θεός και να λυπηθή, να διαρραγή ο Διάβολος.
«Αλλά το έργον τούτο ουκ έστι μιας ημέρας ή δύο, αλλά χρόνου πολλού και καιρού, παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος, πολλού γαρ αγώνος και χρόνου χρεία, όπως εκβληθή ο εχθρός και ενοικήση ο Χριστός… Σχολάσατε τοίνυν και παραμείνατε Κυρίω τω Θεώ ημών, έως ου οικτειρήση ημάς, και μηδέν έτερον ζητείτε ή μόνον έλεος παρά του Κυρίου της δόξης, ζητούντες δε έλεος εν ταπεινή και ελεεινή καρδία ζητείτε, και βοάτε από πρωίας έως εσπέρας, ει δυνατόν και όλην την νύκτα, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και βιάσασθε τον νουν υμών εις το έργον τούτο έως θανάτου». Παρόμοιες συμβουλές δίνουν όλοι οι Πατέρες μας, καθένας με τον τρόπο του και με τα λόγια του, πάντως με την εμπειρία του πολέμου και της νίκης εναντίον του εχθρού, τον οποίο κυριολεκτικά εκνευρίζει και τελείως αποδυναμώνει η συνεχής αδιάλειπτος νοερά προσευχή. «Αδελφοί, τον Χριστόν αεί αναπνέετε», παροτρύνει ο καθηγητής της ερήμου Μέγας Αντώνιος. «Αεί μνημόνευε του Θεού, και ουρανός η διάνοιά σου γίνεται», αποφαίνεται ο όσιος Νείλος ο Σοφός. Όσον επιμένει ο ευχόμενος, τόσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο φωτίζεται ο νους, τόσο αγαθύνεται η διάθεσι, τόσο η βασιλεία του Θεού απλώνει τη χαρά και την παρουσία της μέσα στον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, χάριν του οποίου ο Θεάνθρωπος Ιησούς εκάλυψε όλες τις διαστάσεις του ουρανού και της γης δια της αρετής και του πάθους και της εαυτού Αναστάσεως. Από εδώ προγεύεται των αγαθών της ουρανίου Βασιλείας εκείνος όπου θα μαράνη τη γεύση του, θα συστείλη τις αισθήσεις του από όλα τα τερπνά του κόσμου και θα σταθή ανδρείως μέχρι τέλους έναντι των επηρειών του κοσμοκράτορος. Γαλήνη λογισμών, ειρήνη καρδιάς, γλυκύρροα δάκρυα, αρπαγή νοός, γνώσι μυστηρίων, αγάπης υπερβολή, θεωρία Θεού, τελείωσι «κατά το ενδεχόμενον τη ανθρωπίνη φύσει». Όλα αυτά με ένα συστηματικό, διαρκή, επίμονο, ανυποχώρητο αγώνα δια της νοεράς προσευχής.
Αλλά προκειμένου να εισακουσθή η αδιάλειπτος αυτή νοερά αδολεσχία απαιτείται από μέρους, του προσευχομένου και η παράλληλη βοηθητική εκπλήρωσι των μοναχικών και χριστιανικών εν γένει όρων της πνευματικής ζωής. Προκειμένου περί του υποτακτικού Μοναχού απαρασάλευτη απαιτείται η υπακοή στον Γέροντα, τον ορατό τύπο της ζωής του Σωτήρος Χριστού. Προκειμένου δε περί όλων των Χριστιανών, ρύθμισι της ζωής των κατά τις υποδείξεις των πνευματικών των πατέρων και υπακοή στους Κανόνες της Μίας Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να μη πλανάται έκαστος κατά την ιδίαν οδόν των επιθυμιών και των θελημάτων του, καθώς συνιστά να προσέχωμε η Αγία Γραφή. Αναφέρεται στο Γεροντικό πολύ απλή και πολύ περιεκτική η γνώμη του αββά Μίνωος: «Η υπακοή αντί υπακοής εστιν, ει τις υπακούει τω Θεώ, ο Θεός υπακούει αυτόν».
Και ο αββάς Ησαϊας διευκρινίζει εκτενέστερα: «Αδύνατον γαρ εστι τον Θεόν μη εισακούσαι του ανθρώπου, εάν μη παρακούση ο άνθρωπος του Θεού, ουκ έστι γαρ μακράν από του ανθρώπου, αλλά τα θελήματα ημών ουκ εά αυτόν ακούσαι». Τα θελήματά μας δεν αφήνουν να εισακουσθή η προσευχή μας.
Εάν προσεύχεσαι και δεν εισακούεσαι, πρόσεχε μήπως παρακούης. Εάν προσεύχεσαι τη νύκτα και δεν προσέχης τη ζωή σου την ημέρα, είναι σαν να χτίζης και να χαλάς συγχρόνως. Εάν αδιαφορής στα μικρά, θα παραχωρηθή οπωσδήποτε να πέσης στα μεγάλα. Πρόσεχε σεαυτώ.
Δεν είναι δυνατόν να στέλνη δια παντός ο Θεός τη χάρι Του στην καρδιά εκείνη που δεν θέτει φραγμό στις επιθυμίες της και στη διάνοια εκείνη που δεν λέει να περιμαζευθή από την άσκοπη περιπλάνησί της. Δίνει ο Θεός στην αρχή τη χάρι Του για να μας βοηθήση, να μας διεγείρη, να γλυκάνη τα αισθητήρια της ψυχής μας, να μας προσελκύση, αλλ’ εάν δεν συγκοπιάσωμε και εμείς, η χάρι θα συσταλή ανενέργητη. Εκ του τρώγειν έρχεται η όρεξι και εκ του προσεύχεσθαι γεννάται η προσευχή. Είσαι στο διακόνημά σου,στην εργασία σου; Ενθυμού τους αγίους Πατέρες οι οποίοι εργαζόμενοι έλεγαν καθ’ εαυτούς: «Σώμα έργασαι, ίνα τραφής, Ψυχή, νήφε, ίνα σωθής».
Περισπάται ο νους σου; Λέγε ψιθυριστά την ευχή και μην αργολογής, διότι βλάπτεις εκτός από τον εαυτό σου και άλλον και άλλους με την αργολογία. Λέγει ο Αββάς Φιλήμων, ότι: «Πολλοί των αγίων Πατέρων εθεώρουν τους Αγγέλους παραφυλάττοντας εαυτούς, διο και τη σιωπή εφύλαττον εαυτούς, προς τινα μη διαλεγόμενοι».
Αντί να χάνης το χρόνο σου, λέγε την προσευχή. Και όσο σου έρχεται ακηδία και αμέλεια τόσο να φοβάσαι την απειλή την οποία απηύθυνε ο Κύριος στο δούλο τον πονηρό και οκνηρό. Εάν αφήνης να σε παραπέμπη διαδοχικά η μέρα προς τη νύκτα και η νύκτα προς τη μέρα αμελή και αμελέστερο, σε λίγο διάστημα θα καταντήσης αμελέστατος. Μήπως για την αμέλειά σου θα καυχηθής εσύ, όταν οι άλλοι θα λαμβάνουν τους στεφάνους για τους κόπους τους; Κοπίασε λίγο, αδελφέ, στην προσευχή και στη νήψι και θα δης χαρά να αναβρύη στην καρδιά σου και φως να ανατέλλη στο στερέωμα της διανοίας σου.
Χαρά όχι σαν αυτή, όπου πριν την χαρής χάνεται, αλλά γλυκειά σαν το γλυκασμό των Αγγέλων, και φως ανέσπερο του άλλου κόσμου, το οποίο ο Χριστός, το φως του κόσμου, δια της ευχής ερχόμενος θα σου δωρήση πριν αναχωρήσης τούτου του κόσμου. Μήπως δεν έγιναν αυτά στους Πατέρες μας ή μήπως δεν μπορούν να γίνουν και σε μας, αν δεν τα εμποδίση η ολιγοπιστία μας και η ακηδία μας; Και πάλιν έλεγε ο Γέροντάς μου: Κοπίασε λίγο, για να κάμης χρεώστη τον Θεό και να σου στείλη εν καιρώ υπερεκπερισσού από όσα εκοπίασες ή εζήτησες. Αλλά μη λησμονής τον λόγο του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ότι «πρώτον μεν ο Διάβολος αγωνίζεται να καταργήση την αδιάλειπτον ευχήν της καρδίας, και έπειτα πείθει τον μοναχόν να καταφρονήση και τους ωρισμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος, ο οποίος γίνεται δια προσκυνημάτων και γονυκλισιών». Λοιπόν μην ακούς τους ψιθύρους της αμελείας και αν θέλης να σκεπάζη ο Θεός τα σφάλματά σου, σκέπαζε και εσύ του αδελφού σου και υπόμεινέ τον εν ημέρα πειρασμού και οδύνης του. Μην αντιλέγης και μη κρύπτης τους λογισμούς από τον πνευματικό σου πατέρα, διότι ματαίως θα κοπιάζης σ’ όλη σου τη ζωή και ατελεσφόρητη θα παραμένη η προσευχή σου. Εάν δεν καθαρισθής με καθαρά εξομολόγησι, πως θα προσέλθης να κοινωνήσης των αχράντων και ζωοποιών του Χριστού Μυστηρίων; Δεν άκουσες ότι στους αξίως μεταλαμβάνοντας γίνονται ζωή και στους αναξίως θάνατος; Μη είπης, καθώς οι άλλοι και εγώ. Διότι αυτό είναι λόγος αφροσύνης και ο Κριτής είναι απαραλόγιστος. Κάθε λογισμός όπου φέρνει απόγνωσι και λύπη πολλή είναι του Διαβόλου και ευθύς να τον αποβάλης, διότι θα σου κόψη το νήμα της προσευχής. Κάθε λογισμός όπου γεννά μέτρια λύπη στη ψυχή μεμιγμένη με χαρά και δάκρυα είναι από το Θεό. Η χάρι του Θεού ουδέποτε απελπίζει τον άνθρωπο, τον οδηγεί μόνον σε μετάνοια.
Λόγος τρίτος
Περί της Πρακτικής Μεθόδου
Της Νοεράς Προσευχής.
Όταν ήμεθα στην έρημο η αγρυπνία μας, άρχιζε με την δύσι του ηλίου και παρατεινόταν μέχρι των ορθινών ωρών. Ο μακαριστός Γέροντάς μου Ιωσήφ, διδάσκοντάς μας τα καθήκοντα της μοναχικής πολιτείας επέμενε πολύ στην πρακτική μέθοδο της νοεράς προσευχής. Καθώς η δική του ζωή ήταν μια συνεχής βία στο θέμα της προσευχής, έτσι επέμενε και εμείς να βιάζουμε όσο μπορούμε τον εαυτόν μας, για να στερεώσουμε βαθειά στο νου και στην καρδιά μας το όνομα του Κυρίου που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της όλης πνευματικής οικοδομής. Μετά τον ύπνο, μας έλεγε ο Γέροντας, ο νους του ανθρώπου είναι ξεκούραστος, καθαρός. Είναι ό,τι πρέπει για να του δώσουμε σαν πρώτη πνευματική ύλη το όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Τούτο όμως γνωρίζοντας ο Διάβολος σπεύδει και αυτός από της εξυπνήσεως να σπείρη αστραπιαία τα ζιζάνια των πονηρών λογισμών του, ούτως ώστε με αυτά να αρχίση να αλέθη ο μύλος της μνήμης και να ακούγεται το γύρισμά του σαν ήχος δικής του προσευχής. Οι μυλωνάδες στη γλώσσα τους, εκείνο το μέρος όπου βάζουν το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι ή ό,τι άλλο είναι για άλεσμα, το λέγουν «πόθο». Επάνω ανοιχτός και φαρδύς ο πόθος καταλήγει κάτω τόσο στενός που αφήνει λίγα μόνο σπυριά να πέφτουν ρυθμικά στις μυλόπετρες. Λοιπόν, ό,τι μπη στον πόθο θα περάση απ’ τις μυλόπετρες, θα αλεσθή. Αλλά ό,τι μπη στην καρδιά, που έχει όλους τους ανθρώπινους πόθους, δεν είναι αναγκαίο να ανεβή και να περάση απ’ τις μυλόπετρες του νου. «Εκ της καρδίας, είπεν ο Κύριος, εξέρχονται οι πονηροί λογισμοί» (Ματθ. 15,19 ) και ανεβαίνουν και περνούν ένας-ένας και αλέθονται. Όσο πιο ακάθαρτη και γήινη η καρδία, τόσο πιο αισχροί και χαμερπείς οι λογισμοί.
Λοιπόν για να μην ανεβή όλη η θολούρα των λογισμών στο νου, αλλά και για να καθαρισθή η καρδιά, καθώς το επιθυμεί ο Πλαστουργός της, κατεβάζουμε δια της νοεράς προσευχής το νου μας στον καρδιακό ουρανό και μετατρέπουμε το χώρο της εμπαθείας και της εμμέσου λατρείας του Σατανά σε ναό του Θεού άγιο, σε κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Με τα λόγια, αυτό το σχήμα που διαγράψαμε είναι απλό, αλλά στην εφαρμογή του απαιτεί όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου και αμέριστη τη συνέργεια της θείας χάριτος. Και επειδή ο Θεός πάντοτε προσφέρεται και μάλιστα παρακαλώντας, «Δος μοι, υιέ, την καρδίαν» (Παροιμ. 23,26 ), απαραίτητο είναι να προσφέρουμε και εμείς τον εαυτό μας ολόκληρο και πειθήνιο στους ασκητικούς κανόνες των Νηπτικών Πατέρων μας. Λοιπόν προσοχή στους πρώτους λογισμούς μετά τον ύπνο. Όνειρα, φαντασίες, καλά-άσχημα, ό,τι μας κληροδότησε ο ύπνος τα σβήνουμε αμέσως. Και ευθύς αμέσως παίρνουμε το όνομα του Χριστού σαν αναπνοή της ψυχής μας. Εν τω μεταξύ, αφού ρίξουμε λίγο νερό στο πρόσωπο για να ξυπνήσουμε και αφού πάρουμε ένα καφέ ή κάτι άλλο για τόνωσι- εφ’ όσον η αγρυπνία μας αρχίζει πολύ πριν από τα μεσάνυκτα- λέγομε το Τρισάγιο, απαγγέλουμε το Σύμβολο της Πίστεως και το Άξιόν εστιν της Υπεραγίας Θεοτόκου και καθόμαστε στον τόπο της προσευχής μας με το όπλο κατά του Διαβόλου στο χέρι-το κομποσχοίνι. Κάθισες στο σκαμνάκι σου; Έλεγε ο Γέροντας. Μια στιγμή! Μην αρχίσης να προσεύχεσαι κατά τον ενδιάτακτο τρόπο, πριν συγκεντρώσης τη διάνοιά σου και πριν αδολεσχήσης λίγο με το θάνατο και τα επακόλουθα. Συλλογίσου ότι αυτή είναι η τελευταία νύκτα της ζωής σου. Για όλες τις άλλες μέρες και νύκτες είσαι σίγουρος ότι πέρασαν και διαδοχικά σε παρέπεμψαν σ’ αυτό το χρονικό όριο του βίου σου. Για τούτη όμως τη νύκτα, που έχεις μπροστά δεν είσαι σίγουρος αν σε παραδώση στην ημέρα που θα έρθη ή στο θάνατο που έρχεται. Πόσοι θα αποθάνουν αυτή τη νύκτα! Πως το ξέρεις ότι δεν θα είσαι ανάμεσα σ’ αυτούς;
Συλλογίσου λοιπόν πως, φεύγοντας σε λίγο, θα έρθουν να διεκδικήσουν τη ψυχή σου οι Άγγελοι ή οι Δαίμονες κατά τα πεπραγμένα σου. Πικροί κατήγοροι οι Δαίμονες την ώρα του θανάτου παρουσιάζουν στη μνήμη όλα τα έργα της ζωής και ωθούν στην απόγνωση. Οι Άγγελοι αντιπροβάλλουν τα κατά Θεόν ειργασμένα. Και από εκείνο το πρόχειρο πρωτοδικείο προσδιορίζεται η πορεία της ψυχής. Έπειτα τα εναέρια τελώνια, έπειτα το φοβερό βήμα του Κριτού και έπειτα η απόφασι. Και αν το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας θα είναι κόλασι, τότε τι θα κάμης, ψυχή ταλαίπωρη; Τι θα έδινες την ώρα εκείνη για να λυτρωθής; «Ελθέ εις εαυτήν» καθώς ο άσωτος εκείνος υιός και μετανόησε και ζήτησε το έλεος του πολυελέου Θεού. Ό,τι θα ήθελες τότε να κάμης, κάμε το τώρα. Ήμαρτες; Μετανόησον. Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος. Εάν με αυτές τις σκέψεις, χωρίς εικόνες και φαντασίες, αδολεσχήση έστω και για λίγη ώρα ο άνθρωπος, κατανύσσεται, μαλακώνει η καρδιά του σαν το κερί και η διάνοιά του παύει να μετεωρίζεται. Η μνήμη του θανάτου έχει αυτό το προνόμιο, να νικά όλα τα απατηλά της ζωής και να γεννά στην καρδιά το κατά Θεόν πένθος. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της κατανύξεως μπορείς ν’ αρχίσης τη μονολόγιστη, αδιάλειπτη, νοερά προσευχή σου.
Καθώς είναι συναγμένη η διάνοιά σου, καθώς είναι συντετριμμένο και τεταπεινωμένο το πνεύμα σου, κλίνε ελαφρά την κεφαλή σου και στρέψε την προσοχή σου προς το μέρος της καρδιάς. Είναι και αυτή συντετριμμένη και τεταπεινωμένη και περιμένει το νου να κατεβή για να προσφέρουν ικεσία στον πολυεύσπλαγχνο με την ελπίδα ότι δεν θα την εξουδενώση. Από την εισπνοή των μυκτήρων αρχίζει η διαδικασία της αναπνοής του σώματος. Εκεί σύναψε δια της προσευχής και την αναπνοή της ψυχής σου. Εισπνέοντας λέγε μια φορά την προσευχή παρακολουθώντάς την μέχρι την καρδιά και εκπνέοντας επαναλάμβανέ την άλλη μια φορά. Εκεί που σταματά η εισπνοή στο χώρο της καρδιάς, εκεί στερέωσε και το νου σου και αμετεώριστα παρακολούθει δια της εισπνοής και εκπνοής συνεισπνεομένην και συνεκπνεομένην την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!».
Επιστράτευσε όση αγαπητική διάθεσι έχεις και αφάνταστα και ανεικόνιστα μνημόνευε με τον ενδιάθετο λόγο το όνομα του Κυρίου Ιησού. Απομάκρυνε κάθε σκέψι. Ακόμα και την πιο όμορφη και την πιο αγνή και την πιο σωτήρια. Είναι του πονηρού, εκ δεξιών, για να σταματήση την προσευχή. Καταφρόνησε όλους τους πονηρούς λογισμούς, όσο αισχροί και βέβηλοι και βλάσφημοι κι’ αν είναι. Δεν είναι δικοί σου, μη σε νοιάζει, δεν ευθύνεσαι, βλέπει ο Θεός πόθεν προέρχονται.
Μόνον εσύ μη δελεασθής, μη φοβηθής, μη συναρπασθής, μη συνδυάσης μαζί τους. Και αν για λίγο μετεωρισθής, ευθύς μόλις αντιληφθής τη φυγή από τον τόπο και τον τρόπο της προσευχής σου επίστρεψε. Και, αν πάλι συναρπασθής, πάλιν επίστρεψε. Και, αν, όσες φορές μετεωρισθής, τόσες και επιστρέψης, ο Θεός θα δη τον κόπο σου και την προθυμία σου και δια της χάριτός Του ολίγον κατ’ ολίγον θα στερεώση τη διάνοιά σου. Επειδή, συνήθεια έχει ο νους να τρέχη, αλλά και να παραμένη εκεί όπου πονάμε, συγκράτησε λίγο την αναπνοή σου. Μην εκπνέης αμέσως. Τούτο θα προξενήση ένα μικρό αβλαβές άλγος στην καρδιά, εκεί όπου θέλουμε να στερεώσωμε το νου μας. Αυτός ο μικρός πόνος θα συντείνη τα μέγιστα σαν μαγνήτης για να τραβά και να κρατά εκεί τη διάνοια, σαν θεραπαινίδα τρόπον τινά, για να τον θεραπεύση. Και όντως το γλυκύ όνομα του Κυρίου, το υπέρ παν όνομα επικαλούμενο με πόνο και συντριβή, κάμει ολίγον κατ’ ολίγον, χρόνω συν τω χρόνω, την αλλοίωσι της δεξιάς του Υψίστου, στο χώρο όπου προλαβόντως είχε σκηνώσει η αμαρτία. Η ανακύκλησι της προσευχής στο χώρο της καρδιάς διευρύνει τόσο τα όριά της, ώστε να γίνεται άλλος ουρανός καρδιακός, ικανός να χωρέση τον Αχώρητο. Πόλεμος, αγώνας κραταιός θα γίνη για το θρόνο της καρδιάς. Ο Διάβολος στην αρχή θα ενεργή δια των παθών και των αναθυμιάσεών των, δηλαδή των ποικίλων αντιστρατευομένων στην προσευχή λογισμών. Και όσον με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και τις άλλες ασκητικές προσπάθειες θα χάνη έδαφος, τόσον και θα ωρύεται, και τόσον θα επιχειρή, κατά παραχώρησι Θεού, όλο και δυναμικώτερα να εκδηλώνη την κακία του και την πανουργία του δια ποικίλων επηρειών και πειρασμών και θλίψεων. Πλην τα όρια της δικαιοδοσίας του θα τα διαγράφη πάντοτε η στοργική πρόνοια του Ουρανίου Πατρός ανάλογα με την δυνατότητα της αντικρούσεως των προσβολών. Πάντοτε πριν από τον πειρασμό χορηγεί κρυπτή χάρι στον αγωνιζόμενο ο αγωνοθέτης Χριστός, ούτως ώστε με αυτήν να συντρίβεται η μανία του εχθρού και να επιστρέφη νικημένος και κατησχυμένος. Πρέπει να δώσουμε στον Κύριο τόση χαρά υπομένοντας τις θλίψεις, όση θλίψη του προξενήσαμε δελεαζόμενοι από την αμαρτία. Τότε χαιρόταν ο Διάβολος και λυπόταν ο Θεός, τώρα σειρά να χαρή ο Θεός και να λυπηθή, να διαρραγή ο Διάβολος.
«Αλλά το έργον τούτο ουκ έστι μιας ημέρας ή δύο, αλλά χρόνου πολλού και καιρού, παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος, πολλού γαρ αγώνος και χρόνου χρεία, όπως εκβληθή ο εχθρός και ενοικήση ο Χριστός… Σχολάσατε τοίνυν και παραμείνατε Κυρίω τω Θεώ ημών, έως ου οικτειρήση ημάς, και μηδέν έτερον ζητείτε ή μόνον έλεος παρά του Κυρίου της δόξης, ζητούντες δε έλεος εν ταπεινή και ελεεινή καρδία ζητείτε, και βοάτε από πρωίας έως εσπέρας, ει δυνατόν και όλην την νύκτα, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και βιάσασθε τον νουν υμών εις το έργον τούτο έως θανάτου». Παρόμοιες συμβουλές δίνουν όλοι οι Πατέρες μας, καθένας με τον τρόπο του και με τα λόγια του, πάντως με την εμπειρία του πολέμου και της νίκης εναντίον του εχθρού, τον οποίο κυριολεκτικά εκνευρίζει και τελείως αποδυναμώνει η συνεχής αδιάλειπτος νοερά προσευχή. «Αδελφοί, τον Χριστόν αεί αναπνέετε», παροτρύνει ο καθηγητής της ερήμου Μέγας Αντώνιος. «Αεί μνημόνευε του Θεού, και ουρανός η διάνοιά σου γίνεται», αποφαίνεται ο όσιος Νείλος ο Σοφός. Όσον επιμένει ο ευχόμενος, τόσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο φωτίζεται ο νους, τόσο αγαθύνεται η διάθεσι, τόσο η βασιλεία του Θεού απλώνει τη χαρά και την παρουσία της μέσα στον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, χάριν του οποίου ο Θεάνθρωπος Ιησούς εκάλυψε όλες τις διαστάσεις του ουρανού και της γης δια της αρετής και του πάθους και της εαυτού Αναστάσεως. Από εδώ προγεύεται των αγαθών της ουρανίου Βασιλείας εκείνος όπου θα μαράνη τη γεύση του, θα συστείλη τις αισθήσεις του από όλα τα τερπνά του κόσμου και θα σταθή ανδρείως μέχρι τέλους έναντι των επηρειών του κοσμοκράτορος. Γαλήνη λογισμών, ειρήνη καρδιάς, γλυκύρροα δάκρυα, αρπαγή νοός, γνώσι μυστηρίων, αγάπης υπερβολή, θεωρία Θεού, τελείωσι «κατά το ενδεχόμενον τη ανθρωπίνη φύσει». Όλα αυτά με ένα συστηματικό, διαρκή, επίμονο, ανυποχώρητο αγώνα δια της νοεράς προσευχής.
Αλλά προκειμένου να εισακουσθή η αδιάλειπτος αυτή νοερά αδολεσχία απαιτείται από μέρους, του προσευχομένου και η παράλληλη βοηθητική εκπλήρωσι των μοναχικών και χριστιανικών εν γένει όρων της πνευματικής ζωής. Προκειμένου περί του υποτακτικού Μοναχού απαρασάλευτη απαιτείται η υπακοή στον Γέροντα, τον ορατό τύπο της ζωής του Σωτήρος Χριστού. Προκειμένου δε περί όλων των Χριστιανών, ρύθμισι της ζωής των κατά τις υποδείξεις των πνευματικών των πατέρων και υπακοή στους Κανόνες της Μίας Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να μη πλανάται έκαστος κατά την ιδίαν οδόν των επιθυμιών και των θελημάτων του, καθώς συνιστά να προσέχωμε η Αγία Γραφή. Αναφέρεται στο Γεροντικό πολύ απλή και πολύ περιεκτική η γνώμη του αββά Μίνωος: «Η υπακοή αντί υπακοής εστιν, ει τις υπακούει τω Θεώ, ο Θεός υπακούει αυτόν».
Και ο αββάς Ησαϊας διευκρινίζει εκτενέστερα: «Αδύνατον γαρ εστι τον Θεόν μη εισακούσαι του ανθρώπου, εάν μη παρακούση ο άνθρωπος του Θεού, ουκ έστι γαρ μακράν από του ανθρώπου, αλλά τα θελήματα ημών ουκ εά αυτόν ακούσαι». Τα θελήματά μας δεν αφήνουν να εισακουσθή η προσευχή μας.
Εάν προσεύχεσαι και δεν εισακούεσαι, πρόσεχε μήπως παρακούης. Εάν προσεύχεσαι τη νύκτα και δεν προσέχης τη ζωή σου την ημέρα, είναι σαν να χτίζης και να χαλάς συγχρόνως. Εάν αδιαφορής στα μικρά, θα παραχωρηθή οπωσδήποτε να πέσης στα μεγάλα. Πρόσεχε σεαυτώ.
Δεν είναι δυνατόν να στέλνη δια παντός ο Θεός τη χάρι Του στην καρδιά εκείνη που δεν θέτει φραγμό στις επιθυμίες της και στη διάνοια εκείνη που δεν λέει να περιμαζευθή από την άσκοπη περιπλάνησί της. Δίνει ο Θεός στην αρχή τη χάρι Του για να μας βοηθήση, να μας διεγείρη, να γλυκάνη τα αισθητήρια της ψυχής μας, να μας προσελκύση, αλλ’ εάν δεν συγκοπιάσωμε και εμείς, η χάρι θα συσταλή ανενέργητη. Εκ του τρώγειν έρχεται η όρεξι και εκ του προσεύχεσθαι γεννάται η προσευχή. Είσαι στο διακόνημά σου,στην εργασία σου; Ενθυμού τους αγίους Πατέρες οι οποίοι εργαζόμενοι έλεγαν καθ’ εαυτούς: «Σώμα έργασαι, ίνα τραφής, Ψυχή, νήφε, ίνα σωθής».
Περισπάται ο νους σου; Λέγε ψιθυριστά την ευχή και μην αργολογής, διότι βλάπτεις εκτός από τον εαυτό σου και άλλον και άλλους με την αργολογία. Λέγει ο Αββάς Φιλήμων, ότι: «Πολλοί των αγίων Πατέρων εθεώρουν τους Αγγέλους παραφυλάττοντας εαυτούς, διο και τη σιωπή εφύλαττον εαυτούς, προς τινα μη διαλεγόμενοι».
Αντί να χάνης το χρόνο σου, λέγε την προσευχή. Και όσο σου έρχεται ακηδία και αμέλεια τόσο να φοβάσαι την απειλή την οποία απηύθυνε ο Κύριος στο δούλο τον πονηρό και οκνηρό. Εάν αφήνης να σε παραπέμπη διαδοχικά η μέρα προς τη νύκτα και η νύκτα προς τη μέρα αμελή και αμελέστερο, σε λίγο διάστημα θα καταντήσης αμελέστατος. Μήπως για την αμέλειά σου θα καυχηθής εσύ, όταν οι άλλοι θα λαμβάνουν τους στεφάνους για τους κόπους τους; Κοπίασε λίγο, αδελφέ, στην προσευχή και στη νήψι και θα δης χαρά να αναβρύη στην καρδιά σου και φως να ανατέλλη στο στερέωμα της διανοίας σου.
Χαρά όχι σαν αυτή, όπου πριν την χαρής χάνεται, αλλά γλυκειά σαν το γλυκασμό των Αγγέλων, και φως ανέσπερο του άλλου κόσμου, το οποίο ο Χριστός, το φως του κόσμου, δια της ευχής ερχόμενος θα σου δωρήση πριν αναχωρήσης τούτου του κόσμου. Μήπως δεν έγιναν αυτά στους Πατέρες μας ή μήπως δεν μπορούν να γίνουν και σε μας, αν δεν τα εμποδίση η ολιγοπιστία μας και η ακηδία μας; Και πάλιν έλεγε ο Γέροντάς μου: Κοπίασε λίγο, για να κάμης χρεώστη τον Θεό και να σου στείλη εν καιρώ υπερεκπερισσού από όσα εκοπίασες ή εζήτησες. Αλλά μη λησμονής τον λόγο του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ότι «πρώτον μεν ο Διάβολος αγωνίζεται να καταργήση την αδιάλειπτον ευχήν της καρδίας, και έπειτα πείθει τον μοναχόν να καταφρονήση και τους ωρισμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος, ο οποίος γίνεται δια προσκυνημάτων και γονυκλισιών». Λοιπόν μην ακούς τους ψιθύρους της αμελείας και αν θέλης να σκεπάζη ο Θεός τα σφάλματά σου, σκέπαζε και εσύ του αδελφού σου και υπόμεινέ τον εν ημέρα πειρασμού και οδύνης του. Μην αντιλέγης και μη κρύπτης τους λογισμούς από τον πνευματικό σου πατέρα, διότι ματαίως θα κοπιάζης σ’ όλη σου τη ζωή και ατελεσφόρητη θα παραμένη η προσευχή σου. Εάν δεν καθαρισθής με καθαρά εξομολόγησι, πως θα προσέλθης να κοινωνήσης των αχράντων και ζωοποιών του Χριστού Μυστηρίων; Δεν άκουσες ότι στους αξίως μεταλαμβάνοντας γίνονται ζωή και στους αναξίως θάνατος; Μη είπης, καθώς οι άλλοι και εγώ. Διότι αυτό είναι λόγος αφροσύνης και ο Κριτής είναι απαραλόγιστος. Κάθε λογισμός όπου φέρνει απόγνωσι και λύπη πολλή είναι του Διαβόλου και ευθύς να τον αποβάλης, διότι θα σου κόψη το νήμα της προσευχής. Κάθε λογισμός όπου γεννά μέτρια λύπη στη ψυχή μεμιγμένη με χαρά και δάκρυα είναι από το Θεό. Η χάρι του Θεού ουδέποτε απελπίζει τον άνθρωπο, τον οδηγεί μόνον σε μετάνοια.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Λόγος τέταρτος
Περί Προσευχής.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Η καρδιά του ανθρώπου είναι το κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν η καρδιά του ανθρώπου καθαρισθή, βλέπομε τον Θεό. Πως όμως θα ιδούμε τον Θεό; Μήπως ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος; Έχει σχήμα ανθρώπου; Όχι! Ο Θεός είναι αθεώρητος, ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση και στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή γίνη δεκτικό δοχείο. Για να γίνη δεκτικό δοχείο η καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή από λογισμούς ακάθαρτους. Για να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη σ’ αυτήν κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο αυτό είναι η προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί, και όταν μπη στην καρδιά ο Χριστός, το όνομά Του το Άγιο, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. Όπως όταν ένας βασιλεύς κυριεύση ένα κράτος και πάη και ενθρονισθή στην πρωτεύουσα, τότε θα υποτάξη όλους τους επαναστάτες με τους στρατιώτες του. Δηλαδή θα καταδιώξη τους εχθρούς και θα καθησυχάση το κράτος από τις εσωτερικές ανωμαλίες και τότε θα επέλθη ειρήνη. Ο βασιλεύς κάθεται στο θρόνο του και βλέπει ότι όλα είναι υποτεταγμένα και υποτελή. Τότε χαίρεται και αγάλλεται βλέποντας ότι ο κόπος και η μάχη τελείωσαν και έφεραν την υπακοή και την ειρήνη και όλα τα επιτεύγματα.
Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς, έχει επαναστάσεις, έχει λογισμούς, έχει πάθη και αδυναμίες, έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα στην καρδιά του ανθρώπου. Για να μπορέση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησυχάση και να υποταχθή, πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο βασιλεύς, με τις στρατιές Του, να το κυριεύση και να διώξη τον εχθρό, τον διάβολο, να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτή η κατάσταση κατά τους πατέρες λέγεται καρδιακή ησυχία, δηλαδή να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται, δημιουργώντας την καθαρότητα και την ήσυχη καρδιά. Οι τρόποι της προσευχής είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ο προφορικός τρόπος, δηλαδή να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ο τρόπος είναι εκείνος, που πρέπει να μεταχειρισθούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίζουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να πετύχουμε τον τελικό σκοπό μας. Ο νους του ανθρώπου είναι αεικίνητος, κινείται πάντοτε, και επειδή κινείται όχι κατά φύσι, κατά χρήσι, αλλά κατά κατάχρησι και κατά αδιαφορία, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Άλλοτε πάει στα σαρκικά και απολαμβάνει την ηδονή, άλλοτε στα άλλα πάθη και άλλοτε αδιάφορα χαζεύει εδώ και εκεί. Όπου και αν πάη, όπου και αν σταθή, έχει και κάποια ηδονή. Τώρα ο άνθρωπος ο οποίος έχει σκοπό να κερδίση το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσσαλ. 5,17 ) πρέπει να συμμαζέψη αυτόν τον σκορπισμένο νου τον αλήτη που γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθή και να γίνη νοικοκύρης.
Για να τον μαζέψουμε όμως, πρέπει να του προσφέρουμε κάτι, να τον γλυκάνουμε, διότι, όπως είπαμε, ευχαριστείται και ηδονίζεται να γυρίζη εδώ και εκεί. Πρέπει να τον ελκύσωμε με κάτι το ηδονικό πάλι. Γι’ αυτό χρειάζεται κατ’ αρχάς να λέμε την προσευχή με το στόμα. Ο αρχάριος, που διδάσκεται την προσευχή, πρέπει να αρχίση με το στόμα να λέγη: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να προσπαθή να τραβά το νου από τα κοσμικά. Η φωνή η οποία θα βγαίνη, ο ήχος της φωνής, θα ελκύη το νου, να προσέχη την ευχή, οπότε σιγά-σιγά θα συνηθίση να μαζεύεται από το σκορπισμό. Βέβαια και η προσπάθεια και η προσοχή και η προαίρεσι και ο σκοπός που επιδιώκουμε να κατορθώσουμε το αδιαλείπτως, μας βοηθούν στη συγκέντρωσι του νου. Λεγομένης ούτω της ευχής συν τω χρόνω, αρχίζει και δημιουργείται κάποια ευχαρίστησι, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό, που δεν το είχαμε πριν. Αυτό σιγά-σιγά ελκύει το νου. Προχωρώντας η προφορική ευχή και ελκύοντας το νου προς τα έσω, αρχίζει και του δίνει και μια ελευθερία να λέγη και εκείνος την ευχή, χωρίς να λέγη το στόμα, αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά, πότε με το στόμα, πότε με το νου, σιγά-σιγά η ευχή κυριεύει την ψυχή. Αδολεσχώντας κατόπιν ο νους με την ευχή, αρχίζει να μπαίνη και στη καρδιά, και εκεί που στέκεται ο άνθρωπος, θα βλέπη την καρδιά να λέγη την ευχή.
Ποιος είναι ο σκοπός που ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε το Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε τη χάρι Του; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; Δεν ήρθαμε να απαλλαγούμε από τα πάθη; Ε, λοιπόν, με αυτή τη προσευχή θα πραγματοποιηθούν όλα. Η ευχή θα δημιουργήση μία θέρμη μέσα στη ψυχή, μια φλόγα. Αφού η προσευχή θα γεννήση τη θέρμη, η θέρμη θα φέρη πιο πολλή προσευχή κ.ο.κ. Θα ιδήτε τότε, αφού γίνη αυτό το πράγμα, ότι καίγονται και αδυναμίες, καίγονται και λογισμοί, καίγονται και τα πάθη ολίγον κατ’ ολίγον, και καταλήγουμε στη καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θα έρθη ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν μονή, κατοικία σ’ αυτήν. Λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Η καρδιά δύσκολα καθαρίζεται και δύσκολα μολύνεται. Ο νους άμα παη στο κακό, αμέσως, εύκολα μολύνεται, η καρδιά όμως δεν έγινε αμέσως μέτοχος του μολυσμού. Όταν η καρδιά δημιουργήση κατάσταση πνευματική, ύστερα δε κάπως τη χάση και αρχίση ο νους να μολύνεται από διάφορα πράγματα, η καρδιά εύκολα δεν αλλάζει, διότι προηγουμένως είχε αλλοιωθή από τη χάρι και δύσκολα, σιγά-σιγά, προχωρεί το κακό. Γι’ αυτό χρειάζεται η προσευχή να μετασχηματίση την καρδιά, από σαρκική και εμπαθή και εγωϊστική, να την κάνη απαθή, να μην αισθάνεται πάθος. Όταν θα καθαρισθή το κέντρο, όλη η περιφέρεια και η ακτίνα θα γίνη καθαρή. Η προσευχή θα διώξη την απελπισία, την απόγνωσι, την αμέλεια, τη ραθυμία, διότι θα δημιουργήση νέα προαίρεσι, νέο πόθο για νέους αγώνες. Όταν λοιπόν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, τότε θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, το σκοπό της προσευχής. Τότε θα καταλάβουμε ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα στην καρδιά μας, «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι» (Λουκ. 17,21 ).
Εκεί μέσα στην καρδιά, μ’ αυτό το σκάψιμο που θα κάνωμε με την ευχή εισπνέοντας και εκπνέοντας και προσπαθώντας να έχουμε το νου στην καρδιά με προσοχή, θα βρούμε τον μαργαρίτη τον κεκρυμμένο. Ποιος είναι ο μαργαρίτης; Είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την οποία χάρι πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά θες να πούμε η άγνοια, θες ότι προχωρήσαμε στα πάθη, κατεχώσθη η χάρις. Ο Γέρων Ιωσήφ ώρες ολόκληρες έκανε καρδιακή προσευχή. Όταν κουραζόταν, αδολεσχούσε σε θεωρίες, και πάλιν ύστερα στην καρδιακή προσευχή. Έφτανε 7-8 ώρες να κάνη προσευχή. Σιγά-σιγά ο άνθρωπος με την αδολεσχία σ΄αυτή την προσευχή, τελειοποιείται εσωτερικά. Η καρδιά συνέχεια καθαρίζεται και μετά αποκτά την καρδιακή ησυχία. Οι άγιοι πατέρες, αδολεσχώντας στην ευχή χρόνια πολλά, έφθασαν σε υψηλές καταστάσεις. Έρχονταν σε θεωρίες, σε εκστάσεις, έβγαιναν από τον εαυτόν τους, αρπάζονταν σε θεωρίες, όπως ο Απ. Παύλος: «είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα» (Β΄ Κορ. 12,2 ) και άλλοι πολλοί άγιοι. Ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης, όταν ρωτήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη περί προσευχής, είπε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, εγώ είμαι πλανεμένος». «Άφησε αυτά τώρα, του είπε ο άγιος Γρηγόριος, και πες μου δια τον Κύριο, την αρετή σου. Πες μου, σε παρακαλώ, κρατείς τη νοερά προσευχή;». Τότε του είπε ο άγιος Μάξιμος πως προσευχόμενος στην Παναγία, για να του δώση την χάρι της νοεράς προσευχής, επί πολύν καιρόν, μια μέρα εξήλθε από την αγίαν εικόνα της Παναγίας μια θερμότητα, εισήλθε στην καρδιά του, και άρχισε από μέσα η καρδιά του να λέγη την ευχή. Του είπε κατόπιν πιεσθείς από τον άγιο Γρηγόριο, ότι καρπός της νοεράς προσευχής, ήτο η μεγάλη αγάπη προς το Θεό και η αρπαγή, του νου σε θεωρίες. Τούτο γίνεται τη επενεργεία του Άγίου Πνεύματος και άλλοτε τον οδηγεί σε αέρα άϋλο θείου φωτός ή ομιλία θεϊκή ή άλλη θεωρία ανεκδιήγητη.
Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή. Προχωρώντας στην ευχή, θα βρούμε ελάφρυνσι από τα πάθη. Οι λογισμοί, οι κρυφοί λογισμοί, θα εξαφανισθούν συν τω χρόνω και η καρδιά μας θα γίνη άκακος παιδική καρδιά. Στην αρχή λοιπόν, όπως είπαμε, υπάρχει η δυσκολία, μέχρις ότου «μπη το νερό στο αυλάκι». Όπως π.χ. σε μια μηχανή χειροκίνητη χρειάζεται κόπος. Αν γίνη αυτή η μηχανή αυτόματη, τότε αποδίδει πολύ περισσότερο και γίνεται όλη η εργασία ακόπως. Ούτως, όταν η προσευχή με τον καιρό γίνη απόκτημά μας, τότε γίνεται ακόπως και θα αποδώση πολύ καρπό. Αδολεσχώντας στην προσευχή, να προσέχωμε να μην έχωμε παρρησία, να μην έχωμε υπερηφάνεια, διότι είναι πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή, γι’ αυτό χρειάζεται πολλή αυτομεμψία, συνεχώς να κατηγορούμε τον εαυτό μας. Όπως όταν πηγαίνωμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, υπάρχουν σοκολάτες, πάστες, διάφορα γλυκίσματα, έτσι και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο βρίσκει πολλά και διάφορα πράγματα κανείς. Εμείς θα κάνωμε την προσευχή και ό,τι στείλει ο Θεός. Εμείς θα κάνωμε όλη αυτή την τυπικότητα, ο δε Θεός θα δώση την ουσία στην προσευχή. Όσο πιο ταπεινοί είμαστε, τόσο μεγαλύτερη είναι η χάρις κατά την προσευχή. Να προσέχωμε, επαναλαμβάνω, να μη σκεπτώμαστε απολύτως τίποτε κατά την ώρα της προσευχής. Εδώ είναι το επίκεντρο της προσευχής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: όταν η ευχή λέγεται δι’ εισπνοής και εκπνοής συν τω χρόνω εκ των μυκτήρων εξέρχεται ευωδία πνευματική. Όντως έτσι είναι. Δια της προσευχής θα δημιουργηθή αήρ ευωδίας, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά καρπός προσευχής. Οφείλεται στο όνομα του Χριστού. Το όνομα του Χριστού τι δεν κάνει; Το όνομα του Χριστού αγιάζει τα τίμια δώρα. Με το όνομα του Χριστού έρχεται το Άγιον Πνεύμα. Με το όνομα του Χριστού οι άγιοι ανασταίνουν τους νεκρούς. Με το όνομα του Χριστού γίνονται όλα. Έλεγε ένας νηπτικός πατέρας ότι όταν βγη η ψυχή εκείνου, ο οποίος έχει την προσευχή αυτή, βγαίνοντας η ψυχή με την ευχή, πως είναι δυνατόν να σταθούν οι δαίμονες κοντά του; Θα είναι αυτή η ψυχή τεθωρακισμένη τρόπον τινά με την προσευχή και δεν θα δύνανται να προσεγγίσουν οι δαίμονες. Τόσο μεγάλη είναι πράγματι η ωφέλεια από την προσευχή αυτή. Σας έχω ειπεί νομίζω για κάποιον προσκυνητή, ο οποίος είχε μυηθή στη νοερά προσευχή. Και από την πολλή μελέτη και αυταπάρνησι και αμεριμνία, που είχε σαν άνθρωπος, που δεν ήταν πιασμένος με οικογένεια και με εργασίες και τόσα άλλα, έλεγε συνέχεια την ευχή και ένοιωθε πάρα πολλή αγάπη στο Χριστό. Είχε δηλαδή πραγματικά θείον έρωτα στην ψυχή του.
Είχε πολύ πόθο να πάη στον Πανάγιο Τάφο, εκεί, κατά κάποιο τρόπο νόμιζε ότι θα χόρταινε από την αγάπη, του αγαπωμένου, του φιλουμένου Χριστού. Πήγε λοιπόν κάτω στα Ιεροσόλυμα, πήγε στον τάφο του Χριστού, μπήκε μέσα να προσκυνήση. Ένοιωσε βέβαια έντονα συναισθήματα πνευματικής ερωτικής φύσεως. Σκεπτόταν λοιπόν ότι εδώ είχε ταφή Αυτός τον Οποίο λάτρευε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, εδώ είναι το κενοτάφιόν του, κ.ο.κ. Προσκυνώντας τον Πανάγιο Τάφο, εκεί επάνω και ξεψύχησε! Όταν είδαν το γεγονός αυτό οι άλλοι είπαν: Για να ιδούμε τι να έκρυβε αυτός ο άνθρωπος στην καρδιά του! Του έκαναν νεκροτομή, άνοιξαν, έσχισαν την καρδιά του, έμειναν κατάπληκτοι. Μέσα στην καρδιά ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ιησού, γλυκειά μου αγάπη…».
Βλέπετε η ευχή πόσο πλούσιο τον είχε κάνει αυτόν τον άνθρωπο; Πόσο τον είχε πλουτίσει με τη θεία αγάπη; Σκεφθήτε τώρα με το θάνατό του που να βρέθηκε! Οπωσδήποτε οι άγγελοι πήραν την ψυχή του και την πήγαν στεφανηφόρο, λαμπροφόρο μπροστά στον θρόνο του Χριστού. Ο άγγελος που δίδασκε τον άγιο Παχώμιο έλεγε: «Πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι άφησαν και τις σπουδές και τα συγγράμματα και αδολέσχησαν στην προσευχή». Μόνον με τη νοερά προσευχή ο άνθρωπος φθάνει στην απάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη, ούτε με άλλους τρόπους δύναται να έλθη στην απάθεια. Ο προσευχόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μισήση και την αργολογία και την παρρησία κ.λ.π., για να μη χάση αυτή τη κατάστασι, που βρήκε στην προσευχή. Εύχομαι να σας δώση ο Θεός την αίσθησι της προσευχής και όταν έρθη η χάρις, τότε θα βρήτε με την πράξι και θα καταλάβετε αυτά που σας λέγω.
Λόγος τέταρτος
Περί Προσευχής.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Η καρδιά του ανθρώπου είναι το κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν η καρδιά του ανθρώπου καθαρισθή, βλέπομε τον Θεό. Πως όμως θα ιδούμε τον Θεό; Μήπως ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος; Έχει σχήμα ανθρώπου; Όχι! Ο Θεός είναι αθεώρητος, ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση και στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή γίνη δεκτικό δοχείο. Για να γίνη δεκτικό δοχείο η καρδιά του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή από λογισμούς ακάθαρτους. Για να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη σ’ αυτήν κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο αυτό είναι η προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί, και όταν μπη στην καρδιά ο Χριστός, το όνομά Του το Άγιο, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. Όπως όταν ένας βασιλεύς κυριεύση ένα κράτος και πάη και ενθρονισθή στην πρωτεύουσα, τότε θα υποτάξη όλους τους επαναστάτες με τους στρατιώτες του. Δηλαδή θα καταδιώξη τους εχθρούς και θα καθησυχάση το κράτος από τις εσωτερικές ανωμαλίες και τότε θα επέλθη ειρήνη. Ο βασιλεύς κάθεται στο θρόνο του και βλέπει ότι όλα είναι υποτεταγμένα και υποτελή. Τότε χαίρεται και αγάλλεται βλέποντας ότι ο κόπος και η μάχη τελείωσαν και έφεραν την υπακοή και την ειρήνη και όλα τα επιτεύγματα.
Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς, έχει επαναστάσεις, έχει λογισμούς, έχει πάθη και αδυναμίες, έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα στην καρδιά του ανθρώπου. Για να μπορέση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησυχάση και να υποταχθή, πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο βασιλεύς, με τις στρατιές Του, να το κυριεύση και να διώξη τον εχθρό, τον διάβολο, να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτή η κατάσταση κατά τους πατέρες λέγεται καρδιακή ησυχία, δηλαδή να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται, δημιουργώντας την καθαρότητα και την ήσυχη καρδιά. Οι τρόποι της προσευχής είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ο προφορικός τρόπος, δηλαδή να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ο τρόπος είναι εκείνος, που πρέπει να μεταχειρισθούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίζουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να πετύχουμε τον τελικό σκοπό μας. Ο νους του ανθρώπου είναι αεικίνητος, κινείται πάντοτε, και επειδή κινείται όχι κατά φύσι, κατά χρήσι, αλλά κατά κατάχρησι και κατά αδιαφορία, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Άλλοτε πάει στα σαρκικά και απολαμβάνει την ηδονή, άλλοτε στα άλλα πάθη και άλλοτε αδιάφορα χαζεύει εδώ και εκεί. Όπου και αν πάη, όπου και αν σταθή, έχει και κάποια ηδονή. Τώρα ο άνθρωπος ο οποίος έχει σκοπό να κερδίση το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσσαλ. 5,17 ) πρέπει να συμμαζέψη αυτόν τον σκορπισμένο νου τον αλήτη που γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθή και να γίνη νοικοκύρης.
Για να τον μαζέψουμε όμως, πρέπει να του προσφέρουμε κάτι, να τον γλυκάνουμε, διότι, όπως είπαμε, ευχαριστείται και ηδονίζεται να γυρίζη εδώ και εκεί. Πρέπει να τον ελκύσωμε με κάτι το ηδονικό πάλι. Γι’ αυτό χρειάζεται κατ’ αρχάς να λέμε την προσευχή με το στόμα. Ο αρχάριος, που διδάσκεται την προσευχή, πρέπει να αρχίση με το στόμα να λέγη: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να προσπαθή να τραβά το νου από τα κοσμικά. Η φωνή η οποία θα βγαίνη, ο ήχος της φωνής, θα ελκύη το νου, να προσέχη την ευχή, οπότε σιγά-σιγά θα συνηθίση να μαζεύεται από το σκορπισμό. Βέβαια και η προσπάθεια και η προσοχή και η προαίρεσι και ο σκοπός που επιδιώκουμε να κατορθώσουμε το αδιαλείπτως, μας βοηθούν στη συγκέντρωσι του νου. Λεγομένης ούτω της ευχής συν τω χρόνω, αρχίζει και δημιουργείται κάποια ευχαρίστησι, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό, που δεν το είχαμε πριν. Αυτό σιγά-σιγά ελκύει το νου. Προχωρώντας η προφορική ευχή και ελκύοντας το νου προς τα έσω, αρχίζει και του δίνει και μια ελευθερία να λέγη και εκείνος την ευχή, χωρίς να λέγη το στόμα, αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά, πότε με το στόμα, πότε με το νου, σιγά-σιγά η ευχή κυριεύει την ψυχή. Αδολεσχώντας κατόπιν ο νους με την ευχή, αρχίζει να μπαίνη και στη καρδιά, και εκεί που στέκεται ο άνθρωπος, θα βλέπη την καρδιά να λέγη την ευχή.
Ποιος είναι ο σκοπός που ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε το Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε τη χάρι Του; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; Δεν ήρθαμε να απαλλαγούμε από τα πάθη; Ε, λοιπόν, με αυτή τη προσευχή θα πραγματοποιηθούν όλα. Η ευχή θα δημιουργήση μία θέρμη μέσα στη ψυχή, μια φλόγα. Αφού η προσευχή θα γεννήση τη θέρμη, η θέρμη θα φέρη πιο πολλή προσευχή κ.ο.κ. Θα ιδήτε τότε, αφού γίνη αυτό το πράγμα, ότι καίγονται και αδυναμίες, καίγονται και λογισμοί, καίγονται και τα πάθη ολίγον κατ’ ολίγον, και καταλήγουμε στη καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θα έρθη ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν μονή, κατοικία σ’ αυτήν. Λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Η καρδιά δύσκολα καθαρίζεται και δύσκολα μολύνεται. Ο νους άμα παη στο κακό, αμέσως, εύκολα μολύνεται, η καρδιά όμως δεν έγινε αμέσως μέτοχος του μολυσμού. Όταν η καρδιά δημιουργήση κατάσταση πνευματική, ύστερα δε κάπως τη χάση και αρχίση ο νους να μολύνεται από διάφορα πράγματα, η καρδιά εύκολα δεν αλλάζει, διότι προηγουμένως είχε αλλοιωθή από τη χάρι και δύσκολα, σιγά-σιγά, προχωρεί το κακό. Γι’ αυτό χρειάζεται η προσευχή να μετασχηματίση την καρδιά, από σαρκική και εμπαθή και εγωϊστική, να την κάνη απαθή, να μην αισθάνεται πάθος. Όταν θα καθαρισθή το κέντρο, όλη η περιφέρεια και η ακτίνα θα γίνη καθαρή. Η προσευχή θα διώξη την απελπισία, την απόγνωσι, την αμέλεια, τη ραθυμία, διότι θα δημιουργήση νέα προαίρεσι, νέο πόθο για νέους αγώνες. Όταν λοιπόν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, τότε θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, το σκοπό της προσευχής. Τότε θα καταλάβουμε ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα στην καρδιά μας, «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι» (Λουκ. 17,21 ).
Εκεί μέσα στην καρδιά, μ’ αυτό το σκάψιμο που θα κάνωμε με την ευχή εισπνέοντας και εκπνέοντας και προσπαθώντας να έχουμε το νου στην καρδιά με προσοχή, θα βρούμε τον μαργαρίτη τον κεκρυμμένο. Ποιος είναι ο μαργαρίτης; Είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την οποία χάρι πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά θες να πούμε η άγνοια, θες ότι προχωρήσαμε στα πάθη, κατεχώσθη η χάρις. Ο Γέρων Ιωσήφ ώρες ολόκληρες έκανε καρδιακή προσευχή. Όταν κουραζόταν, αδολεσχούσε σε θεωρίες, και πάλιν ύστερα στην καρδιακή προσευχή. Έφτανε 7-8 ώρες να κάνη προσευχή. Σιγά-σιγά ο άνθρωπος με την αδολεσχία σ΄αυτή την προσευχή, τελειοποιείται εσωτερικά. Η καρδιά συνέχεια καθαρίζεται και μετά αποκτά την καρδιακή ησυχία. Οι άγιοι πατέρες, αδολεσχώντας στην ευχή χρόνια πολλά, έφθασαν σε υψηλές καταστάσεις. Έρχονταν σε θεωρίες, σε εκστάσεις, έβγαιναν από τον εαυτόν τους, αρπάζονταν σε θεωρίες, όπως ο Απ. Παύλος: «είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα» (Β΄ Κορ. 12,2 ) και άλλοι πολλοί άγιοι. Ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης, όταν ρωτήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη περί προσευχής, είπε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, εγώ είμαι πλανεμένος». «Άφησε αυτά τώρα, του είπε ο άγιος Γρηγόριος, και πες μου δια τον Κύριο, την αρετή σου. Πες μου, σε παρακαλώ, κρατείς τη νοερά προσευχή;». Τότε του είπε ο άγιος Μάξιμος πως προσευχόμενος στην Παναγία, για να του δώση την χάρι της νοεράς προσευχής, επί πολύν καιρόν, μια μέρα εξήλθε από την αγίαν εικόνα της Παναγίας μια θερμότητα, εισήλθε στην καρδιά του, και άρχισε από μέσα η καρδιά του να λέγη την ευχή. Του είπε κατόπιν πιεσθείς από τον άγιο Γρηγόριο, ότι καρπός της νοεράς προσευχής, ήτο η μεγάλη αγάπη προς το Θεό και η αρπαγή, του νου σε θεωρίες. Τούτο γίνεται τη επενεργεία του Άγίου Πνεύματος και άλλοτε τον οδηγεί σε αέρα άϋλο θείου φωτός ή ομιλία θεϊκή ή άλλη θεωρία ανεκδιήγητη.
Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή. Προχωρώντας στην ευχή, θα βρούμε ελάφρυνσι από τα πάθη. Οι λογισμοί, οι κρυφοί λογισμοί, θα εξαφανισθούν συν τω χρόνω και η καρδιά μας θα γίνη άκακος παιδική καρδιά. Στην αρχή λοιπόν, όπως είπαμε, υπάρχει η δυσκολία, μέχρις ότου «μπη το νερό στο αυλάκι». Όπως π.χ. σε μια μηχανή χειροκίνητη χρειάζεται κόπος. Αν γίνη αυτή η μηχανή αυτόματη, τότε αποδίδει πολύ περισσότερο και γίνεται όλη η εργασία ακόπως. Ούτως, όταν η προσευχή με τον καιρό γίνη απόκτημά μας, τότε γίνεται ακόπως και θα αποδώση πολύ καρπό. Αδολεσχώντας στην προσευχή, να προσέχωμε να μην έχωμε παρρησία, να μην έχωμε υπερηφάνεια, διότι είναι πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή, γι’ αυτό χρειάζεται πολλή αυτομεμψία, συνεχώς να κατηγορούμε τον εαυτό μας. Όπως όταν πηγαίνωμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, υπάρχουν σοκολάτες, πάστες, διάφορα γλυκίσματα, έτσι και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο βρίσκει πολλά και διάφορα πράγματα κανείς. Εμείς θα κάνωμε την προσευχή και ό,τι στείλει ο Θεός. Εμείς θα κάνωμε όλη αυτή την τυπικότητα, ο δε Θεός θα δώση την ουσία στην προσευχή. Όσο πιο ταπεινοί είμαστε, τόσο μεγαλύτερη είναι η χάρις κατά την προσευχή. Να προσέχωμε, επαναλαμβάνω, να μη σκεπτώμαστε απολύτως τίποτε κατά την ώρα της προσευχής. Εδώ είναι το επίκεντρο της προσευχής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: όταν η ευχή λέγεται δι’ εισπνοής και εκπνοής συν τω χρόνω εκ των μυκτήρων εξέρχεται ευωδία πνευματική. Όντως έτσι είναι. Δια της προσευχής θα δημιουργηθή αήρ ευωδίας, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά καρπός προσευχής. Οφείλεται στο όνομα του Χριστού. Το όνομα του Χριστού τι δεν κάνει; Το όνομα του Χριστού αγιάζει τα τίμια δώρα. Με το όνομα του Χριστού έρχεται το Άγιον Πνεύμα. Με το όνομα του Χριστού οι άγιοι ανασταίνουν τους νεκρούς. Με το όνομα του Χριστού γίνονται όλα. Έλεγε ένας νηπτικός πατέρας ότι όταν βγη η ψυχή εκείνου, ο οποίος έχει την προσευχή αυτή, βγαίνοντας η ψυχή με την ευχή, πως είναι δυνατόν να σταθούν οι δαίμονες κοντά του; Θα είναι αυτή η ψυχή τεθωρακισμένη τρόπον τινά με την προσευχή και δεν θα δύνανται να προσεγγίσουν οι δαίμονες. Τόσο μεγάλη είναι πράγματι η ωφέλεια από την προσευχή αυτή. Σας έχω ειπεί νομίζω για κάποιον προσκυνητή, ο οποίος είχε μυηθή στη νοερά προσευχή. Και από την πολλή μελέτη και αυταπάρνησι και αμεριμνία, που είχε σαν άνθρωπος, που δεν ήταν πιασμένος με οικογένεια και με εργασίες και τόσα άλλα, έλεγε συνέχεια την ευχή και ένοιωθε πάρα πολλή αγάπη στο Χριστό. Είχε δηλαδή πραγματικά θείον έρωτα στην ψυχή του.
Είχε πολύ πόθο να πάη στον Πανάγιο Τάφο, εκεί, κατά κάποιο τρόπο νόμιζε ότι θα χόρταινε από την αγάπη, του αγαπωμένου, του φιλουμένου Χριστού. Πήγε λοιπόν κάτω στα Ιεροσόλυμα, πήγε στον τάφο του Χριστού, μπήκε μέσα να προσκυνήση. Ένοιωσε βέβαια έντονα συναισθήματα πνευματικής ερωτικής φύσεως. Σκεπτόταν λοιπόν ότι εδώ είχε ταφή Αυτός τον Οποίο λάτρευε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, εδώ είναι το κενοτάφιόν του, κ.ο.κ. Προσκυνώντας τον Πανάγιο Τάφο, εκεί επάνω και ξεψύχησε! Όταν είδαν το γεγονός αυτό οι άλλοι είπαν: Για να ιδούμε τι να έκρυβε αυτός ο άνθρωπος στην καρδιά του! Του έκαναν νεκροτομή, άνοιξαν, έσχισαν την καρδιά του, έμειναν κατάπληκτοι. Μέσα στην καρδιά ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ιησού, γλυκειά μου αγάπη…».
Βλέπετε η ευχή πόσο πλούσιο τον είχε κάνει αυτόν τον άνθρωπο; Πόσο τον είχε πλουτίσει με τη θεία αγάπη; Σκεφθήτε τώρα με το θάνατό του που να βρέθηκε! Οπωσδήποτε οι άγγελοι πήραν την ψυχή του και την πήγαν στεφανηφόρο, λαμπροφόρο μπροστά στον θρόνο του Χριστού. Ο άγγελος που δίδασκε τον άγιο Παχώμιο έλεγε: «Πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι άφησαν και τις σπουδές και τα συγγράμματα και αδολέσχησαν στην προσευχή». Μόνον με τη νοερά προσευχή ο άνθρωπος φθάνει στην απάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη, ούτε με άλλους τρόπους δύναται να έλθη στην απάθεια. Ο προσευχόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μισήση και την αργολογία και την παρρησία κ.λ.π., για να μη χάση αυτή τη κατάστασι, που βρήκε στην προσευχή. Εύχομαι να σας δώση ο Θεός την αίσθησι της προσευχής και όταν έρθη η χάρις, τότε θα βρήτε με την πράξι και θα καταλάβετε αυτά που σας λέγω.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Σταχυολογήματα Περί Νοεράς Προσευχής.
Α΄. Η προσευχή είναι από τας κυριοτέρας και ισχυροτέρας δυνάμεις, που κάνουν τον προσευχόμενον να αναγεννάται και του χαρίζουν σωματικήν και πνευματικήν ευεξίαν.
Β΄. Η προσευχή είναι τα μάτια και τα φτερά της ψυχής μας, και μας δίδει θάρρος και δύναμιν να αντικρύσωμε τον Θεόν.
Γ΄. Προσεύχου λοιπόν αδελφέ μου, με το στόμα, ώσπου να σε φωτίση η θεία χάρις να προσεύχεσαι και με την καρδίαν σου. Τότε θα συντελεσθή εντός σου με θαυματουργικόν τρόπον εορτή και πανήγυρις και δεν θα προσεύχεσαι πλέον με το στόμα, αλλά με την προσοχήν που λειτουργεί εις την καρδίαν.
Δ΄. Εάν επιθυμής πραγματικά να αποδιώξης κάθε αντιχριστιανικήν σκέψιν και να εξαγνίσης τον νουν σου, αυτό θα το επιτύχης μόνον με την προσευχήν, διότι τίποτε δεν ημπορεί τόσον καλά να ρυθμίση τας σκέψεις μας, όσον η προσευχή.
Ε΄. Πρόσεξε, εάν είσαι οκνηρός και απρόσεκτος εις την προσευχήν, δεν θα σημειώσης πρόοδον ούτε εις τας επιδιώξεις αφοσιώσεώς σου εις τον Κύριον, ούτε εις την απόκτησιν της ειρήνης των λογισμών και της σωτηρίας.
Στ΄. Το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλούμεθα εις την προσευχήν, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσαν και αυτοενεργούσαν ανορθωτικήν δύναμιν. Μην ανησυχής λοιπόν από την ατέλειαν και ξηρασίαν της προσευχής σου, αλλά περίμενε με επιμονήν τον καρπόν της συχνής επικλήσεως του Θείου Ονόματος.
Ζ΄. Αι ηθικαί δυνάμεις που έχομε μέσα μας, όταν καθοδηγούνται από την προσευχήν, γίνονται ισχυρότεραι από όλους τους πειρασμούς και τους νικούν.
Η ΄. Η συχνότης εις την προσευχήν δημιουργεί μίαν συνήθειαν δια προσευχήν, που δεν αργεί να γίνη δευτέρα φύσις και φέρει συχνά τον νουν και την καρδίαν εις ανωτέραν ψυχικήν κατάστασιν. Η συχνότης εις την προσευχήν είναι ο μοναδικός τρόπος δια να φθάση κανείς εις το ύψος της αληθινής και καθαράς προσευχής. Αποτελεί το καλύτερον μέσον αποτελεσματικής προπαρασκευής δια προσευχήν και το ασφαλέστερον δρόμον δια να φθάση ο άνθρωπος εις το τέρμα της προσευχής και της σωτηρίας.
Θ΄. Την εσωτερικήν προσευχήν ημπορεί να την αποκτήση, να την κάνη δηλαδή μέσον επικοινωνίας του με τον Κύριον, ο καθένας μας. Δεν στοιχίζει τίποτε, παρά την προσπάθειαν, της βυθίσεως εις την σιωπήν και εις τα βάθη της καρδίας μας και την φροντίδα δια την όσον το δυνατόν συχνοτέραν επίκλησιν του ονόματος του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού, που γεμίζει τον άνθρωπον με αγαλλίασιν. Η βύθισίς μας εις τον εαυτόν μας και η εξέτασις του ψυχικού μας κόσμου, μας δίδουν ευκαιρίας, να γνωρίσωμε τι μυστήριον είναι ο άνθρωπος, να νοιώθουμε την ευφροσύνην της αυτογνωσίας και να χύνωμε πικρά δάκρυα μετανοίας δια τας πτώσεις μας και την αδυναμίαν της θελήσεώς μας.
Ι΄. Όλη σου η ψυχή ας προσκολλάται με αγάπην εις τα νοήματα της ευχής, ούτως ώστε ο νους, ο ενδιάθετος λόγος και η θέλησίς σου, τα τρία αυτά συστατικά της ψυχής σου να γίνωνται ένα και το ένα τρία, διότι με τον τρόπον αυτόν ο άνθρωπος, που είναι εικών της Αγίας Τριάδος, έρχεται εις επαφήν και ενώνεται με το πρωτότυπον, όπως είπεν ο μέγας εργάτης και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, ο θείος της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Όταν το ενιαίον του νου γένηται τρισσόν, μένον ενιαίον, τότε συνάπτεται τη θεαρχική τριαδικώς μονάδι, πάσαν αποκλείσαν πλάνης είσοδον και υπεράνω καθεστός σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος».
ΙΑ΄. Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεόν με τον άνθρωπον, να φέρη τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου.
ΙΒ΄. Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς.
ΙΓ΄. Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αϊδιον του άλλου κόσμου, εκεί ειρήνη και χαρά, εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι, εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
ΙΔ΄. Μακάριοι εκείνοι, όπου ενεδύθησαν το Φως του κόσμου, τον Χριστόν, εις την παρούσαν ζωήν, διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας.
ΙΕ΄. Λοιπόν σκοπόν έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολον και χαλώντας όλον το έργον, όπου είχε επιτελέσει εκεί δια της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου»
(Ιωαν. 3,8 ), λέγει ο αγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστον δύναμιν αυτών των πέντε λέξεων και δια τούτο με λυσσώδη μανίαν αντιστρατεύεται και πολεμεί την ευχήν.
ΙΣΤ΄. Άπειρες φορές οι δαίμονες δια στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργειαν της ευχής.
ΙΖ΄. Εφ΄όσον ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν Τον βλέπουν, όπου δεν Τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι, όπου αγωνίζονται να κάμνουν τας εντολάς του Χριστού, αυτοί τον Χριστόν ομολογούν και ως Θεόν προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστόν Κύριον και Θεόν του, ενδυναμώνεται με την δύναμιν της επικλήσεως του ονόματός Του εις το να κάμνη και το θέλημά Του. Ει δε και δεν ενδυναμώνεται, φανερόν είναι ότι ομολογεί τον Χριστόν με μόνον το στόμα, ενώ με την καρδίαν του, είναι μακράν από Αυτόν.
ΙΗ΄. Η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστόν, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολον. Και όχι μόνον από τον διάβολον αλλά και από το φρόνημα του κόσμου, όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη.
ΙΘ΄. Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδεία, ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδίας. «Τω πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ.12,11 ). Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάριν εις τον ευχόμενον και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικτία και καταδίωξις. Αυτή η χάρις όταν έλθη περιμαζεύει τον νουν από την περιπλάνησιν και τον γλυκαίνει εις την ενθύμησιν του Θεού, ιατρεύοντάς τον από όλους τους πονηρούς και ακαθάρτους λογισμούς.
Κ΄. Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλην από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νουν, να κατέβη εις την καρδίαν. Και τούτο θέλει κόπον και χρόνον πολύν.
ΚΑ΄. Πρέπει να κοπιάση η γλώσσα, ξεπληρώνοντας όλας τας αργολογίας και πτώσεις της, και να γίνη συνήθεια, διότι χωρίς κόπον και άσκησιν συνήθεια δεν γίνεται, και να φανή η ταπείνωσις, δια να έλθη η χάρις. Κατόπιν ανοίγει ο δρόμος. Κολλά εις την αναπνοήν η ευχή και ο νους ξυπνά και την παρακολουθεί. Και γίνεται συν τω χρόνω ελάφρυνσις από τα πάθη, κοπάζουν οι λογισμοί, γαληνεύει η καρδία.
ΚΒ΄. Μην αποκάμης φέρνοντας οπίσω τον νουν όσας φοράς και αν φύγη. Θα ίδη την προθυμίαν και τον κόπον σου ο Θεός και θα στείλη την χάριν Του να τον συμμαζεύση. Όταν είναι η χάρις, όλα γίνονται με χαράν, χωρίς κόπον.
ΚΓ΄. Με την ευχήν, από την μίαν χαράν εις την άλλην. Χωρίς ευχήν, πτώσις εις την πτώσιν, θλίψις εις την θλίψιν και βαρύς ο έλεγχος της συνειδήσεως. Εν ολίγοις, ολίγος κόπος και πόνος με την ευχήν, πολύ χαροποιόν πένθος, κατάνυξις και δάκρυα και η γλυκύτης της παρουσίας του Θεού, ο αγνότατος φόβος Του, όπου καθαρίζει και αγνίζει νουν και καρδίαν.
ΚΔ΄. Ανάγκη να καθαρισθή η καρδία δια να φωτίζεται εκείθεν και ο νους από τους καθαρούς λογισμούς όπου αντανακλώνται άνωθεν προς αυτόν.
ΚΕ΄. Καθώς είναι αδύνατον να μη σκοντάπτη εκείνος όπου περιπατεί νύκτα, έτσι είναι αδύνατον να μην αμαρτάνη εκείνος όπου δεν είδεν ακόμη το θείον φως.
ΚΣΤ΄. Εις την Βασιλείαν του Θεού δεν εισέρχονται αμετανόητοι, αλλά αμαρτωλοί δια μετανοίας και δακρύων μεταποιούμενοι. Τίποτε δεν βοηθεί τον άνθρωπον να πολεμήση, να νικήση τα πάθη τόσον, όσον η αδιάλειπτος νοερά προσευχή.
ΚΖ΄. Εις τον καιρόν του πειρασμού της ακηδείας, που ατονούν ο νους, η γλώσσα, τα δάκτυλα εις το κομποσχοίνι, παρακαλώ την αγάπην σου, μη παραιτηθής. Κάμε ακόμη ολίγην προσπάθειαν να ίδη την προαίρεσίν σου ο Θεός να σε ενδυναμώση. Κάτι θέλει ακόμη από σε ο Θεός και αφήνει την ώραν αυτήν του πειρασμού να το συνεισφέρης, διότι γνωρίζει, και συ γνωρίζεις, ότι ημπορείς.
ΚΗ΄. Συμβαίνει από καιρού εις καιρόν χωρίς αφορμήν ιδικήν σου να συστέλλεται η χάρις, ωσάν ο Θεός να σου λέγη: «Καλά είναι όλα αυτά τα ιδικά σου, αλλά μη νομίσης ότι τα πάντα εξαρτώνται από εσέ. Όποτε κρίνω εγώ, θα έρχωμαι και θα φεύγω, να σε διδάξω τελείαν εκκοπήν του θελήματος και υπομονήν, να μάθης καλά το μάθημα της ταπεινώσεως».
ΚΘ΄. Όθεν βίασε τον εαυτόν σου, όσον ημπορείς, εις την καθωρισμένην σου ώραν, κάμε το χρέος σου, να έχης χρεώστην τον Θεόν. Και αν δεν λάβης χάριν, ετοιμάζεις τον εαυτόν σου δια την άλλην ή την παράλλην φοράν. Πάντως σύντομα ή αργότερα θα λάβης, είναι αδύνατον να μη λάβης. Μάλιστα έχει συνήθειαν ο Θεός, όταν Αυτός αναβάλλη, να δίδη πολύ περισσότερα.
Σταχυολογήματα Περί Νοεράς Προσευχής.
Α΄. Η προσευχή είναι από τας κυριοτέρας και ισχυροτέρας δυνάμεις, που κάνουν τον προσευχόμενον να αναγεννάται και του χαρίζουν σωματικήν και πνευματικήν ευεξίαν.
Β΄. Η προσευχή είναι τα μάτια και τα φτερά της ψυχής μας, και μας δίδει θάρρος και δύναμιν να αντικρύσωμε τον Θεόν.
Γ΄. Προσεύχου λοιπόν αδελφέ μου, με το στόμα, ώσπου να σε φωτίση η θεία χάρις να προσεύχεσαι και με την καρδίαν σου. Τότε θα συντελεσθή εντός σου με θαυματουργικόν τρόπον εορτή και πανήγυρις και δεν θα προσεύχεσαι πλέον με το στόμα, αλλά με την προσοχήν που λειτουργεί εις την καρδίαν.
Δ΄. Εάν επιθυμής πραγματικά να αποδιώξης κάθε αντιχριστιανικήν σκέψιν και να εξαγνίσης τον νουν σου, αυτό θα το επιτύχης μόνον με την προσευχήν, διότι τίποτε δεν ημπορεί τόσον καλά να ρυθμίση τας σκέψεις μας, όσον η προσευχή.
Ε΄. Πρόσεξε, εάν είσαι οκνηρός και απρόσεκτος εις την προσευχήν, δεν θα σημειώσης πρόοδον ούτε εις τας επιδιώξεις αφοσιώσεώς σου εις τον Κύριον, ούτε εις την απόκτησιν της ειρήνης των λογισμών και της σωτηρίας.
Στ΄. Το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλούμεθα εις την προσευχήν, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσαν και αυτοενεργούσαν ανορθωτικήν δύναμιν. Μην ανησυχής λοιπόν από την ατέλειαν και ξηρασίαν της προσευχής σου, αλλά περίμενε με επιμονήν τον καρπόν της συχνής επικλήσεως του Θείου Ονόματος.
Ζ΄. Αι ηθικαί δυνάμεις που έχομε μέσα μας, όταν καθοδηγούνται από την προσευχήν, γίνονται ισχυρότεραι από όλους τους πειρασμούς και τους νικούν.
Η ΄. Η συχνότης εις την προσευχήν δημιουργεί μίαν συνήθειαν δια προσευχήν, που δεν αργεί να γίνη δευτέρα φύσις και φέρει συχνά τον νουν και την καρδίαν εις ανωτέραν ψυχικήν κατάστασιν. Η συχνότης εις την προσευχήν είναι ο μοναδικός τρόπος δια να φθάση κανείς εις το ύψος της αληθινής και καθαράς προσευχής. Αποτελεί το καλύτερον μέσον αποτελεσματικής προπαρασκευής δια προσευχήν και το ασφαλέστερον δρόμον δια να φθάση ο άνθρωπος εις το τέρμα της προσευχής και της σωτηρίας.
Θ΄. Την εσωτερικήν προσευχήν ημπορεί να την αποκτήση, να την κάνη δηλαδή μέσον επικοινωνίας του με τον Κύριον, ο καθένας μας. Δεν στοιχίζει τίποτε, παρά την προσπάθειαν, της βυθίσεως εις την σιωπήν και εις τα βάθη της καρδίας μας και την φροντίδα δια την όσον το δυνατόν συχνοτέραν επίκλησιν του ονόματος του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού, που γεμίζει τον άνθρωπον με αγαλλίασιν. Η βύθισίς μας εις τον εαυτόν μας και η εξέτασις του ψυχικού μας κόσμου, μας δίδουν ευκαιρίας, να γνωρίσωμε τι μυστήριον είναι ο άνθρωπος, να νοιώθουμε την ευφροσύνην της αυτογνωσίας και να χύνωμε πικρά δάκρυα μετανοίας δια τας πτώσεις μας και την αδυναμίαν της θελήσεώς μας.
Ι΄. Όλη σου η ψυχή ας προσκολλάται με αγάπην εις τα νοήματα της ευχής, ούτως ώστε ο νους, ο ενδιάθετος λόγος και η θέλησίς σου, τα τρία αυτά συστατικά της ψυχής σου να γίνωνται ένα και το ένα τρία, διότι με τον τρόπον αυτόν ο άνθρωπος, που είναι εικών της Αγίας Τριάδος, έρχεται εις επαφήν και ενώνεται με το πρωτότυπον, όπως είπεν ο μέγας εργάτης και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, ο θείος της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Όταν το ενιαίον του νου γένηται τρισσόν, μένον ενιαίον, τότε συνάπτεται τη θεαρχική τριαδικώς μονάδι, πάσαν αποκλείσαν πλάνης είσοδον και υπεράνω καθεστός σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος».
ΙΑ΄. Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεόν με τον άνθρωπον, να φέρη τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου.
ΙΒ΄. Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς.
ΙΓ΄. Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αϊδιον του άλλου κόσμου, εκεί ειρήνη και χαρά, εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι, εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
ΙΔ΄. Μακάριοι εκείνοι, όπου ενεδύθησαν το Φως του κόσμου, τον Χριστόν, εις την παρούσαν ζωήν, διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας.
ΙΕ΄. Λοιπόν σκοπόν έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστόν εις την καρδίαν του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολον και χαλώντας όλον το έργον, όπου είχε επιτελέσει εκεί δια της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου»
(Ιωαν. 3,8 ), λέγει ο αγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστον δύναμιν αυτών των πέντε λέξεων και δια τούτο με λυσσώδη μανίαν αντιστρατεύεται και πολεμεί την ευχήν.
ΙΣΤ΄. Άπειρες φορές οι δαίμονες δια στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργειαν της ευχής.
ΙΖ΄. Εφ΄όσον ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν Τον βλέπουν, όπου δεν Τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι, όπου αγωνίζονται να κάμνουν τας εντολάς του Χριστού, αυτοί τον Χριστόν ομολογούν και ως Θεόν προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστόν Κύριον και Θεόν του, ενδυναμώνεται με την δύναμιν της επικλήσεως του ονόματός Του εις το να κάμνη και το θέλημά Του. Ει δε και δεν ενδυναμώνεται, φανερόν είναι ότι ομολογεί τον Χριστόν με μόνον το στόμα, ενώ με την καρδίαν του, είναι μακράν από Αυτόν.
ΙΗ΄. Η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστόν, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολον. Και όχι μόνον από τον διάβολον αλλά και από το φρόνημα του κόσμου, όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη.
ΙΘ΄. Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδεία, ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδίας. «Τω πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ.12,11 ). Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάριν εις τον ευχόμενον και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικτία και καταδίωξις. Αυτή η χάρις όταν έλθη περιμαζεύει τον νουν από την περιπλάνησιν και τον γλυκαίνει εις την ενθύμησιν του Θεού, ιατρεύοντάς τον από όλους τους πονηρούς και ακαθάρτους λογισμούς.
Κ΄. Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλην από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νουν, να κατέβη εις την καρδίαν. Και τούτο θέλει κόπον και χρόνον πολύν.
ΚΑ΄. Πρέπει να κοπιάση η γλώσσα, ξεπληρώνοντας όλας τας αργολογίας και πτώσεις της, και να γίνη συνήθεια, διότι χωρίς κόπον και άσκησιν συνήθεια δεν γίνεται, και να φανή η ταπείνωσις, δια να έλθη η χάρις. Κατόπιν ανοίγει ο δρόμος. Κολλά εις την αναπνοήν η ευχή και ο νους ξυπνά και την παρακολουθεί. Και γίνεται συν τω χρόνω ελάφρυνσις από τα πάθη, κοπάζουν οι λογισμοί, γαληνεύει η καρδία.
ΚΒ΄. Μην αποκάμης φέρνοντας οπίσω τον νουν όσας φοράς και αν φύγη. Θα ίδη την προθυμίαν και τον κόπον σου ο Θεός και θα στείλη την χάριν Του να τον συμμαζεύση. Όταν είναι η χάρις, όλα γίνονται με χαράν, χωρίς κόπον.
ΚΓ΄. Με την ευχήν, από την μίαν χαράν εις την άλλην. Χωρίς ευχήν, πτώσις εις την πτώσιν, θλίψις εις την θλίψιν και βαρύς ο έλεγχος της συνειδήσεως. Εν ολίγοις, ολίγος κόπος και πόνος με την ευχήν, πολύ χαροποιόν πένθος, κατάνυξις και δάκρυα και η γλυκύτης της παρουσίας του Θεού, ο αγνότατος φόβος Του, όπου καθαρίζει και αγνίζει νουν και καρδίαν.
ΚΔ΄. Ανάγκη να καθαρισθή η καρδία δια να φωτίζεται εκείθεν και ο νους από τους καθαρούς λογισμούς όπου αντανακλώνται άνωθεν προς αυτόν.
ΚΕ΄. Καθώς είναι αδύνατον να μη σκοντάπτη εκείνος όπου περιπατεί νύκτα, έτσι είναι αδύνατον να μην αμαρτάνη εκείνος όπου δεν είδεν ακόμη το θείον φως.
ΚΣΤ΄. Εις την Βασιλείαν του Θεού δεν εισέρχονται αμετανόητοι, αλλά αμαρτωλοί δια μετανοίας και δακρύων μεταποιούμενοι. Τίποτε δεν βοηθεί τον άνθρωπον να πολεμήση, να νικήση τα πάθη τόσον, όσον η αδιάλειπτος νοερά προσευχή.
ΚΖ΄. Εις τον καιρόν του πειρασμού της ακηδείας, που ατονούν ο νους, η γλώσσα, τα δάκτυλα εις το κομποσχοίνι, παρακαλώ την αγάπην σου, μη παραιτηθής. Κάμε ακόμη ολίγην προσπάθειαν να ίδη την προαίρεσίν σου ο Θεός να σε ενδυναμώση. Κάτι θέλει ακόμη από σε ο Θεός και αφήνει την ώραν αυτήν του πειρασμού να το συνεισφέρης, διότι γνωρίζει, και συ γνωρίζεις, ότι ημπορείς.
ΚΗ΄. Συμβαίνει από καιρού εις καιρόν χωρίς αφορμήν ιδικήν σου να συστέλλεται η χάρις, ωσάν ο Θεός να σου λέγη: «Καλά είναι όλα αυτά τα ιδικά σου, αλλά μη νομίσης ότι τα πάντα εξαρτώνται από εσέ. Όποτε κρίνω εγώ, θα έρχωμαι και θα φεύγω, να σε διδάξω τελείαν εκκοπήν του θελήματος και υπομονήν, να μάθης καλά το μάθημα της ταπεινώσεως».
ΚΘ΄. Όθεν βίασε τον εαυτόν σου, όσον ημπορείς, εις την καθωρισμένην σου ώραν, κάμε το χρέος σου, να έχης χρεώστην τον Θεόν. Και αν δεν λάβης χάριν, ετοιμάζεις τον εαυτόν σου δια την άλλην ή την παράλλην φοράν. Πάντως σύντομα ή αργότερα θα λάβης, είναι αδύνατον να μη λάβης. Μάλιστα έχει συνήθειαν ο Θεός, όταν Αυτός αναβάλλη, να δίδη πολύ περισσότερα.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Σταχυολογήματα Περί Νοεράς Προσευχής.
Λ΄. Κατά το όργωμα της ευχής, το πότισμα των δακρύων και το ξεβοτάνισμα των λογισμών αποδίδει ο αγρός της καρδίας.
ΛΑ΄. Οι προχωρημένοι εις την ευχήν μίαν πληροφορίαν αναμφίβολα έχουν, ότι, παρ’ όλον τον κόπον του ανθρώπου, η προσευχή είναι έργον της χάριτος.
ΛΒ΄. Ο Άγιος Συμεών το λέγει καθαρά ότι κανείς δεν δύναται να δοξολογήση τον Θεόν από λόγου του, αλλά η χάρις του Χριστού όπου εκατοίκησεν εις αυτόν, αυτή δοξολογεί και υμνεί τον Θεόν και προσεύχεται μέσα εις αυτόν.
ΛΓ΄. Και σημείον πως επεσκέφθη η χάρις του Θεού την ψυχήν είναι να προσεύχεται με φόβον και ευλάβειαν και να στέκεται με ευταξίαν έχοντας πολλήν και μεγάλην προσοχήν εις εκείνα όπου προσεύχεται.
ΛΔ΄. Η προσοχή πρέπει να είναι τοιουτοτρόπως δεμένη με την προσευχήν και αχώριστος, καθώς είναι το σώμα δεμένον με την ψυχήν και αχώριστον.
ΛΕ΄.Ήγουν ο νους να φυλάττη την καρδίαν εις καιρόν όπου προσεύχεται και να περιτριγυρίζη πάντοτε μέσα εις αυτήν και από εκεί μέσα από το βάθος της καρδίας να αναπέμπη τας ευχάς εις τον Θεόν, λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και αφού γευθή εκεί μέσα εις την καρδίαν και δοκιμάση ότι χρηστός ο Κύριος, και γλυκανθή, δεν θέλει πλέον ο νους να μακρύνη από τον τόπον της καρδίας λέγοντας με τον Απόστολον Πέτρον «καλόν εστιν ημάς ώδε είναι» (Ματθ. 17,4 ), και θέλει περιτριγυρίζει σπρώχνοντας τρόπον τινά και διώκοντας όλα τα νοήματα, όπου σπείρονται εκεί μέσα από τον διάβολον, μη αφήνοντας καμμίαν έννοιαν του κόσμου τούτου, αλλά γενόμενος πτωχός τω πνεύματι, πτωχός από κάθε λογισμόν κοσμικόν.
ΛΣΤ΄. Το τοιούτον έργον εις εκείνους όπου δεν το ηξεύρουν φαίνεται πως είναι πολλά κοπιαστικόν και στενοχωρητικόν, αμή εκείνοι, όπου εγεύθησαν την γλυκύτητα όπου έχει και απήλαυσαν την ηδονήν μέσα εις το βάθος της καρδίας των, αυτοί φωνάζουν με τον θείον Παύλον «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» (Ρωμ. 8,35 ).
ΛΖ΄. Λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες μας, ακούοντες τον Κύριον, όπου λέγει ότι από την καρδίαν εξέρχονται οι πονηροί λογισμοί όπου μολύνουν τον άνθρωπον, και πάλιν ότι πρέπει να καθαρίζωμεν το έσωθεν του ποτηρίου, δια να γίνη και το έξωθεν καθαρόν, άφησαν κάθε άλλο έργον πνευματικόν και εδόθησαν όλως διόλου εις αυτό το έργον, ήγουν εις την φύλαξιν της καρδίας, όντες βεβαιωμένοι ότι μαζί με αυτό το έργον θέλουν αποκτήσει εύκολα και πάσαν άλλην αρετήν.
ΛΗ΄. Λέγει ο θεοφόρος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος: Ας καθαρίσωμεν τας καρδίας μας, δια να εύρωμεν μέσα μας, τον πανταχού παρόντα Κύριον. Ας καθαρίσωμεν τας καρδίας μας με το πυρ της χάριτος Αυτού, δια να ίδωμεν μέσα μας το φως και την δόξαν της Θεότητος Αυτού.
ΛΘ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου επλησίασαν εις το θείον φως και εισήλθαν μέσα εις αυτό και ενώθησαν με το φως και έγιναν όλοι φως, διότι αυτοί εξεδύθησαν τελείως την μεμολυσμένην στολήν των αμαρτιών των και δεν θέλουν κλαύσει πλέον με δάκρυα πικρά.
Μ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου από εδώ ακόμη εγνώρισαν το φως του Κυρίου ωσάν Αυτόν τον ίδιον, διότι αυτοί θέλουν παρασταθή έμπροσθέν Του με παρρησίαν εις την μέλλουσαν ζωήν.
ΜΑ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου εδέχθησαν τον Χριστόν, όπου ήλθεν ωσάν φως εις αυτούς, όπου ήσαν πρώην εις το σκότος, διότι αυτοί έγιναν πλέον υιοί φωτός και ανεσπέρου ημέρας.
ΜΒ΄. Κατά αλήθειαν δεν είναι άλλο ωσάν την πνοήν της ευχής, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.
ΜΓ΄. Λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι η ευχή ενεργουμένη δι’ εισπνοής και εκπνοής κάμνει συν τω χρόνω να εξέρχεται από τους μυκτήρας του ευχομένου μία γλυκεία πνοή χάριτος, μία οσμή ευωδίας πνευματικής, μία «οσμή ζωής εις ζωήν» κατά τον μέγαν Παύλον.
ΜΔ΄. Βλέπε λοιπόν ότι η ευχή δεν χαριτώνει μόνον τον ευχόμενον, αλλά ξεχειλίζοντας διαχέεται, διαδίδεται δι’ αυτού εις την κτίσιν. Εισπνέοντας καθαρίζεται, ζωογονείται, αγιάζεται αυτός, εκπνέοντας καθαρίζει, ζωογονεί, αγιάζει την κτίσιν, όχι αυτός, η θεία χάρις.
ΜΕ΄. Ταύτας τας εσχάτας ημέρας, όπου τα χνώτα του Αντιχρίστου μολύνουν γην και θάλασσαν και πάσαν πνοήν ζωής, ως δρόσον χάριτος αναψύχουσαν, ως αύραν Προφήτου Ηλιού αναρριπίζει ο Θεός την ενέργειαν της νοεράς προσευχής εις τα στήθη και την καρδίαν της Εκκλησίας, ως αντίδοτον ψυχικής και σωματικής υγείας και σωτηρίας δια τας ημέρας που έρχονται και θα έλθουν.
ΜΣΤ΄. Γνωρίζω χιλιάδας ψυχάς εις τον κόσμον, εις όλον θα έλεγα τον κόσμον, όπου βιάζουν τον εαυτόν των εις την ευχήν με θαυμαστά αποτελέσματα. Η ευχή, τους τονώνει εις τον αγώνα τον πνευματικόν, τους φωτίζει μέσα των και κάμνουν βαθείαν εξομολόγησιν, ειλικρινή και πικραμένοι από τους λογισμούς και πειρασμούς που ξεσηκώνει η ευχή, τρέχουν με λαχτάρα εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πάλιν εις τον αγώνα με τους λογισμούς και τα πάθη και πάλιν εις τα Μυστήρια. Και δεν ημπορούν πλέον να κάμουν χωρίς την ευχήν.
ΜΖ΄. Η ευχή είναι η αναπνοή. Όταν ο άνθρωπος αναπνέη, ζη, φροντίζει και δια την όλην ζωήν του. Όποιος αρχίζει την ευχήν, αρχίζει να διορθώνη και την όλην ζωήν του με οδηγόν τον πνευματικόν του πατέρα. Και όπως ο ήλιος ανατέλλοντας ξυπνά, φωτίζει, ζωογονεί την κτίσιν, έτσι και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης Χριστός, όταν ανατείλη δια της ευχής εις τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου, τον ξυπνά εις τα έργα του φωτός και της ανεσπέρου ημέρας.
ΜΗ΄. Το λοιπόν αδελφοί, «τον Χριστόν αεί αναπνέετε» έλεγεν ο έξαρχος των ασκητών μέγας Αντώνιος, και ο Απόστολος των Εθνών συμβουλευτικά παρακαλεί και προστάσσει όλους τους απανταχού Χριστιανούς όλων των καιρών, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17 ).
«Το δε αδιαλείπτως, πέρας ή μέτρα ουκ έχει», ερμηνεύουν οι θείοι Πατέρες.
Λοπόν εν καιρώ ειρήνης σου μην αμελής, αλλά προσεύχου, κάμνε διόρθωσι, ετοιμάζου για πόλεμο. Δίνε θάρρος στον εαυτό σου. Μη φοβάσαι τους πειρασμούς. Σ’ όλους συμβαίνουν αλλοιώσεις, αλλά θέλει υπομονή και επιμονή στον αγώνα. Ο δίκαιος μύριες φορές την ημέρα και αν πέση, πάλιν εγείρεται και νίκη λογίζεται. Τούτο σημαίνει η ευχή: Διαρκή μετάνοια, ακατάπαυστη επίκλησι του θείου ελέους. Τω δε διδόντι ευχήν τω ευχομένω, Χριστώ τω Θεώ ημών, δόξα και ευχαριστία εις τους αιώνας. Αμήν.
Σταχυολογήματα Περί Νοεράς Προσευχής.
Λ΄. Κατά το όργωμα της ευχής, το πότισμα των δακρύων και το ξεβοτάνισμα των λογισμών αποδίδει ο αγρός της καρδίας.
ΛΑ΄. Οι προχωρημένοι εις την ευχήν μίαν πληροφορίαν αναμφίβολα έχουν, ότι, παρ’ όλον τον κόπον του ανθρώπου, η προσευχή είναι έργον της χάριτος.
ΛΒ΄. Ο Άγιος Συμεών το λέγει καθαρά ότι κανείς δεν δύναται να δοξολογήση τον Θεόν από λόγου του, αλλά η χάρις του Χριστού όπου εκατοίκησεν εις αυτόν, αυτή δοξολογεί και υμνεί τον Θεόν και προσεύχεται μέσα εις αυτόν.
ΛΓ΄. Και σημείον πως επεσκέφθη η χάρις του Θεού την ψυχήν είναι να προσεύχεται με φόβον και ευλάβειαν και να στέκεται με ευταξίαν έχοντας πολλήν και μεγάλην προσοχήν εις εκείνα όπου προσεύχεται.
ΛΔ΄. Η προσοχή πρέπει να είναι τοιουτοτρόπως δεμένη με την προσευχήν και αχώριστος, καθώς είναι το σώμα δεμένον με την ψυχήν και αχώριστον.
ΛΕ΄.Ήγουν ο νους να φυλάττη την καρδίαν εις καιρόν όπου προσεύχεται και να περιτριγυρίζη πάντοτε μέσα εις αυτήν και από εκεί μέσα από το βάθος της καρδίας να αναπέμπη τας ευχάς εις τον Θεόν, λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και αφού γευθή εκεί μέσα εις την καρδίαν και δοκιμάση ότι χρηστός ο Κύριος, και γλυκανθή, δεν θέλει πλέον ο νους να μακρύνη από τον τόπον της καρδίας λέγοντας με τον Απόστολον Πέτρον «καλόν εστιν ημάς ώδε είναι» (Ματθ. 17,4 ), και θέλει περιτριγυρίζει σπρώχνοντας τρόπον τινά και διώκοντας όλα τα νοήματα, όπου σπείρονται εκεί μέσα από τον διάβολον, μη αφήνοντας καμμίαν έννοιαν του κόσμου τούτου, αλλά γενόμενος πτωχός τω πνεύματι, πτωχός από κάθε λογισμόν κοσμικόν.
ΛΣΤ΄. Το τοιούτον έργον εις εκείνους όπου δεν το ηξεύρουν φαίνεται πως είναι πολλά κοπιαστικόν και στενοχωρητικόν, αμή εκείνοι, όπου εγεύθησαν την γλυκύτητα όπου έχει και απήλαυσαν την ηδονήν μέσα εις το βάθος της καρδίας των, αυτοί φωνάζουν με τον θείον Παύλον «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» (Ρωμ. 8,35 ).
ΛΖ΄. Λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες μας, ακούοντες τον Κύριον, όπου λέγει ότι από την καρδίαν εξέρχονται οι πονηροί λογισμοί όπου μολύνουν τον άνθρωπον, και πάλιν ότι πρέπει να καθαρίζωμεν το έσωθεν του ποτηρίου, δια να γίνη και το έξωθεν καθαρόν, άφησαν κάθε άλλο έργον πνευματικόν και εδόθησαν όλως διόλου εις αυτό το έργον, ήγουν εις την φύλαξιν της καρδίας, όντες βεβαιωμένοι ότι μαζί με αυτό το έργον θέλουν αποκτήσει εύκολα και πάσαν άλλην αρετήν.
ΛΗ΄. Λέγει ο θεοφόρος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος: Ας καθαρίσωμεν τας καρδίας μας, δια να εύρωμεν μέσα μας, τον πανταχού παρόντα Κύριον. Ας καθαρίσωμεν τας καρδίας μας με το πυρ της χάριτος Αυτού, δια να ίδωμεν μέσα μας το φως και την δόξαν της Θεότητος Αυτού.
ΛΘ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου επλησίασαν εις το θείον φως και εισήλθαν μέσα εις αυτό και ενώθησαν με το φως και έγιναν όλοι φως, διότι αυτοί εξεδύθησαν τελείως την μεμολυσμένην στολήν των αμαρτιών των και δεν θέλουν κλαύσει πλέον με δάκρυα πικρά.
Μ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου από εδώ ακόμη εγνώρισαν το φως του Κυρίου ωσάν Αυτόν τον ίδιον, διότι αυτοί θέλουν παρασταθή έμπροσθέν Του με παρρησίαν εις την μέλλουσαν ζωήν.
ΜΑ΄. Καλότυχοι εκείνοι όπου εδέχθησαν τον Χριστόν, όπου ήλθεν ωσάν φως εις αυτούς, όπου ήσαν πρώην εις το σκότος, διότι αυτοί έγιναν πλέον υιοί φωτός και ανεσπέρου ημέρας.
ΜΒ΄. Κατά αλήθειαν δεν είναι άλλο ωσάν την πνοήν της ευχής, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.
ΜΓ΄. Λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι η ευχή ενεργουμένη δι’ εισπνοής και εκπνοής κάμνει συν τω χρόνω να εξέρχεται από τους μυκτήρας του ευχομένου μία γλυκεία πνοή χάριτος, μία οσμή ευωδίας πνευματικής, μία «οσμή ζωής εις ζωήν» κατά τον μέγαν Παύλον.
ΜΔ΄. Βλέπε λοιπόν ότι η ευχή δεν χαριτώνει μόνον τον ευχόμενον, αλλά ξεχειλίζοντας διαχέεται, διαδίδεται δι’ αυτού εις την κτίσιν. Εισπνέοντας καθαρίζεται, ζωογονείται, αγιάζεται αυτός, εκπνέοντας καθαρίζει, ζωογονεί, αγιάζει την κτίσιν, όχι αυτός, η θεία χάρις.
ΜΕ΄. Ταύτας τας εσχάτας ημέρας, όπου τα χνώτα του Αντιχρίστου μολύνουν γην και θάλασσαν και πάσαν πνοήν ζωής, ως δρόσον χάριτος αναψύχουσαν, ως αύραν Προφήτου Ηλιού αναρριπίζει ο Θεός την ενέργειαν της νοεράς προσευχής εις τα στήθη και την καρδίαν της Εκκλησίας, ως αντίδοτον ψυχικής και σωματικής υγείας και σωτηρίας δια τας ημέρας που έρχονται και θα έλθουν.
ΜΣΤ΄. Γνωρίζω χιλιάδας ψυχάς εις τον κόσμον, εις όλον θα έλεγα τον κόσμον, όπου βιάζουν τον εαυτόν των εις την ευχήν με θαυμαστά αποτελέσματα. Η ευχή, τους τονώνει εις τον αγώνα τον πνευματικόν, τους φωτίζει μέσα των και κάμνουν βαθείαν εξομολόγησιν, ειλικρινή και πικραμένοι από τους λογισμούς και πειρασμούς που ξεσηκώνει η ευχή, τρέχουν με λαχτάρα εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πάλιν εις τον αγώνα με τους λογισμούς και τα πάθη και πάλιν εις τα Μυστήρια. Και δεν ημπορούν πλέον να κάμουν χωρίς την ευχήν.
ΜΖ΄. Η ευχή είναι η αναπνοή. Όταν ο άνθρωπος αναπνέη, ζη, φροντίζει και δια την όλην ζωήν του. Όποιος αρχίζει την ευχήν, αρχίζει να διορθώνη και την όλην ζωήν του με οδηγόν τον πνευματικόν του πατέρα. Και όπως ο ήλιος ανατέλλοντας ξυπνά, φωτίζει, ζωογονεί την κτίσιν, έτσι και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης Χριστός, όταν ανατείλη δια της ευχής εις τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου, τον ξυπνά εις τα έργα του φωτός και της ανεσπέρου ημέρας.
ΜΗ΄. Το λοιπόν αδελφοί, «τον Χριστόν αεί αναπνέετε» έλεγεν ο έξαρχος των ασκητών μέγας Αντώνιος, και ο Απόστολος των Εθνών συμβουλευτικά παρακαλεί και προστάσσει όλους τους απανταχού Χριστιανούς όλων των καιρών, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17 ).
«Το δε αδιαλείπτως, πέρας ή μέτρα ουκ έχει», ερμηνεύουν οι θείοι Πατέρες.
Λοπόν εν καιρώ ειρήνης σου μην αμελής, αλλά προσεύχου, κάμνε διόρθωσι, ετοιμάζου για πόλεμο. Δίνε θάρρος στον εαυτό σου. Μη φοβάσαι τους πειρασμούς. Σ’ όλους συμβαίνουν αλλοιώσεις, αλλά θέλει υπομονή και επιμονή στον αγώνα. Ο δίκαιος μύριες φορές την ημέρα και αν πέση, πάλιν εγείρεται και νίκη λογίζεται. Τούτο σημαίνει η ευχή: Διαρκή μετάνοια, ακατάπαυστη επίκλησι του θείου ελέους. Τω δε διδόντι ευχήν τω ευχομένω, Χριστώ τω Θεώ ημών, δόξα και ευχαριστία εις τους αιώνας. Αμήν.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ΄
Περί Θεωρίας.
Νους αποστάς της του Θεού θεωρίας ή κτηνώδης γίνεται ή θηριώδης. Όταν ο νους του ανθρώπου απομακρυνθή από την ποικίλην θεωρίαν του Θεού, δηλαδή από το να προσεύχεται, από το να μελετά πνευματικάς θεωρίας, την κόλασιν, τον παράδεισον, τας αναριθμήτους ευεργεσίας του Κυρίου, που κατά θαυμαστόν τρόπον εις τον κάθε ένα προσφέρονται, τας αμαρτίας, τα πάθη κ.λ.π., τότε έρχεται ο κακός δαίμων και πληρώνει τούτον με τας ιδικάς του θεωρίας οδηγών αυτόν εις τον βόρβορον των σαρκικών εμπαθών αμαρτημάτων ή εις τα του θυμού και της οργής σφάλματα! Ο νους όταν δεν μελετά σωτηρίους σκέψεις, εκτός των αναγκαίων δια την συντήρησιν της ζωής, θα κατέχεται από θεωρίας αμαρτωλάς, οπότε ή σαρκικός θα υπάρχη ή θηριώδης!
Άρα λοιπόν, τέκνα μου, να προσέχωμεν καλώς τι σκεπτόμεθα, ώστε να μην επιτρέπωμεν εις τον νουν ημών να ολισθαίνη εις σκέψεις εμπαθείς, αμαρτωλάς, διότι είναι σοβαρωτάτη αμαρτία με άσχημα παρεπόμενα. Προσέχετε το φανταστικόν μέρος του νοός. Μην επιτρέπετε εις τον νουν υμών να δέχεται φαντασίαν προσώπων και εικόνας αμαρτωλάς, όπου σας ακανδαλίζουν σαρκικώς ή σας οδηγούν εις οργήν και θυμόν! Αλλά φροντίσατε με κάθε καλήν προσπάθειαν να τηρήτε καθαρότητα διανοητικήν από τοιαύτας φαντασίας, ώστε ο νους υμών, ελεύθερος πλέον και καθαρός εκ των τοιούτων, θα έχη την δυνατότητα να προσεύχεται συνεχώς και να δέχεται τας του Θεού θεωρίας, οπότε δι’ αυτών θα πνευματοποιήται και θα ποιή αναβάσεις ουρανίους προς εξαγιασμόν της ψυχής.
2α. Δια τούτο χρεία φόβου Θεού, «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός… ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15,8 ), Δαυϊδ. Δέον να μνημονεύη κανείς ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ότι Θεόν αναπνέομεν, Θεόν εσθίομεν, Θεόν περιβαλλόμεθα, Θεόν έχομεν εντός της καρδίας και του νοός μας. Γνωρίζει δε ο Θεός τους λογισμούς, τας ενθυμήσεις, τους λόγους, τα έργα, τους σκοπούς. Τον αλάνθαστον οφθαλμόν δεν γελά τίποτε, και όχι μόνον τα ενεστώτα, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα γενέσθαι, όχι των νυν ανθρώπων, αλλά από Αδάμ μέχρι του τελευταίου ανθρώπου της συντελείας. Δεν δύναται ο άνθρωπος να πράξη τι χωρίς να το ηξεύρη ο Θεός, εφ’ όσον προ των οφθαλμών Του τα πάντα πράττονται. Όλα ταύτα, όταν τα μελετά κανείς εν θεωρία, αισθάνεται τον έλεγχον της συνειδήσεως δριμύν επί των παραπτωμάτων και ασθενειών του, τον καταλαμβάνει αληθής φόβος Θεού και προσπαθεί να μετανοήση τον βίον και να τον προσαρμόση σύμφωνα με τα θεία προστάγματα. Μελετώντας ταύτα, αισθάνεται την παρουσίαν του Θεού, που προηγουμένως εν τη αγνοία του, ελάνθανε. Φόβος γνήσιος, ο οποίος τον οδηγεί να καθαρίση το ένδοθεν του ποτηρίου, κατά την του Κυρίου φωνήν, όχι άλλα να λέγη με το στόμα και άλλα να έχη εν τη καρδία. Μελετώντας ταύτα, αφυπνίζεται η συνείδησις και φωνάζει και εις το παραμικρόν με την φωνήν του ελέγχου. Μελετώντας ταύτα, αποκτά λεπτότητα πνευματικής ζωής, καθ’ ην ανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί και βλέπει καθαρά τι εμφωλεύει μέσα και προσεύχεται θερμά εις τον Θεόν: «Κύριε εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου» (Ψαλμ. 18,13 ).
3η. Εκείνον τον άνθρωπον, που διατηρεί μέσα εις την ψυχήν του την συνεχή μνήμην του Θεού, δεν είναι τόσον εύκολον οι δαίμονες να του κάνουν κακόν. Να τον πειράξουν ναι, αλλά να τον βλάψουν δύσκολον, και τούτο διότι δεν δίδει άδειαν εις τους δαίμονας να τον υποσκελίσουν, διότι είναι ωπλισμένος με το όπλον της συνεχούς μνήμης του Θεού. Όποιος έχει τα μάτια της ψυχής του ανοικτά και βλέπει τον Θεόν, δεν είναι εύκολον να τον βλάψουν οι εχθροί. Οι πολύ πνευματικοί άνθρωποι δεν είχαν ανάγκην από πνευματικά βιβλία, δεν είχαν πολλήν ανάγκην από πολλήν μελέτην πατερικών βιβλίων, διότι συνεχώς εμελέτων τα περί Θεού. Ό,τι έβλεπαν, αμέσως τους εδίδετο μία ευκαιρία κάτι να μελετήσουν, κάτι ξένον να γνωρίσουν. Όλη η κτίσις ήτο δι’ αυτούς ένα πανεπιστήμιον. Όπου έστρεφαν τα μάτια των, κάτι θα έβλεπαν δια να μελετήσουν. Πότε την πρόνοιαν του Θεού, πότε την σοφίαν Του, πότε την κρίσιν Του, πότε την διδαχήν Του κ.ο.κ. Με τα μάτια της ψυχής έβλεπαν τα αόρατα. Η μελέτη τούτων επλήρωνε την καρδίαν των με γνώσεις πνευματικάς. Ημείς οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή δεν έχομεν τα μάτια της ψυχής ανοικτά, δεν έχομεν την δυνατότητα να μένωμεν εις την πνευματικήν μελέτην, και κάτι που βλέπομεν, έχομεν ανάγκην από τα ιερά βιβλία, δια να γνωρίσωμεν τα περί Θεού. Ο νους των πνευματικών αυτών ανθρώπων ήτο τόσον πολύ δυνατός, ώστε ημπορούσε να συλλάβη νοήματα και συλλογισμούς με πλήρη σοφίαν. Ο ιδικός μας νους είναι τόσον αδύνατος, που μόλις κάτι δύναται να συγκρατήση. Απλοϊκοί άνθρωποι κατά το πλείστον ήσαν οι πατέρες τότε, και όμως αποκτούσαν πλήρη γνώσιν, διότι το Άγιον Πνεύμα τους εβοήθει συνιέναι τας Γραφάς.
Περί Θεωρίας.
Νους αποστάς της του Θεού θεωρίας ή κτηνώδης γίνεται ή θηριώδης. Όταν ο νους του ανθρώπου απομακρυνθή από την ποικίλην θεωρίαν του Θεού, δηλαδή από το να προσεύχεται, από το να μελετά πνευματικάς θεωρίας, την κόλασιν, τον παράδεισον, τας αναριθμήτους ευεργεσίας του Κυρίου, που κατά θαυμαστόν τρόπον εις τον κάθε ένα προσφέρονται, τας αμαρτίας, τα πάθη κ.λ.π., τότε έρχεται ο κακός δαίμων και πληρώνει τούτον με τας ιδικάς του θεωρίας οδηγών αυτόν εις τον βόρβορον των σαρκικών εμπαθών αμαρτημάτων ή εις τα του θυμού και της οργής σφάλματα! Ο νους όταν δεν μελετά σωτηρίους σκέψεις, εκτός των αναγκαίων δια την συντήρησιν της ζωής, θα κατέχεται από θεωρίας αμαρτωλάς, οπότε ή σαρκικός θα υπάρχη ή θηριώδης!
Άρα λοιπόν, τέκνα μου, να προσέχωμεν καλώς τι σκεπτόμεθα, ώστε να μην επιτρέπωμεν εις τον νουν ημών να ολισθαίνη εις σκέψεις εμπαθείς, αμαρτωλάς, διότι είναι σοβαρωτάτη αμαρτία με άσχημα παρεπόμενα. Προσέχετε το φανταστικόν μέρος του νοός. Μην επιτρέπετε εις τον νουν υμών να δέχεται φαντασίαν προσώπων και εικόνας αμαρτωλάς, όπου σας ακανδαλίζουν σαρκικώς ή σας οδηγούν εις οργήν και θυμόν! Αλλά φροντίσατε με κάθε καλήν προσπάθειαν να τηρήτε καθαρότητα διανοητικήν από τοιαύτας φαντασίας, ώστε ο νους υμών, ελεύθερος πλέον και καθαρός εκ των τοιούτων, θα έχη την δυνατότητα να προσεύχεται συνεχώς και να δέχεται τας του Θεού θεωρίας, οπότε δι’ αυτών θα πνευματοποιήται και θα ποιή αναβάσεις ουρανίους προς εξαγιασμόν της ψυχής.
2α. Δια τούτο χρεία φόβου Θεού, «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός… ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15,8 ), Δαυϊδ. Δέον να μνημονεύη κανείς ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ότι Θεόν αναπνέομεν, Θεόν εσθίομεν, Θεόν περιβαλλόμεθα, Θεόν έχομεν εντός της καρδίας και του νοός μας. Γνωρίζει δε ο Θεός τους λογισμούς, τας ενθυμήσεις, τους λόγους, τα έργα, τους σκοπούς. Τον αλάνθαστον οφθαλμόν δεν γελά τίποτε, και όχι μόνον τα ενεστώτα, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα γενέσθαι, όχι των νυν ανθρώπων, αλλά από Αδάμ μέχρι του τελευταίου ανθρώπου της συντελείας. Δεν δύναται ο άνθρωπος να πράξη τι χωρίς να το ηξεύρη ο Θεός, εφ’ όσον προ των οφθαλμών Του τα πάντα πράττονται. Όλα ταύτα, όταν τα μελετά κανείς εν θεωρία, αισθάνεται τον έλεγχον της συνειδήσεως δριμύν επί των παραπτωμάτων και ασθενειών του, τον καταλαμβάνει αληθής φόβος Θεού και προσπαθεί να μετανοήση τον βίον και να τον προσαρμόση σύμφωνα με τα θεία προστάγματα. Μελετώντας ταύτα, αισθάνεται την παρουσίαν του Θεού, που προηγουμένως εν τη αγνοία του, ελάνθανε. Φόβος γνήσιος, ο οποίος τον οδηγεί να καθαρίση το ένδοθεν του ποτηρίου, κατά την του Κυρίου φωνήν, όχι άλλα να λέγη με το στόμα και άλλα να έχη εν τη καρδία. Μελετώντας ταύτα, αφυπνίζεται η συνείδησις και φωνάζει και εις το παραμικρόν με την φωνήν του ελέγχου. Μελετώντας ταύτα, αποκτά λεπτότητα πνευματικής ζωής, καθ’ ην ανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί και βλέπει καθαρά τι εμφωλεύει μέσα και προσεύχεται θερμά εις τον Θεόν: «Κύριε εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου» (Ψαλμ. 18,13 ).
3η. Εκείνον τον άνθρωπον, που διατηρεί μέσα εις την ψυχήν του την συνεχή μνήμην του Θεού, δεν είναι τόσον εύκολον οι δαίμονες να του κάνουν κακόν. Να τον πειράξουν ναι, αλλά να τον βλάψουν δύσκολον, και τούτο διότι δεν δίδει άδειαν εις τους δαίμονας να τον υποσκελίσουν, διότι είναι ωπλισμένος με το όπλον της συνεχούς μνήμης του Θεού. Όποιος έχει τα μάτια της ψυχής του ανοικτά και βλέπει τον Θεόν, δεν είναι εύκολον να τον βλάψουν οι εχθροί. Οι πολύ πνευματικοί άνθρωποι δεν είχαν ανάγκην από πνευματικά βιβλία, δεν είχαν πολλήν ανάγκην από πολλήν μελέτην πατερικών βιβλίων, διότι συνεχώς εμελέτων τα περί Θεού. Ό,τι έβλεπαν, αμέσως τους εδίδετο μία ευκαιρία κάτι να μελετήσουν, κάτι ξένον να γνωρίσουν. Όλη η κτίσις ήτο δι’ αυτούς ένα πανεπιστήμιον. Όπου έστρεφαν τα μάτια των, κάτι θα έβλεπαν δια να μελετήσουν. Πότε την πρόνοιαν του Θεού, πότε την σοφίαν Του, πότε την κρίσιν Του, πότε την διδαχήν Του κ.ο.κ. Με τα μάτια της ψυχής έβλεπαν τα αόρατα. Η μελέτη τούτων επλήρωνε την καρδίαν των με γνώσεις πνευματικάς. Ημείς οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή δεν έχομεν τα μάτια της ψυχής ανοικτά, δεν έχομεν την δυνατότητα να μένωμεν εις την πνευματικήν μελέτην, και κάτι που βλέπομεν, έχομεν ανάγκην από τα ιερά βιβλία, δια να γνωρίσωμεν τα περί Θεού. Ο νους των πνευματικών αυτών ανθρώπων ήτο τόσον πολύ δυνατός, ώστε ημπορούσε να συλλάβη νοήματα και συλλογισμούς με πλήρη σοφίαν. Ο ιδικός μας νους είναι τόσον αδύνατος, που μόλις κάτι δύναται να συγκρατήση. Απλοϊκοί άνθρωποι κατά το πλείστον ήσαν οι πατέρες τότε, και όμως αποκτούσαν πλήρη γνώσιν, διότι το Άγιον Πνεύμα τους εβοήθει συνιέναι τας Γραφάς.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ΄
Περί Θεωρίας.
3η. Εκείνον τον άνθρωπον, που διατηρεί μέσα εις την ψυχήν του την συνεχή μνήμην του Θεού, δεν είναι τόσον εύκολον οι δαίμονες να του κάνουν κακόν. Να τον πειράξουν ναι, αλλά να τον βλάψουν δύσκολον, και τούτο διότι δεν δίδει άδειαν εις τους δαίμονας να τον υποσκελίσουν, διότι είναι ωπλισμένος με το όπλον της συνεχούς μνήμης του Θεού. Όποιος έχει τα μάτια της ψυχής του ανοικτά και βλέπει τον Θεόν, δεν είναι εύκολον να τον βλάψουν οι εχθροί. Οι πολύ πνευματικοί άνθρωποι δεν είχαν ανάγκην από πνευματικά βιβλία, δεν είχαν πολλήν ανάγκην από πολλήν μελέτην πατερικών βιβλίων, διότι συνεχώς εμελέτων τα περί Θεού. Ό,τι έβλεπαν, αμέσως τους εδίδετο μία ευκαιρία κάτι να μελετήσουν, κάτι ξένον να γνωρίσουν. Όλη η κτίσις ήτο δι’ αυτούς ένα πανεπιστήμιον. Όπου έστρεφαν τα μάτια των, κάτι θα έβλεπαν δια να μελετήσουν. Πότε την πρόνοιαν του Θεού, πότε την σοφίαν Του, πότε την κρίσιν Του, πότε την διδαχήν Του κ.ο.κ. Με τα μάτια της ψυχής έβλεπαν τα αόρατα. Η μελέτη τούτων επλήρωνε την καρδίαν των με γνώσεις πνευματικάς. Ημείς οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή δεν έχομεν τα μάτια της ψυχής ανοικτά, δεν έχομεν την δυνατότητα να μένωμεν εις την πνευματικήν μελέτην, και κάτι που βλέπομεν, έχομεν ανάγκην από τα ιερά βιβλία, δια να γνωρίσωμεν τα περί Θεού. Ο νους των πνευματικών αυτών ανθρώπων ήτο τόσον πολύ δυνατός, ώστε ημπορούσε να συλλάβη νοήματα και συλλογισμούς με πλήρη σοφίαν. Ο ιδικός μας νους είναι τόσον αδύνατος, που μόλις κάτι δύναται να συγκρατήση. Απλοϊκοί άνθρωποι κατά το πλείστον ήσαν οι πατέρες τότε, και όμως αποκτούσαν πλήρη γνώσιν, διότι το Άγιον Πνεύμα τους εβοήθει συνιέναι τας Γραφάς.
Η μνήμη του Θεού είναι ένα ισχυρότατον όπλον, μία κραταιά πανοπλία κατά του σατανά και της ποικίλης αμαρτίας. Όταν ο νους αργή από την μνήμην του Θεού και την θείαν μελέτην, κυριεύει τον άνθρωπον η αμέλεια, η ραθυμία, η άγνοια και κατόπιν η κακή επιθυμία! Άμα ιδής ότι ο νους τρέχει προς τον κόσμον, γνώριζε ότι η ψυχή είναι εστερημένη της θείας παρακλήσεως, εξ ου και στρέφεται προς την παράκλησιν του κόσμου. Όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι θερμή προς τον Θεόν, τότε έχει φωτισμόν και κατάνυξιν και δεν είναι δυνατόν συνάμα να ρέπη ο νους και προς τον κόσμον. Προς τον κόσμον ρέπει η ψυχή, όταν δεν είναι ηνωμένη, κατά κάποιον τρόπον, μετά του Θεού. Ο νους είναι ωσάν ένας χώρος, ένας τόπος. Εάν δεν τον καταλάβη ο Θεός, θα τον καταλάβη ο εχθρός. Δεν ημπορεί αυτός ο τόπος να μείνη κενός, ώστε να μην έχη μήτε Θεόν, μήτε τέλος πάντων την κακίαν, την αμαρτίαν, τον πειρασμόν, τας ενεργείας του σατανά. Ο νους είναι ωσάν τον μύλον που εργάζεται, και ό,τι κανείς ρίξη, επάνω από το χωνί προς τις πέτρες που είναι προς τα κάτω, τέτοιο είδος θα βγάλη, υπό την μορφήν του αλεύρου. Σιτάρι αν ρίξης, αλεύρι σιταρένιο θα βγάλης. Έρριξες από πάνω αγκάθια, αλεύρι αγκαθιών, ποιότητα βλαβεράν θα βγάλης. Ο μύλος πάντα δουλεύει, κι ο νους του ανθρώπου συνέχεια, σαν τον μύλον. Θέλεις να έχης καλήν παραγωγήν; Ρίξε, βάλε μέσα εις αυτόν τον μύλον υλικόν καλόν. Θέλεις να εύρης κατάνυξιν, δάκρυα, χαράν, ειρήνην κ.λ.π.; Βάλε εις τον μύλον του νοός σκέψεις αγαθάς π.χ. περί ψυχής, περί μνήμης θανάτου, περί κρίσεως κ.λ.π. και τότε θα βγάλης τοιούτο πνευματικόν προϊόν! Εάν όμως ο άνθρωπος βάλη εις τον μύλον του νοός σκέψεις αμαρτωλάς, οπωσδήποτε θα έχη ως αποτέλεσμα την αμαρτίαν. Να προσπαθώμεν πάντοτε, να έχωμεν σκέψεις σωτηρίους εις τον νουν μας, εικόνας ωφελίμους, δια να μη δίδωμεν εις τον σατανάν χώραν να ρίχνη αυτός τα δικά του, να μας βάζη αμαρτωλάς σκέψεις και φαντασίας! Εξαρτάται τώρα από την προαίρεσιν του ανθρώπου, τι θα δοθή ως ύλη εις τον νουν. Και η προαίρεσις αυτή ή θα επαινεθή ή θα κατηγορηθή.
4η. Η κατάστασις της προσευχής μας φέρει εις την θεωρίαν και ημπορεί να ίδωμεν άρρητα πράγματα. Μας φέρει εις την κρίσιν, εις τον παράδεισον, εις την κόλασιν, έμπροσθεν του θρόνου του Θεού, εις ουράνιον φως κ.λ.π. Ημπορεί κανείς να αρχίση ψάλλοντας, να σταθή εις ένα σημείον και να αρχίση να το δουλεύη. Ημπορεί να αρχίση να διαβάζη κάτι από το Άσμα Ασμάτων και να σταθή κάπου, να πλατυνθή η θεωρία και να φθάση όπου την οδηγήση ο Θεός. Ημπορεί να διαβάση από το Ευαγγέλιον δια τα πάθη του Χριστού και να σταθή εις ένα σημείον π.χ. πως τον συνέλαβαν, μαρτύρια, Σταύρωσις, Ανάστασις, κ.λ.π. και να το εργασθή με συναίσθησιν, κατάνυξιν και αυτομεμψίαν. Άλλοτε εμβαθύνομεν εις την κρίσιν του Θεού π.χ. εάν αποθάνω τώρα, πως θα παρουσιασθώ εις τον Θεόν; Ποία η απόφασις; Μήπως καταδικασθώ; Πως θα περάσω τα τελώνια; Άλλοτε κάνομεν θεωρίαν της Παναγίας, δια την δόξαν Της, την παρθενίαν Της, κ.λ.π., θεωρίαν περί των αγίων, κ.ο.κ.
5η. «Ανοίξαντός σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται» (Ψαλμ. 103:28 ). Ο Πανάγαθος και πλουσιόδωρος Θεός μας, εδημιούργησε δύο κόσμους, τον πνευματικόν κόσμον εις τον ουράνιον χώρον, τα τάγματα των απειραρίθμων αγγέλων, τας αμετρήτους στρατιάς των λειτουργικών αυτών πνευμάτων και μονάς πολλάς και ποικίλας κατοικίας. Κατόπιν έκανε τον αισθητόν τούτον κόσμον με κορωνίδα αυτού υψίστης θεϊκής σοφίας τον άνθρωπον, εντεταλμένον να βασιλεύη και κατακυριεύη επί πάντων των εν αυτή. Εις τον χώρον του ουρανού, η χρηστότης του Παναγάθου Θεού επλημμύρισε τας υπάρξεις των αγίων αγγέλων και εκ της πολλής μακαριότητας έψαλλον και ύμνουν ακαταπαύστως, με ασιγήτους δοξολογίας, δι’ αυτού του τρόπου ευχαριστούντες την αιωνίαν αγαθότητα και ευσπλαγχνίαν του αγίου Θεού, που τους ηξίωσε τοιαύτης τιμής και δόξης και απολαύσεως! Αλλοίμονον όμως! Ο πρώτος των αγγέλων, ο καλούμενος εωσφόρος, επαναστατεί, γίνεται αποστάτης του Θεού. Ζητεί, επιθυμεί, προαιρείται ισοθεϊαν. «Αναβήσομαι, λέγει, επάνω των νεφών και έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησαϊας, 14,14 ). Εις τούτον τον βλάσφημον και υπερήφανον λογισμόν μόλις συγκατετέθη, απέστρεψεν ο δίκαιος Θεός το γλυκύ και εράσμιον θείόν Του πρόσωπον και αμέσως μετά τρομερωτάτου πατάγου κατέπεσεν από την υψηλήν του θέσιν και τάξιν και εδέθη δεσμοίς αλύτοις εις τον ζόφον του άδου, συμπαρασύρας και όλον το τάγμα του το συνακόλουθον τη κακίστη αυτού προαιρέσει! Ταύτα εγίνοντο εις τους ουρανίους χώρους.
Τώρα έρχομαι ο αμαθής και ελεεινός να εξιστορήσω και δι’ ολίγων να εκθέσω την θέσιν και σημασίαν δια την γήϊνον κτήσιν, και ιδιαιτέρως δια τον άνθρωπον του ψαλμικού «Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται». Αφού λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον με τόσην σοφίαν, χαρίζει εις αυτόν το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τον προικίζει με το λογικόν και την ελευθερίαν. Εποίησε κατ’ ανατολάς το ανάκτορον του ωραιοτάτου παραδείσου με πλήθος απείρων ευωδεστάτων ανθέων, φυτών και δένδρων, ποικίλων εις είδος και καρπόν: «Εξανέτειλε, λέγει η Γραφή, ο Θεός εκ της γης, παν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν» (Γεν. 2,9 ). Ακόμη δε το επλούτισεν με πτηνά διαφόρων σχημάτων και χρωματισμών, να πετούν και άδουν γλυκύτατα.
Έθεσε προσέτι συγκατοίκους του Αδάμ τα θηρία και τα κτήνη των πεδιάδων και ποταμόν δια μέσου του παραδείσου να διέρχεται και να ποτίζη αυτόν με ρύακας και πηγάς διαυγεστάτου αφθόνου ύδατος, να ζωογονή και τρέφη τας ρίζας των δένδρων. Αέρα δροσερόν και ευωδεστάτας αύρας να περιλούουν το πρόσωπον του μικρού Θεού, του ανθρώπου. Με δύο λόγους μας πληροφορεί η Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός… πάντα τα θηρία της γης… και πάντα τα πετεινά του ουρανού… ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον» (Γεν. 2,10 ). Την παραδεισιακήν ταύτην και ηλιόλουστον ημέραν να μη την διαδέχεται η νύκτα. Και ιδού η χρηστότης του Αγίου Θεού εσκήνωσε και ανεπαύσατο εις το ανάκτορον του πρωτοπλάστου. Τις δύναται όμως κατ’ αλήθειαν να διηγηθή την χρηστότητα και μεγαλειότητα του Θεού, που η παντοδύναμος δεξιά Του πλουσιοδώρως εχάρισεν εις αυτόν τον άνθρωπον; Τον ετίμησε με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του, τον έκανε αθάνατον, τον ηξίωσε της θείας Του ομιλίας, ώστε ευφραινόμενος εκ της γλυκείας Του επικοινωνίας με την άπειρον πηγήν της μακαριότητος να εξίσταται εκ του πλούτου της πνευματικής ηδονής. Εις το σώμα και εις την ψυχήν του εβασίλευσε η απάθεια, δεν τον ηνώχλει τίποτε, εκυριάρχει των πάντων, απλότης και ακακία επλούτιζον την όλην του κατάστασιν. Τα πάντα υπετάγησαν εις αυτόν, ως εις μικρόν Θεόν και βασιλέα των. Η ψυχή του εστολίσθη με την παρθενικήν αγνότητα, που αντανακλούσε εις το πάγκαλον σώμα του, δημιούργημα πρωτόκτιστον της παντοκρατορικής χειρός του Θεού. Τόσον εις τον επίγειον βασιλέα, όσον και εις το ανάκτορον και εις όλην την κτίσιν, εβασίλευεν η θεία επιστασία και αγαθότης. Τα πάντα είχον την θείαν χροιάν, διότι και ο άνθρωπος ήτο τηρητής της θείας εντολής.
Αλλά οίμοι και ουαί μοι! Πως και πόθεν άρξομαι μετά θρήνων ο ταλαίπωρος διηγήσασθαι την τρομεράν καταιγίδα της θείας αποστροφής που εξέσπασε; Με ποίους λόγους και με πόσον πένθος να διεκτραγωδήσω το ταλαίπωρον κατάντημα και την τραγικήν έκπτωσιν της απολαύσεως του παραδείσου, του τόσον τετιμημένου, αλλά και τόσον αχαρίστου ανθρώπου; Ποίος μετ’ ειλικρινείας θα δυνηθή ποτέ να συλλάβη εις όλην την έκτασιν και τραγικότητα την αποστροφήν του προσώπου του Θεού, την εξορίαν του Αδάμ, την οδύνην της φύσεως; Ουδείς ασφαλώς! Και ποίος θα διεισδύση εις την άβυσσον του θρήνου και του απαρακλήτου κλαυθμού του δυστυχούς παραβάτου, καθημένου εις τον τόπον της καταδίκης και ατενίζοντος εκ του μακρόθεν το χαμένον ανάκτορόν του; Ο Αδάμ υπεσκελίσθη υπό του εωσφόρου, εκουσίως έδωκε την θέλησίν του, ισοθεϊαν και ούτος φαντασθείς! Ο Αδάμ παρέβη την εντολήν και η τιμωρία του Θεού ως φοβερά λαίλαψ επέπεσεν και μετέβαλεν την παραδεισιακήν μακαριότητα εις ζωήν γέμουσαν δυστυχίας και δακρύων. Υπερηφανεύθη ο δυστυχής βασιλεύς των επιγείων και ιδού εκδιώκεται του ωραιοτάτου και παντέρπνου παραδείσου, του λαμπροτάτου ανακτόρου του και έκπτωτος πλέον εξορίζεται εις την πικράν γην, την γέμουσαν ακανθών και τριβόλων, να εργάζεται μετά κόπου και να τρώγη μετά του ιδρώτος τον άρτον της οδύνης, με απεγνωσμένην και βαρυστένακτον ψυχήν.
«Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται» (Ψαλμ. 103,29 ), όλα ταράσσονται, τα πάντα χάνουν την αρμονίαν και χάριν των, ξεφεύγουν από την ευταξίαν των, λησμονούν την χαράν του παραδείσου και περιπίπτουν εις την φθοράν, όλη η φύσις, αλλά περισσότερον ο άνθρωπος. Η απαισία όψις της κατηραμένης αμαρτίας, φανείσα το πρώτον εις τον παράδεισον, εξεδίωξε τον κυρίαρχον της απολαύσεως αυτού, αφού ο ίδιος πλησιάσας εγεύθη εξ αυτής. Από αθάνατος λοιπόν θνητός ο άνθρωπος, από απαθής εμπαθής! Τα στοιχεία της κτίσεως, τα οποία πρότερον τον υπήκουον και ήσαν αβλαβή, όλα ομού τώρα ευθύς εσαλεύθησαν και εξηγέρθησαν να τον αφανίσουν, να τον κατασπαράξουν, διότι και αυτά εξ αιτίας του συγκατεδικάζοντο εις την κατηραμένην γην, και αύτη η γη στενάζει υπό το βάρος των ανομιών που διαπράττονται επάνω της, αναμένουσα μετά σφοδράς επιθυμίας και ελπίδος την αποκάλυψιν των τέκνων του Θεού, ίνα ελευθερωθή και δοξασθή εκ της δουλείας, καθώς και ο θείος Παύλος γράφει εις τους Ρωμαίους (Ρωμ. 8,21 ). Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του και τα πάντα αλλάσουν. Αμέσως μετά την πρώτην πτώσιν ακολουθεί Δευτέρα, ο φόνος του Άβελ υπό του Κάϊν, η ανοσία αύτη αδελφοκτονία και έκτοτε βασιλεύει η αμαρτία. Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του ένεκεν των ασεβειών των ανθρώπων και το υγρόν στοιχείον κατακλύζει την οικουμένην και γίνεται ο φρικτός τάφος του ανθρωπίνου γένους, πλην του ευσεβούς Νώε. Αποστρέφει ο Θεός την θείαν Του εμφάνειαν δια την ανθρωπίνην ασέλγειαν και το πυρ κατακαίει την γην Σοδόμων και Γομόρρων. Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του και την επιείκειάν Του και ο υπερήφανος Φαραώ πανστρατιά καταποντίζεται και το ύδωρ της θαλάσσης γίνεται αιώνιον μνήμα του.
Διηνεκώς το ηθικόν κακόν, η αμαρτία, ως παράβασις του θείου νόμου, γίνεται αιτία να αποστρέφη ο Θεός το πρόσωπόν Του εκ των ανθρώπων, δια να ακολουθή κατόπιν ως αναπόφευκτον αποτέλεσμα το φυσικόν κακόν, ως ασθένεια, ως ποικίλαι θλίψεις και τέλος ως θάνατος.
Όταν όμως ο δωρεοδότης Θεός ανοίγη την χείρα της Αυτού χρηστότητος, τότε η καρδία του ανθρώπου γίνεται βασιλικόν ανάκτορον! Η πολυτέλεια της βασιλικής μεγαλοπρεπείας κατέχει την εξαιρετικωτέραν θέσιν εντός του. Οι ανακτορικοί υπηρέται διακονούν τον βασιλέα των, καθήμενον επί του ασυλλήπτου λαμπρότητος και εξαισίου κάλλους θρόνου της χάριτος και η βασιλική φρουρά τόσον του υψηλού θρόνου, όσον και των πυλών, φρουρεί μετά ανυστάκτου επιτηρήσεως τον βασιλέα! Τα πάντα μαρτυρούν τον πλούτον και το μέγεθος της βασιλικής παρουσίας και ευνοίας. Αλλά ποίος είναι ο βασιλεύς ούτος, ποίοι δε οι υπηρέται και η φρουρά του;
Βασιλεύς! Και ποίος άλλος από Εκείνον, ο Οποίος εποίησε την καρδίαν του ανθρώπου δια του αγίου βαπτίσματος, οίκον ιδικόν Του, βασιλείαν Ουρανών! Καθώς και ο Ίδιος εις το ευαγγέλιόν Του δηλώνει: «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. 17,21 ).
Ανακτορικοί υπηρέται; Είναι οι θεϊκοί λογισμοί, που διακονούν την χάριν του Θεού, δια να στολίζεται το βασιλικόν ανάκτορον και να λάμπη η δόξα και η ευπρέπεια του Θεού εις αυτό! Και η βασιλική φρουρά ποία; Είναι οι λογισμοί του θείου ζήλου, η νήψις, η προσοχή, δια των οποίων φρουρείται το ανάκτορον και ο βασιλεύς! Η χρηστότης και η εις Θεόν γλυκεία ανάπαυσις κυριαρχεί εις το σύμπαν πλέον της καρδίας. Όταν όμως οι της βασιλικής φρουράς, οι μεν αμελήσουν την φρούρησιν, οι δε επιδοθούν εις την πολυφαγίαν και την μέθην και άλλοι μεν εξ αυτών ορμήσουν εις την ασέλγειαν και έτεροι προδώσουν τον βασιλέα εις τους εχθρούς του, τότε Αυτός ο αγαθός Βασιλεύς, η χάρις του αγίου βαπτίσματος, κρύπτεται, φεύγει και δεν φαίνεται πλέον, αποστέφει το πρόσωπόν της από τους δούλους και το ανάκτορον, διότι η προδοσία την εμόλυνε.
Τότε, ω τότε, γίνονται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων. Τότε ομοιούται με εκείνον, που κατέρχεται εις τον λάκκον του τάφου, του οποίου κληρονομία είναι η αφόρητος δυσοδία. Δια τούτο ηύχετο εκτενώς ο ψαλμωδός: «Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον» (Ψαλμ. 27,1 ).
Όταν η νεότης είναι εις την δόξαν της ανθήσεώς της, ω, πόσην ωραιότητα έχει! Τόσον ώστε μερικά πλάσματά της δεν διαφέρουν από αγγέλους του ουρανού. Αλλ’ όταν όμως το δρέπανον του θανάτου ηκονημένον καταφθάση και τα θερίση, τότε οι άνθρωποι τα θάπτουν γρήγορα, επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος μολυσμού και τα κρύπτουν εις τους παγερούς τάφους, διότι εντός ολίγου η δυσωδία δεινή θα αντικαταστήση την ωραίαν ευωδιάζουσαν νεότητα!
Ούτως πως γίνεται και εις την ψυχήν του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος είναι καθαρός από αμαρτίας και προσέχη τον εαυτόν του, η χάρις του Θεού βασιλεύει εις αυτόν και τον στολίζει η θεία χρηστότης και ο καθείς ευφραίνεται ακόμη και εις την θέαν του τοιούτου ανθρώπου. Δυστυχώς όμως! Όταν ο άνθρωπος αμαρτήση και δεν μετανοήση, τότε αποστρέφει ο Θεός το θείον Του βλέμμα και ευθύς καταλαμβάνει την ψυχήν του το ηθικόν σκότος, οπότε αρχίζει να εργάζεται τα έργα της πονηρίας και ο ακάθαρτος δαίμων ρυπαίνει ολοέν και περισσότερον την δόλιαν εκείνην ψυχήν και την καταβιβάζει από αμαρτίας εις αμαρτίαν και από πάθους εις πάθος και ούτω καθιστά την ψυχήν δυσωδεστάτην, ώστε και οι άγιοι άγγελοι να μην ανέχωνται εκ της δυσωδίας να παραμένουν εις βοήθειάν της, όθεν υποχωρεί η θεία χάρις και η σήψις εκ της αμαρτίας αρχίζει το καταστρεπτικόν έργον της. Τότε ομοιούται η ψυχή με τον νεκρόν, που τον ρίπτουν εις τον τάφον, και ο οποίος αν μετ’ ολίγον τυχόν ανοιχθή, εκ της θέας και της δυσωδίας των σκωλήκων και γενικώς εκ της απαισίου καταστάσεως που παρουσιάζει, προκαλεί την φρίκην. Ας είπωμεν, αγαπητά μου τέκνα, μετά του Αρχαγγέλου του Θεού, θέλοντος να συγκρατήση τυχόν ολισθήματα και άλλων ουρανίων αγγέλων εις την σκοτεινήν οδόν της ανυπακοής και της υπερηφανείας του εωσφόρου, ας είπωμεν: «Στώμεν καλώς», ας εγείρωμεν την εκάστοτε κύπτουσαν ψυχήν μας, ποθητά μου τέκνα, «στώμεν μετά φόβου», διότι ο ζοφερός και απαίσιος τάφος της αμαρτίας ανοίγει απειλητικώς το στόμα του, εάν δεν προσέχωμεν εις εκάστην στιγμήν.
Εάν λοιπόν προσέχωμεν, εάν γρηγορώμεν, εάν νήφωμεν, τότε ασφαλώς η ανοικτή χειρ του Παντοκράτορος θα γεμίζη την καρδίαν μας από την θείαν χρηστότητα και θα επισκέπτεται ο Ίδιος το επιμελημένον ανάκτορον της ψυχής μας, ίνα απ’ εντεύθεν γεύεται την θείαν αγαλλίασιν και ευφροσύνην, δια να ακολουθήση κατά την επαγγελίαν εν τη ατελευτήτω Αυτού βασιλεία, ως βραβείον, η απόδοσις εις όλην την πληρότητα των ητοιμασμένων προ καταβολής κόσμου αγαθών, δια τους αγαπώντας και ποιούντας τας εντολάς Αυτού. Αμήν, γένοιτο.
Περί Θεωρίας.
3η. Εκείνον τον άνθρωπον, που διατηρεί μέσα εις την ψυχήν του την συνεχή μνήμην του Θεού, δεν είναι τόσον εύκολον οι δαίμονες να του κάνουν κακόν. Να τον πειράξουν ναι, αλλά να τον βλάψουν δύσκολον, και τούτο διότι δεν δίδει άδειαν εις τους δαίμονας να τον υποσκελίσουν, διότι είναι ωπλισμένος με το όπλον της συνεχούς μνήμης του Θεού. Όποιος έχει τα μάτια της ψυχής του ανοικτά και βλέπει τον Θεόν, δεν είναι εύκολον να τον βλάψουν οι εχθροί. Οι πολύ πνευματικοί άνθρωποι δεν είχαν ανάγκην από πνευματικά βιβλία, δεν είχαν πολλήν ανάγκην από πολλήν μελέτην πατερικών βιβλίων, διότι συνεχώς εμελέτων τα περί Θεού. Ό,τι έβλεπαν, αμέσως τους εδίδετο μία ευκαιρία κάτι να μελετήσουν, κάτι ξένον να γνωρίσουν. Όλη η κτίσις ήτο δι’ αυτούς ένα πανεπιστήμιον. Όπου έστρεφαν τα μάτια των, κάτι θα έβλεπαν δια να μελετήσουν. Πότε την πρόνοιαν του Θεού, πότε την σοφίαν Του, πότε την κρίσιν Του, πότε την διδαχήν Του κ.ο.κ. Με τα μάτια της ψυχής έβλεπαν τα αόρατα. Η μελέτη τούτων επλήρωνε την καρδίαν των με γνώσεις πνευματικάς. Ημείς οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή δεν έχομεν τα μάτια της ψυχής ανοικτά, δεν έχομεν την δυνατότητα να μένωμεν εις την πνευματικήν μελέτην, και κάτι που βλέπομεν, έχομεν ανάγκην από τα ιερά βιβλία, δια να γνωρίσωμεν τα περί Θεού. Ο νους των πνευματικών αυτών ανθρώπων ήτο τόσον πολύ δυνατός, ώστε ημπορούσε να συλλάβη νοήματα και συλλογισμούς με πλήρη σοφίαν. Ο ιδικός μας νους είναι τόσον αδύνατος, που μόλις κάτι δύναται να συγκρατήση. Απλοϊκοί άνθρωποι κατά το πλείστον ήσαν οι πατέρες τότε, και όμως αποκτούσαν πλήρη γνώσιν, διότι το Άγιον Πνεύμα τους εβοήθει συνιέναι τας Γραφάς.
Η μνήμη του Θεού είναι ένα ισχυρότατον όπλον, μία κραταιά πανοπλία κατά του σατανά και της ποικίλης αμαρτίας. Όταν ο νους αργή από την μνήμην του Θεού και την θείαν μελέτην, κυριεύει τον άνθρωπον η αμέλεια, η ραθυμία, η άγνοια και κατόπιν η κακή επιθυμία! Άμα ιδής ότι ο νους τρέχει προς τον κόσμον, γνώριζε ότι η ψυχή είναι εστερημένη της θείας παρακλήσεως, εξ ου και στρέφεται προς την παράκλησιν του κόσμου. Όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι θερμή προς τον Θεόν, τότε έχει φωτισμόν και κατάνυξιν και δεν είναι δυνατόν συνάμα να ρέπη ο νους και προς τον κόσμον. Προς τον κόσμον ρέπει η ψυχή, όταν δεν είναι ηνωμένη, κατά κάποιον τρόπον, μετά του Θεού. Ο νους είναι ωσάν ένας χώρος, ένας τόπος. Εάν δεν τον καταλάβη ο Θεός, θα τον καταλάβη ο εχθρός. Δεν ημπορεί αυτός ο τόπος να μείνη κενός, ώστε να μην έχη μήτε Θεόν, μήτε τέλος πάντων την κακίαν, την αμαρτίαν, τον πειρασμόν, τας ενεργείας του σατανά. Ο νους είναι ωσάν τον μύλον που εργάζεται, και ό,τι κανείς ρίξη, επάνω από το χωνί προς τις πέτρες που είναι προς τα κάτω, τέτοιο είδος θα βγάλη, υπό την μορφήν του αλεύρου. Σιτάρι αν ρίξης, αλεύρι σιταρένιο θα βγάλης. Έρριξες από πάνω αγκάθια, αλεύρι αγκαθιών, ποιότητα βλαβεράν θα βγάλης. Ο μύλος πάντα δουλεύει, κι ο νους του ανθρώπου συνέχεια, σαν τον μύλον. Θέλεις να έχης καλήν παραγωγήν; Ρίξε, βάλε μέσα εις αυτόν τον μύλον υλικόν καλόν. Θέλεις να εύρης κατάνυξιν, δάκρυα, χαράν, ειρήνην κ.λ.π.; Βάλε εις τον μύλον του νοός σκέψεις αγαθάς π.χ. περί ψυχής, περί μνήμης θανάτου, περί κρίσεως κ.λ.π. και τότε θα βγάλης τοιούτο πνευματικόν προϊόν! Εάν όμως ο άνθρωπος βάλη εις τον μύλον του νοός σκέψεις αμαρτωλάς, οπωσδήποτε θα έχη ως αποτέλεσμα την αμαρτίαν. Να προσπαθώμεν πάντοτε, να έχωμεν σκέψεις σωτηρίους εις τον νουν μας, εικόνας ωφελίμους, δια να μη δίδωμεν εις τον σατανάν χώραν να ρίχνη αυτός τα δικά του, να μας βάζη αμαρτωλάς σκέψεις και φαντασίας! Εξαρτάται τώρα από την προαίρεσιν του ανθρώπου, τι θα δοθή ως ύλη εις τον νουν. Και η προαίρεσις αυτή ή θα επαινεθή ή θα κατηγορηθή.
4η. Η κατάστασις της προσευχής μας φέρει εις την θεωρίαν και ημπορεί να ίδωμεν άρρητα πράγματα. Μας φέρει εις την κρίσιν, εις τον παράδεισον, εις την κόλασιν, έμπροσθεν του θρόνου του Θεού, εις ουράνιον φως κ.λ.π. Ημπορεί κανείς να αρχίση ψάλλοντας, να σταθή εις ένα σημείον και να αρχίση να το δουλεύη. Ημπορεί να αρχίση να διαβάζη κάτι από το Άσμα Ασμάτων και να σταθή κάπου, να πλατυνθή η θεωρία και να φθάση όπου την οδηγήση ο Θεός. Ημπορεί να διαβάση από το Ευαγγέλιον δια τα πάθη του Χριστού και να σταθή εις ένα σημείον π.χ. πως τον συνέλαβαν, μαρτύρια, Σταύρωσις, Ανάστασις, κ.λ.π. και να το εργασθή με συναίσθησιν, κατάνυξιν και αυτομεμψίαν. Άλλοτε εμβαθύνομεν εις την κρίσιν του Θεού π.χ. εάν αποθάνω τώρα, πως θα παρουσιασθώ εις τον Θεόν; Ποία η απόφασις; Μήπως καταδικασθώ; Πως θα περάσω τα τελώνια; Άλλοτε κάνομεν θεωρίαν της Παναγίας, δια την δόξαν Της, την παρθενίαν Της, κ.λ.π., θεωρίαν περί των αγίων, κ.ο.κ.
5η. «Ανοίξαντός σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται» (Ψαλμ. 103:28 ). Ο Πανάγαθος και πλουσιόδωρος Θεός μας, εδημιούργησε δύο κόσμους, τον πνευματικόν κόσμον εις τον ουράνιον χώρον, τα τάγματα των απειραρίθμων αγγέλων, τας αμετρήτους στρατιάς των λειτουργικών αυτών πνευμάτων και μονάς πολλάς και ποικίλας κατοικίας. Κατόπιν έκανε τον αισθητόν τούτον κόσμον με κορωνίδα αυτού υψίστης θεϊκής σοφίας τον άνθρωπον, εντεταλμένον να βασιλεύη και κατακυριεύη επί πάντων των εν αυτή. Εις τον χώρον του ουρανού, η χρηστότης του Παναγάθου Θεού επλημμύρισε τας υπάρξεις των αγίων αγγέλων και εκ της πολλής μακαριότητας έψαλλον και ύμνουν ακαταπαύστως, με ασιγήτους δοξολογίας, δι’ αυτού του τρόπου ευχαριστούντες την αιωνίαν αγαθότητα και ευσπλαγχνίαν του αγίου Θεού, που τους ηξίωσε τοιαύτης τιμής και δόξης και απολαύσεως! Αλλοίμονον όμως! Ο πρώτος των αγγέλων, ο καλούμενος εωσφόρος, επαναστατεί, γίνεται αποστάτης του Θεού. Ζητεί, επιθυμεί, προαιρείται ισοθεϊαν. «Αναβήσομαι, λέγει, επάνω των νεφών και έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησαϊας, 14,14 ). Εις τούτον τον βλάσφημον και υπερήφανον λογισμόν μόλις συγκατετέθη, απέστρεψεν ο δίκαιος Θεός το γλυκύ και εράσμιον θείόν Του πρόσωπον και αμέσως μετά τρομερωτάτου πατάγου κατέπεσεν από την υψηλήν του θέσιν και τάξιν και εδέθη δεσμοίς αλύτοις εις τον ζόφον του άδου, συμπαρασύρας και όλον το τάγμα του το συνακόλουθον τη κακίστη αυτού προαιρέσει! Ταύτα εγίνοντο εις τους ουρανίους χώρους.
Τώρα έρχομαι ο αμαθής και ελεεινός να εξιστορήσω και δι’ ολίγων να εκθέσω την θέσιν και σημασίαν δια την γήϊνον κτήσιν, και ιδιαιτέρως δια τον άνθρωπον του ψαλμικού «Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται». Αφού λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον με τόσην σοφίαν, χαρίζει εις αυτόν το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τον προικίζει με το λογικόν και την ελευθερίαν. Εποίησε κατ’ ανατολάς το ανάκτορον του ωραιοτάτου παραδείσου με πλήθος απείρων ευωδεστάτων ανθέων, φυτών και δένδρων, ποικίλων εις είδος και καρπόν: «Εξανέτειλε, λέγει η Γραφή, ο Θεός εκ της γης, παν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν» (Γεν. 2,9 ). Ακόμη δε το επλούτισεν με πτηνά διαφόρων σχημάτων και χρωματισμών, να πετούν και άδουν γλυκύτατα.
Έθεσε προσέτι συγκατοίκους του Αδάμ τα θηρία και τα κτήνη των πεδιάδων και ποταμόν δια μέσου του παραδείσου να διέρχεται και να ποτίζη αυτόν με ρύακας και πηγάς διαυγεστάτου αφθόνου ύδατος, να ζωογονή και τρέφη τας ρίζας των δένδρων. Αέρα δροσερόν και ευωδεστάτας αύρας να περιλούουν το πρόσωπον του μικρού Θεού, του ανθρώπου. Με δύο λόγους μας πληροφορεί η Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός… πάντα τα θηρία της γης… και πάντα τα πετεινά του ουρανού… ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον» (Γεν. 2,10 ). Την παραδεισιακήν ταύτην και ηλιόλουστον ημέραν να μη την διαδέχεται η νύκτα. Και ιδού η χρηστότης του Αγίου Θεού εσκήνωσε και ανεπαύσατο εις το ανάκτορον του πρωτοπλάστου. Τις δύναται όμως κατ’ αλήθειαν να διηγηθή την χρηστότητα και μεγαλειότητα του Θεού, που η παντοδύναμος δεξιά Του πλουσιοδώρως εχάρισεν εις αυτόν τον άνθρωπον; Τον ετίμησε με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του, τον έκανε αθάνατον, τον ηξίωσε της θείας Του ομιλίας, ώστε ευφραινόμενος εκ της γλυκείας Του επικοινωνίας με την άπειρον πηγήν της μακαριότητος να εξίσταται εκ του πλούτου της πνευματικής ηδονής. Εις το σώμα και εις την ψυχήν του εβασίλευσε η απάθεια, δεν τον ηνώχλει τίποτε, εκυριάρχει των πάντων, απλότης και ακακία επλούτιζον την όλην του κατάστασιν. Τα πάντα υπετάγησαν εις αυτόν, ως εις μικρόν Θεόν και βασιλέα των. Η ψυχή του εστολίσθη με την παρθενικήν αγνότητα, που αντανακλούσε εις το πάγκαλον σώμα του, δημιούργημα πρωτόκτιστον της παντοκρατορικής χειρός του Θεού. Τόσον εις τον επίγειον βασιλέα, όσον και εις το ανάκτορον και εις όλην την κτίσιν, εβασίλευεν η θεία επιστασία και αγαθότης. Τα πάντα είχον την θείαν χροιάν, διότι και ο άνθρωπος ήτο τηρητής της θείας εντολής.
Αλλά οίμοι και ουαί μοι! Πως και πόθεν άρξομαι μετά θρήνων ο ταλαίπωρος διηγήσασθαι την τρομεράν καταιγίδα της θείας αποστροφής που εξέσπασε; Με ποίους λόγους και με πόσον πένθος να διεκτραγωδήσω το ταλαίπωρον κατάντημα και την τραγικήν έκπτωσιν της απολαύσεως του παραδείσου, του τόσον τετιμημένου, αλλά και τόσον αχαρίστου ανθρώπου; Ποίος μετ’ ειλικρινείας θα δυνηθή ποτέ να συλλάβη εις όλην την έκτασιν και τραγικότητα την αποστροφήν του προσώπου του Θεού, την εξορίαν του Αδάμ, την οδύνην της φύσεως; Ουδείς ασφαλώς! Και ποίος θα διεισδύση εις την άβυσσον του θρήνου και του απαρακλήτου κλαυθμού του δυστυχούς παραβάτου, καθημένου εις τον τόπον της καταδίκης και ατενίζοντος εκ του μακρόθεν το χαμένον ανάκτορόν του; Ο Αδάμ υπεσκελίσθη υπό του εωσφόρου, εκουσίως έδωκε την θέλησίν του, ισοθεϊαν και ούτος φαντασθείς! Ο Αδάμ παρέβη την εντολήν και η τιμωρία του Θεού ως φοβερά λαίλαψ επέπεσεν και μετέβαλεν την παραδεισιακήν μακαριότητα εις ζωήν γέμουσαν δυστυχίας και δακρύων. Υπερηφανεύθη ο δυστυχής βασιλεύς των επιγείων και ιδού εκδιώκεται του ωραιοτάτου και παντέρπνου παραδείσου, του λαμπροτάτου ανακτόρου του και έκπτωτος πλέον εξορίζεται εις την πικράν γην, την γέμουσαν ακανθών και τριβόλων, να εργάζεται μετά κόπου και να τρώγη μετά του ιδρώτος τον άρτον της οδύνης, με απεγνωσμένην και βαρυστένακτον ψυχήν.
«Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται» (Ψαλμ. 103,29 ), όλα ταράσσονται, τα πάντα χάνουν την αρμονίαν και χάριν των, ξεφεύγουν από την ευταξίαν των, λησμονούν την χαράν του παραδείσου και περιπίπτουν εις την φθοράν, όλη η φύσις, αλλά περισσότερον ο άνθρωπος. Η απαισία όψις της κατηραμένης αμαρτίας, φανείσα το πρώτον εις τον παράδεισον, εξεδίωξε τον κυρίαρχον της απολαύσεως αυτού, αφού ο ίδιος πλησιάσας εγεύθη εξ αυτής. Από αθάνατος λοιπόν θνητός ο άνθρωπος, από απαθής εμπαθής! Τα στοιχεία της κτίσεως, τα οποία πρότερον τον υπήκουον και ήσαν αβλαβή, όλα ομού τώρα ευθύς εσαλεύθησαν και εξηγέρθησαν να τον αφανίσουν, να τον κατασπαράξουν, διότι και αυτά εξ αιτίας του συγκατεδικάζοντο εις την κατηραμένην γην, και αύτη η γη στενάζει υπό το βάρος των ανομιών που διαπράττονται επάνω της, αναμένουσα μετά σφοδράς επιθυμίας και ελπίδος την αποκάλυψιν των τέκνων του Θεού, ίνα ελευθερωθή και δοξασθή εκ της δουλείας, καθώς και ο θείος Παύλος γράφει εις τους Ρωμαίους (Ρωμ. 8,21 ). Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του και τα πάντα αλλάσουν. Αμέσως μετά την πρώτην πτώσιν ακολουθεί Δευτέρα, ο φόνος του Άβελ υπό του Κάϊν, η ανοσία αύτη αδελφοκτονία και έκτοτε βασιλεύει η αμαρτία. Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του ένεκεν των ασεβειών των ανθρώπων και το υγρόν στοιχείον κατακλύζει την οικουμένην και γίνεται ο φρικτός τάφος του ανθρωπίνου γένους, πλην του ευσεβούς Νώε. Αποστρέφει ο Θεός την θείαν Του εμφάνειαν δια την ανθρωπίνην ασέλγειαν και το πυρ κατακαίει την γην Σοδόμων και Γομόρρων. Αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπόν Του και την επιείκειάν Του και ο υπερήφανος Φαραώ πανστρατιά καταποντίζεται και το ύδωρ της θαλάσσης γίνεται αιώνιον μνήμα του.
Διηνεκώς το ηθικόν κακόν, η αμαρτία, ως παράβασις του θείου νόμου, γίνεται αιτία να αποστρέφη ο Θεός το πρόσωπόν Του εκ των ανθρώπων, δια να ακολουθή κατόπιν ως αναπόφευκτον αποτέλεσμα το φυσικόν κακόν, ως ασθένεια, ως ποικίλαι θλίψεις και τέλος ως θάνατος.
Όταν όμως ο δωρεοδότης Θεός ανοίγη την χείρα της Αυτού χρηστότητος, τότε η καρδία του ανθρώπου γίνεται βασιλικόν ανάκτορον! Η πολυτέλεια της βασιλικής μεγαλοπρεπείας κατέχει την εξαιρετικωτέραν θέσιν εντός του. Οι ανακτορικοί υπηρέται διακονούν τον βασιλέα των, καθήμενον επί του ασυλλήπτου λαμπρότητος και εξαισίου κάλλους θρόνου της χάριτος και η βασιλική φρουρά τόσον του υψηλού θρόνου, όσον και των πυλών, φρουρεί μετά ανυστάκτου επιτηρήσεως τον βασιλέα! Τα πάντα μαρτυρούν τον πλούτον και το μέγεθος της βασιλικής παρουσίας και ευνοίας. Αλλά ποίος είναι ο βασιλεύς ούτος, ποίοι δε οι υπηρέται και η φρουρά του;
Βασιλεύς! Και ποίος άλλος από Εκείνον, ο Οποίος εποίησε την καρδίαν του ανθρώπου δια του αγίου βαπτίσματος, οίκον ιδικόν Του, βασιλείαν Ουρανών! Καθώς και ο Ίδιος εις το ευαγγέλιόν Του δηλώνει: «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. 17,21 ).
Ανακτορικοί υπηρέται; Είναι οι θεϊκοί λογισμοί, που διακονούν την χάριν του Θεού, δια να στολίζεται το βασιλικόν ανάκτορον και να λάμπη η δόξα και η ευπρέπεια του Θεού εις αυτό! Και η βασιλική φρουρά ποία; Είναι οι λογισμοί του θείου ζήλου, η νήψις, η προσοχή, δια των οποίων φρουρείται το ανάκτορον και ο βασιλεύς! Η χρηστότης και η εις Θεόν γλυκεία ανάπαυσις κυριαρχεί εις το σύμπαν πλέον της καρδίας. Όταν όμως οι της βασιλικής φρουράς, οι μεν αμελήσουν την φρούρησιν, οι δε επιδοθούν εις την πολυφαγίαν και την μέθην και άλλοι μεν εξ αυτών ορμήσουν εις την ασέλγειαν και έτεροι προδώσουν τον βασιλέα εις τους εχθρούς του, τότε Αυτός ο αγαθός Βασιλεύς, η χάρις του αγίου βαπτίσματος, κρύπτεται, φεύγει και δεν φαίνεται πλέον, αποστέφει το πρόσωπόν της από τους δούλους και το ανάκτορον, διότι η προδοσία την εμόλυνε.
Τότε, ω τότε, γίνονται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων. Τότε ομοιούται με εκείνον, που κατέρχεται εις τον λάκκον του τάφου, του οποίου κληρονομία είναι η αφόρητος δυσοδία. Δια τούτο ηύχετο εκτενώς ο ψαλμωδός: «Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον» (Ψαλμ. 27,1 ).
Όταν η νεότης είναι εις την δόξαν της ανθήσεώς της, ω, πόσην ωραιότητα έχει! Τόσον ώστε μερικά πλάσματά της δεν διαφέρουν από αγγέλους του ουρανού. Αλλ’ όταν όμως το δρέπανον του θανάτου ηκονημένον καταφθάση και τα θερίση, τότε οι άνθρωποι τα θάπτουν γρήγορα, επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος μολυσμού και τα κρύπτουν εις τους παγερούς τάφους, διότι εντός ολίγου η δυσωδία δεινή θα αντικαταστήση την ωραίαν ευωδιάζουσαν νεότητα!
Ούτως πως γίνεται και εις την ψυχήν του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος είναι καθαρός από αμαρτίας και προσέχη τον εαυτόν του, η χάρις του Θεού βασιλεύει εις αυτόν και τον στολίζει η θεία χρηστότης και ο καθείς ευφραίνεται ακόμη και εις την θέαν του τοιούτου ανθρώπου. Δυστυχώς όμως! Όταν ο άνθρωπος αμαρτήση και δεν μετανοήση, τότε αποστρέφει ο Θεός το θείον Του βλέμμα και ευθύς καταλαμβάνει την ψυχήν του το ηθικόν σκότος, οπότε αρχίζει να εργάζεται τα έργα της πονηρίας και ο ακάθαρτος δαίμων ρυπαίνει ολοέν και περισσότερον την δόλιαν εκείνην ψυχήν και την καταβιβάζει από αμαρτίας εις αμαρτίαν και από πάθους εις πάθος και ούτω καθιστά την ψυχήν δυσωδεστάτην, ώστε και οι άγιοι άγγελοι να μην ανέχωνται εκ της δυσωδίας να παραμένουν εις βοήθειάν της, όθεν υποχωρεί η θεία χάρις και η σήψις εκ της αμαρτίας αρχίζει το καταστρεπτικόν έργον της. Τότε ομοιούται η ψυχή με τον νεκρόν, που τον ρίπτουν εις τον τάφον, και ο οποίος αν μετ’ ολίγον τυχόν ανοιχθή, εκ της θέας και της δυσωδίας των σκωλήκων και γενικώς εκ της απαισίου καταστάσεως που παρουσιάζει, προκαλεί την φρίκην. Ας είπωμεν, αγαπητά μου τέκνα, μετά του Αρχαγγέλου του Θεού, θέλοντος να συγκρατήση τυχόν ολισθήματα και άλλων ουρανίων αγγέλων εις την σκοτεινήν οδόν της ανυπακοής και της υπερηφανείας του εωσφόρου, ας είπωμεν: «Στώμεν καλώς», ας εγείρωμεν την εκάστοτε κύπτουσαν ψυχήν μας, ποθητά μου τέκνα, «στώμεν μετά φόβου», διότι ο ζοφερός και απαίσιος τάφος της αμαρτίας ανοίγει απειλητικώς το στόμα του, εάν δεν προσέχωμεν εις εκάστην στιγμήν.
Εάν λοιπόν προσέχωμεν, εάν γρηγορώμεν, εάν νήφωμεν, τότε ασφαλώς η ανοικτή χειρ του Παντοκράτορος θα γεμίζη την καρδίαν μας από την θείαν χρηστότητα και θα επισκέπτεται ο Ίδιος το επιμελημένον ανάκτορον της ψυχής μας, ίνα απ’ εντεύθεν γεύεται την θείαν αγαλλίασιν και ευφροσύνην, δια να ακολουθήση κατά την επαγγελίαν εν τη ατελευτήτω Αυτού βασιλεία, ως βραβείον, η απόδοσις εις όλην την πληρότητα των ητοιμασμένων προ καταβολής κόσμου αγαθών, δια τους αγαπώντας και ποιούντας τας εντολάς Αυτού. Αμήν, γένοιτο.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
Είθε να δώση υμίν Κύριος ο Θεός την ειρήνην και την αγάπην, διότι ο Θεός Αγάπη εστί. Μνημονεύετε αεί τους λόγους του Κυρίου, Ος είπε: «Ο τηρών τας εντολάς μου, εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου… και ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωαν. 14,21 και 23 ). Αγαπήσωμεν τον Θεόν με όλην μας την ψυχήν, με όλην την καρδίαν μας και με όλην την δύναμίν μας και ας συμβαδίζουν και τα έργα μας, δηλαδή να είναι τα έργα μας απαυγάσματα της προς Αυτόν αγάπης. Και όταν τα έργα μας είναι νόμιμα ειργασμένα, ως αποτέλεσμα θα έχωμεν την αντίδοσιν της θείας αγάπης εις τας ψυχάς μας. Ο ευρών την αγάπην καθ’ εκάστην ημέραν τρώγει Χριστόν, και εκ τούτου αθάνατος γενήσεται, «Εάν τις φάγη εκ του άρτου… ον εγώ δώσω… ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιωαν. 6,51 ), λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον. Καρπώνεται πολλήν εν Χριστώ ζωήν ο τρώγων εκ της αγάπης του Χριστού, αι ψυχαί που αγαπούν τον Ιησούν, οσφραίνονται πνευματικόν αέρα του άλλου κόσμου, του κόσμου του πνεύματος, ος εστίν η βασιλεία των ουρανών, απ’ εντεύθεν γεύονται τα νάματα, που ρέουν από τον θρόνον της χάριτος του Θεού! Το πόμα της θεϊκής τραπέζης είναι η θεία αγάπη, από αυτό το πόμα έπιον οι ακόλαστοι και εγλυκάνθησαν τα τραύματα των αμαρτιών των, και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευταί, οι πλούσιοι και επεθύμησαν την εν Χριστώ πτωχείαν, οι πένητες και επλούτισαν με τας ελπίδας του Θεού, οι αδύνατοι και έγιναν δυνατοί, οι ιδιώται και έγιναν σοφοί!
Η αγάπη είναι ο θρίαμβος του Χριστιανού έναντι του διαβόλου, του μίσους και του φθόνου. Δια να φθάσωμεν εις τον θεϊκόν λιμένα της αγάπης του Θεού, πρέπει πρώτα να Τον φοβηθώμεν ως Θεόν, που παιδεύει την αμαρτίαν και την παράβασιν. Δεν είναι δυνατόν να περάσωμεν την θάλασσαν και να φθάσωμεν εις τον λιμένα χωρίς πλοίον, ούτως αδύνατον είναι να φθάσωμεν επίσης εις τον λιμένα της αγάπης άνευ μετανοίας. Ο φόβος του Θεού ως κυβερνήτης και καπετάνιος μας καθίζει εις το πλοίον της μετανοίας και μας περνά από την «βρωμισμένην» θάλασσαν του βίου και μας οδηγεί εις τον θεϊκόν λιμένα της θεϊκής αγάπης. Όπως δεν δυνάμεθα να ζήσωμεν άνευ αέρος, ούτως αδύνατον να ζήσωμεν εις την αιώνιον ζωήν με τον Θεόν, εάν δεν αναπνέωμεν τον γλυκύτατον και ευωδέστατον αέρα της του Θεού αγάπης. Ας αποτινάξωμεν το φορτίον των αμαρτιών μας με την δύναμιν της μετανοίας και ελαφροί πλέον και αδέσμευτοι ως αετοί, ας πετάξωμεν υψηλά, υψηλά, εκεί όπου έχει θησαυρίσει ο αιώνιος Θεός τους ακενώτους θησαυρούς της αρετής και της σοφίας δια να πίνωμεν νάματα αιωνίου ζωής, ίνα και ημείς θεωθώμεν, καθώς είπεν η Γραφή: «Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες». Ας βιασθώμεν, παιδιά μου, διότι η αμέλεια και η νωθρότης δεν κερδίζουν την αγάπην του Θεού, αλλά την κερδίζουν η προθυμία, η υπακοή, η υπομονή, η ανεξικακία, η σιωπή, η προσευχή και η βία εις πάντα. Λοιπον θα αμελήσωμεν δια μίαν τοιαύτην αιώνιον δωρεάν; Ουχί. Ας κράξωμεν λοιπόν γοερώς: «Δέσποτα Χριστέ, μη μας κλείσης έξω της βασιλείας Σου, αλλά άνοιξον ημίν δια σπλάγχνα ελέους Σου. Αμήν».
2α. Ο Θεός είναι αγάπη και όλος ευσπλαγχνία. Ας μη Τον λυπώμεν εις τίποτε! Σταυρόν δι’ ημάς υπέμεινε, η κεφαλή Του τρυπημένη από τον ακάνθινον στέφανον, η πλευρά από την λόγχην, οι πόδες από τους ήλους, τα νώτα από τας μαστιγώσεις, το πανάγιον στόμα Του από την χολήν και το όξος, η καρδία Του από τον πόνον των ύβρεων και την αχαριστίαν. Γυμνός επάνω εις τον Σταυρόν, εμπρός εις τόσον δαιμονισμένον όχλον. Αυτόν, παιδιά μου, τον Ιησούν μας ας μην Τον λυπώμεν με τας απροσεξίας μας, πονά χειρότερα, εκείνοι, οι Εβραίοι, ήσαν οι εχθροί Του, ενώ ημείς είμεθα οι βαπτισμένοι εις το άγιον Όνομά Του, οι μαθηταί Του, οι αφιερωμένοι εις την υπηρεσίαν Του! Οι μαθηταί Του τον εγκατέλειψαν από τον φόβον των Εβραίων, και πόσον επικράθη δεν λέγεται! Και τώρα όσοι Τον αρνούνται, όσοι Τον εγκαταλείπουν, όσοι άλλα Του υπόσχονται και άλλα πράττουν, πως θα ευρεθούν κοντά Του κατά την ώραν της κρίσεως; Τι θα είπουν, όταν αρχίση ο Χριστός μας να απαριθμή ένα ένα τα παθήματά Του και αυτοί θα έχουν να παρουσιάσουν άρνησιν και πλήθος κακών; Ας προσέχωμεν την ζωήν μας, παιδιά μου. Να έχωμεν αγάπην και υπομονήν εις όλα, να μη κατακρίνωμεν, να διώκωμεν τους κακούς λογισμούς, να ταπεινούμεθα, να ενθυμούμεθα την δύσκολον ώραν του θανάτου και της κρίσεως. Όταν όλα αυτά τα πράττετε, να ηξεύρετε πως με το Χριστό μας θα ζήσετε αιώνια! Ωσάν άγγελοι κοντά εις τον θρόνον Του, θα ψάλλετε άσματα αιώνια και πανευφρόσυνα! Τι ευτυχία τότε! Πως όλα τα εδώ θα ξεχασθούν! Μόνον χαρά και πάσχα χωρίς τέλος! Δόξα τω Θεώ, τω διδόντι ημίν την νίκην.
3η. Η αγάπη του Θεού εύχομαι να δροσίζη την διψασμένην ψυχήν σου, καθώς ξεδιψά και η έλαφος εις τας πηγάς των υδάτων, «ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου;» (Ψαλμ. 41,1 και 3 ). Δόξα σοι ο Θεός, δια το μέγα έλεος επ’ εμέ, χωρίς να ποιήσω τι αγαθόν επί της γης, μου παρηγορεί και παρακαλεί την ψυχήν. Επιδρά πότε-πότε εις την σκληράν μου ψυχήν η ευλογημένη δρόσος της αγάπης του Θεού, αχ, πόσον ανακουφίζει την δόλια την ψυχήν μου! Πόσον ξεκουράζεται η ψυχή μου και ελαφρώνει από το βάρος της ζωής και των πειρασμών! Αχ, να με ηξίωνε ο Θεός, δια των ευχών σας, να ξεκουρασθώ αιώνια εις την ποθεινήν μου δρόσον της αγάπης του Θεού! Μέγας κόπος η σωτηρία του ανθρώπου, ο πειράζων δαίμων έβαλεν εις ενέργειαν όλην την πείραν της επιστήμης του προς εξολόθρευσιν του ανθρώπου, αλλά ο Θεός μου, ο Θεός μου, μη μακρύνης αφ’ ημών, αλλά γενού ημίν ως ο χαλκούς όφις επί Μωσέως, ίνα εμβλέποντες εις Σε, ιατρευώμεθα από τα δήγματα των νοητών όφεων. «Όταν υψώσητε τον υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι (αυτός ) εγώ ειμί» (Ιωαν. 8,28 ). Ο Χριστός μου, το φως μου, η εσταυρωμένη μου αγάπη, που δια τας ημών αμαρτίας υψώθη επί Σταυρού, ο σωτήριος όφις δια τας λαβωμένας ψυχάς εκ των πονηρών όφεων, Αυτός ας ιατρεύση και ημάς πληγωμένους από τα κέντρα της αμαρτίας. Ο Θεός να ευλογήση ημάς και να εθδοκήση το πέλαγος των οικτιρμών Του, ίνα ευρεθώμεν ομού όλοι ηνωμένοι εις την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. «Εξαλείψει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών» (Αποκ. 7,17 ). Ω, τι χαρά αναφαίρετος! Ω, πληροφορία συνειδήσεως ότι πλέον έληξαν τα βάσανα της πολυμόχθου ταύτης ζωής! «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών»! Πατήρ ευσπλαγχνικώτατος, ο Οποίος ου λογίζεται αμαρτίαν, αρκεί μόνον, το τέκνον ίνα είπη: «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου» (Λουκ. 15,21 ) και ευθύς ο Πατήρ εναγκαλίζεται και φιλεί αυτό και εξαλείφει από της καρδίας Του παν ίχνος δυσαρεσκείας, την οποίαν είχε τυχόν δημιουργήσει η φαυλότης του παιδιού! Χάνω τον λογισμόν μου, όταν θεωρήσω την άβυσσον της πατρικής ευσπλαγχνίας προς τον αμαρτωλόν!
4η. Με ποίαν αγάπην θα τρέφωνται αι μακάριαι ψυχαί εις την βασιλείαν των ουρανών! Αυτός ο Χριστός μου, ο Ιησούς μου, η ψυχή μου, ο Λόγος ο ζων, Αυτός εχάρισεν ημίν την ύπαρξίν μας, τα μέσα που μας δίδουν την ζωήν, την αιώνιον απολύτρωσιν, την κατάπαυσιν εις τους κόλπους του ουρανίου Πατρός. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ.32,9 )!
Μας παιδεύει μικρόν, ίνα ως εν διαφράγματι μας διαφυλάξη εντός της ταπεινώσεως, διότι γνωρίζει το εύκολον της αλλοιώσεως της ανθρωπίνης ασθενείας, πως ευκόλως κλίνει προς το κακόν, με πατρικήν κηδεμονίαν φερόμενος μας παιδεύει στοργικώς, ίνα κτησώμεθα σοφίαν στερεάν. Αύτη η γνώσις είναι των τελείων αγίων, όχι όπως την εξηγούν μερικοί, αλλά έχει δύναμιν ιδιαιτέραν, δηλαδή με ένα λόγον, όταν ευρίσκεταί τις εις το ύψος του ουρανού της αρετής, δύναται, εάν τον αφήση ο Θεός, να κατενεχθή εις την άβυσσον της διαφθοράς και της ακολασίας! Όχι με λόγον να το λέγη κανείς, αλλά μετ’ αισθήσεως, δεν θα ημπορέση δε κανείς μετ’ αισθήσεως να το είπη, εάν δεν περάση πρώτον την βαβυλώνειον κάμινον των πειρασμών και εάν δεν ολισθήση η ανθρώπινη φύσις εν παραχωρήσει Θεού, ίνα γνωρίση την ασθενή φυσικήν κράσιν και ίδη προς ποίόν εστιν η πάλη και ποία η κακία και πονηρία του αντιπάλου διαβόλου, και πόσον δύσκολος η ανέγερσις, όταν πέση! Ταύτα εν ολίγοις επί το «γνώθι σαυτόν».
Όταν αυτήν την γνώσιν αποκτήση κανείς, τότε η Αγία Τριάς κατοικεί εις την καρδίαν του, τότε βρύει η μακαριότης αενάως και καταλήγει εις αποκαλύψεις! Ταύτα τα λόγια γράφει ο αββάς Ισαάκ, το μεγάλο καύχημα των ησυχαστών. Ένας όσιος πατήρ εσηκώθη δια την εσπερινήν προσευχήν και εξέτεινε τας χείρας, και επελθούσα η χάρις του Θεού—έχοντας τον ήλιον όπισθεν προς βασίλευμα—τόσον τον εκυρίευσε, ώστε όταν ανέτειλεν ο ήλιος το πρωϊ και εθέρμανε το πρόσωπόν του, τότε ήλθεν εις τον εαυτόν του και είδεν ότι άλλη ημέρα εστί και εδόξασε τον Θεόν, που αξιώνει τον χουν εν τοιούτοις μυστηρίοις. Αχ! Παρήλθον εκείνοι οι καιροί της χάριτος, τώρα πλέον παγωνιές και εις αυτάς ακόμη τας θερμάς χώρας, δηλαδή εις τα σκηνώματα των μοναχών, των ερημιτών, έλειψε το καλόν παράδειγμα και η αρετή!
Πόσον οι όσιοι πατέρες θα ησθάνοντο την χάριν εις την προσευχήν! Αμυδρώς πως μας επισκέπτεται ο Θεός εις την προσευχήν και αισθανόμεθα μικράν χάριν, αυτοί που όλη την νύκτα ήσαν απορροφημένοι εις την θεωρίαν, οποίαν βασιλείαν των ουρανών θα ησθάνοντο! «Η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστι» (Λουκ. 17:21 ). Αχ, πόσον ήθελα να ζούσα εις τους καιρούς εκείνους, όπου έβρυεν η οσιότης και το καλόν παράδειγμα, τώρα ξέρα και δυστυχία. Ας ευχαριστώμεν και πάλιν τον Θεόν απείρως που εις το τοιούτον ηθικόν σκότος μας εχάρισε μικρόν φως, ίνα ημπορέσωμεν έστω και σκοντάπτοντες να φθάσωμεν εις τα προπύλαια της άνω Ιερουσαλήμ και να μη κλεισθώμεν εις το αιώνιον σκότος. Μη γένοιτο, Χριστέ μου, εις κανένα Χριστιανόν το τοιούτον, αλλά όλοι ηνωμένοι ας αξιωθώμεν να φθάσωμεν εκεί χαίροντες, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον! Αμήν.
5η. Στόμα που ευχαριστεί πάντοτε τον Θεόν, ου μη στερηθή των ευλογιών του Θεού, και στόμα που γογγύζει και πληγώνει τον μέγαν Ευεργέτην Του, είναι αδύνατον να μη τον παιδεύση ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το είναι μας. Αυτός μας χορηγεί την ζωήν. Αυτός μας την διατηρεί με την ποικίλην θείαν Του πρόνοιαν. Αυτός, εχθρούς όντας πρότερον, δια του θανάτου του Υιού Αυτού μας κατήλλαξε και μας έκανε υιούς και κληρονόμους της βασιλείας Του! Αυτός μας καθαρίζει και αγιάζει δια μέσου των αγίων Του Μυστηρίων! Αυτός μας δίδει την ουράνιον και αγιωτάτην βρώσιν και πόσιν, δηλαδή το Πανάγιόν Του Σώμα και το Τίμιον Αίμα Του! Αυτός άγγελον επέστησε φύλακα εις όλην την ζωήν μας! Αυτός θα παραλάβη και την ψυχήν μας και θα την οδηγήση εις την αιώνιον κληρονομίαν! Αλλά τι ποιώ; Επιλείψει με ο χρόνος διηγούμενον, θα ευρεθώ ματαιοπονών, θέλοντας να μετρήσω την άμμον της θαλάσσης, τας απείρους ευεργεσίας του καλού μας Θεού! Κατόπιν λοιπόν τόσων αμετρήτων αγαθών να έχωμεν και γογγυσμών! Ω Θεέ μου, πάριδε την ημών αγνωμοσύνην και διάνοιξον ημών τον νουν, ίνα εννοήσωμεν το τι μας εχάρισεν η πατρική Σου καρδία και αποδώσωμεν μικράν ευχαριστίαν, όπως εύρωμεν συγγνώμην και έλεος.
6η. Όσον δια τον άγιον άγγελον που μου γράφεις, μάθε ότι ναι μεν, όταν λάβη απόφασιν από τον Κύριον,ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί, πλην όμως, παραμένοντας πλησίον του ανθρώπου, τον φωτίζει, τον προσέχει, τον απαλλάσει από κινδύνους και υπερασπίζεται αυτόν κατέναντι του διαβόλου, καθώς βλέπομεν εις τον βίον του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού, που άγγελος εμάχετο εναντίον του διαβόλου, προκειμένου να υπερασπίση έναν υπεύθυνον μοναχόν κ.λ.π., διάβασε και θα ίδης. Ο άγγελος τοποθετείται εις τον άνθρωπον, ως μεγαλύτερος αδελφός, που είναι πλησιέστερον του Θεού και ως έχων παρρησίαν εύχεται υπέρ του μικροτέρου αδελφού του, και ο άνθρωπος τον παρακαλεί σαν μεγαλύτερόν του αδελφόν, να τον προστατεύη και να εύχεται δι’ αυτόν, ως έχων παρρησίαν προς τον Θεόν. Πόσας φοράς μας ψιθυρίζει εις το αυτί της ψυχής «μη το κάνης αυτό» «ή κάνε το, ή πρόσεχε εδώ». Τέτοια είναι πολλά εις τους έχοντας τα μάτια της ψυχής ανοικτά. Μη ξεχνάς την παραβολήν του Ιερού Ευαγγελίου, με τον κηπουρόν και την άκαρπον συκήν. «Άφες, Κύριε, και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν, και βάλω κόπρια καν μεν ποιήση καρπόν, ει δε μήγε, εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν» (Λουκ.13,8 ). Λοιπόν ο κηπουρός εικονίζει τον άγιον άγγελον, που επιμελείται τον άνθρωπον, έως ότου καρποφορήση και σωθή. Εις το Γεροντικόν πολλά είναι γραμμένα περί της προνοίας του αγγέλου, δια τον άνθρωπον, πως τους είδαν να κλαίουν καθ’ ον χρόνον ημάρτανον οι άνθρωποι που επροστάτευαν, σκέψου πόσον προσηύχοντο δι’ αυτούς! Τα δάκρυά των χαρακτηρίζουν αγάπην και συμπάθειαν προς τον άνθρωπον.
7η. Τέκνα μου εν Κυρίω ευλογημένα, η αγάπη του Κυρίου μας να σας διατηρή εν ψυχική και σωματική υγεία. Ω, αλήθεια, πόσον άξιον λύπης το να ζη το παιδί εντός του πατρικού οίκου, να απολαμβάνη όλας τας ανέσεις, να έχη πάσας τας απολαύσεις της ζωής και να μην αναγνωρίζη τον εαυτού πατέρα ή έστω και αν ακόμη ολίγην σημασίαν και προσοχήν δίδη, να μην αισθάνεται τον πλούτον της αγάπης και της στοργής Αυτού, αλλά τουναντίον η ενθύμησις του πατρός να έρχεται ως κάτι το ανάξιον σκέψεως και απασχολήσεως! Ποίαν κρίσιν δύναται κανείς να κάνη δι’ εν τοιούτον αχάριστον και υπερήφανον τέκνον; Βεβαίως όλοι θα το χαρακτηρίζουν ως ανάξιον κληρονόμον της πατρικής αγάπης και περιουσίας. Δυστυχώς όμως εις τούτο το παράδειγμα και το πρόσωπον του αναξίου αυτού τέκνου, βλέπομεν σήμερον τον αντίθεον άνθρωπον εις την σχέσιν του προς τον πατέρα Θεόν, και το λυπηρόν, τους σημερινούς χριστιανούς, εκτός εκλεκτής μερίδος εξ αυτών. Ζώμεν εις τον κόσμον τούτον, τον οποίον διώρισεν ο Θεός ως προσωρινήν μας κατοικίαν. Μας έδωσε την ελευθερίαν του να απολαμβάνωμεν τα αγαθά της γης, χωρίς να αφήση αμάρτυρον τον εαυτόν Του εις παν ό,τι βλέπομεν και νοούμεν, ώστε δια του λογικού μας να αποδίδωμεν δόξαν και τιμήν, με υπερτάτην προσφοράν την προς Αυτόν ολόψυχον αγάπην μας. Ας ανατρέξωμεν δι’ ολίγον εις τα κοσμοσωτήρια ουσιωδέστερα γεγονότα, αρχίζοντες από την παρακοήν των πρωτοπλάστων, ώστε να αισθανθώμεν καθαρώτερον τον θησαυρόν της θεϊκής αγάπης. Δια την υπερηφάνειαν και την παρακοήν εξορίζονται οι πρωτόπλαστοι από του παραδείσου της τρυφής και κατοικούν εις την γην των ακανθών και των τριβόλων. Η άπειρος όμως αγάπη του λησμονημένου υπό του πλάσματος Ουρανίου Πατρός, εξαποστέλλει τον μονογενή και αγαπητόν Υιόν εις τον κόσμον, ίνα άρη την έχθραν του ανθρώπου προς Αυτόν. Βλέπομεν να τον οδηγή η υπερτάτη αγάπη Του να θυσιάση τον γλυκύτατον υιόν Του, δια τραγικού σταυρικού θανάτου, αφού τούτο απήτησε η βαρεία πτώσις του ενόχου ανθρώπου! Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει αυτήν την θυσίαν με τους εξής λόγους: «Ος (ο πατήρ ) γε του ιδίου Υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν Αυτόν» (Ρωμ. 8,32 ), πάλιν λέγει: «Εγένετο υπήκοος (εις τον εαυτού πατέρα ) μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού» (Φιλιπ. 2,8 ). Μετά δε τρεις ημέρας, ανίσταται αυτεξουσίως και θεοπρεπώς, γενόμενος απαρχή των κεκοιμημένων εις αληθεστάτην πιστοποίησιν, ότι και όλον το ανθρώπινον γένος θα αναστηθή δια κοινής αναστάσεως. Προτού δε αναληφθή, διέταξε τους αγίους αποστόλους να βαπτίζουν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πάντα πιστεύοντα εις το όνομα Αυτού, δίδων συγχρόνως την εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι αυτούς δια της πίστεως.
Μας παρέδωκεν ακόμη τα άγια μυστήρια, ίνα δι’ αυτών ενούμεθα μετ’ Αυτού, ώστε να ζώμεν πάντοτε πλησίον Του ηνωμένοι με πραγματικήν ευτυχίαν, την οποίαν χαρίζει μόνον η ένωσις με τον Θεόν. Μας έδωκε και άγρυπνον φύλακα της ψυχής και του σώματος, τον άγιον άγγελον, τον οποίον αποστέλλει κατά το άγιον βάπτισμα, οδηγόν και προστάτην, διότι δια του μυστηρίου του αγίου βαπτίσματος ο Χριστιανός γίνεται κατά χάριν τέκνον Θεού, κληρονόμος μεν Θεού συγκληρονόμος δε Χριστού. Αλλά ας μη προχωρήσω να εξιστορώ δια γεγονότων και δωρεών τον άπειρον πλούτον της ανερμηνεύτου αγάπης του ουρανίου Πατρός προς ημάς, διότι, όσον περισσότερον φωτίζεται ο νους του ανθρώπου να κατανοή την αγάπην του Πλάστου προς το πλάσμα Του, τόσον περισσότερον φανερούται η αχαριστία μας και η παραγνώρισις ενός φιλοστόργου και γνησίου Πατρός.
Ζώμεν εις τον μάταιον τούτον κόσμον και πραγματικώς αγνοούμεν ή μάλλον δεν έχομεν καταλάβει ακόμη, διατί ζώμεν, ποίον σκοπόν έχει αυτή η ζωή μας, ποίον προορισμόν έχει ο άνθρωπος επί της γης! Δυστυχώς σχεδόν έχομεν ομοιωθή με τα άλογα ζώα, ζώμεν χωρίς να σκεπτώμεθα ότι ο χρόνος της εδώ ζωής μας είναι το πολυτιμότερον πράγμα δια την μέλλουσαν αποκατάστασίν μας και τον χρόνον αυτόν τον χρησιμοποιούμεν, τον σπαταλούμεν χωρίς λύπην και εν καιρώ ανανήψεως αδυνατούμεν να τον ανακαλέσωμεν. Δια τούτο πόσον σοφός άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος αφού εννοήση το πολύτιμον του χρόνου της προσκαίρου ζωής, θα τον εκμεταλλευθή αναλόγως πλουτίζων αυτήν δια καλών έργων, ώστε, όταν έλθη η ώρα του οδυνηρού θανάτου, να εύρη παρρησίαν η συνείδησίς του και να απολογήται εις τους νοερούς κατηγόρους δαίμονας, ότι «ο ώφειλον ποιήσαι πεποίηκα, τι έτι μαίνεσθε;»! Ο Ιησούς ομιλών εις το ιερόν Ευαγγέλιον περί του προορισμού του ανθρώπου λέγει: «Εξήλθον εκ του Πατρός μου και ελήλυθα εις τον κόσμον. Πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον Πατέρα μου» (Ιωαν. 6,28 ). Εδώ ομιλεί ο Σωτήρ ημών κατά το ανθρώπινον, διότι ως Θεός ομοούσιος τω Πατρί, ουδέποτε εχωρίσθη απ’ Αυτού. Το ότι δε ο προορισμός του ανθρώπου είναι εις τον ωρισμένον υπό του Θεού καιρόν να αφήση τον κόσμον και να υπάγη εις τον Θεόν, όθεν εξήλθεν, το λέγει η Θεία Γραφή εις την Γένεσιν: «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2,7 ). Εξήλθεν η θεϊκή πνοή από τον τρισυπόστατον Θεόν, όχι όμως ότι η ιδία πνοή γέγονε ψυχή εν τω ανθρώπω, αλλ’ ότι η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δια θείου εμφυσήματος, δι’ ο και οφείλει να επιστρέψη πάλιν εις τον Θεόν της. Εδώ είναι το αξιοπρόσεκτον. Εξήλθεν η πνοή του Θεού και εδημιούργησε την ψυχήν του ανθρώπου, την έκαμεν αγίαν, καθαράν, άκακον, αγαθήν, κ.λ.π. Όταν λοιπόν έλθη η φρικτή ώρα του θανάτου δια την ψυχήν, άραγε θα έχη την πρώτην αγιότητα και καθαρότητα; Δυστυχώς όχι, διότι πάντες ημάρτομεν ως απόγονοι του Αδάμ. Ο Θεός όμως, ο γινώσκων την ασθένειάν μας και ότι η διάνοια του ανθρώπου εκ νεότητος ρέπει επί τα πονηρά, δεν ζητεί βεβαίως το άπτωτον της πρωτογόνου καθαρότητος, αλλά τι θέλει; Θέλει την αληθινήν, την ειλικρινή μετάνοιαν, την αποχήν από την αμαρτίαν, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, θέλει το πένθος και τα δάκρυα, δια να χαρίση αμβροσίαν παρηγορίας, «ην ο αμετανόητος κόσμος ουκ έγνω». Όταν λοιπόν ο άνθρωπος μετανοήση ειλικρινώς, ο Θεός τότε τον δέχεται με ανοικτάς τας αγκάλας, δίδων συγχρόνως και τους θείους χαρακτήρας, δι’ ων θα δυνηθή να ανέλθη ακωλύτως εις το απέραντον βασίλειον του Θεού, ίνα ζήση, πλέον μετά του Ουρανίου Πατρός. Ιδού ο προορισμός του ανθρώπου! Εν εκπλήξει ίσταται ο νους, όταν κατανοήση τον μεγαλειώδη και ύψιστον θείον προορισμόν! Και όμως πόση η αναισθησία του ανθρώπου και πόσον βαθύ σκότος καλύπτει τους οφθαλμούς της ψυχής του, να μη σκέπτεται το διατί ευρίσκεται εδώ εις την γην και τι ζητεί από αυτόν ο Θεός. Δυστυχώς εβλάβη η όρασις του νοός του από την ασθένειαν της αμαρτίας και ιδία από την φιλαυτίαν. Έως, πότε, Θεέ μου, θα μένωμεν αδρανείς και αναίσθητοι εις την υπόθεσιν του μεγίστου τούτου προορισμού μας; Στείλε εις ημάς ολίγον φωτισμόν. Μα μήπως εσταμάτησε ποτέ ο ήλιος να στέλλη το άπλετον φως του; Πόσον μάλλον Συ, ο άπειρος Ήλιος της αγάπης! Αλλοίμονον, Κύριέ μου, εκουσίως πάντα τα κακά πράττομεν. Αλλά ο έχων την αγάπην εις απεράντους ωκεανούς, κένωσον έτι και έτι αγάπην και στοργήν, συμπάθειαν και μακροθυμίαν, ίσως σωθούν μερικαί ψυχαί ακόμη, προτού εκσπάση η δικαία Σου κρίσις εις ημάς! Ναι, εμέ τον δυστυχή άνθρωπον, που λέγω και δεν πράττω, λυπήσου, Κύριε, και δώσε μου μετάνοιαν, προτού εξέλθω του κόσμου τούτου! Φώτισον τον κόσμον σου, δι’ ον εξέχεας το φρικτόν και πανάγιον Αίμα Σου και δώσε του μετάνοιαν.
8η. Τέκνα μου αγαπητά εν Κυρίω, εύχομαι το πτωχό μου γράμμα να σας εύρη εν αγάπη, εν υπακοή, εν προσευχή και εν προσοχή εις πάντα. Σήμερα εορτάζομεν την σύναξιν πασών των επουρανίων δυνάμεων, σκεφθήτε τι πανήγυρις γίνεται εις τον ουρανόν! Τι ύμνοι! Τι χαρά εις τους αγγέλους του Θεού! Οι άγιοι άγγελοι, οι φύλακες των ψυχών μας εορτάζουν σήμερα και ως μεγάλοι μας αδελφοί, που είναι, πρέπει να συμμεριζώμεθα την χαράν και την χάριν των. Πόσον μας βοηθούν αοράτως! Από πόσους πειρασμούς και θανάτους δεν μας γλυτώνουν! Πόσας προσευχάς κάνουν δι’ημάς, όταν βλέπουν το πρόσωπον του Θεού! Όταν παραστέκωνται και αναφέρουν εκάστου τας προσευχάς! Και όταν αποθάνωμεν, αυτοί θα μας βοηθούν εις την ώραν του θανάτου και εις την άνοδον εναντίον των τελωνίων και δι’αυτό πρέπει να τρέφωμεν ιδιαιτέραν αγάπην εις τους Αγγέλους του Θεού. Αλλά συμφερώτερον είναι να τους ομοιάσωμεν εις τας αρετάς των. Οι άγιοι άγγελοι έχουν τελείαν υπακοήν εις του Θεού τα προστάγματα, χωρίς καμμίαν αντιλογίαν εκτελούν τα προστασσόμενα, έχουν τελείαν αγάπην εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους, οι άγγελοι έχουν αγνότητα αμόλυντον και ταπείνωσιν ακαταγώνιστον, η δε ακακία των δεν λέγεται. Και άλλαι αρεταί στολίζουν τους αγγέλους, αν τους αγαπώμεν ειλικρινά, αν θέλωμεν να κατοικήσωμεν εις τον ίδιον τόπον, όπου αυτοί κατοικούν, πρέπει να βιασθώμεν να τους ομοιάσωμεν. Η μοναχική πολιτεία λέγεται κατά τους πατέρες αγγελική, και τούτο διότι πρέπει να ζουν ζωήν ομοίαν των αγγέλων, όταν όμως δεν την ζουν, αλλά βιώνουν ζωήν αντίθετον, τότε με τους πονηρούς αγγέλους θα καταταγούν. Αγωνισθήτε, τέκνα μου, η εμή χαρά και παρηγορία, όπως φθάσητε εις τα μέτρα των αγγέλων εν υπακοή, εν αγάπη, εν προσευχή και καθαρότητι και τύχητε και της μετά των αγγέλων συναυλίας εις την μετά θάνατον ζωήν! Αμήν, γένοιτο.
9η. Όσον περισσότερον, παιδί μου, θα αντιλαμβάνεσαι το έλεος του Θεού, τόσον αγαπητικώς θα ενώνεσαι μαζί Του. Και καθ’ όσον θα βυθίζεσαι εις την μεγαλοπρέπειαν της θείας μεγαλωσύνης, τόσον θα βυθίζεσαι εις το μηδενικόν σου, με ανάλογον ύψωσιν εις την κατάστασιν πνευματικών γνώσεων. Όσην περισσοτέραν ταπείνωσιν θα σμίγης εις την αδιάλειπτον ευχήν σου, τόσον πιο θερμά θα αισθάνεσαι τον Ιησούν και ως άλλην βάτον καταφλεγομένην θα αισθάνεσαι την καρδίαν σου. Τον νουν σου άνω ύψωσον, όπου υπάρχει η ζωή και η χαρά ημών, διότι κατά τον Απ. Παύλον, «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3,20 ). Τα άνω πόθησον ολοκληρωτικά και ο άγιος πόθος αυτός θα σου κάνη τον μοναχισμόν ανάλαφρον και γλυκύτατον. Εις την αρπαγήν του νοός δια της χάριτος του Θεού, θαύμα τω θαύματι θα ακολουθή και όλος εκστατικός θα ίσταται εμπρός εις το άπλετον φως υης καταλήψεως των περί Θεού γνώσεων.
10η. Όταν ο Χριστός ζη μέσα σου, μη φοβού τίποτε. Δια να ζη μέσα σου ο Χριστός χρειάζεται ταπείνωσις πολλή. Πίπτε νοερώς εις τους αχράντους Του πόδας και κλαίε: Ιησού μου, Συ μου μένεις πλέον εις αυτήν την ταπεινήν ζωήν μου, ως φως και ζωή, δείξόν μου το πνευματικόν Σου κάλλος, όπως εμπλησθώ Θείου έρωτος και δράμω κατόπιν του μύρου Σου και κράξω… «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω Σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62,9 ). Ω Ιησού μου, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω Σου; Πότε, ω φως της ψυχής μου, θα Σε ίδω και θα εμπλησθώ και θα είπω: Ω βάθος πλούτου, και σοφίας, και γνώσεως Θεού! Ναι, παιδί μου, ταπείνωσιν υπέρ παν άλλο αγάπησον και τότε τον ταπεινόν τη καρδία Ιησούν θα κτήσης αναφαίρετον κτήμα εν τη ψυχή σου. Ιησούν ανάπνεε, Ιησούν έκπνεε, και τότε γνώσει τι εστιν Ιησούς! Που τότε γηϊνη αγάπη! Είναι δυνατόν εις δάσος κατάξηρον να εμπέση εμπρησμός και να ζήση; Ούτω και φρύγανα ανθρωπίνων λογισμών, όταν εμπέση η αγάπη του Ιησού.
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
Είθε να δώση υμίν Κύριος ο Θεός την ειρήνην και την αγάπην, διότι ο Θεός Αγάπη εστί. Μνημονεύετε αεί τους λόγους του Κυρίου, Ος είπε: «Ο τηρών τας εντολάς μου, εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου… και ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωαν. 14,21 και 23 ). Αγαπήσωμεν τον Θεόν με όλην μας την ψυχήν, με όλην την καρδίαν μας και με όλην την δύναμίν μας και ας συμβαδίζουν και τα έργα μας, δηλαδή να είναι τα έργα μας απαυγάσματα της προς Αυτόν αγάπης. Και όταν τα έργα μας είναι νόμιμα ειργασμένα, ως αποτέλεσμα θα έχωμεν την αντίδοσιν της θείας αγάπης εις τας ψυχάς μας. Ο ευρών την αγάπην καθ’ εκάστην ημέραν τρώγει Χριστόν, και εκ τούτου αθάνατος γενήσεται, «Εάν τις φάγη εκ του άρτου… ον εγώ δώσω… ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιωαν. 6,51 ), λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον. Καρπώνεται πολλήν εν Χριστώ ζωήν ο τρώγων εκ της αγάπης του Χριστού, αι ψυχαί που αγαπούν τον Ιησούν, οσφραίνονται πνευματικόν αέρα του άλλου κόσμου, του κόσμου του πνεύματος, ος εστίν η βασιλεία των ουρανών, απ’ εντεύθεν γεύονται τα νάματα, που ρέουν από τον θρόνον της χάριτος του Θεού! Το πόμα της θεϊκής τραπέζης είναι η θεία αγάπη, από αυτό το πόμα έπιον οι ακόλαστοι και εγλυκάνθησαν τα τραύματα των αμαρτιών των, και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευταί, οι πλούσιοι και επεθύμησαν την εν Χριστώ πτωχείαν, οι πένητες και επλούτισαν με τας ελπίδας του Θεού, οι αδύνατοι και έγιναν δυνατοί, οι ιδιώται και έγιναν σοφοί!
Η αγάπη είναι ο θρίαμβος του Χριστιανού έναντι του διαβόλου, του μίσους και του φθόνου. Δια να φθάσωμεν εις τον θεϊκόν λιμένα της αγάπης του Θεού, πρέπει πρώτα να Τον φοβηθώμεν ως Θεόν, που παιδεύει την αμαρτίαν και την παράβασιν. Δεν είναι δυνατόν να περάσωμεν την θάλασσαν και να φθάσωμεν εις τον λιμένα χωρίς πλοίον, ούτως αδύνατον είναι να φθάσωμεν επίσης εις τον λιμένα της αγάπης άνευ μετανοίας. Ο φόβος του Θεού ως κυβερνήτης και καπετάνιος μας καθίζει εις το πλοίον της μετανοίας και μας περνά από την «βρωμισμένην» θάλασσαν του βίου και μας οδηγεί εις τον θεϊκόν λιμένα της θεϊκής αγάπης. Όπως δεν δυνάμεθα να ζήσωμεν άνευ αέρος, ούτως αδύνατον να ζήσωμεν εις την αιώνιον ζωήν με τον Θεόν, εάν δεν αναπνέωμεν τον γλυκύτατον και ευωδέστατον αέρα της του Θεού αγάπης. Ας αποτινάξωμεν το φορτίον των αμαρτιών μας με την δύναμιν της μετανοίας και ελαφροί πλέον και αδέσμευτοι ως αετοί, ας πετάξωμεν υψηλά, υψηλά, εκεί όπου έχει θησαυρίσει ο αιώνιος Θεός τους ακενώτους θησαυρούς της αρετής και της σοφίας δια να πίνωμεν νάματα αιωνίου ζωής, ίνα και ημείς θεωθώμεν, καθώς είπεν η Γραφή: «Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες». Ας βιασθώμεν, παιδιά μου, διότι η αμέλεια και η νωθρότης δεν κερδίζουν την αγάπην του Θεού, αλλά την κερδίζουν η προθυμία, η υπακοή, η υπομονή, η ανεξικακία, η σιωπή, η προσευχή και η βία εις πάντα. Λοιπον θα αμελήσωμεν δια μίαν τοιαύτην αιώνιον δωρεάν; Ουχί. Ας κράξωμεν λοιπόν γοερώς: «Δέσποτα Χριστέ, μη μας κλείσης έξω της βασιλείας Σου, αλλά άνοιξον ημίν δια σπλάγχνα ελέους Σου. Αμήν».
2α. Ο Θεός είναι αγάπη και όλος ευσπλαγχνία. Ας μη Τον λυπώμεν εις τίποτε! Σταυρόν δι’ ημάς υπέμεινε, η κεφαλή Του τρυπημένη από τον ακάνθινον στέφανον, η πλευρά από την λόγχην, οι πόδες από τους ήλους, τα νώτα από τας μαστιγώσεις, το πανάγιον στόμα Του από την χολήν και το όξος, η καρδία Του από τον πόνον των ύβρεων και την αχαριστίαν. Γυμνός επάνω εις τον Σταυρόν, εμπρός εις τόσον δαιμονισμένον όχλον. Αυτόν, παιδιά μου, τον Ιησούν μας ας μην Τον λυπώμεν με τας απροσεξίας μας, πονά χειρότερα, εκείνοι, οι Εβραίοι, ήσαν οι εχθροί Του, ενώ ημείς είμεθα οι βαπτισμένοι εις το άγιον Όνομά Του, οι μαθηταί Του, οι αφιερωμένοι εις την υπηρεσίαν Του! Οι μαθηταί Του τον εγκατέλειψαν από τον φόβον των Εβραίων, και πόσον επικράθη δεν λέγεται! Και τώρα όσοι Τον αρνούνται, όσοι Τον εγκαταλείπουν, όσοι άλλα Του υπόσχονται και άλλα πράττουν, πως θα ευρεθούν κοντά Του κατά την ώραν της κρίσεως; Τι θα είπουν, όταν αρχίση ο Χριστός μας να απαριθμή ένα ένα τα παθήματά Του και αυτοί θα έχουν να παρουσιάσουν άρνησιν και πλήθος κακών; Ας προσέχωμεν την ζωήν μας, παιδιά μου. Να έχωμεν αγάπην και υπομονήν εις όλα, να μη κατακρίνωμεν, να διώκωμεν τους κακούς λογισμούς, να ταπεινούμεθα, να ενθυμούμεθα την δύσκολον ώραν του θανάτου και της κρίσεως. Όταν όλα αυτά τα πράττετε, να ηξεύρετε πως με το Χριστό μας θα ζήσετε αιώνια! Ωσάν άγγελοι κοντά εις τον θρόνον Του, θα ψάλλετε άσματα αιώνια και πανευφρόσυνα! Τι ευτυχία τότε! Πως όλα τα εδώ θα ξεχασθούν! Μόνον χαρά και πάσχα χωρίς τέλος! Δόξα τω Θεώ, τω διδόντι ημίν την νίκην.
3η. Η αγάπη του Θεού εύχομαι να δροσίζη την διψασμένην ψυχήν σου, καθώς ξεδιψά και η έλαφος εις τας πηγάς των υδάτων, «ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου;» (Ψαλμ. 41,1 και 3 ). Δόξα σοι ο Θεός, δια το μέγα έλεος επ’ εμέ, χωρίς να ποιήσω τι αγαθόν επί της γης, μου παρηγορεί και παρακαλεί την ψυχήν. Επιδρά πότε-πότε εις την σκληράν μου ψυχήν η ευλογημένη δρόσος της αγάπης του Θεού, αχ, πόσον ανακουφίζει την δόλια την ψυχήν μου! Πόσον ξεκουράζεται η ψυχή μου και ελαφρώνει από το βάρος της ζωής και των πειρασμών! Αχ, να με ηξίωνε ο Θεός, δια των ευχών σας, να ξεκουρασθώ αιώνια εις την ποθεινήν μου δρόσον της αγάπης του Θεού! Μέγας κόπος η σωτηρία του ανθρώπου, ο πειράζων δαίμων έβαλεν εις ενέργειαν όλην την πείραν της επιστήμης του προς εξολόθρευσιν του ανθρώπου, αλλά ο Θεός μου, ο Θεός μου, μη μακρύνης αφ’ ημών, αλλά γενού ημίν ως ο χαλκούς όφις επί Μωσέως, ίνα εμβλέποντες εις Σε, ιατρευώμεθα από τα δήγματα των νοητών όφεων. «Όταν υψώσητε τον υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι (αυτός ) εγώ ειμί» (Ιωαν. 8,28 ). Ο Χριστός μου, το φως μου, η εσταυρωμένη μου αγάπη, που δια τας ημών αμαρτίας υψώθη επί Σταυρού, ο σωτήριος όφις δια τας λαβωμένας ψυχάς εκ των πονηρών όφεων, Αυτός ας ιατρεύση και ημάς πληγωμένους από τα κέντρα της αμαρτίας. Ο Θεός να ευλογήση ημάς και να εθδοκήση το πέλαγος των οικτιρμών Του, ίνα ευρεθώμεν ομού όλοι ηνωμένοι εις την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. «Εξαλείψει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών» (Αποκ. 7,17 ). Ω, τι χαρά αναφαίρετος! Ω, πληροφορία συνειδήσεως ότι πλέον έληξαν τα βάσανα της πολυμόχθου ταύτης ζωής! «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών»! Πατήρ ευσπλαγχνικώτατος, ο Οποίος ου λογίζεται αμαρτίαν, αρκεί μόνον, το τέκνον ίνα είπη: «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου» (Λουκ. 15,21 ) και ευθύς ο Πατήρ εναγκαλίζεται και φιλεί αυτό και εξαλείφει από της καρδίας Του παν ίχνος δυσαρεσκείας, την οποίαν είχε τυχόν δημιουργήσει η φαυλότης του παιδιού! Χάνω τον λογισμόν μου, όταν θεωρήσω την άβυσσον της πατρικής ευσπλαγχνίας προς τον αμαρτωλόν!
4η. Με ποίαν αγάπην θα τρέφωνται αι μακάριαι ψυχαί εις την βασιλείαν των ουρανών! Αυτός ο Χριστός μου, ο Ιησούς μου, η ψυχή μου, ο Λόγος ο ζων, Αυτός εχάρισεν ημίν την ύπαρξίν μας, τα μέσα που μας δίδουν την ζωήν, την αιώνιον απολύτρωσιν, την κατάπαυσιν εις τους κόλπους του ουρανίου Πατρός. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ.32,9 )!
Μας παιδεύει μικρόν, ίνα ως εν διαφράγματι μας διαφυλάξη εντός της ταπεινώσεως, διότι γνωρίζει το εύκολον της αλλοιώσεως της ανθρωπίνης ασθενείας, πως ευκόλως κλίνει προς το κακόν, με πατρικήν κηδεμονίαν φερόμενος μας παιδεύει στοργικώς, ίνα κτησώμεθα σοφίαν στερεάν. Αύτη η γνώσις είναι των τελείων αγίων, όχι όπως την εξηγούν μερικοί, αλλά έχει δύναμιν ιδιαιτέραν, δηλαδή με ένα λόγον, όταν ευρίσκεταί τις εις το ύψος του ουρανού της αρετής, δύναται, εάν τον αφήση ο Θεός, να κατενεχθή εις την άβυσσον της διαφθοράς και της ακολασίας! Όχι με λόγον να το λέγη κανείς, αλλά μετ’ αισθήσεως, δεν θα ημπορέση δε κανείς μετ’ αισθήσεως να το είπη, εάν δεν περάση πρώτον την βαβυλώνειον κάμινον των πειρασμών και εάν δεν ολισθήση η ανθρώπινη φύσις εν παραχωρήσει Θεού, ίνα γνωρίση την ασθενή φυσικήν κράσιν και ίδη προς ποίόν εστιν η πάλη και ποία η κακία και πονηρία του αντιπάλου διαβόλου, και πόσον δύσκολος η ανέγερσις, όταν πέση! Ταύτα εν ολίγοις επί το «γνώθι σαυτόν».
Όταν αυτήν την γνώσιν αποκτήση κανείς, τότε η Αγία Τριάς κατοικεί εις την καρδίαν του, τότε βρύει η μακαριότης αενάως και καταλήγει εις αποκαλύψεις! Ταύτα τα λόγια γράφει ο αββάς Ισαάκ, το μεγάλο καύχημα των ησυχαστών. Ένας όσιος πατήρ εσηκώθη δια την εσπερινήν προσευχήν και εξέτεινε τας χείρας, και επελθούσα η χάρις του Θεού—έχοντας τον ήλιον όπισθεν προς βασίλευμα—τόσον τον εκυρίευσε, ώστε όταν ανέτειλεν ο ήλιος το πρωϊ και εθέρμανε το πρόσωπόν του, τότε ήλθεν εις τον εαυτόν του και είδεν ότι άλλη ημέρα εστί και εδόξασε τον Θεόν, που αξιώνει τον χουν εν τοιούτοις μυστηρίοις. Αχ! Παρήλθον εκείνοι οι καιροί της χάριτος, τώρα πλέον παγωνιές και εις αυτάς ακόμη τας θερμάς χώρας, δηλαδή εις τα σκηνώματα των μοναχών, των ερημιτών, έλειψε το καλόν παράδειγμα και η αρετή!
Πόσον οι όσιοι πατέρες θα ησθάνοντο την χάριν εις την προσευχήν! Αμυδρώς πως μας επισκέπτεται ο Θεός εις την προσευχήν και αισθανόμεθα μικράν χάριν, αυτοί που όλη την νύκτα ήσαν απορροφημένοι εις την θεωρίαν, οποίαν βασιλείαν των ουρανών θα ησθάνοντο! «Η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστι» (Λουκ. 17:21 ). Αχ, πόσον ήθελα να ζούσα εις τους καιρούς εκείνους, όπου έβρυεν η οσιότης και το καλόν παράδειγμα, τώρα ξέρα και δυστυχία. Ας ευχαριστώμεν και πάλιν τον Θεόν απείρως που εις το τοιούτον ηθικόν σκότος μας εχάρισε μικρόν φως, ίνα ημπορέσωμεν έστω και σκοντάπτοντες να φθάσωμεν εις τα προπύλαια της άνω Ιερουσαλήμ και να μη κλεισθώμεν εις το αιώνιον σκότος. Μη γένοιτο, Χριστέ μου, εις κανένα Χριστιανόν το τοιούτον, αλλά όλοι ηνωμένοι ας αξιωθώμεν να φθάσωμεν εκεί χαίροντες, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον! Αμήν.
5η. Στόμα που ευχαριστεί πάντοτε τον Θεόν, ου μη στερηθή των ευλογιών του Θεού, και στόμα που γογγύζει και πληγώνει τον μέγαν Ευεργέτην Του, είναι αδύνατον να μη τον παιδεύση ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το είναι μας. Αυτός μας χορηγεί την ζωήν. Αυτός μας την διατηρεί με την ποικίλην θείαν Του πρόνοιαν. Αυτός, εχθρούς όντας πρότερον, δια του θανάτου του Υιού Αυτού μας κατήλλαξε και μας έκανε υιούς και κληρονόμους της βασιλείας Του! Αυτός μας καθαρίζει και αγιάζει δια μέσου των αγίων Του Μυστηρίων! Αυτός μας δίδει την ουράνιον και αγιωτάτην βρώσιν και πόσιν, δηλαδή το Πανάγιόν Του Σώμα και το Τίμιον Αίμα Του! Αυτός άγγελον επέστησε φύλακα εις όλην την ζωήν μας! Αυτός θα παραλάβη και την ψυχήν μας και θα την οδηγήση εις την αιώνιον κληρονομίαν! Αλλά τι ποιώ; Επιλείψει με ο χρόνος διηγούμενον, θα ευρεθώ ματαιοπονών, θέλοντας να μετρήσω την άμμον της θαλάσσης, τας απείρους ευεργεσίας του καλού μας Θεού! Κατόπιν λοιπόν τόσων αμετρήτων αγαθών να έχωμεν και γογγυσμών! Ω Θεέ μου, πάριδε την ημών αγνωμοσύνην και διάνοιξον ημών τον νουν, ίνα εννοήσωμεν το τι μας εχάρισεν η πατρική Σου καρδία και αποδώσωμεν μικράν ευχαριστίαν, όπως εύρωμεν συγγνώμην και έλεος.
6η. Όσον δια τον άγιον άγγελον που μου γράφεις, μάθε ότι ναι μεν, όταν λάβη απόφασιν από τον Κύριον,ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί, πλην όμως, παραμένοντας πλησίον του ανθρώπου, τον φωτίζει, τον προσέχει, τον απαλλάσει από κινδύνους και υπερασπίζεται αυτόν κατέναντι του διαβόλου, καθώς βλέπομεν εις τον βίον του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού, που άγγελος εμάχετο εναντίον του διαβόλου, προκειμένου να υπερασπίση έναν υπεύθυνον μοναχόν κ.λ.π., διάβασε και θα ίδης. Ο άγγελος τοποθετείται εις τον άνθρωπον, ως μεγαλύτερος αδελφός, που είναι πλησιέστερον του Θεού και ως έχων παρρησίαν εύχεται υπέρ του μικροτέρου αδελφού του, και ο άνθρωπος τον παρακαλεί σαν μεγαλύτερόν του αδελφόν, να τον προστατεύη και να εύχεται δι’ αυτόν, ως έχων παρρησίαν προς τον Θεόν. Πόσας φοράς μας ψιθυρίζει εις το αυτί της ψυχής «μη το κάνης αυτό» «ή κάνε το, ή πρόσεχε εδώ». Τέτοια είναι πολλά εις τους έχοντας τα μάτια της ψυχής ανοικτά. Μη ξεχνάς την παραβολήν του Ιερού Ευαγγελίου, με τον κηπουρόν και την άκαρπον συκήν. «Άφες, Κύριε, και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν, και βάλω κόπρια καν μεν ποιήση καρπόν, ει δε μήγε, εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν» (Λουκ.13,8 ). Λοιπόν ο κηπουρός εικονίζει τον άγιον άγγελον, που επιμελείται τον άνθρωπον, έως ότου καρποφορήση και σωθή. Εις το Γεροντικόν πολλά είναι γραμμένα περί της προνοίας του αγγέλου, δια τον άνθρωπον, πως τους είδαν να κλαίουν καθ’ ον χρόνον ημάρτανον οι άνθρωποι που επροστάτευαν, σκέψου πόσον προσηύχοντο δι’ αυτούς! Τα δάκρυά των χαρακτηρίζουν αγάπην και συμπάθειαν προς τον άνθρωπον.
7η. Τέκνα μου εν Κυρίω ευλογημένα, η αγάπη του Κυρίου μας να σας διατηρή εν ψυχική και σωματική υγεία. Ω, αλήθεια, πόσον άξιον λύπης το να ζη το παιδί εντός του πατρικού οίκου, να απολαμβάνη όλας τας ανέσεις, να έχη πάσας τας απολαύσεις της ζωής και να μην αναγνωρίζη τον εαυτού πατέρα ή έστω και αν ακόμη ολίγην σημασίαν και προσοχήν δίδη, να μην αισθάνεται τον πλούτον της αγάπης και της στοργής Αυτού, αλλά τουναντίον η ενθύμησις του πατρός να έρχεται ως κάτι το ανάξιον σκέψεως και απασχολήσεως! Ποίαν κρίσιν δύναται κανείς να κάνη δι’ εν τοιούτον αχάριστον και υπερήφανον τέκνον; Βεβαίως όλοι θα το χαρακτηρίζουν ως ανάξιον κληρονόμον της πατρικής αγάπης και περιουσίας. Δυστυχώς όμως εις τούτο το παράδειγμα και το πρόσωπον του αναξίου αυτού τέκνου, βλέπομεν σήμερον τον αντίθεον άνθρωπον εις την σχέσιν του προς τον πατέρα Θεόν, και το λυπηρόν, τους σημερινούς χριστιανούς, εκτός εκλεκτής μερίδος εξ αυτών. Ζώμεν εις τον κόσμον τούτον, τον οποίον διώρισεν ο Θεός ως προσωρινήν μας κατοικίαν. Μας έδωσε την ελευθερίαν του να απολαμβάνωμεν τα αγαθά της γης, χωρίς να αφήση αμάρτυρον τον εαυτόν Του εις παν ό,τι βλέπομεν και νοούμεν, ώστε δια του λογικού μας να αποδίδωμεν δόξαν και τιμήν, με υπερτάτην προσφοράν την προς Αυτόν ολόψυχον αγάπην μας. Ας ανατρέξωμεν δι’ ολίγον εις τα κοσμοσωτήρια ουσιωδέστερα γεγονότα, αρχίζοντες από την παρακοήν των πρωτοπλάστων, ώστε να αισθανθώμεν καθαρώτερον τον θησαυρόν της θεϊκής αγάπης. Δια την υπερηφάνειαν και την παρακοήν εξορίζονται οι πρωτόπλαστοι από του παραδείσου της τρυφής και κατοικούν εις την γην των ακανθών και των τριβόλων. Η άπειρος όμως αγάπη του λησμονημένου υπό του πλάσματος Ουρανίου Πατρός, εξαποστέλλει τον μονογενή και αγαπητόν Υιόν εις τον κόσμον, ίνα άρη την έχθραν του ανθρώπου προς Αυτόν. Βλέπομεν να τον οδηγή η υπερτάτη αγάπη Του να θυσιάση τον γλυκύτατον υιόν Του, δια τραγικού σταυρικού θανάτου, αφού τούτο απήτησε η βαρεία πτώσις του ενόχου ανθρώπου! Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει αυτήν την θυσίαν με τους εξής λόγους: «Ος (ο πατήρ ) γε του ιδίου Υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν Αυτόν» (Ρωμ. 8,32 ), πάλιν λέγει: «Εγένετο υπήκοος (εις τον εαυτού πατέρα ) μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού» (Φιλιπ. 2,8 ). Μετά δε τρεις ημέρας, ανίσταται αυτεξουσίως και θεοπρεπώς, γενόμενος απαρχή των κεκοιμημένων εις αληθεστάτην πιστοποίησιν, ότι και όλον το ανθρώπινον γένος θα αναστηθή δια κοινής αναστάσεως. Προτού δε αναληφθή, διέταξε τους αγίους αποστόλους να βαπτίζουν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πάντα πιστεύοντα εις το όνομα Αυτού, δίδων συγχρόνως την εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι αυτούς δια της πίστεως.
Μας παρέδωκεν ακόμη τα άγια μυστήρια, ίνα δι’ αυτών ενούμεθα μετ’ Αυτού, ώστε να ζώμεν πάντοτε πλησίον Του ηνωμένοι με πραγματικήν ευτυχίαν, την οποίαν χαρίζει μόνον η ένωσις με τον Θεόν. Μας έδωκε και άγρυπνον φύλακα της ψυχής και του σώματος, τον άγιον άγγελον, τον οποίον αποστέλλει κατά το άγιον βάπτισμα, οδηγόν και προστάτην, διότι δια του μυστηρίου του αγίου βαπτίσματος ο Χριστιανός γίνεται κατά χάριν τέκνον Θεού, κληρονόμος μεν Θεού συγκληρονόμος δε Χριστού. Αλλά ας μη προχωρήσω να εξιστορώ δια γεγονότων και δωρεών τον άπειρον πλούτον της ανερμηνεύτου αγάπης του ουρανίου Πατρός προς ημάς, διότι, όσον περισσότερον φωτίζεται ο νους του ανθρώπου να κατανοή την αγάπην του Πλάστου προς το πλάσμα Του, τόσον περισσότερον φανερούται η αχαριστία μας και η παραγνώρισις ενός φιλοστόργου και γνησίου Πατρός.
Ζώμεν εις τον μάταιον τούτον κόσμον και πραγματικώς αγνοούμεν ή μάλλον δεν έχομεν καταλάβει ακόμη, διατί ζώμεν, ποίον σκοπόν έχει αυτή η ζωή μας, ποίον προορισμόν έχει ο άνθρωπος επί της γης! Δυστυχώς σχεδόν έχομεν ομοιωθή με τα άλογα ζώα, ζώμεν χωρίς να σκεπτώμεθα ότι ο χρόνος της εδώ ζωής μας είναι το πολυτιμότερον πράγμα δια την μέλλουσαν αποκατάστασίν μας και τον χρόνον αυτόν τον χρησιμοποιούμεν, τον σπαταλούμεν χωρίς λύπην και εν καιρώ ανανήψεως αδυνατούμεν να τον ανακαλέσωμεν. Δια τούτο πόσον σοφός άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος αφού εννοήση το πολύτιμον του χρόνου της προσκαίρου ζωής, θα τον εκμεταλλευθή αναλόγως πλουτίζων αυτήν δια καλών έργων, ώστε, όταν έλθη η ώρα του οδυνηρού θανάτου, να εύρη παρρησίαν η συνείδησίς του και να απολογήται εις τους νοερούς κατηγόρους δαίμονας, ότι «ο ώφειλον ποιήσαι πεποίηκα, τι έτι μαίνεσθε;»! Ο Ιησούς ομιλών εις το ιερόν Ευαγγέλιον περί του προορισμού του ανθρώπου λέγει: «Εξήλθον εκ του Πατρός μου και ελήλυθα εις τον κόσμον. Πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον Πατέρα μου» (Ιωαν. 6,28 ). Εδώ ομιλεί ο Σωτήρ ημών κατά το ανθρώπινον, διότι ως Θεός ομοούσιος τω Πατρί, ουδέποτε εχωρίσθη απ’ Αυτού. Το ότι δε ο προορισμός του ανθρώπου είναι εις τον ωρισμένον υπό του Θεού καιρόν να αφήση τον κόσμον και να υπάγη εις τον Θεόν, όθεν εξήλθεν, το λέγει η Θεία Γραφή εις την Γένεσιν: «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2,7 ). Εξήλθεν η θεϊκή πνοή από τον τρισυπόστατον Θεόν, όχι όμως ότι η ιδία πνοή γέγονε ψυχή εν τω ανθρώπω, αλλ’ ότι η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δια θείου εμφυσήματος, δι’ ο και οφείλει να επιστρέψη πάλιν εις τον Θεόν της. Εδώ είναι το αξιοπρόσεκτον. Εξήλθεν η πνοή του Θεού και εδημιούργησε την ψυχήν του ανθρώπου, την έκαμεν αγίαν, καθαράν, άκακον, αγαθήν, κ.λ.π. Όταν λοιπόν έλθη η φρικτή ώρα του θανάτου δια την ψυχήν, άραγε θα έχη την πρώτην αγιότητα και καθαρότητα; Δυστυχώς όχι, διότι πάντες ημάρτομεν ως απόγονοι του Αδάμ. Ο Θεός όμως, ο γινώσκων την ασθένειάν μας και ότι η διάνοια του ανθρώπου εκ νεότητος ρέπει επί τα πονηρά, δεν ζητεί βεβαίως το άπτωτον της πρωτογόνου καθαρότητος, αλλά τι θέλει; Θέλει την αληθινήν, την ειλικρινή μετάνοιαν, την αποχήν από την αμαρτίαν, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, θέλει το πένθος και τα δάκρυα, δια να χαρίση αμβροσίαν παρηγορίας, «ην ο αμετανόητος κόσμος ουκ έγνω». Όταν λοιπόν ο άνθρωπος μετανοήση ειλικρινώς, ο Θεός τότε τον δέχεται με ανοικτάς τας αγκάλας, δίδων συγχρόνως και τους θείους χαρακτήρας, δι’ ων θα δυνηθή να ανέλθη ακωλύτως εις το απέραντον βασίλειον του Θεού, ίνα ζήση, πλέον μετά του Ουρανίου Πατρός. Ιδού ο προορισμός του ανθρώπου! Εν εκπλήξει ίσταται ο νους, όταν κατανοήση τον μεγαλειώδη και ύψιστον θείον προορισμόν! Και όμως πόση η αναισθησία του ανθρώπου και πόσον βαθύ σκότος καλύπτει τους οφθαλμούς της ψυχής του, να μη σκέπτεται το διατί ευρίσκεται εδώ εις την γην και τι ζητεί από αυτόν ο Θεός. Δυστυχώς εβλάβη η όρασις του νοός του από την ασθένειαν της αμαρτίας και ιδία από την φιλαυτίαν. Έως, πότε, Θεέ μου, θα μένωμεν αδρανείς και αναίσθητοι εις την υπόθεσιν του μεγίστου τούτου προορισμού μας; Στείλε εις ημάς ολίγον φωτισμόν. Μα μήπως εσταμάτησε ποτέ ο ήλιος να στέλλη το άπλετον φως του; Πόσον μάλλον Συ, ο άπειρος Ήλιος της αγάπης! Αλλοίμονον, Κύριέ μου, εκουσίως πάντα τα κακά πράττομεν. Αλλά ο έχων την αγάπην εις απεράντους ωκεανούς, κένωσον έτι και έτι αγάπην και στοργήν, συμπάθειαν και μακροθυμίαν, ίσως σωθούν μερικαί ψυχαί ακόμη, προτού εκσπάση η δικαία Σου κρίσις εις ημάς! Ναι, εμέ τον δυστυχή άνθρωπον, που λέγω και δεν πράττω, λυπήσου, Κύριε, και δώσε μου μετάνοιαν, προτού εξέλθω του κόσμου τούτου! Φώτισον τον κόσμον σου, δι’ ον εξέχεας το φρικτόν και πανάγιον Αίμα Σου και δώσε του μετάνοιαν.
8η. Τέκνα μου αγαπητά εν Κυρίω, εύχομαι το πτωχό μου γράμμα να σας εύρη εν αγάπη, εν υπακοή, εν προσευχή και εν προσοχή εις πάντα. Σήμερα εορτάζομεν την σύναξιν πασών των επουρανίων δυνάμεων, σκεφθήτε τι πανήγυρις γίνεται εις τον ουρανόν! Τι ύμνοι! Τι χαρά εις τους αγγέλους του Θεού! Οι άγιοι άγγελοι, οι φύλακες των ψυχών μας εορτάζουν σήμερα και ως μεγάλοι μας αδελφοί, που είναι, πρέπει να συμμεριζώμεθα την χαράν και την χάριν των. Πόσον μας βοηθούν αοράτως! Από πόσους πειρασμούς και θανάτους δεν μας γλυτώνουν! Πόσας προσευχάς κάνουν δι’ημάς, όταν βλέπουν το πρόσωπον του Θεού! Όταν παραστέκωνται και αναφέρουν εκάστου τας προσευχάς! Και όταν αποθάνωμεν, αυτοί θα μας βοηθούν εις την ώραν του θανάτου και εις την άνοδον εναντίον των τελωνίων και δι’αυτό πρέπει να τρέφωμεν ιδιαιτέραν αγάπην εις τους Αγγέλους του Θεού. Αλλά συμφερώτερον είναι να τους ομοιάσωμεν εις τας αρετάς των. Οι άγιοι άγγελοι έχουν τελείαν υπακοήν εις του Θεού τα προστάγματα, χωρίς καμμίαν αντιλογίαν εκτελούν τα προστασσόμενα, έχουν τελείαν αγάπην εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους, οι άγγελοι έχουν αγνότητα αμόλυντον και ταπείνωσιν ακαταγώνιστον, η δε ακακία των δεν λέγεται. Και άλλαι αρεταί στολίζουν τους αγγέλους, αν τους αγαπώμεν ειλικρινά, αν θέλωμεν να κατοικήσωμεν εις τον ίδιον τόπον, όπου αυτοί κατοικούν, πρέπει να βιασθώμεν να τους ομοιάσωμεν. Η μοναχική πολιτεία λέγεται κατά τους πατέρες αγγελική, και τούτο διότι πρέπει να ζουν ζωήν ομοίαν των αγγέλων, όταν όμως δεν την ζουν, αλλά βιώνουν ζωήν αντίθετον, τότε με τους πονηρούς αγγέλους θα καταταγούν. Αγωνισθήτε, τέκνα μου, η εμή χαρά και παρηγορία, όπως φθάσητε εις τα μέτρα των αγγέλων εν υπακοή, εν αγάπη, εν προσευχή και καθαρότητι και τύχητε και της μετά των αγγέλων συναυλίας εις την μετά θάνατον ζωήν! Αμήν, γένοιτο.
9η. Όσον περισσότερον, παιδί μου, θα αντιλαμβάνεσαι το έλεος του Θεού, τόσον αγαπητικώς θα ενώνεσαι μαζί Του. Και καθ’ όσον θα βυθίζεσαι εις την μεγαλοπρέπειαν της θείας μεγαλωσύνης, τόσον θα βυθίζεσαι εις το μηδενικόν σου, με ανάλογον ύψωσιν εις την κατάστασιν πνευματικών γνώσεων. Όσην περισσοτέραν ταπείνωσιν θα σμίγης εις την αδιάλειπτον ευχήν σου, τόσον πιο θερμά θα αισθάνεσαι τον Ιησούν και ως άλλην βάτον καταφλεγομένην θα αισθάνεσαι την καρδίαν σου. Τον νουν σου άνω ύψωσον, όπου υπάρχει η ζωή και η χαρά ημών, διότι κατά τον Απ. Παύλον, «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3,20 ). Τα άνω πόθησον ολοκληρωτικά και ο άγιος πόθος αυτός θα σου κάνη τον μοναχισμόν ανάλαφρον και γλυκύτατον. Εις την αρπαγήν του νοός δια της χάριτος του Θεού, θαύμα τω θαύματι θα ακολουθή και όλος εκστατικός θα ίσταται εμπρός εις το άπλετον φως υης καταλήψεως των περί Θεού γνώσεων.
10η. Όταν ο Χριστός ζη μέσα σου, μη φοβού τίποτε. Δια να ζη μέσα σου ο Χριστός χρειάζεται ταπείνωσις πολλή. Πίπτε νοερώς εις τους αχράντους Του πόδας και κλαίε: Ιησού μου, Συ μου μένεις πλέον εις αυτήν την ταπεινήν ζωήν μου, ως φως και ζωή, δείξόν μου το πνευματικόν Σου κάλλος, όπως εμπλησθώ Θείου έρωτος και δράμω κατόπιν του μύρου Σου και κράξω… «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω Σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62,9 ). Ω Ιησού μου, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω Σου; Πότε, ω φως της ψυχής μου, θα Σε ίδω και θα εμπλησθώ και θα είπω: Ω βάθος πλούτου, και σοφίας, και γνώσεως Θεού! Ναι, παιδί μου, ταπείνωσιν υπέρ παν άλλο αγάπησον και τότε τον ταπεινόν τη καρδία Ιησούν θα κτήσης αναφαίρετον κτήμα εν τη ψυχή σου. Ιησούν ανάπνεε, Ιησούν έκπνεε, και τότε γνώσει τι εστιν Ιησούς! Που τότε γηϊνη αγάπη! Είναι δυνατόν εις δάσος κατάξηρον να εμπέση εμπρησμός και να ζήση; Ούτω και φρύγανα ανθρωπίνων λογισμών, όταν εμπέση η αγάπη του Ιησού.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
11η. Θάρσει, παιδί μου, δια πολλών θλίψεων θα ανέλθωμεν εις το άπλετον θεϊκόν φως του Θαβωρίου όρους και εκεί θα ακούσωμεν τας θεϊκάς ομιλίας του ηγαπημένου μας Ιησού. «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου, η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεώ ζώντι» (Ψαλμ. 83,1 ). Ναι, ζωής χορηγός ο Θεός, ο Χριστός μας, «Εγώ ήλθον, ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωαν. 10,10 ). Ναι, ο Χριστός, η ζωή η αιώνιος, εύχομαι να ζη και να βασιλεύη εντός σου, ώστε να κράζης: «Αββά ο Πατήρ» (Μαρκ. 14,36 ). Ω, τι τερπνότερον Ιησού! Τις εγεύσατο Χριστόν και επεθύμησεν ετέραν αγάπην αμαρτωλήν! Ουδείς, διότι τόσον δραστική είναι αύτη η αγάπη, όπου εάν εκατόν χρόνους ζωήν θλίψεων διέλθη κανείς και αισθανθή κατόπιν, δι’ ολίγην ώραν την θείαν αγάπην, είναι αυτή ικανή να διασκεδάση όλας τας θλίψεις και να μείνη έκθαμβος ο άνθρωπος προ του θείου μεγαλείου.
12η. Ο Θεός από την άπειρον αγαθότητά Του, θέλοντας να μας μεταδώση τα άπειρα πνευματιλκά Του αγαθά, μας προκαλεί, μας προτρέπει να Του τα ζητώμεν, και θέλει να μας τα δώση, θέλει να κρούωμεν την θύραν του ελέους Του και εξάπαντος θέλει μας ανοιχθή. Ο Θεός ούτω θέλει να ποιώμεν, αλλά ο διάβολος, αυτό το αρχαίον κακόν, ο εχθρός του Θεού και ημών, τι κάνει δια να μη πιστεύη ο άνθρωπος εις τας προτροπάς του Θεού; Αυτός βάζει λογισμούς απιστίας, κατόπιν απελπισίας και απογνώσεως, δηλαδή να μη πιστεύη, ότι ο Θεός βεβαίως θα πραγματοποιήση τους θείους Του λόγους. Κατόπιν του λέγει: Είσαι αμαρτωλός, είσαι τέτοιος και τέτοιος, δεν εισακούεσαι, δεν σε προσέχει ο Θεός, όσο θέλεις φώναζε και ούτως ατονίζει την πίστιν και την θέλησιν.
13η. Δεν έχει ανάγκην ο Χριστός μας από ημάς, διότι έχει μυριάδας αγγέλους που λειτουργούν αμέμπτως, και δύναται δια του λόγου άλλας τόσας μυριάδας να παραστήση όντα αγιώτατα. Αλλά η άπειρος αγάπη Τον αναγκάζει να αδολεσχή με ημάς μη αισχυνόμενος την δυσωδίαν μας και τα έλκη μας. Λοιπόν την αγάπην αυτήν του Θεού ας αναμνησθώμεν εις πάσας τας στιγμάς του βίου μας, όπως τα ευτελή έργα μας, τα ποιώμεν μόνον και μόνον δια την αγάπην του Θεού. Σκεφθήτε ότι δεν εσταυρώθημεν δια τον Χριστόν μας, τον Σωτήρα μας, ενώ Αυτός δι’ ημάς τα εκτρώματα υπέστη σταυρικόν θάνατον δια την υπακοήν!
14η. Η Χάρις του Χριστού μας μαζί σου, παιδί μου, μέσα εις την ψυχήν σου, δια να σε φωτίζη και να σου αυξάνη την αγάπη Του, ώστε να κρατηθής κοντά Του, και να μη σε πάρη το ρεύμα της κοσμικότητος και εκπέσης του Θεού και χαθή η αθάνατος ψυχή σου, της οποίας αντάξιος δεν είναι όλος ο κόσμος. Η χάρις που σου ήλθε είναι ολίγη, οι άγιοι είχον πολλήν χάριν, δια να πληθυνθή, πρέπει να ταπεινωθής. Εάν υπερηφανευθής, θα φύγη και κατόπιν θα κλαις, προσοχή πολλή να ενθυμήσαι τας αμαρτίας σου και τα πάθη σου, δια να μη φυτρώση η κενοδοξία και φυγαδεύση την ευχήν.
15η. Η αγαθότης του Θεού κάποτε φαίνεται ως ράβδος που παιδεύει τον άνθρωπον προς το συμφέρον του, όταν δε ίδη ότι η ράβδος βαραίνει, αλλάζει τον τρόπον και γίνεται βακτηρία, η οποία ελαφρώνει το βάρος παρακαλούσα ούτω την ψυχήν του ανθρώπου, ώστε τα πάντα να γίνωνται προς ωφέλειαν και πνευματικήν πρόοδον. Όταν δεν υπάρχη πνευματική γνώσις νομίζει ο άνθρωπος ότι η ράβδος, «η παιδεία Κυρίου» θα τον σκοτώση και ότι ούτω θα διατελή, ενώ ο αγαθός Θεός συν τω πειρασμώ φέρει και την έκβασιν, δηλαδή το τέλος του πειρασμού. Ο άνθρωπος έχει διάκρισιν και κανονίζει πόσον σηκώνει επί παραδείγματος χάριν, ένα ζώον και δεν το φορτώνει περισσότερον. Πόσον μάλλον ο Θεός δεν θα επιφορτίση πειρασμόν μεγαλύτερον των δυνάμεών μας! Ουχί λοιπόν ο Θεός, αλλά η ολιγοψυχία μας μας οδηγεί εις την ανυπομονησίαν, ώστε να μας φαίνεται το φορτίον τόσον πολύ. Ενίοτε όμως εις ανθρώπους, που έχει επισκηνώσει πολλή υπερηφάνεια και οίησις, παραχωρεί ο Θεός πειρασμούς λίαν ισχυρούς, ίνα δια τούτων συντρίψη το αγέρωχον του φρονήματός των, αλλά εις τέλος ουκ εγκαταλείπει, το έλεός Του πάλιν ακολουθεί. Ω, πόσον αγαθός ο Θεός!
16η. «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Τι να είπω εγώ, ο ανάξιος και βρωμερός, δια το μεγαλείον των απείρων οικονομιών του υψίστου Θεού! Εκπλήττομαι και δεν δύναμαι να αντοφθαλμήσω εν τη θεωρία του μυστηρίου τούτου. Πως ο Θεός, εν σπηλαίω αλόγων, βρέφος! Πως σπαργανούται και λικνίζεται εις τας αγίας αγκάλας της αγίας Παρθένου, ο αμήτωρ εκ Πατρός! «Μέγας, ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! «Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!...» (Ρωμ. 11,33 ). Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, καταφιλήσω το γλυκύτατον και μακάριον βρέφος νοερώς, ίνα με απαλλάξη από την αλογίαν των παθών μου.
17η. Ο Χριστός, μας επρόσταξε να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας εβδομηκοντάκις επτά της ημέρας, πόσον μάλλον Αυτός, η άβυσσος της συγχωρήσεως! Εάν ηδύνασο να μετρήσης τας σταγόνας της βροχής και τους κόκκους της άμμου, τότε θα ηδύνασο να μετρήσης μικρόν την άπειρον ευσπλαχνίαν ενός απείρου Θεού.
18η. Ας προσπέσωμεν εις την ουράνιον Άνασσαν, την άχραντον Θεοτόκον, την γοργοεπήκοον Κόρην, ίνα μας βοηθήση, «διότι ουδείς προστρέχων επ’ Αυτή εκπορεύεται κατησχυμμένος, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως». Μετά Θεόν Αυτή μόνη δύναται να μας βοηθήση, ας ελπίζωμεν και δεν θα καταισχυνθώμεν.
19η. Εύχομαι από καρδίας να υγιαίνης και να χαίρεσαι εις την ειρήνην της ψυχής, διότι η ειρήνη του Θεού ουκ έστι ει μη τόπος Θεού, ανάπαυσις, μακαριότης και θεία τροφή. Η ειρήνη του Θεού, η πάντα νουν υπερέχουσα, δίδεται εις τας ψυχάς, που αγωνίζονται, ως βραβείον και δωρεά βασιλική, ίδιον των τέκνων του Θεού. Δια να κατοικήση αύτη εις την ψυχήν του χριστιανού, χρειάζεται πρώτον ο κατά Θεόν κόπος, κόπος πνευματικής φύσεως και διάκρισις και συνείδησις λάμπουσα υπέρ ήλιον, ακατάγνωστος, ακατηγόρητος εις παν το οφειλόμενον ποιήσαι. Τότε η ψυχή αύτη λαμβάνει το πολύτιμον δώρον της «ειρήνης του Θεού» και εντρυφά και ως νύμφη συνδιαλέγεται με τον ωραιότατον Νυμφίον της Ιησούν περί της αιωνίου νυμφεύσεώς των και δια τα πνευματικά πλούτη του ουρανού, και ενώ ταύτα διαλογίζεται, αυξάνει η ειρήνη και καταλήγει εις γλυκύτατα δάκρυα! Η ειρήνη του Θεού είναι ο αρραβών του μελλοντικού γάμου μετά του σφαγιαζομένου Αρνίου. Ω ειρήνη Θεού, ελθέ και εις εμέ τον ταραχοποιόν, που δεν γνωρίζει το κάλλος σου! Ελθέ να δροσισθή η δόλια και κολασμένη ψυχή μου!
20η. Το Πανάγιον Πνεύμα, ο αγαθός Παράκλητος των θλιβομένων ψυχών, η δρόσος η ευφραίνουσα τας καιομένας καρδίας από την κάμινον των πειρασμών, Αυτό, παιδί μου, το νοερόν Πνεύμα, να γλυκάνη, να δροσίση, να ευφράνη, να φωτίση την ευλογημένην σου καρδίαν, ίνα βαστάζης το βάρος του καύσωνος των πυρακτωμένων του πονηρού βελών και τον παγετόν της νυκτός της στερήσεως της θείας χάριτος, έως να φθάσωμεν μίαν ημέραν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών.
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
11η. Θάρσει, παιδί μου, δια πολλών θλίψεων θα ανέλθωμεν εις το άπλετον θεϊκόν φως του Θαβωρίου όρους και εκεί θα ακούσωμεν τας θεϊκάς ομιλίας του ηγαπημένου μας Ιησού. «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου, η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεώ ζώντι» (Ψαλμ. 83,1 ). Ναι, ζωής χορηγός ο Θεός, ο Χριστός μας, «Εγώ ήλθον, ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωαν. 10,10 ). Ναι, ο Χριστός, η ζωή η αιώνιος, εύχομαι να ζη και να βασιλεύη εντός σου, ώστε να κράζης: «Αββά ο Πατήρ» (Μαρκ. 14,36 ). Ω, τι τερπνότερον Ιησού! Τις εγεύσατο Χριστόν και επεθύμησεν ετέραν αγάπην αμαρτωλήν! Ουδείς, διότι τόσον δραστική είναι αύτη η αγάπη, όπου εάν εκατόν χρόνους ζωήν θλίψεων διέλθη κανείς και αισθανθή κατόπιν, δι’ ολίγην ώραν την θείαν αγάπην, είναι αυτή ικανή να διασκεδάση όλας τας θλίψεις και να μείνη έκθαμβος ο άνθρωπος προ του θείου μεγαλείου.
12η. Ο Θεός από την άπειρον αγαθότητά Του, θέλοντας να μας μεταδώση τα άπειρα πνευματιλκά Του αγαθά, μας προκαλεί, μας προτρέπει να Του τα ζητώμεν, και θέλει να μας τα δώση, θέλει να κρούωμεν την θύραν του ελέους Του και εξάπαντος θέλει μας ανοιχθή. Ο Θεός ούτω θέλει να ποιώμεν, αλλά ο διάβολος, αυτό το αρχαίον κακόν, ο εχθρός του Θεού και ημών, τι κάνει δια να μη πιστεύη ο άνθρωπος εις τας προτροπάς του Θεού; Αυτός βάζει λογισμούς απιστίας, κατόπιν απελπισίας και απογνώσεως, δηλαδή να μη πιστεύη, ότι ο Θεός βεβαίως θα πραγματοποιήση τους θείους Του λόγους. Κατόπιν του λέγει: Είσαι αμαρτωλός, είσαι τέτοιος και τέτοιος, δεν εισακούεσαι, δεν σε προσέχει ο Θεός, όσο θέλεις φώναζε και ούτως ατονίζει την πίστιν και την θέλησιν.
13η. Δεν έχει ανάγκην ο Χριστός μας από ημάς, διότι έχει μυριάδας αγγέλους που λειτουργούν αμέμπτως, και δύναται δια του λόγου άλλας τόσας μυριάδας να παραστήση όντα αγιώτατα. Αλλά η άπειρος αγάπη Τον αναγκάζει να αδολεσχή με ημάς μη αισχυνόμενος την δυσωδίαν μας και τα έλκη μας. Λοιπόν την αγάπην αυτήν του Θεού ας αναμνησθώμεν εις πάσας τας στιγμάς του βίου μας, όπως τα ευτελή έργα μας, τα ποιώμεν μόνον και μόνον δια την αγάπην του Θεού. Σκεφθήτε ότι δεν εσταυρώθημεν δια τον Χριστόν μας, τον Σωτήρα μας, ενώ Αυτός δι’ ημάς τα εκτρώματα υπέστη σταυρικόν θάνατον δια την υπακοήν!
14η. Η Χάρις του Χριστού μας μαζί σου, παιδί μου, μέσα εις την ψυχήν σου, δια να σε φωτίζη και να σου αυξάνη την αγάπη Του, ώστε να κρατηθής κοντά Του, και να μη σε πάρη το ρεύμα της κοσμικότητος και εκπέσης του Θεού και χαθή η αθάνατος ψυχή σου, της οποίας αντάξιος δεν είναι όλος ο κόσμος. Η χάρις που σου ήλθε είναι ολίγη, οι άγιοι είχον πολλήν χάριν, δια να πληθυνθή, πρέπει να ταπεινωθής. Εάν υπερηφανευθής, θα φύγη και κατόπιν θα κλαις, προσοχή πολλή να ενθυμήσαι τας αμαρτίας σου και τα πάθη σου, δια να μη φυτρώση η κενοδοξία και φυγαδεύση την ευχήν.
15η. Η αγαθότης του Θεού κάποτε φαίνεται ως ράβδος που παιδεύει τον άνθρωπον προς το συμφέρον του, όταν δε ίδη ότι η ράβδος βαραίνει, αλλάζει τον τρόπον και γίνεται βακτηρία, η οποία ελαφρώνει το βάρος παρακαλούσα ούτω την ψυχήν του ανθρώπου, ώστε τα πάντα να γίνωνται προς ωφέλειαν και πνευματικήν πρόοδον. Όταν δεν υπάρχη πνευματική γνώσις νομίζει ο άνθρωπος ότι η ράβδος, «η παιδεία Κυρίου» θα τον σκοτώση και ότι ούτω θα διατελή, ενώ ο αγαθός Θεός συν τω πειρασμώ φέρει και την έκβασιν, δηλαδή το τέλος του πειρασμού. Ο άνθρωπος έχει διάκρισιν και κανονίζει πόσον σηκώνει επί παραδείγματος χάριν, ένα ζώον και δεν το φορτώνει περισσότερον. Πόσον μάλλον ο Θεός δεν θα επιφορτίση πειρασμόν μεγαλύτερον των δυνάμεών μας! Ουχί λοιπόν ο Θεός, αλλά η ολιγοψυχία μας μας οδηγεί εις την ανυπομονησίαν, ώστε να μας φαίνεται το φορτίον τόσον πολύ. Ενίοτε όμως εις ανθρώπους, που έχει επισκηνώσει πολλή υπερηφάνεια και οίησις, παραχωρεί ο Θεός πειρασμούς λίαν ισχυρούς, ίνα δια τούτων συντρίψη το αγέρωχον του φρονήματός των, αλλά εις τέλος ουκ εγκαταλείπει, το έλεός Του πάλιν ακολουθεί. Ω, πόσον αγαθός ο Θεός!
16η. «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Τι να είπω εγώ, ο ανάξιος και βρωμερός, δια το μεγαλείον των απείρων οικονομιών του υψίστου Θεού! Εκπλήττομαι και δεν δύναμαι να αντοφθαλμήσω εν τη θεωρία του μυστηρίου τούτου. Πως ο Θεός, εν σπηλαίω αλόγων, βρέφος! Πως σπαργανούται και λικνίζεται εις τας αγίας αγκάλας της αγίας Παρθένου, ο αμήτωρ εκ Πατρός! «Μέγας, ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! «Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!...» (Ρωμ. 11,33 ). Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, καταφιλήσω το γλυκύτατον και μακάριον βρέφος νοερώς, ίνα με απαλλάξη από την αλογίαν των παθών μου.
17η. Ο Χριστός, μας επρόσταξε να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας εβδομηκοντάκις επτά της ημέρας, πόσον μάλλον Αυτός, η άβυσσος της συγχωρήσεως! Εάν ηδύνασο να μετρήσης τας σταγόνας της βροχής και τους κόκκους της άμμου, τότε θα ηδύνασο να μετρήσης μικρόν την άπειρον ευσπλαχνίαν ενός απείρου Θεού.
18η. Ας προσπέσωμεν εις την ουράνιον Άνασσαν, την άχραντον Θεοτόκον, την γοργοεπήκοον Κόρην, ίνα μας βοηθήση, «διότι ουδείς προστρέχων επ’ Αυτή εκπορεύεται κατησχυμμένος, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως». Μετά Θεόν Αυτή μόνη δύναται να μας βοηθήση, ας ελπίζωμεν και δεν θα καταισχυνθώμεν.
19η. Εύχομαι από καρδίας να υγιαίνης και να χαίρεσαι εις την ειρήνην της ψυχής, διότι η ειρήνη του Θεού ουκ έστι ει μη τόπος Θεού, ανάπαυσις, μακαριότης και θεία τροφή. Η ειρήνη του Θεού, η πάντα νουν υπερέχουσα, δίδεται εις τας ψυχάς, που αγωνίζονται, ως βραβείον και δωρεά βασιλική, ίδιον των τέκνων του Θεού. Δια να κατοικήση αύτη εις την ψυχήν του χριστιανού, χρειάζεται πρώτον ο κατά Θεόν κόπος, κόπος πνευματικής φύσεως και διάκρισις και συνείδησις λάμπουσα υπέρ ήλιον, ακατάγνωστος, ακατηγόρητος εις παν το οφειλόμενον ποιήσαι. Τότε η ψυχή αύτη λαμβάνει το πολύτιμον δώρον της «ειρήνης του Θεού» και εντρυφά και ως νύμφη συνδιαλέγεται με τον ωραιότατον Νυμφίον της Ιησούν περί της αιωνίου νυμφεύσεώς των και δια τα πνευματικά πλούτη του ουρανού, και ενώ ταύτα διαλογίζεται, αυξάνει η ειρήνη και καταλήγει εις γλυκύτατα δάκρυα! Η ειρήνη του Θεού είναι ο αρραβών του μελλοντικού γάμου μετά του σφαγιαζομένου Αρνίου. Ω ειρήνη Θεού, ελθέ και εις εμέ τον ταραχοποιόν, που δεν γνωρίζει το κάλλος σου! Ελθέ να δροσισθή η δόλια και κολασμένη ψυχή μου!
20η. Το Πανάγιον Πνεύμα, ο αγαθός Παράκλητος των θλιβομένων ψυχών, η δρόσος η ευφραίνουσα τας καιομένας καρδίας από την κάμινον των πειρασμών, Αυτό, παιδί μου, το νοερόν Πνεύμα, να γλυκάνη, να δροσίση, να ευφράνη, να φωτίση την ευλογημένην σου καρδίαν, ίνα βαστάζης το βάρος του καύσωνος των πυρακτωμένων του πονηρού βελών και τον παγετόν της νυκτός της στερήσεως της θείας χάριτος, έως να φθάσωμεν μίαν ημέραν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
21η. Η αγάπη του Ιησού εύχομαι να πυρπολήση την καρδίαν σου και ως διψώσα έλαφος να τρέξης προς τας μοναχικάς πηγάς των πνευματικών υδάτων και να πίης και να κορεσθής νέκταρ ουράνιον, να γίνης όλος πνευματικός, όλος θείω έρωτι αφωσιωμένος εις την λατρείαν Εκείνου, που σε ηγάπησε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Μόνον εν τω Θεώ θα εύρης την όντως ευτυχίαν και χαράν, διότι είναι η πηγή των ο Θεός, ο αναλλοίωτος και αληθινός. Των γηϊνων η χαρά αποκτάται με πολύν κόπον και μόχθον και κατόπιν αποβαίνει βλαβερά και κολάσιμος. Όντως ματαιότης τα ανθρώπινα, ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, επελθών ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισε. Θέλεις να ζήσης ζωήν ευχάριστον και ήσυχον; Τας εντολάς του Θεού φύλαξον, φοβού τον Θεόν εις κάθε σου σκέψιν, εις κάθε σου λόγον και πράξιν, αρχή σοφίας και τέλος σοφίας φόβος Κυρίου. Όπως το λυχνάρι φέγγει τον δρόμον που περιπατώμεν, ούτω και ο φόβος του Θεού μας φέγγει νοητώς, να βλέπωμεν πως πρέπει να βαδίσωμεν τον δρόμον της σωτηρίας μας, ωσαύτως το λυχνάρι, μας προφυλάσσει από το να σκοντάψωμεν και να πέσωμεν, ούτω και ο φόβος του Θεού, μας λυτρώνει από τα εμπόδια της αμαρτίας και μας οδηγεί εις τον προορισμόν μας, όστις εστί η κατάκτησις του Θεού.
22α . Τι απολογίαν θα έχωμεν, όταν ο Χριστός μας δείξη τα τρυπημένα χέρια Του ή την λογχευμένην πλευράν Του ή την κεντημένην άχραντον κεφαλήν Του από τας ακάνθας ή τα ξηραμένα και πικραμένα χείλη Του από την χολήν και το όξος και θα μας είπη: «Δια σε, φιλτάτη ψυχή, όλα ταύτα έπαθα, δια την πολλήν αγάπην, που σου έχω, δείξον μοι και εσύ της προς Εμέ αγάπης σου τα στίγματα, όπως βάλω βάλσαμον εις τας ιδικάς Μου πληγάς». Τότε τέκνα μου, ημείς τι θα δείξωμεν; Την αχαριστίαν μας, την αμέλειάν μας, τον εγωϊσμόν μας, τας παρακοάς μας και το πλήθος των άλλων παθών; Και τότε αντί βαλσάμου, φαρμάκι θα Του θέσωμεν εις τα τραύματα της αγάπης Του! Εμπρός λοιπόν ας βιασθώμεν, από τώρα ας προσέχωμεν, ώστε να θέτωμεν βάλσαμον εις τας πληγάς Του και να κληθώμεν όντως τέκνα Του αγαπητά.
23η. «Ανερμήνευτον και ακατάληπτον το θείον». Την φύσιν του νοός μας την αγνοούμεν, δεν την βλέπομεν, και όμως ο νους διευθύνει τα πάντα του ανθρώπου, και θα ιδή ο πεπερασμένος νους τον άπειρον Νουν, τον Θεόν, για να τον πιστεύση; Ο Θεός είναι πάνω από πνεύμα, πάνω από κάθε τι που μπορεί να σκεφθή ο άνθρωπος. «Ω, βάθος σοφίας και γνώσεως Θεού»!
24η. Έχω και εγώ, παιδί μου, το φιλάσθενον σώμά μου ως σκόλοπα εις τον δρόμον μου, δεν με αφήνει να βαδίσω και μένω οπίσω, έως ότου να γίνη ίλεως ο Θεός τη ασθενεία μου. Όλα τα γεννά η αμαρτία, αλλά ο Θεός από αγαθότητα και αυτάς τας παιδεύσεις των αμαρτιών τας μετακεντρίζει προς συγχώρησιν, αλλά και ως μέσα παρρησίας προς Αυτόν. Ω, πόση η αγάπη του Θεού επί του ανθρώπου! Τις δύναται να αντοφθαλμήση εις τον ωκεανόν αυτόν της αγάπης! Κλαυθμυρίζει ως βρέφος, όταν φωτισθή ο νους και ίδη μικρόν, πόσον τον αγαπά ο Θεός. Αλλά όμως, πόσος κόπος πρέπει να προηγηθή, δια να του δοθή αυτός ο φωτισμός! Διότι είναι δωρεά άνωθεν προερχομένη, από τον Πατέρα των φώτων, ως δρόσος, ως τέρψις, ως μία γλυκεία ημέρα έρχεται εις την καιομένην ψυχήν από τας ταλαιπωρίας των ποικίλων δοκιμασιών.
25η. Ο άνθρωπος παρεγνώρισε τον εαυτού Πατέρα, αυτόν τον ύψιστον Θεόν, ο Οποίος τον παρήγαγεν εις άνθρωπον εκ του μηδενός. Αχ! Πόσον κακόν ήτο αύτη η παραγνώρισις! Αυτή εστιν η αιτία όλων των ανθρωπίνων δεινών, η πρώτη παράβασις των πρωτοπλάστων. Και η αμετανόητος αυτών αμαρτία της παρακοής, επέφερεν εις τα τέκνα αυτών, εις ημάς, όλα τα κακά αποτελέσματα και τρυγώμεν τας ακάνθας και τους τριβόλους των ποικίλων δεινών. «Θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2,17 ). Ο θάνατός εστι η φθορά εκ της αφθαρσίας, με όλα τα ιδιώματα αυτής: Ασθένειαι, θλίψεις, δυστυχίαι, πόνοι κ.λ.π.
Αλλά ο αγαθός Θεός, δεν παρέβλεψε το ίδιον πλάσμα, αλλά δια του σταυρικού θανάτου του Υιού Αυτού, εδόθη χάρις, «χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. 2,5 ).
Καθώς ο κακός δαίμων, ως εργαλείον προς απάτην μετεχειρίσθη τον φρόνιμον όφιν, ούτω και ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενεδύθη την ανθρωπίνην φύσιν προς «απάτην». Ω, Κύριε Ιησού, το φως της εσκοτισμένης μου ψυχής, το σκότος της ζωής μου, πόσον μεγάλη έγινεν η ενοχή παρελθόντος του χρόνου! Μία παρακοή και κατέληξε να κατεβάση τον Θεόν και που να Τον φέρη; Να κρεμασθή επί Γολγοθά! Και η μικρά γεύσις του απηγορευμένου καρπού να πληρωθή με ένα φρικτόν δράμα ενός Θεανθρώπου! Ω, πόσον αγαπά ο Θεός τον άνθρωπον! Θαρσείτε λοιπόν συναμαρτωλοί, επί τη μετανοία ημών, «και αν ώσι αι αμαρτίαι ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, και εάν ώσι ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ» (Ησαϊα 1,18 ). «Καθ΄ όσον απέχουσι ανατολαί από δυσμών εμάκρυνεν αφ΄ ημών τας ανομίας ημών» (Ψαλμ. 102,12 ). Λοιπόν, παιδί μου, ας προσκολληθώμεν εν αγάπη προς τον τοιούτον ελεήμονα Θεόν. Αμήν.
26η. Ναι, παιδί μου, ο Ιησούς και μόνον θα σου γίνη το παν. Έχε εις Εκείνον το θάρρος, όπου είπε: «Ου μη σε ανώ, ου δ΄ ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5 ). Ποτέ μη χάνης το θάρρος σου. Πάντοτε να στέκεσαι υψηλά με καύχησιν τον Ιησούν και με υπερηφάνειαν το «μηδέν» σου. Όταν σε σηκώνη υψηλά, συ πίπτε κάτω υπό την γην, όταν σε κατεβάζη εις την κόλασιν, εις απελπισίαν, συ πέτα εις τον ουρανόν της χάριτος. Αυτό το παιχνίδι να του κάνης του διαβόλου. Μη τον φοβήσαι. Χριστόν ενδέδυσαι. Χριστού είσαι κληρονομία, εν τοις ηγιασμένοις ετάχθης. Πολλά ακόμη θα υποφέρης, όπως φανή το μέτρον της αγάπης σου προς Εκείνον που αφιερώθης. Μηδεμίαν καύχησιν παραδέχου υπό του σατανά υποβαλλομένην, αλλά συνεχώς κατηγόρει τον εαυτόν σου, διότι αυτός ο αλιτήριος με τα άτιμα πάθη, μας έκανε μολυσμένους και ποία καύχησις αρμόζει εις ημάς; Μόνον κλαυθμός και ποταμός δακρύων μας χρειάζονται, όπως αποπλύνωμεν τους ρύπους και τα έλκη μας. Ενθυμού την ταπείνωσιν του Εσταυρωμένου: «Μάθετε απ΄ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Μόνον εν τη κατακτήσει της αληθούς ταπεινώσεως, θα εύρωμεν γαλήνην και ειρήνην εις την τρικυμιώδη κατάστασιν της ψυχής μας.
27η. Ο άνθρωπος δια τας αμαρτίας του υποφέρει, και όμως η αγαθότης του Θεού, τους πόνους, που εγέννησεν η αμαρτία, τους λογίζεται ως εργασίαν πνευματικήν και δίδει βραβεία και μισθούς. Πώς να μη αγαπήσωμεν έναν τοιούτον Θεόν και να μη δώσωμεν όλην μας την ζωήν εις την λατρείαν Του! Δυστυχώς όμως, παρ΄ όλα αυτά, ημείς Τον ξεχνούμεν, εγώ πρώτος, δια τούτο και παραβαίνομεν τας εντολάς Του, διότι εάν ενεθυμούμεθα τον Θεόν, θα ενεθυμούμεθα και τι διατάζει ο Θεός και ο φόβος προς Αυτόν θα μας καθιστά νομοταγείς και προσεκτικούς. Θα ενεθυμούμεθα την κρίσιν, την γέενναν του πυρός, και θα εχύναμε δάκρυα μετανοίας, καθ΄ όσον μακράν υπάρχομεν δακρύων και πένθους, τόσον υπάρχομεν προσκεκολλημένοι εις τα γήϊνα και φθαρτά. Η μέριμνα των άνω γεννά τον πόθον της κληρονομίας αυτών, δηλαδή των αιωνίων αγαθών και η αγαθή αύτη μέριμνα, μας αποσπά από την εφάμαρτον προσκόλλησιν επί των φθειρομένων προσκαίρων αγαθών. Δώη ημίν Κύριος ο Θεός σύνεσιν αγαθήν, όπως τακτοποιήσωμεν το θάμα της ψυχής μας, πριν ή φύγωμεν δια τον άλλον κόσμον.
28η. Εύχομαι εκ καρδίας, ίνα η αγάπη του Ιησού Χριστού χυθή πλουσίως εις τας καρδίας σας και δια της χάριτος Αυτού αξιωθήτε να βιώσητε εν αγνότητι ψυχής και σώματος πάσας τας ημέρας της ζωής υμών. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν. 13,35 ). Ούτως ελάλησεν η ζωηφόρος πηγή, ο Χριστός μας. Και πάλιν, «καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ΄ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς εάν μη εν εμοί μείνητε. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα, ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν» (Ιωαν. 15,4-5 ). Δια τοιούτων υπερόχων εικόνων, ο γλυκύτατος Ιησούς, μας διδάσκει ότι, εάν δεν μείνωμεν πλησίον Του, αδύνατον είναι να καρποφορήσωμεν καρπόν ζωής αιωνίου. Και δια να ευρισκώμεθα πλησίον Του, οφείλομεν να Τον πλησιάσωμεν, δια της εφαρμογής των θείων Αυτού εντολών. Αι εντολαί Του δεν είναι βαρείαι, αλλά η ραθυμία και το αταπείνωτον της ψυχής μας, καθιστά την υπόθεσιν των εντολών δυσβάστακτον φορτίον, ενώ δι΄ αυτών των ιδίων ο Χριστός, μας έχει εξασφαλίσει το κράτος της ευτυχίας και της ειρήνης. Η αγάπη, όταν θέση τον θρόνον της εις την ψυχήν, χαρίζει την ωραιοτέραν πνευματικήν Άνοιξιν. Τα πάντα γελούν από την αύραν της δροσεράς ευωδίας της, διότι πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει, πάντα ελπίζει, ου λογίζεται το κακόν, δεν πονηρεύεται, όλα τα βλέπει με απλούν οφθαλμόν, η αγάπη όλα τα σκεπάζει, δια τούτο της εδόθη το βραβείον: Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Όταν κάποιος αγαπά ένα πρόσωπον με λατρείαν, νύκτα και ημέρα αυτό σκέπτεται, αυτό φαντάζεται, δι΄ αυτό και μόνον ζη. Δεν υπάρχει στιγμή που να μη περάση από την σκέψιν του και να μη σταλάξη την γλυκύτητα της ελπιδοφόρου προσμονής και αγάπης εις την καρδίαν του. Με τον τρόπον αυτόν επικοινωνεί με το αγαπώμενον πρόσωπον αδιαλείπτως. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οφείλομεν και ημείς να διατελώμεν μετά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και δεν επιτρέπεται να αγαπήσωμεν άλλο πρόσωπον και να προσφέρωμεν την αγάπην μας αλλού, είτε εις γονείς και συγγενείς είτε ακόμη εις κάποιον αδελφόν της συνοδείας, την οποίαν χαρακτηρίζουν οι πατέρες ως μερικήν φιλίαν. Όλα τα ανωτέρω θεωρούνται είδη πνευματικής μοιχείας, διότι η ψυχή ανταλλάσει αιωνίαν αγάπην Νυμφίου αμώμου και ασπίλου μετά προσώπων γηϊνων και φθαρτών. Ταπεινωθήτε, τέκνα μου, εάν θέλετε να μη παραχωρηθήτε από τον Θεόν να πέσετε εις πειρασμούς. Αναλόγως με την υπερηφάνειαν που έχομεν και οι πειρασμοί θα μας ακολουθούν, δεν θα παύσουν οι πειρασμοί, έως ότου ταπεινωθώμεν εν γνώσει και αισθήσει της ψυχής μας.
29η. Δέκα ήσαν οι λεπροί, που διηγείται το ιερόν Ευαγγέλιον και τους δέκα εκαθάρισεν το θείον λουτρόν, η προσταγή του ζώντος Λόγου του Θεού, αλλά εις επέστρεψε, να αποδώση λόγον ευχαριστίας προς τον Μέγαν Ευεργέτην, και ερωτά η Αυτοαλήθεια, ο Ιησούς: «Ουχί δέκα εκαθαρίσθησαν; Οι δε εννέα που; Ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ;» (Λουκ. 17,17 ). Δια τούτο εις πάσαν ευτυχίαν, αλλά και εις την επιφοράν της δυστυχίας, εις την καλήν υγείαν, συνάμα και εις την συνάντησιν της ασθενείας, εις την καλήν χαράν, αλλά και εις την λύπην, χρεωστούμεν πάντοτε να στέλλωμεν το ευώδες θυμίαμα, την ευχαριστίαν μας, εμπρός εις τον θρόνον του Θεού, ως αχρείοι δούλοι, ελεηθέντες τιμίω αίματι του Χριστού. «Χριστέ μας, καλέ μας Θεέ, δώσε μας το χάρισμα της ευχαριστίας, ίνα μη καταδικασθώμεν περισσότερον, μας φθάνει η άλλη ενοχή των ποικίλων αμαρτιών μας».
30η. Μη φοβού τίποτε, ει μη τον Θεόν. Έχε τον φόβον του Θεού ωσάν λυχνάρι και αυτός θα σου φωτίζη τον δρόμον, πως ακριβώς να περιπατής, διότι χωρίς φόβον Θεού, συνείδησιν καθαράν δεν δυνάμεθα να δημιουργήσωμεν, ούτε εξαγόρευσιν ειλικρινή δυνάμεθα να κάνωμεν, ούτε σοφίαν πνευματικήν ποτέ θα αποκτήσωμεν, διότι αρχή σοφίας και τέλος σοφίας φόβος Κυρίου.
31η. Ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου, μας επανέφερεν εις την προτέραν μας υιοθεσίαν, καθ΄ ην τα τέκνα του Θεού βοούν, «Αββά ο Πατήρ» (Μαρκ. 14,36 ).
Αι αλγηδόνες αι τρομεραί του Κυρίου, μας ηξίωσαν να γίνωμεν τέκνα Θεού, κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού! Πόσης ευφροσύνης πληρούμαι, όταν συλλογισθώ ότι είμαι παιδί του Θεού και ότι ο αγαθός Πατήρ, μου έχει ητοιμασμένον τόπον αμυθήτου αναπαύσεως και ευτυχίας!
«Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νίκος;» Ποίαν χαράν αισθάνεται ο χριστιανός όταν αναλογισθή ότι, όταν έλθη η ώρα, να κλείσουν τα αισθητά αυτά μάτια, ευθύς θα ανοίξουν τα της ψυχής και θα ίδη νέον κόσμον, νέα όντα, νέα δημιουργήματα, ασυγκρίτως ανώτερα, άφθαρτα, αιώνια! Η ουράνιος βασιλεία δεν είναι βρώσις και πόσις, αλλά πνευματική αμβροσία αγίας αγάπης Θεού, ευφροσύνη αιώνιος, χαρά ανεκλάλητος. «Όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ΄ εμού, ίνα θεωρώσιν την δόξαν την εμήν» (Ιωαν. 17,24 ). Ω βάθος άπειρον αγάπης Θεού! Πόσον ετίμησε τον ταλαίπωρον τον άνθρωπον, όπου τον ανεβίβασεν μέχρι αυτού του Θεού και του εχάρισεν αιώνιον δόξαν και ευτυχίαν! Ημείς λοιπόν δια μίαν ολιγοχρόνιον αμαρτωλήν ηδονήν, θα υστερηθώμεν μιας τοιαύτης δόξης και ευτυχίας; Ο Θεός να λυπηθή όλους τους χριστιανούς και να τους φωτίση εις οδόν σωτηρίας και μετανοίας. Αμήν, Παναγία μου!
32η. Εάν κανείς μελετήση τον Εσταυρωμένον και εισχωρήση εις το μυστήριον της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον, βλέπει πόσα υπέμεινε προσωπικά δια τον καθένα ο Κύριος. Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων! Ο άνθρωπος όμως δεν ευρέθη αντάξιος αυτής της μεγάλης και απεράντου αγάπης. Kάμνομεν κάτι και βλέπεις τον εγωϊσμόν να ξεπηδά ωσάν να εποιήσαμε τον ουρανόν και την γην, ο δε Θεός εποίησε τα πάντα εκ του μη όντος, και όμως εταπείνωσε τόσον πολύ τον εαυτόν Του! Η ευσπλαγχνία του Θεού δεν έχει όρια και ευτυχής ο άνθρωπος εκείνος, που δια της συνέσεως προσήγγισε εις το να αναγνωρίση την αγάπην του Θεού. Δι΄ ένα χοϊκόν, δι΄ ένα παρήκοον και ανυπότακτον, δι΄ ένα άνθρωπον, ο οποίος έγινε έρμαιον των παθών και των δαιμόνων, κατέβηκε Αυτός ο Υιός του Θεού και εκρεμάσθη επάνω εις τον Σταυρόν! Παραπλεύρως βλέπομεν την ιδικήν μας νωθρότητα, ψυχρότητα, ασυμπάθειαν, ενώ αντιθέτως ο Θεός ποικιλοτρόπως, μας δείχνει την πρόνοιάν Του και την αγάπην Του. Πραγματικά ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριον. Απέραντος, απεριόριστος η υπομονή του Θεού! Τι δεν ακούει και τι δεν βλέπει μέσα εις τον κάθε άνθρωπον! Ημείς βλέπομεν μίαν αγνωμοσύνην ενός ανθρώπου ιδικού μας, τον βλέπομεν να φέρεται σκληρά, αχάριστα, απάνθρωπα, ανελεήμονα, βλέπομεν ότι δεν μας λέγει τουλάχιστον ένα ευχαριστώ και το έχομεν παράπονον μέσα μας. Πόσα παράπονα ημπορεί να κάνη ο Θεός εις ημάς τους ανθρώπους, οι οποίοι είμεθα απέναντί Του σκληροί και απαίσιοι; Ο κάθε άνθρωπος εις αυτόν τον κόσμον, ολίγον ή πολύ ο καθένας μας είναι αχάριστος. Μας τρέφει, μας ενδύει, μας φρουρεί, μας έχει δώσει άγγελον φύλακα, μας τρέφει με τα άγια μυστήριά Του, με την Σάρκα Του και το Αίμα Του, μας έχει ετοιμάσει απέραντον βασιλείαν, μας ανέχεται παραστρατούντας, μας δέχεται μετανοούντας. Τον βλασφημούμεν, ασεβούμεν, Τον υβρίζομεν, Τον καταφρονούμεν, και Αυτός μακροθυμεί και ανέχεται, μας περιμένει. Ημείς δε σαν να Τον έχωμεν υπόχρεον τον Θεόν, ούτε καν περνά από την μνήμην μας ο φόβος του Θεού, ο σεβασμός μας προς Αυτόν, η ευλάβεια που πρέπει να έχωμεν έμπροσθεν εις την μνήμην και την παρουσίαν Του, να κύπτωμεν την κεφαλήν προσκυνούντες τον μέγαν Αυτόν Θεόν, τον πολυθαύμαστον και ανέκφραστον και ανεξιχνίαστον, τον απεριόριστον και γλυκύτατον Θεόν. Αν είχαμε μύρια στόματα ο καθένας, δεν θα ημπορούσαμε να Τον εξυμνήσωμεν αξίως και πρεπόντως, έναντι των απείρων Αυτού προς ημάς δωρεών! Δια τούτο ο Απ. Παύλος μετά από τας αλλεπαλλήλους εκστάσεις και θεωρίας και απολαύσεις Θεού, ερχόμενος πολλάκις προς θαυμασμόν, εξεφώνει εκείνους τους αθανάτους λόγους: «Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού!» (Ρωμ. 11,33 ). Τις έγνω νουν Κυρίου; ή τις σύμβουλος Αυτού εγένετο; Ποίος ημπορεί να γνωρίση το πώς εργάζεται ο άπειρος Νους, τόσον εις τον ουράνιον κόσμον, όσον και εις τον επίγειον και τον καταχθόνιον; Σκεφθήτε, ακόπως, χωρίς μόχθον, να τρέφη παν ζώον, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα κτήματα, τα ερπετά, τα θαλασσινά, τα μικρόβια, τα εκατομμύρια ζωϊκά πλάσματα, δι΄ όλα φροντίζει, δι΄ όλα μεριμνά! «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς Σου» (Ψαλμ. 91,5 ), είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν! Γενηθήτω φως, και εγένετο φως, γενηθήτω η γη, και εγένετο η γη, γενηθήτωσαν αστέρες, ήλιος και σελήνη, τα άστρα, και εγένοντο αυτά τα φοβερά δημιουργήματα, τα σώματα αυτά, οι κολοσσοί αυτοί, εις τον αέρα κρεμάμενα και κινούμενα, απέραντα, τα οποία φωτίζουν και καλλωπίζουν τον ουρανόν, όλα εγένοντο με ένα λόγον του Θεού! Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν, εν ημίν, ο Λόγος του Πατρός. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωαν. 1,1 ), ήλθε και έλαβε σάρκα και έγινεν άνθρωπος και ο κόσμος δι΄ Αυτού εγένετο και Αυτός έκανε τον κόσμον! Μας έδωκε εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι. Ήλθεν εις τα πλάσματά Του και αυτά δεν Τον εδέχθησαν. Σκεφθήτε τώρα, να έχη κάνει τον κόσμον, να έχη κάνει τους ανθρώπους, και αυτοί ψυχροί και αναίσθητοι να μη Τον δεχθούν. Ήλθε σαν ξένος, εξενοδοχείτο επάνω εις το στρώμα του Σταυρού και κρεμάμενος επί ξύλου, εξενοδοχείτο μέσα εις ένα τάφον, η γη εσείσθη, το καταπέτασμα εσχίσθη, ο ήλιος εσκοτίσθη, το σύμπαν εδονείτο! Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών! Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος ποτέ θα εξαρκέση να σε υμνολογήση πρεπόντως. Ο Λόγος σαρξ εγένετο. Τι μεγαλείον κρύπτει! Ο Θεός εγένετο άνθρωπος, συγκατέβη από τους ουρανούς, ο Θεός ο ασώματος, το Πνεύμα το άπειρον, το ακατάληπτον, ήλθε και εσκήνωσε μέσα εις την ανθρωπίνην φύσιν, ίνα σώση αυτήν γενόμενος δούλος, ίνα της δουλείας ημάς απαλλάξη, έγινεν άνθρωπος, δια να γίνωμεν ημείς θεοί κατά χάριν, Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες! Εγενήθημεν λαός περιούσιος, έθνος άγιον, ιεράτευμα Θεού, δια της ελεύσεως του θείου Τόκου! Ο θείος Λόγος, ο ζων, ο βασιλεύων, ο περιέπων την κτίσιν, ο Λόγος ο Μονογενής, ο Λόγος του Θεού, η απέραντος γλυκύτης της υπάρξεως του Θεού, το μεγαλείον, το υμνολόγημα των μαρτύρων, των οσίων η υπομονή, των καθαρών ψυχών ο μοναδικός Νυμφίος. Και όσοι έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλά εκ του Θεού εγεννήθησαν. Αυτοί που θα σωθούν, δεν είναι από το θέλημα της σαρκός και της επιθυμίας, αλλά από Θεού εγεννήθησαν και αυτοί θα βασιλεύσουν κοντά Του. Ελάβομεν χάριν αντί χάριτος. Ο Νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού. Μας έδωκε τον δεκάλογον, μας έδωκε παραγγελίας εις την νέαν χάριν του Ευαγγελίου και αντί χάριτος που Του οφείλαμεν, μας έδωκε έτι χάριν! Και εκ του πληρώματος ημείς ελάβομεν χάριν αντί χάριτος, δεν υστερήθη ο Θεός δίδοντας εις ημάς τα μεγαλεία Του, αλλά εκ του περισσεύματος ο Θεός έδωκε, δεν εμειώθη δίδοντας και δημιουργώντας τον κόσμον όλον, αλλά πεπληρωμένος ο Θεός, ο απειροτέλειος, εδημιούργησε τον άνθρωπον και τους αγγέλους, ίνα υπάρχουν και άλλα όντα, να εντρυφούν εις Αυτόν, να γίνουν μακάρια και άλλα πνεύματα, και άλλες ψυχές και άλλες οντότητες αυτεξούσιες. Όχι δούλοι, όχι υποτεταγμένοι, ελεύθεροι να υποταχθούν, ελευθέρως να Τον δοξάσουν. Δεν θέλω δουλείαν, λέγει ο Θεός, δεν θέλω ωσάν τα ζώα που υποδουλώνονται εις τον άνθρωπον και φέρονται όπου αυτός θέλει, ελευθέραν βούλησιν θέλω, τόσον μεγαλύτερον το μεγαλείον του Θεού. Τι έχασαν οι δαίμονες αποστατήσαντες από ένα τοιούτον απέραντον, γλυκύτατον, ανέκφραστον Θεόν! Τι εζημιώθη το κράτος του Θεού από την ανυποταξίαν του εωσφόρου; Μηδέν. Ο Θεός είναι ανενδεής. Ο Θεός δεν έχει ανάγκην από κανένα, ημείς έχομεν ανάγκην του Θεού, δωρεάν σώζει τον άνθρωπον. Ο Θεός είναι τέλειος, ακατάληπτος, ευλογημένος εις τους αιώνας των αιώνων. Ήλθε και έσωσεν ημάς δωρεάν. Του οφείλομεν όλο το είναι μας, και αν το δώσωμεν αυτό, δεν εκάναμε τίποτε, εκάναμε απλώς ένα καθήκον μας. Είναι ο Δημιουργός μας, είναι ο Σωτήρας μας, είναι Εκείνος ο Οποίος, μας έσωσε.
Περί Αγάπης και Ταπεινώσεως Θεού,
και περί Χάριτος και Φόβου Θεού.
21η. Η αγάπη του Ιησού εύχομαι να πυρπολήση την καρδίαν σου και ως διψώσα έλαφος να τρέξης προς τας μοναχικάς πηγάς των πνευματικών υδάτων και να πίης και να κορεσθής νέκταρ ουράνιον, να γίνης όλος πνευματικός, όλος θείω έρωτι αφωσιωμένος εις την λατρείαν Εκείνου, που σε ηγάπησε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Μόνον εν τω Θεώ θα εύρης την όντως ευτυχίαν και χαράν, διότι είναι η πηγή των ο Θεός, ο αναλλοίωτος και αληθινός. Των γηϊνων η χαρά αποκτάται με πολύν κόπον και μόχθον και κατόπιν αποβαίνει βλαβερά και κολάσιμος. Όντως ματαιότης τα ανθρώπινα, ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, επελθών ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισε. Θέλεις να ζήσης ζωήν ευχάριστον και ήσυχον; Τας εντολάς του Θεού φύλαξον, φοβού τον Θεόν εις κάθε σου σκέψιν, εις κάθε σου λόγον και πράξιν, αρχή σοφίας και τέλος σοφίας φόβος Κυρίου. Όπως το λυχνάρι φέγγει τον δρόμον που περιπατώμεν, ούτω και ο φόβος του Θεού μας φέγγει νοητώς, να βλέπωμεν πως πρέπει να βαδίσωμεν τον δρόμον της σωτηρίας μας, ωσαύτως το λυχνάρι, μας προφυλάσσει από το να σκοντάψωμεν και να πέσωμεν, ούτω και ο φόβος του Θεού, μας λυτρώνει από τα εμπόδια της αμαρτίας και μας οδηγεί εις τον προορισμόν μας, όστις εστί η κατάκτησις του Θεού.
22α . Τι απολογίαν θα έχωμεν, όταν ο Χριστός μας δείξη τα τρυπημένα χέρια Του ή την λογχευμένην πλευράν Του ή την κεντημένην άχραντον κεφαλήν Του από τας ακάνθας ή τα ξηραμένα και πικραμένα χείλη Του από την χολήν και το όξος και θα μας είπη: «Δια σε, φιλτάτη ψυχή, όλα ταύτα έπαθα, δια την πολλήν αγάπην, που σου έχω, δείξον μοι και εσύ της προς Εμέ αγάπης σου τα στίγματα, όπως βάλω βάλσαμον εις τας ιδικάς Μου πληγάς». Τότε τέκνα μου, ημείς τι θα δείξωμεν; Την αχαριστίαν μας, την αμέλειάν μας, τον εγωϊσμόν μας, τας παρακοάς μας και το πλήθος των άλλων παθών; Και τότε αντί βαλσάμου, φαρμάκι θα Του θέσωμεν εις τα τραύματα της αγάπης Του! Εμπρός λοιπόν ας βιασθώμεν, από τώρα ας προσέχωμεν, ώστε να θέτωμεν βάλσαμον εις τας πληγάς Του και να κληθώμεν όντως τέκνα Του αγαπητά.
23η. «Ανερμήνευτον και ακατάληπτον το θείον». Την φύσιν του νοός μας την αγνοούμεν, δεν την βλέπομεν, και όμως ο νους διευθύνει τα πάντα του ανθρώπου, και θα ιδή ο πεπερασμένος νους τον άπειρον Νουν, τον Θεόν, για να τον πιστεύση; Ο Θεός είναι πάνω από πνεύμα, πάνω από κάθε τι που μπορεί να σκεφθή ο άνθρωπος. «Ω, βάθος σοφίας και γνώσεως Θεού»!
24η. Έχω και εγώ, παιδί μου, το φιλάσθενον σώμά μου ως σκόλοπα εις τον δρόμον μου, δεν με αφήνει να βαδίσω και μένω οπίσω, έως ότου να γίνη ίλεως ο Θεός τη ασθενεία μου. Όλα τα γεννά η αμαρτία, αλλά ο Θεός από αγαθότητα και αυτάς τας παιδεύσεις των αμαρτιών τας μετακεντρίζει προς συγχώρησιν, αλλά και ως μέσα παρρησίας προς Αυτόν. Ω, πόση η αγάπη του Θεού επί του ανθρώπου! Τις δύναται να αντοφθαλμήση εις τον ωκεανόν αυτόν της αγάπης! Κλαυθμυρίζει ως βρέφος, όταν φωτισθή ο νους και ίδη μικρόν, πόσον τον αγαπά ο Θεός. Αλλά όμως, πόσος κόπος πρέπει να προηγηθή, δια να του δοθή αυτός ο φωτισμός! Διότι είναι δωρεά άνωθεν προερχομένη, από τον Πατέρα των φώτων, ως δρόσος, ως τέρψις, ως μία γλυκεία ημέρα έρχεται εις την καιομένην ψυχήν από τας ταλαιπωρίας των ποικίλων δοκιμασιών.
25η. Ο άνθρωπος παρεγνώρισε τον εαυτού Πατέρα, αυτόν τον ύψιστον Θεόν, ο Οποίος τον παρήγαγεν εις άνθρωπον εκ του μηδενός. Αχ! Πόσον κακόν ήτο αύτη η παραγνώρισις! Αυτή εστιν η αιτία όλων των ανθρωπίνων δεινών, η πρώτη παράβασις των πρωτοπλάστων. Και η αμετανόητος αυτών αμαρτία της παρακοής, επέφερεν εις τα τέκνα αυτών, εις ημάς, όλα τα κακά αποτελέσματα και τρυγώμεν τας ακάνθας και τους τριβόλους των ποικίλων δεινών. «Θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2,17 ). Ο θάνατός εστι η φθορά εκ της αφθαρσίας, με όλα τα ιδιώματα αυτής: Ασθένειαι, θλίψεις, δυστυχίαι, πόνοι κ.λ.π.
Αλλά ο αγαθός Θεός, δεν παρέβλεψε το ίδιον πλάσμα, αλλά δια του σταυρικού θανάτου του Υιού Αυτού, εδόθη χάρις, «χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. 2,5 ).
Καθώς ο κακός δαίμων, ως εργαλείον προς απάτην μετεχειρίσθη τον φρόνιμον όφιν, ούτω και ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενεδύθη την ανθρωπίνην φύσιν προς «απάτην». Ω, Κύριε Ιησού, το φως της εσκοτισμένης μου ψυχής, το σκότος της ζωής μου, πόσον μεγάλη έγινεν η ενοχή παρελθόντος του χρόνου! Μία παρακοή και κατέληξε να κατεβάση τον Θεόν και που να Τον φέρη; Να κρεμασθή επί Γολγοθά! Και η μικρά γεύσις του απηγορευμένου καρπού να πληρωθή με ένα φρικτόν δράμα ενός Θεανθρώπου! Ω, πόσον αγαπά ο Θεός τον άνθρωπον! Θαρσείτε λοιπόν συναμαρτωλοί, επί τη μετανοία ημών, «και αν ώσι αι αμαρτίαι ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, και εάν ώσι ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ» (Ησαϊα 1,18 ). «Καθ΄ όσον απέχουσι ανατολαί από δυσμών εμάκρυνεν αφ΄ ημών τας ανομίας ημών» (Ψαλμ. 102,12 ). Λοιπόν, παιδί μου, ας προσκολληθώμεν εν αγάπη προς τον τοιούτον ελεήμονα Θεόν. Αμήν.
26η. Ναι, παιδί μου, ο Ιησούς και μόνον θα σου γίνη το παν. Έχε εις Εκείνον το θάρρος, όπου είπε: «Ου μη σε ανώ, ου δ΄ ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5 ). Ποτέ μη χάνης το θάρρος σου. Πάντοτε να στέκεσαι υψηλά με καύχησιν τον Ιησούν και με υπερηφάνειαν το «μηδέν» σου. Όταν σε σηκώνη υψηλά, συ πίπτε κάτω υπό την γην, όταν σε κατεβάζη εις την κόλασιν, εις απελπισίαν, συ πέτα εις τον ουρανόν της χάριτος. Αυτό το παιχνίδι να του κάνης του διαβόλου. Μη τον φοβήσαι. Χριστόν ενδέδυσαι. Χριστού είσαι κληρονομία, εν τοις ηγιασμένοις ετάχθης. Πολλά ακόμη θα υποφέρης, όπως φανή το μέτρον της αγάπης σου προς Εκείνον που αφιερώθης. Μηδεμίαν καύχησιν παραδέχου υπό του σατανά υποβαλλομένην, αλλά συνεχώς κατηγόρει τον εαυτόν σου, διότι αυτός ο αλιτήριος με τα άτιμα πάθη, μας έκανε μολυσμένους και ποία καύχησις αρμόζει εις ημάς; Μόνον κλαυθμός και ποταμός δακρύων μας χρειάζονται, όπως αποπλύνωμεν τους ρύπους και τα έλκη μας. Ενθυμού την ταπείνωσιν του Εσταυρωμένου: «Μάθετε απ΄ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Μόνον εν τη κατακτήσει της αληθούς ταπεινώσεως, θα εύρωμεν γαλήνην και ειρήνην εις την τρικυμιώδη κατάστασιν της ψυχής μας.
27η. Ο άνθρωπος δια τας αμαρτίας του υποφέρει, και όμως η αγαθότης του Θεού, τους πόνους, που εγέννησεν η αμαρτία, τους λογίζεται ως εργασίαν πνευματικήν και δίδει βραβεία και μισθούς. Πώς να μη αγαπήσωμεν έναν τοιούτον Θεόν και να μη δώσωμεν όλην μας την ζωήν εις την λατρείαν Του! Δυστυχώς όμως, παρ΄ όλα αυτά, ημείς Τον ξεχνούμεν, εγώ πρώτος, δια τούτο και παραβαίνομεν τας εντολάς Του, διότι εάν ενεθυμούμεθα τον Θεόν, θα ενεθυμούμεθα και τι διατάζει ο Θεός και ο φόβος προς Αυτόν θα μας καθιστά νομοταγείς και προσεκτικούς. Θα ενεθυμούμεθα την κρίσιν, την γέενναν του πυρός, και θα εχύναμε δάκρυα μετανοίας, καθ΄ όσον μακράν υπάρχομεν δακρύων και πένθους, τόσον υπάρχομεν προσκεκολλημένοι εις τα γήϊνα και φθαρτά. Η μέριμνα των άνω γεννά τον πόθον της κληρονομίας αυτών, δηλαδή των αιωνίων αγαθών και η αγαθή αύτη μέριμνα, μας αποσπά από την εφάμαρτον προσκόλλησιν επί των φθειρομένων προσκαίρων αγαθών. Δώη ημίν Κύριος ο Θεός σύνεσιν αγαθήν, όπως τακτοποιήσωμεν το θάμα της ψυχής μας, πριν ή φύγωμεν δια τον άλλον κόσμον.
28η. Εύχομαι εκ καρδίας, ίνα η αγάπη του Ιησού Χριστού χυθή πλουσίως εις τας καρδίας σας και δια της χάριτος Αυτού αξιωθήτε να βιώσητε εν αγνότητι ψυχής και σώματος πάσας τας ημέρας της ζωής υμών. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν. 13,35 ). Ούτως ελάλησεν η ζωηφόρος πηγή, ο Χριστός μας. Και πάλιν, «καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ΄ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς εάν μη εν εμοί μείνητε. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα, ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν» (Ιωαν. 15,4-5 ). Δια τοιούτων υπερόχων εικόνων, ο γλυκύτατος Ιησούς, μας διδάσκει ότι, εάν δεν μείνωμεν πλησίον Του, αδύνατον είναι να καρποφορήσωμεν καρπόν ζωής αιωνίου. Και δια να ευρισκώμεθα πλησίον Του, οφείλομεν να Τον πλησιάσωμεν, δια της εφαρμογής των θείων Αυτού εντολών. Αι εντολαί Του δεν είναι βαρείαι, αλλά η ραθυμία και το αταπείνωτον της ψυχής μας, καθιστά την υπόθεσιν των εντολών δυσβάστακτον φορτίον, ενώ δι΄ αυτών των ιδίων ο Χριστός, μας έχει εξασφαλίσει το κράτος της ευτυχίας και της ειρήνης. Η αγάπη, όταν θέση τον θρόνον της εις την ψυχήν, χαρίζει την ωραιοτέραν πνευματικήν Άνοιξιν. Τα πάντα γελούν από την αύραν της δροσεράς ευωδίας της, διότι πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει, πάντα ελπίζει, ου λογίζεται το κακόν, δεν πονηρεύεται, όλα τα βλέπει με απλούν οφθαλμόν, η αγάπη όλα τα σκεπάζει, δια τούτο της εδόθη το βραβείον: Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Όταν κάποιος αγαπά ένα πρόσωπον με λατρείαν, νύκτα και ημέρα αυτό σκέπτεται, αυτό φαντάζεται, δι΄ αυτό και μόνον ζη. Δεν υπάρχει στιγμή που να μη περάση από την σκέψιν του και να μη σταλάξη την γλυκύτητα της ελπιδοφόρου προσμονής και αγάπης εις την καρδίαν του. Με τον τρόπον αυτόν επικοινωνεί με το αγαπώμενον πρόσωπον αδιαλείπτως. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οφείλομεν και ημείς να διατελώμεν μετά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και δεν επιτρέπεται να αγαπήσωμεν άλλο πρόσωπον και να προσφέρωμεν την αγάπην μας αλλού, είτε εις γονείς και συγγενείς είτε ακόμη εις κάποιον αδελφόν της συνοδείας, την οποίαν χαρακτηρίζουν οι πατέρες ως μερικήν φιλίαν. Όλα τα ανωτέρω θεωρούνται είδη πνευματικής μοιχείας, διότι η ψυχή ανταλλάσει αιωνίαν αγάπην Νυμφίου αμώμου και ασπίλου μετά προσώπων γηϊνων και φθαρτών. Ταπεινωθήτε, τέκνα μου, εάν θέλετε να μη παραχωρηθήτε από τον Θεόν να πέσετε εις πειρασμούς. Αναλόγως με την υπερηφάνειαν που έχομεν και οι πειρασμοί θα μας ακολουθούν, δεν θα παύσουν οι πειρασμοί, έως ότου ταπεινωθώμεν εν γνώσει και αισθήσει της ψυχής μας.
29η. Δέκα ήσαν οι λεπροί, που διηγείται το ιερόν Ευαγγέλιον και τους δέκα εκαθάρισεν το θείον λουτρόν, η προσταγή του ζώντος Λόγου του Θεού, αλλά εις επέστρεψε, να αποδώση λόγον ευχαριστίας προς τον Μέγαν Ευεργέτην, και ερωτά η Αυτοαλήθεια, ο Ιησούς: «Ουχί δέκα εκαθαρίσθησαν; Οι δε εννέα που; Ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ;» (Λουκ. 17,17 ). Δια τούτο εις πάσαν ευτυχίαν, αλλά και εις την επιφοράν της δυστυχίας, εις την καλήν υγείαν, συνάμα και εις την συνάντησιν της ασθενείας, εις την καλήν χαράν, αλλά και εις την λύπην, χρεωστούμεν πάντοτε να στέλλωμεν το ευώδες θυμίαμα, την ευχαριστίαν μας, εμπρός εις τον θρόνον του Θεού, ως αχρείοι δούλοι, ελεηθέντες τιμίω αίματι του Χριστού. «Χριστέ μας, καλέ μας Θεέ, δώσε μας το χάρισμα της ευχαριστίας, ίνα μη καταδικασθώμεν περισσότερον, μας φθάνει η άλλη ενοχή των ποικίλων αμαρτιών μας».
30η. Μη φοβού τίποτε, ει μη τον Θεόν. Έχε τον φόβον του Θεού ωσάν λυχνάρι και αυτός θα σου φωτίζη τον δρόμον, πως ακριβώς να περιπατής, διότι χωρίς φόβον Θεού, συνείδησιν καθαράν δεν δυνάμεθα να δημιουργήσωμεν, ούτε εξαγόρευσιν ειλικρινή δυνάμεθα να κάνωμεν, ούτε σοφίαν πνευματικήν ποτέ θα αποκτήσωμεν, διότι αρχή σοφίας και τέλος σοφίας φόβος Κυρίου.
31η. Ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου, μας επανέφερεν εις την προτέραν μας υιοθεσίαν, καθ΄ ην τα τέκνα του Θεού βοούν, «Αββά ο Πατήρ» (Μαρκ. 14,36 ).
Αι αλγηδόνες αι τρομεραί του Κυρίου, μας ηξίωσαν να γίνωμεν τέκνα Θεού, κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού! Πόσης ευφροσύνης πληρούμαι, όταν συλλογισθώ ότι είμαι παιδί του Θεού και ότι ο αγαθός Πατήρ, μου έχει ητοιμασμένον τόπον αμυθήτου αναπαύσεως και ευτυχίας!
«Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νίκος;» Ποίαν χαράν αισθάνεται ο χριστιανός όταν αναλογισθή ότι, όταν έλθη η ώρα, να κλείσουν τα αισθητά αυτά μάτια, ευθύς θα ανοίξουν τα της ψυχής και θα ίδη νέον κόσμον, νέα όντα, νέα δημιουργήματα, ασυγκρίτως ανώτερα, άφθαρτα, αιώνια! Η ουράνιος βασιλεία δεν είναι βρώσις και πόσις, αλλά πνευματική αμβροσία αγίας αγάπης Θεού, ευφροσύνη αιώνιος, χαρά ανεκλάλητος. «Όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ΄ εμού, ίνα θεωρώσιν την δόξαν την εμήν» (Ιωαν. 17,24 ). Ω βάθος άπειρον αγάπης Θεού! Πόσον ετίμησε τον ταλαίπωρον τον άνθρωπον, όπου τον ανεβίβασεν μέχρι αυτού του Θεού και του εχάρισεν αιώνιον δόξαν και ευτυχίαν! Ημείς λοιπόν δια μίαν ολιγοχρόνιον αμαρτωλήν ηδονήν, θα υστερηθώμεν μιας τοιαύτης δόξης και ευτυχίας; Ο Θεός να λυπηθή όλους τους χριστιανούς και να τους φωτίση εις οδόν σωτηρίας και μετανοίας. Αμήν, Παναγία μου!
32η. Εάν κανείς μελετήση τον Εσταυρωμένον και εισχωρήση εις το μυστήριον της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον, βλέπει πόσα υπέμεινε προσωπικά δια τον καθένα ο Κύριος. Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων! Ο άνθρωπος όμως δεν ευρέθη αντάξιος αυτής της μεγάλης και απεράντου αγάπης. Kάμνομεν κάτι και βλέπεις τον εγωϊσμόν να ξεπηδά ωσάν να εποιήσαμε τον ουρανόν και την γην, ο δε Θεός εποίησε τα πάντα εκ του μη όντος, και όμως εταπείνωσε τόσον πολύ τον εαυτόν Του! Η ευσπλαγχνία του Θεού δεν έχει όρια και ευτυχής ο άνθρωπος εκείνος, που δια της συνέσεως προσήγγισε εις το να αναγνωρίση την αγάπην του Θεού. Δι΄ ένα χοϊκόν, δι΄ ένα παρήκοον και ανυπότακτον, δι΄ ένα άνθρωπον, ο οποίος έγινε έρμαιον των παθών και των δαιμόνων, κατέβηκε Αυτός ο Υιός του Θεού και εκρεμάσθη επάνω εις τον Σταυρόν! Παραπλεύρως βλέπομεν την ιδικήν μας νωθρότητα, ψυχρότητα, ασυμπάθειαν, ενώ αντιθέτως ο Θεός ποικιλοτρόπως, μας δείχνει την πρόνοιάν Του και την αγάπην Του. Πραγματικά ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριον. Απέραντος, απεριόριστος η υπομονή του Θεού! Τι δεν ακούει και τι δεν βλέπει μέσα εις τον κάθε άνθρωπον! Ημείς βλέπομεν μίαν αγνωμοσύνην ενός ανθρώπου ιδικού μας, τον βλέπομεν να φέρεται σκληρά, αχάριστα, απάνθρωπα, ανελεήμονα, βλέπομεν ότι δεν μας λέγει τουλάχιστον ένα ευχαριστώ και το έχομεν παράπονον μέσα μας. Πόσα παράπονα ημπορεί να κάνη ο Θεός εις ημάς τους ανθρώπους, οι οποίοι είμεθα απέναντί Του σκληροί και απαίσιοι; Ο κάθε άνθρωπος εις αυτόν τον κόσμον, ολίγον ή πολύ ο καθένας μας είναι αχάριστος. Μας τρέφει, μας ενδύει, μας φρουρεί, μας έχει δώσει άγγελον φύλακα, μας τρέφει με τα άγια μυστήριά Του, με την Σάρκα Του και το Αίμα Του, μας έχει ετοιμάσει απέραντον βασιλείαν, μας ανέχεται παραστρατούντας, μας δέχεται μετανοούντας. Τον βλασφημούμεν, ασεβούμεν, Τον υβρίζομεν, Τον καταφρονούμεν, και Αυτός μακροθυμεί και ανέχεται, μας περιμένει. Ημείς δε σαν να Τον έχωμεν υπόχρεον τον Θεόν, ούτε καν περνά από την μνήμην μας ο φόβος του Θεού, ο σεβασμός μας προς Αυτόν, η ευλάβεια που πρέπει να έχωμεν έμπροσθεν εις την μνήμην και την παρουσίαν Του, να κύπτωμεν την κεφαλήν προσκυνούντες τον μέγαν Αυτόν Θεόν, τον πολυθαύμαστον και ανέκφραστον και ανεξιχνίαστον, τον απεριόριστον και γλυκύτατον Θεόν. Αν είχαμε μύρια στόματα ο καθένας, δεν θα ημπορούσαμε να Τον εξυμνήσωμεν αξίως και πρεπόντως, έναντι των απείρων Αυτού προς ημάς δωρεών! Δια τούτο ο Απ. Παύλος μετά από τας αλλεπαλλήλους εκστάσεις και θεωρίας και απολαύσεις Θεού, ερχόμενος πολλάκις προς θαυμασμόν, εξεφώνει εκείνους τους αθανάτους λόγους: «Ω, βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα Αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί Αυτού!» (Ρωμ. 11,33 ). Τις έγνω νουν Κυρίου; ή τις σύμβουλος Αυτού εγένετο; Ποίος ημπορεί να γνωρίση το πώς εργάζεται ο άπειρος Νους, τόσον εις τον ουράνιον κόσμον, όσον και εις τον επίγειον και τον καταχθόνιον; Σκεφθήτε, ακόπως, χωρίς μόχθον, να τρέφη παν ζώον, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα κτήματα, τα ερπετά, τα θαλασσινά, τα μικρόβια, τα εκατομμύρια ζωϊκά πλάσματα, δι΄ όλα φροντίζει, δι΄ όλα μεριμνά! «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς Σου» (Ψαλμ. 91,5 ), είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν! Γενηθήτω φως, και εγένετο φως, γενηθήτω η γη, και εγένετο η γη, γενηθήτωσαν αστέρες, ήλιος και σελήνη, τα άστρα, και εγένοντο αυτά τα φοβερά δημιουργήματα, τα σώματα αυτά, οι κολοσσοί αυτοί, εις τον αέρα κρεμάμενα και κινούμενα, απέραντα, τα οποία φωτίζουν και καλλωπίζουν τον ουρανόν, όλα εγένοντο με ένα λόγον του Θεού! Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν, εν ημίν, ο Λόγος του Πατρός. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωαν. 1,1 ), ήλθε και έλαβε σάρκα και έγινεν άνθρωπος και ο κόσμος δι΄ Αυτού εγένετο και Αυτός έκανε τον κόσμον! Μας έδωκε εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι. Ήλθεν εις τα πλάσματά Του και αυτά δεν Τον εδέχθησαν. Σκεφθήτε τώρα, να έχη κάνει τον κόσμον, να έχη κάνει τους ανθρώπους, και αυτοί ψυχροί και αναίσθητοι να μη Τον δεχθούν. Ήλθε σαν ξένος, εξενοδοχείτο επάνω εις το στρώμα του Σταυρού και κρεμάμενος επί ξύλου, εξενοδοχείτο μέσα εις ένα τάφον, η γη εσείσθη, το καταπέτασμα εσχίσθη, ο ήλιος εσκοτίσθη, το σύμπαν εδονείτο! Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών! Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος ποτέ θα εξαρκέση να σε υμνολογήση πρεπόντως. Ο Λόγος σαρξ εγένετο. Τι μεγαλείον κρύπτει! Ο Θεός εγένετο άνθρωπος, συγκατέβη από τους ουρανούς, ο Θεός ο ασώματος, το Πνεύμα το άπειρον, το ακατάληπτον, ήλθε και εσκήνωσε μέσα εις την ανθρωπίνην φύσιν, ίνα σώση αυτήν γενόμενος δούλος, ίνα της δουλείας ημάς απαλλάξη, έγινεν άνθρωπος, δια να γίνωμεν ημείς θεοί κατά χάριν, Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες! Εγενήθημεν λαός περιούσιος, έθνος άγιον, ιεράτευμα Θεού, δια της ελεύσεως του θείου Τόκου! Ο θείος Λόγος, ο ζων, ο βασιλεύων, ο περιέπων την κτίσιν, ο Λόγος ο Μονογενής, ο Λόγος του Θεού, η απέραντος γλυκύτης της υπάρξεως του Θεού, το μεγαλείον, το υμνολόγημα των μαρτύρων, των οσίων η υπομονή, των καθαρών ψυχών ο μοναδικός Νυμφίος. Και όσοι έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, αλλά εκ του Θεού εγεννήθησαν. Αυτοί που θα σωθούν, δεν είναι από το θέλημα της σαρκός και της επιθυμίας, αλλά από Θεού εγεννήθησαν και αυτοί θα βασιλεύσουν κοντά Του. Ελάβομεν χάριν αντί χάριτος. Ο Νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού. Μας έδωκε τον δεκάλογον, μας έδωκε παραγγελίας εις την νέαν χάριν του Ευαγγελίου και αντί χάριτος που Του οφείλαμεν, μας έδωκε έτι χάριν! Και εκ του πληρώματος ημείς ελάβομεν χάριν αντί χάριτος, δεν υστερήθη ο Θεός δίδοντας εις ημάς τα μεγαλεία Του, αλλά εκ του περισσεύματος ο Θεός έδωκε, δεν εμειώθη δίδοντας και δημιουργώντας τον κόσμον όλον, αλλά πεπληρωμένος ο Θεός, ο απειροτέλειος, εδημιούργησε τον άνθρωπον και τους αγγέλους, ίνα υπάρχουν και άλλα όντα, να εντρυφούν εις Αυτόν, να γίνουν μακάρια και άλλα πνεύματα, και άλλες ψυχές και άλλες οντότητες αυτεξούσιες. Όχι δούλοι, όχι υποτεταγμένοι, ελεύθεροι να υποταχθούν, ελευθέρως να Τον δοξάσουν. Δεν θέλω δουλείαν, λέγει ο Θεός, δεν θέλω ωσάν τα ζώα που υποδουλώνονται εις τον άνθρωπον και φέρονται όπου αυτός θέλει, ελευθέραν βούλησιν θέλω, τόσον μεγαλύτερον το μεγαλείον του Θεού. Τι έχασαν οι δαίμονες αποστατήσαντες από ένα τοιούτον απέραντον, γλυκύτατον, ανέκφραστον Θεόν! Τι εζημιώθη το κράτος του Θεού από την ανυποταξίαν του εωσφόρου; Μηδέν. Ο Θεός είναι ανενδεής. Ο Θεός δεν έχει ανάγκην από κανένα, ημείς έχομεν ανάγκην του Θεού, δωρεάν σώζει τον άνθρωπον. Ο Θεός είναι τέλειος, ακατάληπτος, ευλογημένος εις τους αιώνας των αιώνων. Ήλθε και έσωσεν ημάς δωρεάν. Του οφείλομεν όλο το είναι μας, και αν το δώσωμεν αυτό, δεν εκάναμε τίποτε, εκάναμε απλώς ένα καθήκον μας. Είναι ο Δημιουργός μας, είναι ο Σωτήρας μας, είναι Εκείνος ο Οποίος, μας έσωσε.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ΄
Περί Θείας Λειτουργίας και Θείας Κοινωνίας.
Τι μεγαλείόν εστιν η θεία λειτουργία! Όταν ο Θεός επιβλέπη εις τον ταπεινόν λειτουργόν Του, πόσον αυτός αισθάνεται την μεγαλοπρέπειαν της λειτουργίας, πόσον ωφελούνται οι μνημονευόμενοι! Πόσον τιμά ο Θεός τον άνθρωπον, να κατέρχεται μετά των αγγελικών ταγμάτων εις κάθε λειτουργίαν και να τρέφη τον άνθρωπον με το πανάγιον Σώμα και Αίμα Του! Πάντα γαρ απέδωκεν ημίν. Ποίον πράγμα υπάρχει σωματικόν ή πνευματικόν, φθαρτόν ή άφθαρτον, το οποίον μας υστερεί! Ουδέν. Εάν μας δίδη καθημερινώς το τεθεωμένον άγιον Σώμά Του και Αίμά Του ποίον εστι τούτων ανώτερον; Βεβαίως ουδέν. Εν ποίοις μυστηρίοις ηξίωσεν ο Θεός τον χοϊκόν άνθρωπον να λειτουργή! Ω, αγάπη ουρανία, ανεκτίμητος. Μία σταγών θείας αγάπης υπερβαίνει πάσαν αγάπην υφήλιον, σωματικήν, εγκόσμιον.
2α. Εις την Σκήτην της μικράς Αγίας Αννης, έζησε κάποιος ιερομόναχος Σάββας, ο περιβόητος παπα-Σάββας καλούμενος. Ο πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης τον είχε πνευματικόν. Αυτόν τον είχε πνευματικόν και η αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη. Ελειτούργει κάθε ημέραν, ήτο θεοφόρος, προορατικός, διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Κάποτε τον ηρώτησάν τινες, πόθεν κινηθείς μνημονεύει τόσα πολλά ονόματα εις την προσκομιδήν, αυτός απήντησεν: «Όταν ήμουν νεώτερος, εκαλέσαμε τον επίσκοπον να εγκαινιάση τον ναόν άνωθεν της Ι. Μονής του Αγ. Διονυσίου, διότι εκεί πρώτα ησύχαζε με τον γέροντά του παπα-Ιλαρίωνα, περιβόητον πνευματικόν και αυτόν. Μετά τα εγκαίνια λέγει ο επίσκοπος τω Γέροντί μου: «Να δώσω του παπα-Σάββα μερικά ονόματα, να τα μνημονεύση επί 40 ημέρας, επειδή λειτουργεί κάθε ημέρα;» Ο Γέροντας του λέγει: «Δώσε όσα θέλεις». Και μου έδωσε 62 ονόματα. Όταν ετελείωσα 39 Λειτουργίας και θα έκανα την 40ήν, ακούμβησα εις το αναλόγιον, και επερίμενα να έλθη ο Γέροντας, να πάρω καιρόν δια να λειτουργήσω. Απεκοιμήθην και βλέπω εις τον ύπνον μου ότι είχον φορέσει την ιερατικήν στολήν και ιστάμην έμπροσθεν της αγίας Τραπέζης, επί της αγίας Τραπέζης ήτο ο άγιος Δίσκος της Λειτουργίας, και το άγιον Ποτήριον γεμάτον με το άγιον Αίμα του Χριστού. Βλέπω τότε να έρχεται ο παπα-Στέφανος, να παίρνη το χαρτί από την προσκομιδήν και την λαβίδα, να πλησιάζη εις την αγίαν Τράπεζαν και να βάζη το χαρτί επάνω κοντά εις τον άγιον Δίσκον, κατόπιν να βουτά την λαβίδα εις το άγιον Αίμα του Χριστού και να σβήνη ένα όνομα, πάλιν βουτά και σβήνει έτερον κ.ο.κ., έως ότου ετελείωσαν όλα και εκαθάρισεν το χαρτί. Εξύπνησα τότε και εις ολίγον ήλθε και ο Γέροντά μου, του είπα αμέσως τα ανωτέρω, μου λέγει ο Γέροντας: «Δεν σου είπα να μη πιστεύης εις τα όνειρα;» Μετά την Λειτουργίαν μου λέγει πάλιν: «Εσύ δεν είσαι άξιος να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι εκείνων, με την πίστιν έλαβον την συγχώρησιν των αμαρτιών». Λοιπόν αυτή είναι η αιτία που μνημονεύω τα ονόματα όλων».
3η. Μεγίστη η ωφέλεια εκ της θείας Λειτουργίας, μνημοσύνων κ.λ.π., πλήρης δε βεβαιότης ωφελείας δι΄ εκείνους που μετενόησαν, που είχαν μικράν ζύμην αρετών και λόγω αμελείας, ραθυμίας, και αναβολής από καιρού εις καιρόν, δεν επρόφθασαν να ζυμώσουν το ψωμί των αρετών. Εις τούτους την έλλειψιν την αναπληρώνουν αι προσευχαί της Εκκλησίας και αι ιδιωτικαί, αι ελεημοσύναι, αι φιλανθρωπίαι κ.λ.π., δια πλήθος ελέους Θεού! Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει ότι κατά πάσαν Λειτουργίαν μεγίστην ωφέλειαν λαμβάνουν πάντες οι μνημονευόμενοι, υπέρ ων η δέησις γίνεται. Η νέα οσία Φωτεινή η εκ Μικράς Ασίας, εις μίαν από τας πολλάς εκστάσεις της ψυχής της, βλέπει έναν ιεροπρεπή άνδρα, ωσάν ιερέα και της λέγει: «Κόρη μου, να δώσης τα ονόματά σου εις τον παπά, να του δώσης και τον κόπον του να τα μνημονεύη, διότι πολλήν ωφέλειαν λαμβάνουν αι ψυχαί των αποθαμένων! Πρόσεχε μη ξεχάσης να δώσης τα ονόματα εις τον παπά!».
4η. Η μεγαλυτέρα ελεημοσύνη, το μεγαλύτερον καλόν, εκείνο που ανακουφίζει περισσότερον από κάθε άλλο την ψυχήν, που ευρίσκεται εις τον άλλον κόσμον, είναι η θυσία του θείου Αμνού, επάνω εις το άγιον θυσιαστήριον, εις την αγίαν Λειτουργίαν. Εις την Παλαιάν Διαθήκη γράφεται ότι το αίμα τράγων και ταύρων και σποδός δαμάλεως εκαθάριζε τους αμαρτάνοντας από τας νομικάς παραβάσεις των, πολλώ μάλλον το αίμα του Χριστού, λέγει ο Απόστολος Παύλος, καθαρίσει ημάς από πάσης αμαρτίας (Εβρ. 9,13 ). Μεγίστη η ωφέλεια λοιπόν και τούτο διότι θυσιάζεται το άκακον Αρνίον του Θεού, ίνα καθαρίση τους ανθρώπους από τας αμαρτίας των, και αποδεσμεύση τούτους από τα ποικίλα δεσμά της αιχμαλωσίας των παθών.
5η. «Καθώς ύψωσεν ο Μωϋσής τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω δει υψωθήναι τον Υιόν του ανθρώπου». Και όπως ακριβώς πας ο δακνώμενος υπό των όφεων προσέβλεπεν εις τον κρεμάμενον χαλκούν όφιν και ιατρεύετο, ούτω και κάθε χριστιανός πιστεύων εις τον Χριστόν μας και προστρέχων εις τας ζωηφόρους πληγάς Του, τρώγων την Σάρκα και πίνων το πανάγιον Αίμά Του, ιατρεύεται από τα δήγματα του νοητού όφεως της αμαρτίας και ζωογονείται με την αγιωτάτην ταύτην τροφήν εις ανανέωσιν καινής κτίσεως, δηλαδή νέας ζωής, σύμφωνα με τας ζωοπαρόχους Αυτού εντολάς. Ω, πόσον απαραιτήτως πρέπει και οφείλομεν παντί τρόπω να προσερχώμεθα εις την ουράνιον ταύτην συνεστίασιν, ην παρέχει ημίν τούτο το υπερφυές μυστήριον της αγίας Τραπέζης! Αοράτως άγγελοι παρίστανται, εν μεγίστη ευλαβεία οι ιερείς την στιγμήν ταύτην του μυστηρίου υπέρ αγγέλους τετιμημένοι θύουν τον άμωμον Αμνόν. Οι άγγελοι διακονούν και οι πιστοί προσέρχονται να φάγουν και να πίουν Σώμα και Αίμα Χριστού, «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε», ίνα ούτω ζήσουν εν Χριστώ και μη αποθάνουν τη αμαρτία. Λοιπόν «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορ. 11,28 ), κατά τον θείον Απόστολον, διότι «τρώγων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α΄ Κορ. 11,29 ). «Ει γαρ διεκρίνομεν εαυτούς, ουκ αν εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα» (Α΄ Κορ. 11,31-32 ). Όπως, όταν κανείς θέλη να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ετοιμάζεται από ημέρας, δηλαδή δια γενικής προπαρασκευής, καθαριότητος, λόγου, τρόπου, ήθους κ.λ.π., ώστε να επισπάση την βασιλικήν συμπάθειαν και ούτω να επιτύχη του ποθουμένου αιτήματος, κατά την ασύγκριτον διαφοράν των δύο βασιλέων οφείλει και κάθε χριστιανός προ της θείας κοινωνίας να προπαρασκευασθή, ίνα τύχη ελέους και συγχωρήσεως. Τον προσερχόμενον εις τον επίγειον βασιλέα τον στολίζει πολλάκις η πονηρία, η κολακεία, η προσποίησις και το ψεύδος, όπως κερδίση το ποθούμενον, ενώ τον πιστόν χριστιανόν, προσερχόμενον εις τον Βασιλέα των βασιλέων, που επιβλέπει τον έσω άνθρωπον, πρέπει να τον στολίζη η αγιότης, το ταπεινόν φρόνημα και το απλούν ήθος της ψυχής, το πολυτιμότερον χρυσίου απολλυμένου. Ας ετοιμασθώμεν και ημείς με κεκαθαρμένας διανοίας και αποβλέποντες εις την εμπαθή νέκρωσιν των αισθήσεων, εν αγνότητι, ας συνεισέλθωμεν μετά των αγίων αποστόλων εις τον Μυστικόν Δείπνον και ας κοινωνήσωμεν τον γλυκύν Ιησούν μας, ίνα μένη μαζί μας εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Γένοιτο!
6η. Μετά φόβου και ευλαβείας να στέκεσαι εις την εκκλησίαν, διότι αοράτως ο Χριστός μας με τους αγίους αγγέλους παρευρίσκεται. Τους προσέχοντας και ευλαβείς, τους εμπιμπλά χάριτος και ευλογίας, τους απροσέκτους κατακρίνει ως αναξίους. Προσπάθησε να κοινωνής συχνά όσον το δυνατόν, έχεις το ελεύθερον, διότι η θεία Κοινωνία είναι άριστον βοήθημα δια τον αγωνιζόμενον κατά της αμαρτίας.
7η. Να προσέρχεσαι εις το θείον μυστήριον με πολλήν κατάνυξιν, συντριβήν και συναίσθησιν των αμαρτιών σου. Μέγα το έλεος του Θεού, όπου καταδέχεται να εισέλθη μέσα σου, μη βδελυττόμενος το πλήθος των αμαρτιών σου, αλλά από μίαν άπειρον αγάπην και στοργήν έρχεται δια να σε αγιάση, αξιώνοντάς σε να γίνης παιδί Του και συγκληρονόμος της βασιλείας Του.
8η. Αναξίως λειτουργώ τω Θεώ μου. Το υπούργημα άγιον και φοβερόν. Καθ΄ εκάστην προσφέρω θυσίαν ευάρεστον τω Θεώ, τον αμνόν του Θεού, άμωμον τω αμώμω Πατρί και Θεώ, ίνα ίλεως γένηται, δι΄ α λυπούμεν τον αγαθώτατον Θεόν, όπου δι΄ ημάς εθυσίασε τον Υιόν Αυτού. Ω, Θεέ μου, τον αγαπητόν Υιόν Σου δι΄ ημάς! Και ποίοι είμεθα ημείς, που μας άξιζε μία τοιαύτη υπερτάτη θυσία! «Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού» (Απ. Παύλος, Ρωμ. 5,10 ).
Η εικόνα του ασώτου υιού, όπου εσπατάλησε την πατρικήν ουσίαν καθαρώτατα μας δεικνύει τον λόγον, δι΄ ον Χριστός απέθανε. Η αμαρτία των πρωτοπλάστων ήτο αρχή και ρίζα όλων των μέχρι σήμερον και μέχρι της συντελείας των αιώνων, θλιβερών γεγονότων. Η μία παρακοή, ως σπέρμα εντός της μήτρας της Εύας, εκυοφόρησε και μετέδωκε τον σωματικόν και ψυχικόν θάνατον εις το εξ αυτής προελθόν ανθρώπινον γένος. Και που να εφαντάζετο η τάλαινα Εύα ότι η μικρά γεύσις του καρπού θα εδημιούργει τόσην καταστροφήν και κόλασιν, ώστε να εξαναγκάση εις «συνέντευξιν» την Αγίαν Τριάδα, δια να αποσταλή το ένα πρόσωπον της ζωαρχικής Τριάδος εις τον κόσμον και να υποστή εκ του έργου των χειρών Του, εκ του ανθρώπου, ραπίσματα, κολαφίσματα, μαστίγωσιν, εμπτύσματα και κάθε αισχρότητα, και να κρεμασθή επί Σταυρού ως κατάρα «Επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου». Αυτού του Ιησού μας, της γλυκείας λυτρώσεώς μας, του φωτός των εσκοτισμένων μας ψυχών, αναπαρίσταται εις κάθε θείαν Λειτουργίαν, το πάθος του Σταυρού και η ζωηφόρος Ανάστασις δι΄ ων εξιλεώνεται κάθε αμαρτωλή ψυχή. Και αν εις τον παλαιόν νόμον, εις την σκιάν των πραγμάτων, το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως, εκαθάριζε τους κεκοινωμένους, πόσον μάλλον το Αίμα το πανάγιον του Χριστού, το εν τοις αγίοις θυσιαστηρίοις των αγίων του Θεού εκκλησιών μεταλαμβανόμενον, θα καθαρίση ημάς από κάθε αμαρτίαν και θα θερμάνη τας ψυχάς μας εις τον θείον έρωτα του γλυκυτάτου Ιησού μας! Η αγάπη τίκτεται εκ συνέσεως, διότι, εάν δεν αισθανθώμεν το τι μας εχάρισεν ο Θεός και ιδιαιτέρως εις τον εαυτόν μας έκαστος και ποίοι είμεθα ημείς ένεκεν των αμαρτιών μας, όταν ο Θεός έκαμε αυτό το μέγα έλεος, το να γνωρίσωμεν Αυτόν και τον εαυτόν μας, δεν θα καθηλώσωμεν υπό τον φόβον Αυτού τας ψυχάς μας και δεν θα αγαλλώμεθα εν τω κάλλει του έρωτος Αυτού. Ο Απόστολος Παύλος δια να δημιουργήση μεγαλυτέραν αγάπην και ευχαριστίαν προς τον Θεόν, έλεγεν εις τους χριστιανούς: «Τίνα καρπόν είχατε τότε (εις την ειδωλολατρίαν ), εφ΄ οις νυν επαισχύνεσθε,… Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,21 και 23 ).
Αν ο Θεός δεν μας εκάλει, δια να ακολουθήσωμεν τον άγιον Αυτού δρόμον της επιγνώσεως του εαυτού μας και να αισθανθώμεν τον πρότερον αμαρτωλόν βίον μας και αν έλειπεν ο θείος φωτισμός, ημείς ουδέποτε θα εβλέπαμεν τον δρόμον του φωτός και της αληθείας. Μας εκάλεσεν όλους, άλλους παιδιόθεν, ετέρους εις την μέσην ηλικίαν, άλλους εις το γήρας. Όλους ως αγαθός μας προσέλαβεν, ωσάν την όρνιθα υπό τας πτέρυγας αυτής, ίνα μας ποιήση μετόχους της θεϊκής Αυτού βασιλείας. Ουδέν εσυχάθη ούτε έλκος ούτε πληγάς ούτε νόσους ούτε την δυσμορφίαν πνευματικών φαινομένων επί των χαρακτήρων των ψυχών μας. Αλλ΄ ως πατήρ, μας εδέχθη, ως μητέρα, μας εγαλούχησε και ως ιατρός άμισθος, μας ιάτρευε και μας ενέδυσε την πρώτην στολήν της υιοθεσίας, της χάριτος, παραβλέψας το πολύ χρέος των αμαρτιών εκάστου. Λοιπόν οφείλομεν άπειρον αγάπην και λατρείαν. Η αγάπη μενέτω εν τη καρδία, ως πηγή ζώσα κρουνούς νάματος αναβλύζουσα έρωτος θείου ρείθρα. Ουχί ως ο πάλαι Ισραήλ μόνον εν τοις χείλεσι και η καρδία να απέχη μακράν του Χριστού, αλλά ως πυρ ζων λέγον «δεύρο προς τον Πατέρα».
Καθώς τον αθλητήν τον δοκιμάζει ο στίβος και το πεδίον δράσεως, ούτως ελέγχεται και ο χριστιανός εις τον στίβον της πάλης, αν όντως αγαπά τον Θεόν. Η υπομονή εις τον αγώνα εναντίον της ποικίλης αμαρτίας, η ανδρεία εις τας εξορμήσεις εις την εφαρμογήν των θείων εντολών, χαρακτηρίζουν τον θερμόν λάτρην του Ιησού.
Ας μη λυπήσωμεν με την παράβασιν, με τον γογγυσμόν, με την παρακοήν, με την ποικίλην μορφήν της αμαρτίας Εκείνον, όπου μας έδειξεν μίαν άπειρον αγάπην και στοργήν, αλλά ως ευγνώμονες δούλοι, ας προσπαθήσωμεν να Του αναπαύσωμεν τα σπλάγχνα, ώστε να παρηγορηθή καθώς το λέγει και ο ψαλμός: «Και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται» (Ψαλμ. 134,14 ).
Περί Θείας Λειτουργίας και Θείας Κοινωνίας.
Τι μεγαλείόν εστιν η θεία λειτουργία! Όταν ο Θεός επιβλέπη εις τον ταπεινόν λειτουργόν Του, πόσον αυτός αισθάνεται την μεγαλοπρέπειαν της λειτουργίας, πόσον ωφελούνται οι μνημονευόμενοι! Πόσον τιμά ο Θεός τον άνθρωπον, να κατέρχεται μετά των αγγελικών ταγμάτων εις κάθε λειτουργίαν και να τρέφη τον άνθρωπον με το πανάγιον Σώμα και Αίμα Του! Πάντα γαρ απέδωκεν ημίν. Ποίον πράγμα υπάρχει σωματικόν ή πνευματικόν, φθαρτόν ή άφθαρτον, το οποίον μας υστερεί! Ουδέν. Εάν μας δίδη καθημερινώς το τεθεωμένον άγιον Σώμά Του και Αίμά Του ποίον εστι τούτων ανώτερον; Βεβαίως ουδέν. Εν ποίοις μυστηρίοις ηξίωσεν ο Θεός τον χοϊκόν άνθρωπον να λειτουργή! Ω, αγάπη ουρανία, ανεκτίμητος. Μία σταγών θείας αγάπης υπερβαίνει πάσαν αγάπην υφήλιον, σωματικήν, εγκόσμιον.
2α. Εις την Σκήτην της μικράς Αγίας Αννης, έζησε κάποιος ιερομόναχος Σάββας, ο περιβόητος παπα-Σάββας καλούμενος. Ο πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης τον είχε πνευματικόν. Αυτόν τον είχε πνευματικόν και η αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη. Ελειτούργει κάθε ημέραν, ήτο θεοφόρος, προορατικός, διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Κάποτε τον ηρώτησάν τινες, πόθεν κινηθείς μνημονεύει τόσα πολλά ονόματα εις την προσκομιδήν, αυτός απήντησεν: «Όταν ήμουν νεώτερος, εκαλέσαμε τον επίσκοπον να εγκαινιάση τον ναόν άνωθεν της Ι. Μονής του Αγ. Διονυσίου, διότι εκεί πρώτα ησύχαζε με τον γέροντά του παπα-Ιλαρίωνα, περιβόητον πνευματικόν και αυτόν. Μετά τα εγκαίνια λέγει ο επίσκοπος τω Γέροντί μου: «Να δώσω του παπα-Σάββα μερικά ονόματα, να τα μνημονεύση επί 40 ημέρας, επειδή λειτουργεί κάθε ημέρα;» Ο Γέροντας του λέγει: «Δώσε όσα θέλεις». Και μου έδωσε 62 ονόματα. Όταν ετελείωσα 39 Λειτουργίας και θα έκανα την 40ήν, ακούμβησα εις το αναλόγιον, και επερίμενα να έλθη ο Γέροντας, να πάρω καιρόν δια να λειτουργήσω. Απεκοιμήθην και βλέπω εις τον ύπνον μου ότι είχον φορέσει την ιερατικήν στολήν και ιστάμην έμπροσθεν της αγίας Τραπέζης, επί της αγίας Τραπέζης ήτο ο άγιος Δίσκος της Λειτουργίας, και το άγιον Ποτήριον γεμάτον με το άγιον Αίμα του Χριστού. Βλέπω τότε να έρχεται ο παπα-Στέφανος, να παίρνη το χαρτί από την προσκομιδήν και την λαβίδα, να πλησιάζη εις την αγίαν Τράπεζαν και να βάζη το χαρτί επάνω κοντά εις τον άγιον Δίσκον, κατόπιν να βουτά την λαβίδα εις το άγιον Αίμα του Χριστού και να σβήνη ένα όνομα, πάλιν βουτά και σβήνει έτερον κ.ο.κ., έως ότου ετελείωσαν όλα και εκαθάρισεν το χαρτί. Εξύπνησα τότε και εις ολίγον ήλθε και ο Γέροντά μου, του είπα αμέσως τα ανωτέρω, μου λέγει ο Γέροντας: «Δεν σου είπα να μη πιστεύης εις τα όνειρα;» Μετά την Λειτουργίαν μου λέγει πάλιν: «Εσύ δεν είσαι άξιος να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι εκείνων, με την πίστιν έλαβον την συγχώρησιν των αμαρτιών». Λοιπόν αυτή είναι η αιτία που μνημονεύω τα ονόματα όλων».
3η. Μεγίστη η ωφέλεια εκ της θείας Λειτουργίας, μνημοσύνων κ.λ.π., πλήρης δε βεβαιότης ωφελείας δι΄ εκείνους που μετενόησαν, που είχαν μικράν ζύμην αρετών και λόγω αμελείας, ραθυμίας, και αναβολής από καιρού εις καιρόν, δεν επρόφθασαν να ζυμώσουν το ψωμί των αρετών. Εις τούτους την έλλειψιν την αναπληρώνουν αι προσευχαί της Εκκλησίας και αι ιδιωτικαί, αι ελεημοσύναι, αι φιλανθρωπίαι κ.λ.π., δια πλήθος ελέους Θεού! Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει ότι κατά πάσαν Λειτουργίαν μεγίστην ωφέλειαν λαμβάνουν πάντες οι μνημονευόμενοι, υπέρ ων η δέησις γίνεται. Η νέα οσία Φωτεινή η εκ Μικράς Ασίας, εις μίαν από τας πολλάς εκστάσεις της ψυχής της, βλέπει έναν ιεροπρεπή άνδρα, ωσάν ιερέα και της λέγει: «Κόρη μου, να δώσης τα ονόματά σου εις τον παπά, να του δώσης και τον κόπον του να τα μνημονεύη, διότι πολλήν ωφέλειαν λαμβάνουν αι ψυχαί των αποθαμένων! Πρόσεχε μη ξεχάσης να δώσης τα ονόματα εις τον παπά!».
4η. Η μεγαλυτέρα ελεημοσύνη, το μεγαλύτερον καλόν, εκείνο που ανακουφίζει περισσότερον από κάθε άλλο την ψυχήν, που ευρίσκεται εις τον άλλον κόσμον, είναι η θυσία του θείου Αμνού, επάνω εις το άγιον θυσιαστήριον, εις την αγίαν Λειτουργίαν. Εις την Παλαιάν Διαθήκη γράφεται ότι το αίμα τράγων και ταύρων και σποδός δαμάλεως εκαθάριζε τους αμαρτάνοντας από τας νομικάς παραβάσεις των, πολλώ μάλλον το αίμα του Χριστού, λέγει ο Απόστολος Παύλος, καθαρίσει ημάς από πάσης αμαρτίας (Εβρ. 9,13 ). Μεγίστη η ωφέλεια λοιπόν και τούτο διότι θυσιάζεται το άκακον Αρνίον του Θεού, ίνα καθαρίση τους ανθρώπους από τας αμαρτίας των, και αποδεσμεύση τούτους από τα ποικίλα δεσμά της αιχμαλωσίας των παθών.
5η. «Καθώς ύψωσεν ο Μωϋσής τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω δει υψωθήναι τον Υιόν του ανθρώπου». Και όπως ακριβώς πας ο δακνώμενος υπό των όφεων προσέβλεπεν εις τον κρεμάμενον χαλκούν όφιν και ιατρεύετο, ούτω και κάθε χριστιανός πιστεύων εις τον Χριστόν μας και προστρέχων εις τας ζωηφόρους πληγάς Του, τρώγων την Σάρκα και πίνων το πανάγιον Αίμά Του, ιατρεύεται από τα δήγματα του νοητού όφεως της αμαρτίας και ζωογονείται με την αγιωτάτην ταύτην τροφήν εις ανανέωσιν καινής κτίσεως, δηλαδή νέας ζωής, σύμφωνα με τας ζωοπαρόχους Αυτού εντολάς. Ω, πόσον απαραιτήτως πρέπει και οφείλομεν παντί τρόπω να προσερχώμεθα εις την ουράνιον ταύτην συνεστίασιν, ην παρέχει ημίν τούτο το υπερφυές μυστήριον της αγίας Τραπέζης! Αοράτως άγγελοι παρίστανται, εν μεγίστη ευλαβεία οι ιερείς την στιγμήν ταύτην του μυστηρίου υπέρ αγγέλους τετιμημένοι θύουν τον άμωμον Αμνόν. Οι άγγελοι διακονούν και οι πιστοί προσέρχονται να φάγουν και να πίουν Σώμα και Αίμα Χριστού, «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε», ίνα ούτω ζήσουν εν Χριστώ και μη αποθάνουν τη αμαρτία. Λοιπόν «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορ. 11,28 ), κατά τον θείον Απόστολον, διότι «τρώγων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α΄ Κορ. 11,29 ). «Ει γαρ διεκρίνομεν εαυτούς, ουκ αν εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα» (Α΄ Κορ. 11,31-32 ). Όπως, όταν κανείς θέλη να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ετοιμάζεται από ημέρας, δηλαδή δια γενικής προπαρασκευής, καθαριότητος, λόγου, τρόπου, ήθους κ.λ.π., ώστε να επισπάση την βασιλικήν συμπάθειαν και ούτω να επιτύχη του ποθουμένου αιτήματος, κατά την ασύγκριτον διαφοράν των δύο βασιλέων οφείλει και κάθε χριστιανός προ της θείας κοινωνίας να προπαρασκευασθή, ίνα τύχη ελέους και συγχωρήσεως. Τον προσερχόμενον εις τον επίγειον βασιλέα τον στολίζει πολλάκις η πονηρία, η κολακεία, η προσποίησις και το ψεύδος, όπως κερδίση το ποθούμενον, ενώ τον πιστόν χριστιανόν, προσερχόμενον εις τον Βασιλέα των βασιλέων, που επιβλέπει τον έσω άνθρωπον, πρέπει να τον στολίζη η αγιότης, το ταπεινόν φρόνημα και το απλούν ήθος της ψυχής, το πολυτιμότερον χρυσίου απολλυμένου. Ας ετοιμασθώμεν και ημείς με κεκαθαρμένας διανοίας και αποβλέποντες εις την εμπαθή νέκρωσιν των αισθήσεων, εν αγνότητι, ας συνεισέλθωμεν μετά των αγίων αποστόλων εις τον Μυστικόν Δείπνον και ας κοινωνήσωμεν τον γλυκύν Ιησούν μας, ίνα μένη μαζί μας εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Γένοιτο!
6η. Μετά φόβου και ευλαβείας να στέκεσαι εις την εκκλησίαν, διότι αοράτως ο Χριστός μας με τους αγίους αγγέλους παρευρίσκεται. Τους προσέχοντας και ευλαβείς, τους εμπιμπλά χάριτος και ευλογίας, τους απροσέκτους κατακρίνει ως αναξίους. Προσπάθησε να κοινωνής συχνά όσον το δυνατόν, έχεις το ελεύθερον, διότι η θεία Κοινωνία είναι άριστον βοήθημα δια τον αγωνιζόμενον κατά της αμαρτίας.
7η. Να προσέρχεσαι εις το θείον μυστήριον με πολλήν κατάνυξιν, συντριβήν και συναίσθησιν των αμαρτιών σου. Μέγα το έλεος του Θεού, όπου καταδέχεται να εισέλθη μέσα σου, μη βδελυττόμενος το πλήθος των αμαρτιών σου, αλλά από μίαν άπειρον αγάπην και στοργήν έρχεται δια να σε αγιάση, αξιώνοντάς σε να γίνης παιδί Του και συγκληρονόμος της βασιλείας Του.
8η. Αναξίως λειτουργώ τω Θεώ μου. Το υπούργημα άγιον και φοβερόν. Καθ΄ εκάστην προσφέρω θυσίαν ευάρεστον τω Θεώ, τον αμνόν του Θεού, άμωμον τω αμώμω Πατρί και Θεώ, ίνα ίλεως γένηται, δι΄ α λυπούμεν τον αγαθώτατον Θεόν, όπου δι΄ ημάς εθυσίασε τον Υιόν Αυτού. Ω, Θεέ μου, τον αγαπητόν Υιόν Σου δι΄ ημάς! Και ποίοι είμεθα ημείς, που μας άξιζε μία τοιαύτη υπερτάτη θυσία! «Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού» (Απ. Παύλος, Ρωμ. 5,10 ).
Η εικόνα του ασώτου υιού, όπου εσπατάλησε την πατρικήν ουσίαν καθαρώτατα μας δεικνύει τον λόγον, δι΄ ον Χριστός απέθανε. Η αμαρτία των πρωτοπλάστων ήτο αρχή και ρίζα όλων των μέχρι σήμερον και μέχρι της συντελείας των αιώνων, θλιβερών γεγονότων. Η μία παρακοή, ως σπέρμα εντός της μήτρας της Εύας, εκυοφόρησε και μετέδωκε τον σωματικόν και ψυχικόν θάνατον εις το εξ αυτής προελθόν ανθρώπινον γένος. Και που να εφαντάζετο η τάλαινα Εύα ότι η μικρά γεύσις του καρπού θα εδημιούργει τόσην καταστροφήν και κόλασιν, ώστε να εξαναγκάση εις «συνέντευξιν» την Αγίαν Τριάδα, δια να αποσταλή το ένα πρόσωπον της ζωαρχικής Τριάδος εις τον κόσμον και να υποστή εκ του έργου των χειρών Του, εκ του ανθρώπου, ραπίσματα, κολαφίσματα, μαστίγωσιν, εμπτύσματα και κάθε αισχρότητα, και να κρεμασθή επί Σταυρού ως κατάρα «Επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου». Αυτού του Ιησού μας, της γλυκείας λυτρώσεώς μας, του φωτός των εσκοτισμένων μας ψυχών, αναπαρίσταται εις κάθε θείαν Λειτουργίαν, το πάθος του Σταυρού και η ζωηφόρος Ανάστασις δι΄ ων εξιλεώνεται κάθε αμαρτωλή ψυχή. Και αν εις τον παλαιόν νόμον, εις την σκιάν των πραγμάτων, το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως, εκαθάριζε τους κεκοινωμένους, πόσον μάλλον το Αίμα το πανάγιον του Χριστού, το εν τοις αγίοις θυσιαστηρίοις των αγίων του Θεού εκκλησιών μεταλαμβανόμενον, θα καθαρίση ημάς από κάθε αμαρτίαν και θα θερμάνη τας ψυχάς μας εις τον θείον έρωτα του γλυκυτάτου Ιησού μας! Η αγάπη τίκτεται εκ συνέσεως, διότι, εάν δεν αισθανθώμεν το τι μας εχάρισεν ο Θεός και ιδιαιτέρως εις τον εαυτόν μας έκαστος και ποίοι είμεθα ημείς ένεκεν των αμαρτιών μας, όταν ο Θεός έκαμε αυτό το μέγα έλεος, το να γνωρίσωμεν Αυτόν και τον εαυτόν μας, δεν θα καθηλώσωμεν υπό τον φόβον Αυτού τας ψυχάς μας και δεν θα αγαλλώμεθα εν τω κάλλει του έρωτος Αυτού. Ο Απόστολος Παύλος δια να δημιουργήση μεγαλυτέραν αγάπην και ευχαριστίαν προς τον Θεόν, έλεγεν εις τους χριστιανούς: «Τίνα καρπόν είχατε τότε (εις την ειδωλολατρίαν ), εφ΄ οις νυν επαισχύνεσθε,… Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,21 και 23 ).
Αν ο Θεός δεν μας εκάλει, δια να ακολουθήσωμεν τον άγιον Αυτού δρόμον της επιγνώσεως του εαυτού μας και να αισθανθώμεν τον πρότερον αμαρτωλόν βίον μας και αν έλειπεν ο θείος φωτισμός, ημείς ουδέποτε θα εβλέπαμεν τον δρόμον του φωτός και της αληθείας. Μας εκάλεσεν όλους, άλλους παιδιόθεν, ετέρους εις την μέσην ηλικίαν, άλλους εις το γήρας. Όλους ως αγαθός μας προσέλαβεν, ωσάν την όρνιθα υπό τας πτέρυγας αυτής, ίνα μας ποιήση μετόχους της θεϊκής Αυτού βασιλείας. Ουδέν εσυχάθη ούτε έλκος ούτε πληγάς ούτε νόσους ούτε την δυσμορφίαν πνευματικών φαινομένων επί των χαρακτήρων των ψυχών μας. Αλλ΄ ως πατήρ, μας εδέχθη, ως μητέρα, μας εγαλούχησε και ως ιατρός άμισθος, μας ιάτρευε και μας ενέδυσε την πρώτην στολήν της υιοθεσίας, της χάριτος, παραβλέψας το πολύ χρέος των αμαρτιών εκάστου. Λοιπόν οφείλομεν άπειρον αγάπην και λατρείαν. Η αγάπη μενέτω εν τη καρδία, ως πηγή ζώσα κρουνούς νάματος αναβλύζουσα έρωτος θείου ρείθρα. Ουχί ως ο πάλαι Ισραήλ μόνον εν τοις χείλεσι και η καρδία να απέχη μακράν του Χριστού, αλλά ως πυρ ζων λέγον «δεύρο προς τον Πατέρα».
Καθώς τον αθλητήν τον δοκιμάζει ο στίβος και το πεδίον δράσεως, ούτως ελέγχεται και ο χριστιανός εις τον στίβον της πάλης, αν όντως αγαπά τον Θεόν. Η υπομονή εις τον αγώνα εναντίον της ποικίλης αμαρτίας, η ανδρεία εις τας εξορμήσεις εις την εφαρμογήν των θείων εντολών, χαρακτηρίζουν τον θερμόν λάτρην του Ιησού.
Ας μη λυπήσωμεν με την παράβασιν, με τον γογγυσμόν, με την παρακοήν, με την ποικίλην μορφήν της αμαρτίας Εκείνον, όπου μας έδειξεν μίαν άπειρον αγάπην και στοργήν, αλλά ως ευγνώμονες δούλοι, ας προσπαθήσωμεν να Του αναπαύσωμεν τα σπλάγχνα, ώστε να παρηγορηθή καθώς το λέγει και ο ψαλμός: «Και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται» (Ψαλμ. 134,14 ).
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄
Περί Τεθνεώτων
Ελάβαμεν την χαρμο-λυπηράν είδησιν, της προς Κύριον εκδημίας τέκνου υμών• επενθήσαμε και εκλαύσαμε μαζί σας• πλην δεν αρμόζουν ταύτα δια μίαν τοιαύτην ψυχήν, όπου ελπίζομεν ότι ο Χριστός μας την εδέχθη και την ελύτρωσε από τα βάσανα της ζωής, δια να την αναπαύση εις τας αιωνίους μονάς. Αυτό το πλάσμα, ως το πλέον λαμπρόν και ιερόν κόσμημα, θα κοσμή την ευγενή σας εστίαν και θα είναι εις το εξής μία ανέσπερος λαμπάς πρεσβείας προς Κύριον δι΄ ημάς. Η παρθενία αυτού, το πολυχρόνιον της ασθενείας και της υπομονής, το δεύτερον βάπτισμα, το αγγελικόν σχήμα, μας πληροφορούν ότι ο γλυκύς μας Ιησούς, την εδέχθη ως θυμίαμα ευώδες. Μη λυπείσθε, δέομαι, αλλά χαίρετε, διότι εναποθέσατε εις το θησαυροφυλάκιον του Θεού ένα μεγάλον θησαυρόν, ένα μεγάλο ποσόν, προς συντήρησίν σας. Χωρισμός ολιγοχρόνιος είναι ο θάνατος, διότι ο Χριστός μας ελθών εις την γην, εφώτισεν αυτό το σκοτεινόν μυστήριον, τον θάνατον• διότι «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». ¨Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή». Σας εύχομαι από καρδίας μου να σας δώση ο Άγιος Θεός την υπομονήν, την παρηγορίαν και τας ιεράς σκέψεις προς την πνευματικότητα.
2α. Μα ηξεύρεις πόσον ζητούν βοήθειαν οι κοιμηθέντες! Επειδή μετά θάνατον δεν υπάρχει μετάνοια και ως άνθρωποι και αυτοί έφυγαν με κηλίδας και μώμους και βλέπουν ότι η βοήθεια των ζώντων πολύ συνεργεί εις το να τελειοποιηθούν και ησυχάσουν, ποθούν, ζητούν, νοσταλγούν να τους μνημονεύη κανείς, ποθούν επίσης από το γένος των να ευρεθή κανένας παπάς ή ενάρετος χριστιανός, που να μεριμνήση και δι΄ αυτούς. Θα σου γράψω μίαν οπτασίαν ενός επισκόπου, που είδεν, και την οποίαν ήκουσα από το στόμα του επισκόπου, που συλλειτούργησα προ ετών. Μας λέγει ότι ήτο ένας παπάς, που τον είχε νικήσει το κρασί και συχνά εμεθούσε, εργασία ετών, κατά τα άλλα ήτο ενάρετος και ευλαβής. Μίαν των ημερών κατά την συνήθειαν ήπιε κρασί και εμέθυσε και κατόπιν πριν ξεμεθύση καλά, επήγε και ελειτούργησε και κατά παραχώρησιν Θεού του έπεσε το άγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου! Ο καημένος επάγωσε από τον φόβον του, συνάμα δε εσκέπτετο και τον μεγάλον κανόνα του επισκόπου του! Τέλος αφού εξωμολογήθη, του λέγει ο επίσκοπος, «Πήγαινε, και θα σε ειδοποιήσω να έλθης και θα σου δώσω τον κανόνα». Εκεί λοιπόν που εσκέπτετο ο επίσκοπος και διελογίζετο και έλαβε εις το χέρι του την πέννα να γράψη την καθαίρεσιν της ιερωσύνης, ευρισκόμενος μόνος του, βλέπει εμπρός του να εκτυλίσσεται σαν ταινία κινηματογραφική, ένα άπειρον πλήθος κόσμου, παντός είδους, ηλικίας και τάξεως, ο επίσκοπος έμεινεν έκθαμβος από το πράγμα, αλλά συνάμα και από φόβον. Τότε του λέγουν όλοι μαζί οι άνθρωποι αυτοί: «Σεβασμιώτατε νη κανονίσετε τον παπά, μη τον καθαιρήτε», κατόπιν ολίγον κατ΄ ολίγον έγιναν άφαντοι. Φωνάζει ο επίσκοπος τον παπά να έλθη, έμφοβος ο καημένος ο παπάς εσκέπτετο την καθαίρεσίν του. Του λέγει ο επίσκοπος: «Δεν μου λέγεις, μνημονεύεις πολλά ονόματα εις την λειτουργίαν;» Ο παπάς απαντά: «Εις την προσκομιδήν, δέσποτα, πολλήν ώραν μνημονεύω από βασιλείς, αυτοκράτορας μέχρι και τον πλέον φτωχόν». Ο επίσκοπος του λέγει: «Πήγαινε λοιπόν, και όταν λειτουργής μνημόνευε όσον ημπορείς και πρόσεχε του λοιπού μη μεθύσης, είσαι συγχωρημένος». Κατόπιν και ο παπάς με την βοήθειαν του Θεού ελυτρώθη από την μέθην.
3η. Ελάβαμεν το τηλεγράφημα δια την εκδημίαν της φιλτάτης ημών αδελφής και κατά το ανθρώπινον ελυπήθημεν, ηκολούθησαν δάκρυα, τα οποία εμαρτύρουν την ένωσιν των ψυχών με την άρρητον της εν Χριστώ αγάπης δεσμόν. Αλλά πρέπει και να χαιρώμεθα, δια το μεγάλον λαχείον όπου επέτυχεν. Πρώτον, ότι εφύλαξεν εαυτήν εν παρθενία, αυτό το μεγάλο κόσμημα εις το ένδυμα της καθαράς ψυχής της. Δεύτερον, ότι υπέμεινεν επί χρόνους την επίσκεψιν του Κυρίου δια μέσου της ασθενείας και εσήκωσεν τον σταυρόν της μέχρι τον ιερόν Γολγοθά της τελειώσεώς της αναδειχθείσα γνησία μαθήτρια του Ιησού. Τρίτον, ότι της εδόθη το αγγελικόν σχήμα, το οποίον δεν εμόλυνεν με νέας αμαρτίας και το οποίον οι άγιοι πατέρες το εθέσπισαν ως δεύτερον βάπτισμα! Λοιπόν, καθαρά πλέον από το βάπτισμα της μετανοίας έφυγεν, την εκάλεσεν ο γλυκύς Ιησούς πλησίον Του πλέον, ίνα βλέπη το θεανδρικόν Αυτού πρόσωπον προς υψίστην απόλαυσίν της. Εκεί θα πρεσβεύη εις το διηνεκές υπέρ των γονέων αυτής και των λοιπών αυτής συγγενών, αλλά και υπέρ του κόσμου όλου. Ο Μέγας Αντώνιος εν εκστάσει γενόμενος, έβλεπεν εαυτόν να αναφέρεται υπό των αγγέλων εις τον ουρανόν, ως εις εκδημίαν προς Κύριον, και τον παρεμπόδιζον αι ενάντιαι δυνάμεις, οι δαίμονες, τα τελώνια, και τον κατηγόρουν δια τα αμαρτήματα όπου είχε πράξει. Οι άγιοι άγγελοι αντέλεγον και έλεγον: «Όσα αμαρτήματα έπραξε προτού γίνη μοναχός, εκείνα τα συνεχώρησεν ο Θεός καθ΄ ην στιγμήν ενεδύθη το σχήμα, εκείνα που έπραξε μετά το σχήμα έχετε δικαίωμα να αναφέρετε». Ταύτα λεγόντων των αγγέλων, των δαιμόνων μη ευρισκόντων τίποτε το ένοχον, ακωλύτως έγινεν η άνοδος.
TΕΛΟΣ
Το παρόν βιβλίον «Πατρικαί Νουθεσίαι» του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Εφραίμ, Καθηγουμένου της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής του Οσίου Φιλοθέου, είναι έκδοσις της Αυτής Ιεράς Μονής, γενομένη εν Θεσσαλονίκη κατά μήνα Νοέμβριον του έτους 1989.
Περί Τεθνεώτων
Ελάβαμεν την χαρμο-λυπηράν είδησιν, της προς Κύριον εκδημίας τέκνου υμών• επενθήσαμε και εκλαύσαμε μαζί σας• πλην δεν αρμόζουν ταύτα δια μίαν τοιαύτην ψυχήν, όπου ελπίζομεν ότι ο Χριστός μας την εδέχθη και την ελύτρωσε από τα βάσανα της ζωής, δια να την αναπαύση εις τας αιωνίους μονάς. Αυτό το πλάσμα, ως το πλέον λαμπρόν και ιερόν κόσμημα, θα κοσμή την ευγενή σας εστίαν και θα είναι εις το εξής μία ανέσπερος λαμπάς πρεσβείας προς Κύριον δι΄ ημάς. Η παρθενία αυτού, το πολυχρόνιον της ασθενείας και της υπομονής, το δεύτερον βάπτισμα, το αγγελικόν σχήμα, μας πληροφορούν ότι ο γλυκύς μας Ιησούς, την εδέχθη ως θυμίαμα ευώδες. Μη λυπείσθε, δέομαι, αλλά χαίρετε, διότι εναποθέσατε εις το θησαυροφυλάκιον του Θεού ένα μεγάλον θησαυρόν, ένα μεγάλο ποσόν, προς συντήρησίν σας. Χωρισμός ολιγοχρόνιος είναι ο θάνατος, διότι ο Χριστός μας ελθών εις την γην, εφώτισεν αυτό το σκοτεινόν μυστήριον, τον θάνατον• διότι «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». ¨Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή». Σας εύχομαι από καρδίας μου να σας δώση ο Άγιος Θεός την υπομονήν, την παρηγορίαν και τας ιεράς σκέψεις προς την πνευματικότητα.
2α. Μα ηξεύρεις πόσον ζητούν βοήθειαν οι κοιμηθέντες! Επειδή μετά θάνατον δεν υπάρχει μετάνοια και ως άνθρωποι και αυτοί έφυγαν με κηλίδας και μώμους και βλέπουν ότι η βοήθεια των ζώντων πολύ συνεργεί εις το να τελειοποιηθούν και ησυχάσουν, ποθούν, ζητούν, νοσταλγούν να τους μνημονεύη κανείς, ποθούν επίσης από το γένος των να ευρεθή κανένας παπάς ή ενάρετος χριστιανός, που να μεριμνήση και δι΄ αυτούς. Θα σου γράψω μίαν οπτασίαν ενός επισκόπου, που είδεν, και την οποίαν ήκουσα από το στόμα του επισκόπου, που συλλειτούργησα προ ετών. Μας λέγει ότι ήτο ένας παπάς, που τον είχε νικήσει το κρασί και συχνά εμεθούσε, εργασία ετών, κατά τα άλλα ήτο ενάρετος και ευλαβής. Μίαν των ημερών κατά την συνήθειαν ήπιε κρασί και εμέθυσε και κατόπιν πριν ξεμεθύση καλά, επήγε και ελειτούργησε και κατά παραχώρησιν Θεού του έπεσε το άγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου! Ο καημένος επάγωσε από τον φόβον του, συνάμα δε εσκέπτετο και τον μεγάλον κανόνα του επισκόπου του! Τέλος αφού εξωμολογήθη, του λέγει ο επίσκοπος, «Πήγαινε, και θα σε ειδοποιήσω να έλθης και θα σου δώσω τον κανόνα». Εκεί λοιπόν που εσκέπτετο ο επίσκοπος και διελογίζετο και έλαβε εις το χέρι του την πέννα να γράψη την καθαίρεσιν της ιερωσύνης, ευρισκόμενος μόνος του, βλέπει εμπρός του να εκτυλίσσεται σαν ταινία κινηματογραφική, ένα άπειρον πλήθος κόσμου, παντός είδους, ηλικίας και τάξεως, ο επίσκοπος έμεινεν έκθαμβος από το πράγμα, αλλά συνάμα και από φόβον. Τότε του λέγουν όλοι μαζί οι άνθρωποι αυτοί: «Σεβασμιώτατε νη κανονίσετε τον παπά, μη τον καθαιρήτε», κατόπιν ολίγον κατ΄ ολίγον έγιναν άφαντοι. Φωνάζει ο επίσκοπος τον παπά να έλθη, έμφοβος ο καημένος ο παπάς εσκέπτετο την καθαίρεσίν του. Του λέγει ο επίσκοπος: «Δεν μου λέγεις, μνημονεύεις πολλά ονόματα εις την λειτουργίαν;» Ο παπάς απαντά: «Εις την προσκομιδήν, δέσποτα, πολλήν ώραν μνημονεύω από βασιλείς, αυτοκράτορας μέχρι και τον πλέον φτωχόν». Ο επίσκοπος του λέγει: «Πήγαινε λοιπόν, και όταν λειτουργής μνημόνευε όσον ημπορείς και πρόσεχε του λοιπού μη μεθύσης, είσαι συγχωρημένος». Κατόπιν και ο παπάς με την βοήθειαν του Θεού ελυτρώθη από την μέθην.
3η. Ελάβαμεν το τηλεγράφημα δια την εκδημίαν της φιλτάτης ημών αδελφής και κατά το ανθρώπινον ελυπήθημεν, ηκολούθησαν δάκρυα, τα οποία εμαρτύρουν την ένωσιν των ψυχών με την άρρητον της εν Χριστώ αγάπης δεσμόν. Αλλά πρέπει και να χαιρώμεθα, δια το μεγάλον λαχείον όπου επέτυχεν. Πρώτον, ότι εφύλαξεν εαυτήν εν παρθενία, αυτό το μεγάλο κόσμημα εις το ένδυμα της καθαράς ψυχής της. Δεύτερον, ότι υπέμεινεν επί χρόνους την επίσκεψιν του Κυρίου δια μέσου της ασθενείας και εσήκωσεν τον σταυρόν της μέχρι τον ιερόν Γολγοθά της τελειώσεώς της αναδειχθείσα γνησία μαθήτρια του Ιησού. Τρίτον, ότι της εδόθη το αγγελικόν σχήμα, το οποίον δεν εμόλυνεν με νέας αμαρτίας και το οποίον οι άγιοι πατέρες το εθέσπισαν ως δεύτερον βάπτισμα! Λοιπόν, καθαρά πλέον από το βάπτισμα της μετανοίας έφυγεν, την εκάλεσεν ο γλυκύς Ιησούς πλησίον Του πλέον, ίνα βλέπη το θεανδρικόν Αυτού πρόσωπον προς υψίστην απόλαυσίν της. Εκεί θα πρεσβεύη εις το διηνεκές υπέρ των γονέων αυτής και των λοιπών αυτής συγγενών, αλλά και υπέρ του κόσμου όλου. Ο Μέγας Αντώνιος εν εκστάσει γενόμενος, έβλεπεν εαυτόν να αναφέρεται υπό των αγγέλων εις τον ουρανόν, ως εις εκδημίαν προς Κύριον, και τον παρεμπόδιζον αι ενάντιαι δυνάμεις, οι δαίμονες, τα τελώνια, και τον κατηγόρουν δια τα αμαρτήματα όπου είχε πράξει. Οι άγιοι άγγελοι αντέλεγον και έλεγον: «Όσα αμαρτήματα έπραξε προτού γίνη μοναχός, εκείνα τα συνεχώρησεν ο Θεός καθ΄ ην στιγμήν ενεδύθη το σχήμα, εκείνα που έπραξε μετά το σχήμα έχετε δικαίωμα να αναφέρετε». Ταύτα λεγόντων των αγγέλων, των δαιμόνων μη ευρισκόντων τίποτε το ένοχον, ακωλύτως έγινεν η άνοδος.
TΕΛΟΣ
Το παρόν βιβλίον «Πατρικαί Νουθεσίαι» του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Εφραίμ, Καθηγουμένου της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής του Οσίου Φιλοθέου, είναι έκδοσις της Αυτής Ιεράς Μονής, γενομένη εν Θεσσαλονίκη κατά μήνα Νοέμβριον του έτους 1989.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Σελίδα 8 από 8 • 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Σελίδα 8 από 8
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης