Πατρικαι Νουθεσίαι.
2 απαντήσεις
Σελίδα 7 από 8
Σελίδα 7 από 8 • 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
σ΄ ευχαριστούμε silver για όλα αυτά τα ωραία πνευματικά θέματα
gas- Αριθμός μηνυμάτων : 85
Registration date : 04/07/2007
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
gas έγραψε:σ΄ ευχαριστούμε silver για όλα αυτά τα ωραία πνευματικά θέματα
Θα σου ήμουν ευγνώμων αν με θυμάσαι στις προσευχές σου.
Χωρίς διάθεση ταπεινολογίας, είμαι αμαρτωλός, προσπαθώ αλλά....
Νάσαι πάντα καλά, η Κυρία Θεοτόκος σκέπη και καταφυγή σου!
Εν Χριστώ,
Κώστας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Λόγος δεύτερος
Περί Υπακοής
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε κάθε εντολή του Θεού. Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο». Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του. Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό. Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως. Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
( Β΄ μέρος )
Ο διάλογος αυτός μεταξύ Θεού και Πρωτοπλάστων μας χαρίζει την πολύτιμη συμβουλή και διδασκαλία, ότι ο Θεός, παραβαίνοντας ο άνθρωπος την εντολή Του, δεν τον εγκαταλείπει, δεν τον καταδικάζει αμέσως, αλλά τον πλησιάζει. Μα πως τον πλησιάζει; Δεν Τον ακούει να περπατάη, όπως Τον άκουσε ο Αδάμ! Εγώ, Τον ακούω όμως πολύ έντονα να με ελέγχη και να μου λέγη ότι κακώς έπραξες εδώ, εκεί δεν βάδισες καλά, γιατί το κάνεις αυτό; Φωνάζει δια της συνειδήσεως ο Θεός: « Μετανόησον, άνθρωπος είσαι». Ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, πίπτει εύκολα, είναι τρεπτός, είναι αλλοιωτός, είναι επισφαλής. Αυτό το γνωρίζει ο Θεός, διότι Αυτός σε έπλασε, Αυτός σ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά σου έδωσε και την χάρι να μετανοήσης, σου παρέχει την δύναμι να σηκωθής. Γιατί δεν το κάνεις αυτό; Όταν όμως σε ελέγξη δια της συνειδήσεως και σε προτρέψη δια των Γραφών να μετανοήσης και δεν το κάνης, τότε αρχίζει η καταδίκη και η τιμωρία. Ας μεταπηδήσουμε τώρα στη δική μας μορφή ζωής. Θα δούμε και εδώ πάλι ότι, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την εφαρμογή της υπακοής, ζη ευτυχισμένα. Δεν τον ελέγχει η συνείδησις, δεν τον ενοχλεί, δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Όταν δεν υπακούη καλά, τον ελέγχει η συνείδησις και του λέγει: «Κακώς έπραξες εδώ». Ο εγωϊσμός πάλι φωνάζει: « Όχι». Η συνείδησις ξαναλέγει: « Οφείλεις να μετανοήσης». Και έτσι γίνεται μια ανησυχία, και ένας πόλεμος και δημιουργείται μια κατάστασι ελέγχου στην ψυχή του ανθρώπου.
Στον καλόν υποτακτικόν όμως μια τέτοια κατάστασι ελέγχου και ανησυχίας δεν υπάρχει, αλλά ζη με ειρήνη και γαλήνη και με την χρηστή ελπίδα της μελλοντικής αιωνίου κατά Θεόν αποκαταστάσεως.
Τώρα είμαστε σ’ ένα κοινόβιο. Τούτο διατελεί κάτω από κάποια τάξι και νόμο και κανονισμό και πειθαρχία και νουθεσία και υπακοή. Όταν ο υποτακτικός δεν εφαρμόζει καλά την τάξι, τις νουθεσίες, τις εντολές, τόσο του Θεού, όσο και του Γέροντος έχει ελέγχους μέσα του.
Οι Πατέρες φύλαγαν τόση ακρίβεια στην υπακοή, ώστε ρωτούσαν ακόμη. « Πίνοντας 10 γουλιές νερό καλώς ποιώ;» Τι θέλουν να πουν μ’ αυτή τη διδασκαλία και νουθεσία και προτροπή; Θέλουν να μας διδάξουν πόσο οφείλομε να έχουμε ακριβή υπακοή στις νουθεσίες και παραγγελίες του Γέροντος. Μας λέγουν πάλιν οι Πατέρες, ότι ρεζίλι γινόμαστε, όταν έχουμε εγκαταλείψει γονείς, κόσμο, ελευθερία και κατόπιν θεατριζόμαστε ενώπιον του Θεού, των Αγγέλων, των ανθρώπων και των δαιμόνων, όταν μας βλέπουν να συγκρουόμαστε για ένα βελόνι, για μια κλωστή, για ένα παραμικρό πράγμα. Εμείς υποσχεθήκαμε στον Θεό αυταπάρνησι. Τι θα πη αυταπάρνησι; Αυταπάρνησι θα πη άρνησι των παθών και όλων των θελημάτων μας. Όταν όμως εμείς κάνουμε τα θελήματά μας και χωρίς ευλογία κάνουμε δικές μας αναπαύσεις και εξυπηρετήσεις, άραγε εφαρμόζουμε την υπακοή; Εάν για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό, άράγε για ένα ίδιο θέλημα δεν θα δώσουμε; Όταν γίναμε μοναχοί, υποσχεθήκαμε αυταπάρνησι και υπακοή μέχρι θανάτου. Πως όμως θα δικαιολογηθούμε, όταν θα σταθούμε ενώπιον του ταπεινού Ιησού, του άκρως υποτακτικού, όταν θα μας υποδείξη τα τραύματα των ήλων, τη Σταύρωσι; Όταν μας ειπή: «Ιδού Εγώ πόσο υπάκουσα στον Ουράνιο Πατέρα και έκοψα το θέλημά μου, ουχί θέλημα μιας βελόνας, ουχί θέλημα μιας κλωστής, ουχί θέλημα μιας παραμικρής προσταγής, αλλά θέλημα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Εμείς, εάν μας ελέγξουν φερ’ ειπείν για ένα ίδιο θέλημα που κάνομε, αμέσως γινόμαστε άνω κάτω, μέσα μας δημιουργείται πόλεμος. Όταν κάτι προσκρούση στην επιθυμία του ιδίου θελήματός μας, μέσα μας γίνεται μία τεράστια ανατροπή των πάντων. Βλέπομε τον Χριστό μας να δέχεται προσταγή και να λέγη: « Ει δυνατόν να παρέλθη από Εμέ η ώρα αύτη, να παρέλθη το ποτήριον τούτο, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία του ανθρώπου». Η απάντησι δε του Πατρός: « Όχι, δια του Σταυρού και του Γολγοθά θα βαδίσης». « Γενηθήτω το θέλημά Σου».
( Γ΄ μέρος )
Δια τούτο να προσέχουμε τη συνείδησί μας, και να μη πράττουμε τίποτε χωρίς να είναι σε γνώσι του Γέροντος. Διότι τώρα μεν αναπαυόμαστε κάμνοντας το θέλημά μας, τώρα ευχαριστούμεθα σ’ αυτό, τώρα εκπληρώνουμε εκείνο που θέλει η καρδιά μας. Αλλά θα έλθη κάποια ώρα, θα έλθη κάποια στιγμή, που θα βρεθούμε μπροστά σε μια δύσκολη θέσι και κατάστασι, και τότε θα αναπολήσουμε μάσα μας την προτέρα μας ζωή και θα ζητήσουμε το χρόνο της μετανοίας και της διορθώσεως, αλλά θα είναι πλέον αργά! Τώρα που μπορούμε να τα διορθώσουμε, ας τα διορθώσουμε. Ας μη πράττουμε τίποτε χωρίς ευλογία. Κάποια μοναχή, γράφει το Γεροντικόν, πήγε στον κήπο και χωρίς ευλογία, πήγε και έφαγε ένα μαρούλι και μπήκε το δαιμόνιο μέσα της. Άρχισε τότε να κάνη σχέδια και σχήματα δαιμονισμένης. Φώναξαν τότε τον ηγούμενο, για να την κάνη καλά. Επιτίμησε ο Γέροντας το δαιμόνιο και του είπε: « Γιατί μπήκες στην αδελφή;» « Δεν φταίω εγώ λέγει το δαιμόνιο, ήμουν επάνω στο μαρούλι και με έφαγε!».
Σ’ αυτή τη μοναχή μπήκε το δαιμόνιο υποστατικώς, ενώ πράττοντας εμείς τέτοια ίδια έργα και θελήματα, μπαίνει το δαιμόνιο διαφορετικά, δια της ενοχής. Αυτό είναι χειρότερο, γιατί εκείνο το δαιμόνιο φανερώθηκε και τέλος πάντων υπέπεσε στην αντίληψι του Γέροντος και θεραπεύτηκε η μοναχή. Όταν όμως κάνωμε κάτι εν παραβάσει, το δαιμόνιον μένει και αυτό είναι το χειρότερο. Λέγουν οι Πατέρες: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να βγη το δαιμόνιο από έναν άνθρωπο, σπουδαιότερο είναι, να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα δαιμόνιο πάθους. Ένας Άγιος μπορεί να βγάλη ένα δαιμόνιο, αλλά για να βγάλη ένα πάθος θέλει προσωπικόν αγώνα. Γι’ αυτό ακριβώς, να μη ματαιοπονούμε, να μη χάνουμε το χρόνο και πλανώμεθα, νομίζοντας ότι περιπατούμε το δρόμο της μοναχικής ζωής και ότι είμαστε στην υποταγή και επαναπαυόμεθα στην αυταρέσκεια αυτή, ενώ είμαστε παραβάτες. Και ίσως να μας ξεγελάη ο λογισμός, μάλλον η οίησι και να νομίζουμε ότι δεν είναι τίποτε αυτό, δεν πειράζει και το άλλο, ε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα να κάνω και τούτο. Και όμως στην πραγματικότητα είναι παράβασι του θείου νόμου. Και μη ξεχνούμε, ότι εμείς μεν τον τροποποιούμε, αλλά ο νόμος του Θεού είναι άτρεπτος και αναλλοίωτος και σταθερός και μια μέρα θα τεθή σε εφαρμογή, όταν θα κρινώμεθα!
Λόγος δεύτερος
Περί Υπακοής
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε κάθε εντολή του Θεού. Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο». Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του. Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό. Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως. Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
( Β΄ μέρος )
Ο διάλογος αυτός μεταξύ Θεού και Πρωτοπλάστων μας χαρίζει την πολύτιμη συμβουλή και διδασκαλία, ότι ο Θεός, παραβαίνοντας ο άνθρωπος την εντολή Του, δεν τον εγκαταλείπει, δεν τον καταδικάζει αμέσως, αλλά τον πλησιάζει. Μα πως τον πλησιάζει; Δεν Τον ακούει να περπατάη, όπως Τον άκουσε ο Αδάμ! Εγώ, Τον ακούω όμως πολύ έντονα να με ελέγχη και να μου λέγη ότι κακώς έπραξες εδώ, εκεί δεν βάδισες καλά, γιατί το κάνεις αυτό; Φωνάζει δια της συνειδήσεως ο Θεός: « Μετανόησον, άνθρωπος είσαι». Ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, πίπτει εύκολα, είναι τρεπτός, είναι αλλοιωτός, είναι επισφαλής. Αυτό το γνωρίζει ο Θεός, διότι Αυτός σε έπλασε, Αυτός σ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά σου έδωσε και την χάρι να μετανοήσης, σου παρέχει την δύναμι να σηκωθής. Γιατί δεν το κάνεις αυτό; Όταν όμως σε ελέγξη δια της συνειδήσεως και σε προτρέψη δια των Γραφών να μετανοήσης και δεν το κάνης, τότε αρχίζει η καταδίκη και η τιμωρία. Ας μεταπηδήσουμε τώρα στη δική μας μορφή ζωής. Θα δούμε και εδώ πάλι ότι, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την εφαρμογή της υπακοής, ζη ευτυχισμένα. Δεν τον ελέγχει η συνείδησις, δεν τον ενοχλεί, δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Όταν δεν υπακούη καλά, τον ελέγχει η συνείδησις και του λέγει: «Κακώς έπραξες εδώ». Ο εγωϊσμός πάλι φωνάζει: « Όχι». Η συνείδησις ξαναλέγει: « Οφείλεις να μετανοήσης». Και έτσι γίνεται μια ανησυχία, και ένας πόλεμος και δημιουργείται μια κατάστασι ελέγχου στην ψυχή του ανθρώπου.
Στον καλόν υποτακτικόν όμως μια τέτοια κατάστασι ελέγχου και ανησυχίας δεν υπάρχει, αλλά ζη με ειρήνη και γαλήνη και με την χρηστή ελπίδα της μελλοντικής αιωνίου κατά Θεόν αποκαταστάσεως.
Τώρα είμαστε σ’ ένα κοινόβιο. Τούτο διατελεί κάτω από κάποια τάξι και νόμο και κανονισμό και πειθαρχία και νουθεσία και υπακοή. Όταν ο υποτακτικός δεν εφαρμόζει καλά την τάξι, τις νουθεσίες, τις εντολές, τόσο του Θεού, όσο και του Γέροντος έχει ελέγχους μέσα του.
Οι Πατέρες φύλαγαν τόση ακρίβεια στην υπακοή, ώστε ρωτούσαν ακόμη. « Πίνοντας 10 γουλιές νερό καλώς ποιώ;» Τι θέλουν να πουν μ’ αυτή τη διδασκαλία και νουθεσία και προτροπή; Θέλουν να μας διδάξουν πόσο οφείλομε να έχουμε ακριβή υπακοή στις νουθεσίες και παραγγελίες του Γέροντος. Μας λέγουν πάλιν οι Πατέρες, ότι ρεζίλι γινόμαστε, όταν έχουμε εγκαταλείψει γονείς, κόσμο, ελευθερία και κατόπιν θεατριζόμαστε ενώπιον του Θεού, των Αγγέλων, των ανθρώπων και των δαιμόνων, όταν μας βλέπουν να συγκρουόμαστε για ένα βελόνι, για μια κλωστή, για ένα παραμικρό πράγμα. Εμείς υποσχεθήκαμε στον Θεό αυταπάρνησι. Τι θα πη αυταπάρνησι; Αυταπάρνησι θα πη άρνησι των παθών και όλων των θελημάτων μας. Όταν όμως εμείς κάνουμε τα θελήματά μας και χωρίς ευλογία κάνουμε δικές μας αναπαύσεις και εξυπηρετήσεις, άραγε εφαρμόζουμε την υπακοή; Εάν για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό, άράγε για ένα ίδιο θέλημα δεν θα δώσουμε; Όταν γίναμε μοναχοί, υποσχεθήκαμε αυταπάρνησι και υπακοή μέχρι θανάτου. Πως όμως θα δικαιολογηθούμε, όταν θα σταθούμε ενώπιον του ταπεινού Ιησού, του άκρως υποτακτικού, όταν θα μας υποδείξη τα τραύματα των ήλων, τη Σταύρωσι; Όταν μας ειπή: «Ιδού Εγώ πόσο υπάκουσα στον Ουράνιο Πατέρα και έκοψα το θέλημά μου, ουχί θέλημα μιας βελόνας, ουχί θέλημα μιας κλωστής, ουχί θέλημα μιας παραμικρής προσταγής, αλλά θέλημα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Εμείς, εάν μας ελέγξουν φερ’ ειπείν για ένα ίδιο θέλημα που κάνομε, αμέσως γινόμαστε άνω κάτω, μέσα μας δημιουργείται πόλεμος. Όταν κάτι προσκρούση στην επιθυμία του ιδίου θελήματός μας, μέσα μας γίνεται μία τεράστια ανατροπή των πάντων. Βλέπομε τον Χριστό μας να δέχεται προσταγή και να λέγη: « Ει δυνατόν να παρέλθη από Εμέ η ώρα αύτη, να παρέλθη το ποτήριον τούτο, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία του ανθρώπου». Η απάντησι δε του Πατρός: « Όχι, δια του Σταυρού και του Γολγοθά θα βαδίσης». « Γενηθήτω το θέλημά Σου».
( Γ΄ μέρος )
Δια τούτο να προσέχουμε τη συνείδησί μας, και να μη πράττουμε τίποτε χωρίς να είναι σε γνώσι του Γέροντος. Διότι τώρα μεν αναπαυόμαστε κάμνοντας το θέλημά μας, τώρα ευχαριστούμεθα σ’ αυτό, τώρα εκπληρώνουμε εκείνο που θέλει η καρδιά μας. Αλλά θα έλθη κάποια ώρα, θα έλθη κάποια στιγμή, που θα βρεθούμε μπροστά σε μια δύσκολη θέσι και κατάστασι, και τότε θα αναπολήσουμε μάσα μας την προτέρα μας ζωή και θα ζητήσουμε το χρόνο της μετανοίας και της διορθώσεως, αλλά θα είναι πλέον αργά! Τώρα που μπορούμε να τα διορθώσουμε, ας τα διορθώσουμε. Ας μη πράττουμε τίποτε χωρίς ευλογία. Κάποια μοναχή, γράφει το Γεροντικόν, πήγε στον κήπο και χωρίς ευλογία, πήγε και έφαγε ένα μαρούλι και μπήκε το δαιμόνιο μέσα της. Άρχισε τότε να κάνη σχέδια και σχήματα δαιμονισμένης. Φώναξαν τότε τον ηγούμενο, για να την κάνη καλά. Επιτίμησε ο Γέροντας το δαιμόνιο και του είπε: « Γιατί μπήκες στην αδελφή;» « Δεν φταίω εγώ λέγει το δαιμόνιο, ήμουν επάνω στο μαρούλι και με έφαγε!».
Σ’ αυτή τη μοναχή μπήκε το δαιμόνιο υποστατικώς, ενώ πράττοντας εμείς τέτοια ίδια έργα και θελήματα, μπαίνει το δαιμόνιο διαφορετικά, δια της ενοχής. Αυτό είναι χειρότερο, γιατί εκείνο το δαιμόνιο φανερώθηκε και τέλος πάντων υπέπεσε στην αντίληψι του Γέροντος και θεραπεύτηκε η μοναχή. Όταν όμως κάνωμε κάτι εν παραβάσει, το δαιμόνιον μένει και αυτό είναι το χειρότερο. Λέγουν οι Πατέρες: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να βγη το δαιμόνιο από έναν άνθρωπο, σπουδαιότερο είναι, να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα δαιμόνιο πάθους. Ένας Άγιος μπορεί να βγάλη ένα δαιμόνιο, αλλά για να βγάλη ένα πάθος θέλει προσωπικόν αγώνα. Γι’ αυτό ακριβώς, να μη ματαιοπονούμε, να μη χάνουμε το χρόνο και πλανώμεθα, νομίζοντας ότι περιπατούμε το δρόμο της μοναχικής ζωής και ότι είμαστε στην υποταγή και επαναπαυόμεθα στην αυταρέσκεια αυτή, ενώ είμαστε παραβάτες. Και ίσως να μας ξεγελάη ο λογισμός, μάλλον η οίησι και να νομίζουμε ότι δεν είναι τίποτε αυτό, δεν πειράζει και το άλλο, ε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα να κάνω και τούτο. Και όμως στην πραγματικότητα είναι παράβασι του θείου νόμου. Και μη ξεχνούμε, ότι εμείς μεν τον τροποποιούμε, αλλά ο νόμος του Θεού είναι άτρεπτος και αναλλοίωτος και σταθερός και μια μέρα θα τεθή σε εφαρμογή, όταν θα κρινώμεθα!
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Λόγος τρίτος
Περί Υπακοής
( Α΄ μέρος )
Με την ταπείνωσι οι άγιοι Πατέρες κατόρθωσαν να φθάσουν σε μεγάλα σημεία χάριτος. Αλλά μήπως και ένας υποτακτικός δεν μπορεί να κατορθώση, να σημειώση μια τέτοια επιτυχία; Και βεβαίως μπορεί. Όταν κρατήση την σιωπή, τα πνευματικά, το αμέριμνο, όταν έχη ενδοστρέφεια και κάνη τακτικά ταμείο στον εαυτό του, θα προχωρήση οπωσδήποτε. Και εμείς κοντά στον Γέροντα ήμασταν υποτακτικοί. Είχαμε το διακόνημα, τον κόπο της ημέρας κ.λ.π. Με τον Γέροντα καθοδηγητή έμπειρο στις πορείες αυτές του Θεού και με την τάξι που είχαμε, ωρισμένοι πατέρες μπόρεσαν και γνώρισαν αυτά τα πράγματα, που οι νηπτικοί Πατέρες, μας έχουν αφήσει σαν μια ιερά παρακαταθήκη. Να αποφεύγωμε να ομιλούμε τα περιττά πράγματα. Στον κανόνα μας να είμαστε συνεπείς, στον εκκλησιασμό μας, επίσης να είμαστε συνεπείς. Να βρισκόμαστε στην εκκλησία και να ακούμε την ακολουθία, τη λειτουργία, τον εσπερινό. Στην τράπεζα όλοι μαζί, να έχωμε σε όλα μας τάξιν. Όπου τάξις, εκεί και ειρήνη, όπου ειρήνη, εκεί και ο Θεός. Όπου αταξία, εκεί και σύγχυσι, όπου σύγχυσι, εκεί και διάβολος. « Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» λέγει ο θείος Παύλος ( Α΄ Κορ. 14,40). Να εφαρμόζωμε ως υποτακτικοί την υπακοή μας. Να μη κάνωμε το δικό μας θέλημα. Το ίδιο θέλημα έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο. Η υποταγή του θελήματος του Χριστού στον Πατέρα Του, τους εισήγαγε πάλιν στον Παράδεισο και έτσι η υπακοή εθριάμβευσε. Παρήκουσε ο εωσφόρος στο Θεό. Υπερήφανα φαντάσθηκε, και ο Θεός τον απομάκρυνε από κοντά Του και έγινε ο διάβολος, που μας πολεμεί. Τα υπόλοιπα τάγματα έμειναν πιστά στην υπακοή του Θεού και βρίσκονται στη δόξα του Θεού. Και καθ’ ην στιγμήν ήσαν στη φύσι ευμετάβλητοι άγγελοι, έγιναν κατά χάρι αδιάπτωτοι, διότι εγνώρισαν τόσα πράγματα με τη πτώσι του εωσφόρου και του ανθρώπου και γι’ αυτό τώρα είναι αδιασάλευτοι στην υπακοή του Θεού.
( B΄ μέρος )
Πόσο κακό πράγμα είναι το θέλημα του ανθρώπου, διότι κρύβει εγωϊσμό, υπερηφάνεια, φιλαυτία και τόσα άλλα. Γι’ αυτό ο υποτακτικός απαλλασσόμενος από το ίδιο θέλημα, απαλλάσσεται από τα πάθη. Ο Χριστός υπήκουσε μέχρι σταυρικού θανάτου, δηλαδή τελείας νεκρώσεως του ιδίου θελήματος. Εάν ο Χριστός, ανθρωπίνως δεν έκαμνε υπακοή, δεν έκοβε το δικό του θέλημα, ο άνθρωπος δεν θα εσώζετο! Όπως ακριβώς δεν σώζεται και ο άνθρωπος εκείνος, που κρατά το θέλημά του και κάνει εκείνο που θέλει αυτός. Τι σημαίνει απάρνησι του ιδίου θελήματος; Το ίδιο θέλημα το κάνω πέρα, το αρνούμαι, το απαρνούμαι. Δεν έχω καμμία σχέσι μαζί του. Μόνον όταν ο υποτακτικός φθάση στο σημείο αυτό, να απαρνηθή κατά τέτοιο τρόπο το θέλημά του, τότε και μόνο απαλλάσσεται από τα πάθη. Όσον εγκαταλείπει το ίδιο θέλημα, τόσο γνωρίζει ελάφρυνσι από την ενόχλησι των παθών. Εάν ο υποτακτικός γνωρίση στην πράξι το «ευλόγησον», και το «νάναι ευλογημένον», αυτός ο υποτακτικός θα στεφανωθή με αμάραντο στέφανο στον ουράνιο κόσμο. Όπου ο υποτακτικός έβαλε το θέλημά του, εκεί έβαλε δηλητήριο και δεχόμενος δηλητήριο αυτοδηλητηριάζεται. Και λάθος να του δοθή μια εντολή, όμως για την υπακοή που θα κάνη, ο Θεός θα ευλογήση… Ένας υποτακτικός έκανε τόσο απερίεργη υπακοή, που ο Γέροντας του έλεγε και πήγαινε και έκλεβε διάφορα πράγματα από τα κελλιά των αδελφών και του τα έφερνε! Ο Γέροντας τα έπαιρνε και τα έδινε πίσω και ποτέ δεν τον πείραξε ο λογισμός να του ειπή: « Μα τι είναι αυτό που μου κάνει ο Γέροντας; Με προτρέπει, με μαθαίνει να κλέβω; Να μου γίνη μια συνήθεια κατόπιν το κλέψιμο;». Σκέφθηκε και είπε: « Εγώ υπακούω, τώρα τι είναι αυτό που κάνω, δεν ξέρω. Ένα ξέρω, ότι υπακούω».
( Γ΄ μέρος )
Πήγε κάποιος και υποτάχθηκε σ’ ένα Γέροντα που είχε συνοδεία. Του λέγει ο Γέροντας: « Αφού θέλεις να κοινοβιάσης μέσα στην συνοδεία μου, σου δίνω εντολή, να μη βγάλης ούτε μια λέξι, να γίνης κατά Χριστόν μουγγός»! Αυτός είπε: « Να είναι ευλογημένον». Αφού έκανε ένα χρονικό διάστημα στη συνοδεία αυτή, ο Γέροντας είδε ότι δεν τον ωφελεί η συνοδεία του και ότι δεν τον συμφέρει μέσα σ’ αυτή να ζήση, του λέγει μια μέρα: « Θα σε στείλω σ’ έναν άλλο Γέροντα, σ’ ένα άλλο μοναστήρι», και δίνοντάς του ένα σημείωμα του ξαναλέγει: «Πήγαινε στο τάδε μοναστήρι και δώσ’ το αυτό στον ηγούμενο και μείνε εκεί». Παίρνει ο ηγούμενος το γράμμα, ήταν ένα συστατικόν γράμμα που έλεγε: «Σας παρακαλώ, Γέροντα, κρατήστε αυτόν τον αδελφό, είναι καλός μοναχός κ.λ.π.». Τον κράτησε. Μετά ένα διάστημα, ο μοναχός αυτός πέθανε, αλλά την σιωπή δεν την έλυσε.
Μετά το θάνατό του, γράφει ο δεύτερος Γέροντας προς τον πρώτο: «Αν και άλαλο αδελφό μου έστειλες, εν τούτοις ήταν ένας σωστός Άγγελος!». Τότε απαντά ο πρώτος προς τον δεύτερο: «Δεν ήταν κατά φύσι άλαλος, αλλά φυλάττων εντολή παρέμεινε άλαλος!» Και θαύμασε ο δεύτερος Γέροντας τη δύναμι αυτού του αδελφού, πως τήρησε τόσο καλά και άριστα την εντολή του πρώτου του Γέροντος! Θέλω να ειπώ, ότι η τελεία εγκατάλειψι του ιδίου θελήματος, είναι αγιότης.
( Δ΄ μέρος )
Πολλές φορές σκέπτομαι και λέγω: ένας τέλειος υποτακτικός, πόσον θα τιμηθή από τον Χριστόν, τον πρώτο υποτακτικό! Και πως είναι δυνατόν, τους τελείους υποτακτικούς ο Χριστός να μη τους πάρη μαζί Του, στη συνοδεία Του, όπου θα βλέπουν το πρόσωπο Του αιωνίως, όπως ακριβώς το γράφει στην Αποκάλυψι ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής. Εμείς οι σημερινοί μοναχοί κρατούμε πολύ σφικτά και αδιάσπαστα το ίδιο θέλημα. Και έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσωμε πιο πάνω. Δεν λέμε το «ευλόγησον» και το «να είναι ευλογημένον», αλλά λέμε: «Όχι αυτό, έτσι το άλλο κ.λ.π.», και έτσι ρίχνουμε δηλητήριο στον εαυτό μας, στη ζωή μας. Και γι’ αυτό δεν έχομε την πρόοδο των καλών μοναχών. Διαβάζομε στα βιβλία, στους Πατέρες, για ωρισμένους αγίους υποτακτικούς: Σκέψου, έβαλε ο ηγούμενος μέσα στο κελλί, του υποτακτικού το βόδι και του χαλούσε τα νήματα, τον αργαλειό, τόσα χρόνια! Και εκεί μέσα βέβαια, πόσα και πόσα δεν θα του έκανε το βόδι. Δεν θα είχε καθόλου ησυχία! Παρά ταύτα όμως, ουδέποτε του πέρασε λογισμός, όπως έλεγε στον αββά Παφνούτιο: «Ποτέ, αββά, δεν μου πέρασε λογισμός κακός για τον προεστώτα μου, γιατί έβαλε μέσα στο κελλί μου το βόδι. Αλλά μια και το έβαλε, ξέρει αυτός και τελείωσε η υπόθεσι». Ο ίδιος δεν είχε δικό του λογισμό. Ο λογισμός, του Γέροντος ήτο και δικός. Γι’ αυτό λέμε: Εάν δεν έχωμε πνευματική υπακοή, δεν έχομε κατορθώσει απολύτως τίποτε. Όταν δεν θέλωμε αυτό, που θέλει ο προεστώς, δεν είμεθα στην ουσία υποτακτικοί, δεν έχομε πνευματικήν υπακοή. Έστω και αν κάνωμε την κατά πράξι υπακοή, θα είναι σα να είμαστε άνθρωποι με σώμα χωρίς ψυχή. Αν είναι δυνατόν να λογισθή ποτέ άνθρωπος με οντότητα, μόνον με σώμα, πράγμα απαράδεκτο στη λογική. Ακριβώς και στην πνευματική λογική είναι απαράδεκτον να λέγεται υποτακτικός, μόνον ο κατά πράξι και κατά διακόνημα έχων υπακοή. Πρέπει πρωτίστως να έχη ψυχή, να έχη την πνευματική υπακοή. Να λέγη: Ό, τι ακριβώς πιστεύει, φρονεί, σκέπτεται, λογίζεται, αποφασίζει ο προεστώς, και εγώ σκέπτομαι, λογίζομαι και αποφασίζω.
( E΄ μέρος )
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος δέχθηκε την άνωθεν ευλογία για την υπακοή και μόνον. Είναι ένα παράδειγμα τόσον πολύ δυνατό και φανερό. Εκείνος ο υποτακτικός, που είχε Γέροντα τον άγιο Παϊσιο, όταν του είπε μια μέρα: «Παιδί μου, πήγαινε να πιης νερό από εκείνη τη λεκάνη κ.λ.π.», είπε με το λογισμό του: «Αντί να μου ειπή ο Γέροντας, πήγαινε να πιης από το σταμνί, από τη βρύση, μια και ήρθα από το διακόνημα κουρασμένος, ιδρωμένος, μου λέγει να πιω από αυτό το απόπλυμα, που είναι μέσα στη λεκάνη!» Έβαλε το δικό του λογισμό και απέτυχε της μεγάλης επιτυχίας! Μετά εσκέφθη: «Δεν πάω να πιω;» αλλά δεν βρήκε καθόλου νερό. Του λέγει τότε ο αββάς Παϊσιος: «Ταλαίπωρε, ξέρεις εκείνο το απόπλυμα τι ήταν; Ήταν το απόπλυμα από τα πόδια του Χριστού!». Από τότε του ήρθε πνεύμα λύπης και προσπαθούσε να τον παρηγορήση ο αββάς Παϊσιος, αλλά που παρηγοριά. Έφθασε σε σημείο, να μην έχη καθόλου ειρήνη. Τότε του λέγει μια φορά ο άγιος, μια και δεν ημπορούσε να ειρηνεύση και να παραμείνη κοντά του: «Πήγαινε στο τάδε μέρος. Υπάρχουν εκεί τρεις τάφοι, και σ’ ένα από αυτούς ( του υπέδειξε κάποιον ), κάνε μια προσευχή και άκουσε τι θα σου ειπή…». Έτσι και έγινε, ακούει φωνή να του λέγη: «Να πας πίσω στο Γέροντάς σου και να κάνης υπακοή». Αλλά αυτός πλέον είχε ναυαγήσει εσωτερικά, είχε πάθει τέτοιες ρωγμές το σπίτι της ψυχής του, που δεν μπορούσε πλέον να τις ξανακλείση. Γι’ αυτό και μέχρι το τέλος της ζωής του πέρασε ταλαντευόμενος και κλυδωνιζόμενος στην υπακοή κοντά στον αββά Παϊσιο.
Ο μεν Συμεών ο νέος Θεολόγος θριαμβεύσας κατά του ιδίου θελήματος, πήρε την άνωθεν θεολογία για τη τελεία του υπακοή. Και ο άλλος κάνοντας το ίδιο θέλημα, έμεινε εκτός υπακοής και χάριτος.
Αυτά είναι ελάχιστα παραδείγματα βέβαια, διότι εάν γράφονταν όσα οι πατέρες εκείνοι, οι άριστοι υποτακτικοί, έκαναν, θα ημπορούσαν ολόκληροι τόμοι από βιβλία να γράφουν. Σαν καθρέφτες είναι αυτά τα παραδείγματα, που ημπορούμε να δούμε τον εαυτό μας μέσα και να δούμε εμείς τι μορφή έχομεν…
Ο Θεός να μας βοηθήση να συνέλθη έκαστος, να δούμε τον εαυτό μας, κατά πόσον έχουμε απαρνηθή το ίδιο θέλημα. Ας αγωνισθούμε να απογυμνωθούμε από αυτό το δηλητήριο, δια να μπορέσουμε να ζήσουμε κατά Θεόν και όπως ο Θεός θέλει και όπως το επάγγελμα το μοναχικό απαιτεί από μας.
Λόγος τρίτος
Περί Υπακοής
( Α΄ μέρος )
Με την ταπείνωσι οι άγιοι Πατέρες κατόρθωσαν να φθάσουν σε μεγάλα σημεία χάριτος. Αλλά μήπως και ένας υποτακτικός δεν μπορεί να κατορθώση, να σημειώση μια τέτοια επιτυχία; Και βεβαίως μπορεί. Όταν κρατήση την σιωπή, τα πνευματικά, το αμέριμνο, όταν έχη ενδοστρέφεια και κάνη τακτικά ταμείο στον εαυτό του, θα προχωρήση οπωσδήποτε. Και εμείς κοντά στον Γέροντα ήμασταν υποτακτικοί. Είχαμε το διακόνημα, τον κόπο της ημέρας κ.λ.π. Με τον Γέροντα καθοδηγητή έμπειρο στις πορείες αυτές του Θεού και με την τάξι που είχαμε, ωρισμένοι πατέρες μπόρεσαν και γνώρισαν αυτά τα πράγματα, που οι νηπτικοί Πατέρες, μας έχουν αφήσει σαν μια ιερά παρακαταθήκη. Να αποφεύγωμε να ομιλούμε τα περιττά πράγματα. Στον κανόνα μας να είμαστε συνεπείς, στον εκκλησιασμό μας, επίσης να είμαστε συνεπείς. Να βρισκόμαστε στην εκκλησία και να ακούμε την ακολουθία, τη λειτουργία, τον εσπερινό. Στην τράπεζα όλοι μαζί, να έχωμε σε όλα μας τάξιν. Όπου τάξις, εκεί και ειρήνη, όπου ειρήνη, εκεί και ο Θεός. Όπου αταξία, εκεί και σύγχυσι, όπου σύγχυσι, εκεί και διάβολος. « Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» λέγει ο θείος Παύλος ( Α΄ Κορ. 14,40). Να εφαρμόζωμε ως υποτακτικοί την υπακοή μας. Να μη κάνωμε το δικό μας θέλημα. Το ίδιο θέλημα έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο. Η υποταγή του θελήματος του Χριστού στον Πατέρα Του, τους εισήγαγε πάλιν στον Παράδεισο και έτσι η υπακοή εθριάμβευσε. Παρήκουσε ο εωσφόρος στο Θεό. Υπερήφανα φαντάσθηκε, και ο Θεός τον απομάκρυνε από κοντά Του και έγινε ο διάβολος, που μας πολεμεί. Τα υπόλοιπα τάγματα έμειναν πιστά στην υπακοή του Θεού και βρίσκονται στη δόξα του Θεού. Και καθ’ ην στιγμήν ήσαν στη φύσι ευμετάβλητοι άγγελοι, έγιναν κατά χάρι αδιάπτωτοι, διότι εγνώρισαν τόσα πράγματα με τη πτώσι του εωσφόρου και του ανθρώπου και γι’ αυτό τώρα είναι αδιασάλευτοι στην υπακοή του Θεού.
( B΄ μέρος )
Πόσο κακό πράγμα είναι το θέλημα του ανθρώπου, διότι κρύβει εγωϊσμό, υπερηφάνεια, φιλαυτία και τόσα άλλα. Γι’ αυτό ο υποτακτικός απαλλασσόμενος από το ίδιο θέλημα, απαλλάσσεται από τα πάθη. Ο Χριστός υπήκουσε μέχρι σταυρικού θανάτου, δηλαδή τελείας νεκρώσεως του ιδίου θελήματος. Εάν ο Χριστός, ανθρωπίνως δεν έκαμνε υπακοή, δεν έκοβε το δικό του θέλημα, ο άνθρωπος δεν θα εσώζετο! Όπως ακριβώς δεν σώζεται και ο άνθρωπος εκείνος, που κρατά το θέλημά του και κάνει εκείνο που θέλει αυτός. Τι σημαίνει απάρνησι του ιδίου θελήματος; Το ίδιο θέλημα το κάνω πέρα, το αρνούμαι, το απαρνούμαι. Δεν έχω καμμία σχέσι μαζί του. Μόνον όταν ο υποτακτικός φθάση στο σημείο αυτό, να απαρνηθή κατά τέτοιο τρόπο το θέλημά του, τότε και μόνο απαλλάσσεται από τα πάθη. Όσον εγκαταλείπει το ίδιο θέλημα, τόσο γνωρίζει ελάφρυνσι από την ενόχλησι των παθών. Εάν ο υποτακτικός γνωρίση στην πράξι το «ευλόγησον», και το «νάναι ευλογημένον», αυτός ο υποτακτικός θα στεφανωθή με αμάραντο στέφανο στον ουράνιο κόσμο. Όπου ο υποτακτικός έβαλε το θέλημά του, εκεί έβαλε δηλητήριο και δεχόμενος δηλητήριο αυτοδηλητηριάζεται. Και λάθος να του δοθή μια εντολή, όμως για την υπακοή που θα κάνη, ο Θεός θα ευλογήση… Ένας υποτακτικός έκανε τόσο απερίεργη υπακοή, που ο Γέροντας του έλεγε και πήγαινε και έκλεβε διάφορα πράγματα από τα κελλιά των αδελφών και του τα έφερνε! Ο Γέροντας τα έπαιρνε και τα έδινε πίσω και ποτέ δεν τον πείραξε ο λογισμός να του ειπή: « Μα τι είναι αυτό που μου κάνει ο Γέροντας; Με προτρέπει, με μαθαίνει να κλέβω; Να μου γίνη μια συνήθεια κατόπιν το κλέψιμο;». Σκέφθηκε και είπε: « Εγώ υπακούω, τώρα τι είναι αυτό που κάνω, δεν ξέρω. Ένα ξέρω, ότι υπακούω».
( Γ΄ μέρος )
Πήγε κάποιος και υποτάχθηκε σ’ ένα Γέροντα που είχε συνοδεία. Του λέγει ο Γέροντας: « Αφού θέλεις να κοινοβιάσης μέσα στην συνοδεία μου, σου δίνω εντολή, να μη βγάλης ούτε μια λέξι, να γίνης κατά Χριστόν μουγγός»! Αυτός είπε: « Να είναι ευλογημένον». Αφού έκανε ένα χρονικό διάστημα στη συνοδεία αυτή, ο Γέροντας είδε ότι δεν τον ωφελεί η συνοδεία του και ότι δεν τον συμφέρει μέσα σ’ αυτή να ζήση, του λέγει μια μέρα: « Θα σε στείλω σ’ έναν άλλο Γέροντα, σ’ ένα άλλο μοναστήρι», και δίνοντάς του ένα σημείωμα του ξαναλέγει: «Πήγαινε στο τάδε μοναστήρι και δώσ’ το αυτό στον ηγούμενο και μείνε εκεί». Παίρνει ο ηγούμενος το γράμμα, ήταν ένα συστατικόν γράμμα που έλεγε: «Σας παρακαλώ, Γέροντα, κρατήστε αυτόν τον αδελφό, είναι καλός μοναχός κ.λ.π.». Τον κράτησε. Μετά ένα διάστημα, ο μοναχός αυτός πέθανε, αλλά την σιωπή δεν την έλυσε.
Μετά το θάνατό του, γράφει ο δεύτερος Γέροντας προς τον πρώτο: «Αν και άλαλο αδελφό μου έστειλες, εν τούτοις ήταν ένας σωστός Άγγελος!». Τότε απαντά ο πρώτος προς τον δεύτερο: «Δεν ήταν κατά φύσι άλαλος, αλλά φυλάττων εντολή παρέμεινε άλαλος!» Και θαύμασε ο δεύτερος Γέροντας τη δύναμι αυτού του αδελφού, πως τήρησε τόσο καλά και άριστα την εντολή του πρώτου του Γέροντος! Θέλω να ειπώ, ότι η τελεία εγκατάλειψι του ιδίου θελήματος, είναι αγιότης.
( Δ΄ μέρος )
Πολλές φορές σκέπτομαι και λέγω: ένας τέλειος υποτακτικός, πόσον θα τιμηθή από τον Χριστόν, τον πρώτο υποτακτικό! Και πως είναι δυνατόν, τους τελείους υποτακτικούς ο Χριστός να μη τους πάρη μαζί Του, στη συνοδεία Του, όπου θα βλέπουν το πρόσωπο Του αιωνίως, όπως ακριβώς το γράφει στην Αποκάλυψι ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής. Εμείς οι σημερινοί μοναχοί κρατούμε πολύ σφικτά και αδιάσπαστα το ίδιο θέλημα. Και έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσωμε πιο πάνω. Δεν λέμε το «ευλόγησον» και το «να είναι ευλογημένον», αλλά λέμε: «Όχι αυτό, έτσι το άλλο κ.λ.π.», και έτσι ρίχνουμε δηλητήριο στον εαυτό μας, στη ζωή μας. Και γι’ αυτό δεν έχομε την πρόοδο των καλών μοναχών. Διαβάζομε στα βιβλία, στους Πατέρες, για ωρισμένους αγίους υποτακτικούς: Σκέψου, έβαλε ο ηγούμενος μέσα στο κελλί, του υποτακτικού το βόδι και του χαλούσε τα νήματα, τον αργαλειό, τόσα χρόνια! Και εκεί μέσα βέβαια, πόσα και πόσα δεν θα του έκανε το βόδι. Δεν θα είχε καθόλου ησυχία! Παρά ταύτα όμως, ουδέποτε του πέρασε λογισμός, όπως έλεγε στον αββά Παφνούτιο: «Ποτέ, αββά, δεν μου πέρασε λογισμός κακός για τον προεστώτα μου, γιατί έβαλε μέσα στο κελλί μου το βόδι. Αλλά μια και το έβαλε, ξέρει αυτός και τελείωσε η υπόθεσι». Ο ίδιος δεν είχε δικό του λογισμό. Ο λογισμός, του Γέροντος ήτο και δικός. Γι’ αυτό λέμε: Εάν δεν έχωμε πνευματική υπακοή, δεν έχομε κατορθώσει απολύτως τίποτε. Όταν δεν θέλωμε αυτό, που θέλει ο προεστώς, δεν είμεθα στην ουσία υποτακτικοί, δεν έχομε πνευματικήν υπακοή. Έστω και αν κάνωμε την κατά πράξι υπακοή, θα είναι σα να είμαστε άνθρωποι με σώμα χωρίς ψυχή. Αν είναι δυνατόν να λογισθή ποτέ άνθρωπος με οντότητα, μόνον με σώμα, πράγμα απαράδεκτο στη λογική. Ακριβώς και στην πνευματική λογική είναι απαράδεκτον να λέγεται υποτακτικός, μόνον ο κατά πράξι και κατά διακόνημα έχων υπακοή. Πρέπει πρωτίστως να έχη ψυχή, να έχη την πνευματική υπακοή. Να λέγη: Ό, τι ακριβώς πιστεύει, φρονεί, σκέπτεται, λογίζεται, αποφασίζει ο προεστώς, και εγώ σκέπτομαι, λογίζομαι και αποφασίζω.
( E΄ μέρος )
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος δέχθηκε την άνωθεν ευλογία για την υπακοή και μόνον. Είναι ένα παράδειγμα τόσον πολύ δυνατό και φανερό. Εκείνος ο υποτακτικός, που είχε Γέροντα τον άγιο Παϊσιο, όταν του είπε μια μέρα: «Παιδί μου, πήγαινε να πιης νερό από εκείνη τη λεκάνη κ.λ.π.», είπε με το λογισμό του: «Αντί να μου ειπή ο Γέροντας, πήγαινε να πιης από το σταμνί, από τη βρύση, μια και ήρθα από το διακόνημα κουρασμένος, ιδρωμένος, μου λέγει να πιω από αυτό το απόπλυμα, που είναι μέσα στη λεκάνη!» Έβαλε το δικό του λογισμό και απέτυχε της μεγάλης επιτυχίας! Μετά εσκέφθη: «Δεν πάω να πιω;» αλλά δεν βρήκε καθόλου νερό. Του λέγει τότε ο αββάς Παϊσιος: «Ταλαίπωρε, ξέρεις εκείνο το απόπλυμα τι ήταν; Ήταν το απόπλυμα από τα πόδια του Χριστού!». Από τότε του ήρθε πνεύμα λύπης και προσπαθούσε να τον παρηγορήση ο αββάς Παϊσιος, αλλά που παρηγοριά. Έφθασε σε σημείο, να μην έχη καθόλου ειρήνη. Τότε του λέγει μια φορά ο άγιος, μια και δεν ημπορούσε να ειρηνεύση και να παραμείνη κοντά του: «Πήγαινε στο τάδε μέρος. Υπάρχουν εκεί τρεις τάφοι, και σ’ ένα από αυτούς ( του υπέδειξε κάποιον ), κάνε μια προσευχή και άκουσε τι θα σου ειπή…». Έτσι και έγινε, ακούει φωνή να του λέγη: «Να πας πίσω στο Γέροντάς σου και να κάνης υπακοή». Αλλά αυτός πλέον είχε ναυαγήσει εσωτερικά, είχε πάθει τέτοιες ρωγμές το σπίτι της ψυχής του, που δεν μπορούσε πλέον να τις ξανακλείση. Γι’ αυτό και μέχρι το τέλος της ζωής του πέρασε ταλαντευόμενος και κλυδωνιζόμενος στην υπακοή κοντά στον αββά Παϊσιο.
Ο μεν Συμεών ο νέος Θεολόγος θριαμβεύσας κατά του ιδίου θελήματος, πήρε την άνωθεν θεολογία για τη τελεία του υπακοή. Και ο άλλος κάνοντας το ίδιο θέλημα, έμεινε εκτός υπακοής και χάριτος.
Αυτά είναι ελάχιστα παραδείγματα βέβαια, διότι εάν γράφονταν όσα οι πατέρες εκείνοι, οι άριστοι υποτακτικοί, έκαναν, θα ημπορούσαν ολόκληροι τόμοι από βιβλία να γράφουν. Σαν καθρέφτες είναι αυτά τα παραδείγματα, που ημπορούμε να δούμε τον εαυτό μας μέσα και να δούμε εμείς τι μορφή έχομεν…
Ο Θεός να μας βοηθήση να συνέλθη έκαστος, να δούμε τον εαυτό μας, κατά πόσον έχουμε απαρνηθή το ίδιο θέλημα. Ας αγωνισθούμε να απογυμνωθούμε από αυτό το δηλητήριο, δια να μπορέσουμε να ζήσουμε κατά Θεόν και όπως ο Θεός θέλει και όπως το επάγγελμα το μοναχικό απαιτεί από μας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Β) Περί Πίστεως, Τιμής και Αγάπης προς τον Γέροντα.
1η επιστολή.
Κρατείτε μετ’ επιστήμης και επιμελείας την πίστιν και την αγάπην προς τον πνευματικόν σας οδηγόν, διότι εδώ έγκειται η ζωή και ο θάνατος της ψυχής. Μη λυπήτε τον εν Χριστώ πατέρα σας, εάν θέλετε να ιδήτε πρόσωπον Θεού, εκείνος που τον λυπεί να ηξεύρη ότι λυπεί τον Χριστόν, και πως θα ίδη τον Χριστόν, όταν αποθάνη;
2α επιστολή.
Πιστεύω, παιδί μου, ότι θα κάμνης περισσότερα από όσα σε συμβουλεύω και τότε θα ιδής πόσον καλά θα αισθάνεσαι! Ποτέ να μην επιτρέπης εις τον εχθρόν να σε προσβάλη με κακούς λογισμούς κατά του Γέροντός σου, διότι αυτοί είναι φίδια γεμάτα δηλητήριον. Έσο προσκεκολλημένος ολοκληρωτικώς προς τον Γέροντάς σου, αυτόν θα ακούς, ωσάν τα λόγιά του να είναι από τον Χριστόν λαλούμενα. Η αγάπη, ο σεβασμός και η τελεία υπακοή εις τον Γέροντα φέρνουν την ανάπαυσιν αυτού, αναπαύοντας τον Γέροντα αναπαύεις τον Θεόν, ό,τι κάμνεις εις τον Γέροντα, εις τον Θεόν το κάμνεις.
3η επιστολή.
Δεν αμφιβάλλω, παιδί μου, δια τίποτε από ό,τι σου συμβαίνει. Ένα γνήσιον πνευματικόν τέκνον έτσι αγαπά τον πατέρα του, που πνευματικά το εγέννησε δια της χάριτος του Θεού. Εύχομαι ο Χριστός μας, να γεμίζη πάντα την καρδιά σου με την θεϊκήν αγάπην Του, που πραγματικά ανακαινίζει τον Χριστιανόν πιστόν.
4η επιστολή.
Τον υποτακτικόν τον βλάπτει θανάσιμα, όταν δεν φανερώνη καθαρά και ειλικρινά τον εαυτόν του εις τον Γέροντά του. Όπως ο άρρωστος, όταν δεν αποκαλύπτη πως έχει η πληγή του ή η αρρώστειά του εις τον ιατρόν, δεν θεραπεύετε, αλλά συνεχίζεται ο πόνος και ο πυρετός, τοιουτοτρόπως και ο υποτακτικός, όταν δεν φανερώνη εις τον πνευματικόν του ιατρόν τα ψυχικά του τραύματα. Αυτό που τον εμποδίζει όμως να μη δείχνη από τι υποφέρει είναι ο εγωϊσμός.
Λοιπόν τέκνα μου, ας τον ποδοπατήσωμεν τον δράκοντα τούτον και ας τον σφάξωμεν με την μάχαιραν της ιεράς εξομολογήσεως και την λήψιν των πνευματικών φαρμάκων, που θα μας δώση προς θεραπείαν μας ο πνευματικός ιατρός, ο Γέροντας.
5η επιστολή.
Ας γρηγορήσωμεν, τέκνα μου, ας βιασθώμεν, τι περιμένομεν; Το τέλος εγγίζει και πρόκειται να θορυβηθώμεν, τι θα μας βοηθήση; Εις την μεγάλην εκείνην ανάγκην θα μας βοηθήση η τωρινή βία εις τα καθήκοντά μας, η απόκτησις των αρετών, κυρίως η πνευματική ένωσις μετά των πνευματικών γονέων μας, με την ευάρεστον προς αυτούς ζωήν μας. Εάν είμεθα χωρισμένοι πνευματικώς από τον πνευματικόν πατέρα μας δια την παρακοήν μας και την κατάκρισίν μας, πως θα τειχισθώμεν έναντι των δαιμόνων την ώραν του θανάτου; Χωρίς την προστασίαν της αγίας ευχής του, πως θα ευρεθώμεν ενώπιον αυτού του Ιησού Χριστού; Όταν θα αναβαίνωμεν και θα συναντώμεν τα εναέρια τελώνια, τίνος αι ευχαί θα μας λυτρώσουν; Του προεστώτος; Μα αυταί έχουν αναχωρήσει από ημάς, διότι τον επικράναμεν εις την ζωήν και ούτως ουδεμίαν ισχύν έχουσιν εις την ανάγκην μας ταύτην.
Λοιπόν, τέκνα μου, ας φροντίσωμεν να ζήσωμεν κατά το θέλημα του Θεού, όπως ευαρεστήσωμεν Αυτώ, δια να μας αναπαύση εις τους κόλπους Του αιωνίως.
6η επιστολή.
Το θέμα σου, παιδί μου, είναι κυρίως θέμα Γέροντος. Σας έχω ειπή πολλάκις πως ο διάβολος φοβάται πολύ τους προεστώτας και η αγάπη και πίστις προς αυτούς είναι υπερασφάλεια δια κάθε υποτασσόμενον δια την αγάπην του Θεού. Εις όποιον όμως σφάλλει εις το θέμα των προεστώτων, αμέσως αίρεται η ασφάλεια και αρχίζει το κατεδάφισμα. Δια τούτο και ο διάβολος γνωρίζων αυτό, αρχίζει αμέσως τον πόλεμον από τους προεστώτας, προσπαθώντας τις αδυναμίες τους να τις εξογκώση εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να πείση τον υποτασσόμενον, ότι εξ αυτών δεν θα προκύψη ουδεμία ωφέλεια και ότι δεν στέκονται καλά κ.λ.π. Και όταν τον πείση, τον κερδίζει. Όταν όμως τον εύρη θεμελιωμένον, φεύγει και ανοίγει άλλο μέτωπον. Σπάνια υποτακτικός να μη πολεμηθή με αυτόν τον πόλεμον.
7η επιστολή.
Ο Γέροντας γράφει εις μοναχήν.
Έχε, κόρη μου, αγάπην και σεβασμόν εις την Γερόντισσαν, ποίος δεν έχει αδυναμίας; Όλοι είμεθα υπόδικοι δια τα πάθη μας, αλλά άλλο τούτο και άλλο το χρέος σου προς την πνευματικήν σου μητέρα. Εσύ βλέπε την, ως πρόσωπον χριστού! Και καθώς θα την εμπιστεύεσαι, θα σου λογίζεται τούτο ενώπιον Θεού. Δεν θέλω να υποκρίνεσαι, υπεραγαπώ την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα, έτσι θέλω και τα παιδιά μου. Να εξομολογήσαι αληθώς, να ακούς τας συμβουλάς της, να πιστεύης εις ό,τι σου λέγει η Γερόντισσα. Αν δεν δέχεσαι με πίστιν τα λεγόμενά της, το αποτέλεσμα θα είναι να κατακρίνης, να ψυχρανθής, να δημιουργήσης απόστασιν. Ταύτα είναι ανοίκεια δια σε ως μοναχήν, υπό την προστασίαν μιας Γεροντίσσης. Δεν πρέπει να κατακρίνωμε και να ψυχραινώμεθα με κανένα άνθρωπον, πολλώ μάλλον με την πνευματικήν μητέρα μας. Αγωνίζου να την αγαπάς και να την βλέπης ως Χριστού πρόσωπον, και τότε, όπως θα πιστεύης, αναλόγως θα θερίσης ωφέλειαν. Πράξε το και θα ίδης την αλήθειαν. Τώρα, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, θέλω ιδιαιτέρως να βιασθής. Να σιωπήσης έσω και έξω. Συνεχώς και αδιάπτωτα να μνημονεύης τον θάνατον, τεραστία η ωφέλεια εκ ταύτης της μελέτης. Θα λέγης την ηγαπημένην ευχούλα. Θα βιάζεσαι να ενώνεσαι ολοέν και σφικτότερον με την Γερόντισσάν σου και ποτέ μην επιτρέψης τον λογισμόν σου να την κρίνη, διότι το τοιούτον χαρακτηρίζεται πατερικώς έγκαυμα ή δηλητηρίασμα άσχημον. Φυλάξου μη πέσης από την Γερόντισσαν, διότι θα παραλύσης κάθε σου καλόν αγώνα.
Β) Περί Πίστεως, Τιμής και Αγάπης προς τον Γέροντα.
1η επιστολή.
Κρατείτε μετ’ επιστήμης και επιμελείας την πίστιν και την αγάπην προς τον πνευματικόν σας οδηγόν, διότι εδώ έγκειται η ζωή και ο θάνατος της ψυχής. Μη λυπήτε τον εν Χριστώ πατέρα σας, εάν θέλετε να ιδήτε πρόσωπον Θεού, εκείνος που τον λυπεί να ηξεύρη ότι λυπεί τον Χριστόν, και πως θα ίδη τον Χριστόν, όταν αποθάνη;
2α επιστολή.
Πιστεύω, παιδί μου, ότι θα κάμνης περισσότερα από όσα σε συμβουλεύω και τότε θα ιδής πόσον καλά θα αισθάνεσαι! Ποτέ να μην επιτρέπης εις τον εχθρόν να σε προσβάλη με κακούς λογισμούς κατά του Γέροντός σου, διότι αυτοί είναι φίδια γεμάτα δηλητήριον. Έσο προσκεκολλημένος ολοκληρωτικώς προς τον Γέροντάς σου, αυτόν θα ακούς, ωσάν τα λόγιά του να είναι από τον Χριστόν λαλούμενα. Η αγάπη, ο σεβασμός και η τελεία υπακοή εις τον Γέροντα φέρνουν την ανάπαυσιν αυτού, αναπαύοντας τον Γέροντα αναπαύεις τον Θεόν, ό,τι κάμνεις εις τον Γέροντα, εις τον Θεόν το κάμνεις.
3η επιστολή.
Δεν αμφιβάλλω, παιδί μου, δια τίποτε από ό,τι σου συμβαίνει. Ένα γνήσιον πνευματικόν τέκνον έτσι αγαπά τον πατέρα του, που πνευματικά το εγέννησε δια της χάριτος του Θεού. Εύχομαι ο Χριστός μας, να γεμίζη πάντα την καρδιά σου με την θεϊκήν αγάπην Του, που πραγματικά ανακαινίζει τον Χριστιανόν πιστόν.
4η επιστολή.
Τον υποτακτικόν τον βλάπτει θανάσιμα, όταν δεν φανερώνη καθαρά και ειλικρινά τον εαυτόν του εις τον Γέροντά του. Όπως ο άρρωστος, όταν δεν αποκαλύπτη πως έχει η πληγή του ή η αρρώστειά του εις τον ιατρόν, δεν θεραπεύετε, αλλά συνεχίζεται ο πόνος και ο πυρετός, τοιουτοτρόπως και ο υποτακτικός, όταν δεν φανερώνη εις τον πνευματικόν του ιατρόν τα ψυχικά του τραύματα. Αυτό που τον εμποδίζει όμως να μη δείχνη από τι υποφέρει είναι ο εγωϊσμός.
Λοιπόν τέκνα μου, ας τον ποδοπατήσωμεν τον δράκοντα τούτον και ας τον σφάξωμεν με την μάχαιραν της ιεράς εξομολογήσεως και την λήψιν των πνευματικών φαρμάκων, που θα μας δώση προς θεραπείαν μας ο πνευματικός ιατρός, ο Γέροντας.
5η επιστολή.
Ας γρηγορήσωμεν, τέκνα μου, ας βιασθώμεν, τι περιμένομεν; Το τέλος εγγίζει και πρόκειται να θορυβηθώμεν, τι θα μας βοηθήση; Εις την μεγάλην εκείνην ανάγκην θα μας βοηθήση η τωρινή βία εις τα καθήκοντά μας, η απόκτησις των αρετών, κυρίως η πνευματική ένωσις μετά των πνευματικών γονέων μας, με την ευάρεστον προς αυτούς ζωήν μας. Εάν είμεθα χωρισμένοι πνευματικώς από τον πνευματικόν πατέρα μας δια την παρακοήν μας και την κατάκρισίν μας, πως θα τειχισθώμεν έναντι των δαιμόνων την ώραν του θανάτου; Χωρίς την προστασίαν της αγίας ευχής του, πως θα ευρεθώμεν ενώπιον αυτού του Ιησού Χριστού; Όταν θα αναβαίνωμεν και θα συναντώμεν τα εναέρια τελώνια, τίνος αι ευχαί θα μας λυτρώσουν; Του προεστώτος; Μα αυταί έχουν αναχωρήσει από ημάς, διότι τον επικράναμεν εις την ζωήν και ούτως ουδεμίαν ισχύν έχουσιν εις την ανάγκην μας ταύτην.
Λοιπόν, τέκνα μου, ας φροντίσωμεν να ζήσωμεν κατά το θέλημα του Θεού, όπως ευαρεστήσωμεν Αυτώ, δια να μας αναπαύση εις τους κόλπους Του αιωνίως.
6η επιστολή.
Το θέμα σου, παιδί μου, είναι κυρίως θέμα Γέροντος. Σας έχω ειπή πολλάκις πως ο διάβολος φοβάται πολύ τους προεστώτας και η αγάπη και πίστις προς αυτούς είναι υπερασφάλεια δια κάθε υποτασσόμενον δια την αγάπην του Θεού. Εις όποιον όμως σφάλλει εις το θέμα των προεστώτων, αμέσως αίρεται η ασφάλεια και αρχίζει το κατεδάφισμα. Δια τούτο και ο διάβολος γνωρίζων αυτό, αρχίζει αμέσως τον πόλεμον από τους προεστώτας, προσπαθώντας τις αδυναμίες τους να τις εξογκώση εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να πείση τον υποτασσόμενον, ότι εξ αυτών δεν θα προκύψη ουδεμία ωφέλεια και ότι δεν στέκονται καλά κ.λ.π. Και όταν τον πείση, τον κερδίζει. Όταν όμως τον εύρη θεμελιωμένον, φεύγει και ανοίγει άλλο μέτωπον. Σπάνια υποτακτικός να μη πολεμηθή με αυτόν τον πόλεμον.
7η επιστολή.
Ο Γέροντας γράφει εις μοναχήν.
Έχε, κόρη μου, αγάπην και σεβασμόν εις την Γερόντισσαν, ποίος δεν έχει αδυναμίας; Όλοι είμεθα υπόδικοι δια τα πάθη μας, αλλά άλλο τούτο και άλλο το χρέος σου προς την πνευματικήν σου μητέρα. Εσύ βλέπε την, ως πρόσωπον χριστού! Και καθώς θα την εμπιστεύεσαι, θα σου λογίζεται τούτο ενώπιον Θεού. Δεν θέλω να υποκρίνεσαι, υπεραγαπώ την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα, έτσι θέλω και τα παιδιά μου. Να εξομολογήσαι αληθώς, να ακούς τας συμβουλάς της, να πιστεύης εις ό,τι σου λέγει η Γερόντισσα. Αν δεν δέχεσαι με πίστιν τα λεγόμενά της, το αποτέλεσμα θα είναι να κατακρίνης, να ψυχρανθής, να δημιουργήσης απόστασιν. Ταύτα είναι ανοίκεια δια σε ως μοναχήν, υπό την προστασίαν μιας Γεροντίσσης. Δεν πρέπει να κατακρίνωμε και να ψυχραινώμεθα με κανένα άνθρωπον, πολλώ μάλλον με την πνευματικήν μητέρα μας. Αγωνίζου να την αγαπάς και να την βλέπης ως Χριστού πρόσωπον, και τότε, όπως θα πιστεύης, αναλόγως θα θερίσης ωφέλειαν. Πράξε το και θα ίδης την αλήθειαν. Τώρα, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, θέλω ιδιαιτέρως να βιασθής. Να σιωπήσης έσω και έξω. Συνεχώς και αδιάπτωτα να μνημονεύης τον θάνατον, τεραστία η ωφέλεια εκ ταύτης της μελέτης. Θα λέγης την ηγαπημένην ευχούλα. Θα βιάζεσαι να ενώνεσαι ολοέν και σφικτότερον με την Γερόντισσάν σου και ποτέ μην επιτρέψης τον λογισμόν σου να την κρίνη, διότι το τοιούτον χαρακτηρίζεται πατερικώς έγκαυμα ή δηλητηρίασμα άσχημον. Φυλάξου μη πέσης από την Γερόντισσαν, διότι θα παραλύσης κάθε σου καλόν αγώνα.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Γ) Λόγος Περί Συνειδήσεως και Υπακοής
(α΄ μέρος )
Όταν ο άνθρωπος φυλάξη υπακοή απόλυτη προς την συνείδησί του και εφαρμόζη ό,τι του υποδεικνύει εκείνη, παύει και αυτή να τον ελέγχη. Όχι ότι εξασθένησε η φωνή της, αλλά, διότι δια της καλής υπακοής δεν έχει η συνείδησι κάτι να ελέγξη.
Ο Απόστολος Ιωάννης λέγει: « Όταν η συνείδησι του ανθρώπου δεν τον ελέγχη, παρρησίαν έχει προς τον Θεόν. Στον δρόμο του ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ δυνατόν να περάση, χωρίς κάπου να προσκρούση. Διότι από την μια ο διάβολος, από την άλλη η σάρκα, από την άλλη ο κόσμος, συνεχώς παρεμβάλλουν εμπόδια στη ζωή του, και σκοντάφτει ο άνθρωπος ανάλογα με την απροσεξία που τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό όταν πέση, να σηκώνεται πάραυτα και να ζητά συγχώρησι. Όταν δε ο άνθρωπος μετανοήση ανάλογα, τότε και η συνείδησι, η οποία προηγουμένως τον ενοχλούσε παύει τον έλεγχο. Σε τρία σημεία πρέπει να φυλάξωμε την συνείδησί μας, στο Θεό, στον πλησίον μας και στα πράγματα. Ο άνθρωπος φυλάγει την συνείδησί του προς τον Θεόν, όταν αποφεύγη την ποικίλη αμαρτία. Προς τον πλησίον, όταν δεν τον λυπή, δεν τον κατακρίνη, δεν τον συκοφαντή, δεν τον σκανδαλίζη, δεν τον σπρώχνη στο κακό. Προς τα πράγματα, όταν δεν γίνεται αιτία καταστροφής ή βλάβης υλικού πράγματος από απροσεξία, από αμέλεια, από ασυνειδησία. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, μας λέγει πολλά πράγματα για την ασυνειδησία αυτή. Όταν βλέπης ένα πράγμα ότι καίγεται, ότι καταστρέφεται και δεν το σηκώνης, δεν το προφυλάγης, ασυνειδησία είναι. Όταν σχίζεται το ρούχο σου και το αφήνεις και καταστρέφεται τελείως, ασυνειδησία είναι. Όταν μπορής να δουλέψης και εσύ γυρίζεις εδώ και εκεί, και αυτό ασυνειδησία είναι. Όταν το φαγητό το αφήσης και ξυνίση και το πετάς, ασυνειδησία είναι, διότι έπρεπε να είχες τη μέριμνα, να το φάνε πριν ξυνίση. Άρα, με οποιοδήποτε τρόπο και αν σφάλλη ο άνθρωπος επάνω στα υλικά πράγματα, είναι ασυνειδησία, και με οποιοδήποτε τρόπο αν προσβάλη το Θεό, είναι ασυνειδησία.
( β΄ μέρος )
Ο μεγαλύτερος πλούτος είναι να προσπαθήση να διατηρήση τη συνείδησί του ο άνθρωπος χωρίς βάρος. Σε περίπτωσι δε που θα αισθανθή κάτι να τον έχη πληγώσει, να το διορθώση αμέσως και έτσι επανέρχεται πάλι στην ίδια κατάστασι. Πόσες και πόσες φορές δεν μας έχει ελέγξει η συνείδησί μας; Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσέχει τη συνείδησί του, όσο περισσότερο την επιμελείται, τόσο λεπτότερα τον οδηγεί. Όσο δε λεπτότερα τον οδηγεί και τον ελέγχει, τόσον περισσότερο ανεβαίνει στην καθαρότητα. Υπάρχει και η πονηρά λεγομένη συνείδησι, η οποία έρχεται και αυτή πολλές φορές με το πρόσχημα και με το σχήμα και με τη μορφή της αγαθής συνειδήσεως, και όμως στην ουσία είναι η πονηρά συνείδησι, η διεστραμμένη, η εναντίον του Θεού συνείδησι. Η πονηρά συνείδησι είναι εκείνη η φωνή, η οποία διδάσκει αντίθετα, κυρίως πλανεμένα και διεστραμμένα. Η αγαθή συνείδησι έχει σαν αφετηρία και σαν αρχή και σαν θεμέλιο την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή. Η πονηρά συνείδησι έχει ως αρχήν της την υπερηφάνεια και την ανυπακοή. Όταν δεν πείθεται κανείς στον Γέροντα, όταν αντιστέκεται, όταν άλλα του λέγουν και άλλα λέγει, όταν δεν ακούη, τότε έχει την λεγομένην αυτοπεποίθησι. Η τοιαύτη αυτοπεποίθησι είναι πονηρά συνείδησι.
( γ΄ μέρος )
Η ταπεινοφροσύνη γεννά την αγαθή συνείδησι, κανείς για να μάθη, μάλλον για να διδαχθή την αγαθή συνείδησι, ( διότι μπλέκονται αμφότεραι και συχνά διερωτάται κανείς: πονηρά συνείδησι είναι αυτή ή αγαθή; Σκέπτεται: αυτό το λογισμό να πιστέψω ή εκείνο) χρειάζεται να έχη ταπείνωσι, κυρίως όμως να τεθή υπό την οδηγία του άλλου, του ανωτέρου του, του προϊσταμένου του, του πνευματικού του και να κάνη υπακοή σε ό,τι του ειπή. Τότε σιγά-σιγά θ’ αρχίση να αντιλαμβάνεται, ποιος λογισμός είναι κακός και ποιος είναι αγαθός, ποια είναι η χροιά της αγαθής και ποια της πονηράς συνειδήσεως. Έτσι αφ’ ενός αποφεύγει τις πτώσεις με τη διδασκαλία και την καθοδήγησι του πνευματικού, αφ’ ετέρου συν τω χρόνω διδάσκεται τη χροιά, την όψι των δύο συνειδήσεων και γίνεται ένας τέλειος άνθρωπος. Εκείνοι που έπαθαν ζημιά είναι εκείνοι, οι οποίοι είναι εκτός υπακοής, καθ’ ότι ο άνθρωπος πιέζεται και από τις δυό συνειδήσεις, από τις οποίες η μία πάει να τον σώση και η άλλη να τον καταστρέψη, και δεν γνωρίζει πολλάκις ποια να διαλέξη. Ο υποτακτικός ξεφεύγει τον κίνδυνο και σιγά-σιγά γίνεται έμπειρος, πρακτικός της πονηράς και της αγαθής συνειδήσεως.
(δ΄ μέρος )
Ο Αββάς Ποιμήν είχε δύο λογισμούς και πήγε στον πνευματικό του να τους ειπή, ο οποίος ήταν πολύ μακριά, έφυγε το πρωϊ και έφθασε το βράδυ. Ξέχασε δε τον ένα λογισμό και είπε μόνο τον ένα. Όταν επέστρεψε, μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα ν’ ανοίξη, θυμήθηκε το δεύτερο λογισμό. Τότε δεν άνοιξε την πόρτα, γύρισε ξανά πίσω για να ειπή και τον άλλο λογισμό του. Όταν ο πνευματικός του, είδε τον κόπο του και την ακρίβεια του είπε: «Ποιμήν, Ποιμήν, Αγγέλων Ποιμήν! Η αρετή σου θα φέρη το όνομά σου εις πάσαν την γην».
Για να μπορέση κανείς να γίνη έμπειρος, ώστε να διακρίνη τη φωνήν της αγαθής και πονηράς συνειδήσεως, πρέπει να περάση από την υπακοή. Αν δεν περάση ο άνθρωπος από την υπακοή, είναι ελλιπής. Μπορεί να έχη χαρίσματα, να είναι καλής ψυχής άνθρωπος, να κάνη διάφορα καλά έργα, αλλά θα τον ιδής να κουτσαίνη πάντοτε στη διάκρισι και στη ταπεινοφροσύνη. Εκείνο το οποίο χαρίζει η υποταγή εν πρώτοις και βασικώς είναι η διάκρισι δια της ταπεινοφροσύνης. Δηλαδή η υπακοή σφυρηλατεί τον άνθρωπον και του χαρίζει πρωτίστως την ταπείνωσι και τη διάκρισι.
«Ερώτησον, λέγει, τον Πατέρα σου, και ερεί σοι». Αυτό βλέπομε μέσα στον πατερικό δρόμο των αγίων. Διαβάζουμε στο «Πατερικόν» ότι ο Ζαχαρίας είδε μια οπτασία, αλλά ο πατήρ του δεν ήταν σε θέσι να του εξηγήση, αν ήταν εκ Θεού ή εκ των δαιμόνων. Πήγε σ’ ένα διακριτικό Γέροντα ο οποίος του είπε: «Εκ Θεού είναι η οπτασία, αλλά πήγαινε και υποτάγηθι τω Πατρί σου».
( ε΄ μέρος )
Πόσα και πόσα δεν μας άφησαν οι Πατέρες για διδασκαλία μας! Ο καλύτερος δρόμος, ο πιο σωστός, ο πιο σίγουρος, ο πιο ανεύθυνος, είναι ο της υποταγής. «Ο πράττων υπακοήν, λέγει ο αββάς Παλάμων, εξεπλήρωσεν απάσας τας εντολάς του Χριστού».
«Ο υποτακτικός έχει διαλέξει τον καλύτερο δρόμο», λέγει ο αββάς Μωϋσής: «Τρέξατε, τέκνα, όπου εστίν υπακοή. Εκεί χαρά, ειρήνη, φιλαδελφία, ενότης, εγρήγορσις, παρηγορία, στέφανοι, μισθός».
Όταν όμως θέλωμε να στήσωμε το ιδικό μας θέλημα, ενώ είμαστε υποτακτικοί, τότε ο δρόμος γίνεται δύσκολος, τραχύς, επικίνδυνος. Όταν κάνη κανείς υπακοή βρίσκεται μέσα στην αγάπη, στη βία, στη φιλαδελφία, στους στεφάνους, στον αγιασμό, στη σωτηρία.
Το ίδιο θέλημα είναι μεγάλος φραγμός, μεγάλο εμπόδιο. Τείχος μεταξύ ψυχής και Θεού. Όπως από το τείχος, όταν είναι μπροστά μας, εμποδίζεται ο ήλιος και εμποδιζομένου του ηλίου, το μέρος έχει υγρασία, δεν καρποφορεί, έχει αρρώστεια, έτσι είναι και το τείχος του ιδίου θελήματος. Όταν αυτό σταθή μπροστά στην ψυχή, σκοτεινιάζει και μένει άκαρπη. Ο Ήλιος της δικαιοσύνης είναι ο Χριστός, όταν η ψυχή δεν έχη εμπόδιο, έρχονται οι ακτίνες του Χριστού και την φωτίζουν και καρποφορεί και αγιάζεται ο άνθρωπος. Όποιος γνώρισε της υπακοής τον καρπόν, εκείνος μπορεί να μιλήση γι’ αυτήν. Είναι ο πιο χαριτωμένος δρόμος. Κυρίως αποβάλλει ο άνθρωπος τον κακό δαίμονα του εγωϊσμού και της υπερηφανείας, που φέρνει όλα τα κακά και εισάγει την ταπεινοφροσύνη και την αμεριμνησία.
( στ΄ μέρος )
Διαβάζομεν στο «Γεροντικό» για δύο αδέλφια, που αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί και έφυγαν από τον κόσμον. Ο ένας έγινε υποτακτικός σε κοινόβιο, ο άλλος έγινε ησυχαστής. Μετά 2-3 χρόνια ο ησυχαστής λέγει: «Ας πάω να δω τον αδελφό μου, που είναι στο κοινόβιο, μέσα στη μέριμνα, μέσα στις σκοτούρες, ποιος ξέρει τι να κάνη ο ταλαίπωρος μέσα σε τόσες φασαρίες». Είχε την αυτοπεποίθησι ότι ασκητεύοντας είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα. Επήγε στο μοναστήρι και με πρόφασι δήθεν ότι χρειαζόταν τον αδελφό του, λέγει του ηγουμένου: «Ήθελα να δω τον αδελφό μου λίγο». Ήλθε ο αδελφός του και ο ηγούμενος, που ήταν άγιος άνθρωπος, έδωσε ευλογία να απομακρυνθούν και να συζητήσουν. Αφού απομακρύνθηκαν από το μοναστήρι βλέπουν ένα νεκρό σ’ ένα μονοπάτι, σχεδόν γυμνόν. Λέγει ο ησυχαστής: «Δεν έχομε κανένα ρούχο να τον σκεπάσωμε τον άνθρωπο». Ο υποτακτικός λέγει με την απλότητά του: «Δεν κάνομε καλύτερα προσευχή να σηκωθή;» «Ας κάνωμεν», λέγει και ο ησυχαστής. Κάνανε προσευχή και οι δύο και αναστήθηκε ο νεκρός. Ο υποτακτικός δεν έδωσε σημασία στο θαύμα, σκεπτόταν, ότι το θαύμα έγινε με τις ευχές του Γέροντός του. Ο ησυχαστής όμως μέσα του έλεγε ότι για την αρετή του έγινε το θαύμα, για την άσκησι και την νηστεία του, για την αγρυπνία και την κακουχία του, για την χαμαικοιτία και τα άλλα κατορθώματά του. Όταν επέστρεψαν οπίσω, λέγει ο ηγούμενος στον ησυχαστή προτού μιλήσουν αυτοί: «Μη νομίσης, αδελφέ, ότι για την προσευχή σου ανέστησε ο Θεός το νεκρό, όχι! Αλλά για την υπακοή του αδελφού σου!». Όταν είδε ο ησυχαστής, ότι ο ηγούμενος διάβασε αμέσως τους λογισμούς του, ότι είχε προορατικό χάρισμα και αγιότητα, πίστεψε ότι ο ίδιος είναι πράγματι πλανεμένος και ότι ο αδελφός του, ο τάχα μεριμνών και τυρβάζων περί πολλά εντός του κοινοβίου, ήταν ανώτερός του.
Σκεφθήτε με τι πεποίθησι ο υποτακτικός έλεγεν: «Ας κάνωμε προσευχή να αναστηθή!». Δέστε απλότητα, ακακία, πίστι. Ο ησυχαστής το είχε ακατόρθωτο και ο υποτακτικός φυσιολογικό, πίστευε στην ευχή του Γέροντός του. Για να φθάση στην ταπεινοφροσύνη αυτή, τι αγώνα θα έκανε! Πόσο τσακίστηκε ο εγωϊσμός του και η υπερηφάνειά του στο κοινόβιο! Διότι ποιος άνθρωπος ερχόμενος από τον κόσμο δεν έχει εγωϊσμό και υπερηφάνεια; Πόσοι και πόσοι υποτακτικοί δεν αγίασαν και μυρόβλησαν;
( ζ΄ μέρος )
Στο Άγιον Όρος, στην περιοχή της Αγίας Άννης ήταν ένα καλογέρι, το οποίο κουβαλούσε τσουβάλια σιτάρι από τον αρσανά επάνω. Πολύς κόπος και πολλοί ιδρώτες. Μια στιγμή άρχισε να λέγη με το λογισμό του: «Άραγε έχομε μισθό για τον τόσο κόπο και τους τόσους ιδρώτες που χύνουμε κάνοντας υπακοή στους Γεροντάδες μας;» Ενώ συλλογιζόταν αυτά, κάθισε λίγο να ξεκουρασθή. Τότε του ήλθε λίγος ύπνος. Μεταξύ δε ύπνου και εγρηγόρσεως βλέπει την Παναγία μπροστά του. «Μη στενοχωριέσαι, τέκνον, του λέγει. Οι ιδρώτες αυτοί που χύνεις για την υπακοή, κουβαλώντας τα τρόφιμα, ως μαρτυρικόν αίμα ενώπιον του Υιού μου λογίζονται». Ήρθε στον εαυτόν του ύστερα και του έφυγαν οι λογισμοί, του έφυγε η στενοχώρια. Και οι πατέρες το έγραψαν στο πεζουλάκι και όποιος περνάει από κει το διαβάζει.
Κοντά στο «Καθολικόν» της Αγίας Άννης υπάρχει ένα σπιτάκι, που λέγεται του «Πατριάρχου». Εκεί ασκήτευσε ένας Πατριάρχης ονόματι Κύριλλος. Εγκατέλειψε τον Πατριαρχικό Θρόνο και ήλθε και έγινε καλόγηρος. Οι πατέρες κουβαλούσαν τα πράγματα στην πλάτη. Λέγουν στον Πατριάρχη: «Εσύ γέροντας είσαι, παναγιώτατε, και αμάθητος, να σου πάρωμε ένα γαϊδουράκι, να φορτώνης τα τρόφιμά σου». Του πήραν ένα γαϊδουράκι και ανέβαινε και κατέβαινε με αυτό. Μια μέρα, ενώ ανέβαινε ο Πατριάρχης με το ζώο και οι άλλοι πατέρες με τα τρόφιμα στην πλάτη τους, κάθησαν λίγο να ξεκουρασθούν. Ξαφνικά ο Πατριάρχης, μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως, βλέπει την Παναγία μαζί με τους Αγγέλους. Και η μεν Παναγία είχε ένα δοχείο και πότιζε τους πατέρες, που κουβαλούσαν τα πράγματα στην πλάτη τους, οι δε Άγγελοι είχαν μαντήλια, και σκούπιζαν τον ιδρώτα τους. Βλέποντας έκπληκτος ότι σκούπιζαν και τον ιδρώτα από το γαϊδουράκι, παρακαλούσε λέγοντας: «Σκουπίστε και εμένα σας παρακαλώ». Τότε του λέγει η Παναγία: «Πάτερ, εσύ δεν έχεις ιδρώτα, το γαϊδουράκι θα σκουπίσωμε, που έχει». Τότε ξύπνησε και ήλθε στον εαυτό του. Λέγει προς τους πατέρας: «Πάρτε το γαϊδουράκι, διότι ζημιώνομαι εις πολλά πράγματα. Η Παναγία και οι Άγγελοι σκούπισαν το γαϊδουράκι και όχι εμένα». Έκτοτε τα κουβαλούσε και αυτός στη πλάτη του.
Πόσα και πόσα τέτοια δεν έχουν γίνει στη ζωή των πατέρων! Που να ήμαστε να βλέπαμε! Τώρα σπανίως συναντώνται, χαθήκανε όλα. Ας προσέξουμε λοιπόν την συνείδησί μας. Ας αποκτήσωμε αγαθή συνείδησι δια της υπακοής, δια της συντριβής, δια της εξομολογήσεως και της ταπεινοφροσύνης. Ας αποφεύγωμεν δε το ίδιον θέλημα, το οποίο γεννά την αυτοπεποίθησι, την πονηρά συνείδησι.
Γ) Λόγος Περί Συνειδήσεως και Υπακοής
(α΄ μέρος )
Όταν ο άνθρωπος φυλάξη υπακοή απόλυτη προς την συνείδησί του και εφαρμόζη ό,τι του υποδεικνύει εκείνη, παύει και αυτή να τον ελέγχη. Όχι ότι εξασθένησε η φωνή της, αλλά, διότι δια της καλής υπακοής δεν έχει η συνείδησι κάτι να ελέγξη.
Ο Απόστολος Ιωάννης λέγει: « Όταν η συνείδησι του ανθρώπου δεν τον ελέγχη, παρρησίαν έχει προς τον Θεόν. Στον δρόμο του ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ δυνατόν να περάση, χωρίς κάπου να προσκρούση. Διότι από την μια ο διάβολος, από την άλλη η σάρκα, από την άλλη ο κόσμος, συνεχώς παρεμβάλλουν εμπόδια στη ζωή του, και σκοντάφτει ο άνθρωπος ανάλογα με την απροσεξία που τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό όταν πέση, να σηκώνεται πάραυτα και να ζητά συγχώρησι. Όταν δε ο άνθρωπος μετανοήση ανάλογα, τότε και η συνείδησι, η οποία προηγουμένως τον ενοχλούσε παύει τον έλεγχο. Σε τρία σημεία πρέπει να φυλάξωμε την συνείδησί μας, στο Θεό, στον πλησίον μας και στα πράγματα. Ο άνθρωπος φυλάγει την συνείδησί του προς τον Θεόν, όταν αποφεύγη την ποικίλη αμαρτία. Προς τον πλησίον, όταν δεν τον λυπή, δεν τον κατακρίνη, δεν τον συκοφαντή, δεν τον σκανδαλίζη, δεν τον σπρώχνη στο κακό. Προς τα πράγματα, όταν δεν γίνεται αιτία καταστροφής ή βλάβης υλικού πράγματος από απροσεξία, από αμέλεια, από ασυνειδησία. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, μας λέγει πολλά πράγματα για την ασυνειδησία αυτή. Όταν βλέπης ένα πράγμα ότι καίγεται, ότι καταστρέφεται και δεν το σηκώνης, δεν το προφυλάγης, ασυνειδησία είναι. Όταν σχίζεται το ρούχο σου και το αφήνεις και καταστρέφεται τελείως, ασυνειδησία είναι. Όταν μπορής να δουλέψης και εσύ γυρίζεις εδώ και εκεί, και αυτό ασυνειδησία είναι. Όταν το φαγητό το αφήσης και ξυνίση και το πετάς, ασυνειδησία είναι, διότι έπρεπε να είχες τη μέριμνα, να το φάνε πριν ξυνίση. Άρα, με οποιοδήποτε τρόπο και αν σφάλλη ο άνθρωπος επάνω στα υλικά πράγματα, είναι ασυνειδησία, και με οποιοδήποτε τρόπο αν προσβάλη το Θεό, είναι ασυνειδησία.
( β΄ μέρος )
Ο μεγαλύτερος πλούτος είναι να προσπαθήση να διατηρήση τη συνείδησί του ο άνθρωπος χωρίς βάρος. Σε περίπτωσι δε που θα αισθανθή κάτι να τον έχη πληγώσει, να το διορθώση αμέσως και έτσι επανέρχεται πάλι στην ίδια κατάστασι. Πόσες και πόσες φορές δεν μας έχει ελέγξει η συνείδησί μας; Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσέχει τη συνείδησί του, όσο περισσότερο την επιμελείται, τόσο λεπτότερα τον οδηγεί. Όσο δε λεπτότερα τον οδηγεί και τον ελέγχει, τόσον περισσότερο ανεβαίνει στην καθαρότητα. Υπάρχει και η πονηρά λεγομένη συνείδησι, η οποία έρχεται και αυτή πολλές φορές με το πρόσχημα και με το σχήμα και με τη μορφή της αγαθής συνειδήσεως, και όμως στην ουσία είναι η πονηρά συνείδησι, η διεστραμμένη, η εναντίον του Θεού συνείδησι. Η πονηρά συνείδησι είναι εκείνη η φωνή, η οποία διδάσκει αντίθετα, κυρίως πλανεμένα και διεστραμμένα. Η αγαθή συνείδησι έχει σαν αφετηρία και σαν αρχή και σαν θεμέλιο την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή. Η πονηρά συνείδησι έχει ως αρχήν της την υπερηφάνεια και την ανυπακοή. Όταν δεν πείθεται κανείς στον Γέροντα, όταν αντιστέκεται, όταν άλλα του λέγουν και άλλα λέγει, όταν δεν ακούη, τότε έχει την λεγομένην αυτοπεποίθησι. Η τοιαύτη αυτοπεποίθησι είναι πονηρά συνείδησι.
( γ΄ μέρος )
Η ταπεινοφροσύνη γεννά την αγαθή συνείδησι, κανείς για να μάθη, μάλλον για να διδαχθή την αγαθή συνείδησι, ( διότι μπλέκονται αμφότεραι και συχνά διερωτάται κανείς: πονηρά συνείδησι είναι αυτή ή αγαθή; Σκέπτεται: αυτό το λογισμό να πιστέψω ή εκείνο) χρειάζεται να έχη ταπείνωσι, κυρίως όμως να τεθή υπό την οδηγία του άλλου, του ανωτέρου του, του προϊσταμένου του, του πνευματικού του και να κάνη υπακοή σε ό,τι του ειπή. Τότε σιγά-σιγά θ’ αρχίση να αντιλαμβάνεται, ποιος λογισμός είναι κακός και ποιος είναι αγαθός, ποια είναι η χροιά της αγαθής και ποια της πονηράς συνειδήσεως. Έτσι αφ’ ενός αποφεύγει τις πτώσεις με τη διδασκαλία και την καθοδήγησι του πνευματικού, αφ’ ετέρου συν τω χρόνω διδάσκεται τη χροιά, την όψι των δύο συνειδήσεων και γίνεται ένας τέλειος άνθρωπος. Εκείνοι που έπαθαν ζημιά είναι εκείνοι, οι οποίοι είναι εκτός υπακοής, καθ’ ότι ο άνθρωπος πιέζεται και από τις δυό συνειδήσεις, από τις οποίες η μία πάει να τον σώση και η άλλη να τον καταστρέψη, και δεν γνωρίζει πολλάκις ποια να διαλέξη. Ο υποτακτικός ξεφεύγει τον κίνδυνο και σιγά-σιγά γίνεται έμπειρος, πρακτικός της πονηράς και της αγαθής συνειδήσεως.
(δ΄ μέρος )
Ο Αββάς Ποιμήν είχε δύο λογισμούς και πήγε στον πνευματικό του να τους ειπή, ο οποίος ήταν πολύ μακριά, έφυγε το πρωϊ και έφθασε το βράδυ. Ξέχασε δε τον ένα λογισμό και είπε μόνο τον ένα. Όταν επέστρεψε, μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα ν’ ανοίξη, θυμήθηκε το δεύτερο λογισμό. Τότε δεν άνοιξε την πόρτα, γύρισε ξανά πίσω για να ειπή και τον άλλο λογισμό του. Όταν ο πνευματικός του, είδε τον κόπο του και την ακρίβεια του είπε: «Ποιμήν, Ποιμήν, Αγγέλων Ποιμήν! Η αρετή σου θα φέρη το όνομά σου εις πάσαν την γην».
Για να μπορέση κανείς να γίνη έμπειρος, ώστε να διακρίνη τη φωνήν της αγαθής και πονηράς συνειδήσεως, πρέπει να περάση από την υπακοή. Αν δεν περάση ο άνθρωπος από την υπακοή, είναι ελλιπής. Μπορεί να έχη χαρίσματα, να είναι καλής ψυχής άνθρωπος, να κάνη διάφορα καλά έργα, αλλά θα τον ιδής να κουτσαίνη πάντοτε στη διάκρισι και στη ταπεινοφροσύνη. Εκείνο το οποίο χαρίζει η υποταγή εν πρώτοις και βασικώς είναι η διάκρισι δια της ταπεινοφροσύνης. Δηλαδή η υπακοή σφυρηλατεί τον άνθρωπον και του χαρίζει πρωτίστως την ταπείνωσι και τη διάκρισι.
«Ερώτησον, λέγει, τον Πατέρα σου, και ερεί σοι». Αυτό βλέπομε μέσα στον πατερικό δρόμο των αγίων. Διαβάζουμε στο «Πατερικόν» ότι ο Ζαχαρίας είδε μια οπτασία, αλλά ο πατήρ του δεν ήταν σε θέσι να του εξηγήση, αν ήταν εκ Θεού ή εκ των δαιμόνων. Πήγε σ’ ένα διακριτικό Γέροντα ο οποίος του είπε: «Εκ Θεού είναι η οπτασία, αλλά πήγαινε και υποτάγηθι τω Πατρί σου».
( ε΄ μέρος )
Πόσα και πόσα δεν μας άφησαν οι Πατέρες για διδασκαλία μας! Ο καλύτερος δρόμος, ο πιο σωστός, ο πιο σίγουρος, ο πιο ανεύθυνος, είναι ο της υποταγής. «Ο πράττων υπακοήν, λέγει ο αββάς Παλάμων, εξεπλήρωσεν απάσας τας εντολάς του Χριστού».
«Ο υποτακτικός έχει διαλέξει τον καλύτερο δρόμο», λέγει ο αββάς Μωϋσής: «Τρέξατε, τέκνα, όπου εστίν υπακοή. Εκεί χαρά, ειρήνη, φιλαδελφία, ενότης, εγρήγορσις, παρηγορία, στέφανοι, μισθός».
Όταν όμως θέλωμε να στήσωμε το ιδικό μας θέλημα, ενώ είμαστε υποτακτικοί, τότε ο δρόμος γίνεται δύσκολος, τραχύς, επικίνδυνος. Όταν κάνη κανείς υπακοή βρίσκεται μέσα στην αγάπη, στη βία, στη φιλαδελφία, στους στεφάνους, στον αγιασμό, στη σωτηρία.
Το ίδιο θέλημα είναι μεγάλος φραγμός, μεγάλο εμπόδιο. Τείχος μεταξύ ψυχής και Θεού. Όπως από το τείχος, όταν είναι μπροστά μας, εμποδίζεται ο ήλιος και εμποδιζομένου του ηλίου, το μέρος έχει υγρασία, δεν καρποφορεί, έχει αρρώστεια, έτσι είναι και το τείχος του ιδίου θελήματος. Όταν αυτό σταθή μπροστά στην ψυχή, σκοτεινιάζει και μένει άκαρπη. Ο Ήλιος της δικαιοσύνης είναι ο Χριστός, όταν η ψυχή δεν έχη εμπόδιο, έρχονται οι ακτίνες του Χριστού και την φωτίζουν και καρποφορεί και αγιάζεται ο άνθρωπος. Όποιος γνώρισε της υπακοής τον καρπόν, εκείνος μπορεί να μιλήση γι’ αυτήν. Είναι ο πιο χαριτωμένος δρόμος. Κυρίως αποβάλλει ο άνθρωπος τον κακό δαίμονα του εγωϊσμού και της υπερηφανείας, που φέρνει όλα τα κακά και εισάγει την ταπεινοφροσύνη και την αμεριμνησία.
( στ΄ μέρος )
Διαβάζομεν στο «Γεροντικό» για δύο αδέλφια, που αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί και έφυγαν από τον κόσμον. Ο ένας έγινε υποτακτικός σε κοινόβιο, ο άλλος έγινε ησυχαστής. Μετά 2-3 χρόνια ο ησυχαστής λέγει: «Ας πάω να δω τον αδελφό μου, που είναι στο κοινόβιο, μέσα στη μέριμνα, μέσα στις σκοτούρες, ποιος ξέρει τι να κάνη ο ταλαίπωρος μέσα σε τόσες φασαρίες». Είχε την αυτοπεποίθησι ότι ασκητεύοντας είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα. Επήγε στο μοναστήρι και με πρόφασι δήθεν ότι χρειαζόταν τον αδελφό του, λέγει του ηγουμένου: «Ήθελα να δω τον αδελφό μου λίγο». Ήλθε ο αδελφός του και ο ηγούμενος, που ήταν άγιος άνθρωπος, έδωσε ευλογία να απομακρυνθούν και να συζητήσουν. Αφού απομακρύνθηκαν από το μοναστήρι βλέπουν ένα νεκρό σ’ ένα μονοπάτι, σχεδόν γυμνόν. Λέγει ο ησυχαστής: «Δεν έχομε κανένα ρούχο να τον σκεπάσωμε τον άνθρωπο». Ο υποτακτικός λέγει με την απλότητά του: «Δεν κάνομε καλύτερα προσευχή να σηκωθή;» «Ας κάνωμεν», λέγει και ο ησυχαστής. Κάνανε προσευχή και οι δύο και αναστήθηκε ο νεκρός. Ο υποτακτικός δεν έδωσε σημασία στο θαύμα, σκεπτόταν, ότι το θαύμα έγινε με τις ευχές του Γέροντός του. Ο ησυχαστής όμως μέσα του έλεγε ότι για την αρετή του έγινε το θαύμα, για την άσκησι και την νηστεία του, για την αγρυπνία και την κακουχία του, για την χαμαικοιτία και τα άλλα κατορθώματά του. Όταν επέστρεψαν οπίσω, λέγει ο ηγούμενος στον ησυχαστή προτού μιλήσουν αυτοί: «Μη νομίσης, αδελφέ, ότι για την προσευχή σου ανέστησε ο Θεός το νεκρό, όχι! Αλλά για την υπακοή του αδελφού σου!». Όταν είδε ο ησυχαστής, ότι ο ηγούμενος διάβασε αμέσως τους λογισμούς του, ότι είχε προορατικό χάρισμα και αγιότητα, πίστεψε ότι ο ίδιος είναι πράγματι πλανεμένος και ότι ο αδελφός του, ο τάχα μεριμνών και τυρβάζων περί πολλά εντός του κοινοβίου, ήταν ανώτερός του.
Σκεφθήτε με τι πεποίθησι ο υποτακτικός έλεγεν: «Ας κάνωμε προσευχή να αναστηθή!». Δέστε απλότητα, ακακία, πίστι. Ο ησυχαστής το είχε ακατόρθωτο και ο υποτακτικός φυσιολογικό, πίστευε στην ευχή του Γέροντός του. Για να φθάση στην ταπεινοφροσύνη αυτή, τι αγώνα θα έκανε! Πόσο τσακίστηκε ο εγωϊσμός του και η υπερηφάνειά του στο κοινόβιο! Διότι ποιος άνθρωπος ερχόμενος από τον κόσμο δεν έχει εγωϊσμό και υπερηφάνεια; Πόσοι και πόσοι υποτακτικοί δεν αγίασαν και μυρόβλησαν;
( ζ΄ μέρος )
Στο Άγιον Όρος, στην περιοχή της Αγίας Άννης ήταν ένα καλογέρι, το οποίο κουβαλούσε τσουβάλια σιτάρι από τον αρσανά επάνω. Πολύς κόπος και πολλοί ιδρώτες. Μια στιγμή άρχισε να λέγη με το λογισμό του: «Άραγε έχομε μισθό για τον τόσο κόπο και τους τόσους ιδρώτες που χύνουμε κάνοντας υπακοή στους Γεροντάδες μας;» Ενώ συλλογιζόταν αυτά, κάθισε λίγο να ξεκουρασθή. Τότε του ήλθε λίγος ύπνος. Μεταξύ δε ύπνου και εγρηγόρσεως βλέπει την Παναγία μπροστά του. «Μη στενοχωριέσαι, τέκνον, του λέγει. Οι ιδρώτες αυτοί που χύνεις για την υπακοή, κουβαλώντας τα τρόφιμα, ως μαρτυρικόν αίμα ενώπιον του Υιού μου λογίζονται». Ήρθε στον εαυτόν του ύστερα και του έφυγαν οι λογισμοί, του έφυγε η στενοχώρια. Και οι πατέρες το έγραψαν στο πεζουλάκι και όποιος περνάει από κει το διαβάζει.
Κοντά στο «Καθολικόν» της Αγίας Άννης υπάρχει ένα σπιτάκι, που λέγεται του «Πατριάρχου». Εκεί ασκήτευσε ένας Πατριάρχης ονόματι Κύριλλος. Εγκατέλειψε τον Πατριαρχικό Θρόνο και ήλθε και έγινε καλόγηρος. Οι πατέρες κουβαλούσαν τα πράγματα στην πλάτη. Λέγουν στον Πατριάρχη: «Εσύ γέροντας είσαι, παναγιώτατε, και αμάθητος, να σου πάρωμε ένα γαϊδουράκι, να φορτώνης τα τρόφιμά σου». Του πήραν ένα γαϊδουράκι και ανέβαινε και κατέβαινε με αυτό. Μια μέρα, ενώ ανέβαινε ο Πατριάρχης με το ζώο και οι άλλοι πατέρες με τα τρόφιμα στην πλάτη τους, κάθησαν λίγο να ξεκουρασθούν. Ξαφνικά ο Πατριάρχης, μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως, βλέπει την Παναγία μαζί με τους Αγγέλους. Και η μεν Παναγία είχε ένα δοχείο και πότιζε τους πατέρες, που κουβαλούσαν τα πράγματα στην πλάτη τους, οι δε Άγγελοι είχαν μαντήλια, και σκούπιζαν τον ιδρώτα τους. Βλέποντας έκπληκτος ότι σκούπιζαν και τον ιδρώτα από το γαϊδουράκι, παρακαλούσε λέγοντας: «Σκουπίστε και εμένα σας παρακαλώ». Τότε του λέγει η Παναγία: «Πάτερ, εσύ δεν έχεις ιδρώτα, το γαϊδουράκι θα σκουπίσωμε, που έχει». Τότε ξύπνησε και ήλθε στον εαυτό του. Λέγει προς τους πατέρας: «Πάρτε το γαϊδουράκι, διότι ζημιώνομαι εις πολλά πράγματα. Η Παναγία και οι Άγγελοι σκούπισαν το γαϊδουράκι και όχι εμένα». Έκτοτε τα κουβαλούσε και αυτός στη πλάτη του.
Πόσα και πόσα τέτοια δεν έχουν γίνει στη ζωή των πατέρων! Που να ήμαστε να βλέπαμε! Τώρα σπανίως συναντώνται, χαθήκανε όλα. Ας προσέξουμε λοιπόν την συνείδησί μας. Ας αποκτήσωμε αγαθή συνείδησι δια της υπακοής, δια της συντριβής, δια της εξομολογήσεως και της ταπεινοφροσύνης. Ας αποφεύγωμεν δε το ίδιον θέλημα, το οποίο γεννά την αυτοπεποίθησι, την πονηρά συνείδησι.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Περί Συνειδήσεως
1η επιστολή
Μη καταφρονήτε την συνείδησίν σας, διότι αύτη το καλόν, μας συμβουλεύει, είναι ο έμφυτος νόμος, που μας εδόθη ως πυξίδα, δια να μας δείχνη τον ίσον και σωτήριον δρόμον.
Υπάρχει αγαθή συνείδησις και πονηρά συνείδησις. Η αγαθή είναι, όταν μας συμβουλεύη, βάσει του θείου νόμου, τα παραγγέλματα της σωτηρίας, η δε πονηρά, φωνή του διαβόλου, μας νουθετεί πλανεμένα και διαστρεβλωμένα, έχουσα αιτίαν την οίησιν και τον εγωϊσμόν! Το να γνωρίσης και να μάθης πώς να διακρίνης την μίαν συνείδησιν από την άλλην, αυτό θα κατορθωθή με την εξομολόγησιν των λογισμών σου και με υπακοήν εις τας συμβουλάς του πνευματικού οδηγού, διότι αυτός θα σου ξεχωρίση και θα σε διαφωτίση, ότι αυτός ο λογισμός σου είναι της αγαθής, φερ’ ειπείν, συνειδήσεως ή της πονηράς και έτσι θα μπης εις το νόημα ως προς το να διακρίνης εις το εξής και μόνος σου.
2α επιστολή
Πρόσεχε την συνείδησίν σου, τα έργα σου να είναι γνήσια. Όχι άλλο εις το στόμα και άλλο εις την καρδίαν σου. Αγάπησε την αλήθειαν, φοβήσου τον έλεγχον της συνειδήσεώς σου, διόρθωνε τον εσωτερικόν σου άνθρωπον, δια να μη μετανοήσης εις το ύστερον ματαίως. Αυτά, και ο Θεός να είναι μαζί σου και η χάρις του Αγίου Πνεύματος να σε ενδυναμώνη προς εφαρμογήν των νουθεσιών.
Περί Συνειδήσεως
1η επιστολή
Μη καταφρονήτε την συνείδησίν σας, διότι αύτη το καλόν, μας συμβουλεύει, είναι ο έμφυτος νόμος, που μας εδόθη ως πυξίδα, δια να μας δείχνη τον ίσον και σωτήριον δρόμον.
Υπάρχει αγαθή συνείδησις και πονηρά συνείδησις. Η αγαθή είναι, όταν μας συμβουλεύη, βάσει του θείου νόμου, τα παραγγέλματα της σωτηρίας, η δε πονηρά, φωνή του διαβόλου, μας νουθετεί πλανεμένα και διαστρεβλωμένα, έχουσα αιτίαν την οίησιν και τον εγωϊσμόν! Το να γνωρίσης και να μάθης πώς να διακρίνης την μίαν συνείδησιν από την άλλην, αυτό θα κατορθωθή με την εξομολόγησιν των λογισμών σου και με υπακοήν εις τας συμβουλάς του πνευματικού οδηγού, διότι αυτός θα σου ξεχωρίση και θα σε διαφωτίση, ότι αυτός ο λογισμός σου είναι της αγαθής, φερ’ ειπείν, συνειδήσεως ή της πονηράς και έτσι θα μπης εις το νόημα ως προς το να διακρίνης εις το εξής και μόνος σου.
2α επιστολή
Πρόσεχε την συνείδησίν σου, τα έργα σου να είναι γνήσια. Όχι άλλο εις το στόμα και άλλο εις την καρδίαν σου. Αγάπησε την αλήθειαν, φοβήσου τον έλεγχον της συνειδήσεώς σου, διόρθωνε τον εσωτερικόν σου άνθρωπον, δια να μη μετανοήσης εις το ύστερον ματαίως. Αυτά, και ο Θεός να είναι μαζί σου και η χάρις του Αγίου Πνεύματος να σε ενδυναμώνη προς εφαρμογήν των νουθεσιών.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Σταχυολογήματα « Περί Υπακοής»
α΄.
Τι ωραιότερον παράδειγμα από το του Κυρίου Ιησού! Η υπακοή προς τον εαυτού Πατέρα δεν Τον οδηγεί εις τον Σταυρόν και τον θάνατον; Δεν ημπορούσε ως ομοούσιος τω Πατρί να αντιτάξη; Και όμως όχι, βαδίζει με ιδρώτα, με πόνον γονατίζει υπό το βάρος της εκκοπής του θελήματος αναβαίνοντας τον ιερόν Γολγοθά, μα πρέπει να τον αναβή. Φθάνει επάνω, ανυψούται εις τον ένδοξον-και δαίμοσιν τρομερόν-Σταυρόν και εκεί επάνω δεικνύει τελείαν και απόλυτον υπακοήν και λαμβάνει τον αμαράντινον της αιωνίου δόξης στέφανον.
Έτσι κερδίζεται η ανάστασις της ψυχής και όχι πότε υπακοή, πότε παρακοή και ίδιον θέλημα. Έτσι ο στέφανος δεν αποκτάται, αλλά προαιρέσει θυσίας. Όλα τα προσκόμματα να υπερπηδώνται δια του ισχυρού λογισμού της προτιμήσεως του θανάτου παρά της προδοσίας εις την υπακοήν του καθήκοντος.
β΄.
Δια της υπακοής του Χριστού ημείς εσώθημεν και δια της παρακοής του Αδάμ το βάραθρον της κολάσεως επισπασάμεθα. Άρα της υπακοής ο δρόμος ναι μεν προς τον Γολγοθά βαίνει και αναβαίνει και ολίγον κοπιώδης εστίν η ανάβασις, και θα ιδρώσωμεν και θα κουρασθώμεν, αλλά ας σκεφθώμεν, ότι μετά την ανάστασιν θα αποκτήσωμεν την της ψυχής καθαρότητα και υιοθεσίαν, όπου δεν ανταλλάσσεται αυτός ο πλούτος με όλα τα γήϊνα εις απόλαυσιν, και τι λέγω με τα του κόσμου; Εάν δώση κανείς όλον τον κόσμον, δεν ημπορεί να εξαγοράση, ούτε μίαν σταγόνα χαράς πνευματικής από την ψυχήν εκείνην, όπου ανέβη πρώτα τον Γολγοθά και είδε την ανάστασίν της.
γ΄.
Ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς : « Ο ακούων υμών, εμού ακούει και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» ( Λουκ. 10,16 ).
Διάδοχοι λοιπόν των Αποστόλων έρχονται οι ιεράρχαι, οι ιερείς, οι ηγούμενοι και οι Γέροντες μικρών συνοδειών, και όσοι υπακούουν εις τους διαδόχους των Αποστόλων, υπακούουν εις Αυτόν τον ίδιον τον Χριστόν μας και όσοι παρακούουν, τον Χριστόν αθετούν.
Δια τούτο εφ’ όσον θέλομεν να τεθώμεν υπό την υπακοήν του Χριστού, οφείλομεν να εκτελώμεν υπακοήν. Όχι εις όσα μας αναπαύουν να υπακούωμεν και εις όσα δεν θέλομεν, να παρακούωμεν, διότι ο Χριστός εζήτησεν εις την Γεθσημανή, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία των ανθρώπων από τον Ουράνιον Πατέρα, αλλά επειδή ο Ουράνιος Πατήρ έκρινε τον Σταυρόν, απήντησε ο Χριστός τότε: «Όχι το ιδικόν μου, αλλά το ιδικόν Σου θέλημα να γίνη, Πάτερ μου» και «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
δ΄.
Η Θεολογία είναι απόρροια της προσευχής και αυτή της τελείας υπακοής. Χωρίς υπακοήν ο Μοναχός ό,τι και να έχη ως προσόν ή χάρισμα, σύντομα θα το χάση. Ο υποτακτικός πολύκαρπος και κατάκαρπος από όλα τα χαρίσματα του Παρακλήτου πλουτεί νυν και εις τους αιώνας.
ε΄.
Η χάρις του Θεού δια να μας επισκεφθή, θέλει να διατεθώμεν με απόλυτον υπακοήν εις ό,τι διδασκόμεθα. Να μη βάζωμεν το θέλημά μας εις το θέλημα του Γέροντος, διότι τούτο λέγεται πνευματική μοιχεία. Την υπακοήν πρέπει να την εργαζώμεθα με πολλήν ειλικρίνεια, διαφορετικά δεν θα σημειώσωμεν καμμίαν πρόοδον εις την μοναχικήν πορείαν μας. Η ταπείνωσις είναι εκείνη η αρετή, που βοηθεί θαυμάσια εις την τελείαν εφαρμογήν της χριστομιμήτου υπακοής. Αντιθέτως ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια αντιστρατεύονται εις την απόκτησίν της.
στ΄.
Ο υποτακτικός οφείλει να θυσιάζεται, να υπεραγαπά τον Γέροντα διότι η μετ’ αυτού ένωσις, δυναμώνει την ψυχήν του εις τον αγώνα του. Όστις αγαπά και υπακούει εις τον Γέροντά του, η ευχή του Γέροντος δεν τον αφήνει χωρίς καρπόν πνευματικόν, οπωσδήποτε θα σωθή και θα ανεβή εις τον υπερλαμπρον θρόνον του Θεού. Όστις τον πικραίνει, αργότερα θα κλαίη επί ερειπίων ψυχικών.
ζ΄.
Είναι πάρα πολύ φοβερόν, τρομερόν λιαν να πιέσης και να εξαναγκάσης τον Γέροντά σου να κάμνη κάτι τι που η ψυχή του δεν το θέλει, αλλά το θέλεις εσύ. Είναι φοβερόν. Μόνον όποιος έχει προσωπικήν εμπειρίαν γνωρίζει αυτά. Ο πνευματικός σου Πατέρας και Γέροντάς σου αξίζει πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους της γης, από όλον το σύμπαν!
Ο Διάβολος μόνον γνωρίζει πιο καλά απ’ όλους τι σημαίνει Γέροντας και υπακοή τελεία σ’ αυτόν.
η΄.
Ποτέ σου να μην εξετάζης τι κάμνει ο Γέροντάς σου ή γιατί το κάμνει αυτό ή το άλλο. Μη τον κρίνης, διότι γίνεσαι αντίχριστος! Ποτέ εις την ζωήν σου μην ανεχθής να σου κατηγορήσουν άλλοι τον Γέροντά σου, αλλά να αντιδράς αμέσως, να τον σκεπάζης, να τον υπερασπίζεσαι.
Το «στραβόν» του Γέροντος, ίσιον το κάνει ο Χριστός μας, χάριν της αδιακρίτου και αδόλου υπακοής.
θ΄.
Μέγιστον κατόρθωμα του σατανά να δυνηθή να πείση τον υποτακτικόν να κρύψη λογισμούς, να πράττη ο,τιδήποτε χωρίς την άδειαν και την ευλογίαν του Γέροντος και να μην εξομολογήται καθαρά τα πάντα εις τον πνευματικόν του πατέρα. Ένας τέτοιος υποτακτικός ουδέποτε θα βάλη καλήν αρχήν και ουδέποτε θα σημειώση προκοπήν χάριτος Θεού, αλλά έτσι θα σύρεται εδώ και εκεί, έως ότου έλθη το ταλαίπωρον τέλος της ζωής του.
ι΄.
Τότε έχει αξίαν η υπακοή, όταν κόβεται το θέλημα με πόνον και κόπον, διότι αι συνήθειαι εις τα πάθη παρομοιάζονται ωσάν τας ρίζας, όπου έχουν αγκάθια και όποιος θελήση να ξερριζώση τας τοιαύτας ρίζας, φυσικά θα πονέση, θα αγκιλωθή και θα τρέξουν τα χέρια του αίμα, τοιουτοτρόπως και εις την εκρίζωσιν των κακών συνηθειών χάριν υπακοής προς τον πνευματικόν πατέρα.
ια΄.
Μη λυπήσης τον Γέροντάς σου ή αδελφόν σου Μοναχόν, διότι αμέσως σταματά η ειρήνη της ψυχής σου, παύει η ευχή του Ιησού, γεμίζεις λογισμούς. Η ίασις είναι: εξομολόγησις, δάκρυα καυτά και ειλικρινής συγχώρησις μαζί του.
Προσοχή. Αν έχης κάτι τι ( κακόν ) με τον Γέροντά σου, πρόσεχε, διότι ο διάβολοςθα σε συντρίψη, θα σε πλανέση εύκολα. Τακτοποίησε τους λογισμούς σου, ώστε να μη σε ενοχλή τίποτε μαζί του.
ιβ΄.
Ό,τι κάνει ο υποτακτικός χωρίς ευλογίαν του Γέροντος είναι—φευ—κατηραμένον, το παίρνει ο διάβολος. Μόνον λοιπόν η Υπακοή, μας σώζει εμάς τους Μοναχούς.
ιγ΄.
Ο υπακούων καρποφορεί την πραότητα, διότι ο Γέροντας θα του κόψη το θέλημα, θα τον επιπλήξη, θα του κάνη παρατήρησιν και όταν ο υποτακτικός κάμνη υπακοήν, τότε αποκτά την πολύτιμον πραότητα. Με ένα λόγον, ο καλός υποτακτικός αποκτά όλας τας αρετάς, όταν κάμνη αδιάκριτον υπακοήν. Εάν όμως αντιλέγη, φιλονεική, παρακούη, υπερηφανεύεται, τότε ζημιώνει την ψυχήν του πάρα πολύ, διότι λυπεί τον Θεόν, όπου Εκείνος εταπεινώθη, και αυτός, άνθρωπος γήϊνος και ελεεινός, υπερηφανεύεται.
ιδ΄.
Ο υποτακτικός ο τέλειος δεν περνάει τελώνια! Δεν φοβείται τον θάνατον, ούτε τους δαίμονες ούτε και τον Θεόν, διότι λατρεύει Αυτόν πύρινα. Ο υποτακτικός ο γνήσιος μόνον την παρακοή φοβείται εις τον Γέροντά του, ο οποίος επέχει θέσιν ορατού Χριστού εις αυτόν. Η παρακοή εις τον Γέροντα τον εξορίζει αμέσως από τον παράδεισον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που καταγλυκαίνει υπερβολικά την ταπεινή ψυχούλα, του ισαγγέλου υποτακτικού. Ο τέλειος υποτακτικός είναι πανομοιότυπος του Θεανθρώπου Χριστού μας.
ιε΄.
Ο υποτακτικός, όταν υπακούη δια τον Χριστόν εις τον εαυτού Γέροντα, ευρίσκεται εκπληρών όλας τας εντολάς του Χριστού. Μία τελεία υπακοή χωρίς γογγυσμού και διαλογισμών, έχει την δυνατότητα να αντιμετρηθή με τον ποικίλον αγώνα της εφαρμογής όλων των Δεσποτικών εντολών.
Ο υπακούων δι’ αγάπην Θεού αγαπάται υπό του Θεού και όλη η Αγία Τριάς κατοικεί μέσα εις αυτόν τον καλόν υποτακτικόν. Τι μεγαλείον κρύβει αύτη η τρισευλογημένη υπακοή! Καταξιώνει τον ταπεινόν υποτακτικόν, τον άσημον, τον μικρόν, τον αφανή να γίνη κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος. Τον καθιστά εκπληρωτήν όλων των εντολών του Χριστού και τον εισάγει εις τον παράδεισον, δια να περιφέρεται εν μέσω των αγίων με διπλούν στέφανον και με θεϊκόν περιδέραιον περί τον τράχηλον αυτού.
ιστ΄.
Τι θαυμασίαν ελευθερίαν χαρίζει η τελεία εκκοπή του ιδίου θελήματος! Πόσον ξεκουράζεται ψυχικά ο αγωνιζόμενος αθλητής υποτακτικός, που δεν έχει ιδικόν του θέλημα, αλλά μόνον του Γέροντός του! Αυτός ο μακάριος διάγει μίαν ζωήν πνευματικώς άνετον, γεμάτην χαράν και ελπίδα. Ζη ειρηνικώτατα, θαυμάσια, με την πληροφορίαν, ότι εφ’ όσον αναπαύει τον Γέροντά του, θα αναπαύση και τον εαυτόν του δι’ ευχών εκείνου εις τον Παράδεισον.
Μακάριος και τρισμακάριος ο υποτακτικός εκείνος, ο οποίος έκοψε κατά πάντα το φθοροποιόν θέλημά του και εξομολογείται τα πάντα εις τον πνευματικόν του πατέρα. Ο τοιούτος γενόμενος υγιέστατος πνευματικώς απ’ εντεύθεν, θα λάμψη εν μέσω των αγγέλων, ως άγγελος Θεού, ενώπιον του φοβερού θρόνου του Θεού.
Σταχυολογήματα « Περί Υπακοής»
α΄.
Τι ωραιότερον παράδειγμα από το του Κυρίου Ιησού! Η υπακοή προς τον εαυτού Πατέρα δεν Τον οδηγεί εις τον Σταυρόν και τον θάνατον; Δεν ημπορούσε ως ομοούσιος τω Πατρί να αντιτάξη; Και όμως όχι, βαδίζει με ιδρώτα, με πόνον γονατίζει υπό το βάρος της εκκοπής του θελήματος αναβαίνοντας τον ιερόν Γολγοθά, μα πρέπει να τον αναβή. Φθάνει επάνω, ανυψούται εις τον ένδοξον-και δαίμοσιν τρομερόν-Σταυρόν και εκεί επάνω δεικνύει τελείαν και απόλυτον υπακοήν και λαμβάνει τον αμαράντινον της αιωνίου δόξης στέφανον.
Έτσι κερδίζεται η ανάστασις της ψυχής και όχι πότε υπακοή, πότε παρακοή και ίδιον θέλημα. Έτσι ο στέφανος δεν αποκτάται, αλλά προαιρέσει θυσίας. Όλα τα προσκόμματα να υπερπηδώνται δια του ισχυρού λογισμού της προτιμήσεως του θανάτου παρά της προδοσίας εις την υπακοήν του καθήκοντος.
β΄.
Δια της υπακοής του Χριστού ημείς εσώθημεν και δια της παρακοής του Αδάμ το βάραθρον της κολάσεως επισπασάμεθα. Άρα της υπακοής ο δρόμος ναι μεν προς τον Γολγοθά βαίνει και αναβαίνει και ολίγον κοπιώδης εστίν η ανάβασις, και θα ιδρώσωμεν και θα κουρασθώμεν, αλλά ας σκεφθώμεν, ότι μετά την ανάστασιν θα αποκτήσωμεν την της ψυχής καθαρότητα και υιοθεσίαν, όπου δεν ανταλλάσσεται αυτός ο πλούτος με όλα τα γήϊνα εις απόλαυσιν, και τι λέγω με τα του κόσμου; Εάν δώση κανείς όλον τον κόσμον, δεν ημπορεί να εξαγοράση, ούτε μίαν σταγόνα χαράς πνευματικής από την ψυχήν εκείνην, όπου ανέβη πρώτα τον Γολγοθά και είδε την ανάστασίν της.
γ΄.
Ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς : « Ο ακούων υμών, εμού ακούει και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» ( Λουκ. 10,16 ).
Διάδοχοι λοιπόν των Αποστόλων έρχονται οι ιεράρχαι, οι ιερείς, οι ηγούμενοι και οι Γέροντες μικρών συνοδειών, και όσοι υπακούουν εις τους διαδόχους των Αποστόλων, υπακούουν εις Αυτόν τον ίδιον τον Χριστόν μας και όσοι παρακούουν, τον Χριστόν αθετούν.
Δια τούτο εφ’ όσον θέλομεν να τεθώμεν υπό την υπακοήν του Χριστού, οφείλομεν να εκτελώμεν υπακοήν. Όχι εις όσα μας αναπαύουν να υπακούωμεν και εις όσα δεν θέλομεν, να παρακούωμεν, διότι ο Χριστός εζήτησεν εις την Γεθσημανή, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία των ανθρώπων από τον Ουράνιον Πατέρα, αλλά επειδή ο Ουράνιος Πατήρ έκρινε τον Σταυρόν, απήντησε ο Χριστός τότε: «Όχι το ιδικόν μου, αλλά το ιδικόν Σου θέλημα να γίνη, Πάτερ μου» και «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
δ΄.
Η Θεολογία είναι απόρροια της προσευχής και αυτή της τελείας υπακοής. Χωρίς υπακοήν ο Μοναχός ό,τι και να έχη ως προσόν ή χάρισμα, σύντομα θα το χάση. Ο υποτακτικός πολύκαρπος και κατάκαρπος από όλα τα χαρίσματα του Παρακλήτου πλουτεί νυν και εις τους αιώνας.
ε΄.
Η χάρις του Θεού δια να μας επισκεφθή, θέλει να διατεθώμεν με απόλυτον υπακοήν εις ό,τι διδασκόμεθα. Να μη βάζωμεν το θέλημά μας εις το θέλημα του Γέροντος, διότι τούτο λέγεται πνευματική μοιχεία. Την υπακοήν πρέπει να την εργαζώμεθα με πολλήν ειλικρίνεια, διαφορετικά δεν θα σημειώσωμεν καμμίαν πρόοδον εις την μοναχικήν πορείαν μας. Η ταπείνωσις είναι εκείνη η αρετή, που βοηθεί θαυμάσια εις την τελείαν εφαρμογήν της χριστομιμήτου υπακοής. Αντιθέτως ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια αντιστρατεύονται εις την απόκτησίν της.
στ΄.
Ο υποτακτικός οφείλει να θυσιάζεται, να υπεραγαπά τον Γέροντα διότι η μετ’ αυτού ένωσις, δυναμώνει την ψυχήν του εις τον αγώνα του. Όστις αγαπά και υπακούει εις τον Γέροντά του, η ευχή του Γέροντος δεν τον αφήνει χωρίς καρπόν πνευματικόν, οπωσδήποτε θα σωθή και θα ανεβή εις τον υπερλαμπρον θρόνον του Θεού. Όστις τον πικραίνει, αργότερα θα κλαίη επί ερειπίων ψυχικών.
ζ΄.
Είναι πάρα πολύ φοβερόν, τρομερόν λιαν να πιέσης και να εξαναγκάσης τον Γέροντά σου να κάμνη κάτι τι που η ψυχή του δεν το θέλει, αλλά το θέλεις εσύ. Είναι φοβερόν. Μόνον όποιος έχει προσωπικήν εμπειρίαν γνωρίζει αυτά. Ο πνευματικός σου Πατέρας και Γέροντάς σου αξίζει πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους της γης, από όλον το σύμπαν!
Ο Διάβολος μόνον γνωρίζει πιο καλά απ’ όλους τι σημαίνει Γέροντας και υπακοή τελεία σ’ αυτόν.
η΄.
Ποτέ σου να μην εξετάζης τι κάμνει ο Γέροντάς σου ή γιατί το κάμνει αυτό ή το άλλο. Μη τον κρίνης, διότι γίνεσαι αντίχριστος! Ποτέ εις την ζωήν σου μην ανεχθής να σου κατηγορήσουν άλλοι τον Γέροντά σου, αλλά να αντιδράς αμέσως, να τον σκεπάζης, να τον υπερασπίζεσαι.
Το «στραβόν» του Γέροντος, ίσιον το κάνει ο Χριστός μας, χάριν της αδιακρίτου και αδόλου υπακοής.
θ΄.
Μέγιστον κατόρθωμα του σατανά να δυνηθή να πείση τον υποτακτικόν να κρύψη λογισμούς, να πράττη ο,τιδήποτε χωρίς την άδειαν και την ευλογίαν του Γέροντος και να μην εξομολογήται καθαρά τα πάντα εις τον πνευματικόν του πατέρα. Ένας τέτοιος υποτακτικός ουδέποτε θα βάλη καλήν αρχήν και ουδέποτε θα σημειώση προκοπήν χάριτος Θεού, αλλά έτσι θα σύρεται εδώ και εκεί, έως ότου έλθη το ταλαίπωρον τέλος της ζωής του.
ι΄.
Τότε έχει αξίαν η υπακοή, όταν κόβεται το θέλημα με πόνον και κόπον, διότι αι συνήθειαι εις τα πάθη παρομοιάζονται ωσάν τας ρίζας, όπου έχουν αγκάθια και όποιος θελήση να ξερριζώση τας τοιαύτας ρίζας, φυσικά θα πονέση, θα αγκιλωθή και θα τρέξουν τα χέρια του αίμα, τοιουτοτρόπως και εις την εκρίζωσιν των κακών συνηθειών χάριν υπακοής προς τον πνευματικόν πατέρα.
ια΄.
Μη λυπήσης τον Γέροντάς σου ή αδελφόν σου Μοναχόν, διότι αμέσως σταματά η ειρήνη της ψυχής σου, παύει η ευχή του Ιησού, γεμίζεις λογισμούς. Η ίασις είναι: εξομολόγησις, δάκρυα καυτά και ειλικρινής συγχώρησις μαζί του.
Προσοχή. Αν έχης κάτι τι ( κακόν ) με τον Γέροντά σου, πρόσεχε, διότι ο διάβολοςθα σε συντρίψη, θα σε πλανέση εύκολα. Τακτοποίησε τους λογισμούς σου, ώστε να μη σε ενοχλή τίποτε μαζί του.
ιβ΄.
Ό,τι κάνει ο υποτακτικός χωρίς ευλογίαν του Γέροντος είναι—φευ—κατηραμένον, το παίρνει ο διάβολος. Μόνον λοιπόν η Υπακοή, μας σώζει εμάς τους Μοναχούς.
ιγ΄.
Ο υπακούων καρποφορεί την πραότητα, διότι ο Γέροντας θα του κόψη το θέλημα, θα τον επιπλήξη, θα του κάνη παρατήρησιν και όταν ο υποτακτικός κάμνη υπακοήν, τότε αποκτά την πολύτιμον πραότητα. Με ένα λόγον, ο καλός υποτακτικός αποκτά όλας τας αρετάς, όταν κάμνη αδιάκριτον υπακοήν. Εάν όμως αντιλέγη, φιλονεική, παρακούη, υπερηφανεύεται, τότε ζημιώνει την ψυχήν του πάρα πολύ, διότι λυπεί τον Θεόν, όπου Εκείνος εταπεινώθη, και αυτός, άνθρωπος γήϊνος και ελεεινός, υπερηφανεύεται.
ιδ΄.
Ο υποτακτικός ο τέλειος δεν περνάει τελώνια! Δεν φοβείται τον θάνατον, ούτε τους δαίμονες ούτε και τον Θεόν, διότι λατρεύει Αυτόν πύρινα. Ο υποτακτικός ο γνήσιος μόνον την παρακοή φοβείται εις τον Γέροντά του, ο οποίος επέχει θέσιν ορατού Χριστού εις αυτόν. Η παρακοή εις τον Γέροντα τον εξορίζει αμέσως από τον παράδεισον της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που καταγλυκαίνει υπερβολικά την ταπεινή ψυχούλα, του ισαγγέλου υποτακτικού. Ο τέλειος υποτακτικός είναι πανομοιότυπος του Θεανθρώπου Χριστού μας.
ιε΄.
Ο υποτακτικός, όταν υπακούη δια τον Χριστόν εις τον εαυτού Γέροντα, ευρίσκεται εκπληρών όλας τας εντολάς του Χριστού. Μία τελεία υπακοή χωρίς γογγυσμού και διαλογισμών, έχει την δυνατότητα να αντιμετρηθή με τον ποικίλον αγώνα της εφαρμογής όλων των Δεσποτικών εντολών.
Ο υπακούων δι’ αγάπην Θεού αγαπάται υπό του Θεού και όλη η Αγία Τριάς κατοικεί μέσα εις αυτόν τον καλόν υποτακτικόν. Τι μεγαλείον κρύβει αύτη η τρισευλογημένη υπακοή! Καταξιώνει τον ταπεινόν υποτακτικόν, τον άσημον, τον μικρόν, τον αφανή να γίνη κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος. Τον καθιστά εκπληρωτήν όλων των εντολών του Χριστού και τον εισάγει εις τον παράδεισον, δια να περιφέρεται εν μέσω των αγίων με διπλούν στέφανον και με θεϊκόν περιδέραιον περί τον τράχηλον αυτού.
ιστ΄.
Τι θαυμασίαν ελευθερίαν χαρίζει η τελεία εκκοπή του ιδίου θελήματος! Πόσον ξεκουράζεται ψυχικά ο αγωνιζόμενος αθλητής υποτακτικός, που δεν έχει ιδικόν του θέλημα, αλλά μόνον του Γέροντός του! Αυτός ο μακάριος διάγει μίαν ζωήν πνευματικώς άνετον, γεμάτην χαράν και ελπίδα. Ζη ειρηνικώτατα, θαυμάσια, με την πληροφορίαν, ότι εφ’ όσον αναπαύει τον Γέροντά του, θα αναπαύση και τον εαυτόν του δι’ ευχών εκείνου εις τον Παράδεισον.
Μακάριος και τρισμακάριος ο υποτακτικός εκείνος, ο οποίος έκοψε κατά πάντα το φθοροποιόν θέλημά του και εξομολογείται τα πάντα εις τον πνευματικόν του πατέρα. Ο τοιούτος γενόμενος υγιέστατος πνευματικώς απ’ εντεύθεν, θα λάμψη εν μέσω των αγγέλων, ως άγγελος Θεού, ενώπιον του φοβερού θρόνου του Θεού.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Περί Μνήμης Θανάτου
Κολάσεως και Κρίσεως
Όσον περνά η ηλικία μου, τόσον και αισθάνομαι των επιγείων το άστατον, το μάταιον. Αχ, τι μάτην ταραττόμεθα; Βραχύς ο βίος μας, κόνις, τέφρα, όνειρον και εις ολίγον καιρόν αχρειούμεθα. Σήμερον έχεις υγείαν και αύριον την χάνεις. Σήμερον γελά το πρόσωπον και εις ολίγον σκυθρωπάζεις. Τα μάτια από την πολλήν χαράν και αγάπην κλαίουν και εντός ολίγου κλαίουν από τον πόνον και την θλίψιν. Σήμερον ευσταθεί το οικονομικόν, αύριο δυστυχία. Σήμερον ειδήσεις ευχάριστοι και εντός ολίγου δυσάρεστοι τας αντικαθιστούν.
Μάτην ταραττόμεθα, ο βίος σκιά και ενύπνιον. Που είναι οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, οι παππούδες μας; Όλους ο τάφος τους εδέχθη, όλους η φθορά και οι σκώληκες τους αχρείωσαν. Ο τάφος και η φθορά αναμένει και ημάς! Ο Χριστός, μας έδωσε την εξουσίαν τέκνα Θεού να γίνωμεν, αρματώσας ημάς με τόσα θεϊκά όπλα, δια να πολεμήσωμεν τον άσπονδον εχθρόν μας, και ημείς, εγώ πρώτος, αμελήσαντες την οπλοφορίαν εγίναμεν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν μας και πλησιάζοντες τον θάνατον τρέμομεν και αγωνιούμεν και προσπαθούμεν με κάθε μέσον να παρατείνωμεν την ζωήν, διότι δειλιάζει η ψυχή να βγη. Διατί δειλιάζει; Διότι δεν θαρρεί ως τέκνον του Θεού; Μα μήπως πηγαίνει εις βασιλέα ξένον; Μα ο βασιλεύς είναι ο πλάστης της, ο σωτήρας της, που έχυσε το Αίμα Του, δια να την εξαγοράση από τον εχθρόν της. Διατί δειλιάζει και δεν θαρρεί; Φυσικώς είναι ψυχρόν ο θάνατος, «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38), έλεγεν ο Ιησούς μας, ναι, φυσικώς. Δυστυχώς όμως το πλείστον της δειλίας είναι του συνειδότος. Δεν πληροφορεί η συνείδησις την ψυχήν ότι επολιτεύθη καθώς ήρμοζεν, δεν ετακτοποίησεν, δεν έπλυνεν το ένδυμα του γάμου και εντρέπεται να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, στοχαζομένη τι άρα έσται. Ναι ή ου; Θα σωθώ ή όχι; Αν όμως η ψυχή φεύγη ανεξομολόγητη χωρίς τελείως να μετανοήση, ουαί τότε. Αύτη είναι η ημέρα η πονηρά, που αινίττεται ο προφήτης Δαυϊδ, και ας ευχώμεθα να μας λυτρώση ο άγιος Θεός, δίνοντάς μας μετάνοιαν ολόκληρον, έργα άξια μετανοίας, έργα ελέους και αγάπης, πνεύμα μετανοίας μετά αληθούς ταπεινώσεως, όπως τον δίκαιον κριτήν ίλεων ημίν απεργασώμεθα, ίνα, όταν έλθη η ώρα του θανάτου η φοβερά, θαρρήση η ψυχή εις το έλεος του Θεού και είπη: «Ελπίζω εις τον Θεόν, ότι θα κάνη έλεος μετά της ταπεινώσεώς μου». Αμήν . Γένοιτο.
2α.
Τα χρόνια κυλούν, ανακυκλώνονται οι ενιαυτοί και ημέρα τη ημέρα όλον και φθάνομεν εις το τέρμα έκαστος του βίου του. Ο πολύτιμος χρόνος κυλά και φεύγει προ των οφθαλμών μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζωμεν, τι μας φεύγει απαρατήρητον, διότι εάν ήξευρε το παιδάκι την αξίαν του χρυσού, δεν θα επροτίμα αντί τούτου μίαν πτωχήν καραμέλλαν! Ουχί τούτο αληθεύει εν τοις ανθρώποις και πρώτον εις εμέ;
Όταν έλθη ο Κύριός μας εις τον καθωρισμένον χρόνον, δια να κρίνη τον κόσμον, όταν οι ουρανοί θα τυλίγωνται ως ρολός χάρτου και η γη, η οποία κατεμολύνθη υπό των κατοικούντων εν αυτή θα ανακαινίζεται, όταν ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, θα πίπτουν όπως τα φθινοπωρινά φύλλα, όταν εν τη φωνή της παγκοσμίου σάλπιγγος θα ανασυγκροτούνται τα διεσκορπισμένα ξηρά οστέα και θα αναβαίνουν σάρκες και ζωή εν αυτοίς, όταν τα αγγελικά τάγματα θα καταλαμβάνουν εις το αχανές του ουρανού τάξιν τιμητικήν δια τον ερχόμενον φοβερόν Κριτήν, όταν θα ξεχωρίζουν από το άπειρον πλήθος των αναστημένων ανθρώπων μικραί νεφέλαι αίρουσαι εν εαυταίς τας αγίας και σωζομένας προσωπικότητας εις υπάντησιν του Κυρίου εις αέρα, τότε βλέποντες όλα ταύτα οι κάτω εναπομείναντες άνθρωποι, ουχί θα κλαύσουν πικρότατα και θα κτυπούν τον εαυτόν των απελπιστικά αναλογιζόμενοι ότι εσπατάλησαν τον πολυτιμότατον τούτον καιρόν εις τρυφάς, εις μέθας, εις απόκτησιν πλούτου, εις αθεμίτους πράξεις, εις φιλαργυρίας και εις παν αμαρτημα, το οποίον τώρα τους καταδικάζει εις την πλέον ελεεινήν και αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν; Ουχί περιπαθώς θα ζητήσουν να είχον χρόνον μικρόν, να τρέξουν εις τους πτωχούς, εις τους αρρώστους και εις κάθε δυστυχή, ώστε και αυτοί να ακούσουν την γλυκείαν φωνήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου… κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν… επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν…γυμνός και περιεβάλετέ με κ.λ.π.» (Ματθ. 25, 34).
Αλλά κάποτε τα ήκουσαν εις την ζωήν των, εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια. Δια τούτο και το κατακόρυφον της απογνώσεως θα τους καταλάβη. Θα ζητήσουν, θα επιθυμήσουν σφόδρα τον θάνατον ως εξιλαστήριον των απείρων αυτών δεινών. Δυστυχώς ουχ ευρήσουσι, διότι τα πάντα μετεστοιχειώθησαν εις την αθανασίαν! (Πάντα ταύτα δι’ εμέ…).
3η.
Με κλαυθμόν έρχεται εις το φως του κόσμου ο άνθρωπος, με κλαυθμόν και θλίψεις διέρχεται και με δάκρυα και με πόνους φεύγει από τον κόσμον. Ω, ματαιότης ματαιοτήτων, το όνειρον παρέρχεται και ξυπνά ο άνθρωπος εις την πραγματικότητα της όντως αληθινής ζωής. Ουδείς αντιλαμβάνεται πως ρέει η ματαία ζωή. Περνούν τα χρόνια, κυλούν οι μήνες, διέρχονται αι ώραι, ανεπαίσθητοι αι στιγμαί και χωρίς καμμίαν προειδοποίησιν έρχεται το τηλεγράφημα: «Τάξον τα περί του οίκου σου, αποθνήσκεις γαρ και ου μη ζήσης».
Τότε ξεσκεπάζεται η πλάνη και αντιλαμβάνεται τον σπουδαιότατον ρόλον, που έπαιξε ο κόσμος επί του εαυτού του. Μεταμελείται, αδημονεί, ζητεί τον χρόνον που έφυγε, δίδει όλα τα πλούτη του δια να εξαγοράση μίαν ημέραν, δια να μετανοήση και να κοινωνήση. Δυστυχώς δεν του δίδεται ουδεμία χάρις. Η χάρις ήτο εις την διάθεσίν του προηγουμένως επί χρόνους. Αυτός όμως την διεσκέδαζεν εις τα εμπόρια, εις τας ταβέρνας, εις κινηματογράφους και εις κάθε επιθυμίαν αισχράν.
Ποίος σοφός πραγματευτής, αντιληφθείς την πλάνην της προσκαίρου ζωής, εσοφίσθη, ώστε να στείλη το εμπόρευμά του, προτού λήξη η πανήγυρις του βίου, εις τον ουρανόν, δια να το εύρη εκεί εις τας τραπέζας της ουρανουπόλεως του Θεού με τόκους και επιτόκια! Μακάριος ο σοφός εκείνος, διότι θα ζήση εις τους αιώνας την ανώδυνον και μακαρίαν ζωήν, ενώ οι άσοφοι, οι μέθυσοι, οι πλεονέκται, οι φιλοχρήματοι, οι πόρνοι, οι φονείς και ο λοιπός κλήρος των συναμαρτωλών μου, ων πρώτος εγώ, θα βληθούν εις την κάμινον του πυρός του ασβέστου!
Τώρα που φωτίζει ο ήλιος και η ημέρα ρίχνει το γλυκύ φως της, ας βαδίσωμεν σύντομα τον δρόμον της διορθώσεώς μας, πριν μας καταλάβη η νυξ του μέλλοντος, οπότε πλέον δεν ημπορούμεν να βαδίσωμεν. «Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», φωνάζει ο Απόστολος Παύλος με τους αθανάτους λόγους του (Β΄ Κορ. 6,2).
4η.
Ω, πόσον πρέπει η μνήμη του θανάτου να θάλλη εις την ψυχήν του Χριστιανού! Εφ’ όσον πιστεύει εις την όντως αλήθειαν, η διαφυγή τούτου είναι αδύνατος. Όταν αι καρδιακαί κρίσεις του Γέροντος παρήρχοντο, έκλαιε και έλεγε φράσιν τινά της νεκρωσίμου ακολουθίας: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος». Όντως αλήθεια! Πόσον ωραία εκφράζει την ειρήνην της ητοιμασμένης ψυχής ο ψαλμωδός: «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» (Ψαλμ. 118,60).
Κάθε ψυχή περιμένει από στιγμήν εις στιγμήν το τηλεγράφημα από τους ουρανούς, δια να διαλύση πάσαν σχέσιν με τα γήϊνα, να σφραγισθή ο καιρός της πανηγύρεως, να αποδοθή ακριβής λογαριασμός του πνευματικού εμπορίου και να τακτοποιηθή η αιωνιότης ή εις ύψος ή εις βάθος.
Ω, όταν αναλογίζωμαι την παρούσαν θεωρίαν, τι να είπω! Ο πανοικτίρμων Θεός να γίνη ίλεως εις την ελεεινήν μου ψυχήν, ανετοιμασία, αδιαφορία και τίποτα άλλο. Σταματά ο νους μου προ της σωτηρίου ταύτης μελέτης. «Αιωνιότης» ω, τι μέγα μυστήριον! Αχ, μας πλανά ο κόσμος, η σάρκα και ο διάβολος και μας ρίπτουν εις την λήθην και έξαφνα, «ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ακούγεται φωνή! Εις τας εσχάτας αναπνοάς, τότε τι ετοιμασία να γίνη, όταν πλέον εκαυτηριάσθη η συνείδησις και δεν αισθάνεται να φωνάζη πλέον; Τότε ακούγεται η φωνή της αληθείας: «Όταν έδυ ο ήλιος, εμνήσθης του Θεού, όταν επέφωσκε η ημέρα που ήσθα;».
«Γρηγορείτε, γίνεσθε έτοιμοι», φωνάζει ο Ιησούς μας! Μακάριοι οι έχοντες αίσθησιν ακοής, οι οποίοι ακούουν και ετοιμάζονται, διότι θα αξιωθούν της αιωνίου επιτυχίας. Μακάριοι εκείνοι οι δούλοι, τους οποίους θα εύρη ετοίμους, όταν έλθη ο Κύριος, ούτοι θα αγάλλωνται αιώνια.
Ας υπομένωμεν τα θλιβερά του βίου, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια και χαροποιά. «Μάτην ταράσσεται πας γηγενής, ότε τον κόσμον κερδίσωμεν, τότε τω τάφω οικήσωμεν». Όσον εστί το φως, ας βαδίζωμεν δια τον μέγαν προορισμόν μας, διότι έρχεται ώρα, που θα γίνη σκότος και δεν θα δυνάμεθα πλέον να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας.
5η.
Ανέβαζε τον νουν σου εις το φοβερόν κριτήριον του Χριστού, ποίαν απολογίαν μέλλομεν να δώσωμεν εν ημέρα κρίσεως, κατά την οποίαν θα κριθούν τα έργα μας! Τι φοβερά η ώρα, κατά την οποίαν η ψυχή περιμένει πλήρης φόβου να ακούση την απόφασιν, που θα απέλθη δια μίαν αιωνίαν κατοίκησιν! Η λέξις αιωνιότης είναι τρομερά! Δια να καταλάβης ολίγον τι θα ειπή αιωνιότης, θα σου φέρω ένα παράδειγμα: Φαντάσου πως όλη η γη είναι ένας βράχος από γρανίτην, σκληράν πέτραν, και σε κάθε χίλια χρόνια να έρχεται ένα πουλί, να τροχίζη το ράμφος του, επάνω εις αυτόν τον βράχον, και όταν από το τρόχισμα του ράμφους τελειώση ο βράχος αυτός, τότε θα εννοήσωμεν, ότι κάποιαν αμυδράν έννοιαν έχομεν, τι θα ειπή αιωνιότης, όχι ότι εννοήσαμεν την αιωνιότητα, την αθανασίαν, την ζωήν χωρίς τέλος! Λοιπόν αύτη η ζωή μας εις την γην παίζει ως εις κύβον την αιωνιότητά μας, ή παράδεισον ή κόλασιν! Άρα πόσην προσοχήν πρέπει να έχωμεν!
6η.
Έκανες τόσα χρόνια υπομονήν, επέρασαν ως όνειρον. Μα και χίλια χρόνια αν ζήσωμεν, πάλιν ωσάν όνειρον θα διέλθουν. Ω, τι ματαιότης που είναι το κάθε τι, που ανήκει εις αυτόν εδώ τον μάταιον κόσμον! Την κάθε ζωήν την διαδέχεται θάνατος. Θάνατος λέγεται η μεταφορά των ανθρώπων απ’ αυτού του κόσμου εις τον άλλον, τον αθάνατον και αιώνιον! Δεν είναι σπουδαίον, εάν κανείς χάση την εδώ ζωήν, ούτως ή άλλως θα αποθάνωμεν μίαν ημέραν, σημασία έχει να μη χάσωμεν την αθάνατον ζωήν, την χωρίς τέλος. Ατελεύτητος ζωή μέσα εις την κόλασιν, ω, τι φοβερόν πράγμα! Θεέ μου, σώσε μας όλους.
7η.
Όταν ξημερώνη ο Θεός την ημέραν, να σκεπτώμεθα ότι είναι η τελευταία μας ημέρα και ότι βασιλεύοντος του ηλίου φεύγομεν δια το κριτήριον του Θεού! Πως πρέπει να περάσωμεν την τελευταίαν ημέραν μας; Με σιωπήν, με ευχήν, με υπακοήν, με δάκρυα και με μετάνοιαν, παρακαλούντες ίλεων γενέσθαι τον Θεόν!
Επίσης και την νύκτα, ότι θα είναι η τελευταία μας, το κρεββάτι μας τάφος! Αχ, πως θα διέλθω τα τελώνια, να σκέπτεται ο καθένας, άραγε θα τα περάσω; Ποίος ηξεύρει από ποίον θα εμποδισθώ! Πως θα αντικρύσω το φοβερόν πρόσωπον του δικαίου Κριτού; Πως θα ακούσω την τρομεράν και ελέγχουσαν φωνήν Του; Τι τρομάρα θα με κατέχη, μέχρις ότου ακούσω την αιώνιον απόφασιν της κατατάξεώς μου! Και εάν κολασθώ! Και δικαίως, ουαί εις την ταλαίπωρον ψυχήν μου, πως θα κάμνω υπομονήν κολαζόμενος μαζί με τους δαίμονας, μέσα εις το σκότος, εις «την βρώμα»; Ούτε φως, ούτε παρηγορία καθόλου, αλλά μόνον θεωρία δαιμόνων και τίποτε άλλο!
Αυτά λοιπόν και τόσα άλλα πρέπει να σκεπτώμεθα κάθε ημέραν και νύκτα, ωσάν να είναι η τελευταία! Διότι δεν ηξεύρουμε, πότε θα έλθη το τηλεγράφημα από το κέντρον του Θεού, από την πρωτεύουσαν, την άνω Ιερουσαλήμ.
8η.
Πρόσεχε, παιδί μου, ας μη περνά ο καιρός άκαρπος χωρίς καλυτέρευσιν της ψυχής σου, διότι ο θάνατος έρχεται ως κλέπτης, αλλοίμονον, και θα μας εύρη εις μίαν τοιαύτην κατάστασιν ραθυμίας και αδρανείας. Τότε θα είμεθα να μας κλαίουν τα όρη και τα βουνά, τότε θα ευρεθώμεν κενοί καλών έργων, ώστε να μας ποιμάνη ο Άδης αιώνια!
Διατί, παιδί μου, να πάθωμεν τέτοιο αξιοθρήνητον ναυάγιον; Ενώ δυνάμεθα, Θεού βοηθεία, να το διαφύγωμεν και να διασωθώμεν εις τον σωτήριον λιμένα της βασιλείας του Θεού! Γνωρίζω ότι έχομεν να παλέψωμεν με φοβερούς εχθρούς και ο κόπος είναι μεγάλος, πλην κοντά εις τον Θεόν, δηλαδή εις την δύναμιν του Θεού, όλα υποχωρούν, όταν αύτη εύρη και την προαίρεσιν και την βίαν του ανθρώπου συνεργούσαν.
9η.
Καθήμενος εις το κελλίον σου, έχε τον νουν σου αδολεσχούντα εις το περί μνήμης θανάτου θέμα. Μην αφήνης τον νουν σου να περιέρχεται εδώ και εκεί, αλλά σύναζέ τον και μελέτα, και ιδέ την νεκρότητα του σώματος, ιδέ ότι αρχίζει το σώμα να ψυχραίνεται, να αλλοιώνεται και η ψυχή να εξέρχεται εκ του σώματος. Εξερχομένης της ψυχής μελέτησον την άνοδόν της, οίον αγώνα έχει τότε η ψυχή χωριζομένη του σώματος, πόσον δακρύει τότε, πόσον στενάζει, πόσον μεταμελείται! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει, προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Αναβαίνουσα η ψυχή και συναντώσα τα στίφη των πονηρών δαιμόνων τρέμει εμπρός εις την αποκάλυψιν υπό των δαιμόνων, πεπραγμένων αμαρτημάτων εντελώς λησμονηθέντων και απορουμένη τι μέλλει γενέσθαι.
Από το ένα τελώνιον αναβαίνει εις το άλλο και εις το κάθε ένα τελώνιον δίδει μόνον απολογίαν, έως ότου τα περάσει όλα, και όταν τα περάση όλα και δεν ευρεθή εις κανένα από τα τελώνια υπεύθυνος, τότε αναβαίνει κατά τους πατέρες εις προσκύνησιν του Χριστού! Εάν όμως ευρεθή υπεύθυνος και ένοχος εις κανένα πάθος, τότε από εκεί ρίπτεται εις τον Άδην! Υπήρξε ψυχή, που επέρασεν όλα εκτός ενός, του τελευταίου τελωνίου, που είναι της ασπλαγχνίας. Βαβαί, βαβαί, είπεν εις άγιος, ευρισκόμενος εις την θεωρίαν της ψυχής αυτής! Όλα τα επέρασε και εις το τελευταίον εσάλευσε και μετά πατάγου οι δαίμονες την έρριψαν εις τον Άδην!
Άλλην ψυχήν σωζομένην την ανέβαζαν οι άγγελοι του Θεού, και κατέβαιναν άλλοι άγγελοι από τον ουρανόν, που είχαν πάει προηγουμένως άλλην ψυχήν, και ησπάζοντο την ψυχήν αυτήν και ησθάνετο η ψυχή άρρητον ευωδίαν από τον ασπασμόν των αγγέλων, οι οποίοι είχον προσεγγίσει τον θρόνον του Θεού, και έλεγον οι άγγελοι: «Δόξα τω εν υψίστοις Θεώ, που εβοήθησε αυτήν την ψυχήν να σωθή».
Αύτη η θεωρία του θανάτου, αύτη η αδολεσχία δεν πρέπει να μας λείψη, καθώς και αι άλλαι θεωρίαι. Όλαι αι θεωρίαι αυταί δημιουργούν την νήψιν της ψυχής και διϋλίζουν τον νουν, τον καθαρίζουν, ώστε να αισθάνεται καλύτερα την θεωρίαν. Αύτη η θεωρία είναι φραγμός εις τους κακούς λογισμούς. Όταν υπάρχη αυτή η θεωρία η πνευματική μέσα μας, αποκλείομεν τους κακούς λογισμούς, δεν έχουν αυτοί μέσα μας θέσιν, διότι την θέσιν του νοός την κατέλαβεν η θεωρία.
Όταν δεν έχωμεν την θεωρίαν του Θεού, τότε πραγματικά μας κυριεύουν αι θεωρίαι των παθών.
Όταν βέβαια περάση η ψυχή τα εναέρια τελώνια, τότε πρέπει να σκέπτεται ότι τώρα μένει η προσκύνησις του Θεού, πως άράγε θα πάω; Πως θα Τον ιδώ; Τι άραγε θα μου ειπή; Μήπως θα ανοίξη καινούργιον βιβλίον; Μήπως οι δαίμονες δεν τα είχαν γραμμένα ή δεν ηξεύρουν τα όσα έχω, ως ελλιπείς και τώρα ενώπιον του Χριστού έχω να συμπληρώσω την απολογίαν! Ποία άράγε η απόφασις του Χριστού δια την σωτηρίαν μου; Άράγε θα είναι υπέρ της αιωνίου ζωής ή θα είναι εις καταδίκην αιώνιον; Οποίαι στιγμαί φόβου και τρόμου, εάν αυτήν την στιγμήν που είμεθα εδώ, είμεθα ενώπιον του Χριστού, εάν ημπορούμεν δια της θεωρίας να προσεγγίσωμεν και όσον το δυνατόν να καταλάβωμεν εις ποίαν στιγμήν θα ευρεθώμεν τότε! Οίμοι, οίμοι λέγουν οι πατέρες, πόσα θα διαδεχθούν; Τι μας περιμένει; Και ημείς φυγομαχούμεν, αδιαφορούμεν, νυστάζομεν, κοιμώμεθα τον βαρούχιον ύπνον! Ο κόσμος είναι μακράν της αληθείας. Εργάζονται, κοιμώνται, περιοδεύουν θαλάσσας, χωρίς να γνωρίζουν τι μέλλει γενέσθαι πέραν του τάφου! Ένα βαθύ σκότος καλύπτει την αλήθειαν, όπως το βαθύ σκότος αποκλείει το φως του ηλίου.
Εάν είναι εις πνευματικήν θεωρίαν ο άνθρωπος και βάλη κατά διάνοιαν ότι είναι εις ένα θέατρον και γλεντούν και χορεύουν, τότε θα καταλάβη την τεραστίαν τρέλλαν και την αμυαλοσύνην των ανθρώπων και των δαιμόνων το κατόρθωμα.
Δύο διαφορετικοί τρόποι σκέψεως. Οι άνθρωποι οι κοσμικοί σκέπτονται τα προ του τάφου και ημείς σκεπτόμεθα τα μετά τον τάφον! Αυτοί οι κοσμικοί σκέπτονται τα παρόντα, αυτά βλέπουν και αυτά πιστεύουν, αλλά το ευαγγέλιον του Χριστού, η αποκάλυψις, έρριξεν άπλετον φως εις τας ψυχάς, που θέλουν να σωθούν. Τους ήνοιξε νέον ορίζοντα της επιγνώσεως του αληθινού Θεού.
«Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» (Ρωμ.8,18). Δόξα απεριόριστος και ακατανόητος και ασύλληπτος εις εκείνους που θα βαδίσουν εις το φως του Χριστού! Δια τούτο είμεθα αναπολόγητοι ενώπιον του Θεού, δια τας μεγάλας ευεργεσίας Του, το να μας καλέση κλήσιν αγίαν και να μας δείξη τον δρόμον του φωτός και της αληθείας! Μέγα το έλεος του Θεού! Ας μη το καταφρονήσωμεν. Ας το επεξεργασθώμεν, ας σκεπτώμεθα νύκτα και ημέραν το θέμα της ψυχής μας και το πώς να αγωνισθώμεν. Η μελέτη του Θεού και η πρακτική αρετή φέρνουν τους ανθρώπους σύντομα κοντά εις τον Θεόν. Να μην παύωμεν καθόλου την μνήμην του θανάτου. Οι άγιοι πατέρες λέγουν ότι δεν τους εύρισκεν αμέλεια εις το κελλί τους, διότι νύκτα και ημέραν είχον την μνήμην του θανάτου. Η αμέλεια δεν εύρισκε χώραν εις αυτούς. Οι πατέρες εσκέπτοντο: Εάν σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, εάν είναι αύριο, τι πρέπει να κάνω; Ούτω η μνήμη αύτη εκράτει τον νουν εις τον φόβον του Θεού, και ο φόβος του Θεού έδιδε φως εις την συνείδησιν, το πώς πρέπει να βιάζεται. Εις την αρχήν βέβαια, δεν του κάνουν αίσθησιν αι σκέψεις αυταί, η ψυχή είναι ας είπωμεν νεκρά, αδρανής, αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να κουνιέται μέσα του, αρχίζει να ζωογονήται και συν τω χρόνω αρχίζει να εργάζεται κανονικά.
10η.
Φρόντιζε για την ψυχή σου, παιδί μου, μελέτα πατερικά, προσεύχου με την ευχούλα, που θα σου τονώση βασικά τον ψυχικό σου οργανισμό. Το θάνατο μελέτα, κάτι που είναι υπερσίγουρο και βέβαιο πως θα μας έλθη. Ω, ο θάνατος! Το ποτήρι του θανάτου είναι πικρότατο στη ψυχή, που τη χωρίζει από το σώμα με τη δύναμί του. Πόση μεταμέλεια για όσα πράξαμε με απροσεξία και υποχώρησι! Η συνείδησι θα μας τυραννάη σαν πρώτη κόλασι. Γιατί λοιπόν τώρα να μας νικά η ηδονή της αμαρτίας, που θα την πληρώσουμε με οδύνες πολλές, χωρίς θεραπεία!
Ο άνθρωπος, το εκλεκτό και μοναδικό πλάσμα του Θεού, ο διπλούς τη φύσει, γεννιέται πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, τη γη, και σιγά-σιγά κάποια ημέρα πεθαίνει σωματικά, ανίκανος εντελώς να κρατήση τον εαυτό του στη ζωή. Η φαντασία τον φουσκώνει σαν μπαλόνι, που με μια αρρώστια πεθαίνει και χάνεται. Δεν έχει στην εξουσία του τον εαυτό του, κυβερνάται χωρίς να το εννοεί από μια άλλη θέλησι και κυβέρνησι και αυτός φέρεται αθέλητα και ανήμπορα εντελώς να αντιδράση.
Μα τι είσαι, άνθρωπε, και κομπάζεις καυχώμενος, υπέρογκα φανταζόμενος για το άτομό σου; Ιδού, ένα μικρόβιο αθέατο σε προσβάλλει και συ αμέσως αρρωσταίνεις, αδιαθετείς και πηγαίνεις στον τάφο. Φαντασμένε θνητέ, βλέπεις το θάνατο να έρχεται και ότι θα φύγης σε άγνωστη χώρα και υποτάσσεσαι χωρίς καμμιά αντιλογία. Έχεις τη δύναμι να αρνηθής, να αντισταθής, να ξεφύγης απ’ ό,τι συμβαίνει αυτή τη φοβερή ώρα; Καθόλου! Ανικανότης τελεία. Τότε τι καυχάσαι, πήλινε άνθρωπε, ανίκανε, ελεεινέ και άχρηστε! Τι έχεις το οποίο δεν σου το’δωσε ο Θεός; Δεν σου το παίρνει όταν θέλη; Ναι. Τότε σκύψε τον αυχένα, ταπεινώσου, και έτσι σώζεσαι.
Περί Μνήμης Θανάτου
Κολάσεως και Κρίσεως
Όσον περνά η ηλικία μου, τόσον και αισθάνομαι των επιγείων το άστατον, το μάταιον. Αχ, τι μάτην ταραττόμεθα; Βραχύς ο βίος μας, κόνις, τέφρα, όνειρον και εις ολίγον καιρόν αχρειούμεθα. Σήμερον έχεις υγείαν και αύριον την χάνεις. Σήμερον γελά το πρόσωπον και εις ολίγον σκυθρωπάζεις. Τα μάτια από την πολλήν χαράν και αγάπην κλαίουν και εντός ολίγου κλαίουν από τον πόνον και την θλίψιν. Σήμερον ευσταθεί το οικονομικόν, αύριο δυστυχία. Σήμερον ειδήσεις ευχάριστοι και εντός ολίγου δυσάρεστοι τας αντικαθιστούν.
Μάτην ταραττόμεθα, ο βίος σκιά και ενύπνιον. Που είναι οι γονείς μας, τα αδέλφια μας, οι παππούδες μας; Όλους ο τάφος τους εδέχθη, όλους η φθορά και οι σκώληκες τους αχρείωσαν. Ο τάφος και η φθορά αναμένει και ημάς! Ο Χριστός, μας έδωσε την εξουσίαν τέκνα Θεού να γίνωμεν, αρματώσας ημάς με τόσα θεϊκά όπλα, δια να πολεμήσωμεν τον άσπονδον εχθρόν μας, και ημείς, εγώ πρώτος, αμελήσαντες την οπλοφορίαν εγίναμεν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν μας και πλησιάζοντες τον θάνατον τρέμομεν και αγωνιούμεν και προσπαθούμεν με κάθε μέσον να παρατείνωμεν την ζωήν, διότι δειλιάζει η ψυχή να βγη. Διατί δειλιάζει; Διότι δεν θαρρεί ως τέκνον του Θεού; Μα μήπως πηγαίνει εις βασιλέα ξένον; Μα ο βασιλεύς είναι ο πλάστης της, ο σωτήρας της, που έχυσε το Αίμα Του, δια να την εξαγοράση από τον εχθρόν της. Διατί δειλιάζει και δεν θαρρεί; Φυσικώς είναι ψυχρόν ο θάνατος, «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38), έλεγεν ο Ιησούς μας, ναι, φυσικώς. Δυστυχώς όμως το πλείστον της δειλίας είναι του συνειδότος. Δεν πληροφορεί η συνείδησις την ψυχήν ότι επολιτεύθη καθώς ήρμοζεν, δεν ετακτοποίησεν, δεν έπλυνεν το ένδυμα του γάμου και εντρέπεται να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, στοχαζομένη τι άρα έσται. Ναι ή ου; Θα σωθώ ή όχι; Αν όμως η ψυχή φεύγη ανεξομολόγητη χωρίς τελείως να μετανοήση, ουαί τότε. Αύτη είναι η ημέρα η πονηρά, που αινίττεται ο προφήτης Δαυϊδ, και ας ευχώμεθα να μας λυτρώση ο άγιος Θεός, δίνοντάς μας μετάνοιαν ολόκληρον, έργα άξια μετανοίας, έργα ελέους και αγάπης, πνεύμα μετανοίας μετά αληθούς ταπεινώσεως, όπως τον δίκαιον κριτήν ίλεων ημίν απεργασώμεθα, ίνα, όταν έλθη η ώρα του θανάτου η φοβερά, θαρρήση η ψυχή εις το έλεος του Θεού και είπη: «Ελπίζω εις τον Θεόν, ότι θα κάνη έλεος μετά της ταπεινώσεώς μου». Αμήν . Γένοιτο.
2α.
Τα χρόνια κυλούν, ανακυκλώνονται οι ενιαυτοί και ημέρα τη ημέρα όλον και φθάνομεν εις το τέρμα έκαστος του βίου του. Ο πολύτιμος χρόνος κυλά και φεύγει προ των οφθαλμών μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζωμεν, τι μας φεύγει απαρατήρητον, διότι εάν ήξευρε το παιδάκι την αξίαν του χρυσού, δεν θα επροτίμα αντί τούτου μίαν πτωχήν καραμέλλαν! Ουχί τούτο αληθεύει εν τοις ανθρώποις και πρώτον εις εμέ;
Όταν έλθη ο Κύριός μας εις τον καθωρισμένον χρόνον, δια να κρίνη τον κόσμον, όταν οι ουρανοί θα τυλίγωνται ως ρολός χάρτου και η γη, η οποία κατεμολύνθη υπό των κατοικούντων εν αυτή θα ανακαινίζεται, όταν ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, θα πίπτουν όπως τα φθινοπωρινά φύλλα, όταν εν τη φωνή της παγκοσμίου σάλπιγγος θα ανασυγκροτούνται τα διεσκορπισμένα ξηρά οστέα και θα αναβαίνουν σάρκες και ζωή εν αυτοίς, όταν τα αγγελικά τάγματα θα καταλαμβάνουν εις το αχανές του ουρανού τάξιν τιμητικήν δια τον ερχόμενον φοβερόν Κριτήν, όταν θα ξεχωρίζουν από το άπειρον πλήθος των αναστημένων ανθρώπων μικραί νεφέλαι αίρουσαι εν εαυταίς τας αγίας και σωζομένας προσωπικότητας εις υπάντησιν του Κυρίου εις αέρα, τότε βλέποντες όλα ταύτα οι κάτω εναπομείναντες άνθρωποι, ουχί θα κλαύσουν πικρότατα και θα κτυπούν τον εαυτόν των απελπιστικά αναλογιζόμενοι ότι εσπατάλησαν τον πολυτιμότατον τούτον καιρόν εις τρυφάς, εις μέθας, εις απόκτησιν πλούτου, εις αθεμίτους πράξεις, εις φιλαργυρίας και εις παν αμαρτημα, το οποίον τώρα τους καταδικάζει εις την πλέον ελεεινήν και αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν; Ουχί περιπαθώς θα ζητήσουν να είχον χρόνον μικρόν, να τρέξουν εις τους πτωχούς, εις τους αρρώστους και εις κάθε δυστυχή, ώστε και αυτοί να ακούσουν την γλυκείαν φωνήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου… κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν… επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν…γυμνός και περιεβάλετέ με κ.λ.π.» (Ματθ. 25, 34).
Αλλά κάποτε τα ήκουσαν εις την ζωήν των, εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια. Δια τούτο και το κατακόρυφον της απογνώσεως θα τους καταλάβη. Θα ζητήσουν, θα επιθυμήσουν σφόδρα τον θάνατον ως εξιλαστήριον των απείρων αυτών δεινών. Δυστυχώς ουχ ευρήσουσι, διότι τα πάντα μετεστοιχειώθησαν εις την αθανασίαν! (Πάντα ταύτα δι’ εμέ…).
3η.
Με κλαυθμόν έρχεται εις το φως του κόσμου ο άνθρωπος, με κλαυθμόν και θλίψεις διέρχεται και με δάκρυα και με πόνους φεύγει από τον κόσμον. Ω, ματαιότης ματαιοτήτων, το όνειρον παρέρχεται και ξυπνά ο άνθρωπος εις την πραγματικότητα της όντως αληθινής ζωής. Ουδείς αντιλαμβάνεται πως ρέει η ματαία ζωή. Περνούν τα χρόνια, κυλούν οι μήνες, διέρχονται αι ώραι, ανεπαίσθητοι αι στιγμαί και χωρίς καμμίαν προειδοποίησιν έρχεται το τηλεγράφημα: «Τάξον τα περί του οίκου σου, αποθνήσκεις γαρ και ου μη ζήσης».
Τότε ξεσκεπάζεται η πλάνη και αντιλαμβάνεται τον σπουδαιότατον ρόλον, που έπαιξε ο κόσμος επί του εαυτού του. Μεταμελείται, αδημονεί, ζητεί τον χρόνον που έφυγε, δίδει όλα τα πλούτη του δια να εξαγοράση μίαν ημέραν, δια να μετανοήση και να κοινωνήση. Δυστυχώς δεν του δίδεται ουδεμία χάρις. Η χάρις ήτο εις την διάθεσίν του προηγουμένως επί χρόνους. Αυτός όμως την διεσκέδαζεν εις τα εμπόρια, εις τας ταβέρνας, εις κινηματογράφους και εις κάθε επιθυμίαν αισχράν.
Ποίος σοφός πραγματευτής, αντιληφθείς την πλάνην της προσκαίρου ζωής, εσοφίσθη, ώστε να στείλη το εμπόρευμά του, προτού λήξη η πανήγυρις του βίου, εις τον ουρανόν, δια να το εύρη εκεί εις τας τραπέζας της ουρανουπόλεως του Θεού με τόκους και επιτόκια! Μακάριος ο σοφός εκείνος, διότι θα ζήση εις τους αιώνας την ανώδυνον και μακαρίαν ζωήν, ενώ οι άσοφοι, οι μέθυσοι, οι πλεονέκται, οι φιλοχρήματοι, οι πόρνοι, οι φονείς και ο λοιπός κλήρος των συναμαρτωλών μου, ων πρώτος εγώ, θα βληθούν εις την κάμινον του πυρός του ασβέστου!
Τώρα που φωτίζει ο ήλιος και η ημέρα ρίχνει το γλυκύ φως της, ας βαδίσωμεν σύντομα τον δρόμον της διορθώσεώς μας, πριν μας καταλάβη η νυξ του μέλλοντος, οπότε πλέον δεν ημπορούμεν να βαδίσωμεν. «Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», φωνάζει ο Απόστολος Παύλος με τους αθανάτους λόγους του (Β΄ Κορ. 6,2).
4η.
Ω, πόσον πρέπει η μνήμη του θανάτου να θάλλη εις την ψυχήν του Χριστιανού! Εφ’ όσον πιστεύει εις την όντως αλήθειαν, η διαφυγή τούτου είναι αδύνατος. Όταν αι καρδιακαί κρίσεις του Γέροντος παρήρχοντο, έκλαιε και έλεγε φράσιν τινά της νεκρωσίμου ακολουθίας: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος». Όντως αλήθεια! Πόσον ωραία εκφράζει την ειρήνην της ητοιμασμένης ψυχής ο ψαλμωδός: «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» (Ψαλμ. 118,60).
Κάθε ψυχή περιμένει από στιγμήν εις στιγμήν το τηλεγράφημα από τους ουρανούς, δια να διαλύση πάσαν σχέσιν με τα γήϊνα, να σφραγισθή ο καιρός της πανηγύρεως, να αποδοθή ακριβής λογαριασμός του πνευματικού εμπορίου και να τακτοποιηθή η αιωνιότης ή εις ύψος ή εις βάθος.
Ω, όταν αναλογίζωμαι την παρούσαν θεωρίαν, τι να είπω! Ο πανοικτίρμων Θεός να γίνη ίλεως εις την ελεεινήν μου ψυχήν, ανετοιμασία, αδιαφορία και τίποτα άλλο. Σταματά ο νους μου προ της σωτηρίου ταύτης μελέτης. «Αιωνιότης» ω, τι μέγα μυστήριον! Αχ, μας πλανά ο κόσμος, η σάρκα και ο διάβολος και μας ρίπτουν εις την λήθην και έξαφνα, «ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ακούγεται φωνή! Εις τας εσχάτας αναπνοάς, τότε τι ετοιμασία να γίνη, όταν πλέον εκαυτηριάσθη η συνείδησις και δεν αισθάνεται να φωνάζη πλέον; Τότε ακούγεται η φωνή της αληθείας: «Όταν έδυ ο ήλιος, εμνήσθης του Θεού, όταν επέφωσκε η ημέρα που ήσθα;».
«Γρηγορείτε, γίνεσθε έτοιμοι», φωνάζει ο Ιησούς μας! Μακάριοι οι έχοντες αίσθησιν ακοής, οι οποίοι ακούουν και ετοιμάζονται, διότι θα αξιωθούν της αιωνίου επιτυχίας. Μακάριοι εκείνοι οι δούλοι, τους οποίους θα εύρη ετοίμους, όταν έλθη ο Κύριος, ούτοι θα αγάλλωνται αιώνια.
Ας υπομένωμεν τα θλιβερά του βίου, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια και χαροποιά. «Μάτην ταράσσεται πας γηγενής, ότε τον κόσμον κερδίσωμεν, τότε τω τάφω οικήσωμεν». Όσον εστί το φως, ας βαδίζωμεν δια τον μέγαν προορισμόν μας, διότι έρχεται ώρα, που θα γίνη σκότος και δεν θα δυνάμεθα πλέον να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας.
5η.
Ανέβαζε τον νουν σου εις το φοβερόν κριτήριον του Χριστού, ποίαν απολογίαν μέλλομεν να δώσωμεν εν ημέρα κρίσεως, κατά την οποίαν θα κριθούν τα έργα μας! Τι φοβερά η ώρα, κατά την οποίαν η ψυχή περιμένει πλήρης φόβου να ακούση την απόφασιν, που θα απέλθη δια μίαν αιωνίαν κατοίκησιν! Η λέξις αιωνιότης είναι τρομερά! Δια να καταλάβης ολίγον τι θα ειπή αιωνιότης, θα σου φέρω ένα παράδειγμα: Φαντάσου πως όλη η γη είναι ένας βράχος από γρανίτην, σκληράν πέτραν, και σε κάθε χίλια χρόνια να έρχεται ένα πουλί, να τροχίζη το ράμφος του, επάνω εις αυτόν τον βράχον, και όταν από το τρόχισμα του ράμφους τελειώση ο βράχος αυτός, τότε θα εννοήσωμεν, ότι κάποιαν αμυδράν έννοιαν έχομεν, τι θα ειπή αιωνιότης, όχι ότι εννοήσαμεν την αιωνιότητα, την αθανασίαν, την ζωήν χωρίς τέλος! Λοιπόν αύτη η ζωή μας εις την γην παίζει ως εις κύβον την αιωνιότητά μας, ή παράδεισον ή κόλασιν! Άρα πόσην προσοχήν πρέπει να έχωμεν!
6η.
Έκανες τόσα χρόνια υπομονήν, επέρασαν ως όνειρον. Μα και χίλια χρόνια αν ζήσωμεν, πάλιν ωσάν όνειρον θα διέλθουν. Ω, τι ματαιότης που είναι το κάθε τι, που ανήκει εις αυτόν εδώ τον μάταιον κόσμον! Την κάθε ζωήν την διαδέχεται θάνατος. Θάνατος λέγεται η μεταφορά των ανθρώπων απ’ αυτού του κόσμου εις τον άλλον, τον αθάνατον και αιώνιον! Δεν είναι σπουδαίον, εάν κανείς χάση την εδώ ζωήν, ούτως ή άλλως θα αποθάνωμεν μίαν ημέραν, σημασία έχει να μη χάσωμεν την αθάνατον ζωήν, την χωρίς τέλος. Ατελεύτητος ζωή μέσα εις την κόλασιν, ω, τι φοβερόν πράγμα! Θεέ μου, σώσε μας όλους.
7η.
Όταν ξημερώνη ο Θεός την ημέραν, να σκεπτώμεθα ότι είναι η τελευταία μας ημέρα και ότι βασιλεύοντος του ηλίου φεύγομεν δια το κριτήριον του Θεού! Πως πρέπει να περάσωμεν την τελευταίαν ημέραν μας; Με σιωπήν, με ευχήν, με υπακοήν, με δάκρυα και με μετάνοιαν, παρακαλούντες ίλεων γενέσθαι τον Θεόν!
Επίσης και την νύκτα, ότι θα είναι η τελευταία μας, το κρεββάτι μας τάφος! Αχ, πως θα διέλθω τα τελώνια, να σκέπτεται ο καθένας, άραγε θα τα περάσω; Ποίος ηξεύρει από ποίον θα εμποδισθώ! Πως θα αντικρύσω το φοβερόν πρόσωπον του δικαίου Κριτού; Πως θα ακούσω την τρομεράν και ελέγχουσαν φωνήν Του; Τι τρομάρα θα με κατέχη, μέχρις ότου ακούσω την αιώνιον απόφασιν της κατατάξεώς μου! Και εάν κολασθώ! Και δικαίως, ουαί εις την ταλαίπωρον ψυχήν μου, πως θα κάμνω υπομονήν κολαζόμενος μαζί με τους δαίμονας, μέσα εις το σκότος, εις «την βρώμα»; Ούτε φως, ούτε παρηγορία καθόλου, αλλά μόνον θεωρία δαιμόνων και τίποτε άλλο!
Αυτά λοιπόν και τόσα άλλα πρέπει να σκεπτώμεθα κάθε ημέραν και νύκτα, ωσάν να είναι η τελευταία! Διότι δεν ηξεύρουμε, πότε θα έλθη το τηλεγράφημα από το κέντρον του Θεού, από την πρωτεύουσαν, την άνω Ιερουσαλήμ.
8η.
Πρόσεχε, παιδί μου, ας μη περνά ο καιρός άκαρπος χωρίς καλυτέρευσιν της ψυχής σου, διότι ο θάνατος έρχεται ως κλέπτης, αλλοίμονον, και θα μας εύρη εις μίαν τοιαύτην κατάστασιν ραθυμίας και αδρανείας. Τότε θα είμεθα να μας κλαίουν τα όρη και τα βουνά, τότε θα ευρεθώμεν κενοί καλών έργων, ώστε να μας ποιμάνη ο Άδης αιώνια!
Διατί, παιδί μου, να πάθωμεν τέτοιο αξιοθρήνητον ναυάγιον; Ενώ δυνάμεθα, Θεού βοηθεία, να το διαφύγωμεν και να διασωθώμεν εις τον σωτήριον λιμένα της βασιλείας του Θεού! Γνωρίζω ότι έχομεν να παλέψωμεν με φοβερούς εχθρούς και ο κόπος είναι μεγάλος, πλην κοντά εις τον Θεόν, δηλαδή εις την δύναμιν του Θεού, όλα υποχωρούν, όταν αύτη εύρη και την προαίρεσιν και την βίαν του ανθρώπου συνεργούσαν.
9η.
Καθήμενος εις το κελλίον σου, έχε τον νουν σου αδολεσχούντα εις το περί μνήμης θανάτου θέμα. Μην αφήνης τον νουν σου να περιέρχεται εδώ και εκεί, αλλά σύναζέ τον και μελέτα, και ιδέ την νεκρότητα του σώματος, ιδέ ότι αρχίζει το σώμα να ψυχραίνεται, να αλλοιώνεται και η ψυχή να εξέρχεται εκ του σώματος. Εξερχομένης της ψυχής μελέτησον την άνοδόν της, οίον αγώνα έχει τότε η ψυχή χωριζομένη του σώματος, πόσον δακρύει τότε, πόσον στενάζει, πόσον μεταμελείται! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει, προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Αναβαίνουσα η ψυχή και συναντώσα τα στίφη των πονηρών δαιμόνων τρέμει εμπρός εις την αποκάλυψιν υπό των δαιμόνων, πεπραγμένων αμαρτημάτων εντελώς λησμονηθέντων και απορουμένη τι μέλλει γενέσθαι.
Από το ένα τελώνιον αναβαίνει εις το άλλο και εις το κάθε ένα τελώνιον δίδει μόνον απολογίαν, έως ότου τα περάσει όλα, και όταν τα περάση όλα και δεν ευρεθή εις κανένα από τα τελώνια υπεύθυνος, τότε αναβαίνει κατά τους πατέρες εις προσκύνησιν του Χριστού! Εάν όμως ευρεθή υπεύθυνος και ένοχος εις κανένα πάθος, τότε από εκεί ρίπτεται εις τον Άδην! Υπήρξε ψυχή, που επέρασεν όλα εκτός ενός, του τελευταίου τελωνίου, που είναι της ασπλαγχνίας. Βαβαί, βαβαί, είπεν εις άγιος, ευρισκόμενος εις την θεωρίαν της ψυχής αυτής! Όλα τα επέρασε και εις το τελευταίον εσάλευσε και μετά πατάγου οι δαίμονες την έρριψαν εις τον Άδην!
Άλλην ψυχήν σωζομένην την ανέβαζαν οι άγγελοι του Θεού, και κατέβαιναν άλλοι άγγελοι από τον ουρανόν, που είχαν πάει προηγουμένως άλλην ψυχήν, και ησπάζοντο την ψυχήν αυτήν και ησθάνετο η ψυχή άρρητον ευωδίαν από τον ασπασμόν των αγγέλων, οι οποίοι είχον προσεγγίσει τον θρόνον του Θεού, και έλεγον οι άγγελοι: «Δόξα τω εν υψίστοις Θεώ, που εβοήθησε αυτήν την ψυχήν να σωθή».
Αύτη η θεωρία του θανάτου, αύτη η αδολεσχία δεν πρέπει να μας λείψη, καθώς και αι άλλαι θεωρίαι. Όλαι αι θεωρίαι αυταί δημιουργούν την νήψιν της ψυχής και διϋλίζουν τον νουν, τον καθαρίζουν, ώστε να αισθάνεται καλύτερα την θεωρίαν. Αύτη η θεωρία είναι φραγμός εις τους κακούς λογισμούς. Όταν υπάρχη αυτή η θεωρία η πνευματική μέσα μας, αποκλείομεν τους κακούς λογισμούς, δεν έχουν αυτοί μέσα μας θέσιν, διότι την θέσιν του νοός την κατέλαβεν η θεωρία.
Όταν δεν έχωμεν την θεωρίαν του Θεού, τότε πραγματικά μας κυριεύουν αι θεωρίαι των παθών.
Όταν βέβαια περάση η ψυχή τα εναέρια τελώνια, τότε πρέπει να σκέπτεται ότι τώρα μένει η προσκύνησις του Θεού, πως άράγε θα πάω; Πως θα Τον ιδώ; Τι άραγε θα μου ειπή; Μήπως θα ανοίξη καινούργιον βιβλίον; Μήπως οι δαίμονες δεν τα είχαν γραμμένα ή δεν ηξεύρουν τα όσα έχω, ως ελλιπείς και τώρα ενώπιον του Χριστού έχω να συμπληρώσω την απολογίαν! Ποία άράγε η απόφασις του Χριστού δια την σωτηρίαν μου; Άράγε θα είναι υπέρ της αιωνίου ζωής ή θα είναι εις καταδίκην αιώνιον; Οποίαι στιγμαί φόβου και τρόμου, εάν αυτήν την στιγμήν που είμεθα εδώ, είμεθα ενώπιον του Χριστού, εάν ημπορούμεν δια της θεωρίας να προσεγγίσωμεν και όσον το δυνατόν να καταλάβωμεν εις ποίαν στιγμήν θα ευρεθώμεν τότε! Οίμοι, οίμοι λέγουν οι πατέρες, πόσα θα διαδεχθούν; Τι μας περιμένει; Και ημείς φυγομαχούμεν, αδιαφορούμεν, νυστάζομεν, κοιμώμεθα τον βαρούχιον ύπνον! Ο κόσμος είναι μακράν της αληθείας. Εργάζονται, κοιμώνται, περιοδεύουν θαλάσσας, χωρίς να γνωρίζουν τι μέλλει γενέσθαι πέραν του τάφου! Ένα βαθύ σκότος καλύπτει την αλήθειαν, όπως το βαθύ σκότος αποκλείει το φως του ηλίου.
Εάν είναι εις πνευματικήν θεωρίαν ο άνθρωπος και βάλη κατά διάνοιαν ότι είναι εις ένα θέατρον και γλεντούν και χορεύουν, τότε θα καταλάβη την τεραστίαν τρέλλαν και την αμυαλοσύνην των ανθρώπων και των δαιμόνων το κατόρθωμα.
Δύο διαφορετικοί τρόποι σκέψεως. Οι άνθρωποι οι κοσμικοί σκέπτονται τα προ του τάφου και ημείς σκεπτόμεθα τα μετά τον τάφον! Αυτοί οι κοσμικοί σκέπτονται τα παρόντα, αυτά βλέπουν και αυτά πιστεύουν, αλλά το ευαγγέλιον του Χριστού, η αποκάλυψις, έρριξεν άπλετον φως εις τας ψυχάς, που θέλουν να σωθούν. Τους ήνοιξε νέον ορίζοντα της επιγνώσεως του αληθινού Θεού.
«Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» (Ρωμ.8,18). Δόξα απεριόριστος και ακατανόητος και ασύλληπτος εις εκείνους που θα βαδίσουν εις το φως του Χριστού! Δια τούτο είμεθα αναπολόγητοι ενώπιον του Θεού, δια τας μεγάλας ευεργεσίας Του, το να μας καλέση κλήσιν αγίαν και να μας δείξη τον δρόμον του φωτός και της αληθείας! Μέγα το έλεος του Θεού! Ας μη το καταφρονήσωμεν. Ας το επεξεργασθώμεν, ας σκεπτώμεθα νύκτα και ημέραν το θέμα της ψυχής μας και το πώς να αγωνισθώμεν. Η μελέτη του Θεού και η πρακτική αρετή φέρνουν τους ανθρώπους σύντομα κοντά εις τον Θεόν. Να μην παύωμεν καθόλου την μνήμην του θανάτου. Οι άγιοι πατέρες λέγουν ότι δεν τους εύρισκεν αμέλεια εις το κελλί τους, διότι νύκτα και ημέραν είχον την μνήμην του θανάτου. Η αμέλεια δεν εύρισκε χώραν εις αυτούς. Οι πατέρες εσκέπτοντο: Εάν σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, εάν είναι αύριο, τι πρέπει να κάνω; Ούτω η μνήμη αύτη εκράτει τον νουν εις τον φόβον του Θεού, και ο φόβος του Θεού έδιδε φως εις την συνείδησιν, το πώς πρέπει να βιάζεται. Εις την αρχήν βέβαια, δεν του κάνουν αίσθησιν αι σκέψεις αυταί, η ψυχή είναι ας είπωμεν νεκρά, αδρανής, αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να κουνιέται μέσα του, αρχίζει να ζωογονήται και συν τω χρόνω αρχίζει να εργάζεται κανονικά.
10η.
Φρόντιζε για την ψυχή σου, παιδί μου, μελέτα πατερικά, προσεύχου με την ευχούλα, που θα σου τονώση βασικά τον ψυχικό σου οργανισμό. Το θάνατο μελέτα, κάτι που είναι υπερσίγουρο και βέβαιο πως θα μας έλθη. Ω, ο θάνατος! Το ποτήρι του θανάτου είναι πικρότατο στη ψυχή, που τη χωρίζει από το σώμα με τη δύναμί του. Πόση μεταμέλεια για όσα πράξαμε με απροσεξία και υποχώρησι! Η συνείδησι θα μας τυραννάη σαν πρώτη κόλασι. Γιατί λοιπόν τώρα να μας νικά η ηδονή της αμαρτίας, που θα την πληρώσουμε με οδύνες πολλές, χωρίς θεραπεία!
Ο άνθρωπος, το εκλεκτό και μοναδικό πλάσμα του Θεού, ο διπλούς τη φύσει, γεννιέται πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, τη γη, και σιγά-σιγά κάποια ημέρα πεθαίνει σωματικά, ανίκανος εντελώς να κρατήση τον εαυτό του στη ζωή. Η φαντασία τον φουσκώνει σαν μπαλόνι, που με μια αρρώστια πεθαίνει και χάνεται. Δεν έχει στην εξουσία του τον εαυτό του, κυβερνάται χωρίς να το εννοεί από μια άλλη θέλησι και κυβέρνησι και αυτός φέρεται αθέλητα και ανήμπορα εντελώς να αντιδράση.
Μα τι είσαι, άνθρωπε, και κομπάζεις καυχώμενος, υπέρογκα φανταζόμενος για το άτομό σου; Ιδού, ένα μικρόβιο αθέατο σε προσβάλλει και συ αμέσως αρρωσταίνεις, αδιαθετείς και πηγαίνεις στον τάφο. Φαντασμένε θνητέ, βλέπεις το θάνατο να έρχεται και ότι θα φύγης σε άγνωστη χώρα και υποτάσσεσαι χωρίς καμμιά αντιλογία. Έχεις τη δύναμι να αρνηθής, να αντισταθής, να ξεφύγης απ’ ό,τι συμβαίνει αυτή τη φοβερή ώρα; Καθόλου! Ανικανότης τελεία. Τότε τι καυχάσαι, πήλινε άνθρωπε, ανίκανε, ελεεινέ και άχρηστε! Τι έχεις το οποίο δεν σου το’δωσε ο Θεός; Δεν σου το παίρνει όταν θέλη; Ναι. Τότε σκύψε τον αυχένα, ταπεινώσου, και έτσι σώζεσαι.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Περί Μνήμης Θανάτου
Κολάσεως και Κρίσεως
11η.
Ο δίκαιος Λωτ ευρισκόμενος ανά μέσον φαύλων και ασελγών, νυκτός και ημέρας κατετρύχετο. Επιέζετο βλέπων τα αίσχη των και αυτός ουδένα έκρινε, διο και ηξιώθη θείας εμφανείας και εκρίθη άξιος απαλλαγήναι του από Θεού εμπρησμού των ανόμων πόλεων και της απωλείας των ασελγών.
Ουχί πλείον ώδε Σοδόμων και Γομόρρων; Ουχί αναμένεται πυρ και θείον οργής Θεού; Διο άξιον προσοχής το του Λωτ υπόδειγμα, ίνα μη συναπωλεσθώμεν, ουχί πρόσκαιρα, όπως παλαιά, αλλά αιώνια και ατελεύτητα!
Ας γρηγορώμεν, διότι ουκ οίδαμεν ποίαν ώραν ο κλέπτης, ο θάνατος, έρχεται. Ας νήφωμεν, όπως φυλάξωμεν τον πλούτον, τόσον της ορθοδόξου πίστεως, όσον και της χάριτος, ην ηξιώθημεν βαπτιζόμενοι εις την αγίαν κολυμβήθραν.
Τι αναμένομεν βεβαιότερον του θανάτου; Αυτός είναι το πλέον σίγουρον, που θα συναντήση κάθε άνθρωπος. Τον θάνατον οφείλομεν συνεχώς να ζώμεν μέσα μας, όπως δια της σωτηριωδεστάτης μνήμης διαφύγωμεν τον θάνατον της ψυχής, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τέλειος χωρισμός από Θεού εις την μετά θάνατον ζωήν.
Βιαστήτε, λέγει ο Κύριος εις τον Ευαγγελικόν λόγον Του, διότι δεν γνωρίζετε, πότε θα σας επισκεφθή ο Νυμφίος της ψυχής και αλλοίμονον εις όποιον εύρη ραθυμούντα και αμελούντα την σωτηρίαν του. Εύχεσθε και δι’ εμέ τον λέγοντα και μη πράττοντα, και ουαί τω τρισαθλίω, τι πρόσωπον Θεού θα ίδω!
12η.
Για ιδές τον θάνατον, παιδί μου, που θερί, αλλά θα του φέγγουν, για να ανεβή τη στράτα, για να φθάση μέχρι το θρόνο του Θεού.
Εργάζου έστω και με μεγάλο κόπο τα έργα της σωτηρίας. Όλα θα λογισθούν σαν αγώνας και άσκησι και σαν αντίδρασι προς το διάβολο και η αξιομισθία σου θα σου δοθή χωρίς άλλο.
Βίαζε τον εαυτόν σου, μνημόνευε την έξοδόν σου, το θάνατον, τα τελώνια, και τη φοβεράν κρίσιν του Θεού. Σκέψου, παιδί μου, την κόλασι και τους κολαζομένους και σύμμειξε ως ένα μεταξύ αυτών και τον εαυτό σου, και τότε όλες οι θλίψεις θα σου φανούν μηδέν και μια γλυκειά παρηγοριά θα καταλάβη το είναι της ψυχής σου.
ζει τους πάντες. Όλα τα ανθρώπινα σβήνουν και λυώνουν σαν το κεράκι. Μόνον του Θεού τα έργα, δηλαδή όσα έργα γίνουν για του Θεού την αγάπην, εκείνα ποτέ δεν θα σβήσουν.
13η.
Να σκέπτεσαι, παιδί μου, το άδηλον του θανάτου, ποία δαιμόνια, ποία τελώνια φοβερά θα διέλθη η ταπεινή ψυχή μας! Τι φοβερόν κριτήριον την περιμένει! Θα τρέμη από φόβον και τρόμον! Μελέτα την οδυνηράν κόλασιν μετά των δαιμόνων, οίμοι, αιωνία υπάρχει χωρίς τέλος και τέρμα!
Δυστυχώς, παιδί μου, ο κακός διάβολος όλας τας σωτηριώδης μνήμας, μας τας παίρνει, δια να μην ωφεληθώμεν και μας φέρει όλας τας κακάς, δια να μας μολύνη την ψυχήν. Εφ’ όσον γνωρίζομεν τας παγίδας του, ας βιάζωμεν τους εαυτούς μας τόσον εις την αγιωτάτην ευχήν, όσον και εις τας πνευματικάς μελέτας, των τόσον ωφελίμων θεωριών, ώστε η ψυχή μας συνεχώς να ωφελήται και να καθαρεύη.
14η.
Να μη παρέρχεται εκ του νοός σου και η μνήμη της κολάσεως, διότι έχει πολύν καρπόν μέσα της. Τις μνημονεύει πυρός αιωνίου και μένει αμέτοχος δακρύων;
Δάκρυσον, παιδί μου, όπως καθαρισθή η καρδία σου και το σώμα σου από κάθε εμπάθειαν και ίδης ημέρας αγνότητος και εκπλαγής εις τον πλούτον της καθαρότητος.
15η.
Τι φοβερά υπόθεσις το που θα καταλήξη η ψυχή εκάστου! Ω! πόσον μας πλανά η λήθη και η ραθυμία, εμέ πρώτον! Τρομερά υπόθεσις, εάν σκεφθώμεν, το αν θα επιτύχωμεν ή όχι του προορισμού μας. Τρόμος καταλαμβάνει την όλην υπόστασιν του ανθρώπου, όταν καλώς σκεφθή, τι άρα έσται επ’ εσχάτων! Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη του σώματος ή όταν αι βίβλοι ανεωχθήσωνται και τα κρυπτά των ανθρώπων δημοσιευθήσωνται! Ποία έσται μοι κρίσις τω συλληφθέντι εν αμαρτίαις; Ίλεως, ίλεώς μοι γενού, γλυκύτατε Ιησού μου. Εις τους οικτιρμούς Σου επιρρίπτω την απόγνωσιν της ψυχής μου.
16η.
Απεριόριστος η αξία της ζωής μας ταύτης, διότι δι’ αυτής θα κερδίσωμεν ή όχι τον Θεόν. Εάν ως σοφοί έμποροι εκμεταλλευθώμεν τον παρόντα χρόνον εις τα έργα της ψυχής, ασφαλώς εν καιρώ συνδρομής επί το αυτό εν καιρώ κρίσεως θα εύρωμεν χάριν και έλεος.
Αλλοίμονον εις εκείνον, εμέ πρώτον, που θα δαπανήση πολύτιμον χρόνον δέρων τον αέρα, θα έλθη ο καιρός του αιωνίου πένθους χωρίς ελπίδα, χωρίς έλεος! Μέσα εις την απέλπιδα ζωήν του θα θερίζη ό,τι έσπειρε εις τον παρόντα καιρόν.
Ο απατεών διάβολος με τας ποικίλας του τέχνας, χωρίς να το εννοήσωμεν, μας υποκλέπτει και φεύγει ο πολύτιμος καιρός εν αμελεία και αδρανεία.
17η.
Αι ευχαί σου να στηρίζουν τον σεσαθρωμένον οίκον της ελεεινής μου ψυχής. Τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εντός μου, δια τούτο κλαίω, μνημονεύοντας τα της εξόδου μου από τον κόσμον τούτον και την εις τα άνω πορείαν, χωρίς να έχω τα απαιτούμενα εφόδια, και αλλοίμονον εις εμέ, εφ’ όσον νυν δύναμαι να τα οικονομήσω, αλλά αμελώ προς αιωνίαν μου μεταμέλειαν!
Μα δεν είναι αλήθεια! Ω, πόσον πολύτιμος ο παρών καιρός, και η κάθε στιγμή είναι πολυτιμοτάτη. Και όμως μας λανθάνει η υγιής αύτη γνώσις και ούτω παρέρχεται ο πολύτιμος καιρός, χωρίς να δυνάμεθα να τον μετακαλέσωμεν.
18η.
Ω τότε εγείρεται ο έσω κριτής με φωνήν πεπαρρησιασμένην και ισχυράν, η συνείδησις εκάστου, να τον κατηγορή ή ου. «Εάν το συνειδός δεν μας κατηγορή τότε παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν». Έως ότου είμεθα εν τη οδώ του βίου, πόσον χρέος έχομεν να συνδιαλλαγώμεν με τον αντίδικον, την συνείδησιν, πριν μας οδηγήση εις τον κριτήν, και τότε δεν πρόκειται να διαφύγωμεν μέχρις ότου να αποδώσωμεν λόγον και δια τον άσχατον κοδράντην, τον αργόν λόγον.
Ω, τι μέλλει γενέσθαι επ’ εσχάτων; Πόσος κόπος και φόβος; Μακάριοι όσοι έχουν ανοικτούς τους οφθαλμούς της ψυχής των και ετοιμάζουν τα προς το μέγα ταξίδιον εφόδια και αλλοίμονον όπου μου τα έκλεισαν εμέ τα δύο μεγάλα κακά της ανθρωπότητος, ήτοι η λήθη και η άγνοια!
19η.
Αχ, πόσον πρέπει να γρηγορώμεν νήφοντες εν πάσι, διότι ο αντίδικος κυκλεύει ως σκύμνος ωρυόμενος, να καταφάγη το σύμπαν! Ο Θεός, ο Θεός μου! Ανάστα, τι καθεύδεις και υπνείς ψυχή μου; Ώρα τη ώρα περιμένομεν να σαλπίση η σάλπιξ και να παραστώμεν εις την κρίσιν! Αλλοίμονόν μου! Τι φοβερά η στιγμή αυτή, διότι εις αυτήν κρέμαται η αιωνιότης της αιωνίου βιοτής, ή εν τω Θεώ ή εν τη κολάσει.
Ας αναστενάξωμεν μικρόν και ο Θεός ίλεως γίνεται. Οίδεν ότι δεν μας απέμεινε τίποτε το κατά Θεόν υγιές, όλο αδυναμίαι, πάθη και δικαιολογίαι. Πως θα συναντήσωμεν τον Θεόν; Τι άρα θα μας είπη; Τι ακρίβειαν θα ζητήση, την οποίαν ημείς δεν θέλομεν να την εφαρμόσωμεν, διότι δεν συμφέρει εις τας επιθυμίας μας;
20η.
Πάντοτε να ενθυμήσαι τον θάνατον, αύτη η μελέτη να σου γίνη κανόνας ζωής. Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος! Πόσον τότε στενάζει, πόσον δακρύει, αλλά άλλην βοήθειαν δεν έχει πλην των καλών έργων! Δια τούτο αγωνίζου εις τα καλά, εις τα ωφέλιμα τώρα, όπου υπάρχει πνοή ζωής, διότι έρχεται ώρα, όπου θα παύσουν να λειτουργούν τα μέλη το έργον της σωτηρίας! Κλαίε πικρά, εάν θέλης να εύρης παρηγορίαν εις την στενόχωρον ώραν του θανάτου. Να ενθυμήσαι το φοβερόν κριτήριον. Ω, φοβερά ώρα που περιμένει η δόλια ψυχή, να ακούση την απόφασιν περί της αιωνίου αποκαταστάσεώς της! Έκλαιεν ο Μέγας Αντώνιος προσεγγίζοντας να αποθάνη και έλεγον οι μαθηταί του λυπημένοι: «Και συ φοβή, πάτερ, τον θάνατον;». «Αχ, τέκνα, αφ’ ότου γέγονα μοναχός, ουκ απέστη η μνήμη του θανάτου απ’ εμού»!
Και οι άγιοι εφοβήθησαν αυτήν την ώραν, πόσον μάλλον ημείς! Εγώ δε ο ελεεινός τι είπω! Πικρώς αναστενάζω τούτο μνημονεύοντας. Τούτο ποίησον και εσύ και πολλήν ωφέλειαν θα εύρης.
21η.
Η αλήθεια του Θεού ως σάλπιξ ισχυρά σαλπίζει και φωνάζει: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» ( Εκκλ.1,2 ). «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» ( Μάρκ. 8,36 )
«Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσεις εις τον αιώνα», «Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει τον άνθρωπον η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται» κ.λ.π.
Να η αλήθεια, που κατατροπώνει κραταιώς και παταγωδώς το ψεύδος! Εις κάθε λοιπόν παγίδα και λογισμόν του διαβόλου είναι καμουφλαρισμένον το ψεύδος και προσπαθεί να πλανέση τον άνθρωπον. Δια τούτο ας ευχώμεθα να φωτίζη ημάς ο Θεός, με φως αληθείας, ίνα το σκότος απελαθή, και διαυγάση η λαμπρά ημέρα του θριάμβου, της ενδόξου αληθείας, εν πάσι τοις λογισμοίς και λόγοις και έργοις ημών, όπως ως καλοί οικονόμοι της χάριτος αξιωθώμεν επαίνων ενώπιον των αγίων αγγέλων. Πότε; Όταν δεν θα κινδυνεύωμεν υπό της υπερηφανείας. Διότι η εξουσία του πολεμείν μέχρι της τελευταίας αναπνοής εστι, πέραν τούτων, ο αιών των βραβείων, των στεφάνων, της κατακτήσεως του Θεού. Λήξις πλέον φόβου και δακρύων, «και εξαλείψει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών» ( Αποκ. 7,17 ).
Ω, δόξα! Τότε ουδείς δυνήσεται αφαιρέσαι την χαράν από τας καρδίας των σωζομένων. Ω Ιησού μας, δόξα τω κράτει Σου, δόξα τη ανεκφράστω οικονομία Σου, Δέσποτα! Αμήν, αμήν, αμήν γλυκύτατε Δέσποτα, φιλώ τους αχράντους πόδας Σου, τους κοπιάσαντας να τρέχουν να εύρουν εμέ, το απολωλός πρόβατον. Θεράπευσον, Δέσποτα, τας πληγάς μου.
22α.
Εύχομαι η χάρις του Παρακλήτου Πνεύματος να σου γαληνεύση την ψυχήν σου. Ήδη, τέκνον εμόν, με μόνην την χάριν του Θεού έχω γαληνεύσει κατά πάντα. Αισθάνομαι ανάλαφρον τον εαυτόν μου. Μετά την δύσιν του ηλίου μένω πλέον μόνος μέσα εις το κελλάκι μου. Προσπαθώ να επισυνάξω τον νουν μου και να τον οδηγήσω εντός μου και εντός του Χριστού. Τείνω να κλαύσω δια τας πολλάς μου αμαρτίας. Σκέπτομαι τι με αναμένει, τον πολλά φορτωμένον, εις το αδέκαστον δικαστήριον, όπου θα κλεισθή το στόμα μου μη έχον τι απολογήσασθαι, διότι γνωρίζω ότι ουδέν καλόν γνήσιον κατειργάσθην, ούτε θα εργασθώ εις όλην μου την ζωήν. Τι γένωμαι, ω τέκνον μοι αγαπητόν εν Χριστώ! Πως υποίσω τας αναμενούσας με κολάσεις! Οίμοι το παρανάλωμα του αιωνίου πυρός! Τρέμω αναλογιζόμενος την αιώνιον καταδίκην και στέρησιν του θείου φωτός! Πως θα βιώσω ο τάλας χωρίς Χριστόν και φως!
23η.
Έχε θάρρος, παιδί μου, εις τον Θεόν, μη δειλιάζης. Το έργον είναι κατά Θεόν και Αυτός θα το επιτελέση και ημείς σιγήσωμεν. Προσεύχου να φωτισθώμεν, πώς να κάμνωμεν την έναρξιν. Μνημόνευε το θνητόν της ημετέρας φύσεως, το άδηλον του χωρισμού! Τι ματαία η ζωή, εφ’ όσον ολίγη και άδηλος! Και την διαδέχεται μία τελείως διαφορετική, χωρίς τέλος! «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, αν κερδίση όλον τον κόσμον, και ζημιωθή την ψυχήν του;» ( Μάρκ. 8,36 ). Ποίος θα τον υπερασπίση εις το κριτήριον; Οι γονείς, τα αδέλφια; Ματαία ελπίς. Μόνον ο Θεός και η κατά Θεόν ζωή. Τα άνω σκέψου, τα ουράνια αγάπησον και κανένα γήϊνον δεν θα σε απασχολήση.
Ανδρίζου, τέκνον μου…, η μάχη είναι υπέρ της δόξης του Θεού και εις ήτταν του διαβόλου.
24η.
Πάντα να διαλογίζεσαι τον θάνατον, ωσάν να είναι η τελευταία σου ημέρα η κάθε ημέρα, που ξημερώνει και να λέγης: «Άντε, ψυχή μου, η τελευταία σου ημέρα είναι σήμερα, ας αγωνισθώμεν έστω και αυτήν να την διαθέσωμεν αγωνιστικώς και εν μετανοία, και ελπίζω να εύρωμεν έλεος, όταν το βραδάκι θα ευρεθώμεν γονατισμένοι εμπρός εις το φοβερόν κριτήριον, εμπρός εις τον φοβερόν Κριτήν και Θεόν μας. Εμπρός, ψυχή μου, σιώπα, προσεύχου, συνδιαλλαγού, αγάπα, κλαίε με πόνον δια τας πολλάς σου αμαρτίας, διότι έφθασε το τέλος και ας εξιλεώσωμεν έστω και εις το βασίλευμα τον πικραμένον μας Θεόν».
Όσον έχομεν χρόνον ας βιασθώμεν, διότι αυτό θα μας μείνη, τα δε άλλα όλα του κόσμου θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι.
25η.
Τον θάνατον όταν τον μνημονεύωμεν, γίνεται άριστος οδηγός δια την ανεύρεσιν της αληθείας των πραγμάτων, «Τι θησαυρίζεις, τι υπερηφανεύεσαι, τι καυχάσαι, ω νεότης, ω υγεία, ω επιστήμη! Εγώ όταν έλθω, ( ομιλεί ο θάνατος), θα σας αποδώσω την αξίαν σας! Όταν τεθήτε εις το σκοτεινόν μνήμα, θα γνωρίσετε ποίον το όφελος των γήϊνων καλών»!
Φεύγομεν, παιδιά μου, δια τον υπεραισθητόν κόσμον, δεν μένομεν εις αυτόν εδώ, που γέμει πικρίας, στενοχωρίας, αμαρτίας και βασάνων. Εκεί εις την ακήρατον ζωήν θα αφαιρέση Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών των σωζομένων και ουκ έσται πόνος, λύπη και στεναγμός, αλλά μία ανέσπερος ημέρα, μία ζωή χωρίς τέρμα και θάνατον! Εκείνην, τέκνα μου, ας επιποθήσωμεν ολόψυχα, ολόθερμα, όπως συν Θεώ την αποκτήσωμεν και ρυσθώμεν της δεινής κολάσεως.
26η.
Όλα εις τούτον τον μάταιον κόσμον θα παρέλθουν. Πανήγυρις είναι ο κόσμος, η ζωή και ο καθένας εμπορεύεται με το χρήμα της ζωής του την αιώνιον ζωήν.
Πόσον σοφός θα ευρεθή εκείνος, που το χρήμα, την ζωήν, θα το εμπορευθή έξυπνα αγοράζοντας ό,τι θα του χρησιμεύση κατά την ώραν του θανάτου και του δικαστηρίου του Θεού!
Ας αγοράσωμεν πολύτιμα πράγματα, που αρέσουν του μεγάλου Βασιλέως: Εξομολόγησιν, ταπείνωσιν, αγνότητα κατ’ άμφω από σαρκικά αμαρτήματα, αγάπην κατά Θεόν, μακρυά από κατάκρισιν, αργολογίαν, ψεύδος κ.λ.π. Όταν όλων τούτων γίνομεν κάτοχοι, τότε θα ευρεθώμεν πλούσιοι εις τον μακάριον τόπον του Θεού.
27η.
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», παιδί μου, εις αυτόν τον κόσμον. Ταύτα ανεφώνησεν ο σοφός Σολομών, όταν είχε γευθή υπέρ κόρον τας επιθυμίας όλας των αισθήσεων. Ουδεμιάς των απολαύσεων εστέρησε την καρδίαν του και το τέλος φθορά και απώλεια. Αντιθέτως ο εργαζόμενος τον Θεόν και εδώ δεν στερείται των αναγκαίων της ζωής, αλλά και απ’ εντεύθεν αισθάνεται την όντως χαράν και ειρήνην του Θεού.
Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, το κάλλος αλλοιώνεται, η νεότης παρέρχεται και έρχεται το γήρας. Η υγεία μαραίνεται, η ασθένεια ακολουθεί και τα πάντα ο τάφος τα διαλύει εις το μηδέν. Όταν επισκεφθώμεν τας τελευταίας κατοικίας μας, τους τάφους μας, θα ίδωμεν ιδίοις όμμασι όλην την ανθρώπινην ματαιότητα, καθώς και ο αββάς Σισώης, όταν είδε τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανεφώνησε: «Βαβαί, βαβαί, Θάνατε! Εσένα, Αλέξανδρε, δεν σε εχώρει όλος ο κόσμος και πως σε εχώρεσαν δύο σπιθαμές γης;». Εκεί εις τον τάφον σφραγίζονται τα όνειρα των ματαίων ηδονών, εκεί ποδοπατείται ό,τι απησχόλησε πολλούς ανθρώπους με έρωτας και θυσίας, εκεί εις τον τάφον θριαμβεύεται ο εμπαιγμός του κόσμου υπό ψυχών που ηννόησαν την απάτην του.
Παιδί μου, πρόσεχε από το θέατρον που λέγεται κόσμος. Διότι άνθρωποι πτωχοί και ιδιώται εις την σκηνήν του θεάτρου ενδύονται στολάς βασιλέων, μεγιστάνων κ.λ.π. και άλλοι φαίνονται από την αλήθειαν και πλανούν την φαντασίαν των θεατών και, όταν τελειώση η σκηνή, εκδύονται τα προσωπεία και φαίνονται οποίοι ήσαν τη αληθεία.
Περί Μνήμης Θανάτου
Κολάσεως και Κρίσεως
11η.
Ο δίκαιος Λωτ ευρισκόμενος ανά μέσον φαύλων και ασελγών, νυκτός και ημέρας κατετρύχετο. Επιέζετο βλέπων τα αίσχη των και αυτός ουδένα έκρινε, διο και ηξιώθη θείας εμφανείας και εκρίθη άξιος απαλλαγήναι του από Θεού εμπρησμού των ανόμων πόλεων και της απωλείας των ασελγών.
Ουχί πλείον ώδε Σοδόμων και Γομόρρων; Ουχί αναμένεται πυρ και θείον οργής Θεού; Διο άξιον προσοχής το του Λωτ υπόδειγμα, ίνα μη συναπωλεσθώμεν, ουχί πρόσκαιρα, όπως παλαιά, αλλά αιώνια και ατελεύτητα!
Ας γρηγορώμεν, διότι ουκ οίδαμεν ποίαν ώραν ο κλέπτης, ο θάνατος, έρχεται. Ας νήφωμεν, όπως φυλάξωμεν τον πλούτον, τόσον της ορθοδόξου πίστεως, όσον και της χάριτος, ην ηξιώθημεν βαπτιζόμενοι εις την αγίαν κολυμβήθραν.
Τι αναμένομεν βεβαιότερον του θανάτου; Αυτός είναι το πλέον σίγουρον, που θα συναντήση κάθε άνθρωπος. Τον θάνατον οφείλομεν συνεχώς να ζώμεν μέσα μας, όπως δια της σωτηριωδεστάτης μνήμης διαφύγωμεν τον θάνατον της ψυχής, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τέλειος χωρισμός από Θεού εις την μετά θάνατον ζωήν.
Βιαστήτε, λέγει ο Κύριος εις τον Ευαγγελικόν λόγον Του, διότι δεν γνωρίζετε, πότε θα σας επισκεφθή ο Νυμφίος της ψυχής και αλλοίμονον εις όποιον εύρη ραθυμούντα και αμελούντα την σωτηρίαν του. Εύχεσθε και δι’ εμέ τον λέγοντα και μη πράττοντα, και ουαί τω τρισαθλίω, τι πρόσωπον Θεού θα ίδω!
12η.
Για ιδές τον θάνατον, παιδί μου, που θερί, αλλά θα του φέγγουν, για να ανεβή τη στράτα, για να φθάση μέχρι το θρόνο του Θεού.
Εργάζου έστω και με μεγάλο κόπο τα έργα της σωτηρίας. Όλα θα λογισθούν σαν αγώνας και άσκησι και σαν αντίδρασι προς το διάβολο και η αξιομισθία σου θα σου δοθή χωρίς άλλο.
Βίαζε τον εαυτόν σου, μνημόνευε την έξοδόν σου, το θάνατον, τα τελώνια, και τη φοβεράν κρίσιν του Θεού. Σκέψου, παιδί μου, την κόλασι και τους κολαζομένους και σύμμειξε ως ένα μεταξύ αυτών και τον εαυτό σου, και τότε όλες οι θλίψεις θα σου φανούν μηδέν και μια γλυκειά παρηγοριά θα καταλάβη το είναι της ψυχής σου.
ζει τους πάντες. Όλα τα ανθρώπινα σβήνουν και λυώνουν σαν το κεράκι. Μόνον του Θεού τα έργα, δηλαδή όσα έργα γίνουν για του Θεού την αγάπην, εκείνα ποτέ δεν θα σβήσουν.
13η.
Να σκέπτεσαι, παιδί μου, το άδηλον του θανάτου, ποία δαιμόνια, ποία τελώνια φοβερά θα διέλθη η ταπεινή ψυχή μας! Τι φοβερόν κριτήριον την περιμένει! Θα τρέμη από φόβον και τρόμον! Μελέτα την οδυνηράν κόλασιν μετά των δαιμόνων, οίμοι, αιωνία υπάρχει χωρίς τέλος και τέρμα!
Δυστυχώς, παιδί μου, ο κακός διάβολος όλας τας σωτηριώδης μνήμας, μας τας παίρνει, δια να μην ωφεληθώμεν και μας φέρει όλας τας κακάς, δια να μας μολύνη την ψυχήν. Εφ’ όσον γνωρίζομεν τας παγίδας του, ας βιάζωμεν τους εαυτούς μας τόσον εις την αγιωτάτην ευχήν, όσον και εις τας πνευματικάς μελέτας, των τόσον ωφελίμων θεωριών, ώστε η ψυχή μας συνεχώς να ωφελήται και να καθαρεύη.
14η.
Να μη παρέρχεται εκ του νοός σου και η μνήμη της κολάσεως, διότι έχει πολύν καρπόν μέσα της. Τις μνημονεύει πυρός αιωνίου και μένει αμέτοχος δακρύων;
Δάκρυσον, παιδί μου, όπως καθαρισθή η καρδία σου και το σώμα σου από κάθε εμπάθειαν και ίδης ημέρας αγνότητος και εκπλαγής εις τον πλούτον της καθαρότητος.
15η.
Τι φοβερά υπόθεσις το που θα καταλήξη η ψυχή εκάστου! Ω! πόσον μας πλανά η λήθη και η ραθυμία, εμέ πρώτον! Τρομερά υπόθεσις, εάν σκεφθώμεν, το αν θα επιτύχωμεν ή όχι του προορισμού μας. Τρόμος καταλαμβάνει την όλην υπόστασιν του ανθρώπου, όταν καλώς σκεφθή, τι άρα έσται επ’ εσχάτων! Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη του σώματος ή όταν αι βίβλοι ανεωχθήσωνται και τα κρυπτά των ανθρώπων δημοσιευθήσωνται! Ποία έσται μοι κρίσις τω συλληφθέντι εν αμαρτίαις; Ίλεως, ίλεώς μοι γενού, γλυκύτατε Ιησού μου. Εις τους οικτιρμούς Σου επιρρίπτω την απόγνωσιν της ψυχής μου.
16η.
Απεριόριστος η αξία της ζωής μας ταύτης, διότι δι’ αυτής θα κερδίσωμεν ή όχι τον Θεόν. Εάν ως σοφοί έμποροι εκμεταλλευθώμεν τον παρόντα χρόνον εις τα έργα της ψυχής, ασφαλώς εν καιρώ συνδρομής επί το αυτό εν καιρώ κρίσεως θα εύρωμεν χάριν και έλεος.
Αλλοίμονον εις εκείνον, εμέ πρώτον, που θα δαπανήση πολύτιμον χρόνον δέρων τον αέρα, θα έλθη ο καιρός του αιωνίου πένθους χωρίς ελπίδα, χωρίς έλεος! Μέσα εις την απέλπιδα ζωήν του θα θερίζη ό,τι έσπειρε εις τον παρόντα καιρόν.
Ο απατεών διάβολος με τας ποικίλας του τέχνας, χωρίς να το εννοήσωμεν, μας υποκλέπτει και φεύγει ο πολύτιμος καιρός εν αμελεία και αδρανεία.
17η.
Αι ευχαί σου να στηρίζουν τον σεσαθρωμένον οίκον της ελεεινής μου ψυχής. Τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εντός μου, δια τούτο κλαίω, μνημονεύοντας τα της εξόδου μου από τον κόσμον τούτον και την εις τα άνω πορείαν, χωρίς να έχω τα απαιτούμενα εφόδια, και αλλοίμονον εις εμέ, εφ’ όσον νυν δύναμαι να τα οικονομήσω, αλλά αμελώ προς αιωνίαν μου μεταμέλειαν!
Μα δεν είναι αλήθεια! Ω, πόσον πολύτιμος ο παρών καιρός, και η κάθε στιγμή είναι πολυτιμοτάτη. Και όμως μας λανθάνει η υγιής αύτη γνώσις και ούτω παρέρχεται ο πολύτιμος καιρός, χωρίς να δυνάμεθα να τον μετακαλέσωμεν.
18η.
Ω τότε εγείρεται ο έσω κριτής με φωνήν πεπαρρησιασμένην και ισχυράν, η συνείδησις εκάστου, να τον κατηγορή ή ου. «Εάν το συνειδός δεν μας κατηγορή τότε παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν». Έως ότου είμεθα εν τη οδώ του βίου, πόσον χρέος έχομεν να συνδιαλλαγώμεν με τον αντίδικον, την συνείδησιν, πριν μας οδηγήση εις τον κριτήν, και τότε δεν πρόκειται να διαφύγωμεν μέχρις ότου να αποδώσωμεν λόγον και δια τον άσχατον κοδράντην, τον αργόν λόγον.
Ω, τι μέλλει γενέσθαι επ’ εσχάτων; Πόσος κόπος και φόβος; Μακάριοι όσοι έχουν ανοικτούς τους οφθαλμούς της ψυχής των και ετοιμάζουν τα προς το μέγα ταξίδιον εφόδια και αλλοίμονον όπου μου τα έκλεισαν εμέ τα δύο μεγάλα κακά της ανθρωπότητος, ήτοι η λήθη και η άγνοια!
19η.
Αχ, πόσον πρέπει να γρηγορώμεν νήφοντες εν πάσι, διότι ο αντίδικος κυκλεύει ως σκύμνος ωρυόμενος, να καταφάγη το σύμπαν! Ο Θεός, ο Θεός μου! Ανάστα, τι καθεύδεις και υπνείς ψυχή μου; Ώρα τη ώρα περιμένομεν να σαλπίση η σάλπιξ και να παραστώμεν εις την κρίσιν! Αλλοίμονόν μου! Τι φοβερά η στιγμή αυτή, διότι εις αυτήν κρέμαται η αιωνιότης της αιωνίου βιοτής, ή εν τω Θεώ ή εν τη κολάσει.
Ας αναστενάξωμεν μικρόν και ο Θεός ίλεως γίνεται. Οίδεν ότι δεν μας απέμεινε τίποτε το κατά Θεόν υγιές, όλο αδυναμίαι, πάθη και δικαιολογίαι. Πως θα συναντήσωμεν τον Θεόν; Τι άρα θα μας είπη; Τι ακρίβειαν θα ζητήση, την οποίαν ημείς δεν θέλομεν να την εφαρμόσωμεν, διότι δεν συμφέρει εις τας επιθυμίας μας;
20η.
Πάντοτε να ενθυμήσαι τον θάνατον, αύτη η μελέτη να σου γίνη κανόνας ζωής. Οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος! Πόσον τότε στενάζει, πόσον δακρύει, αλλά άλλην βοήθειαν δεν έχει πλην των καλών έργων! Δια τούτο αγωνίζου εις τα καλά, εις τα ωφέλιμα τώρα, όπου υπάρχει πνοή ζωής, διότι έρχεται ώρα, όπου θα παύσουν να λειτουργούν τα μέλη το έργον της σωτηρίας! Κλαίε πικρά, εάν θέλης να εύρης παρηγορίαν εις την στενόχωρον ώραν του θανάτου. Να ενθυμήσαι το φοβερόν κριτήριον. Ω, φοβερά ώρα που περιμένει η δόλια ψυχή, να ακούση την απόφασιν περί της αιωνίου αποκαταστάσεώς της! Έκλαιεν ο Μέγας Αντώνιος προσεγγίζοντας να αποθάνη και έλεγον οι μαθηταί του λυπημένοι: «Και συ φοβή, πάτερ, τον θάνατον;». «Αχ, τέκνα, αφ’ ότου γέγονα μοναχός, ουκ απέστη η μνήμη του θανάτου απ’ εμού»!
Και οι άγιοι εφοβήθησαν αυτήν την ώραν, πόσον μάλλον ημείς! Εγώ δε ο ελεεινός τι είπω! Πικρώς αναστενάζω τούτο μνημονεύοντας. Τούτο ποίησον και εσύ και πολλήν ωφέλειαν θα εύρης.
21η.
Η αλήθεια του Θεού ως σάλπιξ ισχυρά σαλπίζει και φωνάζει: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» ( Εκκλ.1,2 ). «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» ( Μάρκ. 8,36 )
«Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσεις εις τον αιώνα», «Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει τον άνθρωπον η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται» κ.λ.π.
Να η αλήθεια, που κατατροπώνει κραταιώς και παταγωδώς το ψεύδος! Εις κάθε λοιπόν παγίδα και λογισμόν του διαβόλου είναι καμουφλαρισμένον το ψεύδος και προσπαθεί να πλανέση τον άνθρωπον. Δια τούτο ας ευχώμεθα να φωτίζη ημάς ο Θεός, με φως αληθείας, ίνα το σκότος απελαθή, και διαυγάση η λαμπρά ημέρα του θριάμβου, της ενδόξου αληθείας, εν πάσι τοις λογισμοίς και λόγοις και έργοις ημών, όπως ως καλοί οικονόμοι της χάριτος αξιωθώμεν επαίνων ενώπιον των αγίων αγγέλων. Πότε; Όταν δεν θα κινδυνεύωμεν υπό της υπερηφανείας. Διότι η εξουσία του πολεμείν μέχρι της τελευταίας αναπνοής εστι, πέραν τούτων, ο αιών των βραβείων, των στεφάνων, της κατακτήσεως του Θεού. Λήξις πλέον φόβου και δακρύων, «και εξαλείψει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών» ( Αποκ. 7,17 ).
Ω, δόξα! Τότε ουδείς δυνήσεται αφαιρέσαι την χαράν από τας καρδίας των σωζομένων. Ω Ιησού μας, δόξα τω κράτει Σου, δόξα τη ανεκφράστω οικονομία Σου, Δέσποτα! Αμήν, αμήν, αμήν γλυκύτατε Δέσποτα, φιλώ τους αχράντους πόδας Σου, τους κοπιάσαντας να τρέχουν να εύρουν εμέ, το απολωλός πρόβατον. Θεράπευσον, Δέσποτα, τας πληγάς μου.
22α.
Εύχομαι η χάρις του Παρακλήτου Πνεύματος να σου γαληνεύση την ψυχήν σου. Ήδη, τέκνον εμόν, με μόνην την χάριν του Θεού έχω γαληνεύσει κατά πάντα. Αισθάνομαι ανάλαφρον τον εαυτόν μου. Μετά την δύσιν του ηλίου μένω πλέον μόνος μέσα εις το κελλάκι μου. Προσπαθώ να επισυνάξω τον νουν μου και να τον οδηγήσω εντός μου και εντός του Χριστού. Τείνω να κλαύσω δια τας πολλάς μου αμαρτίας. Σκέπτομαι τι με αναμένει, τον πολλά φορτωμένον, εις το αδέκαστον δικαστήριον, όπου θα κλεισθή το στόμα μου μη έχον τι απολογήσασθαι, διότι γνωρίζω ότι ουδέν καλόν γνήσιον κατειργάσθην, ούτε θα εργασθώ εις όλην μου την ζωήν. Τι γένωμαι, ω τέκνον μοι αγαπητόν εν Χριστώ! Πως υποίσω τας αναμενούσας με κολάσεις! Οίμοι το παρανάλωμα του αιωνίου πυρός! Τρέμω αναλογιζόμενος την αιώνιον καταδίκην και στέρησιν του θείου φωτός! Πως θα βιώσω ο τάλας χωρίς Χριστόν και φως!
23η.
Έχε θάρρος, παιδί μου, εις τον Θεόν, μη δειλιάζης. Το έργον είναι κατά Θεόν και Αυτός θα το επιτελέση και ημείς σιγήσωμεν. Προσεύχου να φωτισθώμεν, πώς να κάμνωμεν την έναρξιν. Μνημόνευε το θνητόν της ημετέρας φύσεως, το άδηλον του χωρισμού! Τι ματαία η ζωή, εφ’ όσον ολίγη και άδηλος! Και την διαδέχεται μία τελείως διαφορετική, χωρίς τέλος! «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, αν κερδίση όλον τον κόσμον, και ζημιωθή την ψυχήν του;» ( Μάρκ. 8,36 ). Ποίος θα τον υπερασπίση εις το κριτήριον; Οι γονείς, τα αδέλφια; Ματαία ελπίς. Μόνον ο Θεός και η κατά Θεόν ζωή. Τα άνω σκέψου, τα ουράνια αγάπησον και κανένα γήϊνον δεν θα σε απασχολήση.
Ανδρίζου, τέκνον μου…, η μάχη είναι υπέρ της δόξης του Θεού και εις ήτταν του διαβόλου.
24η.
Πάντα να διαλογίζεσαι τον θάνατον, ωσάν να είναι η τελευταία σου ημέρα η κάθε ημέρα, που ξημερώνει και να λέγης: «Άντε, ψυχή μου, η τελευταία σου ημέρα είναι σήμερα, ας αγωνισθώμεν έστω και αυτήν να την διαθέσωμεν αγωνιστικώς και εν μετανοία, και ελπίζω να εύρωμεν έλεος, όταν το βραδάκι θα ευρεθώμεν γονατισμένοι εμπρός εις το φοβερόν κριτήριον, εμπρός εις τον φοβερόν Κριτήν και Θεόν μας. Εμπρός, ψυχή μου, σιώπα, προσεύχου, συνδιαλλαγού, αγάπα, κλαίε με πόνον δια τας πολλάς σου αμαρτίας, διότι έφθασε το τέλος και ας εξιλεώσωμεν έστω και εις το βασίλευμα τον πικραμένον μας Θεόν».
Όσον έχομεν χρόνον ας βιασθώμεν, διότι αυτό θα μας μείνη, τα δε άλλα όλα του κόσμου θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι.
25η.
Τον θάνατον όταν τον μνημονεύωμεν, γίνεται άριστος οδηγός δια την ανεύρεσιν της αληθείας των πραγμάτων, «Τι θησαυρίζεις, τι υπερηφανεύεσαι, τι καυχάσαι, ω νεότης, ω υγεία, ω επιστήμη! Εγώ όταν έλθω, ( ομιλεί ο θάνατος), θα σας αποδώσω την αξίαν σας! Όταν τεθήτε εις το σκοτεινόν μνήμα, θα γνωρίσετε ποίον το όφελος των γήϊνων καλών»!
Φεύγομεν, παιδιά μου, δια τον υπεραισθητόν κόσμον, δεν μένομεν εις αυτόν εδώ, που γέμει πικρίας, στενοχωρίας, αμαρτίας και βασάνων. Εκεί εις την ακήρατον ζωήν θα αφαιρέση Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών των σωζομένων και ουκ έσται πόνος, λύπη και στεναγμός, αλλά μία ανέσπερος ημέρα, μία ζωή χωρίς τέρμα και θάνατον! Εκείνην, τέκνα μου, ας επιποθήσωμεν ολόψυχα, ολόθερμα, όπως συν Θεώ την αποκτήσωμεν και ρυσθώμεν της δεινής κολάσεως.
26η.
Όλα εις τούτον τον μάταιον κόσμον θα παρέλθουν. Πανήγυρις είναι ο κόσμος, η ζωή και ο καθένας εμπορεύεται με το χρήμα της ζωής του την αιώνιον ζωήν.
Πόσον σοφός θα ευρεθή εκείνος, που το χρήμα, την ζωήν, θα το εμπορευθή έξυπνα αγοράζοντας ό,τι θα του χρησιμεύση κατά την ώραν του θανάτου και του δικαστηρίου του Θεού!
Ας αγοράσωμεν πολύτιμα πράγματα, που αρέσουν του μεγάλου Βασιλέως: Εξομολόγησιν, ταπείνωσιν, αγνότητα κατ’ άμφω από σαρκικά αμαρτήματα, αγάπην κατά Θεόν, μακρυά από κατάκρισιν, αργολογίαν, ψεύδος κ.λ.π. Όταν όλων τούτων γίνομεν κάτοχοι, τότε θα ευρεθώμεν πλούσιοι εις τον μακάριον τόπον του Θεού.
27η.
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», παιδί μου, εις αυτόν τον κόσμον. Ταύτα ανεφώνησεν ο σοφός Σολομών, όταν είχε γευθή υπέρ κόρον τας επιθυμίας όλας των αισθήσεων. Ουδεμιάς των απολαύσεων εστέρησε την καρδίαν του και το τέλος φθορά και απώλεια. Αντιθέτως ο εργαζόμενος τον Θεόν και εδώ δεν στερείται των αναγκαίων της ζωής, αλλά και απ’ εντεύθεν αισθάνεται την όντως χαράν και ειρήνην του Θεού.
Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, το κάλλος αλλοιώνεται, η νεότης παρέρχεται και έρχεται το γήρας. Η υγεία μαραίνεται, η ασθένεια ακολουθεί και τα πάντα ο τάφος τα διαλύει εις το μηδέν. Όταν επισκεφθώμεν τας τελευταίας κατοικίας μας, τους τάφους μας, θα ίδωμεν ιδίοις όμμασι όλην την ανθρώπινην ματαιότητα, καθώς και ο αββάς Σισώης, όταν είδε τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανεφώνησε: «Βαβαί, βαβαί, Θάνατε! Εσένα, Αλέξανδρε, δεν σε εχώρει όλος ο κόσμος και πως σε εχώρεσαν δύο σπιθαμές γης;». Εκεί εις τον τάφον σφραγίζονται τα όνειρα των ματαίων ηδονών, εκεί ποδοπατείται ό,τι απησχόλησε πολλούς ανθρώπους με έρωτας και θυσίας, εκεί εις τον τάφον θριαμβεύεται ο εμπαιγμός του κόσμου υπό ψυχών που ηννόησαν την απάτην του.
Παιδί μου, πρόσεχε από το θέατρον που λέγεται κόσμος. Διότι άνθρωποι πτωχοί και ιδιώται εις την σκηνήν του θεάτρου ενδύονται στολάς βασιλέων, μεγιστάνων κ.λ.π. και άλλοι φαίνονται από την αλήθειαν και πλανούν την φαντασίαν των θεατών και, όταν τελειώση η σκηνή, εκδύονται τα προσωπεία και φαίνονται οποίοι ήσαν τη αληθεία.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
α) Περί των Παθών
Αγωνίζου, τέκνον, διότι ο δρόμος του Θεού είναι στενός και ακανθώδης, όχι φυσικώς, αλλά δια τα πάθη μας, και εφ’ όσον θέλομεν να εκριζώσωμεν από την καρδίαν μας τα πάθη, τα οποία εικονίζονται ως ακανθώδεις ριζίδες, δια να φυτεύσωμεν χρήσιμα φυτά, φυσικώς θα κοπιάσωμεν πολύ και τα χέρια μας θα αιματώσουν και το πρόσωπόν μας θα ιδρώση, ενίοτε θα μας έλθη και απελπισία, βλέποντας όλο ρίζες, όλο πάθη!
Ημείς όμως, με την ελπίδα μας εις τον Χριστόν, τον διορθωτήν των ψυχών μας, ας επιμελούμεθα κάθε ημέραν την γην της καρδίας μας εργαζόμενοι επί αυτής την κάθαρσιν. Η υπομονή, το πένθος, η ταπείνωσις, η υπακοή, η εκκοπή του θελήματος, όλα αυτά συνεργούν εις την καλλιέργειαν. Ημείς πρέπει να βάλωμεν όλην την δύναμίν μας και ο Θεός βλέποντας τον κόπον μας, έρχεται και τον ευλογεί και γίνεται η προκοπή μας.
Θάρσει, ο κόπος πρόσκαιρος και εφήμερος, ενώ ο μισθός πολύς εν τω ουρανώ, αγωνίζου και νήφε εις τους λογισμούς, την ελπίδα κράτει γερά, διότι εικονίζει ότι το σπίτι τεθεμελίωται εις την πέτραν, πέτρα δε ο Χριστός μας.
2α. Να έχης πραότητα, να μη θυμώνης, διότι ο θυμός είναι καρπός εγωϊσμού και ιδίου θελήματος, ενώ αντιθέτως, η πραότης είναι καρπός ταπεινής καρδίας και εκκοπής του ιδίου θελήματος. Όταν κανείς θυμώνη, χάνει το διακριτικόν ο νους, και ως εκ τούτου χάνει την ισορροπίαν του και παρασύρεται εις άπρεπους λόγους και σχήματα.
Οι άγιοι πατέρες τον θυμόν κυρίως, αν και όλα τα πάθη, τον παρομοιάζουν με την μέθην, διότι όταν μεθύη κανείς, χάνει την αξιοπρέπειάν του και γίνεται γελοίος ενώπιον των συνανθρώπων του, ούτω πως και ο θυμώδης εν καιρώ παραφοράς.
Ο Κύριος, μας λέγει: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Δια να εύρωμεν ειρήνην εις την συνείδησίν μας, πρέπει να καταστείλωμεν και να εκριζώσωμεν το θηρίον του θυμού, που φωλεάν έχει τον εγωϊσμόν.
Όταν τύχη και σε ελέγξη το πρόσωπον αυτό, είτε δικαίως, είτε από αδιακρισίαν, σφίξε τον εαυτόν σου, πίεσε τον εσωτερικόν αναβρασμόν, κλείσε το στόμα και άρχισε την ευχήν μέσα σου και θα ίδης αμέσως να πνιγή το θηρίον! Αλλά χρειάζεται αγώνας δια κάθε νίκην.
Όταν νικάσαι από τον θυμόν, να γνωρίζης ότι του έρριξες τροφήν, οπότε εις άλλην περίπτωσιν θα τον ίδης πιο δυνατόν. Όταν όμως τον πνίγης με τον άνωθεν τρόπον, όταν εξαγριώνεται, τότε να γνωρίζης ότι δεν του έρριξες τροφήν, οπότε εις άλλην του εξαγρίωσιν θα είναι πιο αδύνατος, εις την επομένην πιο αδύνατος και σιγά-σιγά θα γίνεται η θεραπεία του.
3η. Οι λογισμοί οιήσεως και κενοδοξίας είναι αμφότεροι τρομεροί και δυσκαταγώνιστοι, αλλά εμπρός εις την ταπείνωσιν του Ιησού χάνουν κυριολεκτικώς την ισχύν των. «Η αλήθεια ελευθερώσει ημάς από πάσης αμαρτίας και πάθους» ( Ιωάν. 8,32 ). Γράφουν οι άγιοι πατέρες: «Όταν ίδης Πιλάτον και Ηρώδην συμφιλιάζοντας, γνώριζε ότι προς αναίρεσιν του Ιησού παρασκευάζονται, και όταν ίδης κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν να σε προσβάλλουν, αναγνώρισε ότι προς απώλειαν της ψυχής σου μελετούν!».
Φόβος και τρόμος πρέπει να σε καταλαμβάνη, όταν ίδης εντόνως τοιούτους λογισμούς, διότι κατά το μέγεθος των λογισμών σου ετοιμάζει η πρόνοια του Θεού παίδευσιν δια πειρασμών προς μάθησιν του ταπεινοφρονείν. Πίεζε τον εαυτόν σου προς ταπείνωσιν και όταν ίδης ακάμπτους τους τοιούτους λογισμούς, πάρε το μαστίγιον και άρχου δέρων τον εαυτόν σου και ο πόνος ο σωματικός θα φυγαδεύση τον πόνον της ψυχής σου και ο Θεός που θα βλέπη τούτον τον αγώνα σου, θα σου δώση και ανάλογον δύναμιν, καθ’ ότι κατά την πρόθεσιν και τον αγώνα εκάστου στέλλει και ο Ιησούς την πανίσχυρον δύναμίν του. Σκέψου πόσοι και πόσοι δεν εκήρυξαν, δεν έγραψαν, δεν εδογμάτισαν, εγέμισαν τον κόσμον από βιβλία, όπως ο Ωριγένης που έγραψε πολλά βιβλία και έσωσε πολλούς και εδυνάμωσε πλήθος άλλων, ίνα αναδειχθούν μάρτυρες, και εις το τέλος εκλήθη αιρεσιάρχης και εξέπεσε του Θεού. Οίμοι! Οίον κακόν γεννά η υπερηφάνεια εις τον άνθρωπον! Εις ουδέν ο Θεός λογίζεται τα έργα του και τούτο διότι είναι «βρύση» και «κάνουλα» και όχι πηγή! Και πως δύναται να λογισθή ως έργον ιδικόν της η βρύση το προχεόμενον ύδωρ εξ αυτής, αφού οίδεν ότι η πηγή εστιν η αιτία του ρέοντος ύδατος; Και όμως η λήθη, διδάσκαλος κάκιστος της ψυχής, διότι εάν ενεθυμείτο την αλήθειαν, δεν θα παρεφρόνει. Πόθεν ο ξεπεσμός του εωσφόρου; Ουχί ο υπερήφανος λογισμός; Λοιπόν το εκείνου πάθημα ιδικόν μας μάθημα γενάσθω. Διότι πείραν και φυλακήν δεν μανθάνει κανείς εκ των προσωπικών του παθημάτων μόνον, αλλά και εκ του πλησίον του.
Πόθεν έπεσαν μεγάλοι ασκηταί, που ηρνήθησαν τα πάντα και έφθασαν μέχρι δαιμονισμού των και επέστρεψαν μέσα εις τον κόσμον προς γενικήν μομφήν του μοναχισμού; Από το να νομίζουν ότι είναι καλύτεροι και εναρετώτεροι των άλλων και ότι δήθεν κάτι κάνουν.
4η. Μη τα τροφοδοτής τα πάθη σου με τας υποχωρήσεις, δια να μην υπομένης εις το ύστερον πόνους και θλίψεις! Κοπίασον τώρα, όσον ημπορείς, διότι με τον χρόνον, όταν τα πάθη δεν τύχουν επιμελείας, καταλαμβάνουν θέσιν δευτέρας φύσεως και «άντε τρέξε τότε να τα κάνης καλά!» Ενώ τώρα, εάν τα καταπολεμήσης νόμιμα καθώς σε συμβουλεύομεν, θα ελευθερωθής και θα νοιώθης ευτυχισμένος αντάμα με την χάριν του Θεού.
5η. Όσον πιο γρήγορα κατακτάς μίαν αρετήν, τόσον και πιο εύκολα χάνεται, όσον πιο αργά, με περισσότερον κόπον, τόσον πιο σταθερή μένει. Όπως π.χ. με την κολοκυθιά, που ανέβηκε υψηλά και λέγει εις το κυπαρίσσι: «Ιδέ σε πόσες ημέρες εγώ ανέβηκα! Εσύ τόσα χρόνια έχεις», «καλά, λέγει το κυπαρίσσι, ακόμη δεν είδες ούτε ανέμους, ούτε ζέστες, ούτε κρύα!» Και μετά λίγο καιρό ξεράθηκε η κολοκυθιά, ενώ το κυπαρίσσι έμενε πάλιν εις την θέσιν του! Ούτω και ο άνθρωπος. Και εις την τρικυμίαν και εις την ειρήνην το ίδιο, διατί; Διότι ο πολύς χρόνος εδημιούργησε σταθερότητα. Εις την αρχήν της αποταγής του η ψυχική του κατάστασις είναι ασταθής, αλλά συν τω χρόνω η χάρις του Θεού σιγά-σιγά κατεργάζεται την σωτηρίαν και την ελευθερίαν των παθών. Βίαν σήμερον ολίγον περισσοτέραν, αύριον θα αρχίση η χάρις του Θεού να ενεργή μόνη της και δεν θα χρειάζεται να βιάζετε εσείς τον εαυτόν σας, να σκέπτεσθε τας διαφόρους μνήμας. Η χάρις που μένει, εκείνη θα τας φέρη εις τον νουν, χωρίς να το θέλετε. Και τότε θα ίδητε μυστήρια μυστηρίων! Θα έρχεσθε εις αίσθησιν, ας πούμε, είτε μνήμης θανάτου, είτε του ενός είτε του άλλου. Ενώ θα ανοίγης τα μάτια σου από τον ύπνον και αντί να είσαι νυσταγμένος, εσύ θα έχης προχωρήσει. Ήδη θα έχης διέλθει ολόκληρον το μυστήριον της θεωρίας και θα λέγης: Μα πως γίνεται αυτό το πράγμα, αφού κανείς είναι από τον ύπνο; Πως γίνεται; Και όμως ενεργεί μόνη της η χάρις του Θεού, είναι αποτέλεσμα μακράς συνηθείας. Καθώς συμβαίνει και εις την αμαρτίαν. Ο άνθρωπος και την ημέραν και εις τον ύπνον του ακόμη όλο την αμαρτίαν σκέπτεται, όλο το κακόν. Έτσι και εις το καλόν, πάλιν η συνήθεια η καλή βοηθουμένη από την χάριν του Θεού γίνεται μία έξις εις τον άνθρωπον. Όπως και εις την αμαρτίαν, βοηθουμένη υπό της κακής συνηθείας και υπό του διαβόλου γίνεται συνεχές κακόν.
6η. Μου γράφεις, παιδί μου, δια τον σαρκικόν σου πόλεμον, υπομονή. Όλα με την χάριν του Θεού θα περάσουν, τίποτε δεν θα μείνη, αρκεί να αγωνίζεσαι. Παν ό,τι σε πολεμεί, αν το αντικρούης γενναίως, θα καταστή ολιγοχρόνιον. Το σαρκικόν δε θα σου είναι σύντροφος καθ’ όλην σου την νεότητα, πλην σύμφωνα με τον αγώνα σου, θα ελαττώνεται και θα σου γίνεται υποφερτό. Το δε πάθος της υπερηφανείας θα συνεχισθή επί μακρόν, πέραν της νεότητος. Θα ξεκουρασθής δε από του νυν, συμφώνως με τον αγώνα και τας πνευματικάς γνώσεις που θα αντιτάξης. Αυτά τα δύο πάθη είναι τα ισχυρότερα πάντων, εις αυτά τα δύο στέκεται όλον το οικοδόμημα της αμαρτίας και το ένα είναι συστατικόν του άλλου. Αμφότερα λέοντες τρομεροί, αλλά ο Ιησούς μας είναι εις θέσιν και τους δύο με ένα Του ιλαρόν βλέμμα να τους καταστήση τροφήν των σαρκοφάγων πτηνών.
7η. Να μη θυμώνης, δείγμα εγωϊσμού είναι αυτό, η δε πραότης και η μακροθυμία, δείγμα ταπεινώσεως. Δια τούτο, παιδί μου, εάν θέλης να σμικρύνης και να εκριζώσης τα πάθη σου, την ταπείνωσιν και την αυτοκατηγορίαν αγάπησον, μόνον με αυτόν τον τρόπον κυρίως ελαττώνονται και εξαλείφονται τα πάθη.
8η. Το να έχη υπονοίας κανείς δια τον άλλον, ότι τάχα έχει λογισμούς κακούς δι’ αυτόν ή ότι δι’ αυτόν λέγουν τάδε και τάδε, αυτή η υπόνοια, κατά τους αγίους πατέρες, λέγεται ψέμμα κατά διάνοιαν. Ψέμμα δια λόγου, λέγεται εκείνο, όπου αντί π.χ. να είπω πως έχω πέντε δραχμές, λέγω πως έχω δέκα. Ψέμμα δια της πολιτείας λέγεται εκείνο που αντί να είπω π.χ. πως από αμέλεια άργησα να σηκωθώ εις την ακολουθίαν, λέγω: Ήμουν κουρασμένος, επειδή πολύ εδούλευσα την ημέραν!
9η. Η νηστεία εξαίρετος αρετή, καταστέλλει τας σωματικάς ορμάς και παρέχει δύναμιν εις την ψυχήν να μάχεται εναντίον της δηλητηριάσεως της καρδίας δια των αισθήσεων και να προσφέρη εις αυτήν φάρμακον εξυγιάνσεως από προηγουμένην τυχόν δηλητηρίασιν. Η νηστεία γίνεται αιτία να καθαρίζεται ολοέν το διανοητικόν, δηλαδή να μαραίνεται κάθε κακή σκέψις, και να φέρνη υγιείς κατά Θεόν σκέψεις, λογισμούς αγίους, που φωτίζουν την διάνοιαν και φωτιζομένη εξάπτεται εις περισσότερον ζήλον και θέρμην πνευματικήν.
10η. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολή κυρίως είναι να καθαρισθή η καρδία μας από τα πάθη, να ελαττωθή κανένα πάθος ή ελάττωμα! Αυτά που δίδει ο Θεός κατά καιρούς, κατά τον χρόνον της παρακλήσεως, δεν παίζουν κανένα σπουδαίον ρόλον, διότι έρχονται και φεύγουν. Αχ, αυτά τα πάθη, ρίζες με αγκάθια είναι, πόσος κόπος, πόσος πόνος, τι δάκρυα, τι ευχές χρειάζονται, δια να ίδη κανείς μικράν ανακούφισιν, σωστόν μαρτύριον!
11η. Το της πορνείας δεινόν είναι δυσκαταγώνιστον πάθος, ιδίως όταν ενισχύεται με προηγουμένας προλήψεις. Αλλά ο Θεός γνωρίζει να απαλλάσση τους προσφεύγοντας με ταπείνωσιν προς Αυτόν, διότι ηξεύρει το ευόλισθον της φύσεως ημών.
12η. Εύχομαι εις τον εύσπλαγχνον Θεόν να σου δείξη οδόν σωτηρίας και ως την έλαφον να σε οδηγήση επί πηγάς υδάτων ζωηφόρους και αναψυχής. Διότι σκληρός και τραχύς ο δρόμος της σωτηρίας. Ο άνθρωπος γέμει παθών, αδυναμιών, ιδιοτροπιών κ.λ.π. και δια να απαλλαγή κανείς τούτων, αιματηρός αγών πρέπει να διεξαχθή. Νικήσας δε, Θεού επικουρία, θα λάβη απ’ εντεύθεν τον αρραβώνα του μελλοντικού γάμου μετά του Αρνίου, που εσφάγη απανθρώπως υπό σκληρών θεοκαταράτων χειρών.
α) Περί των Παθών
Αγωνίζου, τέκνον, διότι ο δρόμος του Θεού είναι στενός και ακανθώδης, όχι φυσικώς, αλλά δια τα πάθη μας, και εφ’ όσον θέλομεν να εκριζώσωμεν από την καρδίαν μας τα πάθη, τα οποία εικονίζονται ως ακανθώδεις ριζίδες, δια να φυτεύσωμεν χρήσιμα φυτά, φυσικώς θα κοπιάσωμεν πολύ και τα χέρια μας θα αιματώσουν και το πρόσωπόν μας θα ιδρώση, ενίοτε θα μας έλθη και απελπισία, βλέποντας όλο ρίζες, όλο πάθη!
Ημείς όμως, με την ελπίδα μας εις τον Χριστόν, τον διορθωτήν των ψυχών μας, ας επιμελούμεθα κάθε ημέραν την γην της καρδίας μας εργαζόμενοι επί αυτής την κάθαρσιν. Η υπομονή, το πένθος, η ταπείνωσις, η υπακοή, η εκκοπή του θελήματος, όλα αυτά συνεργούν εις την καλλιέργειαν. Ημείς πρέπει να βάλωμεν όλην την δύναμίν μας και ο Θεός βλέποντας τον κόπον μας, έρχεται και τον ευλογεί και γίνεται η προκοπή μας.
Θάρσει, ο κόπος πρόσκαιρος και εφήμερος, ενώ ο μισθός πολύς εν τω ουρανώ, αγωνίζου και νήφε εις τους λογισμούς, την ελπίδα κράτει γερά, διότι εικονίζει ότι το σπίτι τεθεμελίωται εις την πέτραν, πέτρα δε ο Χριστός μας.
2α. Να έχης πραότητα, να μη θυμώνης, διότι ο θυμός είναι καρπός εγωϊσμού και ιδίου θελήματος, ενώ αντιθέτως, η πραότης είναι καρπός ταπεινής καρδίας και εκκοπής του ιδίου θελήματος. Όταν κανείς θυμώνη, χάνει το διακριτικόν ο νους, και ως εκ τούτου χάνει την ισορροπίαν του και παρασύρεται εις άπρεπους λόγους και σχήματα.
Οι άγιοι πατέρες τον θυμόν κυρίως, αν και όλα τα πάθη, τον παρομοιάζουν με την μέθην, διότι όταν μεθύη κανείς, χάνει την αξιοπρέπειάν του και γίνεται γελοίος ενώπιον των συνανθρώπων του, ούτω πως και ο θυμώδης εν καιρώ παραφοράς.
Ο Κύριος, μας λέγει: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Δια να εύρωμεν ειρήνην εις την συνείδησίν μας, πρέπει να καταστείλωμεν και να εκριζώσωμεν το θηρίον του θυμού, που φωλεάν έχει τον εγωϊσμόν.
Όταν τύχη και σε ελέγξη το πρόσωπον αυτό, είτε δικαίως, είτε από αδιακρισίαν, σφίξε τον εαυτόν σου, πίεσε τον εσωτερικόν αναβρασμόν, κλείσε το στόμα και άρχισε την ευχήν μέσα σου και θα ίδης αμέσως να πνιγή το θηρίον! Αλλά χρειάζεται αγώνας δια κάθε νίκην.
Όταν νικάσαι από τον θυμόν, να γνωρίζης ότι του έρριξες τροφήν, οπότε εις άλλην περίπτωσιν θα τον ίδης πιο δυνατόν. Όταν όμως τον πνίγης με τον άνωθεν τρόπον, όταν εξαγριώνεται, τότε να γνωρίζης ότι δεν του έρριξες τροφήν, οπότε εις άλλην του εξαγρίωσιν θα είναι πιο αδύνατος, εις την επομένην πιο αδύνατος και σιγά-σιγά θα γίνεται η θεραπεία του.
3η. Οι λογισμοί οιήσεως και κενοδοξίας είναι αμφότεροι τρομεροί και δυσκαταγώνιστοι, αλλά εμπρός εις την ταπείνωσιν του Ιησού χάνουν κυριολεκτικώς την ισχύν των. «Η αλήθεια ελευθερώσει ημάς από πάσης αμαρτίας και πάθους» ( Ιωάν. 8,32 ). Γράφουν οι άγιοι πατέρες: «Όταν ίδης Πιλάτον και Ηρώδην συμφιλιάζοντας, γνώριζε ότι προς αναίρεσιν του Ιησού παρασκευάζονται, και όταν ίδης κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν να σε προσβάλλουν, αναγνώρισε ότι προς απώλειαν της ψυχής σου μελετούν!».
Φόβος και τρόμος πρέπει να σε καταλαμβάνη, όταν ίδης εντόνως τοιούτους λογισμούς, διότι κατά το μέγεθος των λογισμών σου ετοιμάζει η πρόνοια του Θεού παίδευσιν δια πειρασμών προς μάθησιν του ταπεινοφρονείν. Πίεζε τον εαυτόν σου προς ταπείνωσιν και όταν ίδης ακάμπτους τους τοιούτους λογισμούς, πάρε το μαστίγιον και άρχου δέρων τον εαυτόν σου και ο πόνος ο σωματικός θα φυγαδεύση τον πόνον της ψυχής σου και ο Θεός που θα βλέπη τούτον τον αγώνα σου, θα σου δώση και ανάλογον δύναμιν, καθ’ ότι κατά την πρόθεσιν και τον αγώνα εκάστου στέλλει και ο Ιησούς την πανίσχυρον δύναμίν του. Σκέψου πόσοι και πόσοι δεν εκήρυξαν, δεν έγραψαν, δεν εδογμάτισαν, εγέμισαν τον κόσμον από βιβλία, όπως ο Ωριγένης που έγραψε πολλά βιβλία και έσωσε πολλούς και εδυνάμωσε πλήθος άλλων, ίνα αναδειχθούν μάρτυρες, και εις το τέλος εκλήθη αιρεσιάρχης και εξέπεσε του Θεού. Οίμοι! Οίον κακόν γεννά η υπερηφάνεια εις τον άνθρωπον! Εις ουδέν ο Θεός λογίζεται τα έργα του και τούτο διότι είναι «βρύση» και «κάνουλα» και όχι πηγή! Και πως δύναται να λογισθή ως έργον ιδικόν της η βρύση το προχεόμενον ύδωρ εξ αυτής, αφού οίδεν ότι η πηγή εστιν η αιτία του ρέοντος ύδατος; Και όμως η λήθη, διδάσκαλος κάκιστος της ψυχής, διότι εάν ενεθυμείτο την αλήθειαν, δεν θα παρεφρόνει. Πόθεν ο ξεπεσμός του εωσφόρου; Ουχί ο υπερήφανος λογισμός; Λοιπόν το εκείνου πάθημα ιδικόν μας μάθημα γενάσθω. Διότι πείραν και φυλακήν δεν μανθάνει κανείς εκ των προσωπικών του παθημάτων μόνον, αλλά και εκ του πλησίον του.
Πόθεν έπεσαν μεγάλοι ασκηταί, που ηρνήθησαν τα πάντα και έφθασαν μέχρι δαιμονισμού των και επέστρεψαν μέσα εις τον κόσμον προς γενικήν μομφήν του μοναχισμού; Από το να νομίζουν ότι είναι καλύτεροι και εναρετώτεροι των άλλων και ότι δήθεν κάτι κάνουν.
4η. Μη τα τροφοδοτής τα πάθη σου με τας υποχωρήσεις, δια να μην υπομένης εις το ύστερον πόνους και θλίψεις! Κοπίασον τώρα, όσον ημπορείς, διότι με τον χρόνον, όταν τα πάθη δεν τύχουν επιμελείας, καταλαμβάνουν θέσιν δευτέρας φύσεως και «άντε τρέξε τότε να τα κάνης καλά!» Ενώ τώρα, εάν τα καταπολεμήσης νόμιμα καθώς σε συμβουλεύομεν, θα ελευθερωθής και θα νοιώθης ευτυχισμένος αντάμα με την χάριν του Θεού.
5η. Όσον πιο γρήγορα κατακτάς μίαν αρετήν, τόσον και πιο εύκολα χάνεται, όσον πιο αργά, με περισσότερον κόπον, τόσον πιο σταθερή μένει. Όπως π.χ. με την κολοκυθιά, που ανέβηκε υψηλά και λέγει εις το κυπαρίσσι: «Ιδέ σε πόσες ημέρες εγώ ανέβηκα! Εσύ τόσα χρόνια έχεις», «καλά, λέγει το κυπαρίσσι, ακόμη δεν είδες ούτε ανέμους, ούτε ζέστες, ούτε κρύα!» Και μετά λίγο καιρό ξεράθηκε η κολοκυθιά, ενώ το κυπαρίσσι έμενε πάλιν εις την θέσιν του! Ούτω και ο άνθρωπος. Και εις την τρικυμίαν και εις την ειρήνην το ίδιο, διατί; Διότι ο πολύς χρόνος εδημιούργησε σταθερότητα. Εις την αρχήν της αποταγής του η ψυχική του κατάστασις είναι ασταθής, αλλά συν τω χρόνω η χάρις του Θεού σιγά-σιγά κατεργάζεται την σωτηρίαν και την ελευθερίαν των παθών. Βίαν σήμερον ολίγον περισσοτέραν, αύριον θα αρχίση η χάρις του Θεού να ενεργή μόνη της και δεν θα χρειάζεται να βιάζετε εσείς τον εαυτόν σας, να σκέπτεσθε τας διαφόρους μνήμας. Η χάρις που μένει, εκείνη θα τας φέρη εις τον νουν, χωρίς να το θέλετε. Και τότε θα ίδητε μυστήρια μυστηρίων! Θα έρχεσθε εις αίσθησιν, ας πούμε, είτε μνήμης θανάτου, είτε του ενός είτε του άλλου. Ενώ θα ανοίγης τα μάτια σου από τον ύπνον και αντί να είσαι νυσταγμένος, εσύ θα έχης προχωρήσει. Ήδη θα έχης διέλθει ολόκληρον το μυστήριον της θεωρίας και θα λέγης: Μα πως γίνεται αυτό το πράγμα, αφού κανείς είναι από τον ύπνο; Πως γίνεται; Και όμως ενεργεί μόνη της η χάρις του Θεού, είναι αποτέλεσμα μακράς συνηθείας. Καθώς συμβαίνει και εις την αμαρτίαν. Ο άνθρωπος και την ημέραν και εις τον ύπνον του ακόμη όλο την αμαρτίαν σκέπτεται, όλο το κακόν. Έτσι και εις το καλόν, πάλιν η συνήθεια η καλή βοηθουμένη από την χάριν του Θεού γίνεται μία έξις εις τον άνθρωπον. Όπως και εις την αμαρτίαν, βοηθουμένη υπό της κακής συνηθείας και υπό του διαβόλου γίνεται συνεχές κακόν.
6η. Μου γράφεις, παιδί μου, δια τον σαρκικόν σου πόλεμον, υπομονή. Όλα με την χάριν του Θεού θα περάσουν, τίποτε δεν θα μείνη, αρκεί να αγωνίζεσαι. Παν ό,τι σε πολεμεί, αν το αντικρούης γενναίως, θα καταστή ολιγοχρόνιον. Το σαρκικόν δε θα σου είναι σύντροφος καθ’ όλην σου την νεότητα, πλην σύμφωνα με τον αγώνα σου, θα ελαττώνεται και θα σου γίνεται υποφερτό. Το δε πάθος της υπερηφανείας θα συνεχισθή επί μακρόν, πέραν της νεότητος. Θα ξεκουρασθής δε από του νυν, συμφώνως με τον αγώνα και τας πνευματικάς γνώσεις που θα αντιτάξης. Αυτά τα δύο πάθη είναι τα ισχυρότερα πάντων, εις αυτά τα δύο στέκεται όλον το οικοδόμημα της αμαρτίας και το ένα είναι συστατικόν του άλλου. Αμφότερα λέοντες τρομεροί, αλλά ο Ιησούς μας είναι εις θέσιν και τους δύο με ένα Του ιλαρόν βλέμμα να τους καταστήση τροφήν των σαρκοφάγων πτηνών.
7η. Να μη θυμώνης, δείγμα εγωϊσμού είναι αυτό, η δε πραότης και η μακροθυμία, δείγμα ταπεινώσεως. Δια τούτο, παιδί μου, εάν θέλης να σμικρύνης και να εκριζώσης τα πάθη σου, την ταπείνωσιν και την αυτοκατηγορίαν αγάπησον, μόνον με αυτόν τον τρόπον κυρίως ελαττώνονται και εξαλείφονται τα πάθη.
8η. Το να έχη υπονοίας κανείς δια τον άλλον, ότι τάχα έχει λογισμούς κακούς δι’ αυτόν ή ότι δι’ αυτόν λέγουν τάδε και τάδε, αυτή η υπόνοια, κατά τους αγίους πατέρες, λέγεται ψέμμα κατά διάνοιαν. Ψέμμα δια λόγου, λέγεται εκείνο, όπου αντί π.χ. να είπω πως έχω πέντε δραχμές, λέγω πως έχω δέκα. Ψέμμα δια της πολιτείας λέγεται εκείνο που αντί να είπω π.χ. πως από αμέλεια άργησα να σηκωθώ εις την ακολουθίαν, λέγω: Ήμουν κουρασμένος, επειδή πολύ εδούλευσα την ημέραν!
9η. Η νηστεία εξαίρετος αρετή, καταστέλλει τας σωματικάς ορμάς και παρέχει δύναμιν εις την ψυχήν να μάχεται εναντίον της δηλητηριάσεως της καρδίας δια των αισθήσεων και να προσφέρη εις αυτήν φάρμακον εξυγιάνσεως από προηγουμένην τυχόν δηλητηρίασιν. Η νηστεία γίνεται αιτία να καθαρίζεται ολοέν το διανοητικόν, δηλαδή να μαραίνεται κάθε κακή σκέψις, και να φέρνη υγιείς κατά Θεόν σκέψεις, λογισμούς αγίους, που φωτίζουν την διάνοιαν και φωτιζομένη εξάπτεται εις περισσότερον ζήλον και θέρμην πνευματικήν.
10η. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολή κυρίως είναι να καθαρισθή η καρδία μας από τα πάθη, να ελαττωθή κανένα πάθος ή ελάττωμα! Αυτά που δίδει ο Θεός κατά καιρούς, κατά τον χρόνον της παρακλήσεως, δεν παίζουν κανένα σπουδαίον ρόλον, διότι έρχονται και φεύγουν. Αχ, αυτά τα πάθη, ρίζες με αγκάθια είναι, πόσος κόπος, πόσος πόνος, τι δάκρυα, τι ευχές χρειάζονται, δια να ίδη κανείς μικράν ανακούφισιν, σωστόν μαρτύριον!
11η. Το της πορνείας δεινόν είναι δυσκαταγώνιστον πάθος, ιδίως όταν ενισχύεται με προηγουμένας προλήψεις. Αλλά ο Θεός γνωρίζει να απαλλάσση τους προσφεύγοντας με ταπείνωσιν προς Αυτόν, διότι ηξεύρει το ευόλισθον της φύσεως ημών.
12η. Εύχομαι εις τον εύσπλαγχνον Θεόν να σου δείξη οδόν σωτηρίας και ως την έλαφον να σε οδηγήση επί πηγάς υδάτων ζωηφόρους και αναψυχής. Διότι σκληρός και τραχύς ο δρόμος της σωτηρίας. Ο άνθρωπος γέμει παθών, αδυναμιών, ιδιοτροπιών κ.λ.π. και δια να απαλλαγή κανείς τούτων, αιματηρός αγών πρέπει να διεξαχθή. Νικήσας δε, Θεού επικουρία, θα λάβη απ’ εντεύθεν τον αρραβώνα του μελλοντικού γάμου μετά του Αρνίου, που εσφάγη απανθρώπως υπό σκληρών θεοκαταράτων χειρών.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
β) Περί Σαρκικού και Αοράτου Πολέμου των Δαιμόνων
Γνωρίζοντες ήδη και καλώς ότι παντού έχει στήσει και καταστρώσει παγίδας ο θηρευτής των ψυχών μας, ας μη νυστάζωμεν. Και εις την αγοράν και εις την πλατείαν και εις την θαλπωρήν της οικογενείας και εις αυτήν ακόμη την εκκλησίαν του Θεού και εκεί θα μετρήσωμεν τας τυχούσας παγίδας με το πρόσχημα της ευλαβείας στημένας. Τις λοιπόν δύναται να λυτρωθή εκ τούτων των καμουφλαρισμένων παγίδων και να περιγελάση τον δεινόν τεχνίτην τούτων;
Ιδού η πολυεμπειρία των οσίων πατέρων μας ας αναλάβη τον κόπον της καταστροφής τούτων. Και απαντούν ότι βασικώς μόνον η ταπεινοφροσύνη η υψοποιός είναι πανίσχυρος αρετή, η μάχαιρα του Πνεύματος, η οποία καταστρέφει ριζικώς το κακόν και εξουδετερώνει εις τελείαν αδράνειαν την ενέργειαν των πειρασμικών παγίδων. Ας αναλάβωμεν λοιπόν τον μικρόν κόπον της αποκτήσεως της σωτηριωδεστάτης ταύτης αρετής, τον ολοθρευτήν του διαβόλου, την ταπείνωσιν!
2α. Παιδί μου, και όταν έχης χαράν και εν καιρώ λύπης, πάντοτε να προσέχης, ούτε εις την χαράν να βγαίνης έξω του ορίου, που να φαίνεται με ζωηράδες και γέλια, ούτε εις την λύπην να σκυθρωπάζης τόσον που να φαίνεσαι, διότι ο σατανάς σαϊτεύει τους λογισμούς, μα δεν ημπορεί να καταλάβη, εάν τους εδέχθημεν εις την καρδίαν μας. Αυτός ως τεχνίτης που είναι, αφού δια της προσβολής ρίψη το βέλος του κακού λογισμού, παρατηρεί εις το πρόσωπόν μας, και εις όλας τας κινήσεις του σώματός μας και εξ αυτών ζυγίζει πόσον το βέλος εκαρφώθη εις την καρδίαν μας. Εάν ίδη ότι η ψυχή εκτυπήθη, τότε επιτείνει τα βέλη, δια να την θανατώση, εάν όμως από τα χαρακτηριστικά ίδη ότι δεν επληγώθη η ψυχή, τότε αλλάζει πόλεμον κ.ο.κ. Δια τούτο όταν έχης χαράν, να την κρύπτης μέσα σου, δια να μη σου την αποκαλύπτη με την απροσεξίαν σου και σου την κλέπτη με κανένα πειρασμόν, και εις την λύπην επίσης δια να μη σου την αυξάνη με την αναγνώρισιν της αιτίας, που σου έγινε η λύπη. Όταν ευρίσκεσαι και εις την χαράν και εις την λύπην εις μίαν ισορροπημένην κατάστασιν, ο διάβολος μη γνωρίζοντας ακριβώς τι συμβαίνει μέσα σου, δεν ηξεύρει και πώς να σε πολεμήση.
3η. Δια μέσου παγίδων διαβαίνομεν πολλών και δεν επιτρέπεται να συμβαδίζωμεν με την ραθυμίαν δια να αποφύγωμεν τους βρόχους, νηφαλίους επιστήσωμεν οφθαλμούς εικονίζοντες εαυτούς ως πολυόμματα Χερουβείμ, ίνα καταγελώντες την κακότεχνον σκευωρίαν του σατανά και αναφερόμενοι με τας πτέρυγας των θεϊκών λογισμών ανά τον πνευματικόν αιθέρα, την υγείαν των ψυχών μας προσφέρομεν εις τον εν ουρανοίς κατοικούντα Θεόν ως θυμίαμα ευάρεστον. Καθώς η υγεία των τέκνων χαράς πρόξενος γίνεται εις τους γεννήτορας, ούτω και εις τον καλόν μας Θεόν-Πατέρα. Η χαρά Του είναι, όπως ημείς υγιαίνωμεν εις την ψυχήν μας.
4η. Συναντά τον μέγαν Μακάριον ο δαίμων και του λέγει: «Μακάριε, τι περισσότερον ποιείς καθεζόμενος εν ερήμω; Και εγώ εις έρημον διατρίβω. Εσύ νηστεύεις και εγώ ουδέποτε τρώγω, εσύ ακτημοσύνην διώκεις και εγώ ουδέν έχω. Αχ, Μακάριε, ένα έχεις που με καταβάλλει, όπου δεν ημπορώ να το αντικρύσω»-Ποίον; Ερωτά ο Μακάριος- «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ! Αύτη καίει με»! Και τούτο ειπών άφαντος εγένετο. Ας αναλάβωμεν λοιπόν τον μικρόν κόπον προς απόκτησιν της σωτηριώδους ταύτης αρετής, τον κόπον της διηνεκούς αιτήσεως προς τον δυνάμενον τα πάντα ημίν χαρίσασθαι Θεόν μας και πιστεύσωμεν ότι ληψόμεθα ταύτην, όταν μετά πόνου και υπομονής και επιμονής κρούωμεν του ελέους την θύραν, όπου ευκόλως ανοίγεται, όταν την κλείδα της αδικουμένης χήρας του ιερού Ευαγγελίου καλώς χειρισθώμεν. Ας αποτινάξωμεν της ραθυμίας το βάρος και της δορκάδος την οξυδέρκειαν ας μιμηθώμεν, το να σπεύδωμεν τάχιστα εις κάθε μας πειρασμόν προς τον Θεόν μας ζητούντες την Αυτού συμμαχίαν, όπως τον αλλόφυλον Γολιάθ καταβάλωμεν και δοξάσωμεν το κράτος της βασιλείας, εις ο ανήκομεν, το κράτος της βασιλείας του Θεού.
5η. Πάντα εύχομαι εις τον Κύριον να σας δίδη κρίσιν ορθήν, πρώτον σκεφθήτε, τι θα λαλήση το στόμα. Ακόμη δεν έχετε πείραν εις τας μεθοδείας του διαβόλου, ο οποίος σκοπόν έχει να μη σας αφήση ποτέ να έχετε ηρεμίαν. Πότε εκ δεξιών και πότε εξ αριστερών, πότε δια ιδικά σας και πότε δια ξένα πράγματα να σας απασχολή, ώστε να μην ηρεμή η ψυχή σας, δια να δύνασθε να βλέπετε εις τον πυθμένα αυτής, όπου είναι πολλά ακόμη δια πέταγμα. Μην απασχολήσθε με τίποτε έξω του εαυτού σας. Γίνετε κουτοί, δια να γίνετε έξυπνοι, γίνετε αμαθείς δια να σας αποκαλύψη ο Κύριος την ιδικήν Του σοφίαν.
6η. ( Συμβουλαί Γέροντος εις τινας ψυχάς που συνέστησαν αδελφότητα).
Μη νομίσητε ότι λανθάνει του διαβόλου ή ότι του είναι αδιάφορον το ότι συνεστήσατε αδελφότητα, δηλαδή προμαχώνα δια να τον πολεμήσετε. Όχι. Το εμελέτησεν καλώς και ωπλίσθη πονηρά ως η αλώπηξ και ως ο λύκος κατά την δύναμιν. Εισήλθεν εις την μάνδραν σας και λυμαίνεται τας ψυχάς σας. Μη τον αφήνετε μέσα περισσότερον. Σηκωθήτε και ενωθήτε με την αγάπην, η οποία του παραλύει τας δυνάμεις. Σκεφθήτε, ότι αφήσατε τα πάντα δια τον Χριστόν. Εθυσιάσατε την νεότητά σας, κατεφρονήσατε όλα τα χαροποιά του κόσμου, δια να κερδίσετε τον Χριστόν. Λυπηθήτε τας ψυχάς σας. Σκεφθήτε ότι ο διάβολος αγρυπνεί και ζητεί τίνα καταπίη. Δεν ανέχεται ο βύθιος δράκων να σας βλέπη να τον καταπατήτε και να μη τον υπακούετε! Φθονεί και δια τούτο έρχεται ως πονηρά αλώπηξ και σας φέρει έριδας και μάχας, δια να κατορθώση να σας διαλύση και κατόπιν να σας ρίψη εις διαφόρους κρημνούς της αμαρτίας.
7η. Άνευ της συμμαχίας του Κυρίου, ουδέν καλόν δυνάμεθα να κάμνωμεν, δια τούτο χρεία πολλής ταπεινοφροσύνης, δια να εύρωμεν ανάπαυσιν εις τας ψυχάς. Πάντοτε ο πονηρός διάβολος δεν θα παύση να μας σαϊτεύη με τα πεπυρωμένα βέλη του και να προσπαθή να μας καταλάβη και να μας εξουσιάση, αλλά και ημείς όμως έχομεν πολλά όπλα, τα οποία τον θανατώνουν, ιδίως το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τον καίει κυριολεκτικώς. Δια τούτο ζητεί πλαγίως να μας πολεμή, αλλά ο Χριστός, μας φωτίζει με τας αγίας Του εντολάς, να τον πολεμώμεν. Ο διάβολος έβαλε το άτομον αυτό να σε πολεμή, ίνα σε κάμνη να παραβής τας αγίας εντολάς του Θεού και τοιουτοτρόπως και εσένα να βλάψη, αλλά κυρίως να λυπήση και πολεμήση τον Θεόν δια μέσου των θείων παραβάσεων, ενώ αντιθέτως, εάν αγωνιζώμεθα να φυλάξωμεν τον λόγον του Θεού και αγωνιζόμεθα πολύ και την ψυχήν μας σώζομεν, αλλά και αξιωνόμεθα να γίνωμεν και όργανα εις το να δοξασθή ο Θεός, «Τους δοξάζοντάς με αντιδοξάσω».
Δια τούτο, παιδί μου, αγωνίζου με την αγάπην, με την υπομονήν, με την ταπείνωσιν, να αχρηστεύσης με την βοήθειαν του Θεού τας παγίδας του διαβόλου, ίσως δια μέσου σου, φωτίση και το άτομον αυτό να μετανοήση. «Πολέμα το κακόν δια του καλού».
8η. Παιδί μου, μου γράφεις δια τον σαρκικόν σου πόλεμον. Γνώριζε ότι σου προήλθεν από υπερηφάνειαν, όπως ταπεινωθής και μάθης ότι, εάν μας αφήση η χάρις, πέφτομεν και γινόμεθα ελεεινόν θέαμα. Ταπεινώσου λοιπόν, μέμφου τον εαυτόν σου, ζήτησε από την Παναγίαν μας να σου χαρίση πνεύμα ταπεινοφροσύνης, να γνωρίσης με αίσθησιν ότι είσαι μηδέν, τίποτε, διότι λέγει ο Ιησούς μας : «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Με αυτόν τον πειρασμόν που σου ήλθε, μάθε πως πέφτει ο άνθρωπος, αλλά και πόσον χαμηλά, και ακόμη υπάρχουν χειρότερα πεσίματα δια τους πιο υπερηφάνους. Μη λυπήσαι, πειρασμός είναι και θα περάση, έτσι επιτρέπει ο Θεός δια το συμφέρον μας, δια να μάθωμεν την σοφίαν των πειρασμών. Κάνε υπομονήν, ανδρίζου, μην απογινώσκης, θάρρος, θα περάση. Φουρτούνα είναι και θα πετάξη έξω η θάλασσα όλα τα σκουπίδια, τα οποία επεσώρευσε η προηγουμένη γαλήνη!
Μη λυπάσαι υπέρ το δέον, διότι είναι εκ του διαβόλου και αυτή η λύπη θα σε οδηγή εις την αμέλειαν και εις την χαλάρωσιν. Μόνον αγωνίζου και μη φοβήσαι, καταφρόνησε τον σατανά και δείξε ότι δεν τον υπολογίζεις και αυτός ως υπερήφανος θα φύγη, διότι όσον τον υπολογίζεις, αυτός δεν φεύγει.
9η. Όταν σου έρχεται σαρκικός πόλεμος, πρόσεχε πάρα πολύ τας αισχράς φαντασίας, εκ των οποίων πηγάζουν οι ακάθαρτοι λογισμοί. Δίωκε, χάλασε τας φαντασίας μόλις έλθουν, αμέσως λέγε την ευχήν με πόνον ψυχής και αμέσως λυτρώνεσαι από τον πόλεμον.
10η. Μη σκέπτεσαι ότι εσύ εσυλλογίσθης δια τον Γέροντα τοιαύτα πράγματα. Όχι, τέκνον, του διαβόλου είναι. Η ψυχή σου είναι αγνή, ο διάβολος είναι ακάθαρτος και αυτός τα φέρει εις τον νουν μας. Προσπαθεί δε να μας πείση ότι ημείς εξ ιδίων μας τα εσκέφθημεν, όπως μας φέρη λύπην. Η λύπη αυτή είναι διαβολική και το αποδεικνύει η αμέλεια δια τα πνευματικά καθήκοντα, διότι εάν ήτο από Θεού, έπρεπε να είχομεν καθ’ όλα προθυμίαν. Δεν τον επίκρανες τον Γέροντάς σου, καθώς εσύ φαντάζεσαι, διότι γνωρίζει ο Γέροντας εκ πείρας ότι είναι του δαίμονος και όχι ιδικά σου, εσένα έτσι σου φάνηκε δια να πικραθής και να μην έχης το θάρρος να λέγης τον λογισμόν σου. Όχι, οσάκις σου έλθουν τέτοιοι και παραπλήσιοι λογισμοί, να πας και να τους λέγης ελεύθερα. Διότι ο πειρασμός φέρει τέτοιους λογισμούς, δια να εντραπώμεν και να μη τους είπωμεν, να μην εξομολογηθώμεν και κατόπιν να μας φάγη ολόκληρους. Πρόσεξε, μη κρύψης λογισμούς, διότι θα πέσης εις παγίδα.
β) Περί Σαρκικού και Αοράτου Πολέμου των Δαιμόνων
Γνωρίζοντες ήδη και καλώς ότι παντού έχει στήσει και καταστρώσει παγίδας ο θηρευτής των ψυχών μας, ας μη νυστάζωμεν. Και εις την αγοράν και εις την πλατείαν και εις την θαλπωρήν της οικογενείας και εις αυτήν ακόμη την εκκλησίαν του Θεού και εκεί θα μετρήσωμεν τας τυχούσας παγίδας με το πρόσχημα της ευλαβείας στημένας. Τις λοιπόν δύναται να λυτρωθή εκ τούτων των καμουφλαρισμένων παγίδων και να περιγελάση τον δεινόν τεχνίτην τούτων;
Ιδού η πολυεμπειρία των οσίων πατέρων μας ας αναλάβη τον κόπον της καταστροφής τούτων. Και απαντούν ότι βασικώς μόνον η ταπεινοφροσύνη η υψοποιός είναι πανίσχυρος αρετή, η μάχαιρα του Πνεύματος, η οποία καταστρέφει ριζικώς το κακόν και εξουδετερώνει εις τελείαν αδράνειαν την ενέργειαν των πειρασμικών παγίδων. Ας αναλάβωμεν λοιπόν τον μικρόν κόπον της αποκτήσεως της σωτηριωδεστάτης ταύτης αρετής, τον ολοθρευτήν του διαβόλου, την ταπείνωσιν!
2α. Παιδί μου, και όταν έχης χαράν και εν καιρώ λύπης, πάντοτε να προσέχης, ούτε εις την χαράν να βγαίνης έξω του ορίου, που να φαίνεται με ζωηράδες και γέλια, ούτε εις την λύπην να σκυθρωπάζης τόσον που να φαίνεσαι, διότι ο σατανάς σαϊτεύει τους λογισμούς, μα δεν ημπορεί να καταλάβη, εάν τους εδέχθημεν εις την καρδίαν μας. Αυτός ως τεχνίτης που είναι, αφού δια της προσβολής ρίψη το βέλος του κακού λογισμού, παρατηρεί εις το πρόσωπόν μας, και εις όλας τας κινήσεις του σώματός μας και εξ αυτών ζυγίζει πόσον το βέλος εκαρφώθη εις την καρδίαν μας. Εάν ίδη ότι η ψυχή εκτυπήθη, τότε επιτείνει τα βέλη, δια να την θανατώση, εάν όμως από τα χαρακτηριστικά ίδη ότι δεν επληγώθη η ψυχή, τότε αλλάζει πόλεμον κ.ο.κ. Δια τούτο όταν έχης χαράν, να την κρύπτης μέσα σου, δια να μη σου την αποκαλύπτη με την απροσεξίαν σου και σου την κλέπτη με κανένα πειρασμόν, και εις την λύπην επίσης δια να μη σου την αυξάνη με την αναγνώρισιν της αιτίας, που σου έγινε η λύπη. Όταν ευρίσκεσαι και εις την χαράν και εις την λύπην εις μίαν ισορροπημένην κατάστασιν, ο διάβολος μη γνωρίζοντας ακριβώς τι συμβαίνει μέσα σου, δεν ηξεύρει και πώς να σε πολεμήση.
3η. Δια μέσου παγίδων διαβαίνομεν πολλών και δεν επιτρέπεται να συμβαδίζωμεν με την ραθυμίαν δια να αποφύγωμεν τους βρόχους, νηφαλίους επιστήσωμεν οφθαλμούς εικονίζοντες εαυτούς ως πολυόμματα Χερουβείμ, ίνα καταγελώντες την κακότεχνον σκευωρίαν του σατανά και αναφερόμενοι με τας πτέρυγας των θεϊκών λογισμών ανά τον πνευματικόν αιθέρα, την υγείαν των ψυχών μας προσφέρομεν εις τον εν ουρανοίς κατοικούντα Θεόν ως θυμίαμα ευάρεστον. Καθώς η υγεία των τέκνων χαράς πρόξενος γίνεται εις τους γεννήτορας, ούτω και εις τον καλόν μας Θεόν-Πατέρα. Η χαρά Του είναι, όπως ημείς υγιαίνωμεν εις την ψυχήν μας.
4η. Συναντά τον μέγαν Μακάριον ο δαίμων και του λέγει: «Μακάριε, τι περισσότερον ποιείς καθεζόμενος εν ερήμω; Και εγώ εις έρημον διατρίβω. Εσύ νηστεύεις και εγώ ουδέποτε τρώγω, εσύ ακτημοσύνην διώκεις και εγώ ουδέν έχω. Αχ, Μακάριε, ένα έχεις που με καταβάλλει, όπου δεν ημπορώ να το αντικρύσω»-Ποίον; Ερωτά ο Μακάριος- «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ! Αύτη καίει με»! Και τούτο ειπών άφαντος εγένετο. Ας αναλάβωμεν λοιπόν τον μικρόν κόπον προς απόκτησιν της σωτηριώδους ταύτης αρετής, τον κόπον της διηνεκούς αιτήσεως προς τον δυνάμενον τα πάντα ημίν χαρίσασθαι Θεόν μας και πιστεύσωμεν ότι ληψόμεθα ταύτην, όταν μετά πόνου και υπομονής και επιμονής κρούωμεν του ελέους την θύραν, όπου ευκόλως ανοίγεται, όταν την κλείδα της αδικουμένης χήρας του ιερού Ευαγγελίου καλώς χειρισθώμεν. Ας αποτινάξωμεν της ραθυμίας το βάρος και της δορκάδος την οξυδέρκειαν ας μιμηθώμεν, το να σπεύδωμεν τάχιστα εις κάθε μας πειρασμόν προς τον Θεόν μας ζητούντες την Αυτού συμμαχίαν, όπως τον αλλόφυλον Γολιάθ καταβάλωμεν και δοξάσωμεν το κράτος της βασιλείας, εις ο ανήκομεν, το κράτος της βασιλείας του Θεού.
5η. Πάντα εύχομαι εις τον Κύριον να σας δίδη κρίσιν ορθήν, πρώτον σκεφθήτε, τι θα λαλήση το στόμα. Ακόμη δεν έχετε πείραν εις τας μεθοδείας του διαβόλου, ο οποίος σκοπόν έχει να μη σας αφήση ποτέ να έχετε ηρεμίαν. Πότε εκ δεξιών και πότε εξ αριστερών, πότε δια ιδικά σας και πότε δια ξένα πράγματα να σας απασχολή, ώστε να μην ηρεμή η ψυχή σας, δια να δύνασθε να βλέπετε εις τον πυθμένα αυτής, όπου είναι πολλά ακόμη δια πέταγμα. Μην απασχολήσθε με τίποτε έξω του εαυτού σας. Γίνετε κουτοί, δια να γίνετε έξυπνοι, γίνετε αμαθείς δια να σας αποκαλύψη ο Κύριος την ιδικήν Του σοφίαν.
6η. ( Συμβουλαί Γέροντος εις τινας ψυχάς που συνέστησαν αδελφότητα).
Μη νομίσητε ότι λανθάνει του διαβόλου ή ότι του είναι αδιάφορον το ότι συνεστήσατε αδελφότητα, δηλαδή προμαχώνα δια να τον πολεμήσετε. Όχι. Το εμελέτησεν καλώς και ωπλίσθη πονηρά ως η αλώπηξ και ως ο λύκος κατά την δύναμιν. Εισήλθεν εις την μάνδραν σας και λυμαίνεται τας ψυχάς σας. Μη τον αφήνετε μέσα περισσότερον. Σηκωθήτε και ενωθήτε με την αγάπην, η οποία του παραλύει τας δυνάμεις. Σκεφθήτε, ότι αφήσατε τα πάντα δια τον Χριστόν. Εθυσιάσατε την νεότητά σας, κατεφρονήσατε όλα τα χαροποιά του κόσμου, δια να κερδίσετε τον Χριστόν. Λυπηθήτε τας ψυχάς σας. Σκεφθήτε ότι ο διάβολος αγρυπνεί και ζητεί τίνα καταπίη. Δεν ανέχεται ο βύθιος δράκων να σας βλέπη να τον καταπατήτε και να μη τον υπακούετε! Φθονεί και δια τούτο έρχεται ως πονηρά αλώπηξ και σας φέρει έριδας και μάχας, δια να κατορθώση να σας διαλύση και κατόπιν να σας ρίψη εις διαφόρους κρημνούς της αμαρτίας.
7η. Άνευ της συμμαχίας του Κυρίου, ουδέν καλόν δυνάμεθα να κάμνωμεν, δια τούτο χρεία πολλής ταπεινοφροσύνης, δια να εύρωμεν ανάπαυσιν εις τας ψυχάς. Πάντοτε ο πονηρός διάβολος δεν θα παύση να μας σαϊτεύη με τα πεπυρωμένα βέλη του και να προσπαθή να μας καταλάβη και να μας εξουσιάση, αλλά και ημείς όμως έχομεν πολλά όπλα, τα οποία τον θανατώνουν, ιδίως το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τον καίει κυριολεκτικώς. Δια τούτο ζητεί πλαγίως να μας πολεμή, αλλά ο Χριστός, μας φωτίζει με τας αγίας Του εντολάς, να τον πολεμώμεν. Ο διάβολος έβαλε το άτομον αυτό να σε πολεμή, ίνα σε κάμνη να παραβής τας αγίας εντολάς του Θεού και τοιουτοτρόπως και εσένα να βλάψη, αλλά κυρίως να λυπήση και πολεμήση τον Θεόν δια μέσου των θείων παραβάσεων, ενώ αντιθέτως, εάν αγωνιζώμεθα να φυλάξωμεν τον λόγον του Θεού και αγωνιζόμεθα πολύ και την ψυχήν μας σώζομεν, αλλά και αξιωνόμεθα να γίνωμεν και όργανα εις το να δοξασθή ο Θεός, «Τους δοξάζοντάς με αντιδοξάσω».
Δια τούτο, παιδί μου, αγωνίζου με την αγάπην, με την υπομονήν, με την ταπείνωσιν, να αχρηστεύσης με την βοήθειαν του Θεού τας παγίδας του διαβόλου, ίσως δια μέσου σου, φωτίση και το άτομον αυτό να μετανοήση. «Πολέμα το κακόν δια του καλού».
8η. Παιδί μου, μου γράφεις δια τον σαρκικόν σου πόλεμον. Γνώριζε ότι σου προήλθεν από υπερηφάνειαν, όπως ταπεινωθής και μάθης ότι, εάν μας αφήση η χάρις, πέφτομεν και γινόμεθα ελεεινόν θέαμα. Ταπεινώσου λοιπόν, μέμφου τον εαυτόν σου, ζήτησε από την Παναγίαν μας να σου χαρίση πνεύμα ταπεινοφροσύνης, να γνωρίσης με αίσθησιν ότι είσαι μηδέν, τίποτε, διότι λέγει ο Ιησούς μας : «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Με αυτόν τον πειρασμόν που σου ήλθε, μάθε πως πέφτει ο άνθρωπος, αλλά και πόσον χαμηλά, και ακόμη υπάρχουν χειρότερα πεσίματα δια τους πιο υπερηφάνους. Μη λυπήσαι, πειρασμός είναι και θα περάση, έτσι επιτρέπει ο Θεός δια το συμφέρον μας, δια να μάθωμεν την σοφίαν των πειρασμών. Κάνε υπομονήν, ανδρίζου, μην απογινώσκης, θάρρος, θα περάση. Φουρτούνα είναι και θα πετάξη έξω η θάλασσα όλα τα σκουπίδια, τα οποία επεσώρευσε η προηγουμένη γαλήνη!
Μη λυπάσαι υπέρ το δέον, διότι είναι εκ του διαβόλου και αυτή η λύπη θα σε οδηγή εις την αμέλειαν και εις την χαλάρωσιν. Μόνον αγωνίζου και μη φοβήσαι, καταφρόνησε τον σατανά και δείξε ότι δεν τον υπολογίζεις και αυτός ως υπερήφανος θα φύγη, διότι όσον τον υπολογίζεις, αυτός δεν φεύγει.
9η. Όταν σου έρχεται σαρκικός πόλεμος, πρόσεχε πάρα πολύ τας αισχράς φαντασίας, εκ των οποίων πηγάζουν οι ακάθαρτοι λογισμοί. Δίωκε, χάλασε τας φαντασίας μόλις έλθουν, αμέσως λέγε την ευχήν με πόνον ψυχής και αμέσως λυτρώνεσαι από τον πόλεμον.
10η. Μη σκέπτεσαι ότι εσύ εσυλλογίσθης δια τον Γέροντα τοιαύτα πράγματα. Όχι, τέκνον, του διαβόλου είναι. Η ψυχή σου είναι αγνή, ο διάβολος είναι ακάθαρτος και αυτός τα φέρει εις τον νουν μας. Προσπαθεί δε να μας πείση ότι ημείς εξ ιδίων μας τα εσκέφθημεν, όπως μας φέρη λύπην. Η λύπη αυτή είναι διαβολική και το αποδεικνύει η αμέλεια δια τα πνευματικά καθήκοντα, διότι εάν ήτο από Θεού, έπρεπε να είχομεν καθ’ όλα προθυμίαν. Δεν τον επίκρανες τον Γέροντάς σου, καθώς εσύ φαντάζεσαι, διότι γνωρίζει ο Γέροντας εκ πείρας ότι είναι του δαίμονος και όχι ιδικά σου, εσένα έτσι σου φάνηκε δια να πικραθής και να μην έχης το θάρρος να λέγης τον λογισμόν σου. Όχι, οσάκις σου έλθουν τέτοιοι και παραπλήσιοι λογισμοί, να πας και να τους λέγης ελεύθερα. Διότι ο πειρασμός φέρει τέτοιους λογισμούς, δια να εντραπώμεν και να μη τους είπωμεν, να μην εξομολογηθώμεν και κατόπιν να μας φάγη ολόκληρους. Πρόσεξε, μη κρύψης λογισμούς, διότι θα πέσης εις παγίδα.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
β) Περί Σαρκικού και Αοράτου Πολέμου των Δαιμόνων.
11η. Μη δειλιάζης, παιδί μου. Πόλεμος είναι και θα περάση. Όλοι οι άγιοι επολεμήθησαν, έφθασαν εις τόσον πόλεμον, που έπαιρναν φαρμακερά φίδια και τα έβαζαν εις τα μέλη των, δια να τους τσιμπήσουν και να αποθάνουν απελπισμένοι από τον πόλεμον. Αλλά ημείς, επειδή είμεθα ασθενείς, δεν θα επιτρέψη ο Θεός περισσότερον των δυνάμεών μας να πολεμηθώμεν, αλλά θα μας βοηθήση. Επειδή όμως έχομεν υπερηφάνειαν, δια τούτο επιτρέπει ο Θεός τον πόλεμον, δια να ταπεινωθώμεν. Μη λυπήσαι υπέρ το δέον, αλλά ρίξε με πολλήν ταπείνωσιν τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού και μέμφου τον εαυτόν σου. Τον κάθε κακόν λογισμόν δίωκέ τον αμέσως μόλις έλθη, και ελπίζω να σε ανακουφίση η χάρις του Θεού. Μη φοβήσαι, δεν θα πάθης τίποτε. Δίωξε την δειλίαν, έχε θάρρος, όλα θα περάσουν, όπως θα το ίδης. Ο δε πόλεμος αυτός θα σου αφήση πολλήν ωφέλειαν και πολλήν χάριν θα σου δώση ο Θεός. Μόνον μη δειλιάζης, διότι έτσι χάνομεν το παιχνίδι.
12η. Με πολλήν προσοχήν πρέπει να περνούμεν τας ημέρας μας. Ο διάβολος είναι πολύ πονηρός και καιροφυλακτεί να μας παγιδεύση εν καιρώ πνευματικού νυσταγμού και να μας κάμνη υπευθύνους ενώπιον του Θεού και της συνειδήσεως. Είθε ο Θεός να τον καταργήση, ώστε να μην ημπορή να μας κάμνη κακόν, αλλά ως δίκαιος, δεν δύναται να σηκώση το αυτεξούσιον του ανθρώπου, και ούτω προαιρετικώς υπακούομεν, εγώ πρώτος, εις τας πονηράς υποβολάς του διαβόλου και αμαρτάνομεν.
13η. Έστω και την ενδεκάτην ώραν ο Πανάγαθος Θεός, μας δέχεται, αρκεί μόνον και τότε να το αντιληφθώμεν. Αλλά ο πονηρός πολέμιος της ψυχής μας δεν αδρανεί, δεν του διαφεύγει τίποτε. Διότι αυτός οίδε την ανυπολόγιστον αξίαν του χρόνου και προσπαθεί με τας μερίμνας τας περιττάς, με τα θέλγητρα του κόσμου και τας αναπαύσεις, να δημιουργήση στερράν άγνοιαν και λήθην, ώστε να φέρη την τελευταίαν ώραν τελείαν απελπισίαν και ούτως ο αλιτήριος να κερδίση τας αθανάτους ψυχάς, δι’ ας Χριστός απέθανεν επί του Σταυρού!
14η. Δια τους πολέμους σου μη λυπήσαι, μη φοβήσαι, αλλά θάρσει. Δεν έχουν εξουσίαν οι δαίμονες να σου κάνουν κακόν, αλλά δάκτυλος Θεού είναι και ευχαρίστησον εκ καρδίας, διότι δια μέσου τούτων θα σου ανοιχθούν της ψυχής σου τα μάτια και θα σε τακτοποιήσουν εις τον ορθόν δρόμον. Δια πικροτάτων φαρμάκων ιατρεύονται τα δυσκολοθεράπευτα πάθη. Παρακάλει τον Θεόν: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν». Αυτός ο πόλεμος, καθώς λέγει ο αββάς Ισαάκ, είναι από υπερηφάνειαν, από οίησιν, από σκληρότητα καρδίας. Η θεραπεία των είναι η ταπείνωσις και η αναγνώρισις των εσφαλμένων κρίσεων και υπακοή και πίστις εις τον πνευματικόν πατέρα. Ταπεινώσου, παιδί μου, μόνον αυτό το φάρμακον θα σε σώση. Δια τούτο από αγάπην ο Θεός προς σε, σου έστειλεν αυτούς τους πειρασμούς, ίνα σε εκφοβήση, δια να συνέλθης και συνετισθής και ταπεινωθής και ζητήσης συγχώρησιν. Δια τούτο, όταν προσεύχεσαι, αγριεύουν. Διότι βλέπουν αυτοί οι πονηροί ότι αρχίζεις να σπάζης τα δίκτυά των και φοβούνται μήπως τους ξεφύγης. Θέλουν να σε κάνουν να δειλιάσης, ή να σε φέρουν εις απόγνωσιν. Δια τούτο οπλίζου με την εις Θεόν πίστιν και ελπίδα και με την πεποίθησιν ότι δεν τους περνά τίποτε να κάνουν χωρίς την ανωτέραν κέλευσιν του Θεού. Γνώριζε ότι, εάν κάμνης υπομονήν εις τους πολέμους αυτούς και ταπεινώνεσαι εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σου, πολλήν χάριν θα σου δώση ο Θεός και φώτισιν και θα ανοιχθούν της ψυχής σου τα μάτια και θα ίδης εις πόσον σκότος ήσουν. Το θάρρος που έχεις είναι η χάρις του Θεού, που σε βοηθεί εις αυτούς τους πειρασμούς, διότι χωρίς θάρρος και ελπίδα και πίστιν εις τους τοιούτους πειρασμούς είναι ο κίνδυνος μεγάλος. Μη φοβήσαι τίποτε, εις τον Χριστόν έχε όλας τας ελπίδας σου. Φώναζε την ευχήν χωρίς να σταματάς και θα ίδης πόσην βοήθειαν θα λάβης. Φοβού τον Θεόν και μη τους δαίμονας. Φοβού τον Θεόν εις τας κρίσεις Του, διότι, όταν αποφασίση κανένα κανόνα τιμωρίας δια την υπερηφάνειάν μας, τότε ποίος δύναται να Τον εμποδίση; Δια τούτο όταν είναι μικρόν το κακόν, ας φροντίσωμεν να το θεραπεύσωμεν, διότι όταν μεγαλώση, τότε και άλλοι να σε βοηθήσουν, δεν θα δυνηθούν να σε γλυτώσουν. Λοιπόν αγάπησε περισσότερον τον Θεόν, που σου έστειλε το φάρμακον των ασθενειών σου, δηλαδή υπομονήν, ταπείνωσιν, θάρρος και φρόντιζε να το παίρνης.
15η. Το πονηρόν πνεύμα της υπερηφανείας, όταν μας πολεμά, ποτέ δεν θα λείψουν αι πτώσεις, και αι πτώσεις θα μας χαρίσουν την επίγνωσιν της αθλιότητός μας και θα αξιωθώμεν της ταπεινώσεως, οπότε πάρεστι ο Χριστός, ο ταπεινός τη καρδία και πράος τη ψυχή. Τότε η χαρά, η ειρήνη, η γλυκύτης θα βασιλεύη εις την ψυχήν μας και η μακαριότης θα θάλπη την καρδίαν μας.
16η. Βιάζεσθε, τέκνα μου, εις τον πνευματικόν αγώνα. Μη λησμονήτε την πολλήν εμπειρίαν του διαβόλου και την ιδικήν μας ασθένειαν. Όπως το φθινοπωρινόν φύλλον, που πίπτει με τον ελάχιστον άνεμον, ούτω και ημείς πίπτομεν και εις τον μικρότατον πειρασμόν και δοκιμασίαν, όταν η χάρις του Θεού δεν συμμαχή μαζί μας. Και πότε συμμαχεί η χάρις του Θεού μεθ’ ημών; Τότε μόνον, όταν το ταπεινόν φρόνημα ποδηγετή κάθε μας σκέψιν και έργον.
17η. Ας αυξηθή εις την ψυχήν σου η αληθινή και γνήσια ταπεινοφροσύνη, δια της οποίας φυλάσσεται ο καρπός της ψυχής. Ο σατανάς εις τους αγωνιζομένους πειράται κλέψαι τον σκοπόν του αγώνος. Και το κλέψιμον είναι το να υπερηφανευθή ο άνθρωπος, ώστε ό,τι και εάν ποιή, να οίεται ότι δια της αυτού προκοπής και βίας απέκτησε την τάδε και τάδε αρετήν, και τοιουτοτρόπως μένει κόπος χωρίς μισθόν, αγών χωρίς ελπίδα και εργασία άνευ εκτιμήσεως.
18η. Μη φοβού αοράτους εχθρούς, όταν Χριστόν ενδέδυσαι. Τότε και τρέμε, όταν δεν βλέπης την χάριν, ένεκεν κριμάτων, να σε φρουρή, αλλά και τότε «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Φρόντιζε λειτουργείν τω Θεώ εν φόβω και τρόμω, διότι ο δεινός υποσκελιστής των αγωνιζομένων καιροφυλακτεί καιρόν αμελείας και τότε εκπηδά με μανίαν-ο Θεός να τον καταργήση-και ζητεί ημάς, ει δυνατόν συσσώμους, να μας κατεβάση εις τον άδην.
19η. Ο δε διάβολος είναι η πηγή παντός ψεύδους και απάτης και πονηρίας και κάθε κακίας, δια τούτο όλοι οι λογισμοί, όπου τείνουν εναντίον των χριστιανών, εις την ουσίαν των είναι ψεύδος και απάτη. Εις τον νέον την ηλικίαν, δια των λογισμών της φαντασίας, του υπόσχεται πάσαν ευημερίαν πλανών αυτόν δι’ απατηλών ονείρων, με πλούτον, με ηδονάς, με απολαύσεις, με αθάνατον ζωήν,-διότι έτσι του καταστρώνει το σχέδιον, χωρίς να μνημονεύη τον θάνατον, διότι χαλούν τα σχέδιά του-κ.λ.π., έως ότου τον πιστεύση ως άριστον και επιστήθιον φίλον. Κατόπιν αφού τον τυλίξη εις τα δίκτυά του, ως η αράχνη την λείαν της, τότε χωρίς κόπον του απομυζά πάσαν την πνευματικήν υπόστασιν και τον καθιστά νεκρόν εν τω Θεώ.
20η. Την φωνήν που ήκουσες που σου είπε: «ο Χριστός σε εκαθάρισεν από τας αμαρτίας σου και ενέκρωσε τα πάθη σου», είναι εκ του διαβόλου, είναι το πρώτο σκαλοπάτι που οδηγεί τον άνθρωπον εις την πλάνην και εις την καταστροφήν. Εάν αυτόν ακούση ο άνθρωπος και δώση προσοχήν και ηδυνθή η καρδία και συγκατατεθή πως είναι αλήθεια αυτά τα λόγια του διαβόλου, ευθύς έρχεται πιο αισθητά και κατόπιν σιγά-σιγά κυριεύεται ο άνθρωπος και τότε χρειάζεται πολύς κόπος δια να ελευθερωθή. Δια τούτο, παιδί μου, καλά έκανες και δεν έδωσες προσοχήν και εμέμθης τον εαυτόν σου. Άλλην φοράν, εάν ακούσης τίποτε ειπέ: « Εγώ θα τα είπω εις τον Γέροντά μου και εκείνος ό,τι μου είπη θα κάνω». Ο διάβολος πολύ φοβείται την εξομολόγησιν εις τον Γέροντα, διότι ξέρει ότι θα χαλάσουν όλαι αι παγίδες του! Να γνωρίζης, παιδί μου, ότι λογισμός οιήσεως, δηλαδή υπερηφανείας, εφύτρωσε μέσα σου και δια τούτο σου συνέβη αυτό, πρόσεχε, έχε πολλήν ταπείνωσιν. Παρακάλει κάθε ημέραν πνεύμα ταπεινοφροσύνης να σου δώση ο Θεός. Καθώς εις τον πεπατημένον δρόμον δεν φυτρώνει τίποτε, ούτως εις το πεπατημένον ταπεινόν φρόνημα δεν φυτρώνει καμμία πλάνη.
21η. Η απιστία και η βλασφημία προέρχονται από τον φθόνον του διαβόλου. Μία είναι η απαλλαγή εξ αυτών, το να καταφρονώμεν τους τοιούτους λογισμούς ωσάν γαυγίσματα του σκύλου, δεν έχει ο άνθρωπος αμαρτίαν από αυτά. Άλλοι δεν ήξευραν και ενήστευαν και ηγρύπνουν και έκλαιον δια να απαλλαγούν, αλλά οι λογισμοί βλασφημίας μόνον δια καταφρονήσεως φεύγουν από τον άνθρωπον.
Επολεμήθη και ο αββάς Αγάθων από λογισμούς βλασφημίας και παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση και ακούει φωνήν να του λέγη: «Αγάθων, Αγάθων, μερίμνησον τας αμαρτίας σου και άφησε τον διάβολον να γαυγίζη, ουκ έχεις κρίμα εξ αυτών». Αν δεν τα καταφρονήση κανείς, ποτέ δεν θα απαλλαγή.
22α. Όσον και εάν μας τυραννά ο φρικτός τύραννος των ψυχών μας εκ φθόνου και κακίας, θα έλθη η ώρα που θα κρίνη ο Θεός την κακίαν του και ημάς τους πεφορτισμένους θα μας χαρίση την ανάπαυσιν αιώνια. Υπομονή, παιδί μου, ας φορέσωμεν και ημείς τον ακάνθινον στέφανον των θλιβερών του βίου, καθώς και το πρωτότυπόν μας, ο Χριστός. Ας εμπηχθούν βαθειά τα αγκάθια εις την κεφαλήν μας και ας ρεύση αίμα οδυνηρόν, ίνα οι πόνοι αυτοί και το αίμα ωραϊσουν και δοξάσουν το ένδυμα των ψυχών μας, ίνα μη αισχυνθώμεν, όταν φανώμεν έμπροσθεν του Χριστού βλέποντες τας άλλας ψυχάς πλήρεις δόξης και καθαρότητος. Υπομονή, ο χειμών θα παρέλθη των θλιβερών και η ωραία άνοιξις θα φέρη την ευωδίαν της χάριτος του Θεού.
23η. Μη δίδης σημασίαν, παιδί μου, εις ό,τι σου ψιθυρίζει ο πλάνος διάβολος, που προσπαθεί με τας τέχνας του να σε παίζη μονότερμα, όπως σε φέρη εις αμηχανίαν, και σε οδηγήση εις την απόγνωσιν, η οποία δίδει πίκραν, που είναι μία γεύσις κολάσεως, διότι και οι κολασμένοι εν απογνώσει ευρίσκονται, διότι ποτέ δεν θα βγουν από την κόλασιν, εφ’ όσον εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια!
24η. Αγωνισθήτε με όλην την δύναμιν της ψυχής σας δια την αγάπην του Χριστού μας. Ο διάβολος αγωνίζεται νυχθημερόν, όπως μας καταστήση σκεύη του, ανάξια του αγίου Θεού. Ας αγωνισθώμεν και ημείς να γίνωμεν σκεύη του Εσταυρωμένου, όπως καταισχύνωμεν τον διάβολον και δοξάσωμεν την Αγάπην εκείνην, που δι’ ημάς έχυσε το πανάγιον Αίμα της!
Αγωνισθήτε κραταιώς, μη φοβήσθε, διότι έχομεν εμπρός μας τους μεγάλους μας αδελφούς, τους αγγέλους, που συναγωνίζονται μαζί μας, είναι ασύγκριτα περισσότεροι και ισχυρότεροι των δαιμόνων. Δια τούτο θαρσείτε, συσφίξατε εαυτούς δια της αληθούς γνώσεως, διότι η αλήθεια ως όπλον πανίσχυρον περιφρουρεί τον αγωνιστήν.
25η. Ω, πόσης προσοχής έχομεν ανάγκην! Ο διάβολος ζητεί τίνα να καταπίη και να τον οδηγήση εις τον πυθμένα του Άδου, και ημείς, εγώ το λάφυρόν του, νυστάζομεν εθελουσίως τον βαρούχιον ύπνον και θα αφυπνισθώμεν τότε, που θα είναι πλέον αργά.
26η. Εν Αγ. Όρει 30/6/1958Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ…, έλαβα το γράμμα σου και είδα τον αγώνα των λογισμών σου, τον οποίον διέρχεσαι σχετικά με τον πόλεμον, που υφίσταται ο άνθρωπος από το πονηρόν πνεύμα της αμαρτίας, της πορνείας. Άκουσον, αδελφέ μου, τον φτωχόν εις την γνώσιν και έρημον εις την ψυχήν παντός καλού. Όταν κανείς αγωνίζεται κατά της αμαρτίας με ταπείνωσιν και φόβον Θεού και με εργασίαν πνευματικήν θερμήν και με την καθοδήγησιν εμπείρου πνευματικού, αδύνατον να τον αφήση ο Θεός να χαθή. Μόνον όταν αμελήση τα πνευματικά του καθήκοντα, κυρίως όταν υπερηφανευθή λογιζόμενος ότι κάτι είναι, τότε δύναται να ολισθήση, αλλά πάλιν αν προσπέση με ταπείνωσιν, πάλιν σηκώνεται, πάλιν ιατρεύεται, το δε έλεος του Κυρίου εγγύς τοις συντετριμμένοις τη καρδία. Γίνονται όμως και δοκιμασίαι πολλαί προς πείραν και σοφίαν πνευματικήν, διότι άνευ πειρασμών αδύνατον να αποκτήση κανείς πείραν. Πείρα λέγεται όχι από μαθήσεως τέχνη, αλλά το να λάβης πείραν της ωφελείας και της ζημίας εμπράκτως. Χωρίς να παραχωρηθή κανείς μικρόν εις τους πειρασμούς εμπεσείν, αδύνατον ακριβής γενέσθαι. Όταν εξ αγαθής προαιρέσεως πράξη κανείς κάτι και μετά ταύτα αποδειχθή ότι δεν ήτο ορθόν αυτό που έπραξεν, ο Θεός επειδή εις την καρδίαν επιβλέπει και τον σκοπόν εκάστης πράξεως επιδοκιμάζει, θα φέρη τα πράγματα πάλιν εις ομαλότητα και θα τον φωτίση να καταλάβη, ποίον έπρεπε να πράξη. Το άπταιστον μόνον εις τον Θεόν ανήκει. Όσον και αν ήσαν τέλειοι οι άγιοι, πάλιν είχον μώμους τινάς, προς ταπείνωσιν λοιπόν και προσοχήν και υπομονήν της ασθενούς φύσεως εγίνοντο οι πειρασμοί. Ελάχιστος θυμός ή γέλως ή αργός λόγος δεν αφαιρεί την αγιότητα του αγίου. Πρέπει να έχη τις υπ’ όψιν, μόνον να μη απογινώσκη εαυτόν, όσον και αν ολισθήση και αμαρτήση μυριάκις της ημέρας, ουκ έστι δίκαιον παρά τω Θεώ να απογνωσθή, αλλ’ εύελπις γενέσθω και προς πάλην να ετοιμάζεται, έως ότου έλθη το έλεος του Θεού και τον ελευθερώση.
«Αδελφός αγωνιζόμενος έλαχε και ολίσθαινε εις αμαρτίαν καθ’ εαυτόν και ευθύς εγείρετο και έκαμνε τον κανόνα του, ο δε διάβολος ο οποίος τον έρριπτεν, έχασε την υπομονήν του θεωρών το θάρρος και ευέλπιστον του αδελφού. Φαίνεται οφθαλμοφανώς και με στενοχωρίαν του λέγει:
-Δεν φοβείσαι τον Θεόν, μεμολυσμένε; Τώρα αμάρτησες και με τι πρόσωπον στέκεσαι ενώπιον του Θεού; Δεν φοβείσαι μη σε καύση ο Θεός;
Ο δε αδελφός ανδρείαν έχων ψυχήν έφη τω δαίμονι:
-Το κελλίον τούτο σφυροκοπείον είναι, μίαν δίνεις μίαν λαμβάνεις. Μα τον Ιησούν, που ήλθε να σώση τον κόσμον, δεν θα παύσω να σε πολεμώ πίπτων και εγειρόμενος, δέρων και δερόμενος μέχρι τελευταίας μου αναπνοής και να ίδωμεν εσύ θα νικήσης ή ο Χριστός!
Ταύτα ακούσας παρ’ ελπίδα ο διάβολος έφη:
-Ουκέτι σε πολεμώ ίνα μη σου προξενήσω στεφάνους.
Έκτοτε ο αδελφός ηλευθερώθη του πολέμου και εκάθητο εις το κελλίον του κλαίων τας αμαρτίας του». Όταν ο Θεός φωτίση ένα άνθρωπον και μετανοήση δια τας αμαρτίας του, πορεύεται δε εν ταπεινώσει και προσοχή, δεν τον αφήνει ο Θεός να χαθή. Βεβαίως αι προλήψεις των προηγουμένων αμαρτιών θα του γίνωνται σκόλοπες και εμπόδια. Να μη απελπίζεται όμως φρονώντας ότι θα πέση και θα χαθή, όταν βλέπη τα κύματα να εγείρωνται φρικαλέως, αλλά να ελπίζη εις τον Θεόν με πίστιν αντιπαλαίων, με ταπείνωσιν, με την πνευματικήν εξάσκησιν και την καθοδήγησιν του πνευματικού Πατρός και να μη φοβήται θεωρών την σφοδράν τρικυμίαν που εσηκώθη.
27η. Προσεύχου ολοέν με την ευχούλα, κλείου εις τον εαυτόν σου δια σιωπής και μελέτης, φρόντιζε δια την ψυχούλα σου, κόρη μου. Γίνου πιο πνευματική εις το σπίτι σου, ο δε Θεός παρακολουθεί την υπόθεσίν σου και θα σημάνη η ώρα της χάριτος θαυματουργικώς, όταν το αποφασίση το άνω στρατηγείον. Κλαίε ταπεινά προσευχομένη, «τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, αν κερδίση όλον τον κόσμον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;». Ο σατανάς βάζει όλα του τα μέσα, δια να εμποδίση την άνοδον των ψυχών. Μακαρία όποια του ξεφύγη και τον περιγελάση. Φιλοσόφει την ματαιότητα των παρερχομένων πραγμάτων και την γνησιότητα της σταθεροτάτης Ουρανίου πολιτείας, όπου συναυλίζεται η θριαμβεύουσα εκκλησία αναμένουσα και προσευχομένη δια την αγωνιζομένην τον σκληρόν σημερινόν αγώνα. Είπερ ποτέ θα χρειασθώμεν καυτήν πίστιν εις τον Χριστόν και ορθά δόγματα των αγίων μας πατέρων. Καιρός που θα πλανήση ο διάβολος και τους εκλεκτούς.
28η. Φυσικά ο διάβολος δεν θα μείνη αδρανής εις την πάλην, και αυτός έχει τα ιδικά του όπλα. Ποία; Να, π.χ. μας ψιθυρίζει: «Δεν θα κάνης τίποτε, εγώ πάλιν θα σε ρίξω, δεν βλέπεις το μέγεθος του τάδε πάθους, τον όγκον της δείνα αδυναμίας; Έχε υπ’ όψιν σου ότι δεν νικώμαι τόσον εύκολα και ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσω, τι έχεις κάμει εξ άλλου εσύ μέχρι σήμερα; Τίποτε! Αλλά ούτε θα σε αφήσω να κάνης, εις μάτην πάνε όλαι αι προσπάθειαί σου, εγώ είμαι ανίκητος, δεν βλέπεις το μέγεθός μου;» Και αμέσως παρουσιάζει ιδίως τας αισχράς φαντασίας με σφοδράν δύναμιν σαρκικής ηδονής. Φαίνεται αρματωμένος ωσάν σκορπιός, και τότε υποβάλλει αίσθησιν εις τον αγωνιστήν ότι είναι αδύνατον να γλυτώση, αλλά να σηκώση τα χέρια και να παραδοθή!
Αυτά και άλλα μύρια μας παρουσιάζει πανούργως ο δόλιος υποβολεύς. Εμπρός λοιπόν, ας αποκαλύψωμεν το ψεύδος των παγίδων και ας ξεσκεπάσωμεν τα σκουριασμένα του όπλα. Ο αγωνιστής του κραταιού Θεού πιστεύων εις την ακαταμάχητον δύναμιν Αυτού και αισθανόμενος αυτήν, άρχεται του σοβαρού αγώνος θαρσαλέως υψώνων την σημαίαν του φοβερού Σταυρού με όπλον το τρομερόν τοις δαίμοσιν όνομα του Ιησού, επικαλούμενον συνεχώς και σθεναρώς, φράσσων ούτω τον δρόμον να ενεργήση η φαντασία τας δολεράς και ανοήτους προσβολάς του διαβόλου, ολοέν σκεπτόμενος τον θάνατον, την κρίσιν, την κόλασιν, την παραδεισιακήν τρυφήν και αιώνιον δόξαν πλησίον του Ιησού, τας ανδραγαθίας των αγίων κ.λ.π., και όλα αυτά ως πυρομαχικά, που τροφοδοτούν την δύναμιν της ευχής!
Τότε φυγαδεύεται η απελπισία, η αμέλεια, ο εγωϊσμός, η αισχρότης και καταλαμβάνει ο ζήλος τον αγωνιζόμενον, οπότε υποχωρεί το φούσκωμα του σατανά και ως «μπαλόνι» λεπτό διαλύεται.
β) Περί Σαρκικού και Αοράτου Πολέμου των Δαιμόνων.
11η. Μη δειλιάζης, παιδί μου. Πόλεμος είναι και θα περάση. Όλοι οι άγιοι επολεμήθησαν, έφθασαν εις τόσον πόλεμον, που έπαιρναν φαρμακερά φίδια και τα έβαζαν εις τα μέλη των, δια να τους τσιμπήσουν και να αποθάνουν απελπισμένοι από τον πόλεμον. Αλλά ημείς, επειδή είμεθα ασθενείς, δεν θα επιτρέψη ο Θεός περισσότερον των δυνάμεών μας να πολεμηθώμεν, αλλά θα μας βοηθήση. Επειδή όμως έχομεν υπερηφάνειαν, δια τούτο επιτρέπει ο Θεός τον πόλεμον, δια να ταπεινωθώμεν. Μη λυπήσαι υπέρ το δέον, αλλά ρίξε με πολλήν ταπείνωσιν τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού και μέμφου τον εαυτόν σου. Τον κάθε κακόν λογισμόν δίωκέ τον αμέσως μόλις έλθη, και ελπίζω να σε ανακουφίση η χάρις του Θεού. Μη φοβήσαι, δεν θα πάθης τίποτε. Δίωξε την δειλίαν, έχε θάρρος, όλα θα περάσουν, όπως θα το ίδης. Ο δε πόλεμος αυτός θα σου αφήση πολλήν ωφέλειαν και πολλήν χάριν θα σου δώση ο Θεός. Μόνον μη δειλιάζης, διότι έτσι χάνομεν το παιχνίδι.
12η. Με πολλήν προσοχήν πρέπει να περνούμεν τας ημέρας μας. Ο διάβολος είναι πολύ πονηρός και καιροφυλακτεί να μας παγιδεύση εν καιρώ πνευματικού νυσταγμού και να μας κάμνη υπευθύνους ενώπιον του Θεού και της συνειδήσεως. Είθε ο Θεός να τον καταργήση, ώστε να μην ημπορή να μας κάμνη κακόν, αλλά ως δίκαιος, δεν δύναται να σηκώση το αυτεξούσιον του ανθρώπου, και ούτω προαιρετικώς υπακούομεν, εγώ πρώτος, εις τας πονηράς υποβολάς του διαβόλου και αμαρτάνομεν.
13η. Έστω και την ενδεκάτην ώραν ο Πανάγαθος Θεός, μας δέχεται, αρκεί μόνον και τότε να το αντιληφθώμεν. Αλλά ο πονηρός πολέμιος της ψυχής μας δεν αδρανεί, δεν του διαφεύγει τίποτε. Διότι αυτός οίδε την ανυπολόγιστον αξίαν του χρόνου και προσπαθεί με τας μερίμνας τας περιττάς, με τα θέλγητρα του κόσμου και τας αναπαύσεις, να δημιουργήση στερράν άγνοιαν και λήθην, ώστε να φέρη την τελευταίαν ώραν τελείαν απελπισίαν και ούτως ο αλιτήριος να κερδίση τας αθανάτους ψυχάς, δι’ ας Χριστός απέθανεν επί του Σταυρού!
14η. Δια τους πολέμους σου μη λυπήσαι, μη φοβήσαι, αλλά θάρσει. Δεν έχουν εξουσίαν οι δαίμονες να σου κάνουν κακόν, αλλά δάκτυλος Θεού είναι και ευχαρίστησον εκ καρδίας, διότι δια μέσου τούτων θα σου ανοιχθούν της ψυχής σου τα μάτια και θα σε τακτοποιήσουν εις τον ορθόν δρόμον. Δια πικροτάτων φαρμάκων ιατρεύονται τα δυσκολοθεράπευτα πάθη. Παρακάλει τον Θεόν: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν». Αυτός ο πόλεμος, καθώς λέγει ο αββάς Ισαάκ, είναι από υπερηφάνειαν, από οίησιν, από σκληρότητα καρδίας. Η θεραπεία των είναι η ταπείνωσις και η αναγνώρισις των εσφαλμένων κρίσεων και υπακοή και πίστις εις τον πνευματικόν πατέρα. Ταπεινώσου, παιδί μου, μόνον αυτό το φάρμακον θα σε σώση. Δια τούτο από αγάπην ο Θεός προς σε, σου έστειλεν αυτούς τους πειρασμούς, ίνα σε εκφοβήση, δια να συνέλθης και συνετισθής και ταπεινωθής και ζητήσης συγχώρησιν. Δια τούτο, όταν προσεύχεσαι, αγριεύουν. Διότι βλέπουν αυτοί οι πονηροί ότι αρχίζεις να σπάζης τα δίκτυά των και φοβούνται μήπως τους ξεφύγης. Θέλουν να σε κάνουν να δειλιάσης, ή να σε φέρουν εις απόγνωσιν. Δια τούτο οπλίζου με την εις Θεόν πίστιν και ελπίδα και με την πεποίθησιν ότι δεν τους περνά τίποτε να κάνουν χωρίς την ανωτέραν κέλευσιν του Θεού. Γνώριζε ότι, εάν κάμνης υπομονήν εις τους πολέμους αυτούς και ταπεινώνεσαι εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σου, πολλήν χάριν θα σου δώση ο Θεός και φώτισιν και θα ανοιχθούν της ψυχής σου τα μάτια και θα ίδης εις πόσον σκότος ήσουν. Το θάρρος που έχεις είναι η χάρις του Θεού, που σε βοηθεί εις αυτούς τους πειρασμούς, διότι χωρίς θάρρος και ελπίδα και πίστιν εις τους τοιούτους πειρασμούς είναι ο κίνδυνος μεγάλος. Μη φοβήσαι τίποτε, εις τον Χριστόν έχε όλας τας ελπίδας σου. Φώναζε την ευχήν χωρίς να σταματάς και θα ίδης πόσην βοήθειαν θα λάβης. Φοβού τον Θεόν και μη τους δαίμονας. Φοβού τον Θεόν εις τας κρίσεις Του, διότι, όταν αποφασίση κανένα κανόνα τιμωρίας δια την υπερηφάνειάν μας, τότε ποίος δύναται να Τον εμποδίση; Δια τούτο όταν είναι μικρόν το κακόν, ας φροντίσωμεν να το θεραπεύσωμεν, διότι όταν μεγαλώση, τότε και άλλοι να σε βοηθήσουν, δεν θα δυνηθούν να σε γλυτώσουν. Λοιπόν αγάπησε περισσότερον τον Θεόν, που σου έστειλε το φάρμακον των ασθενειών σου, δηλαδή υπομονήν, ταπείνωσιν, θάρρος και φρόντιζε να το παίρνης.
15η. Το πονηρόν πνεύμα της υπερηφανείας, όταν μας πολεμά, ποτέ δεν θα λείψουν αι πτώσεις, και αι πτώσεις θα μας χαρίσουν την επίγνωσιν της αθλιότητός μας και θα αξιωθώμεν της ταπεινώσεως, οπότε πάρεστι ο Χριστός, ο ταπεινός τη καρδία και πράος τη ψυχή. Τότε η χαρά, η ειρήνη, η γλυκύτης θα βασιλεύη εις την ψυχήν μας και η μακαριότης θα θάλπη την καρδίαν μας.
16η. Βιάζεσθε, τέκνα μου, εις τον πνευματικόν αγώνα. Μη λησμονήτε την πολλήν εμπειρίαν του διαβόλου και την ιδικήν μας ασθένειαν. Όπως το φθινοπωρινόν φύλλον, που πίπτει με τον ελάχιστον άνεμον, ούτω και ημείς πίπτομεν και εις τον μικρότατον πειρασμόν και δοκιμασίαν, όταν η χάρις του Θεού δεν συμμαχή μαζί μας. Και πότε συμμαχεί η χάρις του Θεού μεθ’ ημών; Τότε μόνον, όταν το ταπεινόν φρόνημα ποδηγετή κάθε μας σκέψιν και έργον.
17η. Ας αυξηθή εις την ψυχήν σου η αληθινή και γνήσια ταπεινοφροσύνη, δια της οποίας φυλάσσεται ο καρπός της ψυχής. Ο σατανάς εις τους αγωνιζομένους πειράται κλέψαι τον σκοπόν του αγώνος. Και το κλέψιμον είναι το να υπερηφανευθή ο άνθρωπος, ώστε ό,τι και εάν ποιή, να οίεται ότι δια της αυτού προκοπής και βίας απέκτησε την τάδε και τάδε αρετήν, και τοιουτοτρόπως μένει κόπος χωρίς μισθόν, αγών χωρίς ελπίδα και εργασία άνευ εκτιμήσεως.
18η. Μη φοβού αοράτους εχθρούς, όταν Χριστόν ενδέδυσαι. Τότε και τρέμε, όταν δεν βλέπης την χάριν, ένεκεν κριμάτων, να σε φρουρή, αλλά και τότε «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Φρόντιζε λειτουργείν τω Θεώ εν φόβω και τρόμω, διότι ο δεινός υποσκελιστής των αγωνιζομένων καιροφυλακτεί καιρόν αμελείας και τότε εκπηδά με μανίαν-ο Θεός να τον καταργήση-και ζητεί ημάς, ει δυνατόν συσσώμους, να μας κατεβάση εις τον άδην.
19η. Ο δε διάβολος είναι η πηγή παντός ψεύδους και απάτης και πονηρίας και κάθε κακίας, δια τούτο όλοι οι λογισμοί, όπου τείνουν εναντίον των χριστιανών, εις την ουσίαν των είναι ψεύδος και απάτη. Εις τον νέον την ηλικίαν, δια των λογισμών της φαντασίας, του υπόσχεται πάσαν ευημερίαν πλανών αυτόν δι’ απατηλών ονείρων, με πλούτον, με ηδονάς, με απολαύσεις, με αθάνατον ζωήν,-διότι έτσι του καταστρώνει το σχέδιον, χωρίς να μνημονεύη τον θάνατον, διότι χαλούν τα σχέδιά του-κ.λ.π., έως ότου τον πιστεύση ως άριστον και επιστήθιον φίλον. Κατόπιν αφού τον τυλίξη εις τα δίκτυά του, ως η αράχνη την λείαν της, τότε χωρίς κόπον του απομυζά πάσαν την πνευματικήν υπόστασιν και τον καθιστά νεκρόν εν τω Θεώ.
20η. Την φωνήν που ήκουσες που σου είπε: «ο Χριστός σε εκαθάρισεν από τας αμαρτίας σου και ενέκρωσε τα πάθη σου», είναι εκ του διαβόλου, είναι το πρώτο σκαλοπάτι που οδηγεί τον άνθρωπον εις την πλάνην και εις την καταστροφήν. Εάν αυτόν ακούση ο άνθρωπος και δώση προσοχήν και ηδυνθή η καρδία και συγκατατεθή πως είναι αλήθεια αυτά τα λόγια του διαβόλου, ευθύς έρχεται πιο αισθητά και κατόπιν σιγά-σιγά κυριεύεται ο άνθρωπος και τότε χρειάζεται πολύς κόπος δια να ελευθερωθή. Δια τούτο, παιδί μου, καλά έκανες και δεν έδωσες προσοχήν και εμέμθης τον εαυτόν σου. Άλλην φοράν, εάν ακούσης τίποτε ειπέ: « Εγώ θα τα είπω εις τον Γέροντά μου και εκείνος ό,τι μου είπη θα κάνω». Ο διάβολος πολύ φοβείται την εξομολόγησιν εις τον Γέροντα, διότι ξέρει ότι θα χαλάσουν όλαι αι παγίδες του! Να γνωρίζης, παιδί μου, ότι λογισμός οιήσεως, δηλαδή υπερηφανείας, εφύτρωσε μέσα σου και δια τούτο σου συνέβη αυτό, πρόσεχε, έχε πολλήν ταπείνωσιν. Παρακάλει κάθε ημέραν πνεύμα ταπεινοφροσύνης να σου δώση ο Θεός. Καθώς εις τον πεπατημένον δρόμον δεν φυτρώνει τίποτε, ούτως εις το πεπατημένον ταπεινόν φρόνημα δεν φυτρώνει καμμία πλάνη.
21η. Η απιστία και η βλασφημία προέρχονται από τον φθόνον του διαβόλου. Μία είναι η απαλλαγή εξ αυτών, το να καταφρονώμεν τους τοιούτους λογισμούς ωσάν γαυγίσματα του σκύλου, δεν έχει ο άνθρωπος αμαρτίαν από αυτά. Άλλοι δεν ήξευραν και ενήστευαν και ηγρύπνουν και έκλαιον δια να απαλλαγούν, αλλά οι λογισμοί βλασφημίας μόνον δια καταφρονήσεως φεύγουν από τον άνθρωπον.
Επολεμήθη και ο αββάς Αγάθων από λογισμούς βλασφημίας και παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση και ακούει φωνήν να του λέγη: «Αγάθων, Αγάθων, μερίμνησον τας αμαρτίας σου και άφησε τον διάβολον να γαυγίζη, ουκ έχεις κρίμα εξ αυτών». Αν δεν τα καταφρονήση κανείς, ποτέ δεν θα απαλλαγή.
22α. Όσον και εάν μας τυραννά ο φρικτός τύραννος των ψυχών μας εκ φθόνου και κακίας, θα έλθη η ώρα που θα κρίνη ο Θεός την κακίαν του και ημάς τους πεφορτισμένους θα μας χαρίση την ανάπαυσιν αιώνια. Υπομονή, παιδί μου, ας φορέσωμεν και ημείς τον ακάνθινον στέφανον των θλιβερών του βίου, καθώς και το πρωτότυπόν μας, ο Χριστός. Ας εμπηχθούν βαθειά τα αγκάθια εις την κεφαλήν μας και ας ρεύση αίμα οδυνηρόν, ίνα οι πόνοι αυτοί και το αίμα ωραϊσουν και δοξάσουν το ένδυμα των ψυχών μας, ίνα μη αισχυνθώμεν, όταν φανώμεν έμπροσθεν του Χριστού βλέποντες τας άλλας ψυχάς πλήρεις δόξης και καθαρότητος. Υπομονή, ο χειμών θα παρέλθη των θλιβερών και η ωραία άνοιξις θα φέρη την ευωδίαν της χάριτος του Θεού.
23η. Μη δίδης σημασίαν, παιδί μου, εις ό,τι σου ψιθυρίζει ο πλάνος διάβολος, που προσπαθεί με τας τέχνας του να σε παίζη μονότερμα, όπως σε φέρη εις αμηχανίαν, και σε οδηγήση εις την απόγνωσιν, η οποία δίδει πίκραν, που είναι μία γεύσις κολάσεως, διότι και οι κολασμένοι εν απογνώσει ευρίσκονται, διότι ποτέ δεν θα βγουν από την κόλασιν, εφ’ όσον εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια!
24η. Αγωνισθήτε με όλην την δύναμιν της ψυχής σας δια την αγάπην του Χριστού μας. Ο διάβολος αγωνίζεται νυχθημερόν, όπως μας καταστήση σκεύη του, ανάξια του αγίου Θεού. Ας αγωνισθώμεν και ημείς να γίνωμεν σκεύη του Εσταυρωμένου, όπως καταισχύνωμεν τον διάβολον και δοξάσωμεν την Αγάπην εκείνην, που δι’ ημάς έχυσε το πανάγιον Αίμα της!
Αγωνισθήτε κραταιώς, μη φοβήσθε, διότι έχομεν εμπρός μας τους μεγάλους μας αδελφούς, τους αγγέλους, που συναγωνίζονται μαζί μας, είναι ασύγκριτα περισσότεροι και ισχυρότεροι των δαιμόνων. Δια τούτο θαρσείτε, συσφίξατε εαυτούς δια της αληθούς γνώσεως, διότι η αλήθεια ως όπλον πανίσχυρον περιφρουρεί τον αγωνιστήν.
25η. Ω, πόσης προσοχής έχομεν ανάγκην! Ο διάβολος ζητεί τίνα να καταπίη και να τον οδηγήση εις τον πυθμένα του Άδου, και ημείς, εγώ το λάφυρόν του, νυστάζομεν εθελουσίως τον βαρούχιον ύπνον και θα αφυπνισθώμεν τότε, που θα είναι πλέον αργά.
26η. Εν Αγ. Όρει 30/6/1958Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ…, έλαβα το γράμμα σου και είδα τον αγώνα των λογισμών σου, τον οποίον διέρχεσαι σχετικά με τον πόλεμον, που υφίσταται ο άνθρωπος από το πονηρόν πνεύμα της αμαρτίας, της πορνείας. Άκουσον, αδελφέ μου, τον φτωχόν εις την γνώσιν και έρημον εις την ψυχήν παντός καλού. Όταν κανείς αγωνίζεται κατά της αμαρτίας με ταπείνωσιν και φόβον Θεού και με εργασίαν πνευματικήν θερμήν και με την καθοδήγησιν εμπείρου πνευματικού, αδύνατον να τον αφήση ο Θεός να χαθή. Μόνον όταν αμελήση τα πνευματικά του καθήκοντα, κυρίως όταν υπερηφανευθή λογιζόμενος ότι κάτι είναι, τότε δύναται να ολισθήση, αλλά πάλιν αν προσπέση με ταπείνωσιν, πάλιν σηκώνεται, πάλιν ιατρεύεται, το δε έλεος του Κυρίου εγγύς τοις συντετριμμένοις τη καρδία. Γίνονται όμως και δοκιμασίαι πολλαί προς πείραν και σοφίαν πνευματικήν, διότι άνευ πειρασμών αδύνατον να αποκτήση κανείς πείραν. Πείρα λέγεται όχι από μαθήσεως τέχνη, αλλά το να λάβης πείραν της ωφελείας και της ζημίας εμπράκτως. Χωρίς να παραχωρηθή κανείς μικρόν εις τους πειρασμούς εμπεσείν, αδύνατον ακριβής γενέσθαι. Όταν εξ αγαθής προαιρέσεως πράξη κανείς κάτι και μετά ταύτα αποδειχθή ότι δεν ήτο ορθόν αυτό που έπραξεν, ο Θεός επειδή εις την καρδίαν επιβλέπει και τον σκοπόν εκάστης πράξεως επιδοκιμάζει, θα φέρη τα πράγματα πάλιν εις ομαλότητα και θα τον φωτίση να καταλάβη, ποίον έπρεπε να πράξη. Το άπταιστον μόνον εις τον Θεόν ανήκει. Όσον και αν ήσαν τέλειοι οι άγιοι, πάλιν είχον μώμους τινάς, προς ταπείνωσιν λοιπόν και προσοχήν και υπομονήν της ασθενούς φύσεως εγίνοντο οι πειρασμοί. Ελάχιστος θυμός ή γέλως ή αργός λόγος δεν αφαιρεί την αγιότητα του αγίου. Πρέπει να έχη τις υπ’ όψιν, μόνον να μη απογινώσκη εαυτόν, όσον και αν ολισθήση και αμαρτήση μυριάκις της ημέρας, ουκ έστι δίκαιον παρά τω Θεώ να απογνωσθή, αλλ’ εύελπις γενέσθω και προς πάλην να ετοιμάζεται, έως ότου έλθη το έλεος του Θεού και τον ελευθερώση.
«Αδελφός αγωνιζόμενος έλαχε και ολίσθαινε εις αμαρτίαν καθ’ εαυτόν και ευθύς εγείρετο και έκαμνε τον κανόνα του, ο δε διάβολος ο οποίος τον έρριπτεν, έχασε την υπομονήν του θεωρών το θάρρος και ευέλπιστον του αδελφού. Φαίνεται οφθαλμοφανώς και με στενοχωρίαν του λέγει:
-Δεν φοβείσαι τον Θεόν, μεμολυσμένε; Τώρα αμάρτησες και με τι πρόσωπον στέκεσαι ενώπιον του Θεού; Δεν φοβείσαι μη σε καύση ο Θεός;
Ο δε αδελφός ανδρείαν έχων ψυχήν έφη τω δαίμονι:
-Το κελλίον τούτο σφυροκοπείον είναι, μίαν δίνεις μίαν λαμβάνεις. Μα τον Ιησούν, που ήλθε να σώση τον κόσμον, δεν θα παύσω να σε πολεμώ πίπτων και εγειρόμενος, δέρων και δερόμενος μέχρι τελευταίας μου αναπνοής και να ίδωμεν εσύ θα νικήσης ή ο Χριστός!
Ταύτα ακούσας παρ’ ελπίδα ο διάβολος έφη:
-Ουκέτι σε πολεμώ ίνα μη σου προξενήσω στεφάνους.
Έκτοτε ο αδελφός ηλευθερώθη του πολέμου και εκάθητο εις το κελλίον του κλαίων τας αμαρτίας του». Όταν ο Θεός φωτίση ένα άνθρωπον και μετανοήση δια τας αμαρτίας του, πορεύεται δε εν ταπεινώσει και προσοχή, δεν τον αφήνει ο Θεός να χαθή. Βεβαίως αι προλήψεις των προηγουμένων αμαρτιών θα του γίνωνται σκόλοπες και εμπόδια. Να μη απελπίζεται όμως φρονώντας ότι θα πέση και θα χαθή, όταν βλέπη τα κύματα να εγείρωνται φρικαλέως, αλλά να ελπίζη εις τον Θεόν με πίστιν αντιπαλαίων, με ταπείνωσιν, με την πνευματικήν εξάσκησιν και την καθοδήγησιν του πνευματικού Πατρός και να μη φοβήται θεωρών την σφοδράν τρικυμίαν που εσηκώθη.
27η. Προσεύχου ολοέν με την ευχούλα, κλείου εις τον εαυτόν σου δια σιωπής και μελέτης, φρόντιζε δια την ψυχούλα σου, κόρη μου. Γίνου πιο πνευματική εις το σπίτι σου, ο δε Θεός παρακολουθεί την υπόθεσίν σου και θα σημάνη η ώρα της χάριτος θαυματουργικώς, όταν το αποφασίση το άνω στρατηγείον. Κλαίε ταπεινά προσευχομένη, «τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον, αν κερδίση όλον τον κόσμον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;». Ο σατανάς βάζει όλα του τα μέσα, δια να εμποδίση την άνοδον των ψυχών. Μακαρία όποια του ξεφύγη και τον περιγελάση. Φιλοσόφει την ματαιότητα των παρερχομένων πραγμάτων και την γνησιότητα της σταθεροτάτης Ουρανίου πολιτείας, όπου συναυλίζεται η θριαμβεύουσα εκκλησία αναμένουσα και προσευχομένη δια την αγωνιζομένην τον σκληρόν σημερινόν αγώνα. Είπερ ποτέ θα χρειασθώμεν καυτήν πίστιν εις τον Χριστόν και ορθά δόγματα των αγίων μας πατέρων. Καιρός που θα πλανήση ο διάβολος και τους εκλεκτούς.
28η. Φυσικά ο διάβολος δεν θα μείνη αδρανής εις την πάλην, και αυτός έχει τα ιδικά του όπλα. Ποία; Να, π.χ. μας ψιθυρίζει: «Δεν θα κάνης τίποτε, εγώ πάλιν θα σε ρίξω, δεν βλέπεις το μέγεθος του τάδε πάθους, τον όγκον της δείνα αδυναμίας; Έχε υπ’ όψιν σου ότι δεν νικώμαι τόσον εύκολα και ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσω, τι έχεις κάμει εξ άλλου εσύ μέχρι σήμερα; Τίποτε! Αλλά ούτε θα σε αφήσω να κάνης, εις μάτην πάνε όλαι αι προσπάθειαί σου, εγώ είμαι ανίκητος, δεν βλέπεις το μέγεθός μου;» Και αμέσως παρουσιάζει ιδίως τας αισχράς φαντασίας με σφοδράν δύναμιν σαρκικής ηδονής. Φαίνεται αρματωμένος ωσάν σκορπιός, και τότε υποβάλλει αίσθησιν εις τον αγωνιστήν ότι είναι αδύνατον να γλυτώση, αλλά να σηκώση τα χέρια και να παραδοθή!
Αυτά και άλλα μύρια μας παρουσιάζει πανούργως ο δόλιος υποβολεύς. Εμπρός λοιπόν, ας αποκαλύψωμεν το ψεύδος των παγίδων και ας ξεσκεπάσωμεν τα σκουριασμένα του όπλα. Ο αγωνιστής του κραταιού Θεού πιστεύων εις την ακαταμάχητον δύναμιν Αυτού και αισθανόμενος αυτήν, άρχεται του σοβαρού αγώνος θαρσαλέως υψώνων την σημαίαν του φοβερού Σταυρού με όπλον το τρομερόν τοις δαίμοσιν όνομα του Ιησού, επικαλούμενον συνεχώς και σθεναρώς, φράσσων ούτω τον δρόμον να ενεργήση η φαντασία τας δολεράς και ανοήτους προσβολάς του διαβόλου, ολοέν σκεπτόμενος τον θάνατον, την κρίσιν, την κόλασιν, την παραδεισιακήν τρυφήν και αιώνιον δόξαν πλησίον του Ιησού, τας ανδραγαθίας των αγίων κ.λ.π., και όλα αυτά ως πυρομαχικά, που τροφοδοτούν την δύναμιν της ευχής!
Τότε φυγαδεύεται η απελπισία, η αμέλεια, ο εγωϊσμός, η αισχρότης και καταλαμβάνει ο ζήλος τον αγωνιζόμενον, οπότε υποχωρεί το φούσκωμα του σατανά και ως «μπαλόνι» λεπτό διαλύεται.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
α΄) Περί Αμελείας, Φόβου, Δειλίας, Προδοσίας και Λιποταξίας.
Ο δειλός στρατιώτης είναι άδοξος, απαρρησίαστος, κατησχυμμένος, ουδεμία αίτησίς του φθάνει εις τα ώτα του βασιλέως, ενώ του ανδρείου, μόνον το όνομά του να αναγγελθή, εν τω άμα επιτυγχάνεται η εκπλήρωσις των αιτημάτων του! Ω υψηλή παρρησία, που στολίζεις τον ανδρείον αγωνιστήν, ποίος δεν επιθυμεί ταύτην; Και όμως η αμέλεια, ιδίως εις την προσευχήν, την σκορπίζει εις τους τέσσαρας ανέμους και αφήνει τον άνθρωπον γυμνόν. Πόσον μάλλον ημείς πρέπει να δοξασθώμεν ως ανδρείοι, διότι αγγελικόν φέρομεν σχήμα και ενόρκως υπεσχέθημεν εις τον βασιλέα των βασιλευόντων, ζωήν ή θάνατον, όχι αμέλειαν και λιποταξίαν, αλλά δια του αγώνος και της βίας ας φέρωμεν την τελικήν κατατρόπωσιν εις τον εχθρόν του Θεού και της ψυχής μας.
2α. Δια τον φόβον που σε καταλαμβάνει την νύκτα κ.λ.π. είναι εκ του πειρασμού, θα τον νικήσης με την πίστιν προς τον Θεόν. Δηλαδή να σκέπτεσαι ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. «Εν τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ( Πρ. 17,28 ) και ότι χωρίς να επιτρέψη κάτι ο Θεός, δεν γίνεται. Και μέσα εις τον διάβολον και εις τα θηρία, αν ευρεθώμεν εκεί είναι ο Θεός! Και μήτε ο διάβολος, μήτε τα θηρία ημπορούν να μας βλάψουν, εάν δεν λάβουν εξουσίαν από τον Θεόν. Διατί λοιπόν να μας λείπη αύτη η σωτήριος αλήθεια του Θεού, η πίστις εις την πρόνοιάν Του και να φοβούμεθα ένθα ουκ έστι φόβος; Πως θα πάθω κακόν, αφού ο Θεός εξουσιάζει και τον διάβολον και τον κακόν άνθρωπον και όλα εκείνα που ημπορούν να με βλάψουν; Μα ο άγιος άγγελος, ο φύλαξ του ανθρώπου, που δεν τον αφήνει από την πρόνοιάν Του, πως θα επιτρέψη να πάθη κακόν ο άνθρωπος, αν δεν πάρη διαταγήν από τον Κύριον; Δια τούτο, παιδί μου, θάρσει, και όταν σου έρχεται αυτός ο φόβος να λέγης: Τίνα φοβηθήσομαι; Τις δύναται κακώσαί με, Θεού διέποντος τα πάντα; «Και αν εν μέσω σκιάς θανάτου πορευθώ, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει» ( Ψαλμ. 22,4 ). Λέγε συνάμα και την ευχήν του Ιησού Χριστού και μη φοβήσαι τίποτε. Πίστευε ακράδαντα εις την αλήθειαν της πίστεως.
Προς αρχαρίαν Μοναχήν
3η. Ευλογημένο μου παιδί, η παναγία μας να σε δυναμώση εις τον αγώνα της ψυχής σου μέχρι τέλους. Βλέπω την απογοήτευσιν της ψυχής σου, ομοιάζεις με τα «γιαννάκια» του πολέμου, δηλαδή με τους νεοσυλλέκτους φαντάρους, που τους πηγαίνουν εις το μέτωπον του πολέμου και μόλις ιδούν να πέφτουν σφαίρες, βόμβες κ.λ.π., αμέσως χάνουν το ηθικόν των και ζητούν να φύγουν οπίσω. Αλλά η εμπειρία των στρατηγών κανόνισε και τους σμίγουν με παλαιούς στρατιώτας ψημένους και αυτοί τους ενθαρρύνουν, έως ότου συνηθίσουν εις τον πόλεμον. Επαινώ την θέλησίν σου και την προαίρεσίν σου, να φθάσης εις την τελειότητα και εις την απάθειαν και προς αυτήν πρέπει να τείνουν όλαι σου αι προσπάθειαι, πλην δεν πρέπει να σου διαφεύγη, με ποίον έχεις να παλαίσης.
Η πάλη σου είναι με αρχάς, με εξουσίας, με δυνάμεις σκοτεινάς και παμπονήρους, με λίαν εμπειροπολέμους παρατάξεις. Επίσης με την σάρκα και με τον κόσμον των παθών, που ομοιάζουν με πληγάς, που πονούν τρομερά, και χρειάζεται τρόπος, χρόνος, υπομονή και επιμέλεια δια να θεραπευθούν. Το ότι απογοητεύεσαι, γνώριζε ότι τούτο είναι πόλεμος, είναι ένα κανονιοβόλισμα του εχθρού, είναι μία εκ των πληγών των παθών. Άρα θέλει υπομονήν, καρτερίαν, θάρρος. Μη σου σκοτεινιάζη τον ουρανόν των ελπίδων σου αυτό. Πίστευε ότι ο Θεός γνωρίζει όλας τας διαθέσεις εκάστου και ουδέποτε προαίρεσιν και βίαν αγαθήν παρέβλεψε και δεν αντήμειψεν ο Θεός είτε ενωρίς είτε αργά. Βλέπομεν τους αγίους πατέρας, εις τα πρώτα τους χρόνια υπέφεραν ξηρασίας, απογοητεύσεις τρομεράς μαζί και με άλλους εξοντωτικούς πειρασμούς, αλλά εκράτησαν γερά την υπομονήν και την βίαν και κατόπιν τους επεσκέφθη η χάρις, ανάλογα με ό,τι υπέμειναν προηγουμένως. Σε τρομάζει της Γερόντισσας η νοοτροπία και η απειρία και γενικά το περιβάλλον, ως μη ικανόν δια την επίτευξιν της τελειότητος, λόγω πειρασμών κ.λ.π. Αυτά όλα παραμερίζονται με την ταπείνωσιν και την αυτομεμψίαν. Δηλαδή ρίξε το βάρος των εις τον εαυτόν σου, λέγε, ότι εγώ είμαι η αιτία της απογοητεύσεώς μου είτε λόγω της υπερηφανείας μου είτε διότι ακόμη μυωπάζω και δεν δύναμαι να προσανατολισθώ ασφαλώς και φυσικόν είναι να χάνω το θάρρος των ελπίδων μου. Επίσης το νέφος δύναται να παραμερισθή και με την πίστιν προς τον οδηγούντά σε, αρκεί να φυλαχθούν εκ μέρους σου οι κανόνες της πάλης. Γνωρίζομεν εκ της πατερικής και ησυχαστικής παραδόσεως ότι παλαιά, νεώτεροι και αρχάριοι, κατόπιν ευλογίας τινός Γέροντος μεγάλου, έκτιζον κέλλας και έζων μόνοι των και μόνον κατά καιρούς επεσκέπτοντο τον Γέροντα, έλεγον τους λογισμούς των, έπαιρναν οδηγίας και έφευγον. Και παρ’ όλον ότι δεν είχαν τον Γέροντα επάνω από το κεφάλι των, έφθασαν εις μεγάλα μέτρα αρετής μόνον με συμβουλάς.
Γνώριζε, παιδί μου, ότι υπεράνω όλων αυτών είναι ο Χριστός, όχι επάνω της κεφαλής μόνον, αλλά και εντός ημών και επιβραβεύει κάθε αγαθήν προαίρεσιν και βίαν. Πολλές φορές η ταπείνωσις, (ουχί βέβαια γνησία, αλλά δηλητηριασμένη εκ του διαβόλου) μας συμβουλεύει με σκέψεις «ταπεινάς» πως δεν είμαι δυνατός και θέλω αυτό και αυτό δια να προκόψω ή το άλλο και αφού δεν παρέχονται, πως θα σωθώ κ.λ.π. Και πιστεύοντας αυτούς τους λογισμούς, αρχίζει η εκκοπή των πνευματικών νεύρων, εξ ου και η ατονία η ψυχική κ.λ.π. ενώ έπρεπε να κατοχυρωθή οπίσω από συμβουλάς εμπείρου πνευματικού, δια να μην πάθη αυτήν την ατονίαν. Διότι γνωρίζομεν, ότι ο διάβολος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός και ότι και κάθε αρετή δύναται χωρίς την έμπειρον διάκρισιν να αποβή λίαν βλαβερά, δια τούτο είπον οι Πατέρες «μείζων πάντων η διάκρισις».
Τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν, απόβαλε την απογοήτευσιν και ειπέ: θα βιασθώ μέχρι θανάτου, θα αναζητώ την τελειότητα και την απάθειαν να φθάσω, και αν δεν την φθάσω είτε λόγω των αδυναμιών μου είτε διότι θα μεσολαβήση ο θάνατός μου είτε δια οιανδήποτε άλλην αιτίαν, πιστεύω κατά τους πατέρας μας, ότι ο Θεός θα με κατατάξη με τους τελείους. Μα ζητώ να απολαύσω την μακαριότητα και την ειρήνην του Θεού, ίσως μου είπης. Ναι, λέγε εις τον εχθρόν: ο Θεός εντός μου είναι, αν βιασθώ δια της προσευχής και της ταπεινώσεως και των δακρύων, θα μου δείξη το ηγιασμένον Του πρόσωπον! Όχι μόνον ευρισκομένη εις την Μονήν, αλλά και εις τα Σόδομα και αν ευρισκόμουν, ωσάν τον Λωτ, δυνατός ο Θεός, να μου χαρίση το άγιον αυτό επιθύμημα της ψυχής μου. Πίστευε τέκνον τα όσα σου γράφω, ακοή και βλέμματι ο δίκαιος κατετρύχετο νυκτός και ημέρας, βλέπων τας αθεμίτους αισχράς πράξεις των ασελγών και όμως ουδένα έκρινε, διο και ηξιώθη θείας εμφανείας και σωτηρίας. Και εσύ μόνον τον εαυτόν σου πρόσεχε και τας αμαρτίας σου και πιστεύω ότι περισσότερον εξ όσων προσδοκάς θα εύρης.
4η. Τους εφιάλτας του ύπνου και τας ταραχάς, λογίζου ότι είναι φουρτούνα του φθόνου του διαβόλου, θέλοντας να σε φοβίση εις την αρχήν του πνευματικού δρόμου, ίνα είπης ότι, εάν εις την αρχήν του δρόμου συναντώ τοιούτους πειρασμούς υπέρ δύναμιν, μέχρι τέλους ποίος ημπορεί να ανθέξη; Και έτσι λοιπόν ο σατανάς εμπείρως και με επιστήμην εργάζεται την κακήν του τέχνην, έχοντας αρκετόν απολογισμόν κολασμένων ψυχών με αυτόν τον τρόπον. Αλλά ημείς γνωρίζομεν τας παγίδας αυτού εκ πείρας. Κατ’ αρχάς έχει δυσκολίαν ο δρόμος, μετά ανάπαυσιν, χαράν, αγαθήν πληροφορίαν εις την μεγάλην ελπίδα της σωτηρίας μας. «Του βίου την θάλασσαν υψουμένην καθορών, των πειρασμών τω κλύδωνι» κ.λ.π.
Τρικυμία και ευδία, πόλεμος και ειρήνη, υγεία και ασθένεια, κέρδος και ζημία, ούτω χαρακτηρίζεται ο δρόμος της ζωής εκάστης ψυχής. Κατάπαυσις του τοιούτου δρόμου ο θάνατος. Λοιπόν, ψυχή ευλογημένη, μη δειλιάσης εις τον δρόμον της σωτηρίας σου. Μαζί θα βαδίσωμεν τον δρόμον βοηθούμενοι ο ένας από τον άλλον. Η χάρις του Θεού η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, αύτη έσται μεθ’ ημών, περισφίγγουσα τους χαλαρούς μας λογισμούς και προς υπομονήν αλείφουσα ημάς, έως ότου έλθη το κέλευσμα του Παντοκράτορος, ίνα το μεν σώμα αφήσωμεν εδώ, η δε ψυχή ανέλθη εις ουρανούς.
5η. Μου γράφεις εις την πρώτην σου επιστολήν ότι ο Δαυϊδ γράφει: «Ου δώσω σάλον τω δικαίω» (Ψαλμ. 54,22). Εδώ εννοεί την τρικυμίαν εκείνην, η οποία δεν θα επιφέρη εις τον δίκαιον την οικτράν έκβασιν, αλλά θα είναι δοκιμασία εξ αγάπης προς αγαθήν έκβασιν και τέλος αγαθόν. Διότι δια του αγαθού σάλου, όχι μόνον σώζονται αι των δικαίων ψυχαί, αλλά και τελειοποιούνται. Εάν έλειπαν αι τρικυμίαι, ουδείς ο σωζόμενος. Μου γράφεις εις την δευτέραν σου επιστολήν, ότι εις την Γραφήν είναι γεγραμμένον, «οι δειλοί να μη εξέρχωνται εις πόλεμον». Ναι, αυτό όμως ισχύει δια τον σωματικόν πόλεμον, διότι οι δειλοί δύνανται να προξενήσουν κακόν εις τους ανδρείους. Εις τον πνευματικόν όμως πόλεμον δεν είναι ούτως, αλλά οι δειλοί ενθαρρύνονται εκ των ανδρείων και εμπείρων. Τότε μόνον βλάπτουν άνθρωπον οι πνευματικοί, όταν μη έχοντας πείραν διδάσκουν αντίθετα, δηλαδή δίδουν φάρμακα αντίθετα προς την ασθένειαν του εξομολογουμένου. Ο δειλός εις τον πνευματικόν πόλεμον εις τούτο βλάπτεται: εις το ότι δεν προχωρεί πνευματικώς, αλλά, όταν φωνάζη το έλεος του Θεού, σώζεται. Δεν έχει την ανδρείαν δια μεγάλας μάχας, αλλά κάτι κάμνει δια να σωθή και όσον εργάζεται, τόσον μισθόν και θα λάβη. Δικαιωθέντες οι άγιοι, έτσι επειράζοντο, ή διότι υστερούντο εις κάτι, ή δια να δοξασθούν περισσότερον, καθ’ ότι είχον πολλήν υπομονήν και μη θέλοντας ο Θεός να μείνη αργή η υπόλοιπος υπομονή, άφηνε να πειράζωνται, αλλά πάντοτε εις αγαθήν έκβασιν κατέληγον οι πειρασμοί των.
6η. Εύχομαι, παιδί μου, να αγωνίζεσαι, μη λησμονής τον σκοπόν της σωτηρίας. Ο διάβολος ωρύεται τίνα καταπίη, μη νυστάζης, τον καιρόν δεν τον έχομεν εις το χέρι μας, η ζωή μας κρέμαται εις μίαν κλωστήν, βίαζε τον εαυτόν σου, σήκωσε το ανάστημά σου, δείξε ότι του Χριστού είσαι δούλος και όχι του διαβόλου. Δεν ηξεύρεις ότι η αμέλεια θα φέρη χίλιους δύο λογισμούς προς αιχμαλωσίαν σου; Προσεύχου μετά πόνου και δακρύων. Θάρσει, ο Χριστός δεν θα σε αφήση. Βιάσου ολίγον και θα φύγη ο διάβολος. Η χάρις είναι έτοιμη να σε βοηθήση, περιμένει την ιδικήν σου προαίρεσιν και βίαν. Η αμέλεια, παιδί μου, γεννά την απιστίαν, την ακηδίαν και αύτη φέρει ένα εσμόν από κακούς και φθαρτικούς λογισμούς προς ρυπαρότητα οδηγούσα το θύμα της. Ανάστα, πάρε το όπλον, την ευχούλα, και φώναζε την δόξαν του Θεού μας. Κατατρόπωσε τον αντίδικον διάβολον, που ζητεί να σε καταφάγη. Βίαζε τον εαυτόν σου. Προσεύχομαι και κλαίω ιδιαιτέρως δια σε, να σε ενισχύση η Παναγία μας εις τον αγώνα σου.
α΄) Περί Αμελείας, Φόβου, Δειλίας, Προδοσίας και Λιποταξίας.
Ο δειλός στρατιώτης είναι άδοξος, απαρρησίαστος, κατησχυμμένος, ουδεμία αίτησίς του φθάνει εις τα ώτα του βασιλέως, ενώ του ανδρείου, μόνον το όνομά του να αναγγελθή, εν τω άμα επιτυγχάνεται η εκπλήρωσις των αιτημάτων του! Ω υψηλή παρρησία, που στολίζεις τον ανδρείον αγωνιστήν, ποίος δεν επιθυμεί ταύτην; Και όμως η αμέλεια, ιδίως εις την προσευχήν, την σκορπίζει εις τους τέσσαρας ανέμους και αφήνει τον άνθρωπον γυμνόν. Πόσον μάλλον ημείς πρέπει να δοξασθώμεν ως ανδρείοι, διότι αγγελικόν φέρομεν σχήμα και ενόρκως υπεσχέθημεν εις τον βασιλέα των βασιλευόντων, ζωήν ή θάνατον, όχι αμέλειαν και λιποταξίαν, αλλά δια του αγώνος και της βίας ας φέρωμεν την τελικήν κατατρόπωσιν εις τον εχθρόν του Θεού και της ψυχής μας.
2α. Δια τον φόβον που σε καταλαμβάνει την νύκτα κ.λ.π. είναι εκ του πειρασμού, θα τον νικήσης με την πίστιν προς τον Θεόν. Δηλαδή να σκέπτεσαι ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. «Εν τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ( Πρ. 17,28 ) και ότι χωρίς να επιτρέψη κάτι ο Θεός, δεν γίνεται. Και μέσα εις τον διάβολον και εις τα θηρία, αν ευρεθώμεν εκεί είναι ο Θεός! Και μήτε ο διάβολος, μήτε τα θηρία ημπορούν να μας βλάψουν, εάν δεν λάβουν εξουσίαν από τον Θεόν. Διατί λοιπόν να μας λείπη αύτη η σωτήριος αλήθεια του Θεού, η πίστις εις την πρόνοιάν Του και να φοβούμεθα ένθα ουκ έστι φόβος; Πως θα πάθω κακόν, αφού ο Θεός εξουσιάζει και τον διάβολον και τον κακόν άνθρωπον και όλα εκείνα που ημπορούν να με βλάψουν; Μα ο άγιος άγγελος, ο φύλαξ του ανθρώπου, που δεν τον αφήνει από την πρόνοιάν Του, πως θα επιτρέψη να πάθη κακόν ο άνθρωπος, αν δεν πάρη διαταγήν από τον Κύριον; Δια τούτο, παιδί μου, θάρσει, και όταν σου έρχεται αυτός ο φόβος να λέγης: Τίνα φοβηθήσομαι; Τις δύναται κακώσαί με, Θεού διέποντος τα πάντα; «Και αν εν μέσω σκιάς θανάτου πορευθώ, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει» ( Ψαλμ. 22,4 ). Λέγε συνάμα και την ευχήν του Ιησού Χριστού και μη φοβήσαι τίποτε. Πίστευε ακράδαντα εις την αλήθειαν της πίστεως.
Προς αρχαρίαν Μοναχήν
3η. Ευλογημένο μου παιδί, η παναγία μας να σε δυναμώση εις τον αγώνα της ψυχής σου μέχρι τέλους. Βλέπω την απογοήτευσιν της ψυχής σου, ομοιάζεις με τα «γιαννάκια» του πολέμου, δηλαδή με τους νεοσυλλέκτους φαντάρους, που τους πηγαίνουν εις το μέτωπον του πολέμου και μόλις ιδούν να πέφτουν σφαίρες, βόμβες κ.λ.π., αμέσως χάνουν το ηθικόν των και ζητούν να φύγουν οπίσω. Αλλά η εμπειρία των στρατηγών κανόνισε και τους σμίγουν με παλαιούς στρατιώτας ψημένους και αυτοί τους ενθαρρύνουν, έως ότου συνηθίσουν εις τον πόλεμον. Επαινώ την θέλησίν σου και την προαίρεσίν σου, να φθάσης εις την τελειότητα και εις την απάθειαν και προς αυτήν πρέπει να τείνουν όλαι σου αι προσπάθειαι, πλην δεν πρέπει να σου διαφεύγη, με ποίον έχεις να παλαίσης.
Η πάλη σου είναι με αρχάς, με εξουσίας, με δυνάμεις σκοτεινάς και παμπονήρους, με λίαν εμπειροπολέμους παρατάξεις. Επίσης με την σάρκα και με τον κόσμον των παθών, που ομοιάζουν με πληγάς, που πονούν τρομερά, και χρειάζεται τρόπος, χρόνος, υπομονή και επιμέλεια δια να θεραπευθούν. Το ότι απογοητεύεσαι, γνώριζε ότι τούτο είναι πόλεμος, είναι ένα κανονιοβόλισμα του εχθρού, είναι μία εκ των πληγών των παθών. Άρα θέλει υπομονήν, καρτερίαν, θάρρος. Μη σου σκοτεινιάζη τον ουρανόν των ελπίδων σου αυτό. Πίστευε ότι ο Θεός γνωρίζει όλας τας διαθέσεις εκάστου και ουδέποτε προαίρεσιν και βίαν αγαθήν παρέβλεψε και δεν αντήμειψεν ο Θεός είτε ενωρίς είτε αργά. Βλέπομεν τους αγίους πατέρας, εις τα πρώτα τους χρόνια υπέφεραν ξηρασίας, απογοητεύσεις τρομεράς μαζί και με άλλους εξοντωτικούς πειρασμούς, αλλά εκράτησαν γερά την υπομονήν και την βίαν και κατόπιν τους επεσκέφθη η χάρις, ανάλογα με ό,τι υπέμειναν προηγουμένως. Σε τρομάζει της Γερόντισσας η νοοτροπία και η απειρία και γενικά το περιβάλλον, ως μη ικανόν δια την επίτευξιν της τελειότητος, λόγω πειρασμών κ.λ.π. Αυτά όλα παραμερίζονται με την ταπείνωσιν και την αυτομεμψίαν. Δηλαδή ρίξε το βάρος των εις τον εαυτόν σου, λέγε, ότι εγώ είμαι η αιτία της απογοητεύσεώς μου είτε λόγω της υπερηφανείας μου είτε διότι ακόμη μυωπάζω και δεν δύναμαι να προσανατολισθώ ασφαλώς και φυσικόν είναι να χάνω το θάρρος των ελπίδων μου. Επίσης το νέφος δύναται να παραμερισθή και με την πίστιν προς τον οδηγούντά σε, αρκεί να φυλαχθούν εκ μέρους σου οι κανόνες της πάλης. Γνωρίζομεν εκ της πατερικής και ησυχαστικής παραδόσεως ότι παλαιά, νεώτεροι και αρχάριοι, κατόπιν ευλογίας τινός Γέροντος μεγάλου, έκτιζον κέλλας και έζων μόνοι των και μόνον κατά καιρούς επεσκέπτοντο τον Γέροντα, έλεγον τους λογισμούς των, έπαιρναν οδηγίας και έφευγον. Και παρ’ όλον ότι δεν είχαν τον Γέροντα επάνω από το κεφάλι των, έφθασαν εις μεγάλα μέτρα αρετής μόνον με συμβουλάς.
Γνώριζε, παιδί μου, ότι υπεράνω όλων αυτών είναι ο Χριστός, όχι επάνω της κεφαλής μόνον, αλλά και εντός ημών και επιβραβεύει κάθε αγαθήν προαίρεσιν και βίαν. Πολλές φορές η ταπείνωσις, (ουχί βέβαια γνησία, αλλά δηλητηριασμένη εκ του διαβόλου) μας συμβουλεύει με σκέψεις «ταπεινάς» πως δεν είμαι δυνατός και θέλω αυτό και αυτό δια να προκόψω ή το άλλο και αφού δεν παρέχονται, πως θα σωθώ κ.λ.π. Και πιστεύοντας αυτούς τους λογισμούς, αρχίζει η εκκοπή των πνευματικών νεύρων, εξ ου και η ατονία η ψυχική κ.λ.π. ενώ έπρεπε να κατοχυρωθή οπίσω από συμβουλάς εμπείρου πνευματικού, δια να μην πάθη αυτήν την ατονίαν. Διότι γνωρίζομεν, ότι ο διάβολος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός και ότι και κάθε αρετή δύναται χωρίς την έμπειρον διάκρισιν να αποβή λίαν βλαβερά, δια τούτο είπον οι Πατέρες «μείζων πάντων η διάκρισις».
Τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν, απόβαλε την απογοήτευσιν και ειπέ: θα βιασθώ μέχρι θανάτου, θα αναζητώ την τελειότητα και την απάθειαν να φθάσω, και αν δεν την φθάσω είτε λόγω των αδυναμιών μου είτε διότι θα μεσολαβήση ο θάνατός μου είτε δια οιανδήποτε άλλην αιτίαν, πιστεύω κατά τους πατέρας μας, ότι ο Θεός θα με κατατάξη με τους τελείους. Μα ζητώ να απολαύσω την μακαριότητα και την ειρήνην του Θεού, ίσως μου είπης. Ναι, λέγε εις τον εχθρόν: ο Θεός εντός μου είναι, αν βιασθώ δια της προσευχής και της ταπεινώσεως και των δακρύων, θα μου δείξη το ηγιασμένον Του πρόσωπον! Όχι μόνον ευρισκομένη εις την Μονήν, αλλά και εις τα Σόδομα και αν ευρισκόμουν, ωσάν τον Λωτ, δυνατός ο Θεός, να μου χαρίση το άγιον αυτό επιθύμημα της ψυχής μου. Πίστευε τέκνον τα όσα σου γράφω, ακοή και βλέμματι ο δίκαιος κατετρύχετο νυκτός και ημέρας, βλέπων τας αθεμίτους αισχράς πράξεις των ασελγών και όμως ουδένα έκρινε, διο και ηξιώθη θείας εμφανείας και σωτηρίας. Και εσύ μόνον τον εαυτόν σου πρόσεχε και τας αμαρτίας σου και πιστεύω ότι περισσότερον εξ όσων προσδοκάς θα εύρης.
4η. Τους εφιάλτας του ύπνου και τας ταραχάς, λογίζου ότι είναι φουρτούνα του φθόνου του διαβόλου, θέλοντας να σε φοβίση εις την αρχήν του πνευματικού δρόμου, ίνα είπης ότι, εάν εις την αρχήν του δρόμου συναντώ τοιούτους πειρασμούς υπέρ δύναμιν, μέχρι τέλους ποίος ημπορεί να ανθέξη; Και έτσι λοιπόν ο σατανάς εμπείρως και με επιστήμην εργάζεται την κακήν του τέχνην, έχοντας αρκετόν απολογισμόν κολασμένων ψυχών με αυτόν τον τρόπον. Αλλά ημείς γνωρίζομεν τας παγίδας αυτού εκ πείρας. Κατ’ αρχάς έχει δυσκολίαν ο δρόμος, μετά ανάπαυσιν, χαράν, αγαθήν πληροφορίαν εις την μεγάλην ελπίδα της σωτηρίας μας. «Του βίου την θάλασσαν υψουμένην καθορών, των πειρασμών τω κλύδωνι» κ.λ.π.
Τρικυμία και ευδία, πόλεμος και ειρήνη, υγεία και ασθένεια, κέρδος και ζημία, ούτω χαρακτηρίζεται ο δρόμος της ζωής εκάστης ψυχής. Κατάπαυσις του τοιούτου δρόμου ο θάνατος. Λοιπόν, ψυχή ευλογημένη, μη δειλιάσης εις τον δρόμον της σωτηρίας σου. Μαζί θα βαδίσωμεν τον δρόμον βοηθούμενοι ο ένας από τον άλλον. Η χάρις του Θεού η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, αύτη έσται μεθ’ ημών, περισφίγγουσα τους χαλαρούς μας λογισμούς και προς υπομονήν αλείφουσα ημάς, έως ότου έλθη το κέλευσμα του Παντοκράτορος, ίνα το μεν σώμα αφήσωμεν εδώ, η δε ψυχή ανέλθη εις ουρανούς.
5η. Μου γράφεις εις την πρώτην σου επιστολήν ότι ο Δαυϊδ γράφει: «Ου δώσω σάλον τω δικαίω» (Ψαλμ. 54,22). Εδώ εννοεί την τρικυμίαν εκείνην, η οποία δεν θα επιφέρη εις τον δίκαιον την οικτράν έκβασιν, αλλά θα είναι δοκιμασία εξ αγάπης προς αγαθήν έκβασιν και τέλος αγαθόν. Διότι δια του αγαθού σάλου, όχι μόνον σώζονται αι των δικαίων ψυχαί, αλλά και τελειοποιούνται. Εάν έλειπαν αι τρικυμίαι, ουδείς ο σωζόμενος. Μου γράφεις εις την δευτέραν σου επιστολήν, ότι εις την Γραφήν είναι γεγραμμένον, «οι δειλοί να μη εξέρχωνται εις πόλεμον». Ναι, αυτό όμως ισχύει δια τον σωματικόν πόλεμον, διότι οι δειλοί δύνανται να προξενήσουν κακόν εις τους ανδρείους. Εις τον πνευματικόν όμως πόλεμον δεν είναι ούτως, αλλά οι δειλοί ενθαρρύνονται εκ των ανδρείων και εμπείρων. Τότε μόνον βλάπτουν άνθρωπον οι πνευματικοί, όταν μη έχοντας πείραν διδάσκουν αντίθετα, δηλαδή δίδουν φάρμακα αντίθετα προς την ασθένειαν του εξομολογουμένου. Ο δειλός εις τον πνευματικόν πόλεμον εις τούτο βλάπτεται: εις το ότι δεν προχωρεί πνευματικώς, αλλά, όταν φωνάζη το έλεος του Θεού, σώζεται. Δεν έχει την ανδρείαν δια μεγάλας μάχας, αλλά κάτι κάμνει δια να σωθή και όσον εργάζεται, τόσον μισθόν και θα λάβη. Δικαιωθέντες οι άγιοι, έτσι επειράζοντο, ή διότι υστερούντο εις κάτι, ή δια να δοξασθούν περισσότερον, καθ’ ότι είχον πολλήν υπομονήν και μη θέλοντας ο Θεός να μείνη αργή η υπόλοιπος υπομονή, άφηνε να πειράζωνται, αλλά πάντοτε εις αγαθήν έκβασιν κατέληγον οι πειρασμοί των.
6η. Εύχομαι, παιδί μου, να αγωνίζεσαι, μη λησμονής τον σκοπόν της σωτηρίας. Ο διάβολος ωρύεται τίνα καταπίη, μη νυστάζης, τον καιρόν δεν τον έχομεν εις το χέρι μας, η ζωή μας κρέμαται εις μίαν κλωστήν, βίαζε τον εαυτόν σου, σήκωσε το ανάστημά σου, δείξε ότι του Χριστού είσαι δούλος και όχι του διαβόλου. Δεν ηξεύρεις ότι η αμέλεια θα φέρη χίλιους δύο λογισμούς προς αιχμαλωσίαν σου; Προσεύχου μετά πόνου και δακρύων. Θάρσει, ο Χριστός δεν θα σε αφήση. Βιάσου ολίγον και θα φύγη ο διάβολος. Η χάρις είναι έτοιμη να σε βοηθήση, περιμένει την ιδικήν σου προαίρεσιν και βίαν. Η αμέλεια, παιδί μου, γεννά την απιστίαν, την ακηδίαν και αύτη φέρει ένα εσμόν από κακούς και φθαρτικούς λογισμούς προς ρυπαρότητα οδηγούσα το θύμα της. Ανάστα, πάρε το όπλον, την ευχούλα, και φώναζε την δόξαν του Θεού μας. Κατατρόπωσε τον αντίδικον διάβολον, που ζητεί να σε καταφάγη. Βίαζε τον εαυτόν σου. Προσεύχομαι και κλαίω ιδιαιτέρως δια σε, να σε ενισχύση η Παναγία μας εις τον αγώνα σου.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
α΄) Περί Αμελείας, Φόβου, Δειλίας, Προδοσίας και Λιποταξίας.
7η. Ο Θεός της ειρήνης, παιδί μου, να σου χαρίση την θείαν ειρήνην, την πάντα νουν υπερέχουσαν, και την αγάπην Του. Η αγάπη του Θεού να είναι η επιδίωξις της ζωής σου. Να φοβήσαι την αμέλειαν, ωσάν τον μεγαλύτερον εχθρόν. Η αμέλεια φέρει όλα τα κακά. Εν τη αμελεία των καθηκόντων γίνεται διάβρωσις όλων των πνευματικών καλών, εξ ου και η γενική ξηρασία με τα επακόλουθα. Αύτη καταπολεμείται με την συνεχή ευχήν, με το στόμα ή με τον νουν, με την μνήμην του αδήλου θανάτου, της κολάσεως, του παραδείσου κ.λ.π. Βία επάνω εις το καθήκον και ιδιαιτέρως σιωπή με την ευχήν.
8η. Σπλάγχνον της καρδιάς μου, σου δίδω την μεγαλυτέραν ευχήν της καρδιάς μου, να σε διατηρήση ο Θεός εκ του πονηρού. Αμήν. «Αγωνίζου τον καλόν αγώνα» της ψυχής σου, γνώθι πόθεν πίπτεις και διόρθωνε εαυτόν. Την αμέλειαν κτύπα με όλην την δύναμίν σου, από αυτού ξεκινά όλον το κακόν… Εις κάθε σου πτώσιν, τόσον και περισσότερον πλησιάζει ο σατανάς κοντά σου, δια να σε κάνη παίγνιόν του και να σε θεατρίζη. Ξύπνα από την αναισθησίαν, μελέτα, σκέπτου τα άνω, θα φύγωμεν δια ταξίδι χωρίς επιστροφήν. Πρόσεχε, διότι άλλοι θα πάνε εις τα άνω αγαθά, εις την ωραιοτάτην Ιερουσαλήμ, δια να έχουν πάντα το ατελείωτον Πάσχα με τους Αγγέλους και άλλοι ταξιδεύουν δια κάτω, δια την κόλασιν, έχοντας παντοτινήν συντροφιάν τους δαίμονας…!
Άνω βλέπε, πέρασε τον ουρανόν αυτόν με την διάνοιαν και ιδέ τι κρύβεται πέραν αυτού! Εκεί είναι η Πατρίδα μας, εκεί οι κόποι μας πορεύονται και θησαυρίζονται. Δια τούτο μην αμελής τα καθήκοντάς σου, μελέτη, κανόνα, αγρυπνία νηφάλια και ευχή, κράζε, φώναζε «Ιησού Επιστάτα, σώσον με, απόλλυμαι ο ταλαίπωρος» (Λουκ. 8,24).
9η. Η Εύα διετάχθη να μη φάγη από τον απηγορευμένον καρπόν, κατόπιν ήλθεν εις την θεωρίαν του, τον είδε, ενικήθη, έφαγε και απέθανεν εκ Θεού. Είδε λοιπόν και ενικήθη, την ενίκησεν η επιθυμία της απολαύσεως, έγινε πάλη μέσα της και η φιλαυτία την ώθησε εις την γεύσιν, διότι δεν προέκρινε την στέρησιν χάριν της υπακοής. Ο Θεός αυτούς που θα σώση, αυτούς που ζητούν το έλεός Του, δεν τους θέλει κούτσουρα, ουδέ ανάνδρους και δειλούς, ουδέ αδοκιμάστους. Πρόκειται περί θείας κληρονομίας δια πεπαιδευμένους Χριστιανούς. Λοιπόν θέτει ημάς ενώπιον πειρασμών, όπως γνωσθή η υπακοή μας εις τας εντολάς Του. Ο φωτισμός Του είναι εντός μας, η γνώσις του θελήματός Του μας διδάσκεται δια των Γραφών, η συνείδησις πάλιν ως πυξίς μας οδηγεί. Όλα τα ως άνω μας φωτίζουν εμπρός εις τον πειρασμόν. Όταν όμως υπερισχύη η προαίρεσίς μας εις το κακόν, τότε δεν υπακούομεν εις τας εντολάς Του. Επλάσθημεν αυτεξούσιοι και το αυτεξούσιον δεν καταδυναστεύεται. Και ως τοιούτοι, εάν εφοβούμεθα τον Θεόν, δεν θα επίπτομεν εις τον πειρασμόν, και εάν δεν αγαπούσαμε τον εαυτόν μας περισσότερον του Θεού, δεν θα εκκλίναμεν εις την αμαρτίαν. Αλλά η αγαθότης Του δεν άφησε και τας πτώσεις χωρίς φάρμακον ανορθώσεως, και ως εκ τούτου πάλιν επανερχόμεθα και γίνεται νίκη δια πτώσεως.
Δικαίους ονομάζει η Γραφή πάντας τους βιάζοντας εαυτούς να σωθούν, δικαιωθέντας δια πίστεως. Δεν θα τους αφήση να πέσουν, καθ’ ότι αγωνίζονται καλώς, δεν θα τους αφήση εις πειρασμόν υπέρ την δύναμίν των, όταν καταβάλλουν κάθε προσπάθειαν υπομονής. Όταν όμως υπάρχει δειλία και χλιαρότης, όταν υπάρχη ράθυμος προαίρεσις, αυτό αποτελεί και αιτίαν πειρασμού υπέρ την δύναμίν μας. Ο γογγυσμός σου είναι εφάμαρτος, είναι αποτέλεσμα φιλαυτίας και ανανδρίας. Εις πάντα να κάμνης υπομονήν, να ευχαριστής τον Θεόν και να μέμφεσαι την χλιαρότητά σου και ουχί τον Θεόν, που εσταυρώθη δια σε, άρα σε αγαπά, και αν σε αγαπά πως σε αφήνει να πέσης εις τον πειρασμόν; Ζήτησέ Του συγχώρησιν και ασφαλίζου εν τη υπομονή.
10η. Προσέχετε την ραθυμίαν τόσον εις την ευχήν, όσον και εις τους λογισμούς, χωρίς να εξαιρώ και την νωθρότητα εις τον αγώνα της αγρυπνίας. Μην αμελήτε, τέκνα μου, διότι η αμέλεια είναι δεινόν κακόν, γεννήτρια όλων των χαμερπών ηδονών, πρόδρομος της κολάσεως και αιτία δεινής αιχμαλωσίας. Μη κοιμάσθε τον της αμελείας ύπνον, διότι ο διάβολος είναι ξύπνιος και κρατά εις το χέρι του ένα δαδί αναμμένο και προσπαθεί να μας δώση φωτιά να καούμε. Ξυπνάτε, μας περιμένει κρίσις και δικαστήριον χωρίς έλεος! Μην αποθαρύνεσθε, μη χάνετε το θάρρος σας, ενίοτε μας αφήνει η αγία τροφός, η χάρις του Θεού, και πίπτομεν εις λογισμούς γελοίους και απρεπείς και ενίοτε εις λόγια, δια να ταπεινωθώμεν και να μη φρονώμεν υψηλά, αλλά να γνωρίσωμεν την ασθένειάν μας, πως χωρίς την χάριν του Θεού δεν δυνάμεθα να πράξωμεν ουδέν καλόν.
11η. Μη φοβού, αγωνίζου, θάρρος και ανδρείαν οπλίσου, έχομεν Ιησούν στρατηγόν, που οδηγεί το στράτευμά μας εις την ένδοξον νίκην! Μη δειλιάζης καθόλου, η δειλία προέρχεται εκ του πονηρού, όπως μας αφοπλίση και μας πιάση αιχμαλώτους. Έχε τας ελπίδας σου εις Εκείνον, όπου είπε: «Ου μη σε ανώ, ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5). Δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν περισσότερον των δυνάμεών μας.
12η. Παιδί μου, σε επεσκέφθη ο πειρασμός, δια να σου δοκιμάση την προαίρεσιν, με βάσιν τας προλήψεις. Αγωνίζου την καλήν μαρτυρίαν, μη φοβηθής τον απαίσιον εχθρόν των ψυχών μας. Ο Χριστός, καλό μου παιδί, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Επιτρέπει εις τον πειράζοντα να σε ενοχλή δια να του δείξη το θαύμα Του, που έκανε εις σε αποσπώντας σε από τον κόσμον με την γλυκείαν Του χάριν. Μάχου, παιδί μου, κατά του εχθρού της ψυχής σου και μη του επιτρέπης τίποτε να κερδίση απ’ ότι «τζάμπα» σου εκέρδισεν εις τον κόσμον. Αντιστέκου κραταιά, ίνα χαρούν οι άγγελοι και σκιρτήσουν αγαλλόμενοι, διότι ενικήθη υπό σου ο ασώματος διάβολος με την συνδρομήν της αοράτου χάριτος του Θεού. Ο κόπος του κάθε αγώνος περνά, αλλά μένει η νίκη. Αν κανείς δεν «φάη με την κουτάλα» την κόλασιν εις τον καιρόν του πειρασμού, δεν πρόκειται να ίδη Χάριν Θεού. Μελέτα τον θάνατον, φεύγομεν δι’ ένα άλλον κόσμον. Ω, τι ωραίος και μακάριος! Άράγε θα γίνωμεν κάτοικοι αυτού του τόσον ωραίου κόσμου; Αυτόν τον πανευτυχή τόπον ας σκεπτώμεθα συνεχώς, δια να ημπορέσωμεν τούτον εδώ τον ψεύτικον και απατηλόν να καταφρονήσωμεν. Προσεύχου, παιδί μου, συνέχεια, σκέψου τας αμαρτίας, και κλαίε με καυτά δάκρυα, τα οποία πάρα πολύ θα σε ανακουφίσουν. Θα πενθήσης καλώς, όταν σιωπάς και δεν γελάς.
13η. Παιδί μου ευλογημένο, χαίρε με την αγάπην του καλού μας Θεού, που σαν στοργικώτατος πατέρας, μας φροντίζει τόσον ωραία-έστω και με την σοφήν παιδείαν Του-δια την σωτηρίαν των ψυχών μας. Ημείς, παιδί μου, τρομάζομεν πολλάκις με κάτι το πειρασμικόν-όπως σου συνέβη και μου το γράφεις-χωρίς να γνωρίζωμεν ότι τίποτε το κακόν δεν ημπορεί να μας συμβή, διότι όλα γίνονται με την πρόνοιαν του Ουρανίου Πατέρα, προς αύξησιν της πνευματικής επιστήμης, κατά το ότι ο Θεός, εις τον άλλον κόσμον δεν θα βάλη βους (ανθρώπους αμυήτους πνευματικώς), αλλά σοφούς, πιστούς, επιστήμονας εις τας εμπειρίας των δαιμόνων και νικητάς κατά της ποικίλης αμαρτίας. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα περάσωμεν το πέλαγος αυτής εδώ της ζωής μέχρις ότου φθάσωμεν εις τον ακύμαντον λιμένα της μακαρίας εκείνης ζωής, που δεν θα έχη τέλος, μήτε θλίψεις και κινδύνους. Κράτα γερά το τιμόνι της σωφροσύνης, δια να ξεπεράσωμε τους σκοπέλους της φοβεράς κολάσεως. Ούτω θέλει τους αγωνιστάς, μιμητάς, να μη φεισθούν δια την αγάπην Του τα μεγαλύτερα δεινά, διότι ούτω δεικνύουν την όντως αγάπην των προς Αυτόν, επάνω εις τον πειρασμόν φαίνεται η αγάπη εκάστου ανθρώπου, πόσον αγαπά τον Θεόν! Ο Ιησούς μας, τέκνα μου, μας θέλει με τελείαν αγάπην, δηλαδή δύο αγάπες, δεν χωρούν εις μίαν και την αυτήν καρδίαν. Ου δυνάμεθα δουλεύειν Θεώ και μαμωνά, αλλά μίαν καρδίαν αγνήν από νοθείαν οφείλομεν να Του δώσωμεν, ίνα μας δώση και Αυτός την ιδικήν Του καρδίαν, την αμόλυντον και τεθεωμένην.
α΄) Περί Αμελείας, Φόβου, Δειλίας, Προδοσίας και Λιποταξίας.
7η. Ο Θεός της ειρήνης, παιδί μου, να σου χαρίση την θείαν ειρήνην, την πάντα νουν υπερέχουσαν, και την αγάπην Του. Η αγάπη του Θεού να είναι η επιδίωξις της ζωής σου. Να φοβήσαι την αμέλειαν, ωσάν τον μεγαλύτερον εχθρόν. Η αμέλεια φέρει όλα τα κακά. Εν τη αμελεία των καθηκόντων γίνεται διάβρωσις όλων των πνευματικών καλών, εξ ου και η γενική ξηρασία με τα επακόλουθα. Αύτη καταπολεμείται με την συνεχή ευχήν, με το στόμα ή με τον νουν, με την μνήμην του αδήλου θανάτου, της κολάσεως, του παραδείσου κ.λ.π. Βία επάνω εις το καθήκον και ιδιαιτέρως σιωπή με την ευχήν.
8η. Σπλάγχνον της καρδιάς μου, σου δίδω την μεγαλυτέραν ευχήν της καρδιάς μου, να σε διατηρήση ο Θεός εκ του πονηρού. Αμήν. «Αγωνίζου τον καλόν αγώνα» της ψυχής σου, γνώθι πόθεν πίπτεις και διόρθωνε εαυτόν. Την αμέλειαν κτύπα με όλην την δύναμίν σου, από αυτού ξεκινά όλον το κακόν… Εις κάθε σου πτώσιν, τόσον και περισσότερον πλησιάζει ο σατανάς κοντά σου, δια να σε κάνη παίγνιόν του και να σε θεατρίζη. Ξύπνα από την αναισθησίαν, μελέτα, σκέπτου τα άνω, θα φύγωμεν δια ταξίδι χωρίς επιστροφήν. Πρόσεχε, διότι άλλοι θα πάνε εις τα άνω αγαθά, εις την ωραιοτάτην Ιερουσαλήμ, δια να έχουν πάντα το ατελείωτον Πάσχα με τους Αγγέλους και άλλοι ταξιδεύουν δια κάτω, δια την κόλασιν, έχοντας παντοτινήν συντροφιάν τους δαίμονας…!
Άνω βλέπε, πέρασε τον ουρανόν αυτόν με την διάνοιαν και ιδέ τι κρύβεται πέραν αυτού! Εκεί είναι η Πατρίδα μας, εκεί οι κόποι μας πορεύονται και θησαυρίζονται. Δια τούτο μην αμελής τα καθήκοντάς σου, μελέτη, κανόνα, αγρυπνία νηφάλια και ευχή, κράζε, φώναζε «Ιησού Επιστάτα, σώσον με, απόλλυμαι ο ταλαίπωρος» (Λουκ. 8,24).
9η. Η Εύα διετάχθη να μη φάγη από τον απηγορευμένον καρπόν, κατόπιν ήλθεν εις την θεωρίαν του, τον είδε, ενικήθη, έφαγε και απέθανεν εκ Θεού. Είδε λοιπόν και ενικήθη, την ενίκησεν η επιθυμία της απολαύσεως, έγινε πάλη μέσα της και η φιλαυτία την ώθησε εις την γεύσιν, διότι δεν προέκρινε την στέρησιν χάριν της υπακοής. Ο Θεός αυτούς που θα σώση, αυτούς που ζητούν το έλεός Του, δεν τους θέλει κούτσουρα, ουδέ ανάνδρους και δειλούς, ουδέ αδοκιμάστους. Πρόκειται περί θείας κληρονομίας δια πεπαιδευμένους Χριστιανούς. Λοιπόν θέτει ημάς ενώπιον πειρασμών, όπως γνωσθή η υπακοή μας εις τας εντολάς Του. Ο φωτισμός Του είναι εντός μας, η γνώσις του θελήματός Του μας διδάσκεται δια των Γραφών, η συνείδησις πάλιν ως πυξίς μας οδηγεί. Όλα τα ως άνω μας φωτίζουν εμπρός εις τον πειρασμόν. Όταν όμως υπερισχύη η προαίρεσίς μας εις το κακόν, τότε δεν υπακούομεν εις τας εντολάς Του. Επλάσθημεν αυτεξούσιοι και το αυτεξούσιον δεν καταδυναστεύεται. Και ως τοιούτοι, εάν εφοβούμεθα τον Θεόν, δεν θα επίπτομεν εις τον πειρασμόν, και εάν δεν αγαπούσαμε τον εαυτόν μας περισσότερον του Θεού, δεν θα εκκλίναμεν εις την αμαρτίαν. Αλλά η αγαθότης Του δεν άφησε και τας πτώσεις χωρίς φάρμακον ανορθώσεως, και ως εκ τούτου πάλιν επανερχόμεθα και γίνεται νίκη δια πτώσεως.
Δικαίους ονομάζει η Γραφή πάντας τους βιάζοντας εαυτούς να σωθούν, δικαιωθέντας δια πίστεως. Δεν θα τους αφήση να πέσουν, καθ’ ότι αγωνίζονται καλώς, δεν θα τους αφήση εις πειρασμόν υπέρ την δύναμίν των, όταν καταβάλλουν κάθε προσπάθειαν υπομονής. Όταν όμως υπάρχει δειλία και χλιαρότης, όταν υπάρχη ράθυμος προαίρεσις, αυτό αποτελεί και αιτίαν πειρασμού υπέρ την δύναμίν μας. Ο γογγυσμός σου είναι εφάμαρτος, είναι αποτέλεσμα φιλαυτίας και ανανδρίας. Εις πάντα να κάμνης υπομονήν, να ευχαριστής τον Θεόν και να μέμφεσαι την χλιαρότητά σου και ουχί τον Θεόν, που εσταυρώθη δια σε, άρα σε αγαπά, και αν σε αγαπά πως σε αφήνει να πέσης εις τον πειρασμόν; Ζήτησέ Του συγχώρησιν και ασφαλίζου εν τη υπομονή.
10η. Προσέχετε την ραθυμίαν τόσον εις την ευχήν, όσον και εις τους λογισμούς, χωρίς να εξαιρώ και την νωθρότητα εις τον αγώνα της αγρυπνίας. Μην αμελήτε, τέκνα μου, διότι η αμέλεια είναι δεινόν κακόν, γεννήτρια όλων των χαμερπών ηδονών, πρόδρομος της κολάσεως και αιτία δεινής αιχμαλωσίας. Μη κοιμάσθε τον της αμελείας ύπνον, διότι ο διάβολος είναι ξύπνιος και κρατά εις το χέρι του ένα δαδί αναμμένο και προσπαθεί να μας δώση φωτιά να καούμε. Ξυπνάτε, μας περιμένει κρίσις και δικαστήριον χωρίς έλεος! Μην αποθαρύνεσθε, μη χάνετε το θάρρος σας, ενίοτε μας αφήνει η αγία τροφός, η χάρις του Θεού, και πίπτομεν εις λογισμούς γελοίους και απρεπείς και ενίοτε εις λόγια, δια να ταπεινωθώμεν και να μη φρονώμεν υψηλά, αλλά να γνωρίσωμεν την ασθένειάν μας, πως χωρίς την χάριν του Θεού δεν δυνάμεθα να πράξωμεν ουδέν καλόν.
11η. Μη φοβού, αγωνίζου, θάρρος και ανδρείαν οπλίσου, έχομεν Ιησούν στρατηγόν, που οδηγεί το στράτευμά μας εις την ένδοξον νίκην! Μη δειλιάζης καθόλου, η δειλία προέρχεται εκ του πονηρού, όπως μας αφοπλίση και μας πιάση αιχμαλώτους. Έχε τας ελπίδας σου εις Εκείνον, όπου είπε: «Ου μη σε ανώ, ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω» (Εβρ. 13,5). Δεν θα μας αφήση να πειρασθώμεν περισσότερον των δυνάμεών μας.
12η. Παιδί μου, σε επεσκέφθη ο πειρασμός, δια να σου δοκιμάση την προαίρεσιν, με βάσιν τας προλήψεις. Αγωνίζου την καλήν μαρτυρίαν, μη φοβηθής τον απαίσιον εχθρόν των ψυχών μας. Ο Χριστός, καλό μου παιδί, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Επιτρέπει εις τον πειράζοντα να σε ενοχλή δια να του δείξη το θαύμα Του, που έκανε εις σε αποσπώντας σε από τον κόσμον με την γλυκείαν Του χάριν. Μάχου, παιδί μου, κατά του εχθρού της ψυχής σου και μη του επιτρέπης τίποτε να κερδίση απ’ ότι «τζάμπα» σου εκέρδισεν εις τον κόσμον. Αντιστέκου κραταιά, ίνα χαρούν οι άγγελοι και σκιρτήσουν αγαλλόμενοι, διότι ενικήθη υπό σου ο ασώματος διάβολος με την συνδρομήν της αοράτου χάριτος του Θεού. Ο κόπος του κάθε αγώνος περνά, αλλά μένει η νίκη. Αν κανείς δεν «φάη με την κουτάλα» την κόλασιν εις τον καιρόν του πειρασμού, δεν πρόκειται να ίδη Χάριν Θεού. Μελέτα τον θάνατον, φεύγομεν δι’ ένα άλλον κόσμον. Ω, τι ωραίος και μακάριος! Άράγε θα γίνωμεν κάτοικοι αυτού του τόσον ωραίου κόσμου; Αυτόν τον πανευτυχή τόπον ας σκεπτώμεθα συνεχώς, δια να ημπορέσωμεν τούτον εδώ τον ψεύτικον και απατηλόν να καταφρονήσωμεν. Προσεύχου, παιδί μου, συνέχεια, σκέψου τας αμαρτίας, και κλαίε με καυτά δάκρυα, τα οποία πάρα πολύ θα σε ανακουφίσουν. Θα πενθήσης καλώς, όταν σιωπάς και δεν γελάς.
13η. Παιδί μου ευλογημένο, χαίρε με την αγάπην του καλού μας Θεού, που σαν στοργικώτατος πατέρας, μας φροντίζει τόσον ωραία-έστω και με την σοφήν παιδείαν Του-δια την σωτηρίαν των ψυχών μας. Ημείς, παιδί μου, τρομάζομεν πολλάκις με κάτι το πειρασμικόν-όπως σου συνέβη και μου το γράφεις-χωρίς να γνωρίζωμεν ότι τίποτε το κακόν δεν ημπορεί να μας συμβή, διότι όλα γίνονται με την πρόνοιαν του Ουρανίου Πατέρα, προς αύξησιν της πνευματικής επιστήμης, κατά το ότι ο Θεός, εις τον άλλον κόσμον δεν θα βάλη βους (ανθρώπους αμυήτους πνευματικώς), αλλά σοφούς, πιστούς, επιστήμονας εις τας εμπειρίας των δαιμόνων και νικητάς κατά της ποικίλης αμαρτίας. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα περάσωμεν το πέλαγος αυτής εδώ της ζωής μέχρις ότου φθάσωμεν εις τον ακύμαντον λιμένα της μακαρίας εκείνης ζωής, που δεν θα έχη τέλος, μήτε θλίψεις και κινδύνους. Κράτα γερά το τιμόνι της σωφροσύνης, δια να ξεπεράσωμε τους σκοπέλους της φοβεράς κολάσεως. Ούτω θέλει τους αγωνιστάς, μιμητάς, να μη φεισθούν δια την αγάπην Του τα μεγαλύτερα δεινά, διότι ούτω δεικνύουν την όντως αγάπην των προς Αυτόν, επάνω εις τον πειρασμόν φαίνεται η αγάπη εκάστου ανθρώπου, πόσον αγαπά τον Θεόν! Ο Ιησούς μας, τέκνα μου, μας θέλει με τελείαν αγάπην, δηλαδή δύο αγάπες, δεν χωρούν εις μίαν και την αυτήν καρδίαν. Ου δυνάμεθα δουλεύειν Θεώ και μαμωνά, αλλά μίαν καρδίαν αγνήν από νοθείαν οφείλομεν να Του δώσωμεν, ίνα μας δώση και Αυτός την ιδικήν Του καρδίαν, την αμόλυντον και τεθεωμένην.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
14η. Μη χάνης το θάρρος σου, παιδί μου, όσον και αν μαίνεται ενίοτε η τρικυμιώδης θάλασσα των ποικίλων πειρασμών. Συ αναλογίζου, ότι όλα αυτά και άλλα πιο πολλά, δεν είναι άξια να μας εμποδίσουν από την χάριν του Θεού και την αγάπην Του. Αν μεγαλώση, παιδί μου, ο πόθος του Χριστού μας μέσα μας, τότε όλα τα σκάνδαλα θα γίνουν πολύ μικρά και ευκολοπέραστα. Όταν λείπη η αγάπη και ο πόθος προς τον Χριστόν μας, τότε μας γίνονται δυσκολοβάστακτα και ποτίζουν τας ημέρας μας με δάκρυα πύρινα. Ναι, παιδί μου, τον Ιησούν ας επικαλούμεθα, έως ότου ανάψη η φλόγα Του μέσα μας και τότε όλα τα ζιζάνια θα γίνουν στάκτη. Μνημόνευε ότι οφείλομεν να σηκώνωμεν καθ’ ημέραν Σταυρόν, που σημαίνει θλίψεις, κόπους, πειρασμούς και κάθε δαιμονικήν ενέργειαν, διότι ποίος άγιος διήλθεν τον επίγειον δρόμον και τα σκοτεινά μονοπάτια άνευ θλίψεων και κινδύνων; Και αν ημείς εκλήθημεν τον ίδιον δρόμον να περιπατήσωμεν, τι παράδοξον συναντώμεν; Εφ’ όσον με τον διάβολον επελέξαμε να παλαίσωμεν, τι να απορούμεν εις τα της πάλης; Εμπρός ας έχωμεν αναμμένην της προθυμίας την λαμπάδα και ας αναμένωμεν με υπομονήν και ανύστακτο μάτι την έλευσιν του Κυρίου Ιησού.
15η. Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις τα καθήκοντά σας. Οι βιασταί αρπάζουν τον στέφανον της νίκης, ενώ οι αμελείς και ράθυμοι κερδίζουν καταισχύνην και όνειδος! Βιάζεσθε να κερδίσητε την βασιλείαν του Θεού. Αι ημέραι περνούν και φεύγουν, πότε θα βιασθώμεν, δια να γεμίσωμε το πορτοφόλι μας πνευματικά χρήματα; Ο θάνατος έρχεται αιφνίδιος, το νήμα της ζωής εξαίφνης θα κοπή και αλλοίμονον εις εκείνον, που θα ευρεθή ανάξιος δια την βασιλείαν του Θεού. Τρέχετε, παιδιά μου, εις τον δρόμον της αρετής, μη κουράζεσθε, κτυπάτε τον διάβολον, διώκετε τα σκάνδαλα με την αγάπην.
16η. Μην αναβάλωμεν την διόρθωσίν μας και μας εύρη ο θάνατος, τότε θα κλαίωμεν, πρώτος εγώ, και θα θρηνώμεν απαρηγόρητα, χωρίς ακτίνα ελπίδος μεταβολής των δεινών. Βιασθείτε, ιδού και ο καιρός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έφθασε, πλην όχι τόσον η νηστεία του σώματος, όσον της γλώσσης, του νοός, της καρδίας, των αισθήσεων, πρέπει να μας απασχολήση ιδιαιτέρως τώρα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Ας καθαρισθώμεν δια της τοιαύτης νηστείας έσωθεν, εκεί όπου εμφωλεύουν τα πνευματικά φίδια, που δηλητηριάζουν την πνευματικήν ζωήν της ψυχής μας και μένομεν νεκροί δυνάμεως πνευματικής, δια διόρθωσιν και μεταμόρφωσιν εσωτερικήν. Τώρα την Τεσσαρακοστήν βιασθείτε ιδιαιτέρως. Βάλετέ το πείσμα, αυτό το πείσμα είναι άγιον και όχι εγωϊστικόν, και θα ίδητε πόσα οφέλη πνευματικά θα εύρητε. Και μόνον δια τον λόγον ότι θα κατασταλούν αναλόγως τα πάθη και θα αποφύγωμεν ωρισμένα αμαρτήματα, δίκαιον είναι να πεισματώσωμεν εις πείσμα του διαβόλου που συνεχώς μας ρίπτει εις τα ίδια και εις τα ίδια.
17η. Αγωνίζου, παιδί μου. Ουχί καιρός αγώνων ο παρών βίος; Ουχί όνειρον η ζωή παντός γηϊνου ανθρώπου; Ανύψωσον τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής σου και ιδέ ουρανίους στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων. Ανάτεινον το όμμα της διανοίας σου έτι και ιδέ τον μακάριον τόπον του πρώην ανατέλλοντος εωσφόρου κενόν. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω κλήσις αγιωτάτη! Εκεί κοντά εις τον θείον θρόνον θα βλέπουν αι ψυχαί το θείον κάλλος του Χριστού, και θα ανάγωνται από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν προς πλεονασμόν πλούτου θείας χάριτος! Δια να αποκτηθούν όμως τα ουράνια αυτά αγαθά, οφείλομεν να επιδείξωμεν ανδρείαν, τόλμην και να συνάψωμεν μάχας, χωρίς να δώσωμεν εις ήτταν τα νώτα μας, αφορώντες εις τον Ιησούν ο Οποίος μας είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωαν. 16,33 ) και « ο άχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31 ). Ελπίζοντες λοιπόν εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Εσταυρωμένου, ας δώσωμεν τον εαυτόν μας εν απλότητι εις τον αγώνα του μονήρους βίου και ας παραμείνωμεν καταφιλούντες τους αχράντους πόδας του Σωτήρος χύνοντες δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς. Τις λοιπόν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψεις, ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης κ.λ.π.; «Σκύβαλα ηγούμαι είναι τα πάντα, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3,8 ), εβόα το στόμα του Παύλου. Ουχί και ημείς χρεωστούμεν μιμηταί του Παύλου να γίνωμεν και εις την αυτήν χάριν και αγάπην προς τον Χριστόν να φθάσωμεν; Ναι, αλλά όμως αγωνιζόμεθα ως εκείνος; Επάθαμεν και ημείς, εγώ, τα όσα αυτός δια τον ηγαπημένον Του Χριστόν έπαθε; Όχι, δια τούτο και γυμνός και ρακένδυτος υπάρχω και την αισχύνην περίκειμαι και πλανώμαι νομίζων ότι περίκειμαι διάδημα δόξης. Ουαί μοι, ουαί μοι τω αθλίω, τις μου το σκότος καταλάμψει, ίνα ίδω την ελεεινότητά μου!
18η. Βιάζεσθε εις τα πνευματικά σας καθήκοντα, διότι η βία εις τα πνευματικά είναι ωσάν το τείχος το στερεόν, που δεν αφήνει να εισέλθη ο ποταμός μέσα εις τον κήπον, δια να καταστρέψη ό,τι εκοπίασεν ο κηπουρός. Εάν όμως αμελώμεν, τότε εισέρχεται ο ποταμός και καταστρέφει τα πάντα! Περί τούτου μας λέγει ο Κύριος εις το ιερόν Ευαγγέλιον «Εν τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου» (Ματθ. 13,25 ). Όσον βιαζόμεθα, τόσον θα κερδίσωμεν, όσον εργασθή κανείς, τόσον θα πληρωθή. Η ζωή του μοναχού είναι σταυρός καθημερινός, είναι Ιερός Γολγοθάς, όπου μας καλεί ο Ιησούς, ίνα συσταυρωθώμεν όσοι Τον αγαπώμεν και κατόπιν θα γίνη η ανάστασις της ψυχής.
19η. Μη μένετε αδρανείς, μόνον βιάζεσθε, ίνα μη κατακριθήτε, ως ακροαταί του νόμου και μη ποιηταί, διότι εφ’ όσον ζητείτε λόγον Θεού, άρα η ζήτησις προϋποθέτει υπόσχεσιν εφαρμογής, λοιπόν αγωνίζεσθε. Παιδιά μου, αγωνισθήτε, μαζί με τον Χριστόν μας θα τα υποφέρωμεν όλα. Ο κόσμος θα μας μισήση, διότι πρωτίστως εμίσησε τον Ιησούν μας, την ιδικήν μας αγάπην και λατρείαν! Χριστόν αγαπήσατε. Χριστόν αναπνέετε. Ιησούν ποιήσατε συγκάτοικον μέσα εις την ψυχήν σας, μη φοβήσθε κανένα, διότι είμεθα γεώργιον Θεού, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, μας έχει ανακτορικούς υπηρέτας. Κανέν κακόν δεν θα μας εγγίση, διότι Χριστόν δουλεύομεν, εις Αυτόν υποτάσσονται τα πάντα!
20η. Παιδιά μου, ανδρίζεσθε δια τον αγώνα, ο Χριστός μας, αοράτως πάρεστι και περιμένει να ίδη την νίκην, δια να σας δώση τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης! Όστις αγαπά τον Θεόν, θυσιάζει τα πάντα, μόνον και μόνον δια να αναπαύση τον Θεόν. Μη λυπηθήτε τίποτε, διότι εμπρός εις την αγάπην του Θεού, τα πάντα είναι σκύβαλα. Οι δαίμονες θορυβούνται, βλέποντες υμάς να ετοιμάζεσθε δια την μάχην, οι δε άγγελοι τρέχουν, να διώξουν κάθε δυσκολίαν δια την νίκην. Λοιπόν συμμαχίαν με τους αγγέλους του Θεού, όπως δώσωμεν μαρτυρίαν, ότι «Ιησούς ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( Εβρ. 13,8 ).
21η. Προς Καθηγουμένην.
Αγωνίζου,… διότι των ποιμένων το καθήκον είναι να θυσιάζωνται υπέρ των προβάτων που ανέλαβον να ποιμάνουν. Τρισμακάριοι οι ποιμένες, που θα ποιμάνουν καλώς τα λογικά πρόβατα, διότι τους αναμένει μέγας πλούτος εν ουρανοίς αιώνιος! Υπόμεινον τα πάντα, τέκνον μου, διότι ο διάβολος θα κτυπήση ποικιλοτρόπως, όπως μας σπάση το τείχος της υπομονής, ούτω θα έχη δύο κέρδη, την ιδικήν μας ήτταν και των αδελφών.
22α. Εύχομαι η χάρις του Θεού να σε επισκιάση και να σου δώση την αρμόζουσαν δύναμιν, να αντιμετωπίσης τον κάκιστον εγωϊσμόν, την δεινήν αφετηρίαν όλων των κακών κινήσεων της πολυμόρφου κακίας. Μη φοβού, τέκνον μου, του διαβόλου την πίεσιν. Η δύναμις του Θεού μας είναι τόσον πανίσχυρος, που βοηθεί ανεπιφυλάκτως τους θέλοντας να συμμαχήσουν μαζί της. Έχει δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον ο διάβολος, πλην ο Θεός σκεπάζει θαυματουργικώς τον ταλαίπωρον άνθρωπον. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, μελέτα τον νόμον του Θεού, λέγε την αγιαστικήν και σώζουσαν ημάς ευχούλα του Ιησού μας και ρίψε τον εαυτόν σου μέσα εις την φωτιά της μάχης και ο Θεός θα αμείψη αυτόν τον αγώνα με ελάφρωσιν, όπως έγινε τόσας και τόσας φοράς, με πλουσίας χρηστάς ελπίδας δι’ ένα αιώνιον λαμπρόν μέλλον. Μη δειλιάζης εμπρός εις οιονδήποτε διαβολικόν πάθος, όσον και αν σου παρουσιάζεται ογκώδες και υπερβολικόν, διότι όπου ο Θεός επεμβαίνει, νικάται του διαβόλου η αντίδρασις.
23η. Παιδί μου, θέλω χάριτι Θεού να νικήσης εις τον αγώνα. Μέχρι θανάτου αντίστασιν. Όχι οπίσω πλέον, μόνον έμπροσθεν. Ο θάνατος συνεχώς μας απειλεί. Πρέπει να είμεθα έτοιμοι. Πρέπει να αγωνισθώμεν μέχρις αίματος. Εγώ θα είμαι εις το πλευρόν σου να συναγωνίζωμαι, έως ότου θριαμβεύση ο Χριστός με την σημαίαν της Αναστάσεως. Θα βαδίζωμεν μαζί τον δρόμον της σωτηρίας, θα σε βοηθώ εις τον ανήφορον της κατά Χριστόν ζωής. Όλα πρόσκαιρα και εφήμερα. Άνω να ατενίζης. Την ζωήν της αγνότητος να ποθής με πάθος. Ή αγνότης ή θάνατος.
24η. Ευλογημένον μου τέκνον, μη φοβού εις τον αγώνα. Θάρρος και ελπίδα τρέφε εις την ψυχήν σου. Τας αντιξοότητας που προέρχονται εκ των δαιμόνων παράβλεπε. Συ βλέπε, ότι ο κάθε αγώνας θα στεφθή με επιτυχίαν. Δια τον Θεόν τίποτε δεν πάει χαμένο, έστω και η βραχυτάτη βία και αυτή καλή είναι. Μη δειλιάζης καθόλου, μάχου γενναία, «στρίμωχνε» τον εαυτόν σου, πίεζέ τον, διότι πιεζόμενον το σταφύλι, εξάγει το ωραίον κρασί, που ευφραίνει την καρδίαν. Θάρρος, παιδί μου, και θα νικήσωμεν συν Θεώ, ο Θεός υπέρ ημών θα πολεμήση και ημείς σιγήσωμεν.
25η. Ο Χριστιανικός αγώνας είναι ένδοξος, διότι το βραβείον δεν θα είναι κάτι το προσωρινόν, αιωνία δόξα επάνω εις τον ουρανόν! Μακάριος λοιπόν όποιος θα είναι κατά Θεόν σοφός, διότι δεν θα του ζητηθή λόγος και δεν θα ευρεθή εις δύσκολον θέσιν, όταν θα τον καλέση ο Θεός και του ζητήση τον επί γης χρόνον. Χωρίς να λυπούμεθα εξοδεύομεν τον χρόνον. Όταν φύγωμεν από αυτόν τον κόσμον, θα καταλἀβωμεν την ζημίαν, που υπέστημεν αφήνοντες να μας φύγη ο χρόνος. Περνούν αι ημέραι χωρίς υπολογισμόν, σωτήριον θα είναι να το καταλάβη ο άνθρωπος, έστω και κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής του.
26η. Μη χάνετε το θάρρος σας δι’ ένα καινούργιον αγώνα, αποκρούοντας ούτω κάθε λογισμόν δειλίας και αποθαρρύνσεως. Πρέπει συνεχώς να ανανεώνωμεν τας δυνάμεις μας, να ανασυγκροτώμεν μέτωπον αντιστάσεως, καθώς κάμνει και ο διάβολος. Μη σας απελπίζη η τυχαία πτώσις, έστω και μία συνεχής, ο σκοπός είναι να μη δώσωμεν τα νώτα εις τον εχθρόν και καυχηθή ενώπιον Θεού και λυπήσωμεν Αυτόν. Θάρρος και ανδρεία αρμόζει εις τους αγωνιστάς, καθ’ ον χρόνον δεν αγωνίζονται περί εφημέρων στεφάνων, μαραινομένων, αλλά περί αιωνίων και αφθάρτων! Μακάριοι λοιπόν όσοι θα έχουν τας λαμπάδας των αναμμένας, με λάδι εις το λυχνάρι. Αυτοί θα εισέλθουν χαίροντες και αγαλλόμενοι μετά του Χριστού εις τους αιωνίους γάμους, μεστοί πνευματικής ηδονής.
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
14η. Μη χάνης το θάρρος σου, παιδί μου, όσον και αν μαίνεται ενίοτε η τρικυμιώδης θάλασσα των ποικίλων πειρασμών. Συ αναλογίζου, ότι όλα αυτά και άλλα πιο πολλά, δεν είναι άξια να μας εμποδίσουν από την χάριν του Θεού και την αγάπην Του. Αν μεγαλώση, παιδί μου, ο πόθος του Χριστού μας μέσα μας, τότε όλα τα σκάνδαλα θα γίνουν πολύ μικρά και ευκολοπέραστα. Όταν λείπη η αγάπη και ο πόθος προς τον Χριστόν μας, τότε μας γίνονται δυσκολοβάστακτα και ποτίζουν τας ημέρας μας με δάκρυα πύρινα. Ναι, παιδί μου, τον Ιησούν ας επικαλούμεθα, έως ότου ανάψη η φλόγα Του μέσα μας και τότε όλα τα ζιζάνια θα γίνουν στάκτη. Μνημόνευε ότι οφείλομεν να σηκώνωμεν καθ’ ημέραν Σταυρόν, που σημαίνει θλίψεις, κόπους, πειρασμούς και κάθε δαιμονικήν ενέργειαν, διότι ποίος άγιος διήλθεν τον επίγειον δρόμον και τα σκοτεινά μονοπάτια άνευ θλίψεων και κινδύνων; Και αν ημείς εκλήθημεν τον ίδιον δρόμον να περιπατήσωμεν, τι παράδοξον συναντώμεν; Εφ’ όσον με τον διάβολον επελέξαμε να παλαίσωμεν, τι να απορούμεν εις τα της πάλης; Εμπρός ας έχωμεν αναμμένην της προθυμίας την λαμπάδα και ας αναμένωμεν με υπομονήν και ανύστακτο μάτι την έλευσιν του Κυρίου Ιησού.
15η. Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις τα καθήκοντά σας. Οι βιασταί αρπάζουν τον στέφανον της νίκης, ενώ οι αμελείς και ράθυμοι κερδίζουν καταισχύνην και όνειδος! Βιάζεσθε να κερδίσητε την βασιλείαν του Θεού. Αι ημέραι περνούν και φεύγουν, πότε θα βιασθώμεν, δια να γεμίσωμε το πορτοφόλι μας πνευματικά χρήματα; Ο θάνατος έρχεται αιφνίδιος, το νήμα της ζωής εξαίφνης θα κοπή και αλλοίμονον εις εκείνον, που θα ευρεθή ανάξιος δια την βασιλείαν του Θεού. Τρέχετε, παιδιά μου, εις τον δρόμον της αρετής, μη κουράζεσθε, κτυπάτε τον διάβολον, διώκετε τα σκάνδαλα με την αγάπην.
16η. Μην αναβάλωμεν την διόρθωσίν μας και μας εύρη ο θάνατος, τότε θα κλαίωμεν, πρώτος εγώ, και θα θρηνώμεν απαρηγόρητα, χωρίς ακτίνα ελπίδος μεταβολής των δεινών. Βιασθείτε, ιδού και ο καιρός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έφθασε, πλην όχι τόσον η νηστεία του σώματος, όσον της γλώσσης, του νοός, της καρδίας, των αισθήσεων, πρέπει να μας απασχολήση ιδιαιτέρως τώρα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Ας καθαρισθώμεν δια της τοιαύτης νηστείας έσωθεν, εκεί όπου εμφωλεύουν τα πνευματικά φίδια, που δηλητηριάζουν την πνευματικήν ζωήν της ψυχής μας και μένομεν νεκροί δυνάμεως πνευματικής, δια διόρθωσιν και μεταμόρφωσιν εσωτερικήν. Τώρα την Τεσσαρακοστήν βιασθείτε ιδιαιτέρως. Βάλετέ το πείσμα, αυτό το πείσμα είναι άγιον και όχι εγωϊστικόν, και θα ίδητε πόσα οφέλη πνευματικά θα εύρητε. Και μόνον δια τον λόγον ότι θα κατασταλούν αναλόγως τα πάθη και θα αποφύγωμεν ωρισμένα αμαρτήματα, δίκαιον είναι να πεισματώσωμεν εις πείσμα του διαβόλου που συνεχώς μας ρίπτει εις τα ίδια και εις τα ίδια.
17η. Αγωνίζου, παιδί μου. Ουχί καιρός αγώνων ο παρών βίος; Ουχί όνειρον η ζωή παντός γηϊνου ανθρώπου; Ανύψωσον τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής σου και ιδέ ουρανίους στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων. Ανάτεινον το όμμα της διανοίας σου έτι και ιδέ τον μακάριον τόπον του πρώην ανατέλλοντος εωσφόρου κενόν. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω κλήσις αγιωτάτη! Εκεί κοντά εις τον θείον θρόνον θα βλέπουν αι ψυχαί το θείον κάλλος του Χριστού, και θα ανάγωνται από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν προς πλεονασμόν πλούτου θείας χάριτος! Δια να αποκτηθούν όμως τα ουράνια αυτά αγαθά, οφείλομεν να επιδείξωμεν ανδρείαν, τόλμην και να συνάψωμεν μάχας, χωρίς να δώσωμεν εις ήτταν τα νώτα μας, αφορώντες εις τον Ιησούν ο Οποίος μας είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωαν. 16,33 ) και « ο άχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31 ). Ελπίζοντες λοιπόν εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Εσταυρωμένου, ας δώσωμεν τον εαυτόν μας εν απλότητι εις τον αγώνα του μονήρους βίου και ας παραμείνωμεν καταφιλούντες τους αχράντους πόδας του Σωτήρος χύνοντες δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς. Τις λοιπόν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψεις, ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης κ.λ.π.; «Σκύβαλα ηγούμαι είναι τα πάντα, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3,8 ), εβόα το στόμα του Παύλου. Ουχί και ημείς χρεωστούμεν μιμηταί του Παύλου να γίνωμεν και εις την αυτήν χάριν και αγάπην προς τον Χριστόν να φθάσωμεν; Ναι, αλλά όμως αγωνιζόμεθα ως εκείνος; Επάθαμεν και ημείς, εγώ, τα όσα αυτός δια τον ηγαπημένον Του Χριστόν έπαθε; Όχι, δια τούτο και γυμνός και ρακένδυτος υπάρχω και την αισχύνην περίκειμαι και πλανώμαι νομίζων ότι περίκειμαι διάδημα δόξης. Ουαί μοι, ουαί μοι τω αθλίω, τις μου το σκότος καταλάμψει, ίνα ίδω την ελεεινότητά μου!
18η. Βιάζεσθε εις τα πνευματικά σας καθήκοντα, διότι η βία εις τα πνευματικά είναι ωσάν το τείχος το στερεόν, που δεν αφήνει να εισέλθη ο ποταμός μέσα εις τον κήπον, δια να καταστρέψη ό,τι εκοπίασεν ο κηπουρός. Εάν όμως αμελώμεν, τότε εισέρχεται ο ποταμός και καταστρέφει τα πάντα! Περί τούτου μας λέγει ο Κύριος εις το ιερόν Ευαγγέλιον «Εν τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου» (Ματθ. 13,25 ). Όσον βιαζόμεθα, τόσον θα κερδίσωμεν, όσον εργασθή κανείς, τόσον θα πληρωθή. Η ζωή του μοναχού είναι σταυρός καθημερινός, είναι Ιερός Γολγοθάς, όπου μας καλεί ο Ιησούς, ίνα συσταυρωθώμεν όσοι Τον αγαπώμεν και κατόπιν θα γίνη η ανάστασις της ψυχής.
19η. Μη μένετε αδρανείς, μόνον βιάζεσθε, ίνα μη κατακριθήτε, ως ακροαταί του νόμου και μη ποιηταί, διότι εφ’ όσον ζητείτε λόγον Θεού, άρα η ζήτησις προϋποθέτει υπόσχεσιν εφαρμογής, λοιπόν αγωνίζεσθε. Παιδιά μου, αγωνισθήτε, μαζί με τον Χριστόν μας θα τα υποφέρωμεν όλα. Ο κόσμος θα μας μισήση, διότι πρωτίστως εμίσησε τον Ιησούν μας, την ιδικήν μας αγάπην και λατρείαν! Χριστόν αγαπήσατε. Χριστόν αναπνέετε. Ιησούν ποιήσατε συγκάτοικον μέσα εις την ψυχήν σας, μη φοβήσθε κανένα, διότι είμεθα γεώργιον Θεού, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, μας έχει ανακτορικούς υπηρέτας. Κανέν κακόν δεν θα μας εγγίση, διότι Χριστόν δουλεύομεν, εις Αυτόν υποτάσσονται τα πάντα!
20η. Παιδιά μου, ανδρίζεσθε δια τον αγώνα, ο Χριστός μας, αοράτως πάρεστι και περιμένει να ίδη την νίκην, δια να σας δώση τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης! Όστις αγαπά τον Θεόν, θυσιάζει τα πάντα, μόνον και μόνον δια να αναπαύση τον Θεόν. Μη λυπηθήτε τίποτε, διότι εμπρός εις την αγάπην του Θεού, τα πάντα είναι σκύβαλα. Οι δαίμονες θορυβούνται, βλέποντες υμάς να ετοιμάζεσθε δια την μάχην, οι δε άγγελοι τρέχουν, να διώξουν κάθε δυσκολίαν δια την νίκην. Λοιπόν συμμαχίαν με τους αγγέλους του Θεού, όπως δώσωμεν μαρτυρίαν, ότι «Ιησούς ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( Εβρ. 13,8 ).
21η. Προς Καθηγουμένην.
Αγωνίζου,… διότι των ποιμένων το καθήκον είναι να θυσιάζωνται υπέρ των προβάτων που ανέλαβον να ποιμάνουν. Τρισμακάριοι οι ποιμένες, που θα ποιμάνουν καλώς τα λογικά πρόβατα, διότι τους αναμένει μέγας πλούτος εν ουρανοίς αιώνιος! Υπόμεινον τα πάντα, τέκνον μου, διότι ο διάβολος θα κτυπήση ποικιλοτρόπως, όπως μας σπάση το τείχος της υπομονής, ούτω θα έχη δύο κέρδη, την ιδικήν μας ήτταν και των αδελφών.
22α. Εύχομαι η χάρις του Θεού να σε επισκιάση και να σου δώση την αρμόζουσαν δύναμιν, να αντιμετωπίσης τον κάκιστον εγωϊσμόν, την δεινήν αφετηρίαν όλων των κακών κινήσεων της πολυμόρφου κακίας. Μη φοβού, τέκνον μου, του διαβόλου την πίεσιν. Η δύναμις του Θεού μας είναι τόσον πανίσχυρος, που βοηθεί ανεπιφυλάκτως τους θέλοντας να συμμαχήσουν μαζί της. Έχει δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον ο διάβολος, πλην ο Θεός σκεπάζει θαυματουργικώς τον ταλαίπωρον άνθρωπον. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, μελέτα τον νόμον του Θεού, λέγε την αγιαστικήν και σώζουσαν ημάς ευχούλα του Ιησού μας και ρίψε τον εαυτόν σου μέσα εις την φωτιά της μάχης και ο Θεός θα αμείψη αυτόν τον αγώνα με ελάφρωσιν, όπως έγινε τόσας και τόσας φοράς, με πλουσίας χρηστάς ελπίδας δι’ ένα αιώνιον λαμπρόν μέλλον. Μη δειλιάζης εμπρός εις οιονδήποτε διαβολικόν πάθος, όσον και αν σου παρουσιάζεται ογκώδες και υπερβολικόν, διότι όπου ο Θεός επεμβαίνει, νικάται του διαβόλου η αντίδρασις.
23η. Παιδί μου, θέλω χάριτι Θεού να νικήσης εις τον αγώνα. Μέχρι θανάτου αντίστασιν. Όχι οπίσω πλέον, μόνον έμπροσθεν. Ο θάνατος συνεχώς μας απειλεί. Πρέπει να είμεθα έτοιμοι. Πρέπει να αγωνισθώμεν μέχρις αίματος. Εγώ θα είμαι εις το πλευρόν σου να συναγωνίζωμαι, έως ότου θριαμβεύση ο Χριστός με την σημαίαν της Αναστάσεως. Θα βαδίζωμεν μαζί τον δρόμον της σωτηρίας, θα σε βοηθώ εις τον ανήφορον της κατά Χριστόν ζωής. Όλα πρόσκαιρα και εφήμερα. Άνω να ατενίζης. Την ζωήν της αγνότητος να ποθής με πάθος. Ή αγνότης ή θάνατος.
24η. Ευλογημένον μου τέκνον, μη φοβού εις τον αγώνα. Θάρρος και ελπίδα τρέφε εις την ψυχήν σου. Τας αντιξοότητας που προέρχονται εκ των δαιμόνων παράβλεπε. Συ βλέπε, ότι ο κάθε αγώνας θα στεφθή με επιτυχίαν. Δια τον Θεόν τίποτε δεν πάει χαμένο, έστω και η βραχυτάτη βία και αυτή καλή είναι. Μη δειλιάζης καθόλου, μάχου γενναία, «στρίμωχνε» τον εαυτόν σου, πίεζέ τον, διότι πιεζόμενον το σταφύλι, εξάγει το ωραίον κρασί, που ευφραίνει την καρδίαν. Θάρρος, παιδί μου, και θα νικήσωμεν συν Θεώ, ο Θεός υπέρ ημών θα πολεμήση και ημείς σιγήσωμεν.
25η. Ο Χριστιανικός αγώνας είναι ένδοξος, διότι το βραβείον δεν θα είναι κάτι το προσωρινόν, αιωνία δόξα επάνω εις τον ουρανόν! Μακάριος λοιπόν όποιος θα είναι κατά Θεόν σοφός, διότι δεν θα του ζητηθή λόγος και δεν θα ευρεθή εις δύσκολον θέσιν, όταν θα τον καλέση ο Θεός και του ζητήση τον επί γης χρόνον. Χωρίς να λυπούμεθα εξοδεύομεν τον χρόνον. Όταν φύγωμεν από αυτόν τον κόσμον, θα καταλἀβωμεν την ζημίαν, που υπέστημεν αφήνοντες να μας φύγη ο χρόνος. Περνούν αι ημέραι χωρίς υπολογισμόν, σωτήριον θα είναι να το καταλάβη ο άνθρωπος, έστω και κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής του.
26η. Μη χάνετε το θάρρος σας δι’ ένα καινούργιον αγώνα, αποκρούοντας ούτω κάθε λογισμόν δειλίας και αποθαρρύνσεως. Πρέπει συνεχώς να ανανεώνωμεν τας δυνάμεις μας, να ανασυγκροτώμεν μέτωπον αντιστάσεως, καθώς κάμνει και ο διάβολος. Μη σας απελπίζη η τυχαία πτώσις, έστω και μία συνεχής, ο σκοπός είναι να μη δώσωμεν τα νώτα εις τον εχθρόν και καυχηθή ενώπιον Θεού και λυπήσωμεν Αυτόν. Θάρρος και ανδρεία αρμόζει εις τους αγωνιστάς, καθ’ ον χρόνον δεν αγωνίζονται περί εφημέρων στεφάνων, μαραινομένων, αλλά περί αιωνίων και αφθάρτων! Μακάριοι λοιπόν όσοι θα έχουν τας λαμπάδας των αναμμένας, με λάδι εις το λυχνάρι. Αυτοί θα εισέλθουν χαίροντες και αγαλλόμενοι μετά του Χριστού εις τους αιωνίους γάμους, μεστοί πνευματικής ηδονής.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
Α) Περί Κατακρίσεως
1η. Μεγάλον κακόν η καταλαλιά, όπως ακριβώς το μικρόν τιμόνι του καραβιού οδηγεί όπου θέλει το καράβι, έτσι και η γλώσσα οδηγεί τον άνθρωπον είτε εις το καλόν είτε εις το κακόν. Οι άγιοι πατέρες το κρίνειν τα ξένα αμαρτήματα ή ελαττώματα ή τας κακάς συνηθείας πολύ το ελέγχουν. Όταν κρίνωμεν τον αδελφόν μας, κατακρίνομεν τον εαυτόν μας εις μεγάλο αμάρτημα. Όταν λοιπόν σκεπάζωμε τον αδελφό μας, θα μας σκεπάση και ημάς ο Θεός από μεγάλα αμαρτήματα. Όταν ξεσκεπάζωμε τον αδελφόν μας, διώκομεν από επάνω μας την χάριν του Θεού και παραχωρούμεθα να πέσωμεν εις τα ίδια και ημείς, δια να μάθωμεν ότι όλοι μας, είμεθα αδύνατοι και ότι η χάρις του Θεού μας βαστάζει. Όποιος φυλάττει την γλώσσαν του, εκείνος φυλάττει την ψυχήν του από μεγάλα αμαρτήματα και πτώσεις. Το κύριον αίτιον της κατακρίσεως και καταλαλιάς είναι η υπερηφάνεια και ο εγωϊσμός, διότι έχει ο άνθρωπος καλύτερον τον εαυτόν του. Δια τούτο ωφέλιμον πολύ είναι κανείς να λογίζεται τον εαυτόν του μικρότερον από όλους, ώστε να θεωρή τον αδελφόν καλύτερον, δια να ημπορέση με την βοήθειαν του Θεού, να λυτρωθή από αυτό το κακόν.
2α. Αν κάτι σε ωθή εις κατάκρισιν δια οιανδήποτε υπόθεσιν αδελφού ή μοναστηρίου, εσύ προσπάθησε μάλλον να προσευχηθής δια την υπόθεσιν, παρά να την περάσης από το κριτήριον του λογικού σου. Αν κλεισθής εις τον εαυτόν σου δια της προσευχής, της ταπεινώσεως και του πένθους, θα εύρης θησαυρόν πνεύματος, μόνον μακράν σου έστω η υπερηφάνεια και η κατάκρισις.
3η. Πρόσεχε, παιδί μου, να μη κρίνης ουδεμίαν ψυχήν, διότι εις τον κρίνοντα τον πλησίον παραχωρεί ο Θεός και πίπτει, δια να μάθη να συμπαθή τον ασθενή αδελφόν του. Όλους, μας στηρίζει το έλεος του Θεού και εάν υπερηφανευθώμεν, σηκώνει ο Θεός την χάριν Του και γινόμεθα ημείς χειρότεροι των άλλων. Άλλο το να κατακρίνη κανείς και άλλο το να πολεμήται εις την κατάκρισιν. Το να κατακρίνη είναι δεινόν πάθος, το να πολεμήται όμως και να αντιπολεμή, τούτο στεφάνων αιτία.
4η. Μη κρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι παραβαίνετε τον ευαγγελικόν νόμον και «πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν» ( Εβρ. 2,2 ). «Τις ει συ ο κρίνων αλλότριον οικέτην;» ( Ρωμ. 14,4 ). Ουκ οίδατε, ότι ο κρίνων πλανάται εξ υπερηφανείας και ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» ( Λουκ. 14,11 ) υπό του Κυρίου, όταν τον καταλάβη ο πειρασμός;
5η. Πρέπει να υπομένη ο εις τας αδυναμίας του άλλου, ποίος είναι τέλειος; Ποίος ημπορεί να καυχηθή, ότι ετήρησε την καρδίαν του αμόλυντον; Άρα είμεθα όλοι άρρωστοι και όποιος κατακρίνει τον αδελφόν του, δεν αισθάνεται ότι είναι άρρωστος, διότι ο άρρωστος τον άρρωστον δεν τον κατακρίνει. Η κατάκρισις είναι σοβαρόν αμάρτημα, καθώς επίσης είναι σοβαρόν, το να μη υπομένη κανείς του πλησίον του τας αδυναμίας. Αγαπάτε, υπομένετε, παραβλέπετε, μη θυμώνετε, μην εξάπτεσθε, αλληλοσυγχωρείτε, ίνα ομοιάσητε του Χριστού μας και αξιωθήτε να είσθε κοντά Του εις την βασιλείαν Του. Αποφεύγετε, παιδιά μου, την κατάκρισιν, πολύ μεγάλη αμαρτία, πολύ λυπείται ο Θεός όταν κατακρίνωμεν και συχαινώμεθα τους ανθρώπους. Μόνον δια τα ιδικά μας σφάλματα να μεριμνώμεν, δι’ αυτά να πονούμεν, τον εαυτόν μας να κατακρίνωμεν και τότε θα εύρωμεν έλεος και χάριν από τον Θεόν.
6η. Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον και να μη πικραίνεσθε λόγω εγωϊσμού. Η ταπείνωσις είναι ασφαλής οδηγός, δεν αφήνει τον έχοντα ταύτην να προσκρούση εις υφάλους απροσεξίας και να συντριβή, αλλά ως οδηγός φωτεινός οδηγεί απταίστως επί του ασφαλούς. Ο εγωϊσμός είναι το κάκιστον των κακών, αυτός μας δημιουργεί όλα τα σφάλματα, με τους ανυποτάκτους λογισμούς. Φοβηθήτε αυτόν και προσπαθείτε να απαλλαγήτε εξ αυτού, καθ’ ότι όσον μένει μέσα μας ακτύπητος, τόσον θα μας πληγώνη με αναλόγους πόνους. Παρακαλώ μη κατακρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι είναι πέρα για πέρα εγωϊσμός, ας δικαιολογή ο αδελφός του αδελφού το σφάλμα, και τούτο είναι μαρτυρία ταπεινώσεως και αγάπης. Αυτός ο αδελφός που πράττει αυτό θα εύρη πολλήν την χάριν του Θεού, εκείνος όμως που κρίνει και σκανδαλίζει τον πλησίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι όχι χάριν δεν θα εύρη, αλλά και αν κάτι έχη θα το χάση, δια να μάθη το μάθημα της ταπεινώσεως δια του παθήματος. Φοβηθήτε περισσότερον την εσωτερικήν κατάκρισιν, την δια των λογισμών, και τούτο, διότι δεν έρχεται εις το φως δια του προφορικού λόγου, όπου ενδέχεται να διορθωθή εκ του ακούοντος ταύτην. Προσέξατε, λέγω, την ένδοθεν κατάκρισιν, που ανεπαισθήτως μας ενοχοποιεί θανασίμως και μας υστερεί την ζωήν της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτόν πικρότατον, την ψυχικήν νέκρωσιν. Πόσα και πόσα δεν μας λέγουν το ιερόν Ευαγγέλιον και οι Πατέρες περί κατακρίσεως. Κάλλιον πεσείν εξ ύψους, παρά εκ γλώσσης. Εύχομαι η αγάπη και η ακατακρισία να βασιλεύσουν εις πάσας τας εκδηλώσεις μεταξύ σας, ώστε το Άγιον Πνεύμα να αναπαύεται εις τας ψυχάς σας.
7η. Η πείρα έδειξε, ότι χωρίς να απολογηθή ο κατηγορούμενος, όταν κατακρίνεται, αδικείται, ως λέγει και το ιερόν Ευαγγέλιον: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί;» ( Ιωαν. 7,51 ). Εάν δεν προσέξωμεν, συσσωρεύονται κατακρίσεις πολλαί και τότε χρειάζεται μετάνοια, πόσας φοράς δεν μετανοεί ο άνθρωπος, διότι ωμίλησε; Ας ενθυμηθώμεν τους λόγους του αββά Αρσενίου: «Οσάκις ωμίλησα, μετενόησα, οσάκις εσιώπησα, ποτέ δεν μετενόησα». Εάν ψηλαφώντας πλανώμεθα πολλάκις, πόσον μάλλον από τα λόγια των ανθρώπων, δια τούτο χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ο διάβολος ωρύεται να μας καταπίη, ως τα χερουβείμ τα πολυόμματα οφείλει ο χριστιανός να είναι, διότι η κακία έχει πληθυνθή σφόδρα, ιδίως της κατακρίσεως το πταίσμα, ως «ψωμί και τυρί», ο Θεός να μας καθαρίση και εξαγιάση εις δόξαν Του. «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού σου» (Εφες. 4,26 ), δηλαδή να μην είναι κανείς οργισμένος και θυμωμένος εναντίον του αδελφού του, μέχρι το βασίλεμα του ηλίου. Είδατε εκείνο τον αδελφό, που ήταν αμελής και ράθυμος, που δεν κατέβαινε στις αγρυπνίες και δεν έκανε τα καθήκοντά του, που τον ήξεραν οι αδελφοί και τον είχαν σαν αμελή αδελφό; Όταν αρρώστησε λοιπόν και πλησίαζε η ώρα του θανάτου, μαζεύτηκαν οι αδελφοί ν’ ακούσουν κάτι να ωφεληθούν ή να τον παρηγορήσουν ή μήπως ήθελε κάτι να τους ειπή, αλλά τον είδαν χαρούμενο, φαιδρό. Ένας αδελφός σκανδαλίσθηκε και λέγει: «Μα τι βλέπουμε σε σένα, αδελφέ; Χαρούμενο σε βλέπουμε ενώ πλησιάζεις το θάνατο; Μα εμάς ο λογισμός μας λέγει ότι δεν ήσουν βιαστής άνθρωπος και πως έχεις αυτό το θάρρος και αυτό το χαρούμενο πρόσωπο; Που στηρίζεις αυτό το πράγμα;» «Ναι, αδελφοί, λέγει, πράγματι ήμουν αμελής άνθρωπος και δεν εκπλήρωνα τα καθήκοντά μου. Αλλά ένα καλό κατώρθωσα, με τη χάρι του Θεού, το να μη κατακρίνω κανένα αδελφό και να μη τον σκανδαλίσω, και πριν βασιλεύση ο ήλιος, ποτέ δεν άφησα την καρδιά μου να έχη κάτι εναντίον κανενός αδελφού της μονής. Και επειδή δεν έκρινα κανένα αδελφό, πιστεύω ότι δεν θα με κρίνη και μένα ο Θεός, διότι είπε: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 7,1 ), και εφ’ όσον εγώ δεν έκρινα, δεν θα κριθώ». Εθαύμασαν οι αδελφοί και είπαν: «Αδελφέ, πολύ εύκολα εσύ βρήκες τον δρόμο της σωτηρίας». Και πέθανε ο αδελφός με πολλή χαρά. Βλέπετε πως οι Πατέρες αγωνιζόντουσαν; Πως έβρισκαν τον δρόμον της σωτηρίας;
Α) Περί Κατακρίσεως
1η. Μεγάλον κακόν η καταλαλιά, όπως ακριβώς το μικρόν τιμόνι του καραβιού οδηγεί όπου θέλει το καράβι, έτσι και η γλώσσα οδηγεί τον άνθρωπον είτε εις το καλόν είτε εις το κακόν. Οι άγιοι πατέρες το κρίνειν τα ξένα αμαρτήματα ή ελαττώματα ή τας κακάς συνηθείας πολύ το ελέγχουν. Όταν κρίνωμεν τον αδελφόν μας, κατακρίνομεν τον εαυτόν μας εις μεγάλο αμάρτημα. Όταν λοιπόν σκεπάζωμε τον αδελφό μας, θα μας σκεπάση και ημάς ο Θεός από μεγάλα αμαρτήματα. Όταν ξεσκεπάζωμε τον αδελφόν μας, διώκομεν από επάνω μας την χάριν του Θεού και παραχωρούμεθα να πέσωμεν εις τα ίδια και ημείς, δια να μάθωμεν ότι όλοι μας, είμεθα αδύνατοι και ότι η χάρις του Θεού μας βαστάζει. Όποιος φυλάττει την γλώσσαν του, εκείνος φυλάττει την ψυχήν του από μεγάλα αμαρτήματα και πτώσεις. Το κύριον αίτιον της κατακρίσεως και καταλαλιάς είναι η υπερηφάνεια και ο εγωϊσμός, διότι έχει ο άνθρωπος καλύτερον τον εαυτόν του. Δια τούτο ωφέλιμον πολύ είναι κανείς να λογίζεται τον εαυτόν του μικρότερον από όλους, ώστε να θεωρή τον αδελφόν καλύτερον, δια να ημπορέση με την βοήθειαν του Θεού, να λυτρωθή από αυτό το κακόν.
2α. Αν κάτι σε ωθή εις κατάκρισιν δια οιανδήποτε υπόθεσιν αδελφού ή μοναστηρίου, εσύ προσπάθησε μάλλον να προσευχηθής δια την υπόθεσιν, παρά να την περάσης από το κριτήριον του λογικού σου. Αν κλεισθής εις τον εαυτόν σου δια της προσευχής, της ταπεινώσεως και του πένθους, θα εύρης θησαυρόν πνεύματος, μόνον μακράν σου έστω η υπερηφάνεια και η κατάκρισις.
3η. Πρόσεχε, παιδί μου, να μη κρίνης ουδεμίαν ψυχήν, διότι εις τον κρίνοντα τον πλησίον παραχωρεί ο Θεός και πίπτει, δια να μάθη να συμπαθή τον ασθενή αδελφόν του. Όλους, μας στηρίζει το έλεος του Θεού και εάν υπερηφανευθώμεν, σηκώνει ο Θεός την χάριν Του και γινόμεθα ημείς χειρότεροι των άλλων. Άλλο το να κατακρίνη κανείς και άλλο το να πολεμήται εις την κατάκρισιν. Το να κατακρίνη είναι δεινόν πάθος, το να πολεμήται όμως και να αντιπολεμή, τούτο στεφάνων αιτία.
4η. Μη κρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι παραβαίνετε τον ευαγγελικόν νόμον και «πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν» ( Εβρ. 2,2 ). «Τις ει συ ο κρίνων αλλότριον οικέτην;» ( Ρωμ. 14,4 ). Ουκ οίδατε, ότι ο κρίνων πλανάται εξ υπερηφανείας και ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» ( Λουκ. 14,11 ) υπό του Κυρίου, όταν τον καταλάβη ο πειρασμός;
5η. Πρέπει να υπομένη ο εις τας αδυναμίας του άλλου, ποίος είναι τέλειος; Ποίος ημπορεί να καυχηθή, ότι ετήρησε την καρδίαν του αμόλυντον; Άρα είμεθα όλοι άρρωστοι και όποιος κατακρίνει τον αδελφόν του, δεν αισθάνεται ότι είναι άρρωστος, διότι ο άρρωστος τον άρρωστον δεν τον κατακρίνει. Η κατάκρισις είναι σοβαρόν αμάρτημα, καθώς επίσης είναι σοβαρόν, το να μη υπομένη κανείς του πλησίον του τας αδυναμίας. Αγαπάτε, υπομένετε, παραβλέπετε, μη θυμώνετε, μην εξάπτεσθε, αλληλοσυγχωρείτε, ίνα ομοιάσητε του Χριστού μας και αξιωθήτε να είσθε κοντά Του εις την βασιλείαν Του. Αποφεύγετε, παιδιά μου, την κατάκρισιν, πολύ μεγάλη αμαρτία, πολύ λυπείται ο Θεός όταν κατακρίνωμεν και συχαινώμεθα τους ανθρώπους. Μόνον δια τα ιδικά μας σφάλματα να μεριμνώμεν, δι’ αυτά να πονούμεν, τον εαυτόν μας να κατακρίνωμεν και τότε θα εύρωμεν έλεος και χάριν από τον Θεόν.
6η. Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον και να μη πικραίνεσθε λόγω εγωϊσμού. Η ταπείνωσις είναι ασφαλής οδηγός, δεν αφήνει τον έχοντα ταύτην να προσκρούση εις υφάλους απροσεξίας και να συντριβή, αλλά ως οδηγός φωτεινός οδηγεί απταίστως επί του ασφαλούς. Ο εγωϊσμός είναι το κάκιστον των κακών, αυτός μας δημιουργεί όλα τα σφάλματα, με τους ανυποτάκτους λογισμούς. Φοβηθήτε αυτόν και προσπαθείτε να απαλλαγήτε εξ αυτού, καθ’ ότι όσον μένει μέσα μας ακτύπητος, τόσον θα μας πληγώνη με αναλόγους πόνους. Παρακαλώ μη κατακρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι είναι πέρα για πέρα εγωϊσμός, ας δικαιολογή ο αδελφός του αδελφού το σφάλμα, και τούτο είναι μαρτυρία ταπεινώσεως και αγάπης. Αυτός ο αδελφός που πράττει αυτό θα εύρη πολλήν την χάριν του Θεού, εκείνος όμως που κρίνει και σκανδαλίζει τον πλησίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι όχι χάριν δεν θα εύρη, αλλά και αν κάτι έχη θα το χάση, δια να μάθη το μάθημα της ταπεινώσεως δια του παθήματος. Φοβηθήτε περισσότερον την εσωτερικήν κατάκρισιν, την δια των λογισμών, και τούτο, διότι δεν έρχεται εις το φως δια του προφορικού λόγου, όπου ενδέχεται να διορθωθή εκ του ακούοντος ταύτην. Προσέξατε, λέγω, την ένδοθεν κατάκρισιν, που ανεπαισθήτως μας ενοχοποιεί θανασίμως και μας υστερεί την ζωήν της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτόν πικρότατον, την ψυχικήν νέκρωσιν. Πόσα και πόσα δεν μας λέγουν το ιερόν Ευαγγέλιον και οι Πατέρες περί κατακρίσεως. Κάλλιον πεσείν εξ ύψους, παρά εκ γλώσσης. Εύχομαι η αγάπη και η ακατακρισία να βασιλεύσουν εις πάσας τας εκδηλώσεις μεταξύ σας, ώστε το Άγιον Πνεύμα να αναπαύεται εις τας ψυχάς σας.
7η. Η πείρα έδειξε, ότι χωρίς να απολογηθή ο κατηγορούμενος, όταν κατακρίνεται, αδικείται, ως λέγει και το ιερόν Ευαγγέλιον: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί;» ( Ιωαν. 7,51 ). Εάν δεν προσέξωμεν, συσσωρεύονται κατακρίσεις πολλαί και τότε χρειάζεται μετάνοια, πόσας φοράς δεν μετανοεί ο άνθρωπος, διότι ωμίλησε; Ας ενθυμηθώμεν τους λόγους του αββά Αρσενίου: «Οσάκις ωμίλησα, μετενόησα, οσάκις εσιώπησα, ποτέ δεν μετενόησα». Εάν ψηλαφώντας πλανώμεθα πολλάκις, πόσον μάλλον από τα λόγια των ανθρώπων, δια τούτο χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ο διάβολος ωρύεται να μας καταπίη, ως τα χερουβείμ τα πολυόμματα οφείλει ο χριστιανός να είναι, διότι η κακία έχει πληθυνθή σφόδρα, ιδίως της κατακρίσεως το πταίσμα, ως «ψωμί και τυρί», ο Θεός να μας καθαρίση και εξαγιάση εις δόξαν Του. «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού σου» (Εφες. 4,26 ), δηλαδή να μην είναι κανείς οργισμένος και θυμωμένος εναντίον του αδελφού του, μέχρι το βασίλεμα του ηλίου. Είδατε εκείνο τον αδελφό, που ήταν αμελής και ράθυμος, που δεν κατέβαινε στις αγρυπνίες και δεν έκανε τα καθήκοντά του, που τον ήξεραν οι αδελφοί και τον είχαν σαν αμελή αδελφό; Όταν αρρώστησε λοιπόν και πλησίαζε η ώρα του θανάτου, μαζεύτηκαν οι αδελφοί ν’ ακούσουν κάτι να ωφεληθούν ή να τον παρηγορήσουν ή μήπως ήθελε κάτι να τους ειπή, αλλά τον είδαν χαρούμενο, φαιδρό. Ένας αδελφός σκανδαλίσθηκε και λέγει: «Μα τι βλέπουμε σε σένα, αδελφέ; Χαρούμενο σε βλέπουμε ενώ πλησιάζεις το θάνατο; Μα εμάς ο λογισμός μας λέγει ότι δεν ήσουν βιαστής άνθρωπος και πως έχεις αυτό το θάρρος και αυτό το χαρούμενο πρόσωπο; Που στηρίζεις αυτό το πράγμα;» «Ναι, αδελφοί, λέγει, πράγματι ήμουν αμελής άνθρωπος και δεν εκπλήρωνα τα καθήκοντά μου. Αλλά ένα καλό κατώρθωσα, με τη χάρι του Θεού, το να μη κατακρίνω κανένα αδελφό και να μη τον σκανδαλίσω, και πριν βασιλεύση ο ήλιος, ποτέ δεν άφησα την καρδιά μου να έχη κάτι εναντίον κανενός αδελφού της μονής. Και επειδή δεν έκρινα κανένα αδελφό, πιστεύω ότι δεν θα με κρίνη και μένα ο Θεός, διότι είπε: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 7,1 ), και εφ’ όσον εγώ δεν έκρινα, δεν θα κριθώ». Εθαύμασαν οι αδελφοί και είπαν: «Αδελφέ, πολύ εύκολα εσύ βρήκες τον δρόμο της σωτηρίας». Και πέθανε ο αδελφός με πολλή χαρά. Βλέπετε πως οι Πατέρες αγωνιζόντουσαν; Πως έβρισκαν τον δρόμον της σωτηρίας;
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
β΄) Περί Σιωπής, Αργολογίας και Παρρησίας.
1η. Βιάζεσθε εις την σιωπήν, εις την γεννήτριαν όλων των κατά Θεόν αρετών, σιωπάτε, δια να λέγετε την ευχήν, διότι, όταν κανείς ομιλή, πως δύναται να εκφύγη την αργολογίαν, εξ ης και κάθε κακός λόγος, εκ του οποίου βαρύνεται η ψυχή από την ευθύνην; Εις την εργασίαν φεύγετε την ομιλίαν, μόνον μετρημένα λόγια εις περίπτωσιν ανάγκης. Τα χέρια να δουλεύουν δια τας ανάγκας του σώματος, ο δε νους να λέγη το γλυκύτατον όνομα του Χριστού, όπως εξοικονομηθή και η ανάγκη της ψυχής, που δεν πρέπει ούτε στιγμήν να την ξεχνώμεν.
2α. Μη λυπήσαι, παιδί μου, δι’ εμέ, αλλά αγωνίζου θερμά. Αγωνίζου εν σιωπή, ευχή και πένθει και θα εύρης στοιχεία αιωνίου ζωής. Βίαζε τον εαυτόν σου, κλείσε το στόμα σου και εν χαρά και εν πένθει. Τούτο γνώρισμα εμπειρίας, όπως κρατηθούν ασφαλώς και αι δύο καταστάσεις, διότι η ομιλία του στόματος ουκ οίδε να ασφαλίζη τον πλούτον. Η σιωπή είναι η πιο μεγάλη και καρποφόρος αρετή, δια τούτο και οι θεοφόροι Πατέρες την εκάλεσαν αναμαρτησίαν. Σιωπή και ησυχία, εν και το αυτό. Πρώτος θείος καρπός της σιωπής είναι το πένθος – λύπη κατά Θεόν – χαρμολύπη. Κατόπιν έρχονται οι φωτεινοί λογισμοί, που φέρουν την αγίαν ροήν των ζωηρύτων δακρύων, εξ ων και το βάπτισμα το δεύτερον γίνεται και καθαίρεται η ψυχή και λάμπει και γίνεται ομοία των αγγέλων. Που βάλω, τέκνον του Ιησού, τας πνευματικάς ενοράσεις τας εκ της σιωπής πηγαζούσας! Πως ανοίγονται τα όμματα της διανοίας και βλέπουν τον Ιησούν εν γλυκύτητι υπέρ μέλι! Τι καινόν θαύμα κατεργάζεται εκ της νομίμου σιωπής και προσεκτικής διανοίας! Ταύτα οίδας, αγωνίζου λοιπόν. Μικρόν σοι απεκάλυψα, βιάζου και θα εύρης έτι μεγαλύτερα! Σου έχω ευχήν καθώς σου υπεσχέθην, άράγε έγινες έτοιμος;
3η. Μη ομιλής, παιδί μου, περιττά λόγια, διότι αυτά ψυχραίνουν την ψυχήν σου από τον θείον ζήλον. Αγάπησον την σιωπήν, που γεννά όλας τας αρετάς και περιφράττει την ψυχήν, ώστε να μη την εγγίζη η κακία του διαβόλου. «Κρείσσον πεσείν εξ ύψους ή εκ γλώσσης». Η γλώσσα κάνει τα μεγαλύτερα κακά εις τους ανθρώπους.
4η. Η σωτηρία δεν κερδίζεται, όταν ημείς αργολογώμεν ή όταν διερχώμεθα τας ημέρας μας χωρίς υπολογισμόν. Προσέχετε την γλώσσαν σας και τον νουν σας, διότι η φυλακή αυτών γεμίζει την ψυχήν από φως Θεού. Εκείνος όμως που έχει αχαλίνωτον το στόμα του, αποταμιεύει εις την ψυχήν του ποικιλίαν ακαθαρσιών.
5η. Σιωπάτε, η σιωπή είναι η μεγαλυτέρα αρετή, φεύγετε τους αργούς λόγους και τα γέλια, εάν θέλετε η προσευχή σας να έχη παρρησίαν δια δακρύων και χάριτος! Προσέχετε τους εμπαθείς λογισμούς δια των φαντασιών. Διώκετε αυτούς αμέσως μόλις εμφανισθούν, διότι αν παραμείνουν, κίνδυνος-θάνατος, τη ταλαιπώρω ψυχή. Λέγετε συνέχεια την ευχήν έντονα, με ζήλον, με πόθον, μόνον έτσι κανείς δυναμώνει ψυχικώς. Αποφεύγετε πάση θυσία τους αργούς λόγους, διότι αδυνατίζουν την ψυχήν και δεν έχει την δύναμιν να αγωνισθή. Δεν είναι καιρός δια μετεωρισμούς, αλλά εποχή δια κέρδη πνευματικά, ποίος μας εγγυάται ότι κοιμώμενοι θα εξυπνήσωμεν; Δια τούτο ας βιαζώμεθα.
6η. Όταν σιωπά κανείς, του δίδεται χρόνος και άδεια δια προσευχήν και περισυλλογήν, όταν όμως απρόσεκτα περνά τας ώρας του, δεν έχει χρόνον δια προσευχήν, από τας απροσέκτους δε ομιλίας του, αποκομίζει και διαφόρους αμαρτίας. Δια τούτο οι άγιοι Πατέρες την αρετήν της σιωπής την έθεσαν κορυφήν των αρετών, διότι άνευ αυτής, καμμία αρετή δεν ημπορεί να σταθή εις την ψυχήν του ανθρώπου. Λοιπόν σιωπή, ευχή, υπακοή. Όταν αυτάς τας αρετάς τας εφαρμόσης, με την βοήθειαν του Θεού, τότε θα γνωρίσης το φως του Χριστού μέσα εις την ψυχήν σου.
7η. Να είσαι φρόνιμος εις τους λόγους σου, δηλαδή να σκέπτεσαι και κατόπιν να ομιλής. Να μη τρέχη η γλώσσά σου προτού να σκεφθής τι πρέπει να είπης.
Μη ξεθαρρεύης, παιδί μου, εις παρρησίαν, πολλά τα κακά εκ της κακής παρρησίας, φεύγε ταύτην, ως φωτιά και οχιά!
8η. Πρόσεχε τον εαυτόν σου από την παρρησίαν και τα άκαιρα λόγια, αυτά ξηραίνουν την ψυχήν του ανθρώπου, ενώ αντιθέτως η σιωπή, η πραότης και η ευχή, γεμίζουν την ψυχήν δρόσον ουράνιον, με ένα πένθος γεμάτο γλυκύτητα.
Την αργολογίαν μίσησον, ως γεννήτριαν της ψυχρότητος και της ξηρασίας, διότι η αργολογία σκορπίζει τα δάκρυα από τα μάτια μας, δηλαδή μας αφαιρεί ταύτα και η ψυχή μας μαραίνεται.
9η. Έχε υπομονήν, παιδί μου, ταπείνωσιν, αγάπην και φυλακήν γλώσσης, διότι η γλώσσα, όταν νικήση τον άνθρωπον, του γίνεται ακατάσχετον κακόν και παρασύρει και άλλους εις την φόρα της και τους γκρεμίζει εις της αμαρτίας τα βάραθρα. Ναι, παιδί μου, το στόμα σου να έχη φυλακήν, δια να φυλάσσεται η καρδία σου καθαρά, και όταν μένη καθαρά, τότε έρχεται ο Θεός και κατοικεί εις αυτήν και γίνεται τότε ναός του Θεού, οι δε άγιοι άγγελοι χαίρονται να ευρίσκωνται εις μίαν τοιαύτην καρδίαν! Επίσης δίωκε τους αισχρούς λογισμούς με την οργήν και την ευχήν. Η ευχή είναι φωτιά, που καίει τους δαίμονας και φεύγουν.
10η. Το στόμα σου να το προσέχεις, πρωτίστως τον νουν σου, να μην αφήνης σκέψεις κακάς να σου ανοίγουν κουβέντα, το στόμα να μη ομιλή λέξεις, που ενδεχομένως θα πληγώσουν τον αδελφόν. Το στόμα σου να βγάζη λέξεις, που να έχουν ευωδίαν, λέξεις παρηγορίας, θάρρους και ελπίδος. Απ’ ό,τι λέγει το στόμα, φαίνεται και το εσωτερικόν του ανθρώπου, ο έσω άνθρωπος.
11η. Αγωνίζου, παιδί μου όσον δύνασαι εις το θέμα της βίας, βία καθ’ όλα, κυρίως εις την σιωπήν και εις τα δάκρυα τα πενθικά. Όταν η σιωπή, η εν γνώσει κρατηθή με τα δάκρυα, δημιουργείται ο θεμέλιος μοναχικός λίθος, εξ ου θα απαρτισθή το ασφαλές μελλοντικόν σπίτι, όπου θα εύρη η ψυχή την πνευματικήν της θαλπωρήν. Αν η σιωπή δεν κρατηθή δεν διακρίνεται καλός οιωνός δια το μέλλον της ψυχής, εφ’ όσον όσα μαζεύει, τα σκορπίζει, διότι μοναχός ελεύθερος τω στόματι, ακατάστατος έσται εν πάσι. Δια τούτο, εμόν τέκνον, βίαζε σεαυτόν εις όλα, διότι εγκωμιάζεται η καλή αρχή και κατακρίνεται η αμελής, διότι το τέλος ταύτης έσται οικτρότατον. Όταν σιωπώμεν, έχομεν τον χρόνον δι’ εσωτερικήν και πληροφορικήν ευχήν και δι’ εννοίας φωτεινάς, που γεμίζουν με φως την διάνοιαν και την καρδίαν.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως.
14η. Μη χάνης το θάρρος σου, παιδί μου, όσον και αν μαίνεται ενίοτε η τρικυμιώδης θάλασσα των ποικίλων πειρασμών. Συ αναλογίζου, ότι όλα αυτά και άλλα πιο πολλά, δεν είναι άξια να μας εμποδίσουν από την χάριν του Θεού και την αγάπην Του. Αν μεγαλώση, παιδί μου, ο πόθος του Χριστού μας μέσα μας, τότε όλα τα σκάνδαλα θα γίνουν πολύ μικρά και ευκολοπέραστα. Όταν λείπη η αγάπη και ο πόθος προς τον Χριστόν μας, τότε μας γίνονται δυσκολοβάστακτα και ποτίζουν τας ημέρας μας με δάκρυα πύρινα. Ναι, παιδί μου, τον Ιησούν ας επικαλούμεθα, έως ότου ανάψη η φλόγα Του μέσα μας και τότε όλα τα ζιζάνια θα γίνουν στάκτη. Μνημόνευε ότι οφείλομεν να σηκώνωμεν καθ’ ημέραν Σταυρόν, που σημαίνει θλίψεις, κόπους, πειρασμούς και κάθε δαιμονικήν ενέργειαν, διότι ποίος άγιος διήλθεν τον επίγειον δρόμον και τα σκοτεινά μονοπάτια άνευ θλίψεων και κινδύνων; Και αν ημείς εκλήθημεν τον ίδιον δρόμον να περιπατήσωμεν, τι παράδοξον συναντώμεν; Εφ’ όσον με τον διάβολον επελέξαμε να παλαίσωμεν, τι να απορούμεν εις τα της πάλης; Εμπρός ας έχωμεν αναμμένην της προθυμίας την λαμπάδα και ας αναμένωμεν με υπομονήν και ανύστακτο μάτι την έλευσιν του Κυρίου Ιησού.
15η. Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις τα καθήκοντά σας. Οι βιασταί αρπάζουν τον στέφανον της νίκης, ενώ οι αμελείς και ράθυμοι κερδίζουν καταισχύνην και όνειδος! Βιάζεσθε να κερδίσητε την βασιλείαν του Θεού. Αι ημέραι περνούν και φεύγουν, πότε θα βιασθώμεν, δια να γεμίσωμε το πορτοφόλι μας πνευματικά χρήματα; Ο θάνατος έρχεται αιφνίδιος, το νήμα της ζωής εξαίφνης θα κοπή και αλλοίμονον εις εκείνον, που θα ευρεθή ανάξιος δια την βασιλείαν του Θεού. Τρέχετε, παιδιά μου, εις τον δρόμον της αρετής, μη κουράζεσθε, κτυπάτε τον διάβολον, διώκετε τα σκάνδαλα με την αγάπην.
16η. Μην αναβάλωμεν την διόρθωσίν μας και μας εύρη ο θάνατος, τότε θα κλαίωμεν, πρώτος εγώ, και θα θρηνώμεν απαρηγόρητα, χωρίς ακτίνα ελπίδος μεταβολής των δεινών. Βιασθείτε, ιδού και ο καιρός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έφθασε, πλην όχι τόσον η νηστεία του σώματος, όσον της γλώσσης, του νοός, της καρδίας, των αισθήσεων, πρέπει να μας απασχολήση ιδιαιτέρως τώρα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Ας καθαρισθώμεν δια της τοιαύτης νηστείας έσωθεν, εκεί όπου εμφωλεύουν τα πνευματικά φίδια, που δηλητηριάζουν την πνευματικήν ζωήν της ψυχής μας και μένομεν νεκροί δυνάμεως πνευματικής, δια διόρθωσιν και μεταμόρφωσιν εσωτερικήν. Τώρα την Τεσσαρακοστήν βιασθείτε ιδιαιτέρως. Βάλετέ το πείσμα, αυτό το πείσμα είναι άγιον και όχι εγωϊστικόν, και θα ίδητε πόσα οφέλη πνευματικά θα εύρητε. Και μόνον δια τον λόγον ότι θα κατασταλούν αναλόγως τα πάθη και θα αποφύγωμεν ωρισμένα αμαρτήματα, δίκαιον είναι να πεισματώσωμεν εις πείσμα του διαβόλου που συνεχώς μας ρίπτει εις τα ίδια και εις τα ίδια.
17η. Αγωνίζου, παιδί μου. Ουχί καιρός αγώνων ο παρών βίος; Ουχί όνειρον η ζωή παντός γηϊνου ανθρώπου; Ανύψωσον τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής σου και ιδέ ουρανίους στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων. Ανάτεινον το όμμα της διανοίας σου έτι και ιδέ τον μακάριον τόπον του πρώην ανατέλλοντος εωσφόρου κενόν. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω κλήσις αγιωτάτη! Εκεί κοντά εις τον θείον θρόνον θα βλέπουν αι ψυχαί το θείον κάλλος του Χριστού, και θα ανάγωνται από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν προς πλεονασμόν πλούτου θείας χάριτος! Δια να αποκτηθούν όμως τα ουράνια αυτά αγαθά, οφείλομεν να επιδείξωμεν ανδρείαν, τόλμην και να συνάψωμεν μάχας, χωρίς να δώσωμεν εις ήτταν τα νώτα μας, αφορώντες εις τον Ιησούν ο Οποίος μας είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωαν. 16,33 ) και « ο άχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31 ). Ελπίζοντες λοιπόν εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Εσταυρωμένου, ας δώσωμεν τον εαυτόν μας εν απλότητι εις τον αγώνα του μονήρους βίου και ας παραμείνωμεν καταφιλούντες τους αχράντους πόδας του Σωτήρος χύνοντες δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς. Τις λοιπόν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψεις, ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης κ.λ.π.; «Σκύβαλα ηγούμαι είναι τα πάντα, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3,8 ), εβόα το στόμα του Παύλου. Ουχί και ημείς χρεωστούμεν μιμηταί του Παύλου να γίνωμεν και εις την αυτήν χάριν και αγάπην προς τον Χριστόν να φθάσωμεν; Ναι, αλλά όμως αγωνιζόμεθα ως εκείνος; Επάθαμεν και ημείς, εγώ, τα όσα αυτός δια τον ηγαπημένον Του Χριστόν έπαθε; Όχι, δια τούτο και γυμνός και ρακένδυτος υπάρχω και την αισχύνην περίκειμαι και πλανώμαι νομίζων ότι περίκειμαι διάδημα δόξης. Ουαί μοι, ουαί μοι τω αθλίω, τις μου το σκότος καταλάμψει, ίνα ίδω την ελεεινότητά μου!
18η. Βιάζεσθε εις τα πνευματικά σας καθήκοντα, διότι η βία εις τα πνευματικά είναι ωσάν το τείχος το στερεόν, που δεν αφήνει να εισέλθη ο ποταμός μέσα εις τον κήπον, δια να καταστρέψη ό,τι εκοπίασεν ο κηπουρός. Εάν όμως αμελώμεν, τότε εισέρχεται ο ποταμός και καταστρέφει τα πάντα! Περί τούτου μας λέγει ο Κύριος εις το ιερόν Ευαγγέλιον «Εν τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου» (Ματθ. 13,25 ). Όσον βιαζόμεθα, τόσον θα κερδίσωμεν, όσον εργασθή κανείς, τόσον θα πληρωθή. Η ζωή του μοναχού είναι σταυρός καθημερινός, είναι Ιερός Γολγοθάς, όπου μας καλεί ο Ιησούς, ίνα συσταυρωθώμεν όσοι Τον αγαπώμεν και κατόπιν θα γίνη η ανάστασις της ψυχής.
19η. Μη μένετε αδρανείς, μόνον βιάζεσθε, ίνα μη κατακριθήτε, ως ακροαταί του νόμου και μη ποιηταί, διότι εφ’ όσον ζητείτε λόγον Θεού, άρα η ζήτησις προϋποθέτει υπόσχεσιν εφαρμογής, λοιπόν αγωνίζεσθε. Παιδιά μου, αγωνισθήτε, μαζί με τον Χριστόν μας θα τα υποφέρωμεν όλα. Ο κόσμος θα μας μισήση, διότι πρωτίστως εμίσησε τον Ιησούν μας, την ιδικήν μας αγάπην και λατρείαν! Χριστόν αγαπήσατε. Χριστόν αναπνέετε. Ιησούν ποιήσατε συγκάτοικον μέσα εις την ψυχήν σας, μη φοβήσθε κανένα, διότι είμεθα γεώργιον Θεού, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, μας έχει ανακτορικούς υπηρέτας. Κανέν κακόν δεν θα μας εγγίση, διότι Χριστόν δουλεύομεν, εις Αυτόν υποτάσσονται τα πάντα!
20η. Παιδιά μου, ανδρίζεσθε δια τον αγώνα, ο Χριστός μας, αοράτως πάρεστι και περιμένει να ίδη την νίκην, δια να σας δώση τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης! Όστις αγαπά τον Θεόν, θυσιάζει τα πάντα, μόνον και μόνον δια να αναπαύση τον Θεόν. Μη λυπηθήτε τίποτε, διότι εμπρός εις την αγάπην του Θεού, τα πάντα είναι σκύβαλα. Οι δαίμονες θορυβούνται, βλέποντες υμάς να ετοιμάζεσθε δια την μάχην, οι δε άγγελοι τρέχουν, να διώξουν κάθε δυσκολίαν δια την νίκην. Λοιπόν συμμαχίαν με τους αγγέλους του Θεού, όπως δώσωμεν μαρτυρίαν, ότι «Ιησούς ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( Εβρ. 13,8 ).
21η. Προς Καθηγουμένην.Αγωνίζου,… διότι των ποιμένων το καθήκον είναι να θυσιάζωνται υπέρ των προβάτων που ανέλαβον να ποιμάνουν. Τρισμακάριοι οι ποιμένες, που θα ποιμάνουν καλώς τα λογικά πρόβατα, διότι τους αναμένει μέγας πλούτος εν ουρανοίς αιώνιος! Υπόμεινον τα πάντα, τέκνον μου, διότι ο διάβολος θα κτυπήση ποικιλοτρόπως, όπως μας σπάση το τείχος της υπομονής, ούτω θα έχη δύο κέρδη, την ιδικήν μας ήτταν και των αδελφών.
22α. Εύχομαι η χάρις του Θεού να σε επισκιάση και να σου δώση την αρμόζουσαν δύναμιν, να αντιμετωπίσης τον κάκιστον εγωϊσμόν, την δεινήν αφετηρίαν όλων των κακών κινήσεων της πολυμόρφου κακίας. Μη φοβού, τέκνον μου, του διαβόλου την πίεσιν. Η δύναμις του Θεού μας είναι τόσον πανίσχυρος, που βοηθεί ανεπιφυλάκτως τους θέλοντας να συμμαχήσουν μαζί της. Έχει δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον ο διάβολος, πλην ο Θεός σκεπάζει θαυματουργικώς τον ταλαίπωρον άνθρωπον. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, μελέτα τον νόμον του Θεού, λέγε την αγιαστικήν και σώζουσαν ημάς ευχούλα του Ιησού μας και ρίψε τον εαυτόν σου μέσα εις την φωτιά της μάχης και ο Θεός θα αμείψη αυτόν τον αγώνα με ελάφρωσιν, όπως έγινε τόσας και τόσας φοράς, με πλουσίας χρηστάς ελπίδας δι’ ένα αιώνιον λαμπρόν μέλλον. Μη δειλιάζης εμπρός εις οιονδήποτε διαβολικόν πάθος, όσον και αν σου παρουσιάζεται ογκώδες και υπερβολικόν, διότι όπου ο Θεός επεμβαίνει, νικάται του διαβόλου η αντίδρασις.
23η. Παιδί μου, θέλω χάριτι Θεού να νικήσης εις τον αγώνα. Μέχρι θανάτου αντίστασιν. Όχι οπίσω πλέον, μόνον έμπροσθεν. Ο θάνατος συνεχώς μας απειλεί. Πρέπει να είμεθα έτοιμοι. Πρέπει να αγωνισθώμεν μέχρις αίματος. Εγώ θα είμαι εις το πλευρόν σου να συναγωνίζωμαι, έως ότου θριαμβεύση ο Χριστός με την σημαίαν της Αναστάσεως. Θα βαδίζωμεν μαζί τον δρόμον της σωτηρίας, θα σε βοηθώ εις τον ανήφορον της κατά Χριστόν ζωής. Όλα πρόσκαιρα και εφήμερα. Άνω να ατενίζης. Την ζωήν της αγνότητος να ποθής με πάθος. Ή αγνότης ή θάνατος.
24η. Ευλογημένον μου τέκνον, μη φοβού εις τον αγώνα. Θάρρος και ελπίδα τρέφε εις την ψυχήν σου. Τας αντιξοότητας που προέρχονται εκ των δαιμόνων παράβλεπε. Συ βλέπε, ότι ο κάθε αγώνας θα στεφθή με επιτυχίαν. Δια τον Θεόν τίποτε δεν πάει χαμένο, έστω και η βραχυτάτη βία και αυτή καλή είναι. Μη δειλιάζης καθόλου, μάχου γενναία, «στρίμωχνε» τον εαυτόν σου, πίεζέ τον, διότι πιεζόμενον το σταφύλι, εξάγει το ωραίον κρασί, που ευφραίνει την καρδίαν. Θάρρος, παιδί μου, και θα νικήσωμεν συν Θεώ, ο Θεός υπέρ ημών θα πολεμήση και ημείς σιγήσωμεν.
25η. Ο Χριστιανικός αγώνας είναι ένδοξος, διότι το βραβείον δεν θα είναι κάτι το προσωρινόν, αιωνία δόξα επάνω εις τον ουρανόν! Μακάριος λοιπόν όποιος θα είναι κατά Θεόν σοφός, διότι δεν θα του ζητηθή λόγος και δεν θα ευρεθή εις δύσκολον θέσιν, όταν θα τον καλέση ο Θεός και του ζητήση τον επί γης χρόνον. Χωρίς να λυπούμεθα εξοδεύομεν τον χρόνον. Όταν φύγωμεν από αυτόν τον κόσμον, θα καταλἀβωμεν την ζημίαν, που υπέστημεν αφήνοντες να μας φύγη ο χρόνος. Περνούν αι ημέραι χωρίς υπολογισμόν, σωτήριον θα είναι να το καταλάβη ο άνθρωπος, έστω και κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής του.
26η. Μη χάνετε το θάρρος σας δι’ ένα καινούργιον αγώνα, αποκρούοντας ούτω κάθε λογισμόν δειλίας και αποθαρρύνσεως. Πρέπει συνεχώς να ανανεώνωμεν τας δυνάμεις μας, να ανασυγκροτώμεν μέτωπον αντιστάσεως, καθώς κάμνει και ο διάβολος. Μη σας απελπίζη η τυχαία πτώσις, έστω και μία συνεχής, ο σκοπός είναι να μη δώσωμεν τα νώτα εις τον εχθρόν και καυχηθή ενώπιον Θεού και λυπήσωμεν Αυτόν. Θάρρος και ανδρεία αρμόζει εις τους αγωνιστάς, καθ’ ον χρόνον δεν αγωνίζονται περί εφημέρων στεφάνων, μαραινομένων, αλλά περί αιωνίων και αφθάρτων! Μακάριοι λοιπόν όσοι θα έχουν τας λαμπάδας των αναμμένας, με λάδι εις το λυχνάρι. Αυτοί θα εισέλθουν χαίροντες και αγαλλόμενοι μετά του Χριστού εις τους αιωνίους γάμους, μεστοί πνευματικής ηδονής.
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως.
14η. Μη χάνης το θάρρος σου, παιδί μου, όσον και αν μαίνεται ενίοτε η τρικυμιώδης θάλασσα των ποικίλων πειρασμών. Συ αναλογίζου, ότι όλα αυτά και άλλα πιο πολλά, δεν είναι άξια να μας εμποδίσουν από την χάριν του Θεού και την αγάπην Του. Αν μεγαλώση, παιδί μου, ο πόθος του Χριστού μας μέσα μας, τότε όλα τα σκάνδαλα θα γίνουν πολύ μικρά και ευκολοπέραστα. Όταν λείπη η αγάπη και ο πόθος προς τον Χριστόν μας, τότε μας γίνονται δυσκολοβάστακτα και ποτίζουν τας ημέρας μας με δάκρυα πύρινα. Ναι, παιδί μου, τον Ιησούν ας επικαλούμεθα, έως ότου ανάψη η φλόγα Του μέσα μας και τότε όλα τα ζιζάνια θα γίνουν στάκτη. Μνημόνευε ότι οφείλομεν να σηκώνωμεν καθ’ ημέραν Σταυρόν, που σημαίνει θλίψεις, κόπους, πειρασμούς και κάθε δαιμονικήν ενέργειαν, διότι ποίος άγιος διήλθεν τον επίγειον δρόμον και τα σκοτεινά μονοπάτια άνευ θλίψεων και κινδύνων; Και αν ημείς εκλήθημεν τον ίδιον δρόμον να περιπατήσωμεν, τι παράδοξον συναντώμεν; Εφ’ όσον με τον διάβολον επελέξαμε να παλαίσωμεν, τι να απορούμεν εις τα της πάλης; Εμπρός ας έχωμεν αναμμένην της προθυμίας την λαμπάδα και ας αναμένωμεν με υπομονήν και ανύστακτο μάτι την έλευσιν του Κυρίου Ιησού.
15η. Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις τα καθήκοντά σας. Οι βιασταί αρπάζουν τον στέφανον της νίκης, ενώ οι αμελείς και ράθυμοι κερδίζουν καταισχύνην και όνειδος! Βιάζεσθε να κερδίσητε την βασιλείαν του Θεού. Αι ημέραι περνούν και φεύγουν, πότε θα βιασθώμεν, δια να γεμίσωμε το πορτοφόλι μας πνευματικά χρήματα; Ο θάνατος έρχεται αιφνίδιος, το νήμα της ζωής εξαίφνης θα κοπή και αλλοίμονον εις εκείνον, που θα ευρεθή ανάξιος δια την βασιλείαν του Θεού. Τρέχετε, παιδιά μου, εις τον δρόμον της αρετής, μη κουράζεσθε, κτυπάτε τον διάβολον, διώκετε τα σκάνδαλα με την αγάπην.
16η. Μην αναβάλωμεν την διόρθωσίν μας και μας εύρη ο θάνατος, τότε θα κλαίωμεν, πρώτος εγώ, και θα θρηνώμεν απαρηγόρητα, χωρίς ακτίνα ελπίδος μεταβολής των δεινών. Βιασθείτε, ιδού και ο καιρός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έφθασε, πλην όχι τόσον η νηστεία του σώματος, όσον της γλώσσης, του νοός, της καρδίας, των αισθήσεων, πρέπει να μας απασχολήση ιδιαιτέρως τώρα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Ας καθαρισθώμεν δια της τοιαύτης νηστείας έσωθεν, εκεί όπου εμφωλεύουν τα πνευματικά φίδια, που δηλητηριάζουν την πνευματικήν ζωήν της ψυχής μας και μένομεν νεκροί δυνάμεως πνευματικής, δια διόρθωσιν και μεταμόρφωσιν εσωτερικήν. Τώρα την Τεσσαρακοστήν βιασθείτε ιδιαιτέρως. Βάλετέ το πείσμα, αυτό το πείσμα είναι άγιον και όχι εγωϊστικόν, και θα ίδητε πόσα οφέλη πνευματικά θα εύρητε. Και μόνον δια τον λόγον ότι θα κατασταλούν αναλόγως τα πάθη και θα αποφύγωμεν ωρισμένα αμαρτήματα, δίκαιον είναι να πεισματώσωμεν εις πείσμα του διαβόλου που συνεχώς μας ρίπτει εις τα ίδια και εις τα ίδια.
17η. Αγωνίζου, παιδί μου. Ουχί καιρός αγώνων ο παρών βίος; Ουχί όνειρον η ζωή παντός γηϊνου ανθρώπου; Ανύψωσον τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής σου και ιδέ ουρανίους στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων. Ανάτεινον το όμμα της διανοίας σου έτι και ιδέ τον μακάριον τόπον του πρώην ανατέλλοντος εωσφόρου κενόν. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω κλήσις αγιωτάτη! Εκεί κοντά εις τον θείον θρόνον θα βλέπουν αι ψυχαί το θείον κάλλος του Χριστού, και θα ανάγωνται από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν προς πλεονασμόν πλούτου θείας χάριτος! Δια να αποκτηθούν όμως τα ουράνια αυτά αγαθά, οφείλομεν να επιδείξωμεν ανδρείαν, τόλμην και να συνάψωμεν μάχας, χωρίς να δώσωμεν εις ήτταν τα νώτα μας, αφορώντες εις τον Ιησούν ο Οποίος μας είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωαν. 16,33 ) και « ο άχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31 ). Ελπίζοντες λοιπόν εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Εσταυρωμένου, ας δώσωμεν τον εαυτόν μας εν απλότητι εις τον αγώνα του μονήρους βίου και ας παραμείνωμεν καταφιλούντες τους αχράντους πόδας του Σωτήρος χύνοντες δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς. Τις λοιπόν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψεις, ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης κ.λ.π.; «Σκύβαλα ηγούμαι είναι τα πάντα, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3,8 ), εβόα το στόμα του Παύλου. Ουχί και ημείς χρεωστούμεν μιμηταί του Παύλου να γίνωμεν και εις την αυτήν χάριν και αγάπην προς τον Χριστόν να φθάσωμεν; Ναι, αλλά όμως αγωνιζόμεθα ως εκείνος; Επάθαμεν και ημείς, εγώ, τα όσα αυτός δια τον ηγαπημένον Του Χριστόν έπαθε; Όχι, δια τούτο και γυμνός και ρακένδυτος υπάρχω και την αισχύνην περίκειμαι και πλανώμαι νομίζων ότι περίκειμαι διάδημα δόξης. Ουαί μοι, ουαί μοι τω αθλίω, τις μου το σκότος καταλάμψει, ίνα ίδω την ελεεινότητά μου!
18η. Βιάζεσθε εις τα πνευματικά σας καθήκοντα, διότι η βία εις τα πνευματικά είναι ωσάν το τείχος το στερεόν, που δεν αφήνει να εισέλθη ο ποταμός μέσα εις τον κήπον, δια να καταστρέψη ό,τι εκοπίασεν ο κηπουρός. Εάν όμως αμελώμεν, τότε εισέρχεται ο ποταμός και καταστρέφει τα πάντα! Περί τούτου μας λέγει ο Κύριος εις το ιερόν Ευαγγέλιον «Εν τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου» (Ματθ. 13,25 ). Όσον βιαζόμεθα, τόσον θα κερδίσωμεν, όσον εργασθή κανείς, τόσον θα πληρωθή. Η ζωή του μοναχού είναι σταυρός καθημερινός, είναι Ιερός Γολγοθάς, όπου μας καλεί ο Ιησούς, ίνα συσταυρωθώμεν όσοι Τον αγαπώμεν και κατόπιν θα γίνη η ανάστασις της ψυχής.
19η. Μη μένετε αδρανείς, μόνον βιάζεσθε, ίνα μη κατακριθήτε, ως ακροαταί του νόμου και μη ποιηταί, διότι εφ’ όσον ζητείτε λόγον Θεού, άρα η ζήτησις προϋποθέτει υπόσχεσιν εφαρμογής, λοιπόν αγωνίζεσθε. Παιδιά μου, αγωνισθήτε, μαζί με τον Χριστόν μας θα τα υποφέρωμεν όλα. Ο κόσμος θα μας μισήση, διότι πρωτίστως εμίσησε τον Ιησούν μας, την ιδικήν μας αγάπην και λατρείαν! Χριστόν αγαπήσατε. Χριστόν αναπνέετε. Ιησούν ποιήσατε συγκάτοικον μέσα εις την ψυχήν σας, μη φοβήσθε κανένα, διότι είμεθα γεώργιον Θεού, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, μας έχει ανακτορικούς υπηρέτας. Κανέν κακόν δεν θα μας εγγίση, διότι Χριστόν δουλεύομεν, εις Αυτόν υποτάσσονται τα πάντα!
20η. Παιδιά μου, ανδρίζεσθε δια τον αγώνα, ο Χριστός μας, αοράτως πάρεστι και περιμένει να ίδη την νίκην, δια να σας δώση τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης! Όστις αγαπά τον Θεόν, θυσιάζει τα πάντα, μόνον και μόνον δια να αναπαύση τον Θεόν. Μη λυπηθήτε τίποτε, διότι εμπρός εις την αγάπην του Θεού, τα πάντα είναι σκύβαλα. Οι δαίμονες θορυβούνται, βλέποντες υμάς να ετοιμάζεσθε δια την μάχην, οι δε άγγελοι τρέχουν, να διώξουν κάθε δυσκολίαν δια την νίκην. Λοιπόν συμμαχίαν με τους αγγέλους του Θεού, όπως δώσωμεν μαρτυρίαν, ότι «Ιησούς ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( Εβρ. 13,8 ).
21η. Προς Καθηγουμένην.Αγωνίζου,… διότι των ποιμένων το καθήκον είναι να θυσιάζωνται υπέρ των προβάτων που ανέλαβον να ποιμάνουν. Τρισμακάριοι οι ποιμένες, που θα ποιμάνουν καλώς τα λογικά πρόβατα, διότι τους αναμένει μέγας πλούτος εν ουρανοίς αιώνιος! Υπόμεινον τα πάντα, τέκνον μου, διότι ο διάβολος θα κτυπήση ποικιλοτρόπως, όπως μας σπάση το τείχος της υπομονής, ούτω θα έχη δύο κέρδη, την ιδικήν μας ήτταν και των αδελφών.
22α. Εύχομαι η χάρις του Θεού να σε επισκιάση και να σου δώση την αρμόζουσαν δύναμιν, να αντιμετωπίσης τον κάκιστον εγωϊσμόν, την δεινήν αφετηρίαν όλων των κακών κινήσεων της πολυμόρφου κακίας. Μη φοβού, τέκνον μου, του διαβόλου την πίεσιν. Η δύναμις του Θεού μας είναι τόσον πανίσχυρος, που βοηθεί ανεπιφυλάκτως τους θέλοντας να συμμαχήσουν μαζί της. Έχει δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον ο διάβολος, πλην ο Θεός σκεπάζει θαυματουργικώς τον ταλαίπωρον άνθρωπον. Θάρρος, παιδί μου, εις τον αγώνα, μελέτα τον νόμον του Θεού, λέγε την αγιαστικήν και σώζουσαν ημάς ευχούλα του Ιησού μας και ρίψε τον εαυτόν σου μέσα εις την φωτιά της μάχης και ο Θεός θα αμείψη αυτόν τον αγώνα με ελάφρωσιν, όπως έγινε τόσας και τόσας φοράς, με πλουσίας χρηστάς ελπίδας δι’ ένα αιώνιον λαμπρόν μέλλον. Μη δειλιάζης εμπρός εις οιονδήποτε διαβολικόν πάθος, όσον και αν σου παρουσιάζεται ογκώδες και υπερβολικόν, διότι όπου ο Θεός επεμβαίνει, νικάται του διαβόλου η αντίδρασις.
23η. Παιδί μου, θέλω χάριτι Θεού να νικήσης εις τον αγώνα. Μέχρι θανάτου αντίστασιν. Όχι οπίσω πλέον, μόνον έμπροσθεν. Ο θάνατος συνεχώς μας απειλεί. Πρέπει να είμεθα έτοιμοι. Πρέπει να αγωνισθώμεν μέχρις αίματος. Εγώ θα είμαι εις το πλευρόν σου να συναγωνίζωμαι, έως ότου θριαμβεύση ο Χριστός με την σημαίαν της Αναστάσεως. Θα βαδίζωμεν μαζί τον δρόμον της σωτηρίας, θα σε βοηθώ εις τον ανήφορον της κατά Χριστόν ζωής. Όλα πρόσκαιρα και εφήμερα. Άνω να ατενίζης. Την ζωήν της αγνότητος να ποθής με πάθος. Ή αγνότης ή θάνατος.
24η. Ευλογημένον μου τέκνον, μη φοβού εις τον αγώνα. Θάρρος και ελπίδα τρέφε εις την ψυχήν σου. Τας αντιξοότητας που προέρχονται εκ των δαιμόνων παράβλεπε. Συ βλέπε, ότι ο κάθε αγώνας θα στεφθή με επιτυχίαν. Δια τον Θεόν τίποτε δεν πάει χαμένο, έστω και η βραχυτάτη βία και αυτή καλή είναι. Μη δειλιάζης καθόλου, μάχου γενναία, «στρίμωχνε» τον εαυτόν σου, πίεζέ τον, διότι πιεζόμενον το σταφύλι, εξάγει το ωραίον κρασί, που ευφραίνει την καρδίαν. Θάρρος, παιδί μου, και θα νικήσωμεν συν Θεώ, ο Θεός υπέρ ημών θα πολεμήση και ημείς σιγήσωμεν.
25η. Ο Χριστιανικός αγώνας είναι ένδοξος, διότι το βραβείον δεν θα είναι κάτι το προσωρινόν, αιωνία δόξα επάνω εις τον ουρανόν! Μακάριος λοιπόν όποιος θα είναι κατά Θεόν σοφός, διότι δεν θα του ζητηθή λόγος και δεν θα ευρεθή εις δύσκολον θέσιν, όταν θα τον καλέση ο Θεός και του ζητήση τον επί γης χρόνον. Χωρίς να λυπούμεθα εξοδεύομεν τον χρόνον. Όταν φύγωμεν από αυτόν τον κόσμον, θα καταλἀβωμεν την ζημίαν, που υπέστημεν αφήνοντες να μας φύγη ο χρόνος. Περνούν αι ημέραι χωρίς υπολογισμόν, σωτήριον θα είναι να το καταλάβη ο άνθρωπος, έστω και κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής του.
26η. Μη χάνετε το θάρρος σας δι’ ένα καινούργιον αγώνα, αποκρούοντας ούτω κάθε λογισμόν δειλίας και αποθαρρύνσεως. Πρέπει συνεχώς να ανανεώνωμεν τας δυνάμεις μας, να ανασυγκροτώμεν μέτωπον αντιστάσεως, καθώς κάμνει και ο διάβολος. Μη σας απελπίζη η τυχαία πτώσις, έστω και μία συνεχής, ο σκοπός είναι να μη δώσωμεν τα νώτα εις τον εχθρόν και καυχηθή ενώπιον Θεού και λυπήσωμεν Αυτόν. Θάρρος και ανδρεία αρμόζει εις τους αγωνιστάς, καθ’ ον χρόνον δεν αγωνίζονται περί εφημέρων στεφάνων, μαραινομένων, αλλά περί αιωνίων και αφθάρτων! Μακάριοι λοιπόν όσοι θα έχουν τας λαμπάδας των αναμμένας, με λάδι εις το λυχνάρι. Αυτοί θα εισέλθουν χαίροντες και αγαλλόμενοι μετά του Χριστού εις τους αιωνίους γάμους, μεστοί πνευματικής ηδονής.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
β΄) Περί Βίας, Ανδρείας και Αυταπαρνήσεως
Εύχομαι να γίνετε αγωνισταί ενός ενδόξου αγώνος, του οποίου θα επευφημήσουν την νίκην αι δυνάμεις των αγγέλων, διότι κοινός ο Δεσπότης, η αυτή κατοικία εις τους ουρανούς, εις αυτό το ίδιον άπλετον φως θα ζήσωμεν την αιώνιον ευτυχισμένην ζωήν, ζωήν την άληκτον και την ανέσπερον, θεοειδεστάτη ημέρα! Ανέκραζε στεντορικώς ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή γυμνότης… κ.λ.π.» (Ρωμ. 8,35), πέπεισμαι, ουδείς δύναται να μας χωρίση από της αγάπης του Χριστού, όταν ο πόθος εγκαυθή ως η κάμινος επταπλασίως. Ναι, ούτως εύχομαι να γίνετε, ίνα δοξάσητε Εκείνον, ο Οποίος δι’ ημάς έγινεν αντικείμενον ύβρεων, ονειδισμών, ραπισμάτων και θανάτου, θανάτου δε Σταυρού! Μην απελπίζεσθε, όταν περιπίπτετε εις πειρασμούς και εις θλίψεις. Μη νομίσητε ότι μας εγκατέλειψεν ο Θεός ένεκεν των αμαρτιών μας, όχι, αλλά μας παιδεύει, ίνα μας διδάξη σοφίαν, δεν μας θέλει να είμαθα κούτσουρα, αλλά σοφούς της κατά Θεόν σοφίας. Εάν δεν πολεμηθώμεν, πως θα φανή ότι είμεθα στρατιώται του Χριστού; Ο στρατιώτης ενδέχεται εις τον πόλεμον να τραυματισθή, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ενικήθη, και εάν νικηθώμεν, πάλιν σηκωνόμεθα και πολεμούμεν. Εις την αρχήν βέβαια της κλήσεώς μας, εις την εκλογήν προς τον βίον της αγνής αφοσιώσεώς μας προς τον Ιησούν μας, δεν δυνάμεθα να είμεθα συνεπείς εις τας απαιτήσεις Του, διότι οίδαμεν ότι υπάρχει και άλλος νόμος εντός μας, όπου αντιστρατεύεται εις τον νόμον του Θεού και της εκλογής μας, ο οποίος μάχεται να μας χωρίση από την αγάπην του Ιησού μας. Αυτός λοιπόν ο αγών δεν μας χαρακτηρίζει, ότι δεν είμεθα άξιοι της κλήσεως, αλλά μάλλον ο αγών προς κατάργησιν του νόμου της αμαρτίας, του εντός ημών θα μας χαρακτηρίση θερμούς προς την αγάπην του Χριστού μας. Διότι εάν ήτο δυνατόν χωρίς αγώνα η αγάπη του Χριστού να κατακτάται, τότε ουδεμίαν αξίαν θα είχεν η θέλησίς μας, αφού χωρίς αγώνα θα την εκέρδιζε κανείς. Δια τούτο λοιπόν θα βραβευθώμεν, όταν παρ’ όλην την αντίδρασιν της αγάπης του κόσμου, θα αποκτήσωμεν την ζωηφόρον αγάπην του Θεού και παρά την έλξιν της αμαρτίας, θα σταθώμεν πύργοι και εδραίωμα της αρετής! Εις τον σκοπόν μας θα σηκωθούν σύννεφα απειλούντα καταστροφήν και κατάργησιν, αι βρονταί των νεφών, θα προσπαθήσουν να μας φοβήσουν, δια να σπάση το ηθικόν μας, αλλά θαρσείτε και μη φοβήσθε, δια πολλών θλίψεων και πειρασμών θα φθάσωμεν εις τα προπύλαια της βασιλείας των ουρανών! Οι μάρτυρες ηγωνίσθησαν με πίστιν και αυταπάρνησιν τελείαν και έτσι επέτυχον επαγγελιών και αιωνίων στεφάνων δόξης! Ούτω και ημείς δια πίστεως εις τον Χριστόν μας και τελείας αυταπαρνήσεως θα δυνηθώμεν, χάριτι Χριστού, να νικήσωμεν. Πρέπει να φθάση το εσωτερικόν μας σθένος να λέγη με αποφασιστικήν φωνήν: ότι και τον θάνατον να μου δώσουν εγώ δεν κάμνω ούτε ένα βήμα από την πίστιν μου προς τον καλέσαντά με Χριστόν, την ζωήν μου δίδω, όχι όμως και ένα πόντον υποχωρήσεως. Εάν ούτω καυχάται το εσωτερικόν μας, ας ελπίσωμεν ότι η νίκη, χάριτι Θεού, θα είναι ιδική μας. Εύχεσθε εκτενώς, αγωνίζεσθε δυνατά, εγκρατεύεσθε, προσεύχεσθε, φορείτε απλά και ταπεινά ρούχα, μελετάτε, να σηκώνεσθε νύκτα και να εύχεσθε, δια να θερμανθήτε, να γίνετε βράχοι. Ούτω ηγωνιζόμην και εγώ ο ελεεινός, νύκτα εσηκωνόμουν κρυφά και έκαμνα μετανοίας, προσευχόμουν και η Παναγία μας θαυματουργικώς επενέβη εις την ταπεινότητά μου.
2α. Ορώ τον αγώνα σας, αναμετρώ τους στεφάνους, ζηλεύω τα παράσημα, εμβαθύνω εις τον μέλλοντα αιώνα τα εμβατήρια που θα πλέξουν τα αγγελικά όντα, θαυμάζω και ταλανίζω εμαυτόν, όπου εγώ δεν αγωνίσθηκα, όπως εσείς αγωνίζεσθε! Σκεφθήτε, παιδιά μου, τους μάρτυρας τι υπέμειναν δια τον Χριστόν μας! Και όσον εσκότωναν τους μάρτυρας, τόσον ηύξανον οι Χριστιανοί, η Εκκλησία μας εποτίσθη με αίμα μαρτύρων. Μάρτυρες είμεθα εις αυτήν την σαθράν κοινωνίαν, διότι ελέγχομεν την ανηθικότητα και την απομάκρυνσιν των ανθρώπων από την λατρείαν του Θεού δια μέσου του αγνού, χάριτι Χριστού, βίου μας. Μείνατε, παιδιά μου, εις τον αγνόν τούτον βίον, μείνατε κοντά εις τον Ιησούν μας, και ας Του ομοιάσετε δια μέσου των συκοφαντιών και ψευδοκατηγοριών. Ούτως έκαμαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εις τον Κύριόν μας, αδίκως έπασχεν επάνω εις τον Σταυρόν, άρα και οι θέλοντες να είναι οπαδοί Του, τα όμοια θα υποφέρουν. Γονατίσατε εις τους αγίους πόδας του Ιησού μας και χύσατε δάκρυα αγάπης και πιστής αφοσιώσεως μέχρι θανάτου εις την ακολούθησίν Του και ας σηκώνονται τα κύματα έως του ουρανού και ας κατέρχωνται έως της αβύσσου. Ο Χριστός μας, ο αληθινός Θεός, με ένα φοβερόν και θεϊκόν νεύμα όλα τα κύματα θα τα διαλύση, αρκεί να έχωμεν πίστιν. Πιστεύετε αληθινά και ακλόνητα εις Εκείνον, όπου είπε: «Μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» ( Ματθ. 28,20 ). Μαζί μας είναι ο Ιησούς μας, μη δειλιάζετε. Αυτός θα υπερμαχήση δια πρεσβειών της Υπερμάχου Θεοτόκου και εις ημάς την νίκην θα χαρίση.
3η. Εάν η ραθυμία βλάπτη τους προχωρημένους, πόσον μάλλον τους νεωτέρους. Δια τούτο, τέκνα μου, βιάζεσθε, διότι ο εχθρός τόσον περισσότερον σπουδάζει να μας κολάση, όσον ημείς αμελούμεν εις τον αγώνα της ιδικής μας σωτηρίας. Μη νυστάζετε, εάν θέλετε να λυτρωθήτε των παγίδων του εχθρού, διότι πας ο κοιμώμενος δέχεται πληγάς θανασίμους, ενώ ο νήφων όσον και αν κτυπηθή, αγωνίζεται και δίδει και ο ίδιος πληγάς εις τον εχθρόν του. Την ευχήν, παιδιά μου, μη χάνετε με τον μετεωρισμόν και την αμέλειαν. Μη ξεχνάτε το : «οποίαν αρχήν βάλετε, αυτήν και θα ακολουθήσετε μέχρι τέλους». Λοιπόν φοβηθήτε το αποτέλεσμα και επιμεληθήτε μετά πολλής προσοχής την αρχήν, διότι θα έλθουν ημέραι, που θα αντιληφθήτε τον σοβαρόν λόγον τον οποίον σήμερον σας τονίζω. Βάλετε καλήν αρχήν τώρα, διότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Φωνάζετε το κοσμοσωτήριον όνομα του Ιησού Χριστού να το ακούουν όχι μόνον τα αυτιά σας, αλλά να το αντιλαλούν και αι χαράδραι. Αγωνισθήτε, διότι εσείς θα σωθήτε, εσείς θα δρέψετε γλυκύν καρπόν αιωνίου ζωής! Εγώ εκτελώ το καθήκον μου, διότι θέλω να φανώ συνεπής ενώπιον του Χριστού, ως προς την προσπάθειαν και επιμέλειάν μου δια την σωτηρίαν σας, όσον δια τας αμαρτίας, αυτό είναι προσωπικόν. Βιάζεσθε εις την αγρυπνίαν, διότι εξ αυτής πηγάζει αιώνιος ζωή, ο αγρυπνών θα απολαύση μεγάλην χάριν δια τον κόπον που καταβάλλει εναντιούμενος εις την φύσιν. Κανέν έργον της μοναχικής πολιτείας δεν είναι ανώτερον της αγρυπνίας. Ο αμελής εις την αγρυπνίαν, αντί χαρίτων θα θερίση «κουσούρια». Και πως θα παρουσιασθή με «μπαλωμένο» χιτώνα ενώπιον του Χριστού; Η αισχύνη του θα είναι ακατονόμαστος, όταν οι αδελφοί του θα εμφανισθούν με χιτώνας ολόλευκους και καινουργείς, «ο νοών νοείτω».
4η. Θυσιάσατε τους εαυτούς σας, δια να τους εύρητε εις τον παράδεισον αιώνια! Μη λήθη σας κυριεύση και σας απομάξη κάθε δρόσον πνευματικήν και ξηρανθήτε και αποθάνετε από Θεού. Γίνεσθε ανδρείοι στρατιώται Χριστού, μη Τον αρνηθήτε εις τα έργα σας, δοξάσατε λοιπόν το όνομα Αυτού, ας γίνετε ολοκαύτωμα υπέρ Αυτού, όπως αισθανθή ο Θεός οσμήν ευωδίας. Δια σας ικετεύω τον Θεόν, δια σας κλαίω, διότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο από την αγάπην και το να υποφέρω δια τα εν Χριστώ τέκνα μου. Μίαν χάριν ζητώ από εσάς, να αγαπάτε αλλήλους και να ταπεινώνεσθε αλλήλοις.
5η. Αγωνίζου, παιδί μου, όπως φέρης καρπούς εις την ψυχήν σου, διότι αναλόγως των κόπων του έκαστος θα λάβη και θέσιν κοντά εις τον Κύριον Ιησούν. Μη φοβού, θα διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, δηλαδή δια πυρός μεν, όταν οι πειρασμοί, μας φαίνωνται ωσάν φωτιά εις την ενέργειάν των, ως οι αισχροί λογισμοί, του μίσους, του φθόνου κ.λ.π., δι’ ύδατος δε, όταν μας έρχωνται οι λογισμοί απογνώσεως και απελπισίας, που βυθίζουν την ψυχήν ως εις ύδατα. Μετά την διέλευσιν του πυρός και του ύδατος θα μας αναβιβάση εις την πνευματικήν αναψυχήν της απαλλαγής εκ των χαμαιζήλων λογισμών και εις την χαριζομένην εκ της χάριτος απάθειαν.
6η. Παιδί μου, να είσαι σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος μέχρι θανάτου, να είσαι έτοιμος να θυσιασθής εις το να κόψης το θέλημά σου, έστω και εάν αυτό σου φανή σωστόν μαρτύριον, αυτό σημαίνει αυταπάρνησις. Όταν αυτά τα φυλάξης, μη φοβήσαι τίποτε, κανένα κακόν, ούτε από τους δαίμονας ούτε από τους ανθρώπους, διότι όποιος φυλάσσει τα θεία προστάγματα και ο Θεός φυλάσσει αυτόν από κάθε κακόν. Να μην είσαι απότομος εις τας απαντήσεις σου, εις ό,τι δε σε ελέγχουν λέγε «ευλόγησον».
7η. Μας πλανά ο διάβολος και λησμονούμεν ότι οφείλομεν να βιαζώμεθα, διότι περνούν αι ημέραι και σιγά-σιγά πλησιάζομεν εις τον θάνατον προς απαρηγόρητον μεταμέλειαν. Βιασθήτε, τέκνα μου, ο καιρός περνά, προσέχετε τους εαυτούς σας. Ο διάβολος δεν νυστάζει, αλλά γρηγορεί και μάχεται ποίον να καταπίη. Παιδιά μου, προσέχετε μη χάσωμεν τας αθανάτους και πολυτίμους ψυχάς μας, που δεν είναι άξιοι μύριοι κόσμοι να τας αντικαταστήσουν. Σκεφθήτε το φοβερόν βήμα του Χριστού μας, πως μέλλει να ευρεθώμεν όλοι γονατιστοί, αναμένοντες την τελευταίαν απόφασιν, που θα καθορίση το αιώνιον μέλλον μας!
8η. Εις τον αγώνα, εις τον καιρόν της πάλης, ο δαίμων σαϊτεύει ισχυρά και πληγώνει, και προσπαθεί να πείση την ψυχήν, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήση το πάθος, ώστε να ατονίση τον αγωνιστήν, να χάση το σθένος και να παραδοθή. Εάν όμως ο αγωνιστής, αντιληφθή τον δόλον και υπομείνη και ανδρειωθή και είπη: «Ζωή ή θάνατος», ζωή εν τω Θεώ, παρά ζωή μετά αμελείας και κατακρίσεως της συνειδήσεως και εάν με τοιαύτην γνώσιν και ανδρείαν αντιπαρατάξηται, ο βύθιος δράκων ο καταπίνων την οικουμένην εν τη πονηρία αυτού φεύγει άχρι καιρού. Όχι ότι δειλιάζει, αλλά δια να μη προξενήση στεφάνους τω αγωνιστή, διότι βλέπει τον ζήλον του Θεού κύκλω αυτού.
9η. Διατί αφήνεις, παιδί μου, «ξέφραγο το αμπελάκι σου»; Διατί αμελείς να περιφρουρήσης τον καρπόν, που με τόσον αγώνα απέκτησες; Διατί το σκυλί, τον ζήλον της ψυχής, το άφησες νηστικό και δεν είχε την δύναμιν να υλακτή, όπως απομακρύνη τους ληστάς και τα άγρια ζώα; Ελησμόνησες ότι εις τους βιαστάς η βασιλεία του Θεού δίδεται; Δεν εσκέφθης, ότι το πυρ το αιώνιον εκδέχεται τους αμελείς εις την καλλιέργειαν της ψυχής; Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ξύπνα και κράξε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και διέγειρόν με προς την σην εργασίαν, όπως την οφειλήν μου αφήσης ως φιλάνθρωπος».
Ο Αγωνοθέτης αοράτως πάρεστι, διαβλέπων τον αγώνα εκάστης ψυχής και αναμετρά τα βραβεία που θα δώση. Ας ζηλεύσωμεν τους στεφάνους και αγώνα καλόν ας αγωνισθώμεν και κατά τον ζήλον και η απόκτησις των βραβείων. Θυμήσου, παιδί μου, την προσπάθειαν που είχες εις τα γράμματα, το πώς να αναδειχθής άριστος μαθητής. Τούτο κάμε και εις την πνευματικήν παιδείαν, εις την όντως φιλοσοφίαν, εις την κατάκτησιν της ευσεβείας, εις την αύξησιν της πίστεως, εις την αγνότητα των ηθών. Η ανάδειξις της κοσμικής μαθήσεως, μπορεί να γίνη εμπόδιον εις την ψυχήν, ενώ ενταύθα, εις την πνευματικήν ανάδειξιν, αναπτέρωσις προς ουράνιον ύψος. Αγωνίζου, παιδί μου, δια τον Χριστόν μας. Άλλοι Τον υβρίζουν δι’ έργων αισχρουργούντες, συ δε δόξασον Αυτόν εν τη στιλπνότητι της διανοίας σου εξ αισχρών λογισμών! Δίωξε κάθε σκέψιν, που θα σου μολύνη την διάνοιαν και την καρδίαν, άτινα ηγιάσθησαν εν τω καιρώ του θείου λουτρού δια του ενοικήσαντος εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Φοβού τον Θεόν και αύτη εστίν η όντως Σοφία. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Μη φοβού απειλάς λογισμών δαιμονίων, αλλά στήριξον βραχίονα ισχύος σου επί τον Θεόν, τον σώζοντά σε από ολιγοψυχίας και καταιγίδος. Θάρσει και βάδιζε ως ανήρ δυνάμεως, κατέναντι της άνω Ιερουσαλήμ και το φως αυτής υπαντήσει σε εν αγαλλιάσει.
10η. Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου. Κράτα γερά, σφίξε καλά τον εαυτόν σου εις τον καλόν αγώνα, διότι η πάλη δεν γίνεται δια την απόκτησιν υλικών πραγμάτων, αλλά δια την επιτυχίαν ουρανίου κληρονομίας και δη της του Θεού! Και καθώς μας λέγει ο Απόστολος Παύλος «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» ( Α Κορ. 2,9 ). Επίσης και ότι ουκ εισίν άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς τα ανωτέρω ουράνια αγαθά. Και αν, τέκνον, δεν αγωνισθώμεν καλώς και νομίμως, τότε μας αναμένουν δυστυχώς τα αντίθετα των αγαθών κακά, κόλασις, δυστυχία, καταδίκη αιωνία και συναυλία μετά των δαιμόνων άνευ τέλους! Μάχου γενναία και μη φοβού την δύναμιν των παθών που βλέπεις εντός σου. Διότι η χάρις παρακολουθεί όχι το μέγεθος των παθών, όσον την ημετέραν βίαν και βάσει ταύτης ποιεί και την έκβασιν. Πρόσεχε την αρχήν που έβαλες, δηλαδή μην αμελήσης αυτήν την μικράν βίαν που κάμνεις, διότι και μέχρι αυτής δια να φθάσωμεν, πόσος χρόνος εχρειάσθη. Λοιπόν μη στρέψης οπίσω, βάδιζε σταθερά εμπρός, βλέπε άνω, ιδέ τον ουρανόν πως λάμπει, σε περιμένει, σου έχει ετοιμάσει μονήν αιωνίαν! Ο Χριστός σε αναμένει να σε στεφανώση, παρακολουθεί τον αγώνα σου. Σφίξε όσον δύνασαι τον εαυτόν σου, μόνον το σφίξιμο σώζει. Μην απελπίζεσαι βλέποντας την δύναμιν των παθών και των δαιμόνων, δεν αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα. Κοντά εις τον Θεόν τίποτε δεν είναι ακατόρθωτον, διο θάρσει και μη δειλιάζης, Κύριος περί ημών πολεμήσει και ημείς σιγήσομεν. Ο θάνατος έρχεται άδηλος. Εδώ εις την Πορταριά μία γυναίκα τρώγουσα το μήλο της, απέθανε. Μία μοναχή εις άλλο μοναστήρι απέθανεν αιφνιδίως μέσα εις πέντε λεπτά. Έγινε νεκροψία και δεν ευρέθη από τι εκοιμήθη. Πρόσεχε, παιδί μου, ο Θεός διατάσσει και αναχωρεί πας άνθρωπος προς Αυτόν. Άράγε πότε θα διατάξη να παρουσιασθώμεν και ημείς ενώπιόν Του; Ας είμεθα έτοιμοι, δια να μη ταραχθώμεν, αν ίσως έξαφνα μας καλέση. Τετρακόσια τα μάτια σου, παιδί μου, μη ξεφύγης από την αρχήν που έβαλες, μάλλον πρόσθες αγώνα επί αγώνος, ίνα φθάσης σεσωσμένος εις τον θρόνον του Θεού.
11η. Αγωνίζου επί των πνευματικών επάλξεων διότι ο αγώνας μας είναι δια την κατάκτησιν του Ουρανού. Τι ωραιότερον πνευματικού αγώνος! Σκέψου δια τους νικητάς της αμαρτίας, τι εμβατήρια θα κάμουν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν και τι δόξαν θα αναπέμψουν, αφού δια μόνον την επιστροφή του ενός αμαρτωλού γίνεται πανήγυρις χαράς ανάμεσα στους Αγγέλους. Προς τι λοιπόν η αμέλεια; Οι κόποι δεν είναι τίποτε, απέναντι των αγαθών, των φυλασσομένων εις την ουράνιον Βασιλείαν! Ποίος σοφός και συνήσει ταύτα; Ποίος θα είναι εκείνος που θα σηκώση την σημαίαν της επαναστάσεως και θα ηχήση ως λέων βρυχώμενος εναντίον του εχθρού και θα πάρη την νίκην; Εμπρός λοιπόν, τέκνον. Ανδρίζου, θάρσει, ο Κύριος μεθ’ ημών. Σφίξε καλά την ταπείνωσιν, άρπαξε την προσευχήν, περιζώσου την μελέτην. Τρέξε με θάρρος, φώναζε την ευχήν, «Επί Σε Κύριε, ήλπισα, μη με καταισχύνης, επί Σε τας ελπίδας μου ανατίθημι». Άλειψον τον ηγεμόνα λογισμόν σου, εγώ μετά σου, ενισχύων σε δια της πτωχής μου προσευχής.
12η. Πρέπει, παιδιά μου, με πάσαν θυσίαν του ιδίου θελήματος και των επιθυμιών μας, να κηρύξωμεν πόλεμον με τον διάβολον, τον κόσμον και τας κακάς κλίσεις και αδυναμίας μας. Πρέπει να φύγη ο παλαιός άνθρωπος των παθών από την καρδίαν μας και να γεννηθή ο κατά Θεόν άνθρωπος, δηλαδή η απάθεια και η καθαρότης τόσον της καρδίας, όσον και του σώματος. Αγωνισθήτε με θάρρος και με ελπίδα εις τον Θεόν. Ο διάβολος με τας επιθυμίας του κόσμου θα σας προσβάλη ενίοτε, πλην όμως εσείς να κατέχετε θέσιν αγρύπνου στρατιώτου, ώστε να μη νυστάξετε πνευματικόν νυσταγμόν και σας σκοτώση ο διάβολος. Προσέχετε, διότι ο αντίδικος ωρύεται αγρίως ποίον να κατασπαράξη με την ατίμωσιν εις τα πάθη.
13η. Βία παντοτινή χρειάζεται, ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού, ως αι μωραί παρθένοι, αλλά η πνευματική μας βία να ανάπτη πάντοτε την λαμπάδα, ώστε να ίδωμεν τον Χριστόν εισερχόμενον εις τον νυμφώνα, δια να συνεισέλθωμεν μαζί εις τον αιώνιον γάμον του Αρνίου! Θάρρος, παιδί μου, υψηλά το κεφάλι εναντίον του εχθρού, διότι είμεθα στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως, που εθριάμβευσεν εις το μέτωπον του ιερού Γολγοθά. Αν νικηθώμεν ποτέ, πάλιν ας σηκωθώμεν και ας αναλάβωμεν τα όπλα, αφού δέσωμε τα τραύματά μας, πάλιν με ανδρείαν και με καρδίαν στερεάν. Έχοντες τέτοιον αρχιστράτηγον νικηφόρον και ημείς θα νικήσωμεν με την δύναμιν του Χριστού μας, αρκεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης να κατοική εις τας ψυχάς μας.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
β΄) Περί Σιωπής, Αργολογίας και Παρρησίας.
1η. Βιάζεσθε εις την σιωπήν, εις την γεννήτριαν όλων των κατά Θεόν αρετών, σιωπάτε, δια να λέγετε την ευχήν, διότι, όταν κανείς ομιλή, πως δύναται να εκφύγη την αργολογίαν, εξ ης και κάθε κακός λόγος, εκ του οποίου βαρύνεται η ψυχή από την ευθύνην; Εις την εργασίαν φεύγετε την ομιλίαν, μόνον μετρημένα λόγια εις περίπτωσιν ανάγκης. Τα χέρια να δουλεύουν δια τας ανάγκας του σώματος, ο δε νους να λέγη το γλυκύτατον όνομα του Χριστού, όπως εξοικονομηθή και η ανάγκη της ψυχής, που δεν πρέπει ούτε στιγμήν να την ξεχνώμεν.
2α. Μη λυπήσαι, παιδί μου, δι’ εμέ, αλλά αγωνίζου θερμά. Αγωνίζου εν σιωπή, ευχή και πένθει και θα εύρης στοιχεία αιωνίου ζωής. Βίαζε τον εαυτόν σου, κλείσε το στόμα σου και εν χαρά και εν πένθει. Τούτο γνώρισμα εμπειρίας, όπως κρατηθούν ασφαλώς και αι δύο καταστάσεις, διότι η ομιλία του στόματος ουκ οίδε να ασφαλίζη τον πλούτον. Η σιωπή είναι η πιο μεγάλη και καρποφόρος αρετή, δια τούτο και οι θεοφόροι Πατέρες την εκάλεσαν αναμαρτησίαν. Σιωπή και ησυχία, εν και το αυτό. Πρώτος θείος καρπός της σιωπής είναι το πένθος – λύπη κατά Θεόν – χαρμολύπη. Κατόπιν έρχονται οι φωτεινοί λογισμοί, που φέρουν την αγίαν ροήν των ζωηρύτων δακρύων, εξ ων και το βάπτισμα το δεύτερον γίνεται και καθαίρεται η ψυχή και λάμπει και γίνεται ομοία των αγγέλων. Που βάλω, τέκνον του Ιησού, τας πνευματικάς ενοράσεις τας εκ της σιωπής πηγαζούσας! Πως ανοίγονται τα όμματα της διανοίας και βλέπουν τον Ιησούν εν γλυκύτητι υπέρ μέλι! Τι καινόν θαύμα κατεργάζεται εκ της νομίμου σιωπής και προσεκτικής διανοίας! Ταύτα οίδας, αγωνίζου λοιπόν. Μικρόν σοι απεκάλυψα, βιάζου και θα εύρης έτι μεγαλύτερα! Σου έχω ευχήν καθώς σου υπεσχέθην, άράγε έγινες έτοιμος;
3η. Μη ομιλής, παιδί μου, περιττά λόγια, διότι αυτά ψυχραίνουν την ψυχήν σου από τον θείον ζήλον. Αγάπησον την σιωπήν, που γεννά όλας τας αρετάς και περιφράττει την ψυχήν, ώστε να μη την εγγίζη η κακία του διαβόλου. «Κρείσσον πεσείν εξ ύψους ή εκ γλώσσης». Η γλώσσα κάνει τα μεγαλύτερα κακά εις τους ανθρώπους.
4η. Η σωτηρία δεν κερδίζεται, όταν ημείς αργολογώμεν ή όταν διερχώμεθα τας ημέρας μας χωρίς υπολογισμόν. Προσέχετε την γλώσσαν σας και τον νουν σας, διότι η φυλακή αυτών γεμίζει την ψυχήν από φως Θεού. Εκείνος όμως που έχει αχαλίνωτον το στόμα του, αποταμιεύει εις την ψυχήν του ποικιλίαν ακαθαρσιών.
5η. Σιωπάτε, η σιωπή είναι η μεγαλυτέρα αρετή, φεύγετε τους αργούς λόγους και τα γέλια, εάν θέλετε η προσευχή σας να έχη παρρησίαν δια δακρύων και χάριτος! Προσέχετε τους εμπαθείς λογισμούς δια των φαντασιών. Διώκετε αυτούς αμέσως μόλις εμφανισθούν, διότι αν παραμείνουν, κίνδυνος-θάνατος, τη ταλαιπώρω ψυχή. Λέγετε συνέχεια την ευχήν έντονα, με ζήλον, με πόθον, μόνον έτσι κανείς δυναμώνει ψυχικώς. Αποφεύγετε πάση θυσία τους αργούς λόγους, διότι αδυνατίζουν την ψυχήν και δεν έχει την δύναμιν να αγωνισθή. Δεν είναι καιρός δια μετεωρισμούς, αλλά εποχή δια κέρδη πνευματικά, ποίος μας εγγυάται ότι κοιμώμενοι θα εξυπνήσωμεν; Δια τούτο ας βιαζώμεθα.
6η. Όταν σιωπά κανείς, του δίδεται χρόνος και άδεια δια προσευχήν και περισυλλογήν, όταν όμως απρόσεκτα περνά τας ώρας του, δεν έχει χρόνον δια προσευχήν, από τας απροσέκτους δε ομιλίας του, αποκομίζει και διαφόρους αμαρτίας. Δια τούτο οι άγιοι Πατέρες την αρετήν της σιωπής την έθεσαν κορυφήν των αρετών, διότι άνευ αυτής, καμμία αρετή δεν ημπορεί να σταθή εις την ψυχήν του ανθρώπου. Λοιπόν σιωπή, ευχή, υπακοή. Όταν αυτάς τας αρετάς τας εφαρμόσης, με την βοήθειαν του Θεού, τότε θα γνωρίσης το φως του Χριστού μέσα εις την ψυχήν σου.
7η. Να είσαι φρόνιμος εις τους λόγους σου, δηλαδή να σκέπτεσαι και κατόπιν να ομιλής. Να μη τρέχη η γλώσσά σου προτού να σκεφθής τι πρέπει να είπης.
Μη ξεθαρρεύης, παιδί μου, εις παρρησίαν, πολλά τα κακά εκ της κακής παρρησίας, φεύγε ταύτην, ως φωτιά και οχιά!
8η. Πρόσεχε τον εαυτόν σου από την παρρησίαν και τα άκαιρα λόγια, αυτά ξηραίνουν την ψυχήν του ανθρώπου, ενώ αντιθέτως η σιωπή, η πραότης και η ευχή, γεμίζουν την ψυχήν δρόσον ουράνιον, με ένα πένθος γεμάτο γλυκύτητα.
Την αργολογίαν μίσησον, ως γεννήτριαν της ψυχρότητος και της ξηρασίας, διότι η αργολογία σκορπίζει τα δάκρυα από τα μάτια μας, δηλαδή μας αφαιρεί ταύτα και η ψυχή μας μαραίνεται.
9η. Έχε υπομονήν, παιδί μου, ταπείνωσιν, αγάπην και φυλακήν γλώσσης, διότι η γλώσσα, όταν νικήση τον άνθρωπον, του γίνεται ακατάσχετον κακόν και παρασύρει και άλλους εις την φόρα της και τους γκρεμίζει εις της αμαρτίας τα βάραθρα. Ναι, παιδί μου, το στόμα σου να έχη φυλακήν, δια να φυλάσσεται η καρδία σου καθαρά, και όταν μένη καθαρά, τότε έρχεται ο Θεός και κατοικεί εις αυτήν και γίνεται τότε ναός του Θεού, οι δε άγιοι άγγελοι χαίρονται να ευρίσκωνται εις μίαν τοιαύτην καρδίαν! Επίσης δίωκε τους αισχρούς λογισμούς με την οργήν και την ευχήν. Η ευχή είναι φωτιά, που καίει τους δαίμονας και φεύγουν.
10η. Το στόμα σου να το προσέχεις, πρωτίστως τον νουν σου, να μην αφήνης σκέψεις κακάς να σου ανοίγουν κουβέντα, το στόμα να μη ομιλή λέξεις, που ενδεχομένως θα πληγώσουν τον αδελφόν. Το στόμα σου να βγάζη λέξεις, που να έχουν ευωδίαν, λέξεις παρηγορίας, θάρρους και ελπίδος. Απ’ ό,τι λέγει το στόμα, φαίνεται και το εσωτερικόν του ανθρώπου, ο έσω άνθρωπος.
11η. Αγωνίζου, παιδί μου όσον δύνασαι εις το θέμα της βίας, βία καθ’ όλα, κυρίως εις την σιωπήν και εις τα δάκρυα τα πενθικά. Όταν η σιωπή, η εν γνώσει κρατηθή με τα δάκρυα, δημιουργείται ο θεμέλιος μοναχικός λίθος, εξ ου θα απαρτισθή το ασφαλές μελλοντικόν σπίτι, όπου θα εύρη η ψυχή την πνευματικήν της θαλπωρήν. Αν η σιωπή δεν κρατηθή δεν διακρίνεται καλός οιωνός δια το μέλλον της ψυχής, εφ’ όσον όσα μαζεύει, τα σκορπίζει, διότι μοναχός ελεύθερος τω στόματι, ακατάστατος έσται εν πάσι. Δια τούτο, εμόν τέκνον, βίαζε σεαυτόν εις όλα, διότι εγκωμιάζεται η καλή αρχή και κατακρίνεται η αμελής, διότι το τέλος ταύτης έσται οικτρότατον. Όταν σιωπώμεν, έχομεν τον χρόνον δι’ εσωτερικήν και πληροφορικήν ευχήν και δι’ εννοίας φωτεινάς, που γεμίζουν με φως την διάνοιαν και την καρδίαν.
β΄) Περί Σιωπής, Αργολογίας και Παρρησίας.
1η. Βιάζεσθε εις την σιωπήν, εις την γεννήτριαν όλων των κατά Θεόν αρετών, σιωπάτε, δια να λέγετε την ευχήν, διότι, όταν κανείς ομιλή, πως δύναται να εκφύγη την αργολογίαν, εξ ης και κάθε κακός λόγος, εκ του οποίου βαρύνεται η ψυχή από την ευθύνην; Εις την εργασίαν φεύγετε την ομιλίαν, μόνον μετρημένα λόγια εις περίπτωσιν ανάγκης. Τα χέρια να δουλεύουν δια τας ανάγκας του σώματος, ο δε νους να λέγη το γλυκύτατον όνομα του Χριστού, όπως εξοικονομηθή και η ανάγκη της ψυχής, που δεν πρέπει ούτε στιγμήν να την ξεχνώμεν.
2α. Μη λυπήσαι, παιδί μου, δι’ εμέ, αλλά αγωνίζου θερμά. Αγωνίζου εν σιωπή, ευχή και πένθει και θα εύρης στοιχεία αιωνίου ζωής. Βίαζε τον εαυτόν σου, κλείσε το στόμα σου και εν χαρά και εν πένθει. Τούτο γνώρισμα εμπειρίας, όπως κρατηθούν ασφαλώς και αι δύο καταστάσεις, διότι η ομιλία του στόματος ουκ οίδε να ασφαλίζη τον πλούτον. Η σιωπή είναι η πιο μεγάλη και καρποφόρος αρετή, δια τούτο και οι θεοφόροι Πατέρες την εκάλεσαν αναμαρτησίαν. Σιωπή και ησυχία, εν και το αυτό. Πρώτος θείος καρπός της σιωπής είναι το πένθος – λύπη κατά Θεόν – χαρμολύπη. Κατόπιν έρχονται οι φωτεινοί λογισμοί, που φέρουν την αγίαν ροήν των ζωηρύτων δακρύων, εξ ων και το βάπτισμα το δεύτερον γίνεται και καθαίρεται η ψυχή και λάμπει και γίνεται ομοία των αγγέλων. Που βάλω, τέκνον του Ιησού, τας πνευματικάς ενοράσεις τας εκ της σιωπής πηγαζούσας! Πως ανοίγονται τα όμματα της διανοίας και βλέπουν τον Ιησούν εν γλυκύτητι υπέρ μέλι! Τι καινόν θαύμα κατεργάζεται εκ της νομίμου σιωπής και προσεκτικής διανοίας! Ταύτα οίδας, αγωνίζου λοιπόν. Μικρόν σοι απεκάλυψα, βιάζου και θα εύρης έτι μεγαλύτερα! Σου έχω ευχήν καθώς σου υπεσχέθην, άράγε έγινες έτοιμος;
3η. Μη ομιλής, παιδί μου, περιττά λόγια, διότι αυτά ψυχραίνουν την ψυχήν σου από τον θείον ζήλον. Αγάπησον την σιωπήν, που γεννά όλας τας αρετάς και περιφράττει την ψυχήν, ώστε να μη την εγγίζη η κακία του διαβόλου. «Κρείσσον πεσείν εξ ύψους ή εκ γλώσσης». Η γλώσσα κάνει τα μεγαλύτερα κακά εις τους ανθρώπους.
4η. Η σωτηρία δεν κερδίζεται, όταν ημείς αργολογώμεν ή όταν διερχώμεθα τας ημέρας μας χωρίς υπολογισμόν. Προσέχετε την γλώσσαν σας και τον νουν σας, διότι η φυλακή αυτών γεμίζει την ψυχήν από φως Θεού. Εκείνος όμως που έχει αχαλίνωτον το στόμα του, αποταμιεύει εις την ψυχήν του ποικιλίαν ακαθαρσιών.
5η. Σιωπάτε, η σιωπή είναι η μεγαλυτέρα αρετή, φεύγετε τους αργούς λόγους και τα γέλια, εάν θέλετε η προσευχή σας να έχη παρρησίαν δια δακρύων και χάριτος! Προσέχετε τους εμπαθείς λογισμούς δια των φαντασιών. Διώκετε αυτούς αμέσως μόλις εμφανισθούν, διότι αν παραμείνουν, κίνδυνος-θάνατος, τη ταλαιπώρω ψυχή. Λέγετε συνέχεια την ευχήν έντονα, με ζήλον, με πόθον, μόνον έτσι κανείς δυναμώνει ψυχικώς. Αποφεύγετε πάση θυσία τους αργούς λόγους, διότι αδυνατίζουν την ψυχήν και δεν έχει την δύναμιν να αγωνισθή. Δεν είναι καιρός δια μετεωρισμούς, αλλά εποχή δια κέρδη πνευματικά, ποίος μας εγγυάται ότι κοιμώμενοι θα εξυπνήσωμεν; Δια τούτο ας βιαζώμεθα.
6η. Όταν σιωπά κανείς, του δίδεται χρόνος και άδεια δια προσευχήν και περισυλλογήν, όταν όμως απρόσεκτα περνά τας ώρας του, δεν έχει χρόνον δια προσευχήν, από τας απροσέκτους δε ομιλίας του, αποκομίζει και διαφόρους αμαρτίας. Δια τούτο οι άγιοι Πατέρες την αρετήν της σιωπής την έθεσαν κορυφήν των αρετών, διότι άνευ αυτής, καμμία αρετή δεν ημπορεί να σταθή εις την ψυχήν του ανθρώπου. Λοιπόν σιωπή, ευχή, υπακοή. Όταν αυτάς τας αρετάς τας εφαρμόσης, με την βοήθειαν του Θεού, τότε θα γνωρίσης το φως του Χριστού μέσα εις την ψυχήν σου.
7η. Να είσαι φρόνιμος εις τους λόγους σου, δηλαδή να σκέπτεσαι και κατόπιν να ομιλής. Να μη τρέχη η γλώσσά σου προτού να σκεφθής τι πρέπει να είπης.
Μη ξεθαρρεύης, παιδί μου, εις παρρησίαν, πολλά τα κακά εκ της κακής παρρησίας, φεύγε ταύτην, ως φωτιά και οχιά!
8η. Πρόσεχε τον εαυτόν σου από την παρρησίαν και τα άκαιρα λόγια, αυτά ξηραίνουν την ψυχήν του ανθρώπου, ενώ αντιθέτως η σιωπή, η πραότης και η ευχή, γεμίζουν την ψυχήν δρόσον ουράνιον, με ένα πένθος γεμάτο γλυκύτητα.
Την αργολογίαν μίσησον, ως γεννήτριαν της ψυχρότητος και της ξηρασίας, διότι η αργολογία σκορπίζει τα δάκρυα από τα μάτια μας, δηλαδή μας αφαιρεί ταύτα και η ψυχή μας μαραίνεται.
9η. Έχε υπομονήν, παιδί μου, ταπείνωσιν, αγάπην και φυλακήν γλώσσης, διότι η γλώσσα, όταν νικήση τον άνθρωπον, του γίνεται ακατάσχετον κακόν και παρασύρει και άλλους εις την φόρα της και τους γκρεμίζει εις της αμαρτίας τα βάραθρα. Ναι, παιδί μου, το στόμα σου να έχη φυλακήν, δια να φυλάσσεται η καρδία σου καθαρά, και όταν μένη καθαρά, τότε έρχεται ο Θεός και κατοικεί εις αυτήν και γίνεται τότε ναός του Θεού, οι δε άγιοι άγγελοι χαίρονται να ευρίσκωνται εις μίαν τοιαύτην καρδίαν! Επίσης δίωκε τους αισχρούς λογισμούς με την οργήν και την ευχήν. Η ευχή είναι φωτιά, που καίει τους δαίμονας και φεύγουν.
10η. Το στόμα σου να το προσέχεις, πρωτίστως τον νουν σου, να μην αφήνης σκέψεις κακάς να σου ανοίγουν κουβέντα, το στόμα να μη ομιλή λέξεις, που ενδεχομένως θα πληγώσουν τον αδελφόν. Το στόμα σου να βγάζη λέξεις, που να έχουν ευωδίαν, λέξεις παρηγορίας, θάρρους και ελπίδος. Απ’ ό,τι λέγει το στόμα, φαίνεται και το εσωτερικόν του ανθρώπου, ο έσω άνθρωπος.
11η. Αγωνίζου, παιδί μου όσον δύνασαι εις το θέμα της βίας, βία καθ’ όλα, κυρίως εις την σιωπήν και εις τα δάκρυα τα πενθικά. Όταν η σιωπή, η εν γνώσει κρατηθή με τα δάκρυα, δημιουργείται ο θεμέλιος μοναχικός λίθος, εξ ου θα απαρτισθή το ασφαλές μελλοντικόν σπίτι, όπου θα εύρη η ψυχή την πνευματικήν της θαλπωρήν. Αν η σιωπή δεν κρατηθή δεν διακρίνεται καλός οιωνός δια το μέλλον της ψυχής, εφ’ όσον όσα μαζεύει, τα σκορπίζει, διότι μοναχός ελεύθερος τω στόματι, ακατάστατος έσται εν πάσι. Δια τούτο, εμόν τέκνον, βίαζε σεαυτόν εις όλα, διότι εγκωμιάζεται η καλή αρχή και κατακρίνεται η αμελής, διότι το τέλος ταύτης έσται οικτρότατον. Όταν σιωπώμεν, έχομεν τον χρόνον δι’ εσωτερικήν και πληροφορικήν ευχήν και δι’ εννοίας φωτεινάς, που γεμίζουν με φως την διάνοιαν και την καρδίαν.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄.
Περί Υπερηφανείας, Αυτομεμψίας και Ταπεινώσεως.
1η. Προσέχετε τους λογισμούς σας. Η προσοχή σας κυρίως να στραφή εις το να συνάξη ταπεινούς λογισμούς. Διότι η ταπείνωσις σώζει τον άνθρωπον και αυτή είναι κυρίως ο στόχος όλων των πνευματικών επιδιώξεων. Εάν θέλετε να ίδητε, εάν έχετε κάνει πνευματικήν προκοπήν εις την μοναχικήν πολιτείαν, ερευνήσατε τους εαυτούς σας και εάν διαπιστώσετε ταπείνωσιν μέσα σας, ανάλογα με την ποσότητα αυτής, έχετε κάνει πνευματικήν πρόοδον. Αν αντί ταπεινώσεως ίδωμεν μάλλον υπερηφάνειαν και εγωϊσμόν με τα παρεπόμενα τούτων, τότε μας χρειάζεται πένθος και δάκρυα και να θρηνώμεν την αθλίαν μας κατάστασιν, ίνα ο Κύριος μας ευσπλαχνισθή. Φύγωμεν μακράν του εγωϊσμού, δυσωδίαν ανείκαστον εκπέμπει ούτος και δυστυχής όστις έχει τούτον ως πλούτον του. Ο τοιούτος ουδέποτε θα εύρη ειρήνην, τόσον εκ των ενοχλήσεων των εμφωλευόντων εν αυτώ παθών, όσον και εκ της μακράν απεχούσης αληθούς ταπεινώσεως. Ανάπαυσις ψυχική μόνον εκ της ταπεινώσεως και της πραότητος παρέχεται εις τον άνθρωπον και τούτο μας το λέγει ο Κύριος: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Δια τούτο, τέκνα μου, υπερπόθητα, ας αγαπήσωμεν με όλην μας την ψυχήν την ταπείνωσιν του Χριστού μας, ομού και την πραότητά Του και όντως θα εύρωμεν, καθώς είπεν, και των ψυχών ημών την ποικίλην ανάπαυσιν. Η ταπείνωσις δια να αποκτηθή δεν είναι εύκολον πράγμα, χρειάζεται πολύς κόπος και χρόνος. Ο εγωϊσμός δια να θανατωθή απαιτεί θυσίαν του εαυτού μας. Να ποδοπατήσωμεν το εγώ μας και να εναγκαλισθώμεν την τελείαν αυταπάρνησιν του εαυτού μας. Να αγαπήσωμεν ερωτικώς την υπακοήν και με αιματηρούς αγώνας, τη βοηθεία του Θεού, θα κατορθωθή η θανάτωσις αυτού. Εμπρός λοιπόν, τέκνα μου, ωσάν αθληταί ας τρέξωμεν εις το στάδιον του ενδόξου αγώνος, όπου ο νικών θα στεφθή με τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης, ενώπιον του υπερτάτου θρόνου του γλυκυτάτου μας Θεού. Παρακαλώ, μη δειλιάσετε εις την μάχην, διότι ο Κύριος κρυφαία χειρί θα μας ενισχύη, ώστε να νικήσωμεν τον διάβολον του εγωϊσμού και θα μας ενδύση τον θεοϋφαντον χιτώνα της θεϊκής ταπεινώσεως. Ταύτα σας γράφω και εύχομαι τα ελάχιστα λόγια της σποράς ταύτης να πέσουν εις την γην την καλήν της ψυχής σας και να φέρουν εκατονταπλασίονα καρπόν ζωής αιωνίου! Αμήν, γένοιτο.
2α. Εάν αγωνισθώμεν να αποκτήσωμεν ταπείνωσιν, ένδυμα πολυτελέστατον εκληρονομήσαμεν, και εάν αγάπην έχωμεν, κομψότατον το παρεσκευάσαμεν. Εάν δε και υπακοήν απερίεργον εδώσαμεν εις τους εαυτούς μας, με χρωματισμόν και στιλπνότητα το ομορφήναμεν, και εάν προσευχήν αδιάλειπτον ειργάσθημεν, ευωδίαν πολυτελεστάτου μύρου το ερραντίσαμεν, και ούτω πως τελειοποιήσαντες, τότε ενδυσάμενοι αυτό θα παρουσιασθώμεν με παρρησίαν και με ουρανίαν χάριν εις το βήμα του Χριστού, και τότε ο Κύριος της δόξης θα οσφρανθή οσμήν ευωδίας πνευματικής και χαίρων θα μας ανοίξη τους απείρους θησαυρούς των χαρίτων. Τότε όντως γεγόναμεν πλούσιοι!
3η. Συ, παιδί μου, κοίταζε μόνον τον εαυτόν σου, σου λείπει η ταπείνωσις. Η υπερηφάνεια με το πείσμα, σου φέρνουν τους λογισμούς αυτούς, που γράφεις. Εάν ταπεινωθής, εάν κατηγορής εις όλα τα σκάνδαλα τον εαυτόν σου και ότι από εμπάθειάν σου τα υποφέρεις και ότι ο Γέροντας και οι αδελφοί δεν πταίουν, τότε αμέσως θα αισθανθής ελάφρωσιν από τους λογισμούς και θα έρχεται η θεραπεία των πληγών σου. Με άλλα μέσα μη περιμένης, δηλαδή το να αλλάξη ο Γέροντας ή οι αδελφοί, δια να θεραπευθής εσύ, μάτην κοπιάζεις, το κακόν θέλει πάταγμα από την ρίζαν, και η ρίζα του είναι η υπερηφάνεια, ο εγωϊσμός, το πείσμα, το θέλημα, ο θυμός κ.λ.π. Όλα αυτά με ένα φάρμακον θεραπεύονται και τούτο είναι: Το να ρίπτης το βάρος του σφάλματος και του πειρασμού εις τον εαυτόν σου. Πάντοτε να λέγης: «Εγώ πταίω, εγώ είμαι η αιτία, από την εμπάθειάν μου τα τραβώ, κανείς άλλος δεν είναι ο αίτιος των κακών μου παρά εγώ ο τρισάθλιος». Ναι, παιδί μου, αυτή είναι η υπεραλήθεια, η γνησία πραγματικότης. Βάδιζε εις ό,τι σε συμβουλεύω, βάδιζε επάνω εις αυτά και θα ίδης όντως ψυχικήν υγείαν και θεραπείαν.
4η. Επειδή έχομεν φανερά, είτε χωρίς να το καταλαβαίνωμεν, κρυμμένην υπερηφάνειαν, θέλοντας ο Θεός να μας καθαρίση από αυτήν την δυσώδη κατάστασιν, ξεσηκώνει φουρτούνα δια να πετάξη όλα τα «κατακάθια», που μαζεύτηκαν εν καιρώ αμελείας ψυχής κυρίως. Εις την θάλασσαν πετούν, ιδίως εις τα λιμάνια, όλα τα σκουπίδια και ακαθαρσίας, και εάν έλειπαν αι φουρτούναι, η θάλασσα θα εγίνετο πηγή λοιμικών νόσων, αλλά το ότι η θάλασσα είναι καθαρή και υγιεινή το οφείλει εις τας κατά καιρούς φουρτούνας. Πνευματικώς δε το αυτό συμβαίνει και με την ψυχήν μας, με την ψυχικήν μας θάλασσαν. Μαζεύονται ακαθαρσίαι σιγά-σιγά από τα διάφορά μας πάθη και απροσεξίας, ρίπτει και ο διάβολος τα ιδικά του, εμείς δε δεν βλέπομεν πόσαι ακαθαρσίαι εμαζεύθησαν. Ο Θεός όμως γνωρίζει και θέλοντας να μας καθαρίση, ξεσηκώνει φουρτούναν ανάλογον με το μάζωμα των ακαθαρσιών και τοιουτοτρόπως καθαρίζει την ψυχικήν θάλασσαν. Ενίοτε βλέπομεν μετά τον πειρασμόν, όταν με υπομονήν τον περάσωμεν, ανάλαφρην την ψυχήν μας, γαληνεμένην και χαρούμενην. Χρειάζεται και εκ μέρους μας προσοχή, να μη μαζεύωνται ακαθαρσίαι, δια να μη χρειάζωνται και ανάλογοι φουρτούναι. Ξεσηκώνονται και εις τους αγίους φουρτούναι, αλλά άλλης φύσεως, εκείναι έχουν άλλον σκοπόν, το πότε να τους βοηθήση ο πειρασμός να γίνουν περισσότερον άγιοι ή προς δόξαν των πιο μεγάλην ή αν πρόκειται να δοξάσουν τον Θεόν πιο πολύ ή περί ορθοδοξίας τρικυμίαι κ.λ.π.
Πρόσεχε, παιδί μου, να έχης ταπείνωσιν πολλήν, υπακοήν εις τας συμβουλάς του Γέροντος, αγάπην γενικήν και να μη πιστεύης τον λογισμόν σου ποτέ, αλλά να ακολουθής πιστώς τας υποδείξεις του Γέροντός σου.
5η. Ποτέ μη ξεθαρρεύσετε εις τον εαυτόν σας, ποτέ μη παραδεχθήτε λογισμόν ότι είσθε καλοί και ενάρετοι. Μέμφεσθε τον εαυτόν σας, κατηγορείτε τον εαυτόν σας μέσα σας, όπως θανατώσετε το εγώ, το οποίον είναι το τείχος, που φράζει τον ήλιον της δικαιοσύνης, τον Χριστόν, ώστε να μη φθάνουν αι ακτίνες, δια να φωτισθή ο νους μας εις την θεογνωσίαν και εις την αυτογνωσίαν. Την ταπείνωσιν εις πάντα αγαπήσατε, διότι το παράδειγμα, μας το εδίδαξεν ο Ιησούς μας, πότε; Ότε διεζώσθη το λέντιον και ένιψε τους πόδας των μαθητών Αυτού και είπε: «Γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν;» ( Ιωάν. 13,12 ). Δηλαδή, όπως εγώ εταπεινώθην νίψας τους υμετέρους πόδας, ούτω και εσείς οφείλετε να ταπεινώσεσθε ο εις εις τον άλλον.
6η. Μάθετε τον καλογερικόν τρόπον της ταπεινώσεως, οσάκις προσταχθήτε από τον Γέροντα, να λέγετε: «να είναι ευλογημένον» και οσάκις σας κάνει την παρατήρησιν, να λέγετε «ευλόγησον». Δια της ταπεινώσεως γίνεται η συντομωτέρα επαφή με το θείον, διότι λέγει ο Χριστός μας: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» ( Ματθ. 11,29 ). Η ανάπαυσις της ψυχής, είναι το γνησιώτερον γνώρισμα της υγιούς ψυχής. Ταπεινωθήτε, εξουθενωθήτε, εξευτελίσατε τον εαυτόν σας, δια να έλθη η ειρήνη του Θεού εις την ψυχήν σας. Μη δικαιώνετε τον εαυτόν σας, όταν σας ελέγχη ο Γέροντας δι’ ένα πταίσμα σας, αλλά λέγετε «ευλόγησον».
7η. Το ταπεινόν φρόνημα, παιδί μου, ας αγαπήσωμεν και εάν ο Κύριος λυπηθή την γυμνότητά μας και μας στείλη ολίγην προσευχήν και ενδυθή η ψυχή κανένα φόρεμα θεϊκόν, προσοχή χρειάζεται να μη το λερώσωμεν με απροσεξίαν τινά, δηλαδή με υπερηφάνειαν, με κατάκρισιν, με αμέλειαν, με παρακοήν κ.λ.π., αλλά να προσπαθήσωμεν περισσότερον να το λευκάνωμεν με έργα καλά, ιδίως με το ταπεινόν φρόνημα και την αυτομεμψίαν, που τόσον αρέσκεται ο Θεός εις αυτά, παρά εις τα μεγάλα έργα, που γίνονται με κενοδοξίαν. Να κάμνης τελείαν υπακοήν, η υπακοή είναι γέννημα ταπεινώσεως, η δε αντιλογία, η φιλονικία, η παρακοή, είναι γεννήματα της υπερηφανείας, τα οποία ο μοναχός πρέπει να μισή, ως πρόξενα μολύνσεως της ψυχής του.
8η. Πάντα εις την προσευχήν σου να ζητής πρώτιστα την ταπεινοφροσύνην να σου χαρίση ο Θεός και να επιμένης εις την αίτησίν σου αυτήν, διότι άνευ αληθούς ταπεινοφροσύνης, δεν κατορθώνεται ουδέν αγαθόν αξιόμισθον. Καθώς λέγει, παιδί μου, και ο Απόστολος Παύλος: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες τι καυχάσαι ως μη λαβών;» ( Α΄ Κορ. 4,7 ), «ακάθαρτος πας υψηλοκάρδιος παρά Θεώ» ( Παροιμ. 16,5 ). Δια τούτο αγωνίζου, τέκνον μου, κατά του δυστυχούς αυτού πάθους, ταπεινοφρονώντας και σκεπτόμενος πόσην ταπείνωσιν έδειξεν ο Κύριος της δόξης, γενόμενος άνθρωπος και ταπεινώσας τον εαυτόν Του μέχρις ύβρεων και συκοφαντιών και μέχρι Σταυρού. Αλλά και όλοι οι άγιοι του Θεού άνθρωποι επέδειξαν αρίστην ταπείνωσιν, διο και ηγίασαν και μας επιστοποίησαν ότι ουκ έστιν άλλη οδός του σωθήναι ει μη αύτη. Ό,τι σου δίδει ταπείνωσιν, τούτο ασπάζου, έστω και αν πονέσης και ψυχορραγήσης. Το τέλος του πόνου θα είναι από Θεού ευλογία και πρόοδος προς την αρίστην των αρετών, την ταπείνωσιν. Εύχομαι ταύτην ο Θεός Ιησούς να σου χαρίση μέσα εις την ψυχήν σου ανεξίτηλον.
9η. Η ουσία όλων, παιδί μου, είναι μία, το ότι βάλλεσαι υπό πνεύματος υπερηφανείας, με τας αδελφάς της κενοδοξίαν και οίησιν και με συνεπικούρους τους αισχρούς και βλασφήμους λογισμούς. Γνώριζε, παιδί μου, ότι το της υπερηφανείας πνεύμα είναι δυσκαταγώνιστον, το της κενοδοξίας πολυκέφαλον και τρίβολον. Όπως και να γυρίσης τον λογισμόν ή τον τρόπον ζωής, θα την εύρης έμπροσθέν σου σαν αγκάθι. Και εάν έτσι έχη το πράγμα, τι πρέπει να γίνη; Ημείς θα μεταχειριζώμεθα κάθε μέσον ή λογιστικόν ή υλικόν προς ταπείνωσιν. Θα πιέζωμεν κυρίως τον λογισμόν μας να σκέπτεται ταπεινά και την απαλλαγήν ή την ελάφρωσιν του πάθους θα την αναθέσωμεν εις την Θείαν Πρόνοιαν να την τακτοποιήση. Ημείς από μέρους μας θα κρατήσωμεν αγωνιστικά, ο δε Θεός αναλόγως του αγώνος μας θα επέμβη αρωγός, βοηθός. Δια το δεινόν πάθος της κενοδοξίας ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: «Κενοδοξία άχρι τάφου», δηλαδή, μέχρι να πεθάνωμεν θα προσβαλλώμεθα υπό της κενοδοξίας, με την διαφοράν, ότι θα είναι εξασθενημένη λόγω της αντιπολεμήσεως και της μακράς πείρας επί του ψεύδους της. Κλαίε ενώπιον του Θεού, να σου χαρίση πνεύμα ταπεινώσεως, διότι μόνον δια ταύτης θα προχωρήσης προς τα άνω, προς την αγάπην του Θεού. Πνευματική πρόοδος δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη ταπεινοφροσύνης κατάκτησις. Ο Ιησούς, Θεός ων, εταπείνωσε τόσον χαμηλά τον Εαυτόν Του και ημείς φύσει ταπεινοί, υψωνόμεθα και ωσάν το παγώνι φουσκώνομεν τα πτερά της κενοδοξίας; Αλλά όταν όμως μας ρίξη εις κανένα πειρασμόν, και ίδωμεν την ασχημίαν των ποδών μας, δηλαδή την σαθράν κατάστασιν της ψυχής, τότε αναγνωρίζομεν ποίοι είμεθα εις την φύσιν, το αδαμιαίον γένος και ότι η οφρύς δεν ταπεινώνεται ει μη δια ραπισμάτων και πτώσεων. Τα δάκρυα με το πένθος πολλήν την ταπείνωσιν φέρουν, διο υπόμεινον ζητώντας από τον Δοτήρα των αγαθών: «Μη με περίδης τον άσωτον, ο τεχθείς εκ παρθένου, μη μου τα δάκρυα παρίδης, η χαρά των αγγέλων, αλλά δέξαι με μετανοούντα και σώσόν με». Εύχομαι, ο Ταπεινός τη καρδία Ιησούς να σου χαρίση την καρδίαν Του, δια να την γευθής.
10η. Η ταπείνωσις είναι αρετή θαυμασία, που ευωδιάζει εκείνον που την έχει. Ο έχων ταπείνωσιν έχει και υπακοήν, αγάπην, υπομονήν και κάθε αρετήν. Όταν θυμώνωμεν ή οργιζώμεθα ή κατακρίνωμεν ή δεν υπακούωμεν, γίνεται φανερόν ότι έχομεν και ανάλογον υπερηφάνειαν και εγωϊσμόν. Όσον προοδεύομεν εις την ταπείνωσιν, τόσο τα κακά γεννήματα του εγωϊσμού θα υποχωρούν. Ας ταπεινωθώμεν, παιδιά μου, δια τον ταπεινωθέντα δι’ ημάς Κύριον. Ο Κύριος τόσην ταπείνωσιν έδειξε, μέχρι και Σταυρού, ημείς δε φύσει ταπεινοί, να μη θέλωμεν να σκύψωμεν το κεφάλι εις τον αδελφόν μας, μόνον θέλομεν να γίνεται το ιδικόν μας;
Ας αγαπήσωμεν, ας ταπεινωθώμεν, όπως ο Χριστός, αν θέλωμεν να κατοικήση ο Ιησούς μέσα εις την καρδίαν μας. Ας μη Τον λυπήσωμεν πλέον με εγωϊστικάς εκδηλώσεις. Ας μη Τον ξανασταυρώσωμεν με εκφράσεις και τρόπους ελλείψεως αδελφικής αγάπης. Όχι πίκρας πλέον εις την αγίαν καρδίαν του γλυκυτάτου Χριστού μας.
11η. Οι άγγελοι εις τον Ουρανόν μέσα εις την δόξαν και τους ύμνους. Οι άνθρωποι εις τας χαράς των και εις τα παλάτια των. Ο δε Θεός και δημιουργός μέσα εις εν σπήλαιον και επάνω εις την φάτνην των ζώων, ωσάν τον τελευταίον πτωχόν άνθρωπον!
Τι ταπείνωσις του Ιησού μας! Αυτήν την ταπείνωσιν να αποκτήσετε, παιδιά μου. Η ταπείνωσις είναι η πιο χαριτωμένη αρετή, χρυσοϋφαντος στολή, μακάριος όποιος την ενδυθή, θα αποκτήση μίαν ανέκφραστον πνευματικήν ομορφιάν. Αντιθέτως, το πιο βρώμικον πάθος είναι η υπερηφάνεια και ο εγωϊσμός.
12η. Πολύ παρακαλώ την Παναγία μας να μου χαρίση καθ’ όλα την ταπείνωσιν, διότι είναι βασική αρετή και χωρίς αυτήν κανένα έργον δεν επισφραγίζει η χάρις του Παναγίου Πνεύματος! Ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος, επισκεφθείς τους πατέρας του όρους της Νιτρίας ηρώτησε τον Πρώτον του όρους: « Τι εύρες, πάτερ, πλέον εν τη οδώ ταύτη της ασκήσεως;» Και απαντά ο όσιος: «Το μέμφεσθαι εαυτόν πάντοτε». «Όντως, απήντησεν ο Θεόφιλος, ουκ έστιν άλλη συντομωτέρα οδός προς τον Θεόν ως αύτη!». Ουχί δι’ υπερηφανείας και ανταρσίας ο εωσφόρος και ο Αδάμ εξέπεσαν του Θεού; Ουχί η ταπείνωσις της Θεοτόκου, «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. 1,38 ) και ο εξ αυτής αρρεύστως γεννηθείς υιός του Θεού, διδάξας και ποιήσας άκραν ταπείνωσιν, έσωσε τον Αδάμ; Αυτός είπε πάλιν: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ).
Οσάκις ο άνθρωπος αισθανθή τον εαυτόν του εν ταπεινώσει και αυτομεμψία, καθορά εις την ψυχήν του μίαν γλυκείαν ανάπαυσιν, ειρήνην, παρηγορίαν, ελάφρωσιν και ελπίδα! Ενώ αντιθέτως, την υπερηφάνειαν της ψυχής θα την πληροφορήσουν ανησυχία, ταραχή, ταραχή, θυμός, καύχησις, υπεροπτικαί τάσεις, κ.λ.π.
Αχ, πόσον άκοπος ο δρόμος της ταπεινώσεως! Και χωρίς ασκητικούς κόπους, λόγω ασθενείας κ.λ.π., δύναται ο άνθρωπος με την ταπείνωσιν και την αυτομεμψίαν, ως και την ευχαριστίαν προς τον Θεόν, να φθάση εις μέτρα πνευματικά και να αισθανθή το χάρισμα της υιοθεσίας! Ενώ αντιθέτως, με κόπους ασκητικούς, άνευ επιγνώσεως της οικείας ασθενείας και αδυναμίας και ελεεινότητος, αγών άνευ βραβείων, ιδρώς άνευ μισθού, δρόμος άνευ ελπίδων.
Τι δυστυχία να αγωνίζετε κανείς χωρίς απολαβήν; Να γεωργή χωρίς να θερίζη; Διατί άράγε; Διότι ο αγών δεν έγινε νόμιμος. «Εάν και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» ( Β΄ Τιμ. 2,5 ). Νόμιμος άθλησις εάν δεν γίνη και εις τους σωματικούς αγώνας ο αθλητής δεν στεφανούται.
Περί Υπερηφανείας, Αυτομεμψίας και Ταπεινώσεως.
1η. Προσέχετε τους λογισμούς σας. Η προσοχή σας κυρίως να στραφή εις το να συνάξη ταπεινούς λογισμούς. Διότι η ταπείνωσις σώζει τον άνθρωπον και αυτή είναι κυρίως ο στόχος όλων των πνευματικών επιδιώξεων. Εάν θέλετε να ίδητε, εάν έχετε κάνει πνευματικήν προκοπήν εις την μοναχικήν πολιτείαν, ερευνήσατε τους εαυτούς σας και εάν διαπιστώσετε ταπείνωσιν μέσα σας, ανάλογα με την ποσότητα αυτής, έχετε κάνει πνευματικήν πρόοδον. Αν αντί ταπεινώσεως ίδωμεν μάλλον υπερηφάνειαν και εγωϊσμόν με τα παρεπόμενα τούτων, τότε μας χρειάζεται πένθος και δάκρυα και να θρηνώμεν την αθλίαν μας κατάστασιν, ίνα ο Κύριος μας ευσπλαχνισθή. Φύγωμεν μακράν του εγωϊσμού, δυσωδίαν ανείκαστον εκπέμπει ούτος και δυστυχής όστις έχει τούτον ως πλούτον του. Ο τοιούτος ουδέποτε θα εύρη ειρήνην, τόσον εκ των ενοχλήσεων των εμφωλευόντων εν αυτώ παθών, όσον και εκ της μακράν απεχούσης αληθούς ταπεινώσεως. Ανάπαυσις ψυχική μόνον εκ της ταπεινώσεως και της πραότητος παρέχεται εις τον άνθρωπον και τούτο μας το λέγει ο Κύριος: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Δια τούτο, τέκνα μου, υπερπόθητα, ας αγαπήσωμεν με όλην μας την ψυχήν την ταπείνωσιν του Χριστού μας, ομού και την πραότητά Του και όντως θα εύρωμεν, καθώς είπεν, και των ψυχών ημών την ποικίλην ανάπαυσιν. Η ταπείνωσις δια να αποκτηθή δεν είναι εύκολον πράγμα, χρειάζεται πολύς κόπος και χρόνος. Ο εγωϊσμός δια να θανατωθή απαιτεί θυσίαν του εαυτού μας. Να ποδοπατήσωμεν το εγώ μας και να εναγκαλισθώμεν την τελείαν αυταπάρνησιν του εαυτού μας. Να αγαπήσωμεν ερωτικώς την υπακοήν και με αιματηρούς αγώνας, τη βοηθεία του Θεού, θα κατορθωθή η θανάτωσις αυτού. Εμπρός λοιπόν, τέκνα μου, ωσάν αθληταί ας τρέξωμεν εις το στάδιον του ενδόξου αγώνος, όπου ο νικών θα στεφθή με τον αμαράντινον στέφανον της αιωνίου δόξης, ενώπιον του υπερτάτου θρόνου του γλυκυτάτου μας Θεού. Παρακαλώ, μη δειλιάσετε εις την μάχην, διότι ο Κύριος κρυφαία χειρί θα μας ενισχύη, ώστε να νικήσωμεν τον διάβολον του εγωϊσμού και θα μας ενδύση τον θεοϋφαντον χιτώνα της θεϊκής ταπεινώσεως. Ταύτα σας γράφω και εύχομαι τα ελάχιστα λόγια της σποράς ταύτης να πέσουν εις την γην την καλήν της ψυχής σας και να φέρουν εκατονταπλασίονα καρπόν ζωής αιωνίου! Αμήν, γένοιτο.
2α. Εάν αγωνισθώμεν να αποκτήσωμεν ταπείνωσιν, ένδυμα πολυτελέστατον εκληρονομήσαμεν, και εάν αγάπην έχωμεν, κομψότατον το παρεσκευάσαμεν. Εάν δε και υπακοήν απερίεργον εδώσαμεν εις τους εαυτούς μας, με χρωματισμόν και στιλπνότητα το ομορφήναμεν, και εάν προσευχήν αδιάλειπτον ειργάσθημεν, ευωδίαν πολυτελεστάτου μύρου το ερραντίσαμεν, και ούτω πως τελειοποιήσαντες, τότε ενδυσάμενοι αυτό θα παρουσιασθώμεν με παρρησίαν και με ουρανίαν χάριν εις το βήμα του Χριστού, και τότε ο Κύριος της δόξης θα οσφρανθή οσμήν ευωδίας πνευματικής και χαίρων θα μας ανοίξη τους απείρους θησαυρούς των χαρίτων. Τότε όντως γεγόναμεν πλούσιοι!
3η. Συ, παιδί μου, κοίταζε μόνον τον εαυτόν σου, σου λείπει η ταπείνωσις. Η υπερηφάνεια με το πείσμα, σου φέρνουν τους λογισμούς αυτούς, που γράφεις. Εάν ταπεινωθής, εάν κατηγορής εις όλα τα σκάνδαλα τον εαυτόν σου και ότι από εμπάθειάν σου τα υποφέρεις και ότι ο Γέροντας και οι αδελφοί δεν πταίουν, τότε αμέσως θα αισθανθής ελάφρωσιν από τους λογισμούς και θα έρχεται η θεραπεία των πληγών σου. Με άλλα μέσα μη περιμένης, δηλαδή το να αλλάξη ο Γέροντας ή οι αδελφοί, δια να θεραπευθής εσύ, μάτην κοπιάζεις, το κακόν θέλει πάταγμα από την ρίζαν, και η ρίζα του είναι η υπερηφάνεια, ο εγωϊσμός, το πείσμα, το θέλημα, ο θυμός κ.λ.π. Όλα αυτά με ένα φάρμακον θεραπεύονται και τούτο είναι: Το να ρίπτης το βάρος του σφάλματος και του πειρασμού εις τον εαυτόν σου. Πάντοτε να λέγης: «Εγώ πταίω, εγώ είμαι η αιτία, από την εμπάθειάν μου τα τραβώ, κανείς άλλος δεν είναι ο αίτιος των κακών μου παρά εγώ ο τρισάθλιος». Ναι, παιδί μου, αυτή είναι η υπεραλήθεια, η γνησία πραγματικότης. Βάδιζε εις ό,τι σε συμβουλεύω, βάδιζε επάνω εις αυτά και θα ίδης όντως ψυχικήν υγείαν και θεραπείαν.
4η. Επειδή έχομεν φανερά, είτε χωρίς να το καταλαβαίνωμεν, κρυμμένην υπερηφάνειαν, θέλοντας ο Θεός να μας καθαρίση από αυτήν την δυσώδη κατάστασιν, ξεσηκώνει φουρτούνα δια να πετάξη όλα τα «κατακάθια», που μαζεύτηκαν εν καιρώ αμελείας ψυχής κυρίως. Εις την θάλασσαν πετούν, ιδίως εις τα λιμάνια, όλα τα σκουπίδια και ακαθαρσίας, και εάν έλειπαν αι φουρτούναι, η θάλασσα θα εγίνετο πηγή λοιμικών νόσων, αλλά το ότι η θάλασσα είναι καθαρή και υγιεινή το οφείλει εις τας κατά καιρούς φουρτούνας. Πνευματικώς δε το αυτό συμβαίνει και με την ψυχήν μας, με την ψυχικήν μας θάλασσαν. Μαζεύονται ακαθαρσίαι σιγά-σιγά από τα διάφορά μας πάθη και απροσεξίας, ρίπτει και ο διάβολος τα ιδικά του, εμείς δε δεν βλέπομεν πόσαι ακαθαρσίαι εμαζεύθησαν. Ο Θεός όμως γνωρίζει και θέλοντας να μας καθαρίση, ξεσηκώνει φουρτούναν ανάλογον με το μάζωμα των ακαθαρσιών και τοιουτοτρόπως καθαρίζει την ψυχικήν θάλασσαν. Ενίοτε βλέπομεν μετά τον πειρασμόν, όταν με υπομονήν τον περάσωμεν, ανάλαφρην την ψυχήν μας, γαληνεμένην και χαρούμενην. Χρειάζεται και εκ μέρους μας προσοχή, να μη μαζεύωνται ακαθαρσίαι, δια να μη χρειάζωνται και ανάλογοι φουρτούναι. Ξεσηκώνονται και εις τους αγίους φουρτούναι, αλλά άλλης φύσεως, εκείναι έχουν άλλον σκοπόν, το πότε να τους βοηθήση ο πειρασμός να γίνουν περισσότερον άγιοι ή προς δόξαν των πιο μεγάλην ή αν πρόκειται να δοξάσουν τον Θεόν πιο πολύ ή περί ορθοδοξίας τρικυμίαι κ.λ.π.
Πρόσεχε, παιδί μου, να έχης ταπείνωσιν πολλήν, υπακοήν εις τας συμβουλάς του Γέροντος, αγάπην γενικήν και να μη πιστεύης τον λογισμόν σου ποτέ, αλλά να ακολουθής πιστώς τας υποδείξεις του Γέροντός σου.
5η. Ποτέ μη ξεθαρρεύσετε εις τον εαυτόν σας, ποτέ μη παραδεχθήτε λογισμόν ότι είσθε καλοί και ενάρετοι. Μέμφεσθε τον εαυτόν σας, κατηγορείτε τον εαυτόν σας μέσα σας, όπως θανατώσετε το εγώ, το οποίον είναι το τείχος, που φράζει τον ήλιον της δικαιοσύνης, τον Χριστόν, ώστε να μη φθάνουν αι ακτίνες, δια να φωτισθή ο νους μας εις την θεογνωσίαν και εις την αυτογνωσίαν. Την ταπείνωσιν εις πάντα αγαπήσατε, διότι το παράδειγμα, μας το εδίδαξεν ο Ιησούς μας, πότε; Ότε διεζώσθη το λέντιον και ένιψε τους πόδας των μαθητών Αυτού και είπε: «Γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν;» ( Ιωάν. 13,12 ). Δηλαδή, όπως εγώ εταπεινώθην νίψας τους υμετέρους πόδας, ούτω και εσείς οφείλετε να ταπεινώσεσθε ο εις εις τον άλλον.
6η. Μάθετε τον καλογερικόν τρόπον της ταπεινώσεως, οσάκις προσταχθήτε από τον Γέροντα, να λέγετε: «να είναι ευλογημένον» και οσάκις σας κάνει την παρατήρησιν, να λέγετε «ευλόγησον». Δια της ταπεινώσεως γίνεται η συντομωτέρα επαφή με το θείον, διότι λέγει ο Χριστός μας: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» ( Ματθ. 11,29 ). Η ανάπαυσις της ψυχής, είναι το γνησιώτερον γνώρισμα της υγιούς ψυχής. Ταπεινωθήτε, εξουθενωθήτε, εξευτελίσατε τον εαυτόν σας, δια να έλθη η ειρήνη του Θεού εις την ψυχήν σας. Μη δικαιώνετε τον εαυτόν σας, όταν σας ελέγχη ο Γέροντας δι’ ένα πταίσμα σας, αλλά λέγετε «ευλόγησον».
7η. Το ταπεινόν φρόνημα, παιδί μου, ας αγαπήσωμεν και εάν ο Κύριος λυπηθή την γυμνότητά μας και μας στείλη ολίγην προσευχήν και ενδυθή η ψυχή κανένα φόρεμα θεϊκόν, προσοχή χρειάζεται να μη το λερώσωμεν με απροσεξίαν τινά, δηλαδή με υπερηφάνειαν, με κατάκρισιν, με αμέλειαν, με παρακοήν κ.λ.π., αλλά να προσπαθήσωμεν περισσότερον να το λευκάνωμεν με έργα καλά, ιδίως με το ταπεινόν φρόνημα και την αυτομεμψίαν, που τόσον αρέσκεται ο Θεός εις αυτά, παρά εις τα μεγάλα έργα, που γίνονται με κενοδοξίαν. Να κάμνης τελείαν υπακοήν, η υπακοή είναι γέννημα ταπεινώσεως, η δε αντιλογία, η φιλονικία, η παρακοή, είναι γεννήματα της υπερηφανείας, τα οποία ο μοναχός πρέπει να μισή, ως πρόξενα μολύνσεως της ψυχής του.
8η. Πάντα εις την προσευχήν σου να ζητής πρώτιστα την ταπεινοφροσύνην να σου χαρίση ο Θεός και να επιμένης εις την αίτησίν σου αυτήν, διότι άνευ αληθούς ταπεινοφροσύνης, δεν κατορθώνεται ουδέν αγαθόν αξιόμισθον. Καθώς λέγει, παιδί μου, και ο Απόστολος Παύλος: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες τι καυχάσαι ως μη λαβών;» ( Α΄ Κορ. 4,7 ), «ακάθαρτος πας υψηλοκάρδιος παρά Θεώ» ( Παροιμ. 16,5 ). Δια τούτο αγωνίζου, τέκνον μου, κατά του δυστυχούς αυτού πάθους, ταπεινοφρονώντας και σκεπτόμενος πόσην ταπείνωσιν έδειξεν ο Κύριος της δόξης, γενόμενος άνθρωπος και ταπεινώσας τον εαυτόν Του μέχρις ύβρεων και συκοφαντιών και μέχρι Σταυρού. Αλλά και όλοι οι άγιοι του Θεού άνθρωποι επέδειξαν αρίστην ταπείνωσιν, διο και ηγίασαν και μας επιστοποίησαν ότι ουκ έστιν άλλη οδός του σωθήναι ει μη αύτη. Ό,τι σου δίδει ταπείνωσιν, τούτο ασπάζου, έστω και αν πονέσης και ψυχορραγήσης. Το τέλος του πόνου θα είναι από Θεού ευλογία και πρόοδος προς την αρίστην των αρετών, την ταπείνωσιν. Εύχομαι ταύτην ο Θεός Ιησούς να σου χαρίση μέσα εις την ψυχήν σου ανεξίτηλον.
9η. Η ουσία όλων, παιδί μου, είναι μία, το ότι βάλλεσαι υπό πνεύματος υπερηφανείας, με τας αδελφάς της κενοδοξίαν και οίησιν και με συνεπικούρους τους αισχρούς και βλασφήμους λογισμούς. Γνώριζε, παιδί μου, ότι το της υπερηφανείας πνεύμα είναι δυσκαταγώνιστον, το της κενοδοξίας πολυκέφαλον και τρίβολον. Όπως και να γυρίσης τον λογισμόν ή τον τρόπον ζωής, θα την εύρης έμπροσθέν σου σαν αγκάθι. Και εάν έτσι έχη το πράγμα, τι πρέπει να γίνη; Ημείς θα μεταχειριζώμεθα κάθε μέσον ή λογιστικόν ή υλικόν προς ταπείνωσιν. Θα πιέζωμεν κυρίως τον λογισμόν μας να σκέπτεται ταπεινά και την απαλλαγήν ή την ελάφρωσιν του πάθους θα την αναθέσωμεν εις την Θείαν Πρόνοιαν να την τακτοποιήση. Ημείς από μέρους μας θα κρατήσωμεν αγωνιστικά, ο δε Θεός αναλόγως του αγώνος μας θα επέμβη αρωγός, βοηθός. Δια το δεινόν πάθος της κενοδοξίας ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: «Κενοδοξία άχρι τάφου», δηλαδή, μέχρι να πεθάνωμεν θα προσβαλλώμεθα υπό της κενοδοξίας, με την διαφοράν, ότι θα είναι εξασθενημένη λόγω της αντιπολεμήσεως και της μακράς πείρας επί του ψεύδους της. Κλαίε ενώπιον του Θεού, να σου χαρίση πνεύμα ταπεινώσεως, διότι μόνον δια ταύτης θα προχωρήσης προς τα άνω, προς την αγάπην του Θεού. Πνευματική πρόοδος δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη ταπεινοφροσύνης κατάκτησις. Ο Ιησούς, Θεός ων, εταπείνωσε τόσον χαμηλά τον Εαυτόν Του και ημείς φύσει ταπεινοί, υψωνόμεθα και ωσάν το παγώνι φουσκώνομεν τα πτερά της κενοδοξίας; Αλλά όταν όμως μας ρίξη εις κανένα πειρασμόν, και ίδωμεν την ασχημίαν των ποδών μας, δηλαδή την σαθράν κατάστασιν της ψυχής, τότε αναγνωρίζομεν ποίοι είμεθα εις την φύσιν, το αδαμιαίον γένος και ότι η οφρύς δεν ταπεινώνεται ει μη δια ραπισμάτων και πτώσεων. Τα δάκρυα με το πένθος πολλήν την ταπείνωσιν φέρουν, διο υπόμεινον ζητώντας από τον Δοτήρα των αγαθών: «Μη με περίδης τον άσωτον, ο τεχθείς εκ παρθένου, μη μου τα δάκρυα παρίδης, η χαρά των αγγέλων, αλλά δέξαι με μετανοούντα και σώσόν με». Εύχομαι, ο Ταπεινός τη καρδία Ιησούς να σου χαρίση την καρδίαν Του, δια να την γευθής.
10η. Η ταπείνωσις είναι αρετή θαυμασία, που ευωδιάζει εκείνον που την έχει. Ο έχων ταπείνωσιν έχει και υπακοήν, αγάπην, υπομονήν και κάθε αρετήν. Όταν θυμώνωμεν ή οργιζώμεθα ή κατακρίνωμεν ή δεν υπακούωμεν, γίνεται φανερόν ότι έχομεν και ανάλογον υπερηφάνειαν και εγωϊσμόν. Όσον προοδεύομεν εις την ταπείνωσιν, τόσο τα κακά γεννήματα του εγωϊσμού θα υποχωρούν. Ας ταπεινωθώμεν, παιδιά μου, δια τον ταπεινωθέντα δι’ ημάς Κύριον. Ο Κύριος τόσην ταπείνωσιν έδειξε, μέχρι και Σταυρού, ημείς δε φύσει ταπεινοί, να μη θέλωμεν να σκύψωμεν το κεφάλι εις τον αδελφόν μας, μόνον θέλομεν να γίνεται το ιδικόν μας;
Ας αγαπήσωμεν, ας ταπεινωθώμεν, όπως ο Χριστός, αν θέλωμεν να κατοικήση ο Ιησούς μέσα εις την καρδίαν μας. Ας μη Τον λυπήσωμεν πλέον με εγωϊστικάς εκδηλώσεις. Ας μη Τον ξανασταυρώσωμεν με εκφράσεις και τρόπους ελλείψεως αδελφικής αγάπης. Όχι πίκρας πλέον εις την αγίαν καρδίαν του γλυκυτάτου Χριστού μας.
11η. Οι άγγελοι εις τον Ουρανόν μέσα εις την δόξαν και τους ύμνους. Οι άνθρωποι εις τας χαράς των και εις τα παλάτια των. Ο δε Θεός και δημιουργός μέσα εις εν σπήλαιον και επάνω εις την φάτνην των ζώων, ωσάν τον τελευταίον πτωχόν άνθρωπον!
Τι ταπείνωσις του Ιησού μας! Αυτήν την ταπείνωσιν να αποκτήσετε, παιδιά μου. Η ταπείνωσις είναι η πιο χαριτωμένη αρετή, χρυσοϋφαντος στολή, μακάριος όποιος την ενδυθή, θα αποκτήση μίαν ανέκφραστον πνευματικήν ομορφιάν. Αντιθέτως, το πιο βρώμικον πάθος είναι η υπερηφάνεια και ο εγωϊσμός.
12η. Πολύ παρακαλώ την Παναγία μας να μου χαρίση καθ’ όλα την ταπείνωσιν, διότι είναι βασική αρετή και χωρίς αυτήν κανένα έργον δεν επισφραγίζει η χάρις του Παναγίου Πνεύματος! Ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος, επισκεφθείς τους πατέρας του όρους της Νιτρίας ηρώτησε τον Πρώτον του όρους: « Τι εύρες, πάτερ, πλέον εν τη οδώ ταύτη της ασκήσεως;» Και απαντά ο όσιος: «Το μέμφεσθαι εαυτόν πάντοτε». «Όντως, απήντησεν ο Θεόφιλος, ουκ έστιν άλλη συντομωτέρα οδός προς τον Θεόν ως αύτη!». Ουχί δι’ υπερηφανείας και ανταρσίας ο εωσφόρος και ο Αδάμ εξέπεσαν του Θεού; Ουχί η ταπείνωσις της Θεοτόκου, «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. 1,38 ) και ο εξ αυτής αρρεύστως γεννηθείς υιός του Θεού, διδάξας και ποιήσας άκραν ταπείνωσιν, έσωσε τον Αδάμ; Αυτός είπε πάλιν: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ).
Οσάκις ο άνθρωπος αισθανθή τον εαυτόν του εν ταπεινώσει και αυτομεμψία, καθορά εις την ψυχήν του μίαν γλυκείαν ανάπαυσιν, ειρήνην, παρηγορίαν, ελάφρωσιν και ελπίδα! Ενώ αντιθέτως, την υπερηφάνειαν της ψυχής θα την πληροφορήσουν ανησυχία, ταραχή, ταραχή, θυμός, καύχησις, υπεροπτικαί τάσεις, κ.λ.π.
Αχ, πόσον άκοπος ο δρόμος της ταπεινώσεως! Και χωρίς ασκητικούς κόπους, λόγω ασθενείας κ.λ.π., δύναται ο άνθρωπος με την ταπείνωσιν και την αυτομεμψίαν, ως και την ευχαριστίαν προς τον Θεόν, να φθάση εις μέτρα πνευματικά και να αισθανθή το χάρισμα της υιοθεσίας! Ενώ αντιθέτως, με κόπους ασκητικούς, άνευ επιγνώσεως της οικείας ασθενείας και αδυναμίας και ελεεινότητος, αγών άνευ βραβείων, ιδρώς άνευ μισθού, δρόμος άνευ ελπίδων.
Τι δυστυχία να αγωνίζετε κανείς χωρίς απολαβήν; Να γεωργή χωρίς να θερίζη; Διατί άράγε; Διότι ο αγών δεν έγινε νόμιμος. «Εάν και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» ( Β΄ Τιμ. 2,5 ). Νόμιμος άθλησις εάν δεν γίνη και εις τους σωματικούς αγώνας ο αθλητής δεν στεφανούται.
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Απ: Πατρικαι Νουθεσίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄.
Περί Υπερηφανείας, Αυτομεμψίας και Ταπεινώσεως.
13η. Αφήνει ο άγιος Θεός τον πειρασμόν εις τους αγαπώντας Αυτόν, ίνα τους διδάξει τον πόλεμον, υποχωρεί η χάρις του Θεού και τότε σηκώνεται σύννεφον πειρασμών και φθάνει να είπη ο άνθρωπος: «Να, με εγκατέλειψεν ο Θεός!» Μύριοι λογισμοί, πνιγμός ψυχής, παντού σκότος και ολισθήματα! Όλα αυτά τα δημιουργεί η αγία Σοφία, ο άγιος Θεός, και μανθάνομεν ότι μόνον ο Θεός δύναται να μας σώση και ότι άνευ του Θεού όλα τα ιδικά μας έργα είναι σκύβαλα και άχυρα, που με τον παραμικρόν αέρα του πειρασμού όλα σκορπούν και φαινόμεθα πως είμεθα σκουριασμένα πράγματα, ανίσχυροι και ανίκανοι να αντιμετωπίσωμεν οιονδήποτε πειρασμόν χωρίς την σύμμαχον χάριν του Αγίου Θεού. Η χάρις της θείας προνοίας δια των τοιούτων, μας διδάσκει το μάθημα της αυτογνωσίας, δηλαδή την ταπείνωσιν την αληθινήν, την εν γνώσει, την στερεάν, την θεμέλιον, διότι χωρίς αυτήν, αδύνατον να οικοδομήσωμεν πνευματικήν οικίαν. Μας αφήνει μέχρις απογνώσεως, ίνα αναγκασθώμεν να Του φωνάζωμεν γοερώς και θρηνωδώς και κράζοντας να αγιάζεται στόμα και καρδία. Ταύτα πάντα λοιπόν τα δημιουργούν οι πειρασμοί. Από τους πειρασμούς μεν να ευχώμεθα να μας σκεπάζη ο Θεός, πλην, όταν έλθουν, πρέπει μεθ’ υπομονής και σοφίας να τους περνώμεν, ίνα ωφελούμεθα εξ αυτών. Λοιπόν έχε υπομονήν εν πάσι και σώζου.
14η. Παιδί μου, ως κανόνα θα έχης την συνεχή αυτομεμψίαν, εις κάθε πειρασμόν βάζε πρώτος μετάνοιαν, ούτω παίρνεις πρώτος τον στέφανον και γίνεσαι αιτία και ο αδελφός να μετανοήση. Τον ταπεινωθέντα Κύριον να σκέπτεσαι πάντοτε, οπότε η ψυχή είναι έτοιμη να υπομείνη κάθε είδους ταπεινώσεις δια την αγάπην Του. Εκείνο που παίζει τον σημαντικώτερον ρόλον εις τον πνευματικόν αγώνα είναι να μάθη ο άνθρωπος να ταπεινώνεται, να μέμφεται τον εαυτόν του και να δικαιώνη τον πλησίον του. Όποιος έμαθε ταύτην την φιλοσοφίαν, ήδη πρέπει να τρυγά τον γλυκύτατον καρπόν της ελευθερίας των παθών. Διαφορετικά θα σύρη τα πάθη του προς μεγάλην και συνεχή λύπην του. Μέμφου, παιδί μου, συνεχώς τον εαυτόν σου, μη του δίδης δίκαιον, όταν ακούης κάτι να λέγουν δι’ εσέ, λέγε: «Δίκαιον έχουν οι αδελφοί μου, τέτοιος είμαι, και περισσότερα μου πρέπουν, δια τας αμαρτίας μου». Πάντα να θεωρής τον εαυτόν σου κατώτερον από όλους και να αποφεύγης να διατάζης, ως έχων εξουσίαν, με λίγα λόγια ταπείνωσιν εις όλα.
15η. Να θεωρής τον εαυτόν σου πολύ αμαρτωλόν και μολυσμένον, δια να σε συμπαθήση ο Ιησούς Χριστός, να σου στείλη το έλεος και την συγχώρησιν των πολλών σου αμαρτιών. Να έχης υπακοήν εις όλους τους αδελφούς, να γίνης ο πιο τελευταίος, ο πιο ευτελής, εάν θέλης να σου φύγουν τα πάθη και αι αδυναμίαι. Ποτέ να μη δικαιώνης τον εαυτόν σου ούτε με λόγον ούτε με λογισμόν, αλλά πάντα ως πταίστην να καταδικάζης τον εαυτόν σου και υπεύθυνον πολλών πληγών. Εις τον Γέροντα να έχης πίστιν, εις τους λόγους του υπακοήν και αγάπην και να εξομολογήσαι καθαρά κάθε σου λογισμόν, διότι η καθαρά εξομολόγησις χαρακτηρίζει την ταπεινήν ψυχήν.
16η. Βιάζεσθε, τέκνα μου, εις τον πνευματικόν αγώνα. Μη λησμονήτε την πολλήν εμπειρίαν του διαβόλου και την ιδικήν μας ασθένειαν. Όπως το φθινοπωρινόν φύλλον που πίπτει με τον ελάχιστον άνεμον, ούτω και ημείς πίπτομεν εις τον παραμικρόν πειρασμόν και δοκιμασίαν, όταν η χάρις του Θεού δεν συμμαχή μαζί μας. Και πότε συμμαχεί η χάρις του Θεού μεθ’ ημών; Τότε μόνον, όταν το ταπεινόν φρόνημα ποδηγετή κάθε μας σκέψιν και έργον. Μέμφεσθε διηνεκώς τους εαυτούς σας, διότι η αυτομεμψία είναι γέννημα και καρπός της ταπεινής καρδίας και εις την ταπεινήν καρδίαν, φανερούται το θείον, καθώς οίδεν αυτό. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Εις εκάστην σας πτώσιν εξετάσατε καλώς και θα αντιληφθήτε ότι λίγο- πολύ ο σπόρος της υπερηφανείας είναι η κυρίως αιτία της πτώσεως.
17η. Έχετε υπ’ όψιν σας τον εγωϊσμόν, αυτός τα δημιουργεί όλα, ταπεινωθήτε, στραγγαλίζετε τον εγωϊσμόν, που σαν φαρμακερό φίδι έρχεται να σας δηλητηριάση την ψυχήν. Μην αφήνετε τίποτε μέσα σας, έτσι μόνον θα εξουδετερώσητε κάθε σατανικήν ενέργειαν. Το άγιον Τριώδιον αρχίζει με το ωραίον παράδειγμα του τελώνου και του φαρισαίου διαφωτίζον ότι δια του ταπεινού φρονήματος αποκτά κανείς την δικαίωσιν, δηλαδή την συγχώρησιν των αμαρτημάτων του από τον Θεόν. Επίσης φανερώνει η παραβολή αύτη και το μέγα κακόν, την υπερηφάνειαν, που τίθεται ισχυρόν εμπόδιον δια την συγχώρησιν των αμαρτιών, παρ’ όλην την εφαρμογήν των άλλων αρετών και δη της ελεημοσύνης. Η υπερηφάνεια κατέρραξε παταγωδώς τον εωσφόρον, τον πρώτον των αγγελικών ουρανίων δυνάμεων και τον κατέστησε διάβολον σκοτεινόν και αιωνίως κολασμένον. Ενώ αντιθέτως, η ταπείνωσις του Χριστού, «μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία κ.λ.π.» (Ματθ. 11,29 ), έσωσε τον πλανηθέντα και εξ υπερηφανείας υποσκελισθέντα άνθρωπον εκ της αιχμαλωσίας αυτού. Εξ αυτών και εκ πολλών άλλων γραφικών αληθειών διδασκόμεθα ότι άνευ ταπεινώσεως και αληθούς μετανοίας δεν σώζεται ο άνθρωπος, έστω και αν εις άλλας αρετάς ευπορή.
18η. Μην είσαι πείσμων, αλλά ταπεινός, μη φρονής ότι κάτι είσαι, διότι αυτό είναι υπερηφάνεια και τους υπερηφάνους ο Θεός τους συχαίνεται. Πάντοτε, παιδί μου, να σκέπτεσαι ότι είσαι ο πιο αμαρτωλός του κόσμου και ότι, εάν η χάρις του Θεού σε αφήση, τότε θα κάνης όλα τα κακά του κόσμου! Πάντοτε να κατηγορής τον εαυτόν σου. Όταν πηγαίνης να κοινωνήσης, να κατηγορής τον εαυτόν σου ως ανάξιον να δεχθής μέσα σου τον Δεσπότην Χριστόν, που είσαι τόσον αμαρτωλός. Πρέπει να κλαίης όταν κοινωνής, δια να σε λυπηθή ο Χριστός δια τας αμαρτίας σου. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29 ). Βλέπεις, παιδί μου; Η πραότης είναι καρπός της ταπεινώσεως και ανφότερα χαρίζουν την μακαρίαν και από Θεού ανάπαυσιν. Εις τον πατημένον τόπον, δεν φυτρώνει χορτάρι, ούτω και εις την ταπεινήν ψυχήν δεν φυτρώνει πάθος και κακία. Καθ’ όσον θα είμεθα ελλιπείς εις την ταπείνωσιν, δεν θα παύση ο Θεός να μας ταπεινώνη δια των πειρασμών, έως να μάθωμεν αυτό το σοβαρόν και σωτηριωδέστατον μάθημα.
19η. Εμπρός, παιδί μου, ζωσθήτε το πνευματικόν λέντιον της ταπεινώσεως του Χριστού μας και υποταχθήτε εις πάντα, ίνα τον πάντων Κύριον δεχθήτε εις τας καρδίας σας. Ο Χριστός μας ουκ αναπαύεται εις ψυχήν μη έχουσαν οσμήν ταπεινώσεως, αλλά μάλλον αναχωρεί δια την εν αυτή δυσωδίαν της υπερηφανείας. Παρακαλώ εκ καρδίας, μισήσατε την αντιλογίαν, την παρακοήν, την φιλονεικίαν, το ίδιον θέλημα, την παρρησίαν και κάθε άλλην εμπαθή κατάστασιν, διότι ταύτα πάντα αποδιώκουν την αγάπην του Θεού και αντεισάγουν την πικρίαν εις την ψυχήν.
Να είσθε ειλικρινείς εις κάθε σας εκδήλωσιν και έκφρασιν, μη λέγετε ψέματα, λαλείτε αλήθειαν. Εις τα ψυχικά ασθενήματα των συνασκουμένων αδελφών σας μη προσβλέπετε, διότι θα βλαβήτε ουκ ολίγον, αλλά συμπαθώς δια τον Κύριον παραβλέψατε, ίνα και Αυτός τα ιδικά σας συμπαθείας αξιώση. Μη φρονήσετε ποτέ τι μέγα περί υμών, ίνα μην εγκαταλειφθήτε υπό της φρουρούσης υμάς χάριτος του Θεού και περιέλθετε εις μέγαν πειρασμόν. Αγαπήσατε, ολοψύχως την ταπείνωσιν, υπέρ πάσαν άλλην αρετήν, διότι αύτη και άνευ σωματικών κόπων δύναται να μας χαρίση την χάριν της κατά Θεόν υιοθεσίας. Αντιθέτως δε, οι σωματικοί κόποι χωρίς την επίγνωσιν του μηδενικού μας αποβαίνουν μάταιοι και ανωφελείς.
20η. Δεν υπάρχει μεγαλύτερον κακόν από τον εγωϊσμόν, αυτός γεννά όλους τους πειρασμούς και τα σκάνδαλα και αλλοίμονον εις όποιον τυλίξη, θα τον παραμορφώση! Μόνον ο καλός υποτακτικός θα κάνη την ψυχήν του αγγελικήν από πνευματικήν ομορφιάν. Μη σας περνά ο καιρός άκαρπος, διότι το σχοινί μαζεύεται και έξαφνα θα ακούσωμεν: «Τάξον τα περί του οίκου σου, αποθνήσκεις και ου μη ζήση έτι χρόνον»! Κτυπάτε τον εγωϊσμόν με όλην σας την δύναμιν, μάθετε ταπείνωσιν, κάνετε τα έργα σας με συντριβήν, με πένθος, με την ευωδίαν της ταπεινώσεως. Μόνον τα έργα σας που έχουν ταπείνωσιν θα βραβευθούν. Τα έργα που τα έχει δηλητηριάσει ο εγωϊσμός και το ίδιον θέλημα, θα τα πάρουν οι τέσσαρες άνεμοι και θα τα σκορπίσουν ωσάν τα σκύβαλα και θα ευρεθώμεν με άδεια τα χέρια. Ας συνέλθωμεν λοιπόν, ας αγαλλιάσωμεν με την άδολον αγάπην του Χριστού, διότι εμπαθείς ψυχαί δεν θα εισέλθουν εις την άνω Ιερουσαλήμ. Εκεί μόνον αι αγναί ψυχαί θα εισέλθουν με χαράν και αγαλλίασιν.
21η. Ναι, τέκνα μου ποθητά, μας λείπει όντως αύτη η αγιωτάτη αρετή, η ταπείνωσις. Ο εγωϊσμός, η απαισία αυτή κακία, έχει επιφέρει όλα τα δεινά εις τους ανθρώπους. Όντως η ταπείνωσις είναι αγιότης! Διατί συγκρουόμεθα με το «ψύλλου πήδημα»; Διότι δεν έχομεν ταπείνωσιν. Ο έχων ταπείνωσιν αποσοβεί το σκάνδαλον. Χωρίς αληθινήν ταπείνωσιν τα σκάνδαλα διατηρούνται και αυξάνουν, οπότε κάθε ελπίς διορθώσεως αίρεται. Παρακαλείτε τον ταπεινόν μας Ιησούν εις την προσευχήν σας να σας χαρίση πνεύμα ταπεινοφροσύνης και πραότητος, καθώς είπεν ο Ίδιος εν τω ιερώ Ευαγγελίω: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» ( Ματθ.11,29 ). Ο ταπεινός άνθρωπος δεν ενθυμείται ουδέν προηγούμενον κακόν, όπερ έπραξεν ο πλησίον του εις αυτόν, αλλά τα πάντα συγχωρεί και λησμονεί από καρδίας δι’ αγάπην Θεού.
22α. Ταπεινώσου και μέμφου τον εαυτόν σου. Μη δικαιώνης τον εαυτόν σου, έστω και αν έχης απόλυτον δίκαιον, διότι η δικαίωσις του εαυτού μας συμβάλλει εις το να μη θεραπεύεται η νόσος της ψυχής μας. Ανάπαυσε, κόρη μου, την Γερόντισσα και το Πνεύμα του Θεού θα σε επισκιάση. Γίνε ταπεινή νύμφη Χριστού. Η εγωϊστρια είναι βδελυκτή εις τον ωραιότατον Νυμφίον Χριστόν. Ο Νυμφίος ταπεινός και πράος και η Νύμφη-ψυχή υπερήφανη και θυμώδης; Αν θέλης να ευωδιάζης, αγκάλιασε το ταπεινόν, το απλόν, το υπάκουον και πράον πνεύμα. Μίσησε τον εγωϊσμόν ως δυσωδίαν και βλακείαν.
Λίαν καλώς πράττεις, μεμφομένη εαυτήν καθ’ όλα. Αύτη η οδός είναι πατερικωτάτη. Ναι, παιδί μου, τούτον τον τρόπον εμφύτευσον βαθειά μέσα εις την ψυχούλα σου και μεγίστην έξεις την ωφέλειαν.
23η. Τι ωραιότερον της πνευματικής βίας! Παρέχει όντως μίαν κρυφήν, αλλά τελείαν χαράν, με ελπιδοφόρον άγιον μέλλον. Δια τούτο, παιδί μου, αγωνίζου εις την αγίαν αυτομεμψίαν, συνεχώς μέμφου σεαυτόν, ρίπτε το σφάλμα επάνω σου, φώναζε: «Ιησού μου, και εδώ εγώ πταίω, μήτε ο διάβολος μήτε άνθρωπος, αλλά ο κακός εαυτός μου πταίει, που δεν προσέχει εκεί που περπατά. Ρίπτε μου φως εις το μονοπάτι της ζωής μου, δροσιά ταπεινώσεως εις την καρδίαν μου, δια να αισθανθώ εσένα τον πράον και ταπεινόν Ιησού μου. Μη μου παρίδης τα δάκρυα, η χαρά των αγγέλων, αλλά πρόσδεξαι ταύτα εις οσμήν ευωδίας και δώσε μου τα αιτήματα της καρδίας μου, όπως ανακουφισθώ και ως μειράκιον έξαλλον Σου ψάλλω τα επινίκια της δόξης Σου».
Κλείου μέσα εις τον εαυτόν σου και όλα να τα βλέπης με το απλούν μάτι και σαν κάτι, που δεν πρέπει να σε ενδιαφέρη. Εργάζου το κατά δύναμιν, με συνείδησιν καθαράν, προσεύχου δια τον εαυτόν σου και δι’ όλους τους αδελφούς σου. Η αγάπη σου τα πάντα να σκεπάζη και να πετάς υπεράνω των παγίδων, ώσπερ ο υψιπέτης αετός.
24. Πρόσεχε, κόρη μου, τον τρόπον σου. Έσο πιο πραεία, πιο ανεκτική, έσο ταπεινή, υποχωρητική. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά της αυτογνωσίας. Μέμφου, κατηγόρει τον εαυτόν σου, λέγε: «Αν νομίζης ότι σε περιφρονούν και δεν σε προσέχουν αι αδελφαί κ.λ.π., καλά σου κάνουν. Άξια εκείνων που πράττεις απολαμβάνεις. Διότι αν ήσουν αξία προσοχής, θα σε υπελόγιζαν, αλλά επειδή είσαι ανάξια, εγωϊστρια, μεμψίμοιρη, δια τούτο επιτρέπει ο Θεός ούτως, δια να ταπεινωθής. Έως πότε λοιπόν δεν θα το καταλαβαίνης, ότι τέτοια είσαι και χειρότερη!».
Με αυτά και με άλλα, τσεκούρωνε τον εαυτόν σου, όπως σπάσης το κεφάλι του τρομερού θηρίου, που λέγεται εγωϊσμός! Αυτός τα κάνει όλα. Δια τούτο κατ’ αυτού να στρέψωμε τα πάντα μας. Και αν τη βοηθεία του Θεού τον ταπεινώσωμεν, αμέσως θα μαραθούν τα άτιμα πάθη του κατ’ άμφω ανθρώπου. Σκέψου ότι τα πάντα μας τα έδωκεν ο Θεός, σώμα, ψυχήν, νουν, καρδίαν, γην, αέρα, τροφήν, πνοήν, ελευθερίαν εν Χριστώ, την πίστιν προς Αυτόν, την ουράνιον Βασιλείαν Του, την λύτρωσιν της κολάσεως, τα άγια μυστήρια, τον άγιον φύλακα της ψυχής μας και υπεράνω πάντων την ακαταμάχητον δύναμιν Του, που μας παρέχει εν τοις πολέμοις μας, αλλά και αυτόν τον Εαυτόν Του μας εχάρισεν. Λοιπόν αυτή είναι η ασάλευτος αλήθεια, «όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού».
Δι’ αυτών των αληθειών, ημπορείς κάλλιστα να αντιταχθής εις τον σατανάν κραταιώς. Πώς να καυχηθώ και εις τι, εφ’ όσον όλα αυτά μου τα εχάρισεν ο Θεός και ιδικόν μου δεν έχω τίποτε; Αν σκεφθώ κάτι ως αγαθόν, αγαθού πηγή είναι ο Θεός, και αυτός ο νους, ο σκεφθείς ούτω είναι του Θεού. Εργάσθηκα κάτι το πνευματικόν, και αυτό είτε η καρδία είτε το σώμα το εργάσθηκε, του Θεού είναι αμφότερα. Ιδική μου είναι η θέλησις και η θέλησις βοηθουμένη από Αυτόν. Λοιπόν τα πάντα αναφέρονται εις την γνησίαν αιτίαν, τον Θεόν. Τι έχομεν, παιδί μου, που δεν το έχομεν από τον Θεόν; Από εδώ και πέρα εισερχόμεθα εις την περιοχήν της αυτογνωσίας, της ταπεινώσεως. Τι είναι το σύμπαν, εν συγκρίσει με το άπειρον του Θεού; Ο άνθρωπος τότε τι μέρος του λόγου είναι με την μηδαμινότητά του και καυχάται και υπερηφανεύεται δια το μηδενικόν του;
25η. Αγωνίζου, παιδί μου, τον καλόν αγώνα, μη φοβού, δραπέτευε από κάθε κλοιόν απογνώσεως. Τα ασθενή και άχρηστα εξελέξατο ο Θεός, ίνα τα νομιζόμενα υγιή και εύχρηστα καταισχύνη. Η δύναμις του Θεού εις τα ασθενή πλάσματα καταφαίνεται τηλαυγέστερον και συνάμα μας ωθεί η εκλογή αύτη του Θεού προς ταπείνωσιν ακούσιον και ανάπεμψιν ευώδους θυμιάματος, απεριορίστου ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν!
Εσένα, παιδί μου, πολύ σε ηγάπησεν ο Θεός, δια τούτο παράμεινον εν ταπεινώσει εις τους κόλπους του Θεού, ίνα μεγαλυνθής εις την θεϊκήν απόλαυσιν. Πρόσεχε το πνεύμα της οιήσεως, μη νομίσης ότι κάτι έχεις, που δεν το έχουν οι άλλοι, διότι το Πνεύμα το άγιον μερίζεται εις έκαστον ως βούλεται, εις άλλον ως αγάπη φαίνεται, εις έτερον ως σύνεσις, εις άλλον ως γνώσις, εις άλλον ως φόβος πολύς του Θεού. Εν και το αυτό Πνεύμα, άρα όλοι μετέχουν του Αγίου Πνεύματος αναλόγως ουχί των έργων, αλλά της ταπεινώσεως! Ουδέν άλλο δύναται χωρίς έργα να μας ποιήση υιούς του Θεού, ως το γνωρίσαι την ιδίαν ασθένειαν και την μεγαλειότητα του Θεού. Άνευ ταπεινώσεως το έργον μένει ασφράγιστον, όταν μεταλάβη ταπεινώσεως, το κύρος αμέσως επέρχεται. Τα άχρηστα όντα ζητεί ο Θεός, «εξέλθετε εις τας ρύμας και εις τας οδούς και όσους εύρητε πτωχούς, αναπήρους, ασθενείς, χωλούς άπαντας αναγκάσατε να γεμισθή ο οίκος μου, οι δε κεκλημένοι οι νομιζόμενοι άμεμπτοι ου μη γεύσονται του Δείπνου» (Λουκ. 14,21-24). Πόση χαρά είναι όπου και ημείς συγκατελέχθημεν με τα άχρηστα όντα δια τας ασθενείας μας και μας εκάλεσε εις τον οίκον Αυτού δια να μας ποιήση αυλικούς Του και φίλους Του, ίνα ακούωμεν εις τον θάλαμον της καρδίας τας θείας φωνάς των ουρανίων ασωμάτων! Βλέπεις, παιδί μου, ότι ο κακός διαβολεύς ψεύδεται, όταν σου λέγη ότι είσαι άχρηστος σωματικώς και δεν κάνεις δια μοναχός! Σημασίαν έχει η ψυχή να είναι υγιής, δηλαδή ταπεινή, με επίγνωσιν του εαυτού της!
Ο Θεός δεν θέλει προσφοράν υγείας δια να δώση χάριν, διότι δεν είναι άνθρωπος ενδεής, αλλά Θεός ανενδεής. Αυτός επιτρέπει και τας ασθενείας, και αφού δι’ αυτών θεραπεύση την ψυχήν, εκέρδισε τον σκοπόν Του, το σώμα δεν Του χρειάζεται, Του χρειάζεται αγάπη και ταπείνωσις και ταύτα προς ημέτερον όφελος.
(Απόσπασμα εξ ομιλίας, Περί Ταπεινώσεως)
Έχομεν ανάγκην πολλής προσοχής, να προσέχωμεν τους εαυτούς μας και να φοβούμεθα τον Θεόν. Ο φόβος είναι φως, είναι λυχνάρι, αρχή σοφίας φόβος Κυρίου. Και πριν της αγάπης του Χριστού ο φόβος, και όταν η αγάπη του Χριστού έλθη, πάλιν ο φόβος να συγκεράζεται μετά της αγάπης, διότι η αγάπη ημπορεί να οδηγήση τον άνθρωπον εις ελευθερίαν, και έτσι να ξεφύγη πάλι από την ορθήν αγάπην, ο φόβος είναι το φρένο που συγκρατεί τον άνθρωπον. Όταν ίδωμεν μέσα μας φθόνον, ζήλειαν, κατάκρισιν, μεμψιμοιρίαν και ό,τι άλλο υπάρχει του διαβόλου, να γνωρίζωμεν, ότι δεν έχομεν καθαράν καρδίαν. Εάν είχαμεν καθαράν καρδίαν και να μας έβριζαν και να μας εχλεύαζαν, δεν θα εσκανδαλιζόμεθα. Το ότι σκανδαλιζόμεθα, το ότι πειραζόμεθα, το ότι πικραινόμεθα, δεικνύει το ότι η καρδία μας δεν είναι καθαρά. Μας λείπει η ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη τον άνθρωπον τον κάνει ανεκτικόν, μακρόθυμον, υπομονετικόν. Όταν δεν έχωμεν υπομονήν, όταν δεν έχωμεν μακροθυμίαν, όταν δεν έχωμεν ανοχήν, όταν δεν υπομένωμεν, είναι χαρακτηριστικόν ότι μας λείπουν αι βασικώτεραι των αρετών, η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη, αι οποίαι μας οδηγούν πλησιέστερον προς τον σκοπόν και ο σκοπός είναι η καθαρότης. Όταν δεν υπάρχη αγάπη πνευματική, γνησία και ταπεινοφροσύνη, τότε τον σκοπόν μας δεν τον έχομεν φθάσει. Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος πολυμάθειαν και μεγάλας γνώσεις δια να φθάση εις την καθαρότητα. Όταν σκέπτωμαι, ότι εθυσίασα τα πάντα δια να φθάσω εις αυτόν τον σκοπόν, δεν δικαιολογούμαι να δικαιώνω εαυτόν. Τον εαυτόν μας εάν δικαιολογώμεν, δεν είμεθα εντός του σκοπού. Μα πταίει ο άλλος, μα δεν πταίει, αυτό δεν είναι τόσον εξεταστέον, όσον εξεταστέον είναι, εάν πράγματι αγαπώ τον αδελφόν μου, εάν δεν αισθάνωμαι βαρείαν την καρδίαν μου. Εγώ πταίω, εγώ πρέπει να αλλοιώσω την ψυχήν μου και να τον αγαπήσω, παρ’ ότι μέσα μου αισθάνομαι πικρίαν δι’ αυτόν, διότι κάποτε με ήλεγξε ή δεν σκέπτεται καλώς δι’ εμέ. Εάν μέσα μου έχω την εικόνα του, σκιεράν και κάπως πικράν, αυτό βαρύνει μόνον εμέ. Ημπορεί να είναι έτσι και εις την αλήθειαν ο αδελφός απέναντί μου, αυτό όμως δεν βοηθεί τον σκοπόν μου, όπως και εάν διάκειται ο αδελφός απέναντί μου είτε καλώς είτε κακώς, εγώ εάν θέλω να φθάσω εις τον σκοπόν και να ενωθώ με τον Θεόν, πρέπει να τον βλέπω διαφορετικόν. Δια τούτο οι Πατέρες ουδέποτε εδικαιολόγουν τους ανθρώπους, τους μοναχούς κυρίως, εάν είχαν κάτι δια κάποιον άνθρωπον. Ένας πατέρας επήγαινε να δικάση ή μάλλον να μηνύση ένα άλλον αδελφόν. Πηγαίνει εις τον αββά Σισώη και του λέγει:
-- Πάτερ, πηγαίνω να καταγγείλω τον αδελφό μου, διότι μου έκανε το τάδε και το τάδε κακόν.
– Άφησέ τον, συγχώρεσέ τον.
-- Όχι απαντά, εάν τον συγχωρήσω θα μου το ξανακάνη, πρέπει να τιμωρηθή αυτός ο άνθρωπος.
-- Ε, καλά, παιδί μου, ας κάνωμεν μίαν προσευχήν, και κατόπιν πήγαινε.
Εγονάτησαν λοιπόν, και ήρχισε ο αββάς Σισώης: «Πάτερ ημών… και μην αφής τα οφειλήματα ημών ως και ημείς ουκ αφίεμεν τοις οφειλέταις…».
--Ουχ ούτως, πάτερ, λέγει, λάθος κάνεις.
-- Εφ’ όσον θέλεις εις τον κριτήν να υπάγης τον αδελφόν σου, έτσι να προσευχηθώμεν!
Τότε εκατάλαβε ο αδελφός το σφάλμα του, μετενόησε και δεν επήγε να καταγγείλη τον αδελφόν. Λοιπόν μία είναι η μεγάλη αλήθεια, ότι, όπως η καρδία μας διατίθεται δια τον αδελφόν, θα διατεθή και η καρδία του Θεού δι’ ημάς. Θέλεις ο Θεός να συγχωρήση τα σφάλματά σου; Θέλεις να σε αγαπήση εξ όλης της καρδίας Του; Και εσύ εξ όλης σου της καρδίας αγάπησον και συγχώρησον. Θέλεις ο Θεός να λησμονήση και να μην ενθυμήται τα σφάλματά σου; Το θέλω, το επιθυμώ, φωνάζει η ψυχή. Και εσύ εις ό,τι σου έπταισεν ο πλησίον ούτε να το σκέπτεσαι ούτε να το ενθυμήσαι. Αυτή είναι η τεραστία αλήθεια. Λοιπόν όποιος ξεφεύγει από αυτόν τον σκοπόν θα κάνη μεγάλα και πολλά λάθη εις την ζωήν του. Εάν εφαρμοσθούν τα ως άνω, τα οποία είναι πατερική σοφία, ο διάβολος δεν θα εξουσιάζη. Ας προσέξωμεν όλοι μας να βιασθώμεν, ίνα μη χάσωμεν τον σκοπόν μας και αύριον μετανοήσωμεν σκληρά, πρέπει να τα προβλέπωμεν αυτά και να εργαζώμεθα, ωσάν να είναι η τελευταία ημέρα μας. Ένας είναι ο σκοπός μας, ο άνθρωπος να ίδη τον εαυτόν του, να ίδη την ενοχήν επάνω του, εις όλα τον εαυτόν του να ελέγχη, τον εαυτόν του να κατακρίνη, αυτόν να θεωρή υπαίτιον, αυτός να θεωρήται ένοχος, τον δε πλησίον να μη προσέχη είτε έτσι είναι είτε όχι.
Λέγουν οι πατέρες: «Εάν θελήσωμεν να ειρηνεύσωμεν τους εαυτούς μας, προσπαθώντας να ειρηνεύσωμεν τους άλλους, ουδέποτε θα έχωμεν ειρήνην». Δηλαδή, εάν θέλωμεν να αποκομίσωμεν την ειρήνην από το να ειρηνεύσουν οι άλλοι, δεν ειρηνεύομεν. Άρα πρέπει ο άνθρωπος μόνος του να εύρη την ειρήνην, εσωτερικά. «Ειρήνευσον σεαυτώ» λέγει ο αββάς Ισαάκ, «και ειρηνεύσει σοι ο ουρανός και η γη».
Όλα αυτά να τα τοποθετώμεν μέσα εις την καρδίαν μας ανεξίτηλα, διότι είναι ο πλούτος ο πνευματικός, που μας δίδουν τα ιερά Ευαγγέλια και τα πατερικά κείμενα, δια να σώσωμεν την ταλαίπωρον ψυχήν μας!
silver- Αριθμός μηνυμάτων : 402
Registration date : 12/01/2010
Σελίδα 7 από 8 • 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Σελίδα 7 από 8
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης